Δοκιμή: Husqvarna FS 450 Supermoto by Wolf Racing team

Διασκεδάζοντας στην πίστα Wolf/Motul στη Σπάρτη
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

20/9/2018

Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και εκείνη η Δευτέρα στα μέσα του καυτού Ιουλίου ξεκίνησε πραγματικά υπέροχα. Το πρόγραμμα για εμάς ήταν αρκετά βαρύ εκείνη την ημέρα, καθώς έπρεπε να βρεθούμε στην Σπάρτη, στην πίστα που διαχειρίζεται η Wolf-Motul Racing Team. Εκεί μας περίμεναν τρεις μοτοσυκλέτες της Husqvarna, καθώς o Γιώργος Παρασκευάς πέρα από την αγωνιστική ομάδα και την λειτουργία της πίστας στην Σπάρτη, έχει ενταχθεί και στο επίσημο δίκτυο αντιπροσώπων της Husqvarna. Το Vitpilen 701 που θα έχουμε πλήρες τεστ σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, καθώς και αυτή η αγωνιστική FS 450 είναι μοτοσυκλέτες που ανήκουν στην Wolf-Motul Racing team.

Μετά την οδήγηση μέσα στην πίστα, θα παίρναμε το Vitpilen 701 και το Svartpilen 401 θα  συνεχίζαμε νότια για την ολοκλήρωση της φωτογράφησης εντός και εκτός δρόμου.

Με το φως του ηλίου να δύει μετά τις εννέα τον Ιούλιο, δεν ήταν παράξενο που εκείνη την Δευτέρα η δουλειά τράβηξε έως αργά.

 Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεσαι ενέργεια και καλή διάθεση για να βγάλεις την δουλειά και το FS 450 φρόντισε από πολύ νωρίς το πρωί να γεμίζει με ατελείωτες ποσότητες αδρεναλίνης το αίμα μας.

Είχαμε πολλά χρόνια να οδηγήσουμε ένα καθαρόαιμο αγωνιστικό supermoto και μάλιστα μέσα σε μια από τις καλύτερες πίστες καρτ στην Ελλάδα. Σχεδόν είχαμε ξεχάσει πόσο φανταστικές είναι στην οδήγηση αυτές οι πανάλαφρες μονοκύλινδρες μοτοσυκλέτες με τους 60 ίππους στον τροχό, τα slick ελαστικά και το κοφτερό στήσιμο του πλαισίου.

Πραγματικά είναι δύσκολο να κάνεις συγκρίσεις με τα “τύπου-supermoto” που βγάζουν πινακίδα και βασίζονται σε μοτοσυκλέτες on-off.

Την διαφορά δεν την κάνουν οι τροχοί των 17”, ούτε η πρόσφυση των slick ελαστικών. Όλη η μαγεία των αγωνιστικών supermoto όπως αυτή η Husqvarna FS 450 είναι στην αμεσότητα και την ακρίβεια που εκτελούν τις εντολές του αναβάτη τους.

Στις πρώτες στροφές παραλίγο να κάνουν επιτόπια μανούβρα, μέχρι να συνηθίσουμε το απίστευτα άμεσο εμπρός σύστημα. Οι αναρτήσεις της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας είναι βελτιωμένες και ρυθμισμένες ειδικά για αυτή την πίστα. Οπότε η σταθερότητα  για την οποία είναι διάσημα τα πλαίσια των Husky συνδυαζόταν με τις σωστές αποσβέσεις των αναρτήσεων και τον άριστο έλεγχο της μετατόπισης των φορτίων κατά την επιτάχυνση και την επιβράδυνση. Ο μονόδρομος συμπλέκτης και το αγωνιστικό traction control θα βάλουν σε τάξη τον πίσω τροχό αν χρειαστεί, όμως αυτή η μοτοσυκλέτα πατάει με τόση σιγουριά πάνω στην άσφαλτο που δεν δείχνει να τα έχει ανάγκη.

Ο πολύστροφος αγωνιστικός κινητήρας πυροβολεί ακατάπαυστα στις ευθείες και ανεβάζει σαν τρελός στροφές, όμως και πάλι, περισσότερο σε εκπλήσσει με την γραμμική παροχή της δύναμης και την αίσθηση απόλυτου ελέγχου που σου δίνει.

Έχει περάσει αρκετός και ρός από την ημέρα που κατεβήκαμε από την σέλα του FS 450, αλλά ακόμα δυσκολευόμαστε να την βγάλουμε από το μυαλό μας…

 

Οδηγούμε Royal Enfield HNTR 350: Πρώτη γεύση επί ελληνικού εδάφους

Το νεανικό πρόσωπο της Enfield
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/12/2022

Στις μέρες μας δεν ισχύει πλέον ο γενικός διαχωρισμός μεταξύ “καλών” και “κακών” μοτοσυκλετών. Αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των μοτοσυκλετών που κάνουν όσα υπόσχονται και των μοτοσυκλετών που δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.

Με το ολοκαίνουριο HNTR 350 η Enfield υπόσχεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεανικού ευρωπαϊκού κοινού, κάτι που μέχρι σήμερα δεν ήταν στις προτεραιότητες των υπόλοιπων μοντέλων της.

Μετά από αυτή την πρώτη σύντομη επαφή που είχαμε με το HNTR 350 στους ελληνικούς δρόμους, μπορούμε να πούμε χωρίς δεύτερη σκέψη πως η νέα μοτοσυκλέτα της Enfield εκπληρώνει με απόλυτη επιτυχία τις υποσχέσεις της.

Το HNTR 350 βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηχανικά μέρη του cruiser Meteor 350 και του vintage 350 Classic. Αυτό σημαίνει πως έχει τον νέο και καταπληκτικό σε ποιότητα λειτουργίας αερόψυκτο μονοκύλινδρο των 349 κυβικών, που σε κάνει να απολαμβάνεις κάθε μέτρο της διαδρομής.

Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η Enfield δεν πήρε έναν κουβά μαύρη ματ μπογιά και έβαψε τα χρώμια του Classic 350, για να το βαφτίσει μετά “νεανικό” και “μοντέρνο”.

Ο κινητήρας έχει αλλαγές στην διαχείριση της τροφοδοσίας και την εξάτμιση, με στόχο να δώσουν περισσότερη “τσαχπινιά” στην απόκριση του γκαζιού και πιο “παιχνιδιάρικο” ήχο.

Το πλαίσιο έχει πιο γρήγορη γεωμετρία για πιο άμεσες αντιδράσεις στις εντολές του αναβάτη και φυσικά για ευελιξία.

Οι τροχοί είναι ελαφρύτεροι και μικρότεροι σε διάμετρο, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερου τους ελιγμούς και την αμεσότητα αντιδράσεων.

Αντίστοιχες αλλαγές υπάρχουν και στην εργονομία τις θέσης οδήγησης, όπως και στις αναρτήσεις, με στόχο φυσικά να τονίζουν ακόμα περισσότερο την πιο παιχνιδιάρικη προσωπικότητα του HNTR 350 σε σχέση με τα υπόλοιπα αδέρφια του.

Βλέπουμε δηλαδή πως η Enfield έχει κάνει σοβαρή δουλειά σε όλα τα σημαντικά μηχανικά μέρη του HNTR 350 και δεν άλλαξε απλώς κραγιόν, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; Με λεπτομέρειες θα τα πούμε σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, όταν θα έχουμε ολοκληρώσει την πολυήμερη δοκιμή με πλήρεις μετρήσεις, ενώ στο τρέχον τεύχος θα βρείτε την αναλυτική παρουσίασή του από την διεθνή δημοσιογραφική παρουσίασή του που έγινε στην Ινδία.

Όμως εδώ μπορούμε να πούμε τώρα δυο λόγια για την συνολική αίσθηση αυτής της μοτοσυκλέτας. Το πρώτο και βασικό είναι η ποιότητα λειτουργίας όλων των μηχανικών μερών και η αίσθηση που δίνουν στον αναβάτη πως καβαλάει μια μοτοσυκλέτα πολλαπλάσιας τιμής. Αν έχεις οδηγήσεις τα Meteor 350 και Classic 350 δεν θα εκπλαγείς, όμως αν δεν είχες οδηγήσει αυτή την οικογένεια μοτοσυκλετών έως σήμερα, θα πάθεις πλάκα με τη συνολική αίσθηση ποιότητας σε ό,τι αγγίζεις και ό,τι βλέπεις.

Αν τώρα έχεις οδηγήσει τα Meteor 350 και 350 Classic θα αντιληφθείς αμέσως τις αλλαγές στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου, των τροχών και τις διαφορετικές ρυθμίσεις των αναρτήσεων, καθώς το HNTR 350 είναι σαφώς πιο ελαφρύ σε αίσθηση –ειδικά στις χαμηλές ταχύτητες, πιο σφιχτό και σπορ στις αποσβέσεις των αναρτήσεων και στις μεταφορές του βάρος στα φρεναρίσματα και φυσικά πιο ζωηρό και άμεσο στις στροφές.

Ο κινητήρας επίσης ακούγεται και είναι πιο πρόθυμος στο άνοιγμα του γκαζιού, αν και οι συνολικές επιδόσεις δεν έχουν κάποια αξιοσημείωτη διαφορά.

Το σίγουρο είναι πως η Enfield, όχι μόνο κατάφερε με απόλυτη επιτυχία να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για τη δημιουργία μιας “νεανικής” και φτηνότερης μοτοσυκλέτας, αλλά επιπλέον το κατάφερε χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα. Εύγε!