Δοκιμή Honda CB1000R: Επιστροφή στις ρίζες [video]

Το γενναίο ρίσκο της Honda
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

6/8/2018

Γράφουμε χιλιόμετρα με το νέο CB1000R της Honda, όπως του αρμόζει, δηλαδή ταξιδεύοντας σε επαρχιακούς στριφτερούς δρόμους, ξύνοντας την άσφαλτο. Από την αποκλειστική του παρουσίαση που το είχαμε οδηγήσει σε μερικούς από τους καλύτερους επαρχιακούς του κόσμου, στην νοτιοανατολική Ισπανία, μέχρι και την πίστα του Ascari, που ενώνει τις δημοφιλέστερες στροφές του κόσμου σε μία τεράστια παιδική χαρά για μοτοσυκλετιστές, το CB1000R μας είχε αποκαλύψει τα περισσότερα στοιχεία του χαρακτήρα και στους ελληνικούς δρόμους - λίγα πράγματα αλλάζουν..

Όπως για παράδειγμα πως μόλις κλειδώσεις το γκάζι στο στοπ με έκτη σχέση στο κιβώτιο η κατανάλωση διπλασιάζεται και ξαφνικά το 16,2 λίτρων ρεζερβουάρ είναι μικρό, την στιγμή που οδηγώντας γρήγορα σε επαρχιακούς, δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα αυτονομίας γιατί τότε η βενζίνη που σου ζητά είναι σε λογικά επίπεδα. Είναι φτιαγμένο για να χαίρεσαι την οδήγηση στους επαρχιακούς δρόμου και να βολτάρεις από σβέλτα, έως πολύ γρήγορα, φτάνει να είναι ημέρα, ή να είσαι κάτω από κολώνες. Γιατί ο LED προβολέας ακολουθεί την φιλοσοφία των πανέμορφων ψεύτικων ψυκτρών που έχουν μπει εκεί για λόγους αισθητικής.. αισθητικός είναι και ο δικός του σκοπός..

Μικρές λεπτομέρειες σε μία μοτοσυκλέτα που σε μαγνητίζει με την εμφάνισή της, σε αναγκάζει να την δεις σαν να έχει πολύ μεγαλύτερο όγκο, με τον ίδιο τρόπο που θεωρείς ψηλότερα τα άτομα με κύρος. Είναι αυτό το γυμνό μέταλλο παντού, που σου δίνει την εντύπωση της «μασίφ» κατασκευής την στιγμή που είναι 12 κιλά ελαφρύτερη από τον προκάτοχό της, ο οποίος, αν θυμάστε, περνούσε με το ζόρι για μοτοσυκλέτα χιλίων κυβικών..

Μέχρι όμως να έρθει νέο τεύχος του MOTO με την αναλυτική του δοκιμή στην Ελλάδα τις ρυθμίσεις των αναρτήσεων, την δυναμομέτρηση στο δυναμόμετρο που έχει μετρήσει όλες τις μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα, τις μετρήσεις του περιοδικού, το ζύγισμα, όλα αυτά που κάνουμε για να τεκμηριώσουμε την άποψή μας… αναδημοσιεύουμε την παρουσίασή του από την Ισπανία. Όπως ανάμεσα στους πρώτους στον κόσμο, την διάβασαν οι αναγνώστες του MOTO, κι όπως εμείς οι ίδιοι την δοκιμάσαμε στην Ισπανία, μαζί με τις πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα, συγκεντρώνουμε σε ένα video της εμπειρία μας και σε κάμποσες λέξεις αναλύουμε όσα φέρνει η Honda με την νέα CB, την προέλευση του ονόματος και όλες τις διαφορές από τον προκάτοχό του:

Δείτε το VIDEO του MOTO από την δοκιμή του σε Ισπανία και Ελλάδα

 

 

Επιστροφή στις ρίζες

 

Μία ξεκάθαρα streetfighter μοτοσυκλέτα, στις παρυφές δηλαδή των γυμνών εκεί που τα όρια αρχίζουν να μπαίνουν επικίνδυνα στα μονοπάτια των superbike δίχως φαίρινγκ, ανανεώνεται έπειτα από μία δεκαετία αλλάζοντας πλήρως εμφάνιση, όχι όμως και χαρακτήρα. Καμία άλλη εταιρία πλην της Honda δεν είναι διατεθειμένη να κάνει τέτοια πειράματα, καμία άλλη βέβαια δεν έχει τις ίδιες ρίζες…

 

Μεγάλο όνομα τα αρχικά “CB”, κρύβουν δεκαετίες ύπαρξης αλλά και μπόλικες θεωρίες για το τι ακριβώς σημαίνουν, και είναι αυτή ακριβώς η εξήγηση της προέλευσης του ονόματος που μας δίνει μία σαφή εικόνα για το πώς φτάσαμε ακριβώς εδώ: Να έχουμε μία ρετρό μοτοσυκλέτα που να κυνηγά superbike στις στροφές! Στην πίστα της Ascari, οδηγήσαμε το νέο ή καλύτερο το "Neo Sports Café" το CB1000R δηλαδή που ξεφεύγει από την λογική των streetfighter στον σχεδιασμό, ανακατεύει την τράπουλα στις naked κι όλα αυτά με τρόπο απλό αλλά γενναίο: Υιοθετώντας την ρετρό εμφάνιση σε μία κατηγορία που ακόμα και το Speed Triple πέρασε στην απέναντι όχθη που είναι παραταγμένη η πλειοψηφία του ανταγωνισμού!

Όταν το 2015 βλέπαμε από κοντά το πρωτότυπο CB4, τα σενάρια με βάση τις επιθυμίες κι όχι τις πληροφορίες, θέλανε την Honda να ετοιμάζει ένα γυμνό V4 και λίγοι εστίασαν στα ρετρό στοιχεία εκείνου του πρώτου μοντέλου. Κι όμως, το τμήμα σχεδιασμού της Honda στην Ιταλία ετοίμαζε κάτι το διαφορετικό, μία πρόταση για ανανέωση του CB1000R που δεν θα είχε καμία σχέση με τον προκάτοχο σε σημείο που να ξεφεύγει από τα όρια της κατηγορίας! Αν θυμάστε από την συνέντευξη του υπεύθυνου του σχεδιαστικού τμήματος της Honda στην Ιταλία μερικά τεύχη πριν, οι Ιάπωνες έχουν πλέον αποκεντροποιήσει πλήρως τον σχεδιασμό των μοντέλων, με τους Ιταλούς να έχουν αναβαθμισμένο ρόλο ανάμεσα στους υπόλοιπους που βρίσκονται εκτός Ιαπωνίας.

Η ανανέωση του CB1000R μπορεί να ξεκίνησε από την Ιταλία, αλλά ήταν οι Ιάπωνες που τελικά επέμεναν να αποκτήσει την ρετρό εμφάνισή του και να δοκιμάσει την αποδοχή του κόσμου, αναλαμβάνοντας το βάρος του στοιχήματος αυτού. Όπως έχει γίνει στο πρόσφατο παρελθόν με τα VFR1200 και με το DN-01 ή το Vultus και αμέτρητες φορές στην μακρά τους ιστορία, η Honda σπάει τα στερεότυπα και σηκώνει το βάρος του πειράματος απέναντι σε ένα κοινό που είναι το πιο συντηρητικό που υπάρχει: Δεν μας αρέσουν οι μεγάλες αλλαγές σε εμάς τους μοτοσυκλετιστές, ούτε οι μοτοσυκλέτες που ξεφεύγουν από την κατηγορία τους. Κι όμως, αν υπάρχει μία μοτοσυκλέτα που μπορεί να καταφέρει να πάει αντίθετα στο ρεύμα, τότε ναι, αυτή είναι η νέα CB1000R! Η αποδοχή της είναι ήδη δεδομένη μέσα από την απήχηση που έχει κιόλας αποκτήσει, αλλά εκτός από αυτό πρόκειται και για μία εξαιρετικά όμορφη μοτοσυκλέτα. Κυρίως όταν την βλέπεις από κοντά! Από την πρώτη στιγμή που την αντίκρυσα στην Ιταλία, στα αποκαλυπτήρια εντός των πλαισίων της EICMA, περίμενα να έρθει η στιγμή να την οδηγήσω στην Ισπανία και το γεγονός πως θα γινόταν στο συγκεκριμένο μέρος, ανέβαζε ακόμα περισσότερο την αγωνία…

Τρία στοιχεία είχαν ανεβάσει στο κατακόρυφο την προσμονή για την οδήγηση, πέρα από το γεγονός ότι μιλάμε για τους δρόμους γύρω από το Ascari μέχρι την Ronda, έναν επίγειο παράδεισο για τους μοτοσυκλετιστές, αλλά και για την ίδια την πίστα, που είναι φτιαγμένη για να σε κάνει να θέλεις να μείνεις για πάντα εκεί μέσα. Ένα μέρος που αν είχε οντότητα θα ήταν μία άλλη Κίρκη, κρατώντας σε φυλακισμένο μέσα στην μαγεία της… Το προηγούμενο CB1000R ήταν μία απίθανη γυμνή που στο μάτι ήταν αδύνατο να μην την περάσεις για εξακόσια κυβικά, ιδιαίτερα για όλους εκείνους που η μοναδική ενημέρωση που έχουν για τις μοτοσυκλέτες είναι κοιτώντας τι υπάρχει στα φανάρια… Γνωστός κινητήρας με χαρακτηριστική ευστροφία και γραμμικότητα, νέες σχέσεις κιβωτίου που ευνοούν την εκδήλωση της ροπής στον πίσω τροχό και φυσικά η νέα εμφάνιση, ολοκλήρωναν ένα από τα πιο χορταστικά σύνολα. Είχα δει –και είχατε δει κατ’ επέκταση- την νέα CB1000R, στην EICMA κάνοντας λόγο για την αδυναμία των δύο διαστάσεων να μεταφέρει την οπτική κυριαρχία αυτής της μοτοσυκλέτας στο χώρο. Τώρα, μέσα σε μία μικρή αίθουσα συνεδριάσεων, η κυριαρχία αυτή ήταν απόλυτη: Έφταιγε το μέταλλο.

 

Ελαφρύτερο, μικρότερο αλλά δείχνει μεγαλύτερο

Πρόκειται για το σπάνιο παράδειγμα, όπου νούμερα και φωτογραφίες λένε μία τελείως διαφορετική ιστορία. Το νέο CB1000R είναι δώδεκα κιλά ελαφρύτερο από τον προκάτοχό του, την στιγμή που προστέθηκαν αισθητήρες και λοιπά ηλεκτρονικά και το μέταλλο είναι περισσότερο εμφανές. Μέχρι που και σε επιλεγμένα –λίγα- πλαστικά, έχουν προστεθεί αλουμινένια καλύμματα! Μικρότερο βάρος παρά την πρόσθεση εξοπλισμού και μία σιλουέτα με ακόμα πιο μαζεμένες διαστάσεις, την στιγμή που το μάτι σου χορταίνει μοτοσυκλέτα! Γίνεται αυτό; Ναι όταν μιλάμε για την Honda και το CB1000R που σαν ακριβό αντικείμενο την θωρείς με δέος και το μυαλό σου την γιγαντώνει αγνοώντας τα μάτια!

Έχουν ακουστεί πολλά για την προέλευση του ονόματος, από το "CluBman Racer" μέχρι το "City Bike" ή το "CrossBeam", αλλά το γεγονός είναι πως πίσω στο 1959 δημιουργήθηκε μία πιο σπορ, δεύτερη (Β) έκδοση του C92 Super Sport, δηλαδή το CB92 Super Sport που η απήχησή του αμέσως έγινε αιτία να καθιερωθεί ολόκληρη η γενιά των CB! Εκεί πίσω στο 1959 η Honda έφτιαχνε καθημερινές μοτοσυκλέτες με πιο σπορ δυνατότητες, τοποθετώντας τις βάσεις μίας ολόκληρης οικογένειας, που παραμένουν έως σήμερα ακλόνητες. Το 2018 βλέπουμε αυτές τις βάσεις σε τρία μοντέλα των CB, στα 125, 300 και 1000 κυβικά, που είναι όλα τους ξεχωριστά και πολυτελή! Από το 125 που είναι το πιο καλοφτιαγμένο μοτοσυκλετάκι σε αυτά τα κυβικά μέχρι την νεορετρό 1000, χαίρεσαι να τα κοιτάς πριν βρεθείς στην σέλα τους. Στην περίπτωση του 1000 η χαρά αυτή εξελίσσεται σε τρέλα: Οι τρεις πρώτες σχέσεις του κιβωτίου είναι κοντύτερες, αλλά τόσο όσο απαιτούσε ο χαρακτήρας της μοτοσυκλέτας αυτής, συνεχίζοντας έτσι να προσφέρει την ομοιογένεια και την γραμμική επιτάχυνση που ξέραμε από το προηγούμενο μοντέλο, χωρίς ποτέ να γίνεται απότομο. Αλλάζεις σχέσεις στο κιβώτιο με μία "ηλεκτρική" απόκριση από τον πλούσιο τετρακύλινδρο, κι έπειτα έρχεται εκείνη ακριβώς η κρυμμένη αλλά σπουδαία αλλαγή, το ηλεκτρονικό γκάζι της Honda, η πιο πιστή αντιγραφή ντίζας που έχει γίνει ποτέ από αλγόριθμους, να ολοκληρώσει την ονείρωξη!

Βασική λεπτομέρεια: Έχω κάνει περίπου 50-60 χιλιόμετρα, είναι ακόμα νωρίς το πρωί και μας περιμένει το σύνολο της διαδρομής αλλά και η πίστα, όταν σταματώντας για τις ανάγκες της φωτογράφισης, βλέπω να περιμένει μαζί με τους φωτογράφους ένα γνώριμο πρόσωπο: Είναι ο project leader της Africa Twin του 2016 και σχεδιαστής του προηγούμενου CB, πρώην εργαζόμενος της μητρικής Honda καθώς πλέον εργάζεται στην Montesa. Ο πιο "Ευρωπαίος" σε τρόπο σκέψης και συμπεριφορά από κάθε Ιάπωνα που έχω γνωρίσει, προχώρησε σε αυτή την αλλαγή γιατί δεν αντέχει το Τόκυο και τον τρόπο ζωής που επιβάλλει η ιαπωνική πραγματικότητα: "Θάνο έχω δύο φίλους που έχουν αυτοκτονήσει και το γεγονός πως εργαζόμουν στην Honda με θωρακίζει απέναντι σε πολλά από τα στραβά της κουλτούρας μας, ωστόσο από ένα σημείο και μετά, ήθελα να φύγω από την χώρα, ήθελα να είμαι στην Μεσόγειο».

 

Ρετρό μονάχα στην εμφάνιση

Γιατί είναι σημαντικό που ο "ευρω-ιάπωνας" ήταν μαζί μας; Διότι είναι ο άνθρωπος που τα Χριστούγεννα του 2015, είχε αποκαλύψει στο MOTO (και κατ’ επέκταση σε όλους εσάς) πως μέσα σε δύο χρόνια η Africa Twin θα έχει ride by wire! Κι ο μόνος λόγος που δεν είχε από το 2016 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ως CRF1000L, είναι γιατί η Honda δεν ήθελε να μετακυλήσει το κόστος εξέλιξης στον τελικό ιδιοκτήτη. Επιβεβαιωμένος για τα λεγόμενά του, απ’ όλα όσα είδαμε στην νέα Africa Twin, ο "πατέρας" του προηγούμενου CB1000R, ακολουθεί το κομβόι μας με μία μίξη νοσταλγίας και γλυκιάς πίκρας για την οικειοθελή του μετακόμιση στην θυγατρική εταιρεία. Με βάση όλη αυτή την προϊστορία λοιπόν, θα πρέπει τώρα να αντιλαμβάνεστε πλήρως τι συμβαίνει με την ηλεκτρονική διαχείριση του γκαζιού στο CB1000R, ακόμα κι αν δεν είχατε διαβάσει την παρουσίαση της νέας Africa Twin μερικά τεύχη πίσω: Πρόκειται για το πιο ολοκληρωμένο σύστημα που έχει φτάσει στην παραγωγή. Τόσο απλά και ξεκάθαρα! (εκτός από την sport χαρτογράφηση, γιατί στην sport χαρτογράφηση η Honda σου στέλνει απότομα την δύναμη για να πολλαπλασιάσει την επίδραση των ίππων)

Στις στροφές που ακολουθούν αφήνοντας πίσω μας τους φωτογράφους, έρχονται τα πρώτα ασφαλή συμπεράσματα για το CB1000R, ιδιαίτερα από την στιγμή που είναι διαδρομές που τις γνωρίζω απ’ έξω, κι εκτός των άλλων τις έχω περάσει με KTM 1290 Super Duke R, Kawasaki Z1000, Ducati Streetfighter κτλ. Ως συνήθως οι αρχικές ρυθμίσεις αναρτήσεων της Honda, είναι για να πηγαίνεις χαλαρή βόλτα, την στιγμή που το CB1000R είναι ικανό να σε βάλει σε μία πρίζα κάνοντας τις τρίχες σου να ξετρυπήσουν το κράνος. Η πίσω ανάρτηση είναι πιο αργή σε επαναφορά από αυτό που θα ήθελες, αλλά μόνο σε συνδυασμό με την λειτουργία του πιρουνιού. Ως μονάδες είναι και τα δύο καλά ρυθμισμένα, όπως και σαν σύνολο αν πηγαίνεις από χαλαρά έως σβέλτα. Για πιο γρήγορη οδήγηση το ιδανικό θα ήταν μικρή αύξηση της προφόρτισης πριν αρχίσεις να ψάχνεις και τις υπόλοιπες ρυθμίσεις, ωστόσο στις μοτοσυκλέτες παραγωγής αυτό είναι κάτι που δεν θα απασχολήσει τον ιδιοκτήτη, κυρίως αν περνά τον χρόνο του γυαλίζοντας, αντί οδηγώντας. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες μοτοσυκλέτες που θα μπορούσα να δικαιολογήσω κάτι τέτοιο, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό! Κι αυτό γιατί είναι πανέμορφη και τελείως ξεχωριστή, απόλυτα μινιμαλιστική και με τραπεζοειδείς αναλογίες, σημεία που λειτουργούν απευθείας στο υποσυνείδητο αποπνέοντας κάτι το αρχοντικό. Με ελάχιστα πλαστικά στοιχεία που φαίνονται, και περιορίζονται στο φτερό του εμπρός τροχού, το κάλυμμα του φιλτροκουτιού, το δαχτυλίδι του προβολέα, την βάση της κλειδαριάς και το καπάκι του κιβωτίου, οτιδήποτε άλλο φτάνει στο μάτι σου είναι μεταλλικό! Μικρές λεπτομέρειες από πλαστικό σε ένα καθ’ όλα μεταλλικό σύνολο, το ακριβώς αντίθετο από ό,τι έχουμε συνηθίσει στην σύγχρονη εποχή! Επιπρόσθετα η Honda πολύ έξυπνα επεξεργάστηκε με αλουμινένιες λεπτομέρειες κάθε νεύρο στην όψη του κινητήρα, αλλά και στον άξονα του πίσω τροχού, ώστε να τονιστεί ακόμα περισσότερο το μέταλλο και στο μυαλό σου να σχηματίζεται με τον τρόπο αυτό, η εικόνα ενός γραμμωμένου και γυμνασμένου σώματος!

Το σημείο όμως που με έκανε να τους σφίξω το χέρι, ήταν στις ψεύτικες ψήκτρες πίσω από τον LED προβολέα! Σε μία άλλη εποχή θα ήταν αναγκαίες, τώρα δεν έχουν καμία απολύτως χρησιμότητα πέρα από το να ενισχύουν την ρετρό εμφάνιση και μάλιστα σε ένα σημείο που δεν φαίνονται ιδιαίτερα, πρόκειται απλώς για μία λεπτομέρεια που στην σημερινή εποχή λίγοι θα προσέξουν, όπως και το χαραγμένο λογότυπο στο πλαϊνό αλουμινένιο κάλυμμα! Αυτές είναι όμορφες λεπτομέρειες, ενώ υπάρχουν κι άλλες που ίσως να μην ασχοληθείς τόσο, όπως η LED ένδειξη δεξιά από τα πανέμορφα όργανα που μπορείς να την κάνεις να λειτουργεί είτε ως shiftlight, είτε να αλλάζει χρώμα ανάλογα με την σχέση στο κιβώτιο, την επιλεγμένη χαρτογράφηση κινητήρα, ή την οικονομική οδήγηση. Ποντάρω την αγορά ενός νέου CB1000R, πως η πλειοψηφία των ιδιοκτητών θα παίξει με αυτό το φωτάκι για καμιά δεκαριά μέρες και μετά θα το αφήσει σε μία και μόνο λειτουργία χωρίς να ασχοληθεί ξανά μαζί του. Πρόκειται για χαμένο χρόνο από μεριά της Honda αλλά είναι μία όμορφη πινελιά που κάνει λίγο πιο πολύπλοκα τα απλά, αλλά όμορφα όργανα. Οθόνη, όπως επιβάλλει η εποχή, πλαισιωμένη από μέταλλο όμως και με σωστά χρώματα και ενδείξεις.

Γερές βάσεις…

Ο κινητήρας εξακολουθεί να έχει την βάση του δύο γενιές πίσω, καθώς βασίζεται στο Fireblade του 2006, μία σωστή επιλογή γιατί από εκεί και μετά δόθηκε έμφαση στην αύξηση της ιπποδύναμης και της ευστροφίας ψηλά κόβοντας από χαμηλά, το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που θέλεις για μία τέτοια μοτοσυκλέτα! Βέβαια τίποτα δεν έμεινε ίδιο: Νέα σφυρήλατα πιστόνια, μεγαλύτερο βύθισμα βαλβίδων και μάλιστα μεγαλύτερη αύξηση για την εισαγωγή και λιγότερο για την εξαγωγή, μεγαλύτερα σώματα ψεκασμού (44mm από 36mm) και αύξηση της συμπίεσης.

Πρόκειται για αλλαγές που είναι ικανές να αλλάξουν πλήρως τον τρόπο λειτουργίας του κινητήρα αλλά δεν σταματούν εκεί, με το φιλτροκούτι και όλη την διαδρομή της τροφοδοσίας να είναι επανασχεδιασμένη, με στόχο την καλύτερη αναπνοή του κινητήρα, αλλά και τον πιο πλούσιο ήχο. Η εισαγωγή καλύπτεται από γρίλιες που έχουν διπλό σκοπό, να ενισχύσουν την εμφάνιση αλλά και τον ήχο, μία πτυχή του χαρακτήρα που επιπρόσθετα ενισχύεται με ένα τρίτο στοιχείο διαχέοντας τον αέρα μέσα από σχισμές εσωτερικά του φιλτροκουτιού, πολλαπλασιάζοντας το ηχητικό αποτέλεσμα. Ο κόφτης έχει ανέβει στις 11.500 στροφές από τις 10.300 και υπάρχει μία έντονη πλέον ενίσχυση της απόδοσης του κινητήρα μεταξύ 7.000 και 8.000 στροφών. Η Honda λέει πως το σκαλοπάτι αυτό ξεκινά από τις 6.000 στροφές, αλλά στον δεξί καρπό το αντιλαμβάνεσαι από τις 7.000 και πάνω. Η πρώτη δυναμομέτρηση θα δείξει καλύτερα τα σημεία, ωστόσο προς το παρόν κρατάμε πως πράγματι τόσο η ροπή, όσο και η ιπποδύναμη έρχονται με αμεσότερο τρόπο σε εσένα. Βάλε και την αλλαγή στις πρώτες σχέσεις και το CB1000R ξεκινά γρήγορα αλλά όχι απότομα, δίνοντάς σου μία γενναία δόση γλυκού γκαζιού!

---UPDATE---

Έχοντας πλέον ολοκληρώσει την δοκιμή για τις ανάγκες του τεύχους Σεπτεμβρίου 2018 στο MOTO, επανερχόμαστε σε όσα είχαμε γράψει μήνες πριν, βλέποντας και την δυναμομέτρηση. Η Honda επέλεξε τον κινητήρα του Fireblade 2006 πολύ ορθά, καθώς από το 2008 και μετά, αλλά και στην τελική μορφή σήμερα, οι αλλαγές στην κεφαλή έχουν επιφέρει μία πολυπλοκότητα, που όπως εξηγούμε στο νέο τεύχος, δεν θα έπρεπε να υπάρχει στο CB1000R με την λιγότερη ιπποδύναμη. Στο δυναμόμετρο η συνολική απόδοση παραμένει, ωστόσο υπάρχουν διαφορές χαμηλά, όπως θα δείτε στο τεύχος, όπου εξηγούμε και τους λόγους...

------

Το ηλεκτρονικό γκάζι φροντίζει να ομαλοποιήσει οποιαδήποτε έξαρση στην απόκριση ελέγχοντας ακριβώς την απόδοση, ώστε στο τέλος να έχεις μία απόλυτα γραμμική, τετρακύλινδρη συμπεριφορά από τον κινητήρα. Τέσσερις ομάδες ρυθμίσεων φροντίζουν από εκεί και πέρα να διαλέξεις εσύ την διαχείριση του κινητήρα, τρεις προκαθορισμένες και μία πλήρως παραμετροποιήσιμη. Ομαδοποιούνται έτσι η απόδοση του κινητήρα (τρεις χαρτογραφήσεις) το φρένο του και το traction control που μάλιστα μπορείς και να το απενεργοποιήσεις ενώ βρίσκεσαι σε κίνηση.

Η Honda έφτιαξε έτσι μία μοτοσυκλέτα που χαίρεσαι να την παρατηρείς στατική, να την επεξεργάζεσαι σταματημένη, αλλά ήδη από τα πρώτα μέτρα στην σέλα αφήνεις τις παρατηρήσεις και δεν θέλεις να κατέβεις αν δεν ανάψει το λαμπάκι στο 16,2 λίτρων ρεζερβουάρ! Ταΐζεις στροφές στο CB και παίρνεις πίσω ένα ηλεκτρικό γουργούρισμα με σταθερή επιτάχυνση ανεξάρτητα από την σχέση που έχεις στο κιβώτιο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κρεμάσει αυτός ο κινητήρας, την στιγμή που σου δίνει γραμμική επιτάχυνση χωρίς ξεσπάσματα. Το quickshifter είναι εκεί για να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ρόδινα, αλλά δεν δουλεύει τόσο υποδειγματικά όπως στην Africa, που είναι απλά το καλύτερο που υπάρχει σε μοτοσυκλέτα παραγωγής! Η πιθανότερη αιτία είναι το μεγαλύτερο εύρος στροφών και η περισσότερη ροπή, αλλά σε κάθε περίπτωση ακόμα και η δεύτερη θέση ως συμπεριφορά βρίσκεται και πάλι αρκετά μπροστά από τον ανταγωνισμό! Το Big Piston ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι, έχει σε ένα καλάμι τις ρυθμίσεις απόσβεσης επαναφοράς και συμπίεσης και προσφέρει εξαιρετική ακαμψία γεμίζοντας τον αναβάτη με εμπιστοσύνη. Το CB1000R είναι απίστευτα σταθερή μοτοσυκλέτα, είτε επιταχύνει στην ευθεία, είτε την διατάζεις να στρίψει απότομα ενώ κρατάς ακόμα τα φρένα. Το δικάναλο ABS δεν έχει να επιδείξει κάποια καινούρια καινοτομία, ούτε είναι η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αλλά τα φρένα έχουν εξαιρετική απόδοση με προοδευτική λειτουργία και απίστευτη αίσθηση. Με εξαίρεση τις μικρές αυτές αλλαγές στις ρυθμίσεις των αναρτήσεων που λέγαμε στην αρχή, το CB1000R δεν θέλει τίποτα περισσότερο για να διασκεδάσεις μαζί του και ακόμα περισσότερο: Το πλαίσιο μονής ραχοκοκαλιάς και ο "μασίφ" κινητήρας, δημιουργούν ένα σύνολο με ενιαία συμπεριφορά που αισθάνεσαι πως μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις μέσα στην στροφή!

Από τις ανηφορικές φουρκέτες που παλιότερα δοκιμάζαμε το 1290 Super Duke R και συχνά χρειαζόταν να έχεις ένα δάχτυλο στην μανέτα του συμπλέκτη για να εξισορροπήσεις την συμπεριφορά της απόκρισης, τώρα με το CB1000R ούτε που σκέφτεσαι ποια σχέση έχεις στο κιβώτιο. Απλά ανοίγεις το γκάζι κι εκείνο σε ανταμείβει με άμεση, γραμμική επιτάχυνση! Η εκπληκτική συμπεριφορά του στις στροφές, φάνηκε και αργότερα, όταν μπήκαμε στο Ascari, την μοναδική αυτή τεράστια πίστα που έχει μία σειρά από τις πιο διάσημες στροφές του κόσμου. Εκεί το CB1000R αποδεικνύεται βράχος ακλόνητος στην παρατεταμένη αριστερή με την θετική κλίση που περνάς με γεμάτη έκτη, πριν πέσεις στα φρένα για μία κανονική αντιγραφή της corkscrew. Είναι εντυπωσιακό που στο οριακό φρενάρισμα εξακολουθείς να διατηρείς τον έλεγχο και ξεχνάς πως είσαι σε μία μοτοσυκλέτα με ρετρό εμφάνιση, όταν βυθίζεις τα μαρσπιέ στην άσφαλτο τραβώντας την μπότα όσο το δυνατό πιο πίσω για να σταματήσεις να την καταστρέφεις! Οι σπορ δυνατότητες του νέου CB1000R είναι μεγαλύτερες από τον προκάτοχο, που επίσης ήταν ένα από τα πιο ικανά streetfighter της εποχής του, με θεαματικά επίπεδα βελτίωσης μόλις τοποθετούσες καλύτερες αναρτήσεις. Τώρα αυτές υπάρχουν ήδη στην νεορετρό έκδοση, μαζί με καλύτερα φρένα και γραμμικότερο γκάζι. Με τον τρόπο αυτό δεν γίνεται καλύτερο πάντρεμα ανάμεσα στο κλασσικό και το σύγχρονο! Το CB1000R τονίζει έτσι τις ρίζες της Honda και το κάνει με τρόπο που είναι ικανός να δημιουργήσει πάταγο!

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ            
Αντιπρόσωπος:
Αφοι Σαρακάκη ΑΕΒΜΕ
Τιμή:
€14.500
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ
Μήκος (mm):
2120
Ύψος (mm):
1090
Μεταξόνιο (mm):
1455
Απόσταση από το έδαφος (mm):
 
Ύψος σέλας (mm):
830
Ίχνος (mm):
100
Γωνία κάστερ (˚):
25
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο μονής ραχοκοκαλιάς
Πλάτος (mm):
789
Βάρος κατασκευαστή, κενή / χωρίς καύσιμο (kg):
-/212
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετρακύλινδρος τετράχρονος υγρόψυκτος εν σειρά με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75 x 56.5
Χωρητικότητα (cc):
998
Σχέση συμπίεσης:
11,6:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
143.5/10.500
Ροπή (kg.m/rpm):
10,6/8.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
143,7
Τροφοδοσία:
PGM-FI
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Ξηρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος και υποβοηθούμενος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα – γρανάζια
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
131
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση και επαναφορά σε τρεις θέσεις
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
190/55-17
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Μονός δίσκος 256mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
οθόνη TFT, LED ένδειξη με 4 επιλογές ενημέρωσης, riding modes Rain/Standard/Sport/User, ABS, traction control, quickshifter up/down, led φώτα εμπρός και πίσω, πλούσιος πρόσθετος εξοπλισμός
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa SFFBP
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
43/120
Ρυθμίσεις:
Πλήρεις
ΤΡΟΧΟΣ
Ελαστικό:
120/70-17
Πίεση:
-
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 310mm με πλευστές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δικάναλο ABS
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
16,2/3
 
 
 
 
 
 

Ετικέτες

Οδηγούμε το Moto Morini X-Cape 650!

Ξαναμπαίνει στο παιχνίδι η ιστορική φίρμα!
12/1/2022

Απόδραση στην υπεροχή!

 

Πριν από πέντε χρόνια, η ιταλική φίρμα Moto Morini έφτασε πολύ κοντά στο να καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων της μοτοσυκλετιστικής Ιστορίας, μαζί με άλλες ιστορικές μάρκες από το δίτροχο παρελθόν. Αλλά ο τότε ιδιοκτήτης της εταιρείας, ο Ruggero Jannuzzelli, μπόρεσε να επενδύσει ένα σημαντικό κεφάλαιο για να επιβιώσει το εργοστάσιο, ενώ παράλληλα έψαχνε κάποιον με τους απαραίτητους πόρους και την δέσμευση να επαναφέρει οριστικά και μόνιμα την Moto Morini στο προσκήνιο.

Τον Οκτώβριο του 2018 σφράγισε την συμφωνία με την οποία ο Chen Huaneng, ιδιοκτήτης του κινέζικου εργοστασίου κατασκευής scooter και minimoto Zhongneng Vehicle Group, απέκτησε το 100% της Moto Morini.

Σε μια αποκλειστική συνέντευξη μαζί του, ο Chen δήλωσε πως η πρόθεσή του είναι να εξελίξει άμεσα μια γκάμα μοντέλων της Morini με δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες 500-800cc. Αυτά θα υποστήριζαν οικονομικά τα μεγάλα V-2 1200cc τα οποία κατασκεύαζε η εταιρεία αποκλειστικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από το 2003 που αναβίωσε (να θυμίσουμε ότι το 1996 η TPG που είχε αγοράσει την Ducati, που με τη σειρά της είχε στην κατοχή της Moto Morini, την αφάνισε).

Ο Chen κράτησε το λόγο του και ακριβώς τρία χρόνια μετά το adventure Moto Morini X-Cape 650 μπήκε στην παραγωγή στο εργοστάσιο της Zhongneng στο Taizhou, 400 χιλιόμετρα νότια της Σαγκάης, με στόχο την παγκόσμια αγορά.

 

Γνωστή ποσότητα

Το X-Cape διαθέτει τον υγρόψυκτο, οκταβάλβιδο, με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, με τον στρόφαλο των 180°, την offset καδένα των εκκεντροφόρων και τον αντικραδασμικό άξονα, ο οποίος παράγεται από τους γείτονες της Zhongneng, την CFMOTO, από το 2011. Μέχρι στιγμής έχουν πουληθεί δεκάδες χιλιάδες μοντέλα από τις τέσσερις διαφορετικές εκδόσεις (το 650ΝΚ, το 650ΤΚ, το 650GT και το 650SM) της CFMOTO, χτίζοντας την φήμη του κινητήρα για την αξιοπιστία και την απόδοση του συγκεκριμένου κινητήρα. Σε αυτά όμως τα τέσσερα μοντέλα, δεν συμπεριλαμβάνεται ακόμη μια adventure μοτοσυκλέτα με πραγματικές δυνατότητες off-road –και τώρα η Moto Morini το προσφέρει!

Διαθέσιμο σε τρία χρώματα, κόκκινο, άσπρο και ανθρακί, με τιμή που ξεκινάει από τα 7.690 ευρώ, το X-Cape είναι λίγο πιο ακριβό από το Benelli ΤΡΚ 502, το οποίο είναι best seller στην Ιταλία ρίχνοντας το BMW R1250GS από τον θρόνο του. Η διαφορά στην τιμή έγκειται στο ότι το Moto Morini έχει έναν κινητήρα 649cc που αποδίδει 59 ίππους στις 8.750 στροφές, έναντι των 47 ίππων στις 8.500 στροφές του Benelli με τον κινητήρα των 499cc.

Αυτό σημαίνει ότι το Moto Morini X-Cape έχει όλες τις προϋποθέσεις να αποτελέσει μια πολύ καλή αντιπρόταση απέναντι στο Yamaha Tenere 700 ή στο άρτι αφιχθέν Aprilia Tuareg 660 που κοστίζει αρκετά παραπάνω.

Πάντως, ανταποκρίνεται άριστα στις προσδοκίες που δημιουργεί το ιστορικό λογότυπο στο ρεζερβουάρ του, οπότε η ευκαιρία να περάσω μια ηλιόλουστη μέρα στη σέλα του, γύρω από τους αμπελώνες του Oltero, νότια του Μιλάνου, μου έδωσε την δυνατότητα να επιβεβαιώσω τις δυνατότητές του.

 

Ιταλική φινέτσα, κινέζικη εκτέλεση

Η παραγωγή του X-Cape μπορεί να γίνεται στην Κίνα, αλλά σχεδιάστηκε και εξελίχθηκε εξ ολοκλήρου στο εργοστάσιο των τριών στρεμμάτων της Moto Morini στο Trivolzio, κοντά στην Pavia, στα ριζοχώραφα νότια του Μιλάνου. Αυτό μου επιβεβαίωσε ο Massimo Gustato, Διευθυντής του R&D της Morini, ο οποίος προσλήφθηκε από τον Jannuzzelli το 2015 και εξακολουθεί να ηγείται της πενταμελούς ομάδας εξέλιξης του εργοστασίου υπό την επίβλεψη των Κινέζων ιδιοκτητών.

Είναι ένας φανατικός εντουράς στον ελεύθερο χρόνο του και στο παρελθόν είχε εργαστεί στο τεχνικό τμήμα της Bimota, όντας αποκλειστικά υπεύθυνος για την δημιουργία του DBX (Με το μοτέρ της Ducati), αναμφίβολα το πιο σέξι on-off που έχει φτιαχτεί ποτέ.

"Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω στο X-Cape τον Δεκέμβριο του 2018, σχεδόν αμέσως μόλις η Zhongneng απέκτησε την εταιρεία", λέει ο Gustato. "Μας έδωσαν απόλυτη ελευθερία στον σχεδιασμό της μοτοσυκλέτας, χρησιμοποιώντας μόνο τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα 650cc της CFMOTO ως βάση. Όλα τα υπόλοιπα ήταν πάνω μας. Οι Κινέζοι συνάδελφοί μας ανέλαβαν να προσαρμόσουν τον κινητήρα και τα ηλεκτρονικά του για να ταιριάξουν στο X-Cape, αν και σχεδιάσαμε και κατοχυρώσαμε την έγχρωμη TFT οθόνη μόνοι μας. Όλα τα υπόλοιπα έγιναν στην Ιταλία, οπότε έχουμε χρησιμοποιήσει από τοπικούς προμηθευτές όπως η Marzocchi και η Brembo, ενώ ο επικεφαλής του τμήματος σχεδιασμού, Angel Lussiana, σχεδίασε την μοτοσυκλέτα εδώ."

Η αυθεντική αισθητική που προσέδωσε ο Lussiana στο X-Cape, με τους LED προβολείς να δημιουργούν μια επιθετική όψη, εξασφαλίζοντας ότι θα ξεχωρίσει από το πλήθος της πολύ ανταγωνιστικής κατηγορίας των 600-800cc on-off, αυτή που πολύ επιτυχημένα οι Ιταλοί ονομάζουν "crossover", η οποία περιλαμβάνει πάνω από μία ντουζίνα μοντέλων από ασιατικά και ευρωπαϊκά εργοστάσια.

Η αρχιτεκτονική της μοτοσυκλέτας ανταποκρίνεται άριστα στην εμφάνιση, με το στιβαρό σωληνωτό πλαίσιο που χρησιμοποιεί τον κινητήρα ως ενεργό μέλος του. Το μεταξόνιο είναι στα 1.470mm με το πλήρως ρυθμιζόμενο πιρούνι της Marzocchi (ναι σε αυτή την τιμή!) των 50mm να είναι τοποθετημένο με γωνία κάστερ 25,5° και ίχνος στα 123mm. Η διαδρομή της πίσω ανάρτησης με το αλουμινένιο ψαλίδι είναι στα 135mm και ελέγχεται από ένα Kayaba αμορτισέρ χωρίς μοχλικό, που ρυθμίζεται ως προς την προφόρτιση του ελατηρίου και την απόσβεση της επαναφοράς. Το ύψος της σέλας είναι στα 845mm ή στα 820mm με την πιο χαμηλή εναλλακτική που είναι διαθέσιμη.

Μέχρι στιγμής όλα καλά, αλλά λιγότερο εντυπωσιακό στο χαρτί είναι το βάρος του X-Cape, που φτάνει στα 213 κιλά κενό με πισώβαρη κατανομή 48/52%, και ανέρχεται στα 232 κιλά με το 90% της βενζίνης που χωράει το 18λιτρο ρεζερβουάρ, το οποίο δίνει αυτονομία κοντά 320 χιλιόμετρα. Έχει το ίδιο ακριβώς βάρος με το Benelli, αλλά είναι αρκετά βαρύτερο από το Ténéré 700 και το Tuareg 660.

Για να σταματήσει όλη αυτή η μάζα, το Morini διαθέτει ένα ζευγάρι δίσκους κινέζικης κατασκευής 298mm με διπίστονες δαγκάνες της Brembo και πίσω έναν δίσκο 260mm με παρόμοια δαγκάνα, που συνδυάζονται με δικάναλο ABS της Bosch 9.1Mb. Ο μπροστινός τροχός έχει διάσταση 19'' και ο πίσω 17'', με ελαστικά πρώτης τοποθέτησης Pirelli Scorpion STR, αλλά δεν υπάρχει ως εναλλακτική μπροστινός τροχός 21'' για σοβαρές εκτός δρόμου δυνατότητες.

Διαθέτει όμως έναν κατοχυρωμένο σχεδιασμό για την ρυθμιζόμενη ζελατίνα που μπορεί να ρυθμιστεί με το ένα χέρι σε ένα εύρος 50mm, κάτι που στο Aprilia, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ούτε σαν after market επιλογή, ενώ η αντίστοιχη λίστα των αξεσουάρ του X-Cape περιλαμβάνει θερμαινόμενα γκριπ και πολλές εναλλακτικές για βαλίτσες. Επιπλέον θα υπάρχει διαθέσιμη έκδοση 48 ίππων για κατόχους διπλωμάτων Α2.

 

Διαφορά με το "καλημέρα"

Εκεί που ξεχωρίζει αμέσως το X-Cape μόλις ανέβεις στη σέλα του, είναι το πώς ακόμη και με την ψηλότερη σέλα νιώθεις να κάθεσαι μέσα στην μοτοσυκλέτα και να γίνεσαι ένα με αυτήν. Είναι μια ιδιαίτερα φιλόξενη και βολική μοτοσυκλέτα για άπειρους αναβάτες, που θα εκτιμήσουν την εύκολη πρόσβαση που προσφέρει.

Πρόκειται για μία μοτοσυκλέτα που σου προσφέρει άμεσα τον έλεγχο, χάρη στον ισορροπημένο σχεδιασμό της, με το βάρος του να γίνεται αισθητό στους χωματόδρομους ή σε κομμάτια εκτός δρόμου ανάμεσα στα αμπέλια της περιοχής που το οδήγησα.

Είναι ένα αυθεντικό "παντός δρόμου", στο οποίο χάρη στην προσεκτικά σχεδιασμένη σέλα και τα πλαϊνά πλαστικά, είναι πολύ εύκολο να οδηγήσεις όρθιος στα μαρσπιέ. Είναι λεπτό και στενό εκεί ακριβώς που το χρειάζεσαι, με το συγκεκριμένο δικύλινδρο να νομίζει πως είναι… μονοκύλινδρο, σε ό,τι έχει να κάνει με την ευελιξία του παρά το μακρύ μεταξόνιο, ενώ παράλληλα προσφέρει το χαρακτηριστικό τράβηγμα από χαμηλά των δικύλινδρων.

Με τον κόφτη στις 10.500 στροφές, ο κινητήρας του Morini αποδίδει την μέγιστη ισχύ στο όριο των στροφών, και όπως γνώριζα ήδη από την οδήγηση των τεσσάρων μοντέλων της CFMOTO που τον χρησιμοποιούν, είναι πρόθυμος να ανεβάσει στροφές ψηλά. Όμως, η κατανομή της δύναμης και της ροπής στο X-Cape έχει επαναπροσδιοριστεί, σε σχέση με τα μοντέλα-δωρητές της CFMOTO, ενώ πληροί και τις Euro5 προδιαγραφές. Είναι η πρώτη Euro5 έκδοση αυτού του κινητήρα που οδηγώ και δεν μπορώ να πω ότι έχει χάσει κάτι από τον χαρακτήρα του.

Εντάξει, είναι μία κινέζικη εκδοχή του κινητήρα από το ER6 της Kawasaki, ακόμη και με τις ίδιες διαστάσεις, αλλά ο ιδιοκτήτης της CFMOTO, Lai Guogui, επέλεξε τον σωστό κινητήρα για αντιγραφή προκειμένου να μεγαλώσει σε κυβικά η γκάμα της και οι μηχανολόγοι του έκαναν πολύ καλή δουλειά στην εκτέλεση, ενώ συνεχίζουν να τον βελτιώνουν. Η ECU της Bosch που ελέγχει την τροφοδοσία του X-Cape επαναπρογραμματίστηκε, έτσι ώστε να κατανεμηθεί σε ευρύτερο φάσμα η ροπή και να παρέχεται από πιο χαμηλές στροφές, λέει ο Massimo Gustato. Το ότι ο κινητήρας τραβάει δυνατά λίγο πιο πάνω από το –υψηλό σχετικά- ρελαντί στις 1.500 στροφές (είναι τόσο υψηλό προφανώς για να αντισταθμίσει την απουσία μονόδρομου συμπλέκτη), όπως και το ότι μπορείς να ανοίξεις όλο το γκάζι με έκτη και 2.200 στροφές χωρίς να σκορτσάρει, είναι η απόδειξη ότι το πέτυχαν.

Ο δικύλινδρος εν σειρά του Morini είναι ροπάτος, εύστροφος και γραμμικός, και χάρη στον αντικραδασμικό άξονα και τα μεγάλα αντίβαρα στο τιμόνι, δεν υπάρχει ίχνος κραδασμού σε όλο το φάσμα των στροφών, από το ρελαντί μέχρι τον κόφτη, ούτε… γαργαλητά από τα μαρσπιέ όπως συμβαίνει στα περισσότερα μονοκύλινδρα αλλά και σε μερικούς δικύλινδρους ανταγωνιστές του X-Cape, όταν οδηγείς με ταχύτητες ταξιδίου. Αυτό κάνει το Morini ευχάριστο και πρακτικό στις υψηλές ταχύτητες των αυτοκινητοδρόμων, ξεκούραστο στην οδήγηση, με ηχητική υπόκρουση ένα διακριτικό, άρρυθμο τόνο από την 2σ ε 1 εξάτμιση, με το τελικό να βγαίνει κάτω και χαμηλά από την δεξιά πλευρά.

 

Αναλογικές αρετές και τεχνολογικά στολίδια

Υπάρχει μια απόλυτα γραμμική παροχή δύναμης μέχρι τον κόφτη στις 10.500 στροφές, και παρά το ότι ανεβάζει λίγο πιο γρήγορα στροφές μετά τις 7.000 (εκεί που αποδίδεται η μέγιστη ροπή και είναι λίγο πιο έντονη η επιτάχυνση), δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις ως "σκαλοπάτι" στην απόδοση.

Πάντως, λόγω της απουσίας του ηλεκτρονικού ελέγχου του γκαζιού (ο έλεγχος του γκαζιού γίνεται παραδοσιακά με ντίζα) δεν υπάρχουν διαθέσιμα riding modes ούτε traction control. Υπάρχει μόνο η επιλογή απενεργοποίησης του ABS της Bosch και στους δύο τροχούς για οδήγηση στο χώμα, οπότε και εμφανίζεται το εικονίδιο "Off-Road" στην οθόνη, σαν να έχεις επιλέξει ένα διαφορετικό, πιο φιλικό, power mode.

Μόνο που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο –απλώς απενεργοποίησες το ABS! Η οθόνη όμως υποστηρίζει διασύνδεση μέσω Bluetooth με το τηλέφωνό σου, συν του ότι υπάρχει διπλή USB θύρα για φόρτιση και αισθητήρας πίεσης των ελαστικών.

Η μετάδοση με το κιβώτιο έξι σχέσεων, διαθέτει έναν FCC υγρό πολύδισκο συμπλέκτη ιαπωνικής κατασκευής, με πολύ θετική και ελαφριά λειτουργία –ξεχάστε τις κράμπες στο αριστερό σας χέρι ακόμη κι όταν το οδηγείτε στην κίνηση. Γι' αυτό το λόγο το X-Cape θα είναι πολύ φιλικό στις χαμηλές ταχύτητες για όλους τους αναβάτες ανεξαρτήτως επιπέδου εμπειρίας, με τις αναστροφές και τις μανούβρες να γίνονται παιχνιδάκι, παρά το μικρό κόψιμο του τιμονιού.

Αντίστοιχα φιλικό για τους λιγότερο έμπειρους –αλλά θα το εκτιμήσουν και οι πεπειραμένοι αναβάτες- είναι η εξαιρετική χαρτογράφηση του ψεκασμού. Δεν υπάρχει ίχνος απότομης αντίδρασης στο γρήγορο άνοιγμα του γκαζιού από τέρμα κλειστό, παρά μόνο μια ομαλή απόκριση που συμβάλλει στην αίσθηση του απόλυτου ελέγχου. Με την μέγιστη ροπή να αποδίδεται στις 7.000 στροφές και κατανεμημένη σε ένα μεγάλο εύρος, δεν υπάρχει λόγος να ανεβάσεις τις στροφές μέχρι τον κόφτη στις 10.500. Παρόλα αυτά, στον ανοιχτό δρόμο άλλαζα ταχύτητες στις 8.000 στροφές και ήμουν πάντα μέσα στην "γεμάτη" περιοχή της καμπύλης της ροπής.

Η θέση οδήγησης του X-Cape είναι σούπερ αναπαυτική, με την επίπεδη αλλά με μπόλικο αφρώδες σέλα να σε βάζει "μέσα" στην μοτοσυκλέτα και όχι "πάνω" της, ενώ υπάρχει και ικανοποιητικό, αλλά όχι ακριβώς μεγάλος, χώρος για τον συνεπιβάτη. Το μεταβλητής διατομής τιμόνι που εδράζεται σε καβαλέτα 60mm έχει σωστό σχήμα, με κλίση προς τον αναβάτη αλλά όχι τόσο που να φέρνει τα χέρια στο στήθος σου, δημιουργεί μια άνετη και όρθια θέση οδήγησης, με τα χειριστήρια να βρίσκονται εκεί που πρέπει.

Αν και η σέλα με ύψος 845mm μπορεί να… πέφτει λίγο ψηλή για μερικούς αναβάτες, έχει την τέλεια απόσταση για το δικό μου ύψος (1,80m), καθώς μπορούσα να πατήσω και τα δύο πόδια στο έδαφοις όταν σταματούσα στα φανάρια.

Στο δρόμο, η συμπεριφορά το X-Cape εμπνέει εμπιστοσύνη, εν μέρει λόγω της ισορροπημένης αίσθησης της μοτοσυκλέτας και εν μέρει λόγω της εξαιρετικής πρόσφυσης από τα Pirelli –ακόμη και υπό κλίση- παρά την διάσταση των 19 ιντσών του μπροστινού τροχού. Η κατευθυντικότητα έχει ακρίβεια, αν και είναι λίγο αργή, κυρίως λόγω του μεγάλου ίχνους το οποίο όμως αντισταθμίζεται από την σταθερότητα στις στροφές και στην οδήγηση στο χώμα, εκεί όπου χρειάζονται και τα 160mm της διαδρομής με απόλυτο όμως έλεγχο.

Σε τέτοιες συνθήκες είχα απροσδόκητα καλή πληροφόρηση από το πιρούνι της Marzocchi, και όποιος κατέληξε σε αυτές τις ρυθμίσεις ήξερε πολύ καλά τι έκανε, με το αμορτισέρ πίσω να είναι πιο ενδοτικό απ' ό,τι περίμενα.

Ο αναβάτης εξέλιξης της Morini, Gabriele Manzi, με τον οποίο οδηγήσαμε παρέα εκείνη την μέρα, μαζί με τους συναδέλφους του "έγραψαν" 30.000 χιλιόμετρα κατά την εξέλιξη της μοτοσυκλέτας. Αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι έκαναν καλά τη δουλειά τους, μέσα από την ποιοτική all-round προσωπικότητα που βγάζει μια μοτοσυκλέτα που κοστίζει κάτι παραπάνω από εφτά χιλιάδες ευρώ. Το ίδιο καλά έκαναν τη δουλειά τους ο Massimo Gustato και η μικρή του ομάδα των μηχανολόγων, που δεν θα σταματούσαν αν δεν πετύχαιναν τους στόχους τους.

Πάρτε για παράδειγμα το πίσω φρένο, το οποίο είναι άριστα σεταρισμένο για χρήση εκτός δρόμου, με αρκετό δάγκωμα, προοδευτικότητα και τόνους αίσθησης και ελέγχου. Δεν φτιάχτηκε έτσι. Κάποιος έπρεπε να δουλέψει πάνω στην επιλογή των τακακίων, στον μοχλισμό του λεβιέ, στην επιλογή των υλικών για την δισκόπλακα, για την αντλία κλπ. Μετά θα έπρεπε να κάνει συνεχόμενες δοκιμές μέχρι να βρει το σωστό σετάρισμα. Μικρά πράγματα με μεγάλο αντίκτυπο.

 

Value for money

Ο ανταγωνισμός ποτέ δεν ήταν τόσο σκληρός στην κατηγορία των adventure μεσαίου κυβισμού όσο είναι αυτή τη στιγμή, με υποψήφιους αγοραστές από όλα τα επίπεδα εμπειρίας και δυνατοτήτωννα έχουν μια πληθώρα επιλογών για να εκπληρώσουν το όνειρό τους να εξερευνήσουν τον κόσμο –ή την περιοχή γύρω τους… Με πολύ υψηλή ποιότητα κατασκευής και μια δυνατή ταυτότητα από τον σχεδιασμό του Lussiana, το Moto Morini X-Cape είναι εξίσου ικανό και ευχάριστο –καθώς και πρακτικό- στην οδήγηση, όσο οι μοτοσυκλέτες που κοστίζουν σχεδόν τα διπλάσια χρήματα από αυτό, και δεν είναι και τόσο όμορφες.

Προσφέροντας ένα πλήρως ρυθμιζόμενο μπροστινό από μια γνωστή φίρμα όπως η Marzocchi, σε μια μοτοσυκλέτα που κοστίζει όσο το Morini, είναι πραγματικά μια καλή αναλογία κόστους/αξίας, ειδικά με τα φρένα της Brembo, το ABS της Bosch και τα ελαστικά της Pirelli.

Εντάξει, δεν υπάρχει επιλογή για riding modes, αλλά δικαιολογείται το μεγαλύτερο κόστος του Aprilia Tuareg κατά 4.500 ευρώ, από το πλούσιο πακέτο των ηλεκτρονικών, το μικρότερο βάρος και τον πιο δυνατό κινητήρα; Διότι το Tuareg και το X-Cape τοποθετούνται ουσιαστικά στα αντίθετα άκρα της κατηγορίας των adventure 600-800cc, ενώ και τα δύο προτάσσουν πολύ σημαντικούς λόγους για να τα αγοράσει κανείς.

Παραδεχτείτε το, σε μια νίκη για τους υποψήφιους αγοραστές, έχετε το προνόμιο της επιλογής!

 

Του Alan Cathcart

Φωτό: Moto Morini/Giovanni Mitolo

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ               Moto Morini X-Cape

Αντιπρόσωπος:

KSR Hellas

Τιμή:

Από 7.690

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μεταξόνιο (mm):

1.470

Ύψος σέλας (mm):

845

Ίχνος (mm):

123

Γωνία κάστερ (˚):

25,5

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό τύπου "διαμάντι", με τον κινητήρα ενεργό μέλος του

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

213 / 232

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

18

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

83 x 60

Χωρητικότητα (cc):

649

Σχέση συμπίεσης:

11,3:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

59 / 8.750

Ροπή (kg.m/rpm):

5,7 / 7.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

90,9

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια / -

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα / -

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

3,6

3,9

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Αμορτισέρ Kayaba

Διαδρομή (mm):

135

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4.50 / x 17

Ελαστικό:

50/70-17 Pirelli Scorpion Rally STR

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 255mm με δαγκάνα δύο εμβόλων της Brembo και ABS Bosch 9.1Mb

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

160 / 50

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων και αποσβέσεις επαναφοράς και συμπίεσης

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3.50 x 19

Ελαστικό:

110/80-19 Pirelli Scorpion Rally STR

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 298mm με δαγκάνες δύο εμβόλων της Brembo και ABS Bosch 9.1Mb