Φάκελος Triumph Tiger 1050: Δοκιμές 2006-2016 & Συγκριτικό με Tracer 900

Μία street με μεγάλη ιστορία
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/1/2019

Ανοίγουμε φάκελο για ένα ξεχωριστό μοντέλο της Triumph, το Tiger 1050, ρίχνοντας μέσα ορισμένες από τις δοκιμές που έχουμε κάνει στο περιοδικό από την ημέρα που παρουσιάστηκε. Αφήνουμε μονάχα έχα συγκριτικό, μιας και είναι αρκετά πρόσφατο και συνεχίζουμε με τα προηγούμενα άρθρα θυμίζοντας την πορεία του μοντέλου. Ένα πολύ μεγάλο κείμενο για τα δεδομένα του internet με την ευκαιρία της ζήτησης από αναγνώστη μας, που αναζητούσε το τεύχος με την τελευταία δοκιμή και το συγκριτικό με το Tracer. Φάκελος Tiger 1050 λοιπόν, ξεδιπλώνεται ολόκληρος στις οθόνες σας αναδημοσιεύοντας παλαιότερα άρθρα του περιοδικού - και καλή σας ανάγνωση:

Tiger 1050: Όμοιο κι αλλιώτικο!

Πρόκειται για την Triumph που αγοράζουν όσοι δουλεύουν στην Triumph. Το μοντέλο εκείνο της εγγλέζικης μάρκας που πιθανότερα θα κρατήσει κάποιος στην κατοχή του για περισσότερο διάστημα από κάθε άλλο στην γκάμα της. Το Tiger είναι η Triumph που αναγνωρίζεται πιο εύκολα στον δρόμο και ένα από τα πιο πετυχημένα εμπορικά μοντέλα της. Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, κι άλλους τόσους, όταν έρθει η ώρα που πρέπει να το "πειράξεις", οφείλεις να τα αλλάξεις όλα και ταυτόχρονα τίποτα. Αυτό ακριβώς κατάφεραν να κάνουν οι Άγγλοι!

Με την ευκαιρία των αλλαγών για την ενσωμάτωση των Euro 4 προδιαγραφών, η Triumph προχώρησε και σε μία ριζική ανανέωση για να ανταπεξέλθει απέναντι στην αύξηση του ανταγωνισμού από τους υπόλοιπους κατασκευαστές. Πλέον, η επίθεση που δεχόταν ήταν και κατά μέτωπο, αφότου η Yamaha έβγαλε στην αγορά το εξίσου τρικύλινδρο Tracer 900. Μπορεί οι δυο τους να μην είναι ανταγωνιστές σε όλα τα επίπεδα, όπως θα δείτε στο συγκριτικό που ακολουθεί, ωστόσο για εμάς εδώ στην Ελλάδα που οι κατηγορίες έχουν πλέον αποκτήσει ευρύτερες έννοιες, δεν γίνεται παρά να έρθουν αντιμέτωπες.

Η Triumph θέλησε να καταστίσει το Tiger 1050 μία δύσκολη περίπτωση για τον ανταγωνισμό, και για αυτό προχώρησε σε ριζική ανανέωση του κινητήρα με συνολικά 104 εξαρτήματα να είναι ολοκαίνουρια. Βέβαια δεν θα γινόταν κι αλλιώς, αφού ο κινητήρας προέρχεται από το Speed Triple και ακολουθεί τις αλλαγές που έχουν γίνει εκεί. Θα μπορούσε από την άλλη να κρατήσει τον παλιό κινητήρα με επανασχεδιασμένο συλλέκτη εξάτμισης και νέο τελικό, που θα ήταν αρκετά για να περάσει τις προδιαγραφές, εξαιτίας της καλής απόδοσης των θαλάμων καύσης και των ρύπων που ήταν κοντά στις προδιαγραφές.

Αντιθέτως το Tiger υιοθέτησε τις αλλαγές από το Speed Triple και ταυτόχρονα εξοπλίστηκε περισσότερο, έχοντας πλέον τα ηλεκτρονικά βοηθήματα στην βασική έκδοση. Το θέμα είναι ότι το Tiger 1050 έχει κάνει έναν μακρύ κύκλο ως μοντέλο, φτάνοντας στην σύγχρονη εποχή της Triumph να είναι αυτό που μετρά τις περισσότερες ημέρες παρουσίας. Από το 2006 που το είδαμε για πρώτη φορά μπορεί να έχει δεχθεί άπειρες αλλαγές, αλλά ούτε ταυτότητα έχει αλλάξει, ούτε τα βασικά στοιχεία της σχεδίασής του έχουν τροποποιηθεί. Έχοντας κάνει ταξίδια και πολλά χιλιόμετρα με όλες τις προηγούμενες εκδόσεις, μόλις αντίκρυσα την νέα Tiger Sport από κοντά, έβλεπα κάτι πολύ οικείο. Χρειάστηκαν μονάχα ελάχιστα μέτρα για να καταλάβω ότι έπρεπε να την μάθω από την αρχή…

Ακλόνητο και ευέλικτο!

Το νέο Sport διατηρεί οπτικά την γνωστή σιλουέτα και μοιάζει "μασίφ" με εκείνη την χαρακτηριστική βαβούρα που φέρνει στα μάτια σου η αγγλική πρακτική, όταν κοιτάς τον κινητήρα απ’ όπου το φως δεν βρίσκει καμία έξοδο. Το αντικρύζεις και λες, "να,τώρα βγήκε από το γυμναστήριο!", καθώς έχεις μπροστά σου ένα μυώδες και συμπαγές σύνολο, όπως ανέκαθεν ήταν όλα τα Tiger από την εποχή του 955… Αυτό που αλλάζει είναι ότι πλέον ξέρει μπαλέτο και δεν το εννοούμε σαν την εικόνα που παρουσιάζουν εκείνοι οι τύποι με τους πρησμένους μυς που έχουν μηδενική ευλυγισία και η κίνησή τους θυμίζει γιαπωνέζικο ρομποτικό ανδρείκελο. Το νέο Sport είναι ευέλικτο και εύκολο να το κατευθύνεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα, την στιγμή που δεν ακολουθεί την σύγχρονη τάση της μόδας, που απαιτεί μικρές διαστάσεις, μικρό βάρος και… λιλιπούτιες συμπεριφορές! Πληθωρικό σε όλα του, το Sport έχει μακρύ μεταξόνιο και γρήγορη γεωμετρία από τον εμπρός τροχό, σε έναν συνδυασμό που όταν δεν πετύχει, παράγει μοτοσυκλέτες με δύσκολη και απρόβλεπτη συμπεριφορά. Στο Sport όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει: Είναι σταθερό στην ευθεία με το γκάζι τέρμα ανοικτό και το κοντέρ να δείχνει αριθμούς μεγαλύτερους από τα διακόσια, ενώ την ίδια στιγμή στρίβεις και πλαγιάζεις με περίσσεια ευκολίαΜονάχα όταν το σπρώχνεις σβηστό για να παρκάρεις ή σε οποιαδήποτε αντίστοιχη περίπτωση, αρχίζουν τα κιλά και το συμπαγές σώμα του Tiger να κάνουν την αρνητική διαφορά σε αντιδιαστολή με πιο σύγχρονες μοτοσυκλέτες, αλλιώς δεν γίνονται αντιληπτά.

Το αντίθετο συμβαίνει στο ταξίδι, όπου η επιρροή τους είναι ευεργετική και το Tiger παρουσιάζει συμπεριφορά που μπορείς να βρεις μονάχα σε μεγαλύτερες και πολλαπλάσια ακριβότερες on-off. Ακλόνητο, με τους κραδασμούς να απουσιάζουν, πέρα από ελάχιστους στο τιμόνι χωρίς όμως ποτέ να σε κουράζουν και με τις στροφές του κινητήρα να είναι χαμηλότερα από αυτό που θα περίμενες για ταχύτητα ταξιδιού, το νέο (σημ.:2016) Tiger Sport σου προσφέρει μία ταξιδιωτική εμπειρία ανώτερη της κατηγορίας του. Προσθέστε και το επανασχεδιασμένο cruise control που ανήκει στον βασικό εξοπλισμό και λειτουργεί ομαλότερα, και οι τουριστικές δυνατότητες του Tiger σε ό,τι αφορά την κύλισή του είναι σημαντικά βελτιωμένες, κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε την κάλυψη από τον αέρα…

Η νέα ζελατίνα πλαισιώνεται από επίσης νέα, διάφανα πλαστικά που διαχέουν τον αέρα μακριά από τον αναβάτη και η προστασία ως σύνολο καταλήγει να χαρακτηριστεί κορυφαία. Ακόμα και στα πόδια, ο αέρας που δέχεσαι δεν είναι ενοχλητικός, αφού πιέζει προς την μεριά του ρεζερβουάρ και δεν παρατηρείται εκείνο το φαινόμενο που βάζεις δύναμη για να μείνεις κολλημένος στην μοτοσυκλέτα, έχοντας μία λεπτομέρεια να καταστρέφει το ταξίδι σου. Με το υπόλοιπο σώμα άψογα προστατευμένο και το Tiger Sport ανάμεσα στο πόδια σου απόλυτα σταθερό και ευθύβολο σε κάθε ταχύτητα, τα χιλιόμετρα που θα διανύσεις περιορίζονται πλέον μονάχα από τον ίδιο τον προορισμό! Είναι επίσης βασικό ότι η σέλα είναι ιδιαίτερα ποιοτική, στεγνώνει αρκετά γρήγορα, ενώ φιλοξενεί και αρκετό χώρο από κάτω της που είναι πλήρως προστατευμένος, καθώς και μία usb θύρα φόρτισης αλλά και λουριά ασφάλισης. Ταξίδι και βόλτες συνεχίζουν για όσο θέλεις, καθώς τα φώτα του Tiger - και ιδιαίτερα η μεγάλη σκάλα - είναι δυνατά με ικανοποιητική διασπορά της δέσμης δείχνοντας τον δρόμο, παρόλο που έχουν διαγώνιες σκιάσεις. Δεν γίνονται ενοχλητικές όμως, την στιγμή που οι προβολείς φροντίζουν και για το εσωτερικό της στροφής κι έτσι μπορείς να οδηγείς σβέλτα σε όλες τις συνθήκες.

Νέα ηλεκτρονικά

Υπάρχει κάτι που σε ταχύτητες ταξιδιού δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό κι αυτό είναι η λειτουργία του ride by wire. Η Triumph έχει προχωρήσει με πολύ γρήγορα βήματα στην εξέλιξη του ride by wire και σε συνθήκες βόλτας ή ταξιδιού, τίποτα δεν θα ενοχλήσει τον αναβάτη που έχει ακριβέστατο χειρισμό στην ποσότητα γκαζιού που θα ζητήσει από τον κινητήρα. Τα ηλεκτρονικά θα μεταφράσουν σωστά τις εντολές. Μία μικρή παρανόηση στην μετάφραση του δεξιού γκριπ, υπάρχει στις χαμηλές στροφές που σε συνδυασμό με τον μονόδρομο και υποβοηθούμενο συμπλέκτη, θα σε οδηγήσουν στην αρχή σε μερικά σβησίματα. Γίνονται όλα μαλακά και ήπια, ενώ στην αρχή της η γκαζιέρα θέλει μεγαλύτερη περιστροφή από αυτό που περιμένεις. Αυτό σίγουρα δεν είναι αντίστοιχο με το προηγούμενο μοντέλο και την βαριά αίσθηση που είχε σε όλα τα χειριστήρια. Η Triumph θα μπορούσε ίσως να βελτιώσει αυτό που αντιλαμβάνεσαι ως γκάζι, με ένα πιο σκληρό ελατήριο επαναφοράς αλλά σε κάθε περίπτωση είναι κάτι που συνηθίζεται, ενώ παύει να σε απασχολεί από την στιγμή που θα αρχίσεις να κινείσαι σβέλτα.

Η απόκριση του γκαζιού ρυθμίζεται και από τους διαφορετικούς χάρτες της ECU, ενώ παράλληλα αλλάζει και η κατάσταση λειτουργίας του traction control, αν επιλέξεις το "Rain". Στα άλλα δύο, Road και Sport το traction control παραμένει το ίδιο και αυτό που αλλάζει είναι η απόκριση του γκαζιού με την τουριστική κατάσταση λειτουργίας, την Road, να έχει και οριακά υψηλότερη απόδοση που φαίνεται ωστόσο μονάχα στο δυναμόμετρο. Σε όλους τους χάρτες θα παρατηρήσεις τα παραπάνω με μία διαφορά στην Sport, αλλά όπως είπαμε είναι μία λεπτομέρεια σε ένα ride by wire που πετυχαίνει αυτό που έχει σημασία: την ομαλή ανταπόκριση από τον κινητήρα στην περιστροφή του δεξιού γκριπ. Άλλο ένα σημείο που η Triumph έχει κάνει ικανοποιητική εξέλιξη είναι το traction control. Ήδη από την νέα έκδοση του Tiger Explorer έδειξε ότι έχει καταφέρει να γράψει το λογισμικό που απαιτείται για ομαλό έλεγχο της απώλειας πρόσφυσης στον πίσω τροχό. Στο νέο Tiger 1050 υπάρχει ταύτιση με τους κορυφαίους στον ανταγωνισμό, που σημαίνει ότι μπορεί να δεις το πορτοκαλί λαμπάκι να αναβοσβήνει, αλλά εσύ να επιταχύνεις ομαλά. Αυτό που θα μπορούσαν να προσθέσουν είναι ευκολότερο τρόπο να το απενεργοποιήσεις (μόνιμο αίτημα προς το σύνολο σχεδόν των κατασκευαστών) και περισσότερες καταστάσεις λειτουργίας, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες μπροστά στο πιο βασικό: ότι δουλεύει απροβλημάτιστα.

Ο νέος μονόδρομος και υποβοηθούμενος συμπλέκτης, σου προσφέρει μία μανέτα μαλακότερη από το προηγούμενο μοντέλο κατά 48% - αριθμός που φαντάζει μεγάλος, αν δεν γνωρίζεις πόσο σκληρή ήταν η μανέτα του συμπλέκτη πιο πριν. Ταυτόχρονα και οι σχέσεις του κιβωτίου κουμπώνουν ομαλότερα από πριν, αλλά παραδοσιακά για Triumph παραμένουν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω στην κλίμακα σκληρότητας σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Αυτά τα δύο στοιχεία καθιστούν λίγο πιο εύκολο το Tiger στην καθημερινή μετακίνηση πράγμα πολύ σημαντικό, όταν μετακινείσαι από το Άλφα στο Ωμέγα και κάνεις στάσεις κάθε δεύτερο γράμμα, απαιτώντας να έχεις δυνάμεις για να ολοκληρώσεις τον λόγο κάθε μία στάσης…

Ίδιο αλλά διαφορετικό

Είναι οι όμορφες χούφτες με την πολύ καλή προστασία από τον αέρα, το επόμενο σημείο που θέλει μία μικρή συνήθεια, πριν αρχίσεις να οδηγείς σβέλτα ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Βρίσκονται λίγο πιο πάνω από το ύψος των περισσότερων ΙΧ και μόλις το αντιληφθείς αυτό, τότε θα περνάς με την ταχύτητα που θέλεις ανάμεσα από τα αυτοκίνητα χωρίς να κόβεις για να σιγουρευτείς, τρομάζοντας όποιον κι αν κάθεται στο ευρύχωρο πίσω τμήμα της ενιαίας σέλας. Είναι επίσης μία μικρή παράληψη, το ότι δεν υπάρχει εξωτερική ρύθμιση της προφόρτισης και πρέπει να χρησιμοποιήσεις εργαλεία, αλλά στον αντίποδα το Monoshock αμορτισέρ της Showa είναι προοδευτικό σε συμπίεση, αν και λίγο πιο απότομο σε επαναφορά κυρίως σε λακκούβες, χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα ταλαντώσεων στην γρήγορη οδήγηση.

Το ανεστραμμένο πιρούνι με την ποιοτική λειτουργία, επίσης της Showa και με πλήρεις ρυθμίσεις, κλέβει τις εντυπώσεις στον τομέα των αναρτήσεων και σε οδηγεί να εμπιστευτείς το Tiger 1050 σε όλες τις συνθήκες. Είναι τόσο προοδευτικό που το στριτάδικο Tiger μπορεί να περάσει με μεγάλη ταχύτητα από χωματόδρομο φυτεμένο με πέτρες, χωρίς να προσπαθεί να διώξει τα χέρια σου από το τιμόνι και να βγεις στην άσφαλτο οδηγώντας σβέλτα. Το καλύτερο, ανήκει φυσικά στο τέλος: Το νέο Tiger 1050 είναι από τα ομορφότερα Tiger που έχει φτιάξει η Triumph με εκπληκτική βαφή, όποιο συνδυασμό κι αν διαλέξεις, και με ικανοποιητική συναρμογή των πλαστικών. Μοντέρνα καρίνα, επανασχεδιασμένα καπάκια, χαρακτηριστική μούρη που δεν το μπερδεύεις με κανένα άλλο και φυσικά ένα μοντόπρατσο που το τελικό φροντίζει να μην το κρύβει στο ελάχιστο κι αφήνει να φαίνεται στο μέγιστο ο μασίφ τροχός. Το Tiger 1050 είναι όμορφο, όπως όμορφο ήταν και το προηγούμενο μοντέλο, από το οποίο απέχει μερικά έτη φωτός. Σχεδόν όμοιο στην όψη και εξίσου παρόμοιο στα τεχνικά χαρακτηριστικά, το νέο Tiger είναι στην ουσία ριζικά αλλαγμένο και στέκεται επάξια απέναντι στον σκληρό ανταγωνισμό της κατηγορίας. Ο χαρακτηριστικός, σφυριχτός ήχος, που πλέον είναι πιο μπάσος από κάθε άλλη φορά και μαρτυρά την ευστροφία της μεγάλης μοτοσυκλέτας, αποτελεί άλλο ένα σημείο που έχει αλλαγές, διατηρώντας όμως την άμεση σύνδεση με το προηγούμενο μοντέλο. Στο τέλος οι Άγγλοι κατάφεραν να αλλάξουν το 1050 και ταυτόχρονα να το διατηρήσουν ίδιο…

Triumph Τiger 1050 Sport vs Yamaha Tracer 900 (2016)

 

Συμφωνική ορχήστρα

Για κάποιους το χαρακτηριστικό σφύριγμα του τρικύλινδρου είναι εκνευριστικό και για άλλους εθιστικό, ανήκοντας στους δεύτερους το συγκριτικό των δύο τρικύλινδρων ήταν σαν η συμφωνική της Βιέννης, να δίνει μία ιδιωτική παράσταση μοναχά για εμάς!

Η νεότερη ιστορία της Triumph αναφέρει ότι κατά την επάνοδό τους, αποφάσισαν αν βρουν κάτι που θα τους έκανε μοναδικούς, να επενδύσουν σε κάτι που οι άλλοι υστερούσαν για να ξεχωρίσουν μέσα από την εξειδίκευση. Στην τρικύλινδρη διάταξη βρήκαν εκείνο το κομμάτι που θα τους επέτρεπε να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό και επικεντρώνοντας ακόμα περισσότερο στα προτερήματα, που είναι η ευστροφία, η διάρκεια στροφών και ροπή στις χαμηλές, κατάφεραν γρήγορα να πετύχουν τον στόχο τους. Η Triumph ανέδειξε τελικά και τον τρικύλινδρο κινητήρα ως διάταξη και η επιτυχία αυτή θύμισε σ’ έναν άλλο κατασκευαστή, ότι έχει και εκείνος εμπειρία στους τρικύλινδρους… Οι μόνοι λοιπόν που θα μπορούσαν άμεσα να απαντήσουν στους Άγγλους, ήταν οι Ιάπωνες της Yamaha, κι αυτό γιατί για χρόνια παράγουν μερικούς από τους πιο πετυχημένους τρικύλινδρους κινητήρες, μονάχα που είναι λιγότερο γνωστοί καθώς πρόκειται για jet ski και snowmobile. Ψάχνοντας για την κίνηση που θα τους επανέφερε στο προσκήνιο της Ευρωπαϊκής αγοράς, πίσω στην εποχή που ακόμα σχεδίαζαν την σειρά των MT, θέτοντας στόχο στην οδηγική ευχαρίστηση με χαμηλό κόστος, η απόφαση για έναν δικύλινδρο και έναν τρικύλινδρο φάνηκε η πιο λογική. Το Tracer 900 μπήκε σε απευθείας ανταγωνισμό με όλη την αγορά και η εμπορική του επιτυχία είναι αναμφισβήτητη. Από την μεριά της Triumph, η πρώτη απάντηση ήταν να εξοπλίσουν καλύτερα ένα από τα πλέον πετυχημένα τους μοντέλα, το Tiger 1050 στην έκδοση Sport και να τραβήξουν την γραμμή ανάμεσα σε εκείνους και τον ανταγωνισμό.

Η Yamaha Tracer 900 βγήκε στην αγορά το 2015 και δεν άργησε να σημειώσει μεγάλο αριθμό πωλήσεων, αποκτώντας το δικό της χώρο στους δρόμους. Ένα χρόνο αργότερα που οι προδιαγραφές Euro 4 μπήκαν σε ισχύ η Triumph αποφάσισε να ανανεώσει ριζικά το Tiger 1050 αφενός μεν επειδή αποτελεί το πιο πετυχημένο μοντέλο της αλλά αφετέρου να το εξοπλίσει καλύτερα έναντι του ανταγωνισμού. Η σύγκριση μεταξύ των δύο μοντέλων για τα δεδομένα της χώρας μας -που οι κατηγορίες έχουν αποκτήσει πια ευρύτερες έννοιες- είναι αναπόφευκτη και μέσα από ‘δω γίνονται διακριτά τα στοιχεία που τις ξεχωρίζουν.

Ίδια χαρακτηριστικά, άλλη κατεύθυνση

Σε πρώτη όψη οι δύο μοτοσυκλέτες φαίνονται φτιαγμένες να κονταροχτυπηθούν, καθώς πρόκειται για street με όρθια θέση οδήγησης, παραπλήσια ιπποδύναμη και χαρακτηριστικό τρικύλινδρο κινητήρα. Ωστόσο στην πράξη ακολουθούν διαφορετικές σχολές και διαφοροποιούνται σε χρήση. Το Tiger 1050 αντιπροσωπεύει καλύτερα εκείνη την σχολή των αναβατών που μετρούν τις μοτοσυκλέτες με βάση το "σίδερο" και αναγάγουν την τιμή αγοράς στην ποσότητα που λαμβάνουν. Από αυτήν την οπτική το Tiger 1050 μοιάζει με χορταστική μπριζόλα που ξεχύνεται από το πιάτο σου, την στιγμή που το Tracer 900 σου σερβίρεται σε ποσότητα gourmet εστιατορίου. Δεν είναι μονάχα στο μάτι η διαφορά, καθώς μόλις αποφασίσεις να ταξιδέψεις θα αντιληφθείς αμέσως την ανωτερότητα της Tiger 1050 στον ανοικτό δρόμο. Ανώτερη προστασία από τον αέρα, κινητήρας που διατηρεί τα 150-160 χιλιόμετρα με χαμηλές στροφές χωρίς να κουράζεται ή να κουράζει εσένα με την συμπεριφορά του και απόλυτη σταθερότητα σε μία θέση οδήγησης που σε βοηθά να εξαντλήσεις την αυτονομία του. Φέρε την γη ανάποδα τώρα και οι ρόλοι αντιστρέφονται κατακόρυφα. Το Tracer 900 δεν έχει αντίπαλο σε κάθε απευθείας σύγκριση στην καθημερινή χρήση, από τις επιτόπου μανούβρες μέχρι το κυνηγητό ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Εξαιρετικά ελαφρύ, μαζεμένο σε διαστάσεις και επιθετική θέση οδήγησης, είναι από τις ευκολότερες μοτοσυκλέτες σε αυτά τα κυβικά για να συμβιώνεις μαζί της καθημερινά. Κι έπειτα είναι και το άλλο: Δοκίμασε να τις σπρώξεις. Με ένα χέρι το Tracer, με ζόρι το Tiger 1050. Τα κιλά που τους χωρίζουν απαντούν εν μέρει μόνο στο γιατί, αφού είναι ο τρόπος που έχουν τοποθετηθεί που κάνει την διαφορά. Τροχοί με βάρος, θηριώδες αλλά και πανέμορφο μονόμπρατσο ψαλίδι και κινητήρας που χωρίς να ξέρεις αντιλαμβάνεσαι ότι ζυγίζει μιάμιση φορά του Tracer. Κι επειδή ο διάολος στις λεπτομέρειες κρύβεται, αυτή η βαριά κατασκευή, ο πρόσθετος όγκος και ο τρόπος που μεταφέρει την ροπή του στον δρόμο, είναι λόγοι να το προτιμήσει κάποιος που αναζητά εκείνη την παλιά ταυτότητα που είχε η μοτοσυκλέτα, όταν το βάρος έπαιζε μικρότερη σημασία.

Τώρα έχουμε περάσει σε μία νέα εποχή, που το Tracer 900 την αντιπροσωπεύει στο έπακρο υιοθετώντας όλες τις νέες τάσεις και μοιραία αυτό δεν θα αρέσει σε όλους. Για παράδειγμα μπορεί να προτιμώ το Tracer για καθημερινή χρήση, όμως το 1050 δείχνει μπροστά του δύο φορές πιο μεγάλη μοτοσυκλέτα και στο ταξίδι είναι ακριβώς έτσι. Στους επαρχιακούς δρόμους θα ισοβαθμήσουν, μέχρι την στιγμή που θα αποφασιστεί να ανέβει ο ρυθμός και εκεί το πιο σύγχρονο Tracer θα περάσει μπροστά με διαφορά εξαιτίας της ευελιξίας του και ας έχει το 1050 ποιοτικότερες αναρτήσεις -ιδιαίτερα πίσω- αλλά και δυνατότερα φρένα. Το πρόσθετο βάρος σε αυτή την περίπτωση δεν είναι ο καλύτερος σύμμαχος, χώρια που το Tracer έχει την τάση να σουζάρει όποτε του το ζητήσεις, πράγμα επιθυμητό για τον ρυθμό που μιλάμε. Από την άλλη, αν ο δρόμος πάψει να είναι στενός και οι στροφές έχουν μεγαλύτερη ταχύτητα εισόδου, τότε ξανά το Tiger 1050 θα περάσει μπροστά καθώς προσφέρει μικρότερο βαθμό ακαμψίας και περισσότερο προοδευτικές αναρτήσεις οι οποίες ταυτόχρονα είναι πιο σπορ από του Tracer παρουσιάζοντας μικρότερο βαθμό ενδοτικότητας.

Θυμηθείτε πως το MOTO ήταν το μόνο που ανέδειξε αυτό το θέμα:

Yamaha MT-09 Tracer: Το κοσκίνισμα του τιμονιού και η απάντηση της εταιρίας

Ξεμπέρδεμα…

Όλα αυτά σημαίνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που μπορεί να αντιλαμβάνεσαι με μία γρήγορη ανάγνωση. Ότι δηλαδή στην πράξη είναι τελικά πολύ πιο εύκολο να ξεχωρίσεις τις δύο μοτοσυκλέτες από την στιγμή που τα όριά τους είναι ευδιάκριτα. Μόλις αποφασίσεις σαν αναβάτης τις χρήσεις που θέλεις να συνδυάζει η μοτοσυκλέτα σου, οι δυο τρικύλινδρες ξεχωρίζουν κατευθείαν και δεν μπλέκουν η μία στα χωράφια της άλλης. Αν όμως η κουβέντα αλλάξει υπόσταση και αντί να συζητάμε για την χρήση, αρχίσουμε να κοιτάμε το σύνολο, τότε βασική παράμετρος είναι και η ποιότητα κατασκευής.

Το Tiger 1050 ξεχωρίζει από το Tracer σε αυτό το σημείο, όχι όμως και αντίστοιχα με την διαφορά σε τιμή, αλλά ακόμα περισσότερο. Κι αυτό γιατί εκτός από τα περιφερειακά του Tracer που υπολείπονται σε ποιότητα, όπως η αλυσίδα και τα γρανάζια τελικής μετάδοσης, μικρότερες διαφορές διακρίνονται και στην βαφή, στις αναρτήσεις ως σύνολο και στα πλαστικά τους. Το πιρούνι του Tracer είναι εξαιρετικό και μάλιστα όχι μόνο για το πλαίσιο της χαμηλής τιμής του, πάσχει όμως το πίσω αμορτισέρ την στιγμή που στο Tiger πιρούνι και πίσω ανάρτηση ως σύνολο (αμορτισέρ και ψαλιδιού) είναι ποιοτικότερα με προοδευτική συμπεριφορά, χωρίς την γρήγορη επαναφορά και συμπίεση που παρουσιάζει το Tracer στις υψηλές ταχύτητες ή στις λακκούβες.

Ποιότητα σέλας, φρεναρίσματος, απόδοσης φώτων, βαφή και συναρμογή πλαστικών βρίσκονται επίσης λίγο υψηλότερα στο Tiger την στιγμή που ο παιχνιδιάρικος χαρακτήρας του Tracer και η όρεξή του για σούζες και κυνήγι σε επαρχιακούς, σε προκαλούν να τα θεωρήσεις όλα αυτά λεπτομέρειες… Οι δυο τους μαζί, είναι οι μοτοσυκλέτες με όρθια θέση οδήγησης που μπορούν να κυνηγήσουν κάθε άλλη street σε ορεινό στροφιλίκι, ξεμπροστιάζοντας τους τετρακύλινδρους σε θέματα ευστροφίας και τους δικύλινδρους σε διάρκεια και γραμμικότητα, όσο απομακρύνονται "σφυρίζοντας"…

 

Ακολουθεί γκάλερι με πλούσιο φωτογραφικό υλικό

 
 
Tracer 900
Tiger 1050 Sport
0-400m (sec)
11,20
12
0-100km (sec)
3,4
3,6
Ρεπρίζ 5ης 80-120km (m/sec)
3,2/90
3,7 / 101
Βάρος (Kg γεμάτο)
208
238,5
Ιπποδύναμη (hp/rpm)
104,7/10.600
106/9.400
Ροπή (kg.m/rpm)
8,1/8.500
9,7/6.700
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         Triumph Tiger 1050 Sport
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.150
Ύψος (mm):
1.330
Μεταξόνιο (mm):
1.540
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
830
Ίχνος (mm):
89.7
Γωνία κάστερ (ο):
22.8
Απόσταση σέλας – τιμόνι (mm):
770
Απόσταση σέλας – μαρσπιέ (mm):
540
Απόσταση μαρσπιέ – τιμόνι (mm):
905
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
550
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
238,5kg
(χωρίς καύσιμο:223,5 kg)
Πίσω
48.5%
Εμπρός
51.5%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
+ 2%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών
Πλάτος (mm):
850
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
218 / -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τρικύλινδρος εν σειρά υγρόψυκτος, 2 ΕΕΚ, 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
79x71,4
Χωρητικότητα (cc):
1.050
Σχέση συμπίεσης:
12,01:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
126/9.475
Ροπή (kg.m/rpm):
9.7/7.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
125
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
3 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,751
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 2.500
Σχέσεις
2.733(41/15)
1.947(37/19)
1.545(34/22)
1.292(31/24)
1.154(30/26)
1.037(28/27)
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
2,2
-
Πραγματικά
2,5
2,6
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ Showa
Διαδρομή (mm):
155
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
 
Ζάντα:
5,5 x 17’’
Ελαστικό:
180/55-17
Πίεση (psi):
 40
ΦΡΕΝΟ
 
Δίσκος 255mm της Nissin με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό στροφόμετρο, Ψηφιακό ταχύμετρο, οθόνη LCD με ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές (ο καθένας με ξεχωριστό trip computer), στιγμιαία και μέση κατανάλωση, χρονόμετρο ταξιδιού, το ένα με αυτόματο μηδενισμό, ένδειξη θερμοκρασίας, ρολόι, λυχνίες για φώτα, φλας, υψηλή θερμοκρασία ψυκτικού / ABS, traction control, παροχή usb, παροχή ρεύματος, χειρολαβές
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό Showa
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
140 / 43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς, συμπίεσης
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 17’’
Ελαστικό:
120/60-ZR17
Πίεση (psi):
36
ΦΡΕΝΟ
Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm, με ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων της Nissin και ABS

 

 

Ακολουθούν τα άρθα με την πορεία εξέλιξης του μοντέλου

Εξημερωμένο αιλουροειδές

Μπορεί ο ανταγωνισμός να απέκτησε περισσότερα κυβικά, άλογα και μπόλικα ηλεκτρονικά συστήματα όμως ο νέος Τίγρης δεν έπεσε στην παγίδα της υπερβολής. Κράτησε τον δικό του χαρακτήρα και με τα δόντια ακόμα πιο λουστραρισμένα και ακονισμένα, μπαίνει δυναμικά στη ζούγκλα των "όρθιων" street

Τελικά εμείς οι μοτοσυκλετιστές πέφτουμε στην παγίδα. Τα εργοστάσια κατασκευής στήνουν μια αρένα ανταγωνισμού και οι παίχτες του παιχνιδιού είμαστε εμείς. Αν έλεγες σε κάποιον πριν 15 χρόνια ότι οι σημερινές on-off θα έχουν 130 ίππους και ένα ολόκληρο κέντρο επιχειρήσεων με ηλεκτρονικά... θα σε κοιτούσε σα χάνος. Όμως, η μάχη των κατασκευαστών για κάτι μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο αντικατέστησε τις πραγματικές μας ανάγκες με εικονικές. Ή μάλλον οι ανάγκες μας προσαρμόστηκαν με τα μοντέλα που παράγουν τα εργοστάσια, τα οποία αν κάπου υστερούν σε σχέση με τον ανταγωνισμό το θεωρούμε μειονέκτημα, γιατί απλά έτσι μας έχουν μάθει (καλά όχι ότι δεν μας αρέσει οι μοτοσυκλέτες μας να έχουν τα πάντα..). Τα κυβικά ανέβηκαν, τα άλογα έγιναν θηρία και πλέον μεγάλη μοτοσυκλέτα είναι αυτή που έχει 1200 κυβικά και πάνω, ενώ τα 650-700 κυβικά θεωρούνται μικρά... Η Triumph έπαιξε εν μέρει σ' αυτό παιχνίδι. Από τη μια "ψήθηκε" και έφτιαξε το μεγάλο Tiger Explorer με 1200 κυβικά και θεόρατες διαστάσεις για να είναι αξιόμαχο δίπλα σε GS και ΚΤΜ, όμως από την άλλη, όταν ήρθε η ώρα να ανανεώσει τον Τίγρη που κάποτε ήταν στην κορυφή της γκάμας μιας απροσδιόριστης κατηγορίας, δεν έπεσε στην παγίδα...

Με νέα δοκιμασμένα συστατικά

Το 2006 που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η έκδοση του 1050, ήταν κάτι εντελώς νέο σε σχέση με τους προκατόχους του που είχαν πιο all around χαρακτήρα. Τότε, άφησε στην άκρη χώματα και περιπέτειες και ρίχτηκε στην μάχη της ασφάλτου με τροχούς 17 ιντσών και μικρότερες διαδρομές αναρτήσεων. Εμπορικά αυτή η κίνηση άρεσε και σε συνδυασμό με την δελεαστική εμφάνιση το νέο Tiger έγινε μια δημοφιλής μοτοσυκλέτα, όντας και ο κύριος ανταγωνιστής του Multistrada 1100. Μια νέα εποχή ψηλών street είχε ξεκινήσει, με πολλούς ανταγωνιστές να μπαίνουν στην μάχη αλλά και πολλούς στην συνέχεια να ανεβάζουν κυβικά και άλογα σε δυσθεώρητα ύψη.

Μετά από εφτά περίπου χρόνια, το Tiger έπρεπε να δεχθεί μια ανανέωση. Χωρίς να αλλοιωθεί καθόλου η πετυχημένη αρχική συνταγή, ο νέος Τίγρης ανανεώθηκε σε αρκετά σημεία ώστε να συνεχίσει την πετυχημένη καριέρα του. Ο κινητήρας του παρέμεινε με τρεις κυλίνδρους χωρίς να αλλάξει καθόλου η αρχική δομή του, όμως βελτιώθηκε η αναπνοή του με νέα διαχείριση καύσιμου και εξάτμιση, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η θεωρητική ισχύς του κατά δέκα ίππους και να μειωθεί η κατανάλωση. Επίσης, απέκτησε και πιο ήπια λειτουργία, ενώ βελτιώσεις δέχθηκε το κιβώτιο που τώρα είναι πιο θετικό στις αλλαγές των σχέσεων και η τρίτη με την πέμπτη απέκτησαν νέα κλιμάκωση. Όμως, και στην όψη άλλαξαν αρκετά πράγματα, έχοντας αυτό το όμορφο λευκό χρώμα και την νέα σχεδίαση των πλαστικών, τις νέες ζάντες αλλά και το μονόμπρατσο ψαλίδι που άλλαξε κατά πολύ την όψη του νέου πιο αγριεμένου Τίγρη. Επίσης, τοποθετήθηκαν νέες ελαφρύτερες ζάντες, όπως και ABS σύγχρονης γενιάς.

Ανεβαίνοντας πάνω στη σέλα, η αίσθηση που λαμβάνεις δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου σε σχέση με το παρελθόν. Η θέση οδήγησης είναι πολύ βολική βάζοντάς σε "μέσα" στην μοτοσυκλέτα, με τα χέρια να πιάνουν σχετικά μακριά το μεγάλο και ποιοτικό τιμόνι. Η επιφάνεια του ρεζερβουάρ είναι αρκετά μεγάλη και στην πρώτη όψη νιώθεις λίγο να σε αποκόβει από το μπροστινό τροχό, όμως μόλις οι ρόδες αρχίσουν να κυλούν τα πράγματα αλλάζουν και η συνολική αίσθηση που λαμβάνεις από την μοτοσυκλέτα είναι καταπληκτική. Η ποιότητα κύλισης είναι το πρώτο πράγμα που σε εκπλήσσει, ενώ η ακρίβεια που προσφέρει εντυπωσιάζει. Ο κινητήρας λειτουργεί πολύ γραμμικά και ήπια, με τον ψεκασμό να είναι ακριβέστατος, ενώ η ελαστικότητα και η μέγιστη ροπή που παράγεται στις μόλις 4.400 στροφές του τρικύλινδρου είναι υποδειγματική, κάνοντας απόλαυση την καθημερινή μετακίνηση με το Tiger. Οι διαστάσεις του δεν πρόκειται να προβληματίσουν στις διηθήσεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα λόγω του μεγάλου κοψίματος που έχει το τιμόνι και μόνο ο βαρύς σχετικά συμπλέκτης θα κουράσει λίγο τα δάχτυλα στην συνεχή χρήση. Με τον νέο Τίγρη μπορείς από την μια να βολτάρεις αργά και ήρεμα στα στενά της πόλης, χωρίς ίχνος σκορτσαρίσματος και "βηξίματος" από τον κινητήρα, και από την άλλη να λυσσάς σαν τρελός και να απολαμβάνεις τα γκάζια και την πλούσια ροπή του τρικύλινδρου κινητήρα.

Με ψυχολογία ανεβασμένη

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει μια μοτοσυκλέτα για να την ερωτευτείς, είναι να σου ανεβάσει την ψυχολογία και το Tiger την έχει αυτή τη μαγική ιδιότητα. Μόνο που πατάς την μίζα και ακούς το σφύριγμα του "φορμουλάδικου" ήχου από τον τρικύλινδρο κινητήρα, η διάθεση σου ανεβαίνει κατακόρυφα. Μπορεί να πρέπει να οδηγήσεις στη πιο βαρετή καθημερινή διαδρομή ρουτίνας στην πόλη, όμως ο Τίγρης με την συμπεριφορά του θα σου δώσει οδηγική ικανοποίηση ακόμα και εκεί. Όχι, δεν είναι ούτε απόλυτο, ούτε έχει τα τρελά γκάζια με άκρως επιθετική συμπεριφορά. Απλώς έχει αυτά τα πολύ απλά συστατικά που κάνουν την οδήγηση εύκολη και ανέμελη, χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς κανένα άγχος. Ακόμα και μέσα στην πόλη που οι δρόμοι γλιστρούν και οι λακκούβες πληθαίνουν επικίνδυνα, το βρετανικό τρικύλινδρο σου δίνει εμπιστοσύνη να βουτήξεις με φόρα σε κάθε στροφή, εμποδίζοντας κάθε ανωμαλία να εισχωρήσει μέσα στα ενδότερα της σπονδυλικής σου στήλης και να χάνεται κάπου εκεί μέσα στον λαβύρινθο από τις σπείρες των ελατηρίων.

Όσο οδηγείς το 1050 τόσο σου ανοίγει η όρεξη για χιλιόμετρα και είναι κρίμα να μείνεις μέσα στα στενά της πόλης. Η μεγάλη ζελατίνα μπορεί να έχει λίγο παλιομοδίτικο κόψιμο στην επάνω πλευρά της, όμως στέλνει τον αέρα ψηλά και μακριά, κάνοντας την οδήγηση πάνω από τα 150 χιλιόμετρα την ώρα εύκολη υπόθεση. Γενικά, ο νέος Τίγρης προσφέρει πολύ άνεση στο ταξίδι και είναι ένα από τα δυνατά σημεία του. Ο κινητήρας με μόλις 6.000 στροφές επιτρέπει στην μοτοσυκλέτα να ταξιδεύει με 150 χιλιόμετρα, έχοντας καβάτζα σχεδόν άλλες 4.000 στροφές για να ξεπεράσεις τα 200 ανα πάσα στιγμή. Έτσι, όταν κινείσαι σε αυτό το σχετικά χαμηλό φάσμα στροφών νιώθεις την μοτοσυκλέτα απλά να ρολάρει, ενώ η κατανάλωση δεν ξεπερνά τα 6,2 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Η σέλα, που πλέον είναι πιο χαμηλή, προσφέρει μεγάλη άνεση για δύο αναβάτες, με τις νέες χειρολαβές να προσφέρουν καλύτερη στήριξη. Μπορεί βέβαια η σέλα του αναβάτη να χαμήλωσε, όμως συνέβη το ίδιο και σε αυτή του συνεπιβάτη που εξακολουθεί να πρέπει να σκαρφαλώσει ψηλά για να βρεθεί στα "πίσω διαμερίσματα", αλλά είναι λίγο χαμηλότερα πλέον σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο.

Τέρμα γκάζια παντού

Βέβαια και το μάτι σου να γυρίσει και να θες "τελικιασμένος" να γυρίσεις όλη τη χώρα, το Tiger δεν θα πει όχι. Η απουσία ενοχλητικών κραδασμών σε συνδυασμό με την αυξημένη ισχύ των 105 ίππων, επιτρέπουν στην μοτοσυκλέτα να ξεπερνά εύκολα τα 200 πραγματικά χιλιόμετρα, χωρίς να νιώθεις ότι ο αέρας θα σου ξεριζώσει το κεφάλι. Η ψηλή σχετικά ζελατίνα που δεν ρυθμίζεται σε ύψος κάνει πολύ καλή δουλειά, όμως συνολικά από την κατασκευή της μοτοσυκλέτας δεν νιώθεις το σώμα σου εκτεθειμένο στον αέρα. Οι αναρτήσεις καταπίνουν με ευκολία τις ανωμαλίες και δεν δημιουργούν πλεύσεις στις υψηλές ταχύτητες, με την ποιότητα κύλισης να είναι παρούσα ακόμα και με το ταχύμετρο να αναγράφει νούμερα στην δεύτερη εκατοντάδα του. Το πλαίσιο είναι αρκετά άκαμπτο και δεν πρόκειται να σε απασχολήσει, ακόμα και αν στρίψεις με τέρμα γκάζι τις ανοιχτές καμπές της εθνικής, ενώ όταν έρθει η ώρα να ξεφορτωθείς την ταχύτητα που μάζεψες, τότε ανακαλύπτεις άλλο ένα δυνατό χαρτί του νέου Τίγρη. Μπορεί η βρετανική εταιρεία να δηλώνει ότι τα φρένα δεν άλλαξαν διαθέτοντας δύο δίσκους 320 χιλιοστών και δαγκάνες της Nissin με τέσσερα έμβολα, όμως σίγουρα κάτι νέο έχει συμβεί, καθώς ένα άγγιγμα της μανέτας πλέον κάνει τον τίγρη να "μαγκώνει" στο οδόστρωμα και να επιβραδύνει με μοναδική ακρίβεια.

Σίγουρα στην αλλαγή αυτή έχουν συμβάλλει οι νέες ελαφρύτερες ζάντες, όπως και το ψαλίδι, γιατί έχουν μειώσει σημαντικά το μη αναρτώμενο βάρος, ενώ οι νέες ρυθμίσεις σε αμορτισέρ και πιρούνι βοηθούν ώστε η δύναμη των φρένων να μετατρέπεται χωρίς απώλειες σε επιβραδυντική ικανότητα. Έκπληξη αποτελεί και το νέο πολύ "γρήγορο" και με δυνατότητα απενεργοποίησης ABS που είναι ακριβέστατο και στους δυο τροχούς και δεν αυξάνει σχεδόν καθόλου τις αποστάσεις φρεναρίσματος. Μάλιστα το πίσω λειτουργεί τόσο καλά που σε αφήνει ελαφρά να ντριφτάρεις όταν πατάς με δύναμη το πίσω φρένο πριν από κάθε στροφή.
Οδηγώντας σε πιο αργά και στραμπουλιχτά κομμάτια, ο Τίγρης με ευκολία θα αλλάξει κατεύθυνση και θα βουτήξει στην καρδιά της στροφής. Μπορεί τα παραπανίσια κιλά του να τα αισθάνεσαι αρκετά, όμως το ζύγισμα του είναι σωστό και καταφέρνει και τα κρύβει περίφημα. Η ακρίβεια που προσφέρει σου αυξάνει την εμπιστοσύνη όσο το οδηγείς και σε συνδυασμό με τις καλές αναρτήσεις και τα δυνατά φρένα μπορείς να κινηθείς πολύ γρήγορα, για τα δεδομένα της κατηγορία πάντα.

Είναι Sport;

Πριν παραδώσω αυτό το κομμάτι διάβασα την τελευταία μου πρόταση λίγο παραπάνω και προβληματίστηκα. Το νέο Tiger δεν ξέρω τελικά αν είναι τόσο sport όσο αναγράφουν τα πλαστικά του και σίγουρα δεν είναι μια μοτοσυκλέτα που θέλει να κοντράρει σε συμπεριφορά και γκάζια γυμνές και πιο σπορ κατασκευές. Ο τίγρης του 2013 βρίσκεται κάπου στη μέση σε σχέση με το βαρύ και περιπετειώδες Explorer και τα μεσαία Tiger 800. Σε σύγκριση με αυτά ναι, το 1050 είναι το πιο sport Tiger αυτής της παρέας και μια μοτοσυκλέτα πολυδιάστατη σε σχέση με τα ξαδέρφια της. Ούτε χωματερή, ούτε απόλυτα street, αλλά ούτε βαριά τουριστική. Εκεί είναι και το μυστικό της επιτυχίας της που έχει καταφέρει να εδραιωθεί στην αγορά και στην συνείδηση του κόσμου, χωρίς στην ουσία να καταφέρνει ένα πράγμα πολύ καλά, αλλά να μπορεί να συνδυάζει αρκετά πάνω από το μέτριο. Το νέο Sport είναι μια μοτοσυκλέτα που πρώτα από όλα χαίρεσαι να την βλέπεις και να την οδηγείς καθημερινά, τόσο λόγω εμφάνισης όσο και λόγω του συνδυασμού ποιότητας και ωραίας λειτουργίας. Δεν έχει κάτι να σε χαλάσει και είναι από τις μοτοσυκλέτες που χωρίς λόγο γουστάρεις να κάνεις βόλτες. Από την άλλη, μπορείς να κάνεις πράγματα μαζί της. Κάθονται σωστά και άνετα δύο άνθρωποι στην σέλα της και μπορούν να ταξιδέψουν οπουδήποτε χωρίς συμβιβασμούς και ταλαιπωρίες, δεν καταναλώνει ένα σκασμό βενζίνη, ενώ η διασκέδαση οδηγώντας την σε κάθε δρόμο είναι εξασφαλισμένη. Απέχει από τις νέας γενιάς βαριές χαμηλές on-off με ασφάλτινους προσανατολισμούς, δεν είναι ίδια με τις γρήγορες Adventure KTM και BMW GS, ενώ καμία σχέση δεν έχει σε συμπεριφορά και χρηστικότητα με τις γυμνές (ή και ημίγυμνες) street. Ο νέος Τίγρης ομόρφυνε ακόμα περισσότερο, είναι σχετικά ψηλός, διαθέτει ασφάλτινους τροχούς, σωστό φαίρνιγκ με καλή προστασία και άνετη σέλα για δύο, ενώ τις καθημερινές δεν θέλει να μένει κλειδωμένος στο γκαράζ αφού με άνεση κυκλοφορεί ακόμα και στη ζούγκλα της πόλης. Άσε που η τιμή του παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με του προηγούμενου κάνοντας τον ακόμα πιο δελεαστικό!

Το τρίτο χτύπημα

Έρχεται από Αγγλία, λέγεται Tiger και ακολουθεί πιστά τον επιτυχημένο δρόμο που χαράζουν τα αδέλφια Speed Triple και Daytona 675, των οποίων η παρουσίασή τους σηματοδότησε τη νέα εποχή Triumph. Μια εντελώς νέα, έξυπνη και ιδιαίτερη μοτοσυκλέτα που δύσκολα κατατάσσεται σε κάποια κατηγορία, καταφέρνοντας με τον τρόπο της να μπει στο μάτι του σύγχρονου ανταγωνισμού

Ο Τίγρης μεγάλωσε, ωρίμασε, και στη νέα του έκδοση προσελκύει εντονότερα από ποτέ, με τους Εγγλέζους να μπαίνουν ακόμα πιο δυναμικά στο παιχνίδι προτάσσοντας τη δική τους πρόταση στη νέα γενιά ψηλών street ή χαμηλών on-off, τέλος πάντων όπως θέλετε πείτε τα. Έτσι κι αλλιώς, όλο και χαμηλώνουν οι εκπρόσωποι αυτής της κατηγορίας, ενώ ταυτόχρονα αποκτούν ρόδες δρόμου και γενικά αρχίζουν να απομακρύνονται από την παλιά on-off νοοτροπία που ήθελε τις μοτοσυκλέτες να τα καταφέρνουν καλά σε κάθε δρόμο. Η νέα γενιά, αντίθετα, όλο και πιο “ασφαλτερή” γίνεται.
Το δρόμο αυτόν τον χάραξε πρώτο το 1992 το Yamaha TDM 850 με την πιο street συμπεριφορά του, και ακολούθησαν στη συνέχεια –πολλά χρόνια μετά– η Cagiva με το Navigator, η Ducati με το Multistrada, η Aprilia με το Pegaso Strada, η Kawasaki με το νέο Versys και τώρα και η Triumph με το νέο Tiger, που οπτικά τουλάχιστον άφησε τα χωματερά γονίδια του προηγούμενου μοντέλου στο ράφι και, εντελώς ανανεωμένο, ρίχνεται στη μάχη. Μη βιαστείτε όμως να συμπεράνετε ότι εδώ έχουμε άλλο ένα “καρμπόν” κατασκεύασμα, αντιγραφή του ανταγωνισμού της νέας μόδας. Ο καινούργιος Τίγρης έχει “διαβάσει” καλά τους αντιπάλους του πριν βγει στη ζούγκλα και η street εμφάνισή του δεν προκαθορίζει τίποτα, όπως διαπιστώνεις όταν το οδηγήσεις.

Και Japan και UK

Όντως τα πάντα στην όψη του 1050 υποδεικνύουν ότι πρόκειται για μοτοσυκλέτα δρόμου, χωρίς τίποτα να θυμίζει τα παχουλά κάλλη του μοντέλου που αντικατέστησε. Ουρά “τάλε κουάλε” με του Speed Triple, με Φαναράκι που μοιάζει με LED – αλλά δεν είναι – , ανεστραμμένο πιρούνι πλήρως ρυθμιζόμενο, ακτινικές δαγκάνες, θηριώδη ψαλιδάρα όμοια εμφανισιακά με του 675, αλλά και χυτό ανοιχτό πλαίσιο δύο δοκών με ρόδες 17 ιντσών και λάστιχα δρόμου είναι τα στοιχεία που κατατάσσουν τον Τίγρη στα street. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος, που έχει να κάνει με την πρακτικότητα της μοτοσυκλέτας: μεγάλο φέρινγκ με ψηλή ζελατίνα, σελάρα που χωράει και... τρεις.


Συνολικά πάντως βέβαια το Triumph είναι μακριά από τα on-off δεδομένα από πλευράς εμφάνισης, φέρνοντας περισσότερο σε street, με μια σχεδιαστική συνταγή που κρίνεται απολύτως επιτυχημένη. Προσεγμένο στη λεπτομέρεια και στην ποιότητα συναρμολόγησής του, δεν θέλει να μοιάσει οπτικά στα γιαπωνέζικα μηχανάκια “της σειράς”, έχοντας έντονες μονοχρωμίες αλλά και πολύ καλή ποιότητα βαφής και φινίρισμα, στοιχεία φυσικά που ανέκαθεν χαρακτήριζαν τα Triumph. Σε αίσθηση όμως το 1050 δεν διαφέρει καθόλου από τους αντιπάλους του από τη μακρινή Ιαπωνία, κι αυτό κάθε άλλο παρά κακό είναι.
Ανεβαίνεις επάνω και τα πάντα είναι ακριβώς στη θέση τους, με όργανα και χειριστήρια που τα πιάνεις με κλειστά τα μάτια, ενώ τα πόδια σου φτάνουν να πατήσουν εύκολα στη γη ακόμα κι αν δεν διαθέτεις ύψος μπασκετμπολίστα. Γυρνάς διακόπτη, το όμοιο με του 675 αλλά φτωχό οπτικά όργανο φωτίζεται, πατάς μίζα και το τρικύλινδρο κουαρτέτο μόλις ξεκίνησε. Ο ήχος γνώριμος, ίδιος με του Speed Triple, αφού τα δυο τους μοιράζονται τον ίδιο κινητήρα, με ελάχιστες διαφορές τόσο στην απόδοση όσο και στην ακουστική απόλαυση, που ακόμα και στο ρελαντί τον κάνει να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε άλλο. Ανεβάζει στροφές αστραπιαία, κάνοντάς σε να ορκίζεσαι ότι είναι τετρακύλινδρος εν σειρά, αλλά η απουσία κραδασμών που τον χαρακτηρίζει σε κάνει να το σκεφτείς καλύτερα. Τελικά, τα τρικύλινδρα έχουν βρει τη χρυσή τομή: εύστροφα, δυνατά, χωρίς κραδασμούς και με ήχο που πωρώνει.

Τρικύλινδρη άνεση

Η λιακάδα μέσα στην καρδιά του Γενάρη με κάνει να πεταχτώ απ’ το κρεβάτι και να πάρω γρήγορα τους δρόμους με κατεύθυνση οποιοδήποτε πεδίο όπου το νέο Triumph θα ξεδιπλώσει τις αρετές του. Φουλάρω το 20λιτρο ρεζερβουάρ, που κομψά κρύβει τον όγκο του, και το όργανο δείχνει ότι μπορώ να διανύσω καμιά τρακοσαριά χιλιόμετρα χωρίς να επισκεφτώ ξανά βενζινάδικο – το αν λέει αλήθεια θα το διαπιστώσουμε λίγες ώρες αργότερα.
Λογικά η ιδέα για εκδρομή ημέρα Πέμπτη είναι καλή, αλλά η κίνηση μέχρι να βγεις έξω από την πόλη σού ταράζει λίγο το νευρικό σύστημα. Ευτυχώς ο νέος Τίγρης παρέμεινε ψηλός, με το τιμόνι του να περνά άνετα πάνω από τους καθρέφτες των αυτοκινήτων, ενώ η ευελιξία του σε συνδυασμό με το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού από άκρη σε άκρη κάνουν την καθημερινή μετακίνηση διασκεδαστικό παιχνίδι. Είναι κι ο κινητήρας ελαστικός, με καλή κλιμάκωση στο “βουτυρένιο” κιβώτιο, όποτε ούτε χέρι στο συμπλέκτη θέλει συνέχεια αλλά ούτε και πόδι στον λεβιέ μόλις πέσουν λίγο οι στροφές. Απλά ανοίγεις το γκάζι με τη μοτοσυκλέτα ίσα που να τσουλάει, κι επιταχύνεις απροβλημάτιστα ακόμα και με τρίτη σχέση. Να είναι καλά ο τρικύλινδρος που ξεκολλάει και επιταχύνει σφαίρα το Triumph από φανάρι σε φανάρι, και πολλές φορές με τον εμπρός τροχό να κοιτά τους ψηλούς ορόφους των πολυκατοικιών. Γιατί 103 άλογα είν’ αυτά κι αν δεν μπορείς να τα χαρείς είναι τουλάχιστον κρίμα, αλλά ευτυχώς όμως αυτό το μοτέρ στα δίνει όλα απλόχερα και ανά πάσα στιγμή. Τα 0-400 σε μόλις 11,56 δευτερόλεπτα είναι πολύ αξιόλογος χρόνος για τέτοιου είδος μοτοσυκλέτα.


Στα πρώτα κιόλας διόδια η εικόνα θυμίζει έρημο τοπίο, μόνο εγώ και οι νταλικιέρηδες βρισκόμαστε στην κατεύθυνση για Λαμία αυτό το ζεστό πρωινό. Γκάζι τέρμα και ο Τίγρης μπαίνει άνετα στην περιοχή των 180 χιλιομέτρων την ώρα, έχοντας μπόλικο απόθεμα για να “πεταχτεί” μέχρι τα 220 που κατάφερα να δω στην ευθεία στον “Σείριο”. Εντάξει, δεν είναι φτιαγμένος για να ταξιδεύει με διακοσάρες όλη μέρα, αλλά τα 160-170 είναι μια ταχύτητα απόλυτα προσαρμοσμένη στις δυνατότητές του, τόσο από θέμα κινητήρα όσο και από θέμα κάλυψης από τον αέρα και άνεσης από τις αναρτήσεις. Η ζελατίνα, μεγάλη και ψηλή αλλά όχι τεράστια ώστε να μειώνει το οπτικό σου πεδίο, με ιδανική απόσταση από τον αναβάτη, κάνει σωστή δουλειά. Δηλαδή ο αέρας βρίσκει το κράνος στο ύψος της ζελατίνας χωρίς όμως στροβιλισμούς και υποπίεση, οπότε μπορείς για ώρες να ταξιδεύεις με σταθερά πάνω από 160 στο κοντέρ. Τα πόδια φωλιάζουν ιδανικά εκατέρωθεν του ρεζερβουάρ, οδηγείς με το σώμα σε τελείως όρθια στάση, χωρίς σκυψίματα και καμπουριάσματα, η σέλα είναι άνετη, απέχοντας όσο ακριβώς πρέπει από τα μαρσπιέ, και γενικά τα πάντα συνηγορούν για ένα άνετο ταξίδι.

Μαλακά γλιστρήματα

Μετά από 70 χιλιόμετρα εθνική, αποφασίζω να την εγκαταλείψω με κατεύθυνση προς Εύβοια και σε πιο παιχνιδιάρικα τερέν, αφού στην ευθεία όλα καλά είναι, και η διαστροφή για γρήγορη βόλτα σε δημόσιο δρόμο με οδηγεί προς την κεντρική μεριά του νησιού και τη Δίρφη. Άσφαλτος μέτριας ποιότητας, αλλά και συνεχείς στροφές χωρίς την δυνατότητα διαφυγής σε περίπτωση λάθους. Η γρήγορη γεωμετρία του Tiger, με 23,2 μοίρες γωνία κάστερ και 87,7 χιλιοστά ίχνος, το κάνει να βουτάει με μεγάλη προθυμία στη στροφή κρύβοντας επιμελώς τα 233 πραγματικά κιλά του, αλλά τα ελαστικά του δεν συμφωνούν με όλα αυτά. Τα Michelin Pilot Road S δεν συμπαθούν καθόλου βίαιες αλλαγές κατεύθυνσης και μεγάλες κλίσεις με λίγα χιλιόμετρα, ενώ απεχθάνονται τελείως τα γλιστερά και γυαλισμένα κομμάτια ασφάλτου, γλιστρώντας απότομα και απρόβλεπτα σε πολλές περιπτώσεις. Έτσι, ειδικά στην έξοδο της στροφής το γκάζι θέλει ευλάβεια στο άνοιγμά του, αλλιώς η υπερστροφή ισχύος είναι εξασφαλισμένη. Και εντάξει στα γλιστερά, το μηχανάκι φεύγει ομαλά και ολισθαίνει απολαυστικά κι ελεγχόμενα για πολλά μέτρα, αλλά όπου έχει καλή πρόσφυση και γλιστρήσει, η αντίδρασή του είναι απότομη και φέρνει σε δύσκολη θέση το αμορτισέρ, που δεν καταφέρνει να σώσει την κατάσταση. Θα ήταν ένα καλό δώρο ένα ζευγάρι πιο μαλακά ελαστικά, γιατί προφανώς οι Άγγλοι δεν έχουν ιδέα τί πάει να πει ελληνική άσφαλτος…


Κατά τα άλλα, οι αναρτήσεις του 1050 είναι μαλακές και απορροφούν αποτελεσματικά τις ανωμαλίες του δρόμου, προσφέροντας άνεση αλλά και την αίσθηση ότι οδηγάς κάτι στιβαρό που δεν αναπηδάει σε κάθε στούμπο κι ανωμαλία. Γενικά ο Τίγρης συμπεριφέρεται όπως ακριβώς περιμένεις από μια τέτοια μοτοσυκλέτα που θα κινηθεί σε δημόσιο δρόμο, θυμίζοντας έντονα on-off. Και μην πει κανείς ότι τα on-off δεν είναι ιδανικά για το άθλιο και γλιστερό ελληνικό οδόστρωμα, γιατί η αλήθεια είναι πως η μαλακή τους λειτουργία σώζει ζωές. Το Tiger λοιπόν έχει καταφέρει να ξεχωρίσει ως προς αυτό, διαθέτοντας street στήσιμο και γεωμετρία αλλά και αναρτήσεις που το κάνουν βολικό και προβλέψιμο σε κάθε δρόμο.
Ακόμα και στο χωματόδρομο θα περάσει παλικαρίσια, αφού οι μαλακές στην αρχική τους διαδρομή αναρτήσεις καταπίνουν τις ανωμαλίες χωρίς πρόβλημα και εύκολα θα φτάσεις οπουδήποτε. Αρκεί βέβαια να μην το παρακάνεις με όρθια οδήγηση και απότομα ανοίγματα του γκαζιού, γιατί τα 150 χιλιοστά της διαδρομής εύκολα θα εξαντληθούν, το πιρούνι και το αμορτισέρ θα τερματίσουν άμεσα και το Triumph θα βρεθεί εκτός ελέγχου.
Περνώντας τη Γλυφάδα, πίσω από τη Δίρφη ξεκινά ένα κατηφορικό κομμάτι εξαιρετικής ποιότητας και το Tiger βρίσκεται στο στοιχείο του. Πολλά φρένα πριν την είσοδο της στροφής, με το πίσω να ντριφτάρει γλυκά τον πίσω τροχό αλλά το εμπρός με τους δύο δίσκους των 320 χιλιοστών και τις τετραέμβολες ακτινικά τοποθετημένες δαγκάνες να σταματάει ακαριαία τη μοτοσυκλέτα όταν αυτό χρειαστεί. Έχουν βέβαια νεκρή απόδοση στην αρχική διαδρομή της μανέτας και σπογγώδη αίσθηση που τους στερεί το αρχικό δάγκωμα, κάτι που δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο στα χέρια ενός μέσου αναβάτη σε all around συνθήκες.

Με δύο και πράγματα

Μία βόλτα ίσον καμία, οπότε δικάβαλος με τον φωτογράφο και τα πράγματά του αυτή τη φορά, πήραμε τους δρόμους της Πελοποννήσου. Χώρος και για τους δύο μπόλικος, καθώς επίσης και χώρος για να μπει και να δεθεί η μεγάλη τσάντα με τα φωτογραφικά στο ρεζερβουάρ χωρίς να ενοχλεί. Αλλά και να ενοχλούσε δεν γινόταν αλλιώς, αφού χάριν της κομψής εμφάνισης δεν υπάρχει –κακώς– χώρος πίσω από τον συνεπιβάτη για αποσκευές.
Στην εθνική ελάχιστα επηρεάζονται οι επιδόσεις από το βάρος του δεύτερου ατόμου και των αποσκευών, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και με το αμορτισέρ, που δείχνει την αδυναμία του και μερικές φορές τερματίζει όταν συναντήσει κοφτή και απότομη ανωμαλία. Στάση για σφίξιμο – αλλά έκπληκτος διαπιστώνω ότι οι ρυθμίσεις είναι ένα κλικ πριν από το τέρμα στην εργοστασιακή τους ρύθμιση, κάτι που επιβεβαιώνεται διαβάζοντάς και το manual. Πάντως, παρότι είναι μαλακό, γενικά το αμορτισέρ δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα, προσφέροντας άνεση στις περισσότερες των περιπτώσεων και στους περισσότερους δρόμους που θα κινηθεί. Εντάξει, με 150 χιλιόμετρα και πάνω ίσως να τερματίσει σε κάποια σημεία, αλλά καλύτερα έτσι παρά να ήταν σκληρό και να κοπάναγε παντού.
Οπωσδήποτε το 1050 μπορεί άνετα να ταξιδεύει με σταθερό ρυθμό δικάβαλο, ενώ στις γρήγορες στροφές που έχει η εθνική Αθηνών-Πατρών στρίβει με πολλά χιλιόμετρα χωρίς κουνήματα και παρατράγουδα. Τα φρένα του επαρκούν για τις ταχύτητες που αναπτύσσει –αρκεί βέβαια να συνηθίσεις τη νεκρή διαδρομή της μανέτας και την απουσία αρχικού δαγκώματος–, έχοντας την απαιτούμενη δύναμη ώστε να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Άλλωστε, τα 55 μέτρα που χρειάστηκαν για να επιβραδύνουν το Triumph από τα 140 χ.α.ώ. στα 40 είναι νούμερο πολύ αξιόλογο, δείχνοντας ότι τους λείπει μόνο το αρχικό δάγκωμα και τίποτε άλλο.


Έχει σχεδόν βραδιάσει και έχουμε πάρει το δρόμο της επιστροφής μετά από 250 χιλιόμετρα, έχοντας περίπου άλλα 110, όσα δηλαδή απέχει η Νεμέα από την Αθήνα. Στάση για ανεφοδιασμό ανθρώπων και μοτοσυκλέτας, με τον Τίγρη να καταναλώνει 6,9 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα – τα οποία βέβαια δεν έγιναν σε σταθερό τέμπο, αφού περιελάμβαναν ταξίδι με σχεδόν τέρμα γκάζι στην εθνική, μπόλικο επαρχιακό αλλά και πολλή ώρα με πρώτη για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Και 6,9 λίτρα για τρικύλινδρο κινητήρα 103 ίππων είναι πραγματικά λίγα για το ρυθμό που οδηγήθηκε η μοτοσυκλέτα, που η μεγαλύτερη και υψηλότερη κατανάλωση που έκανε ήταν 7,6 λίτρα ανα 100 χιλιόμετρα, έχοντας στις περισσότερες περιπτώσεις αυτονομία που ξεπερνά τα 300.
Όμως υπάρχει και η “αυτονομία” του αναβάτη, που στην περίπτωση του 1050 μπορεί άνετα να ξεπεράσει τα 200 χιλιόμετρα χωρίς στάση. Και παρότι η θέση του συνεπιβάτη είναι λίγο ψηλή και κατηφορική, ο φωτογράφος μας δεν έβγαλε άχνα μετά από 300 χιλιόμετρα στην πίσω σέλα του Τίγρη. Γκρίνιαζε μόνο για το ύψος της σέλας, αφού ναι μεν του παρείχε άριστο οπτικό πεδίο αλλά για να ανεβοκατέβει ήταν ένα βάσανο – και προφανώς τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα αν ο συνεπιβάτης είναι και κοντός: “Πήγαινε δίπλα στο πεζουλάκι να πατήσω για ν’ ανέβω”, θα ακούσετε να σας λέει… Κατά τα άλλα η σέλα του είναι ευρύχωρη κι άνετη, με βολικές χειρολαβές, και τα μαρσπιέ σε ιδανικό ύψος τοποθετημένα ώστε τα πόδια να μη σχηματίζουν μεγάλες γωνίες για να τα πατήσουν.

Ένα από όλα

Μετά από 1.000 σχεδόν χιλιόμετρα, λοιπόν, κατάλαβα τί ακριβώς ήθελαν να φτιάξουν οι Άγγλοι και πώς θέλησαν να μπουν στη μάχη του ανταγωνισμού, “παίζοντας” ταυτόχρονα σε δύο κατηγορίες: αφενός αυτήν των σύγχρονων on-off με ασφαλτερό χαρακτήρα και συμπεριφορά και με κομψή και μαζεμένη εμφάνιση που δεν θα θυμίζει Ντακαροειδές με φουσκωμένα ρεζερβουάρ και τεράστιες ζελατίνες, αφετέρου αυτήν των all round μοτοσυκλετών που ταξιδεύουν απροβλημάτιστα, έχουν γκάζια και κράτημα, δεν καίνε ένα σκασμό βενζίνες και μπορούν να περάσουν χωρίς καρδιακές προσβολές κι από ένα χωματόδρομο.
Και τελικά η Triumph πέτυχε απόλυτα το στόχο της, αφού ο νέος Τίγρης δεν λέει όχι σε τίποτα και παράλληλα δεν υστερεί πουθενά έναντι του ανταγωνισμού. Κάθε άλλο μάλιστα, είναι το μηχανάκι που έχει τον πιο δυνατό και εύστροφο κινητήρα, εντυπωσιακό και στιβαρό ψαλίδι, στιβαρό ανεστραμμένο πιρούνι και την πιο φρέσκια εμφάνιση. 

Δοκιμή και συγκριτικό Yamaha Tracer 700

Το Tracer της διπλής χρήσης! (ΜΟΤΟ τ.606 2020)
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

8/12/2021

 

Το Yamaha Tracer 900 έχει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας, όμως το μικρότερο και φτηνότερο Tracer 700 έχει εξίσου δυνατά χαρτιά στα χέρια του, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τη δοκιμή και το συγκριτικό που αναδημοσιεύουμε από το τ. 606 του περιοδικού ΜΟΤΟ και φυσικά είναι το πληρέστερο που υπάρχει σε όλο το διαδίκτυο:

 

 

Πόση μοτοσυκλέτα παίρνεις στα μεσαία κυβικά; Αν υπήρχε τρόπος να το μετρήσεις απλοϊκά, το Tracer θα ξέφευγε πολύ από τον μέσο όρο, γιατί πρόκειται στην πράξη για δύο μοτοσυκλέτες. Μία 125 για μέσα στην πόλη και μία μεσαία για ταξίδια και γρήγορες βόλτες! Το Tracer 700 είναι δύο σε ένα και τα κάνει όλα εξίσου καλά!

 

Πριν ακόμη βγει στην παραγωγή το Tenere, όταν μάλιστα η προετοιμασία του δεν ήταν κάτι παραπάνω από φήμη για όλους τους υπόλοιπους εκτός της Yamaha που το προετοίμαζε, άρχισε να διαφαίνεται ο φόβος τους για δημιουργία εσωτερικού ανταγωνισμού. Το φόβο αυτό τον αποκαλύπταμε στο ΜΟΤΟ το 2016, στο τεύχος 564 κατά την δοκιμή της πρώτης γενιάς Tracer 700. Πολύ πριν δούμε το Tenere δηλαδή και καταστεί υπαρκτός πλέον ο φόβος αυτός. Είναι ξεκάθαρο πως η Yamaha φοβάται την περίπτωση να δημιουργηθεί εσωτερικός ανταγωνισμός, και έχει υιοθετήσει ανάλογη στρατηγική επικοινωνίας. Γιγαντώθηκε η προσπάθεια να τονιστούν οι ταξιδιωτικές δυνατότητες του Tracer 700, μία προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από το πρώτο του λανσάρισμα, προβλέποντας ακριβώς αυτή την στιγμή. Το Tracer 700 όμως, είναι στην πράξη μία απίθανη καθημερινή μοτοσυκλέτα και για τα δεδομένα της Ελλάδας έχει και ικανότητες για σπορ τουριστική χρήση, ιδιαίτερα αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους αυτοκινητόδρομους που έχουμε εμείς εδώ. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να το δουν διαφορετικά, εμείς εδώ όμως χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες με τρόπο που δεν συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και οφείλουμε να κρίνουμε τις μοτοσυκλέτες αντίστοιχα.

Στην πράξη η Yamaha δεν θα πρέπει να φοβάται για εσωτερικό ανταγωνισμό, γιατί Tracer 700 και Tenere 700 είναι μακρινά ξαδέρφια κι όχι αδέρφια, για να έχουν λόγο να εμπλακούν σε διαμάχες για "κληρονομικά". Το Tracer 700 έχει βελτιωθεί σε πολλά σημεία, από όσα είχαμε αναφέρει το 2016, ένα όμως αξίζει ιδιαίτερης μνείας, η εμφάνιση. Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει ή όχι η μούρη με τα λεπτά, σχιστά μάτια που σχηματίζουν οι προβολείς, λες και βλέπεις Ιάπωνα που δοκιμάζει την πρώτη κουταλιά σούπας στην οποία έχει πέσει υπερβολικά πολύ λεμόνι… Εμένα μου αρέσουν ακόμη και οι προβολείς από κάτω και βρίσκω την εμφάνιση του εντυπωσιακή και μοντέρνα. Το καλό επίσης είναι πως για πρώτη φορά το Tracer 700 ξεχωρίζει από τον μεγαλύτερο αδερφό του, για πρώτη φορά έχει την δική του προσωπικότητα. Λέμε συχνά εδώ στο ΜΟΤΟ πως η Yamaha είναι η πιο ευρωπαϊκή από τους Ιάπωνες και ο βασικός λόγους που την κάνει να ξεχωρίζει, είναι η σχεδίαση.

Μονάχα η Honda εμπλέκει επίσης τόσους πολλούς Ευρωπαίους στον σχεδιασμό των μοντέλων και παρόλο που έχει δείξει τεράστια όρεξη να πάρει ρίσκο προς κάτι ριζοσπαστικό εμφανισιακά, τις περισσότερες φορές το πράττει προς την λάθος κατεύθυνση, όπως με το Vulcan για παράδειγμα. Η Yamaha από την άλλη ξέρει να σχεδιάζει όμορφες και μοντέρνες μοτοσυκλέτες και το Tracer 700 είναι το νεότερο παράδειγμα. Θεωρούσα επιβεβλημένο να μην μοιάζει με το 900, γιατί μπορεί η δημιουργία κοινού οικογενειακού προφίλ να είναι η πεπατημένη που ακολουθούν όλοι οι κατασκευαστές, όμως η πιστή αντιγραφή πρέπει να αποφεύγεται.

Το 700 καταφέρνει να είναι και Tracer αλλά και μοναδικό, ενώ κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κόσμου -έστω κι αυτές τις λίγες εξαιτίας των ημερών που έγινε η δοκιμή- η νέα σχεδίαση είναι και πετυχημένη. Μάλιστα τα πλαστικά στο πλάι που κρύβουν την τροφοδοσία του κινητήρα είναι πιο ποιοτικά από του Tenere, και όπως η προηγούμενη έκδοση, το Tracer 700 είναι συνολικά ένα σκαλί πιο πάνω από το MT-07. Ένα σκαλί μόνο, δεν ξεφεύγει με τεράστια διαφορά και το σαγρέ πλαστικό καπάκι που καλύπτει το ρεζερβουάρ, είναι αμφίβολο για το πόσο θα κρατήσει την σπιρτάδα του μαύρου χρώματος.

Όλες τις ώρες Tracer!

Για τους περισσότερους αυτή είναι μία λεπτομέρεια που δεν έχει μεγάλη σημασία, μπροστά σε έναν κινητήρα που έχει αποδείξει την αξιοπιστία του και είναι από μόνος του μία δυνατή δικαιολογία να αποκτήσει κανείς το Tracer 700. Ο δικύλινδρος crossplane που αποδίδει από πολύ χαμηλά και έχει και διάρκεια στροφών, είναι το πρώτο πράγμα που κάνει το Tracer 700 να ξεχωρίζει από τον άμεσο ανταγωνισμό, όπως θα δείτε στο περιεκτικό συγκριτικό που ακολουθεί. Για να περάσουν τις προδιαγραφές Euro 5 που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε ένα συγκεκριμένο φάσμα στροφών, εκτός από την χαρτογράφηση άλλαξε και η τελική μετάδοση κονταίνοντας αρκετά. Όμως τα αποθέματα ροπής στις χαμηλές στροφές και η ευστροφία δεν υπερ-ενισχύονται από τα δύο λιγότερα δόντια στο πίσω γρανάζι και δεν έφτασε το Tracer να γίνει πιο απότομο από αυτό που θα έπρεπε. Ίσα ίσα, που η αλλαγή στην χαρτογράφηση και η οριακά μικρότερη ιπποδύναμη, έχουν εξομαλύνει την συμπεριφορά του συγκριτικά με το προηγούμενο μοντέλο.

Οι σούζες ισχύος, εκείνες που δεν τραβάς τιμόνι για να έρθουν κι απλά τις προκαλείς με τον ρυθμό περιστροφής της γκαζιέρας, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες όπως και σε όλη την σειρά MT. Τράβηγμα στο τιμόνι χρειάζεται πλέον όταν το σηκώνεις ενώ έχεις τρίτη στο κιβώτιο, και ένα από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα με το Tracer 700, παραμένει το "ταξίδι" για μεγάλες αποστάσεις στον πίσω τροχό! Το καλό ζύγισμα είναι το άλλο στοιχείο που σε βοηθά τόσο στις σούζες, όσο και στην καθημερινότητα, αλλά πριν από αυτό είναι η καλή λειτουργία του ψεκασμού που σου δίνει πάντα εκείνο το γκάζι που θα του ζητήσεις. Η απόκριση θα γίνει απότομη μόνο σε γενναία περιστροφή τις γκαζιέρας από λίγες στροφές, αλλά δεν είναι κάτι που θα του δώσεις σημασία από την στιγμή που είναι μία πολύ συγκεκριμένη συνθήκη. Για πιο λόγο άλλωστε να ανοίξεις τέρμα το γκάζι από χαμηλά, αν όχι γιατί αποζητάς την άμεση ανταπόκριση από το Tracer; Σε όλο το υπόλοιπο φάσμα στροφών, έχεις πάντα ακριβώς το γκάζι που θέλεις και μάλιστα με μία αμεσότητα που ξεφεύγει από τα δεδομένα των εν σειρά δικύλινδρων και υπακούει στους V. Πρόκειται για ένα από τα πράγματα που η Yamaha έχει πετύχει διάνα με τον συγκεκριμένο κινητήρα, να συνυπάρχει η ευστροφία με μία αρκετά γραμμική απόκριση και στο τέλος να οδηγείς ένα V στις χαμηλές στροφές και ένα εν σειρά στις ψηλότερες.

Η Yamaha λέει και την απόλυτη αλήθεια για το βάρος, όπως αποδείχτηκε στις ζυγαριές του ΜΟΤΟ, καθώς πεντακόσια γραμμάρια παραπάνω που μετρήσαμε εμείς είναι αμελητέα διαφορά. Αν και τα τελευταία χρόνια, στις τόσες δεκαετίες που ζυγίζουμε μοτοσυκλέτες, οι εταιρείες παρουσιάζουν ολοένα και μικρότερες αποκλίσεις, εξακολουθεί να είναι σπάνια η ταύτιση, όπως συμβαίνει με το Tracer 700. Μικρό βάρος και μαζεμένες διαστάσεις, θα αποτελέσουν τα αγαπημένα χαρακτηριστικά κάθε ιδιοκτήτη. Προσθέτεις το καλό ζύγισμα και το μεγάλο κόψιμο τιμονιού με ένα εξίσου φαρδύ τιμόνι που δημιουργεί εκπληκτικό μοχλό, κι αμέσως έχεις την απόλυτη καθημερινή μοτοσυκλέτα! Η δοκιμή του Tracer ξεκίνησε με την διαδικασία του στρωσίματος, κυριολεκτικά από μηδέν χιλιόμετρα στον ολικό χιλιομετρητή. Αυτό σήμαινε πως τα πρώτα του χιλιόμετρα θα ήταν διαφορετικά από αυτό που κανονικά θα κάναμε ξεκινώντας την διαδικασία της δοκιμής, παρατείνοντας την επαφή μας μαζί του. Ξεκινώντας από ένα ταξίδι όπου ενσωματώσαμε την διαδικασία στρωσίματος, όπως την έχουμε περιγράψει πολλές φορές στο ΜΟΤΟ, επιστρέψαμε σε μία άδεια μεγαλούπολη, που οι δρόμοι της ήταν λες και αντιμετωπίζεις έναν δεκαπενταύγουστο διαρκείας.

Το πρόβλημα με το Tracer ήταν πως όλα αυτά φάνηκαν πολύ εύκολα, σου δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν το υποβάλλεις σε αρκετά σκληρή δοκιμασία για να το εκτιμήσεις αντίστοιχα! Μία αλλαγή νομού ισούται με καμία και η κίνηση στους δρόμους της πόλης θέλει μποτιλιάρισμα επιπέδου που αποτελεί είδηση στα κανάλια, για να πεις πως δυσκολεύει η καθημερινότητά σου ή ζορίζει το ταξίδι στην σέλα του Tracer 700! Ήταν από πριν μία πολύ εύκολη μοτοσυκλέτα, όπως ακριβώς και η street ΜΤ-07 που τόσο έχουμε αγαπήσει – και ταλαιπωρήσει- όσο την είχαμε για long term δοκιμή. Τώρα έγινε ακόμη πιο απόλυτη σε αυτό που μπορεί να σου προσφέρει κάθε μέρα. Θέση οδήγησης, καλύτερη σέλα και ένα ξεκάθαρο οπτικό πεδίο που τίποτα απολύτως δεν σε περιορίζει, ιδιαίτερα με την ζελατίνα στην τέρμα κάτω θέση της, μεταμορφώνουν  το Tracer σε ένα κανονικό Supermoto! Μέσα στην πόλη κινείται με την ευκολία παπιού και στο χέρι σου είναι να διατηρήσεις και την αντίστοιχη ταχύτητα ελιγμών! Είχα καιρό να πέσω σε μοτοσυκλέτα που είναι σταθερή, με το κοντέρ να γράφει διακόσια και ταυτόχρονα να οδηγείται στην πόλη ακριβώς όπως κι ένα μοτοσυκλετάκι 125 κυβικών, δίχως καμία υπερβολή σε αυτό. Κι ενώ η διαφορά χαρακτηριστικών με το προηγούμενο Tracer 700 είναι πολύ μικρή, η διαφορά σε αίσθηση είναι μεγάλη και η γεωμετρία της θέσης οδήγησης, η αλλαγμένη σχεδίαση του μούτρου και το φαρδύτερο τιμόνι, είναι αρκετά για να την δεις σαν κάτι καινούριο. Στις μανούβρες, στο παρκάρισμα, σε κάθε χωροταξική διευθέτηση που υπάρχει περίπτωση να υποβάλεις το Tracer, το κάνεις ακριβώς με την ίδια ευκολία μίας μοτοσυκλέτας με πολύ λιγότερα κυβικά. Κι ευτυχώς τα κυβικά αυτά φαίνονται εκεί που τα θέλεις, στον δρόμο!

Γρήγορα παντού!

Το καλύτερο στοιχείο του Tracer 700 είναι οι γρήγορες βόλτες σε επαρχιακό δρόμο. Ναι και το ταξίδι και ο αυτοκινητόδρομος δεν το κουράζουν, όπως δεν σε κουράζει κι εσένα το Tracer, αλλά η Yamaha υπερβάλλει λίγο προσπαθώντας να το αναδείξει ως τουριστική μοτοσυκλέτα. Μία καθημερινή μοτοσυκλέτα που ταξιδεύει κιόλας ναι, μία καθημερινή μοτοσυκλέτα για γρήγορες -σε ρυθμό- βόλτες, ακόμη καλύτερα. Φανταστείτε πως ακριβώς όπως και στο προηγούμενο Tracer 700, οι αποστάτες των μαρσπιέ είναι αρκετά μεγάλοι με αποτέλεσμα να ξύνει ακριβώς στις 45ο μοίρες, που είναι το άτυπο σύνορο που έχουν βάλει οι εταιρείες των ελαστικών. Από εκεί και πάνω κάθε αύξηση στην γωνία κλίσης έχει να κάνει με την πρόσφυση που προσφέρει ο δρόμος. Αυτό ισχύει βέβαια από την πρώτη κιόλας μοίρα κλίσης, αλλά ας μην ανακατεύουμε τα αυτονόητα, ας θεωρήσουμε ένα βασικό επίπεδο πρόσφυσης, που όλοι μας ξέρουμε ποιο είναι αυτό στην Ελλάδα, και όλα τα ελαστικά εκεί έξω μπορούν σε αυτή την συνθήκη να σου επιτρέψουν τις 45ο μοίρες κλίσης. Τα Michelin της πρώτης τοποθέτησης χρειάζεται να ζεσταθούν αρκετά, αλλά αμέσως μετά εύκολα μπορούν να ανέβουν πολύ πιο πάνω από αυτό κι έτσι για μία ακόμη φορά, το πρώτο πράγμα που θα φαγωθεί στο Tracer 700 πριν από τα γρανάζια τελικής μετάδοσης και την φθηνή αλυσίδα, πριν ακόμη και από τα ελαστικά, είναι οι αποστάτες των μαρσπιέ! Δεν χρειάζεται καμία μεγάλη προσπάθεια για να τους βυθίσεις στην άσφαλτο και να τους δεις να εξαφανίζονται χιλιοστό – χιλιοστό.

Λίγη εμπιστοσύνη στο Tracer 700 και είσαι έτοιμος από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στο θέμα της εμπιστοσύνης, είναι που το πιρούνι δέχεται το πρώτο σχόλιο κι όχι πριν αρχίσεις να οδηγείς γρήγορα. Ο κόσμος θέλει να το καταδικάσει από την αρχή ακόμη, απλά και μόνο επειδή είναι συμβατικό και όχι ανεστραμμένο. Πράγματι αυτό θέτει περιορισμούς, αλλά μόνο στην εξής συνθήκη: Μπροστά μας υπάρχει στροφή που με ένα σβέλτο ρυθμό οδήγησης την προσεγγίζεις με εξήντα – εβδομήντα χιλιόμετρα. Οδηγώντας φυσιολογικά θα έμπαινες με ακόμη λιγότερα. Και τώρα είσαι με σχεδόν ενενήντα. Με ένα πολύ δυνατό φρενάρισμα που θέλεις να το κρατήσεις μέχρι την κορυφή, αμολώντας την πίεση στην μανέτα εμπρός σταδιακά, διατάζεις το Tracer να βουτήξει καρφώνοντας τον αποστάτη του μαρσπιέ στην άσφαλτο κι αμέσως μετά να κάνει τον ίδιο με τον άλλο, αλλάζοντας κατεύθυνση για την επόμενη διαδοχική στροφή. Με βάση αυτή την συμπεριφορά στις στροφές, θα θέλεις ένα καλύτερο πιρούνι και κυρίως μία λιγότερο απότομη επαναφορά, που στο ανεστραμμένο θα ήταν σίγουρα έτσι. Πρέπει κανείς να αναρωτηθεί λοιπόν και να είναι και ειλικρινείς με την απάντηση που θα δώσει στην εαυτό του, αν είναι αυτή η αντιμετώπιση που θα έχει στις στροφές, να τις προσεγγίζει με πολλά περισσότερα χιλιόμετρα δηλαδή.

Αν ναι, τότε το πιρούνι του Tracer δεν είναι καλό και θα πρέπει να το αλλάξει, αν όμως θέλει απλά να αναθεωρήσει σιγά – σιγά τα όριά του, να οδηγεί με την ενεργητική ασφάλεια που του παρέχει μία ανάρτηση με αρκετά γραμμική συμπεριφορά και ικανοποιητικές αποσβέσεις για έως και σβέλτο ρυθμό, τότε δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το συγκεκριμένο πιρούνι. Αργότερα όταν εξερευνήσει τα όρια με ασφάλεια και αρχίσει να ζητά περισσότερα, ας προχωρήσει και σε αναβάθμιση. Το αμορτισέρ από την άλλη είναι όπως και στο προηγούμενο μοντέλο, δείχνει την πρόθεση της Yamaha να κρατήσει χαμηλά το κόστος, ή να αυξήσει το κέρδος της, δείτε το όπως θέλετε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, προσδίδει κινητικότητα χωρίς να είναι απαραίτητο. Έχει γρήγορη επαναφορά και η απόσβεση συμπίεσης δεν είναι γραμμική, που σημαίνει πως μικρές ανωμαλίες δεν είναι ζήτημα, αλλά αν περάσεις με ταχύτητα πάνω από κάποιο σαμαράκι, και δεν εννοώ εκείνα που βρίσκονται επίτηδες στον δρόμο για να σε αποτρέψουν να τρέχεις, τότε η συμπίεση πίσω προβληματίζει. Σε καμία περίπτωση δεν γίνονται επικίνδυνα τα πράγματα, διαφορετικά δεν θα το συζητούσαμε σε αυτό τον τόνο, αλλά είναι από τα πρώτα σημεία που θα αναβάθμιζα μετά από μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα και την φυσιολογική φθορά που έρχεται με την χρήση. Είναι καλό που η Yamaha πρόσθεσε την ρύθμιση επαναφοράς στο αμορτισέρ, στοιχείο που δείχνει πως ακούει έστω κι εμάς τους λίγους που τα λέγαμε από το πρώτο Tracer 700. Κι ενώ πράγματι βελτιώνεται η κατάσταση ρυθμίζοντας την επαναφορά, από ένα σημείο και μετά αρχίζει να φαίνεται περισσότερο η κοφτή απόσβεση συμπίεσης και καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν χρήζει άμεσης βελτίωσης, δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δώσει κανείς μεγαλύτερη βάση, πέρα από μία αναβάθμιση με το πέρας του χρόνου.

Unstoppable?

Το ABS από την άλλη δεν είναι κάτι που μπορείς να βελτιώσεις με ευκολία και στο νέο Tracer 700 δυστυχώς δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά από τον προκάτοχο. Απλά διεκπεραιώνει την αποστολή του σε στεγνή άσφαλτο και θέλει προσοχή στο βρεγμένο. Την ίδια προσοχή που θα πρέπει να δείχνει κανείς όταν οδηγεί με βροχή, μην πει δηλαδή πως επειδή υπάρχει ABS θα κάνει τα χέρια του σαν του Playmobil και θα συμπεριφερθεί στην μανέτα του μπροστινού φρένου σαν το ελατήριο γυμναστικής, χουφτώνοντάς την με όλα τα δάχτυλα ασκώντας όλη την δύναμή του. Εδώ στην κλειστή παρέα αναγνωστών του ΜΟΤΟ ξέρουμε πλέον πως αυτή η συμπεριφορά στο μπροστινό φρένο συγχωρείται στην εποχή μας. Τα τελευταία τέσσερα και κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια, έχουμε ABS που κάνουν θαύματα. Δυστυχώς ο κόσμος στην προσπάθειά του να ομαδοποιήσει την πληροφορία που στην εποχή μας τον βομβαρδίζει κάθε στιγμή της ημέρας, τείνει να προσδώσει καθολικότητα και στο επίπεδο τεχνολογίας κάθε μοτοσυκλέτας. Δεν είναι όλα τα ABS ίδια, και του Tracer δεν είναι από εκείνα που καθιστούν επικίνδυνη την χρήση του φρένου, απεναντίας βοηθά στην αποφυγή μπλοκαρίσματος.

Όμως παρουσιάζει έντονη ανάδραση στην μανέτα και αμολά απότομα την πίεση, που σημαίνει πως στο φρενάρισμα πανικού σε στεγνό οδόστρωμα δεν πρόκειται να πέσεις από μπλοκάρισμα του εμπρός φρένου. Όμως ανάλογα με την πρόσφυση μεγαλώνει η απόσταση φρεναρίσματος, ευτυχώς όχι όπως κάποτε με τα πρώτα Transalp ABS για παράδειγμα, ώστε να χαρακτηριστεί επικίνδυνο. Ψάχνοντας τα όρια στο φρενάρισμα και περίπου με 140 στο κοντέρ, το δυνατό εμπρός φρένο θα οδηγήσει σε ανύψωση του πίσω τροχού, ευτυχώς όχι από στιγμιαίο μπλοκάρισμα του εμπρός, αλλά απλά από την μεταφορά βάρους με την αλλαγή γεωμετρίας και την βύθιση της εμπρός ανάρτησης. Η ανύψωση του πίσω τροχού σημαίνει πως το ABS δεν έχει αντίστοιχη αποτροπή, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχα και μονάδα IMU που να μετρά την κλίση της μοτοσυκλέτας. Απλά πράγματα λοιπόν, ένα ABS που διεκπεραιώνει την εντολή για φρενάρισμα από τον αναβάτη και αναρτήσεις που πηγαίνουν ένα βήμα παρακάτω, τα οποία προσπαθούν να ανταπεξέλθουν και στην γρήγορη οδήγηση και τα καταφέρνουν ως ένα ικανοποιητικό βαθμό που ξεπερνά τις ικανότητες του μέσου όρου.

Το πρώτο Tracer 700 είχε πολύ καλή ευστάθεια ακόμη και στις υψηλές ταχύτητες και συνεχίζει ακριβώς το ίδιο και τώρα. Αυτό σημαίνει πως δεν προκύπτουν ταλαντώσεις από μόνες τους, ενώ στην οδήγηση με πολύ δυνατό πλευρικό αέρα καταφέρνει να αποσβέσει και τις περισσότερες από όσες δημιουργούνται από τις ακανόνιστες ριπές. Αυτό είναι επίτευγμα για την γρήγορη γεωμετρία και το μικρό βάρος του Tracer, ενώ για να δεις κάποια απότομη συμπεριφορά θα πρέπει να επιχειρήσεις ελιγμούς κατά την επιτάχυνση κρατώντας το γκάζι ανοικτό κι όλα αυτά μονάχα από τα 160 χιλιόμετρα και πάνω. Ακόμη και αλλάζοντας λωρίδες με το κοντέρ να γράφει διακόσια και την γκαζιέρα στο τέρμα, το Tracer ανταποκρίνεται όπως θα περίμενε κανείς, νευρικά δηλαδή αλλά σταθερά και πάλι, ενώ αν κλείσεις το γκάζι χάνεται και κάθε νευρικότητα! Μετά από 2.000 χιλιόμετρα στην σέλα του και με τον καιρό να περνά από όλες τις εποχές σε αυτό το διάστημα, η ολοκληρωμένη εικόνα για το Tracer 700 είναι εξόχως θετική. Στην σέλα του κάθεσαι για ώρες χωρίς κανένα πρόβλημα, κι ακόμη κι αν αρχικά πεις πως θα ήθελες τα μαρσπιέ να κατέβουν λίγο πιο κάτω, στην πράξη μετά από λίγο το ξεχνάς. Με διαφορά πολύ φαρδύ τιμόνι για ιαπωνική μοτοσυκλέτα, που έχουν την τάση οι Ιάπωνες να φέρνουν τους αγκώνες κολλητά στα πλευρά σου, κάθεσαι άνετα όλες τις ώρες ενώ απολαμβάνεις και τους προβολείς με πολύ καλή απόδοση το βράδυ.

Η δέσμη πιάνει όλο το πλάτος του δρόμου και το εσωτερικό της στροφής καλύπτεται ομοιόμορφα χωρίς σκιάσεις. Αυτό σημαίνει πως όταν η μέρα τελειώσει, συνεχίζεις στους θεοσκότεινους επαρχιακούς δρόμους της Ελλάδας να οδηγείς κρατώντας τον ρυθμό σου. Η κάλυψη από την ζελατίνα είναι επίσης ικανοποιητική, δεν κλέβει τα σκήπτρα της κατηγορίας, αλλά κάνει την δουλειά της. Στην τέρμα κάτω θέση εξαφανίζεται από μπροστά σου και σε αφήνει να οδηγείς όρθιος στα μαρσπιέ, αν σκεφτείς να πατήσεις χώμα στα στενά όρια που θέτει η street καταβολή του και φυσικά τα ελαστικά. Και για κάθε μέρα όμως, η τέρμα κάτω θέση εξαφανίζει την ζελατίνα από μπροστά σου, ενώ συνεχίζει να ανακατευθύνει επαρκώς τον αέρα, χωρίς να δημιουργούνται στροβιλισμοί στο κράνος. Τέρμα επάνω η κάλυψη επίσης βοηθά ικανοποιητικά στο ταξίδι και η μόνη παρατήρηση για την ζελατίνα, πέρα από την δύναμη που χρειάζεται για να την ρυθμίσεις με το ένα χέρι, είναι πως αν πέσεις σε λακκούβα και την έχεις τέρμα κάτω, χαλαρώνει η ασφάλιση και αρχίζεις να ψάχνεις τι είναι αυτό που τρίζει. Η συναρμογή των πλαστικών δεν πρόκειται να προκαλέσει τριγμούς πάντως. Βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και πέρα από το επάνω άβαφο μαύρο, δεν υπάρχει παρατήρηση για τα υπόλοιπα. Ο συνεπιβάτης κάθεται πίσω με άνεση και σε φυσιολογική απόσταση από τον αναβάτη, ενώ οι λίγοι κραδασμοί που έχει το Tracer μετά τις μεσαίες στροφές και τους αισθάνεται ο αναβάτης χωρίς να τον ενοχλούν, δεν φτάνουν στον πίσω. Οπότε όλα τα ταξίδια σε ελληνικό έδαφος που γίνονται κυρίως σε επαρχιακούς και με λίγες αποσκευές, όχι απλά είναι μέσα στις δυνατότητες του ανανεωμένου Tracer 700, αλλά γίνονται και ευχάριστα. Το κρυφό του ταλέντο όμως είναι η καθημερινή συμβίωση, κι εκεί υπερτερεί ακόμη περισσότερο έναντι του παρόντος ανταγωνισμού.

 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ YAMAHA TRACER 700-KAWASAKI VERSYS 650-CFMOTO 650MT

Παραδοσιακοί εχθροί και κλώνοι

 

Τέσσερα χρόνια πριν, το Tracer 700 δεν κατάφερε να σβήσει από τον χάρτη το Versys 650 που είχε πρόσφατα ανανεωθεί. Τώρα που το ένα δείχνει ολόφρεσκο και το άλλο δείχνει απλά την ηλικία του, θα πρέπει λογικά η ζυγαριά να γύρει πιο εύκολα σε μία πλευρά. Μόνο που το Versys 650 έχει κουβαλήσει κι έναν κλώνο του τώρα στην κόντρα, το κινέζικης κατασκευής 650MT, από την πιο επώνυμη των Κινέζων, την CFMOTO!

Στα μεσαία δικύλινδρα street με όρθια θέση οδήγησης, το Versys 650 ήταν για πολύ καιρό ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος, κυρίως γιατί είχε δύο πράγματα, έναν κινητήρα με αποδεδειγμένη αξιοπιστία, ποιοτικές αναρτήσεις και όγκο. Προφανώς αυτό μας κάνει τρία και όχι δύο. Είναι γιατί, ακόμη και τώρα, το μέγεθος στην μοτοσυκλέτα μετράει περισσότερο από εκείνο που θα έπρεπε. Ο λόγος που κάποτε το V-Strom 650 ήταν η μοτοσυκλέτα όλης της Ελλάδας και ο συνεχιστής του δεν πήρε παρά ένα μικρό ποσοστό από τις πωλήσεις. Δεν πειράζει που είχαν τον ίδιο κινητήρα, ο όγκος που χάθηκε ήταν εκείνο που έκανε την διαφορά. Το Versys δεν είναι πρακτικά πολύ μεγαλύτερο από το Tracer, φτάνει όμως που δείχνει μεγαλύτερο και που στην σέλα του κάθονται δύο αναβάτες πιο αναπαυτικά. Πέρα από τον όγκο λοιπόν που ευχαριστούσε το μάτι, και έκανε τον ιδιοκτήτη να πιστεύει πως πήρε πολλά περισσότερα από όσα έδωσε, το Versys ήταν κυρίαρχο και για άλλο λόγο, διότι πράγματι έδινε πολλά περισσότερα από αυτό που περίμενε κανείς. Πολύ ποιοτικές αναρτήσεις, με έμφαση στην άνεση και τα ταξίδια και ένας κινητήρας που έφτασε να χρησιμοποιείται σε ενιαίο πρωτάθλημα ταχύτητας στην Αγγλία, όχι για τις επιδόσεις του, αλλά για την αξιοπιστία του και τις δυνατότητες που έδινε στους μηχανικούς, με το κιβώτιο-κασέτα και τις μεγάλες ανοχές.

Η Kawasaki δίνει την παραγωγή μικρών μοτοσυκλετών για την αγορά της Ασίας σε άλλα εργοστάσια. Πάντοτε έψαχνε να βρει μία λύση να αυξήσει την γκάμα της με μοτοσυκλέτες που λύνουν πρακτικά ζητήματα και όχι θέματα πάθους. Τις μοτοσυκλέτες για πάθος τις φτιάχνουν απαράβατα οι ίδιοι, τις άλλες που είναι για τις τεράστιες αγορές της Ασίας κι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να καλύψουν την παραγωγή, τις μοιράζουν σε διάφορα άλλα εργοστάσια. Ένα από αυτά ήταν για πολλά χρόνια της CFMOTO, που πλέον έχει συμφωνία να παράγει μοτοσυκλέτες της ΚΤΜ. Κομμάτι της αμοιβής των κινέζων ήταν τα σχέδια δικύλινδρων κινητήρων, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν κάποια στιγμή πιο γρήγορα στην δική τους παραγωγή. Κι επειδή στην κεφαλή της CFMOTO βρίσκονται κινέζοι μοτοσυκλετιστές μεγαλωμένοι στο Λονδίνο, ήξεραν ακριβώς ποιον κινητήρα της Kawasaki θα ζητούσαν πρώτο. Κι έτσι γεννήθηκε το CFMOTO 650MT που επίσης δεν είναι καινούρια μοτοσυκλέτα και έχει αποδείξει την αξιοπιστία του κινέζικου κινητήρα της, αντιγραφή του ιαπωνικού Kawasaki.

Το θέμα του CFMOTO ήταν άλλο βέβαια, κι ένας από τους λόγους που αποτελεί την long term μοτοσυκλέτα μας για φέτος, είναι αυτός. Να μπορέσουμε να δούμε αν η σκληρή καθημερινή χρήση θα αναδείξει προβλήματα που κανονικά δεν φαίνονται. Ένα πράγμα όμως πρέπει να παραδεχτεί κανείς για το CFMOTO, είναι πολύ πιο μοντέρνο από το Versys 650 και τραβά τα βλέμματα. Ξεπερνώντας το υποκειμενικό στοιχείο, το CFMOTO είναι μοντέρνα μοτοσυκλέτα που δεν περνά απαρατήρητη και για να το γράψουμε αυτό, πέρα από την δοκιμή της πριν από καιρό, βασιζόμαστε στα 5.000 χιλιόμετρα που έχουμε κάνει μαζί της από τον Ιανουάριο. Η ερώτηση «τι μάρκα είναι αυτή», ακολουθείται αυτόματα από ερώτηση για την καταγωγή και συνοδεύει πάντα με το ίδιο επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού την απάντηση. Υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που ενδιαφέρεται για μοτοσυκλέτες, χωρίς να διαβάζει για μοτοσυκλέτες, κι απλά ενημερώνεται για ότι περνά από μπροστά του, οπότε η άγνοια δεν είναι εδώ το θέμα μας, αλλά η ομοιότητα στις αντιδράσεις. Το CFMOTO είναι λοιπόν ένα πιο όμορφο, πιο φθηνό Versys 650 που έτσι κι αλλιώς ήταν φθηνότερο από το Tracer. Αυτομάτως αυτό τοποθετεί τα πράγματα με μία πολύ συγκεκριμένη σειρά βάση τιμής, η χρήση θα καθορίσει τα υπόλοιπα.

Πες τί θέλεις

Ευτυχώς Tracer και Versys, κατά επέκταση και 650MT, διαφέρουν αρκετά στην χρήση για την οποία προορίζονται. Καταρχήν το Versys έρχεται με μπαγκαζιέρα και το 650ΜΤ συνοδεύει τα αντιαισθητικά κάγκελα με δύο πολύ πιο όμορφες πλαστικές, πλαϊνές βαλίτσες, στην ίδια τιμή. Για λόγους ομοιομορφίας στο συγκριτικό, έχουμε αφήσει τις βαλίτσες στην ησυχία τους, είναι όμως ενδεικτικό της χρήσης τους. Ταξίδια λοιπόν, αυτό υπόσχονται τα δύο 650 και πράγματι εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους. Στην κορυφή είναι το Versys, πρώτα από όλα για τις αναρτήσεις του. Ξεκάθαρα προσανατολισμένο στην άνεση, οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις που έχει το Kawasaki φιλτράρουν εξαιρετικά τις ανωμαλίες του δρόμου ενώ η προοδευτικότητά τους μας βρίσκει σύμφωνους και στην γρήγορη οδήγηση. Συγκριτικά με του Tracer η διαφορά είναι τεράστια, τόσο στο πιρούνι, όσο και στο αμορτισέρ. Για το 650ΜΤ δεν ισχύει το ίδιο βέβαια, η ταύτιση με το Kawasaki υπάρχει στην σχεδίαση του κινητήρα και στα γενικά γεωμετρικά χαρακτηριστικά, αλλά από εκεί και πέρα η αίσθηση στην οδήγηση είναι αρκετά διαφορετική. Ωστόσο τα δύο 650 είναι εξίσου σταθερά και τελείως ακλόνητα σε πλευρικό αέρα. Πολύ περισσότερο από το Tracer που όπως είπαμε η μόνη νευρικότητα που μπορεί να δείξει σε υψηλή ταχύτητα, είναι από εξωγενείς παράγοντες.

Σε δυνατό αέρα και σε ανωμαλίες του δρόμου με πολλά χιλιόμετρα το Versys έρχεται πρώτο με διαφορά, ακλόνητο σε κάθε περίπτωση ενώ το 650MT ακολουθεί σε πολύ κοντινή απόσταση και το Tracer μένει τρίτο. Χαμογελώντας όμως πονηρά. Διότι αυτή η διαφορά στην ευθεία θα καλυφθεί στις στροφές ή στην γρήγορη οδήγηση που σαφέστατα το Tracer υπερτερεί. Το Versys και το 650ΜΤ αποδίδουν ψηλά και για μικρό εύρος στροφών, και ιδιαίτερα στο 650ΜΤ θα πρέπει να ακούς τον κινητήρα να φωνάζει για να πάρεις την απόδοση των άλλων δύο.

Το Tracer ακούει από πολύ χαμηλότερα το μήνυμα σου, σε σημείο που σηκώνει σούζα πριν ακόμη τα άλλα δύο ανεβάσουν ντεσιμπέλ στο ψευτο-τελικό της εξάτμισης. Τόσο μεγάλη είναι η διαφορά τους και ναι, δεν υπάρχει τελικό εξάτμισης αλλά απόληξη του συλλέκτη καμουφλαρισμένη σε τελικό και για τις τρεις του συγκριτικού. Ο crossplane δικύλινδρος δείχνει στην άμεση σύγκριση κατευθείαν, την τεράστια διαφορά του με τους άλλους δύο, δηλαδή τον έναν και τον κλώνο του. Στις χαμηλές στροφές τους χωρίζει ένα χάος, στις μεσαίες το Versys ψαλιδίζει την διαφορά με το Tracer χωρίς να πλησιάσει, και μόνο ψηλότερα αρχίζουν να συγκλίνουν και τα τρία.

Πρακτικά αυτό δημιουργεί θέματα και στην καθημερινή οδήγηση, πέρα από την ενθουσιώδη σε κλειστούς επαρχιακούς που το Tracer σουζάρει, εκεί που οι υπόλοιποι παίζουν με τις σχέσεις του κιβωτίου. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα και σε κάθε είδους μανούβρα το Tracer κερδίζει με άνεση. Το 650ΜΤ έχει βέβαια κι αυτά τα σίδερα που το κάνουν να φαίνεται έτοιμο να παλέψει σε αρένα με μονομάχους, και εκτός από την ξεκούραση των ποδιών στο ταξίδι, σαν να οδηγείς τσόπερ, δεν έχουν καμία άλλη πρακτική αξία. Η ευστροφία του Yamaha βοηθά και στην μικρότερη χρήση της μανέτας του συμπλέκτη και όλα αυτά συνηγορούν να βγει κερδισμένο με τεράστια διαφορά στην καθημερινή χρήση. Κάπου εκεί βέβαια το 650ΜΤ αρχίζει να φωνάζει για την μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει σε κόστος απόκτησης και στα κατάλληλα αυτιά ο λόγος του αποτελεί βουλοκέρι απέναντι σε κάθε άλλο επιχείρημα από την Ιαπωνική πλευρά.

Το δικό σου παζλ

Τώρα στην ανανέωσή του, το Tracer είναι πλέον και η μόνη ασιατική μοτοσυκλέτα του συγκριτικού με φυσιολογικό τιμόνι. Παρόλο που η Yamaha έχει να δείξει το τιμόνι του TDM που είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα οδήγησης με στομαχικό πρόβλημα, που δεν σε αφήνει να ανοίξεις τα χέρια, έχει τώρα περάσει σε άλλο επίπεδο και διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Ιάπωνες και τους Κινέζους αντίστοιχα. Ο μεγαλύτερος μοχλός βοηθά και στο ταξίδι, όχι μόνο στην καθημερινή χρήση, διότι ξεκουράζει τα χέρια και τοποθετεί το σώμα σε μία πιο φυσική στάση. Τα μαζεμένα στους αγκώνες χέρια δεν κάνουν την διαφορά στην προστασία από τον αέρα, αλλά οι μεγάλες ζελατίνες των 650 είναι ο δευτερεύων λόγος που ταξιδεύεις καλύτερα μαζί τους. Ιδιαίτερα το 650ΜΤ προστατεύει εξαιρετικά τον αναβάτη του και μάλιστα χωρίς στροβιλισμούς στο κράνος από την μεγάλη ζελατίνα η οποία ρυθμίζεται και σε ύψος. Ο κινητήρας τους και η σταθερότητα είναι ο κυρίαρχος λόγος που ταξιδεύεις με μεγαλύτερη άνεση συγκριτικά με το Tracer. Επιπρόσθετα το Versys 650 μοιάζει με μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα από αυτό που πραγματικά είναι, έχει πιο βαριά αίσθηση και πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις, στοιχεία που πολλαπλασιάζουν την διαφορά του στο ταξίδι.

Το επίσης μεγαλύτερο ρεζερβουάρ του, που προσθέτει τουλάχιστον εκατό χιλιόμετρα αυτονομίας έναντι του Tracer είναι επίσης άλλος ένας λόγος. Διότι ναι, το Tracer είναι ελαφρύτερη μοτοσυκλέτα αλλά το κάνει με το μικρότερο ρεζερβουάρ του συγκριτικού, αν και μόνο με το Versys έχει σημαντική διαφορά. Οι Κινέζοι δεν έχουν μπει στην διαδικασία μείωσης βάρους, αντιθέτως τους ενδιαφέρουν άλλα ζητήματα προς το παρόν και το αποτέλεσμα είναι το 650ΜΤ να μην κρύβει τα κιλά του. Όπως επίσης και ο κινητήρας, μπορεί να προέρχεται από τα ίδια σχέδια, αλλά στα χρόνια που ακολουθήσαν η εξέλιξή του έχει πάρει τον δικό της δρόμο.

Για τους περισσότερους το Tracer 700, παρότι ακριβότερο και από τις τρεις, είναι συνολικά καλύτερη μοτοσυκλέτα διότι τα ταξίδια δεν θα είναι η καθημερινότητά της, ώστε να γύρει η πλάστιγγα στην μεριά του Versys. Ο παρονομαστής της τιμής βγάζει αμέσως πρώτο το 650MT διότι πολύ απλά κάνει ό,τι και τα άλλα δύο κοστίζοντας αρκετά λιγότερο. Ωστόσο το πορτοφόλι του καθενός είναι διαφορετικό και ο παρονομαστής αυτός δεν γίνεται να είναι κοινός. Όταν στην καθημερινότητα επιβάλλονται οι μεγάλες αποστάσεις, το Versys έρχεται να προταθεί εμπρός, κι αν προσμετρήσει και η άνεση τότε οι πολύ πιο ποιοτικές του αναρτήσεις δημιουργούν την μεγάλη διαφορά. Όποιος λοιπόν επιλέξει να αποκαθηλώσει το Tracer από την πρώτη θέση, θα πρέπει να θέσει σε κάποια από τις παραπάνω παραμέτρους μία μεγαλύτερη βαρύτητα, τα κομμάτια του παζλ δεν ενώνονται μονάχα με έναν τρόπο…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  Yamaha MT 07 Tracer 700

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

 

 

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

196,5 kg

(χωρίς καύσιμο:173,5 kg)

Πίσω

48,7%

Εμπρός

51,3%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

0%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος:

Ατσάλινο τύπου "διαμάντι"

 

Πλάτος (mm):

840

 

Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):

196

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17

 

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ

 

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80 x 68,6

 

Χωρητικότητα (cc):

689

 

Σχέση συμπίεσης:

11,5 :1

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

75/8.750

 

Ροπή (kg.m/rpm):

6,83/6.500

 

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

108,8

 

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

 

Σύστημα εξαγωγής:

 2 σε 1

 

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

 

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος, με ντίζα

 

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια 1,925 :1

 

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα, γρανάζια 2,812:1

 

Συνολικές σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

 

1η

2,846

 

2α

2,125

 

3η

1,632

 

4η

1,300

 

5η

1,091

 

6η

0,964

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ (S Mode)

Km/h

Sec

Μέτρα

 

0-50

1,58

10,68

 

0-100

3.66

55,29

 

0-150

7,72

199,45

 

0-200

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

Km/h

 

0-400

12.12

175.04

 

0-1.000

23,65

193.25

 

 

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,66/43,96

2,83/46,69

 

80-120

2,72/75,8

2,72/75,79

3,6/175

120 - 160

Δεν φτάνει 160

4,1/150

10,5/280

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,1

104

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

 

100-40

2,61

58

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

 

Κενή

Γεμάτη

 

Θεωρητικά

 

2,61

 

Πραγματικά

 

3,01

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΠΙΣΩ

 

ΤΥΠΟΣ

 Ένα αμορτισέρ, μοχλικό

 

Διαδρομή (mm):

142

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

5,5'' x 17

 

Ελαστικό:

180/55 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δίσκος "μαργαρίτα" 245mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

 

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Οθόνη LCD με ενδείξεις για στροφές / ταχύτητα / ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές/ επιλεγμένη σχέση κιβωτίου, στάθμη βενζίνης / επιλογή για στιγμιαία ή μέση κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος και διανυθέντα χιλιόμετρα με ρεζέρβα. Ενδεικτικές λυχνίες για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων, έλεγχος κινητήρα, ABS, πίεση λαδιού

 

 

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΕΜΠΡΟΣ

 

ΤΥΠΟΣ

Τηλεσκοπικό πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130/41

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

3,5'' x 17

 

Ελαστικό:

120/70 R17

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δυο δισκόφρενα "μαργαρίτα" 282mmδαγκάνες με τέσσερα έμβολα

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

65,17/9.000

Ροπή (kg.m/rpm):

6.0/6.700

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης: 9.200

 

Μέγιστη ισχύς: 8.200

 

Στον κόφτη

 

1η 80

 

2α 126

 

3η 164

 

4η 203

 

5η 230

 

6η 247

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

 

Μέση : 5,8

 

Ελάχιστη : 5,4

 

Μέγιστη : 8,8

 

Αυτονομία (km): 250