KTM 390 Duke (2013) - Αρχείο ΜΟΤΟ

Αυτό που έλειπε!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

25/7/2019

Το Duke 390 ανέκαθεν αποτελούσε μια μοτοσυκλέτα που στοίχειωνε τα όνειρα των νεαρών -και όχι μόνο- αναβατών. Από την πρώτη μας κιόλας επαφή μαζί του, στην παρουσίασή του μέσα στο "σπίτι" του το Mattighofen της Αυστρίας, μας κατέστησε σαφές ότι το fun είναι το κυρίαχο στοιχείο του χαρακτήρα του. Ένα στοιχείο, που έμεινε αναλοίωτο σε όλες τις επόμενες γενιές του!

 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Αυτό που έλειπε!

Η Apple δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει ούτε ένα απλό κομπιουτεράκι χωρίς να διαθέτει οθόνη αφής, όπως και η Monica Bellucci δεν θα έπαιζε ποτέ μα ποτέ στο Misery του Stephen King. Όπως όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε κανένα σύμπαν, έτσι και η ΚΤΜ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να φτιάξει μια μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτα που δεν θα ξεχείλιζε από ζωντάνια, νεύρο και αίσθηση...

Είναι αλήθεια πως η οικογένεια των Duke χαρακτηρίζονταν από ένα χάσμα... γενεών. Από τη μια μεριά είχαμε τα 125 και 200 Duke, την χαρά του entry level χούλιγκαν, κι από την άλλη τα 690 και 990 Super Duke, τη χαρά του "αυτόφωρου". Όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην οικογένεια των ευγενών από το Mattighofen έπρεπε να κάνουν ένα σημαντικό άλμα δεδομένων και επιδόσεων, για το οποίο -κακά το ψέματα- δεν ήταν όλοι έτοιμοι. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που ένιωθαν να τους λείπει αυτό το σκαλοπάτι, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος του κοινού που σύντομα θα έψαχνε να βρει την διάδοχη κατάσταση σε αυτό που οδηγούσε. Το 2012 ήταν μια χρονιά ρεκόρ σε πωλήσεις για την ΚΤΜ, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές οφείλονταν σε μοτοσυκλέτες δρόμου, και σίγουρα δεν ήταν τα μεγαλύτερα Duke που έκαναν τη διαφορά, αλλά οι δύο μικρές εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Άλλωστε το 200 ήταν το πιο καλοπουλημένο street της εταιρείας για την χρονιά που πέρασε. Δημιουργείται λοιπόν έτσι ένα εν δυνάμει κοινό που ψάχνει το επόμενο βήμα. Προσθέστε στους παράγοντες και την δημιουργία της κατηγορίας Α2 στις άδειες οδήγησης που ισχύει από την αρχή της φετινής χρονιάς... και εγένετο 390 Duke!


Το μεγαλύτερο μικρό Duke συναρμολογείται κι αυτό εκεί απ' όπου βλέπουν το φως της παραγωγής και τα δύο μικρότερα, στην Ινδία δηλαδή, και θα είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα της εταιρείας που θα πωλείται σε όλες τις αγορές παγκοσμίως που υπάρχει δίκτυο της ΚΤΜ. Αυτό είναι ίσως και το καλύτερο –εμπορικά- ατού που διαθέτει ο κυβισμός. Τα μεν 125 και 200 αφορούν περισσότερο της λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, όπως της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, ενώ τα μεγαλύτερα street μοντέλα της ΚΤΜ στόχευαν στις αναπτυγμένες αγορές του δυτικού κόσμου. Το 390 όμως τους αφορά όλους, καθώς είναι μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε δύο κόσμους. Εκμεταλλεύεται την χρηστικότητα και την ευκολία των μικρών σε συνδυασμό με επιδόσεις και δυνατότητες μιας μεγάλης μοτοσυκλέτας. Πώς το κάνει αυτό; Εμείς ταξιδέψαμε μέχρι το "σπίτι" της ΚΤΜ για να το διαπιστώσουμε, φτάνοντας στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της πιο κρύας άνοιξης που έζησε η χώρα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια...

 

Βαλς με έναν Δούκα
Είναι η πρώτη φορά που για την παρουσίαση μιας street μοτοσυκλέτας η ΚΤΜ προσκαλεί τους δημοσιογράφους απ' όλο τον κόσμο στην έδρα της. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει την βαρύτητα που δίνουν οι αυστριακοί στο πιο πρόσφατο δημιούργημά τους. Η παρουσίαση μάλιστα συνοδευόταν κι από μια σύντομη επίσκεψη στο εργοστάσιο και τις γραμμές παραγωγής, ούτως ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την δυναμική που κρύβει μέσα της η εταιρεία του Mattighofen. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι για να γνωρίσεις καλύτερα μια γυναίκα είναι απαραίτητο να πας σπίτι της και να σου μαγειρέψει...
Πριν το φαγητό όμως επιβάλλεται χορός, που στο δικό μας παράλληλο σύμπαν μεταφράζεται σε μια γεμάτη μέρα οδήγησης στα πέριξ του Salzburg. Από πόλη και μποτιλιάρισμα, με ολίγη από autobahn και μπόλικο ορεινό στροφιλίκι. Όλο το πεδίο δράσης δηλαδή του 390 Duke, που πλέον βάζει και το ταξίδι -έστω και σχετικά μικρής εμβέλειας- στην εξίσωση των επιλογών του.
Πέρα απ' αυτό πάντως, για όσους έχουν οδηγήσει τις μικρότερης εκδόσεις, η αίσθηση του 390 δεν θα γινόταν να είναι πιο οικεία. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ΟΛΕΣ οι διαστάσεις είναι ακριβώς ίδιες. Η θέση οδήγησης τοποθετεί τον αναβάτη στην ίδια επιθετική στάση ακριβώς, με τον μπροστινό τροχό να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από εκεί που κάθεται, με τα μαρσπιέ να στέλνουν τα πόδια ψηλά και πίσω, τα γόνατα να φωλιάζουν στις εσοχές του ρεζερβουάρ, και τα χέρια να ανοίγουν σε φυσιολογικές γωνίες χάρη στο σχετικά φαρδύ τιμόνι του Duke. Παραδόξως, αν και στην αρχή χρειάζεται συνήθεια αυτή η θέση, καθώς τις πρώτες φορές που ανεβάζεις τα πόδια αντί για τα μαρσπιέ πατάς τους λεβιέδες των ταχυτήτων και του φρένου, δεν είναι καθόλου άβολη ακόμη και για πιο ψηλούς αναβάτες. Όσο κινείσαι, τόσο αντιλαμβάνεσαι το πόσο ωφέλιμη εργονομικά είναι η θέση οδήγησης, χαρίζοντας εξαιρετικό έλεγχο.


Όσο όμως κι αν αυτή η αίσθηση οικειότητας προσπαθεί φιλότιμα να σε ρίξει στην παγίδα του "μία από τα ίδια", κοντράρει πάνω στον καινούργιο κινητήρα που κάνει ξεκάθαρο με το καλημέρα πως έχεις να κάνεις με νέα δεδομένα. Κατ' αρχήν ο ήχος που σε καλωσορίζει πιο γεμάτος, ελαφρώς πιο μπάσος και πιο μεστός, διαλύει κάθε αμφιβολία πως κάτω από τα πόδια σου ένα έμβολο παλινδρομεί σε μεγαλύτερο χώρο. Ένας ζωντανός μονοκύλινδρος ήχος απελευθερώνεται από το τελικό της εξάτμισης, τον οποίο ο επανασχεδιασμένος τριοδικός καταλύτης δεν καταφέρνει να ξενερώσει, ενώ όσο ανεβαίνουν οι στροφές τόσο βελτιώνεται και το σάουντρακ. Και οι στροφές ανεβαίνουν εύκολα και γρήγορα. Η ευστροφία είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μονοκύλινδρου και πλέον, τώρα που υπάρχει περισσότερη δύναμη και άριστα κατανεμημένη σε όλο το φάσμα των στροφών, μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας. Όσο κι αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, το Salzburg είναι μια πόλη με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και οι περισσότεροι κεντρικοί δρόμοι έχουν το πολύ δύο λωρίδες για κάθε κατεύθυνση.

Εκεί λοιπόν που ακόμη και έμπειροι κουριεράδες θα σιχτίριζαν την τύχη τους, το Duke απλά... διασκεδάζει. Με πιο "γεμάτες" χαμηλές και μεσαίες στροφές, δεν χρειάζεται πλέον η βοήθεια από το πατινάρισμα που ήταν μόνιμος σύντροφος στα 125 και 200, κάτι στο οποίο δεν βοηθά και η σχετικά σκληρή αίσθηση του συμπλέκτη (απορίας άξιο γιατί δεν χρησιμοποίησαν την τεχνολογία FCC που διαθέτουν για το μεγάλο Adventure, την οποία χρησιμοποιεί και ο ανταγωνισμός -βλέπε Ninja 300). Το σκορτσάρισμα συμβαίνει μόνο αρκετά πιο κάτω από τις 2.000 στροφές, ενώ οι εξαιρετικά μικρές διαστάσεις του και ο μοχλός από το τιμόνι ανάγουν τις σφήνες σε επιστήμη. Όσο κι αν προσπάθησα να αφομοιωθώ στο γενικότερο κλίμα πειθαρχίας που επικρατεί στους αυστριακούς δρόμους, μένοντας υπομονετικά πίσω από τα αυτοκίνητα, χωρίς να περνάω μπροστά σε κάθε ευκαιρία και χωρίς διήθηση (sic) ανάμεσά τους, το Duke έβαζε φιτιλιές και... μ' έριχνε στην αμαρτία. Να θέλεις ν' αγιάσεις και το Duke να μην σ' αφήνει ένα πράγμα! Αν το τιμόνι είχε και λίγο μεγαλύτερο κόψιμο, τότε ακόμη εκεί θα ήμουν και θα έκοβα βόλτες γύρω από το άγαλμα του Mozart!

Μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας

Όπως πρέπει
Ευτυχώς (αλλά ταυτόχρονα και δυστυχώς) η οδήγηση μέσα στην πόλη δεν είχε μεγάλη διάρκεια και μετά από λίγα χιλιόμετρα βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από χιονισμένες πλαγιές και δρόμους που ίσα-ίσα είχε λιώσει ο πάγος πάνω τους. Η πρόσφατη εμπειρία από το 200 Duke στην βροχή έκανε το σβέρκο και την πλάτη μου πίστα dragster για σταγόνες κρύου ιδρώτα. Τζάμπα όμως, γιατί πλέον τα ελαστικά της MRC με τα οποία εφοδιάζονται τα δύο μικρότερα Duke, έχουν δώσει την θέση τους στα Metzeler M5. Καμία σχέση! Εκεί που το 200 άρχιζε να γλιστράει στη μυρωδιά και μόνο υγρασίας, τα Metzeler έβρισκαν πρόσφυση ακόμη και σε φρεσκολιωμένο χιόνι. Μπορούσαν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα και την παραπάνω δύναμη, αλλά και τις δυνάμεις που ασκούνταν στα φρένα κάθε 50 μέτρα (τόσο κρατούσαν τα μικρά ευθειάκια μεταξύ των στροφών). Έχοντας την εμπιστοσύνη που χρειαζόμουν σε τέτοιες κρύες συνθήκες, είχα και την δυνατότητα να εκμεταλλευτώ κι άλλη μια δυνατότητα που προσφέρει το 390: την "μία πάνω". Με τον τρόπο που έχει κατανεμηθεί η δύναμη και την γραμμικότητα της απόδοσης, υπάρχει σαφώς η δυνατότητα να έχεις μόνιμα μια τρίτη -στα πολύ κλειστά- ή τετάρτη -στα πιο ανοιχτά- κομμάτια για να οδηγείς με ροή και σβέλτα. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και αντισταθμιστικά στην αρκετά ευαίσθητη και παραπάνω ίσως απ' ό,τι θα έπρεπε απόκριση του γκαζιού στις χαμηλές στροφές-γεγονός με το οποίο συμφώνησε και ο υπεύθυνος εξέλιξης της ECU για το 390 Duke- έτσι ώστε να μην ταράζεται η ισορροπία της μοτοσυκλέτας. Ειδικά από τις 6.000 και πάνω μέχρι τον κόφτη στις 10.500 στροφές, η δύναμη παρέχεται γενναιόδωρα και απρόσκοπτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτω από τις 6.000 δεν υπάρχει ζωή, απλώς από εκείνο το σημείο κι ύστερα γίνεται πιο άμεσα αντιληπτός ο ρυθμός παροχής της δύναμης.


Αποκτώντας αυτή τη ροή ανακαλύπτεις κι άλλες κρυμμένες αρετές του Duke. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι αμορτισέρ και πιρούνι είναι ακριβώς ίδια με των μικρότερων της οικογένειας, οι εσωτερικές ρυθμίσεις είναι πιο σφιχτές και σκληρές στο 390. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε μικρές ταχύτητες και σε συνθήκες αστικής μετακίνησης, οι αναρτήσεις του Duke να μην συμπιέζονται αρκετά και να νιώθεις μια σκληρή αίσθηση, παρά τα 10 περισσότερα κιλά του βάρους του. Μόλις όμως αρχίσεις να το οδηγείς με σβέλτη ροή και πιο επιθετικά, καταλαβαίνεις ότι η συμπεριφορά των αναρτήσεων είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Υπάρχει σίγουρα ο συμβιβασμός στην άνεση όταν μιλάμε για διεκπεραιωτικές διαδρομές, αλλά αποζημιώνεσαι με το παραπάνω όταν αρχίζει να πιέζεις, και το 390 Duke είναι η αλήθεια πως αφήνει αρκετά ικανοποιητικά περιθώρια για πίεση. Τότε είναι που νιώθεις ότι οδηγείς ένα αρμονικό σύνολο, που παρά τις μικρές διαστάσεις του σου εμπνέει σιγουριά ακόμη κι όταν στρίβεις σε παρατεταμένες ανοιχτές καμπές με πάνω από 140 στο κοντέρ, ή όταν έχεις σύμμαχο την σταθερότητα καθώς παλεύεις με τον αέρα σκυμμένος πάνω από το ρεζερβουάρ στην εθνική, με το κοντέρ να ξεπερνά τα 160.


Αυτή η σταθερότητα και οι επιδόσεις του είναι μεν πλεονεκτήματα που ανοίγουν και ταξιδιωτικές προοπτικές για το μικρό Duke, αλλά από την άλλη, η σχετικά σκληρή σέλα και η παντελής έλλειψη προστασίας μειώνουν κάποιο ποσοστό από το βεληνεκές του. Ενθαρρυντικά όμως ήταν τα δεδομένα από την κατανάλωσή του 390 Duke, καθώς αν και δεν γεμίσαμε κατά την διάρκεια της δοκιμής με καύσιμα, μετά από 170 περίπου χιλιόμετρα ο ψηφιακός δείκτης είχε πέσει στο μισό τους ρεζερβουάρ των 11 λίτρων. Μπορεί να μην είναι μια άκρως αξιόπιστη ένδειξη, αλλά τουλάχιστον δίνει ένα μέτρο της πραγματικά μικρής κατανάλωσης.
Εκεί όμως που πραγματικά το 390 Duke αξίζει τα εύσημα, είναι για το πακέτο φρένων που διαθέτει. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το ίδιο πακέτο με των μικρότερων Duke τα οποία έχουν να διαχειριστούν περισσότερο βάρος και παραπάνω δύναμη, τα δισκόφρενα της Bybre, ανταποκρίνονται άριστα στο ρόλο τους. Δύναμη, προοδευτικότητα και πληροφόρηση είναι σε κορυφαίο επίπεδο, ενώ η συνεργασία με το ABS της Bosch είναι υποδειγματική. Σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε άκαιρη ενεργοποίηση του συστήματος, ενώ κι όταν αυτό συνέβαινε η ανάδραση σε μανέτα και λεβιέ ήταν έως και μηδενική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως σύμφωνα με τα λεγόμενα του Thomas Kuttruf, του PR manager της ΚΤΜ, η Bosch συνεργάζεται στενά με την εταιρεία για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών.

Σήμα κατατεθέν για όλη την οικογένεια των Duke το σχήμα της μάσκας και του προβολέα, ενώ το μικρό ζελατινάκι μπροστά από τα όργανα εξυπηρετεί καθαρά και μόνο αισθητικούς σκοπούς

 

Κομμάτι του παζλ

Η έλευση του 390 Duke είναι ακόμη ένα κομμάτι που έρχεται να συμπληρώσει σιγά-σιγά μια μεγαλύτερη, ευρύτερη εικόνα. Η ΚΤΜ διαβλέπει τις τάσεις και την κατεύθυνση της αγοράς και γεμίζει τα κενά της δίχως να χάνει την εταιρική της ταυτότητα και φιλοσοφία. Εστιάζει σε νέες αγορές και κατηγορίες εισάγοντας όμως μοτοσυκλέτες που διαθέτουν το πνεύμα που διαποτίζει κάθε προϊόν των αυστριακών. Το ίδιο έκανε με το 390 Duke. Το έργο όμως δεν σταματά εκεί. Η ΚΤΜ έχει μελλοντικά πλάνα που ακόμη πιο μεγαλόπνοα. Είναι ήδη γνωστό ότι η σειρά των μικρών Duke θα αποτελέσει την βάση για μια αντίστοιχη οικογένεια supersport μοτοσυκλετών (τα RC3), ενώ στο πιο βαθύ μέλλον ετοιμάζεται ήδη η σειρά που θα αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα σε supermoto και on-off μοτοσυκλέτες (και θυμηθείτε στο μέλλον πού το διαβάσατε αυτό για πρώτη φορά...). Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει το πόσο σημαντικό είναι να μπουν από την αρχή οι σωστές βάσεις. Σε επίπεδο προ-παραγωγής (όπως ήταν οι μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε) υπάρχουν ακόμη μερικοί τομείς με περιθώρια βελτίωσης, όπως για παράδειγμα η δυσκολία που είχαν πολλές από τις μοτοσυκλέτες να ξαναπάρουν μπροστά όταν ήταν ζεστοί οι κινητήρες, ένας λίγο πιο μαλακός σε λειτουργία συμπλέκτης και ίσως μια ελαφρώς πιο άνετη σέλα για τον αναβάτη. Αν σε αυτούς τους τομείς γίνει αυτό που πρέπει, τότε δεν θα μιλάμε απλώς για σωστές βάσεις, αλλά για ακλόνητα θεμέλια.

Tech Box
Πλαίσιο – αναρτήσεις - φρένα

Το πλαίσιο του 390 Duke παραμένει ένα ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα. Μάλιστα, είναι ακριβώς ίδιο με τα πλαίσια των μικρότερων Duke (των 125 και 200), καθώς όπως είχαμε γράψει και στις δοκιμές των συγκεκριμένων εκδόσεων, οι δυνατότητές του υπερκάλυπταν και με το παραπάνω τις απαιτήσεις διαχείρισης των δυνάμεων και της ισχύος του κινητήρα. Η μόνη διαφορά είναι καθαρά αισθητική, αφού το πλαίσιο του 390 είναι βαμμένο πορτοκαλί, έτσι ώστε να δημιουργεί οπτικά περισσότερες γέφυρες με τα μεγαλύτερα Duke. Το υποπλαίσιο είναι κι αυτό ατσάλινο, όχι αφαιρούμενο, ενώ και η σχετικά συντηρητική γεωμετρία (κάστερ 25° και ίχνος 100mm) των μικρών Duke έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη.
Το ανεστραμμένο μπροστινό των 43 χιλιοστών, είναι ίδιο με των μικρότερων Duke και έχει εξελιχθεί από την WP (που ανήκει στην ΚΤΜ) αλλά κατασκευάζεται στην Ινδία από την Endurance, η οποία ανήκει κι αυτή εξολοκλήρου στην Bajaj! Η διαδρομή των τροχών είναι ίδια εμπρός και πίσω στα 150mm, ενώ η μοναδική ρύθμιση για την οποία υπάρχει δυνατότητα, είναι η προφόρτιση του ελατηρίου στο αμορτισέρ, το οποίο είναι κι αυτό προϊόν της συγκεκριμένης συνεργασίας.
Οι τροχοί είναι της κινεζικής Jingfi και φιλοξενούν το ίδιο πακέτο φρένων από την Bybre -την ινδική έκδοση της Brembo (By Brembo)- με την ακτινική δαγκάνα, τον δίσκο των 300mm εμπρός και των 230 χιλιοστών πίσω. Το ABS είναι στάνταρ στον εξοπλισμό της μοτοσυκλέτας και είναι η γνωστή μονάδα 9MΒ της Bosch που λειτουργεί με δύο κανάλια -ανεξάρτητα δηλαδή για εμπρός και πίσω- με δυνατότητα απενεργοποίησης μέσω ενός... κρυφού (τουλάχιστον στα μοντέλα προ-παραγωγής που οδηγήσαμε) διακόπτη, ενώ το συνολικό βάρος που προστίθεται με όλα τα περιφερειακά εξαρτήματα του συστήματος είναι δύο κιλά.

Ολόιδιο, πέρα από την χρωματική επιλογή, είναι το πλαίσιο και το υποπλαίσιο του 390 Duke με τα αντίστοιχα από τα μικρότερα αδέρφια του, ακθώς επίσης και το αμορτισέρ της WP που φτιάχνεται από την Endurance

 

Tech Box

Κινητήρας

Για την δημιουργία του νέου 390, τα τμήματα R&D της ΚΤΜ και της Bajaj συνεργάστηκαν από κοινού στην κατασκευή ενός καινούργιου κινητήρα, ο οποίος φυσικά και βασίζεται στις προηγούμενες εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Πιο συγκεκριμένα, η χωρητικότητα των 373,2 κυβικών προέρχεται από αύξηση της διαμέτρου του εμβόλου στα 89mm (από 72mm στο 200) και της διαδρομής του στροφάλου στα 60mm (από 49mm στο 200 αντίστοιχα). Για την δημιουργία μάλιστα των νέων δεδομένων, η ΚΤΜ χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία της από τους κινητήρες υψηλών επιδόσεων στα motocross μοντέλα της, όπως συνέβη και στους μικρότερους κυβισμούς. Οι βαλβίδες εισαγωγής μεγάλωσαν σε διάμετρο, φτάνοντας τα 35mm (από 28,5mm του 200) και οι εξαγωγής τα 29mm (από 24mm αντίστοιχα), ενώ η περιεχόμενη γωνία τους παρέμεινε στις 29,5°. Τα βασικά μέρη του κινητήρα, όπως τα κάρτερ και η κεφαλή, παρέμειναν ίδια με των μικρότερων Duke, όμως ο κύλινδρος είναι εντελώς καινούργιος, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών διαστάσεων, αλλά και γιατί πλέον διαθέτει επίστρωση Nicasil, ενώ οι αντίστοιχοι των 125/200 διαθέτουν χιτώνια. Ο σφυρήλατος, μονοκόμματος στρόφαλος συνδυάζεται με μια επίσης σφυρήλατη ατσάλινη μπιέλα κι ένα έμβολο με τρία ελατήρια, το οποίο είναι κι αυτό σφυρήλατο σε αντίθεση με τα χυτά έμβολα που χρησιμοποιούνται στα Duke 125 και 200. Τα ενδιάμεσα κοκοράκια που ελέγχουν την κίνηση των βαλβίδων έχουν επίστρωση DLC -μια πάγια τεχνική της ΚΤΜ- ενώ ο κινητήρας του 390 Duke διαθέτει και έναν αντικραδασμικό άξονα, ο οποίος είναι αρκετά αποτελεσματικός.

Ο λόγος συμπίεσης είναι αρκετά υψηλός (12,5:1) σε σύγκριση με του 200 (11,5:1), αλλά ίδιος με τον αντίστοιχο του 125. Οι εκκεντροφόροι είναι ίδιοι σε προφίλ με των μικρότερων κυβισμών, αλλά διαφορετικής διαμέτρου είναι το σώμα του ψεκασμού που στο 390 φτάνει τα 46 χιλιοστά, ενώ αντίστοιχα στο 200 είναι 38mm και στο 125 33mm. Αντίστοιχα μεγαλύτερο είναι το φιλτροκούτι όπως και το μπεκ, το οποίο ελέγχεται από την ECU της Bosch που είναι κοινή και στις τρεις εκδόσεις και κατασκευάζεται στην Ινδία με την άδεια της γερμανικής φίρμας.

Μια από τις σημαντικές διαφορές του συγκεκριμένου κινητήρα σε σχέση με τους άλλους δύο μικρότερους της οικογένειας, είναι πως στο 390 υπάρχουν δύο αντλίες λαδιού αντί για μία. Η μία είναι για να στέλνει με υψηλή πίεση το λάδι για την λίπανση και η άλλη κάνει την αναρρόφηση του λαδιού από τον στροφαλοθάλαμο. Αυτό συμβαίνει γιατί με την χρησιμοποίηση του ίδιου κάρτερ με τους μικρότερους κινητήρες, ο στρόφαλος του 390 εδράζεται πιο χαμηλά μέσα στον κινητήρα.

Στις επιμέρους διαφορές συγκαταλέγεται το ελαφρώς μεγαλύτερο ψυγείο, ποου είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος μπροστά από την καρίνα, ενώ λίγο μεγαλύτερος και βαρύτερος είναι και ο καταλύτης του τελικού της εξάτμισης, που είναι τοποθετημένη κάτω από τον κινητήρα για καλύτερη συγκέντρωση των μαζών, στα πρότυπα των σύγχρονων supersport μοτοσυκλετών. Για να δημιουργηθεί χώρος για τον καταλύτη οι άξονες του κιβωτίου που έχει επανασχεδιαστεί είναι τοποθετημένοι κατακόρυφα, ενώ έχει τοποθετηθεί κι ένας μεγαλύτερος συμπλέκτης για καλύτερη διαχείριση της παραπάνω ισχύος και ροπής. Το αποτέλεσμα είναι να ζυγίζει ο κινητήρας μόλις 36 κιλά, σε σύγκριση με τα 28 κιλά των κινητήρων από τα 125/200. Το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των service έχει καθοριστεί στα 7.500 χιλιόμετρα.

Η απόδοση του κινητήρα είναι 44 άλογα, τα οποία αποδίδονται στις 9.500 στροφές (η τριπλάσια ιπποδύναμη δηλαδή από το 125, αλλά στις ίδιες στροφές), ενώ σχεδόν διπλάσια είναι και η ροπή του (3,5kgm στις 7.250 στροφές) από το 200 Duke. Λόγω όμως του ότι υπερβαίνει το όριο της ευρωπαϊκής οδηγίας για την κατηγορία διπλωμάτων Α2, σε ό,τι αφορά τον λόγο kW/kg, θα υπάρχει κιτ για περιορισμό της ισχύος στα 30kW (41,2HP) ώστε να φτάνει ο λόγος στο επιθυμητό 0,2kW/kg, το οποίο δεν θα είναι κάτι περισσότερο από ένα... στοπ στο γκάζι.

Διαφορετικές είναι οι σχέσεις (μακρύτερες) στο κιβώτιο του 390 σε σχέση με του 200, όπως μακρύτερη είναι και η πρωτεύουσα μετάδοση λόγω της αυξημένης ιπποδύναμης. Ο λόγος της τελικής μετάδοσης όμως παρέμεινε ίδιος, πράγμα που σημαίνει ότι τα γρανάζια της θα είναι κοινά ανταλλακτικά και για τις τρεις εκδόσεις
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 390 Duke
Αντιπρόσωπος:
KTM SEE
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1367
Απόσταση από το έδαφος (mm):
172
Ύψος σέλας (mm):
800
Ίχνος (mm):
100
Γωνία κάστερ (˚):
25
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
139 / 148
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, με 4 βαλβίδες και 2ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
89 x 60
Χωρητικότητα (cc):
373,2
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
44 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
3,5 / 7.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117,9
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,666 / 5
2α
1,857 / 7
3η
1,421 / 9
4η
1,142 / 12
5η
0,956 / 14
6η
0,875 / 15
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 2,666
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,214
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
3,15
3,36
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ WP χωρίς μοχλικό
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / -
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,00 x 17''
Ελαστικό:
150/60 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 230mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι WP
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / 43
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,00 x 17''
Ελαστικό:
110/70 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με ακτινική δαγκάνα Bybre τεσσάρων εμβόλων
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.500
Μέγιστη ισχύς:
9.500
 
 
1η
53
2α
76
3η
99
4η
124
5η
148
6η
161
 

 

ΔΟΚΙΜΗ: BMW S1000XR

Αυτό τους ξέφυγε!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

14/8/2018

Η πολυτέλεια, η υψηλή τεχνολογία, η όρθια θέση οδήγησης και οι ανέσεις είναι απλώς ένα καμουφλάζ. Αυτό το καλοραμμένο και ακριβό κοστούμι, δεν μπορεί να κρύψει για πολλή ώρα τον μυώδη και εξαγριωμένο μαχητή των δρόμων που το φοράει. Το S1000XR μοιάζει περισσότερο σαν να απέδρασε από τα εργαστήρια του R&D της BMW, πριν οι επιστήμονες βεβαιωθούν ότι μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερο στην κοινωνία

Τρία λεπτά και σαράντα οκτώ δευτερόλεπτα! Αυτός ήταν ο μέγιστος χρόνος που κατάφερα να συγκρατηθώ πάνω στην σέλα του S1000XR και να οδηγήσω σαν άνθρωπος. Ίσως αν η μοτοσυκλέτα ήταν δικιά μου, μετά από δύο-τρεις μήνες να είχα χορτάσει αδρεναλίνη και να άρχιζα να την οδηγάω με περισσότερη κοινωνική συνείδηση, όμως τώρα που την είχα στα χέρια μου μόνο για μία εβδομάδα, ήταν αδύνατον να συγκρατηθώ. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι αν την αγοράσεις για να την οδηγείς φιλήσυχα, έχεις πάρει λάθος μοτοσυκλέτα.

Η S1000XR δεν είναι ένα τετρακύλινδρο GS και σας λέω με βεβαιότητα ότι δεν είναι ούτε ανταγωνιστής της νέας Ducati Multristrada 1200 σε χαρακτήρα. Ναι, εμπορικά σίγουρα είναι ανταγωνιστής τους με την έννοια ότι αν δεν υπήρχε, μάλλον ένα GS ή ένα Multi θα αγόραζε όποιος έψαχνε μοτοσυκλέτα Adventure/Touring στην premium κατηγορία. Ακόμα και η BMW παραδέχεται εμμέσως ότι η Ducati Multistrada ήταν στο στόχαστρό της όταν σχεδίαζαν την XR, αφού στην παρουσίασή της στην Ισπανία όταν ρώτησα "πόσο κόβει το τιμόνι;" η απάντηση που πήρα ήταν "όσο της Multistrada". Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν κοινά σημεία. Η S1000XR είναι άγρια, θυμωμένη και… ξέρει καράτε!

Ίδια φάση, αλλά με μεγάλες διαφορές

Η μοτοσυκλέτα που είχα οδηγήσει στην παγκόσμια παρουσίαση στην Ισπανία, είχε το χαμηλωμένο set-up αναρτήσεων με 120mm διαδρομή εμπρός και 110mm πίσω. Επίσης, φόραγε σπορ ελαστικά της Pirelli (Diablo Rosso II) και την περισσότερη ώρα την οδήγησα με το έξτρα στικάκι του προγράμματος Dynamic Pro, που αλλάζει την απόκριση στο γκάζι και την ευαισθησία του cornering ABS και του Traction Control. Τούτη εδώ η μοτοσυκλέτα που οδηγήσαμε στην Ελλάδα, είχε τις μεγάλες διαδρομές αναρτήσεων στα 150mm διαδρομής εμπρός και 140mm πίσω και τουριστικά ελαστικά της Bridgestone (Battlax T30 Sport Touring). Ο υπόλοιπος εξοπλισμός ήταν ακριβώς ο ίδιος, δηλαδή είχε πάνω της τόσο το πακέτο Dynamic, όσο και το πακέτο Touring. Αυτό σημαίνει ότι είχα στην διάθεσή μου όλα τα παιχνίδια, εκτός του Dynamic Pro.

Η άμεσα αντιληπτή διαφορά προερχόταν από τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Όχι τόσο από την λειτουργία τους, αλλά από τις επιπτώσεις λόγω διαφοράς στο ύψος της μοτοσυκλέτας. Με τις χαμηλές αναρτήσεις της κόκκινης μοτοσυκλέτας στην Ισπανία, πατούσα εύκολα στο έδαφος ακόμα κι όταν έβαλα την έξτρα ψηλή και αφράτη σέλα. Αντίθετα με την λευκή μοτοσυκλέτα αυτού του τεστ στην Ελλάδα, όχι μόνο ήμουν στις μύτες των ποδιών στα φανάρια, αλλά χρειαζόταν να βάζω και περισσότερη δύναμη για να σηκωθεί από το σταντ κάθε φορά που την καβαλούσα και το ίδιο ίσχυε για τις μανούβρες και τους ελιγμούς σε πολύ χαμηλές ταχύτητες. Η χαμηλή μοτοσυκλέτα έδειχνε πιο μικρή, ελαφριά και ευέλικτη από την R 1200GS, ενώ τούτη εδώ έμοιαζε μεγαλύτερη και πιο βαριά στις πολύ χαμηλές ταχύτητες της πόλης, θυμίζοντας περισσότερο την boxer αδερφή της.

Αν είσαι πάνω από 1,85 μέτρα ύψος, νομίζω ότι το set-up με τις μεγάλες διαδρομές αναρτήσεων θα σου αρέσει περισσότερο. Αν όμως είσαι κάτω από 1,80 μάλλον θα προτιμήσεις το χαμηλό set-up. Η διαφορές ανάμεσα στις ψηλές και χαμηλές αναρτήσεις συνεχίζονται και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα, οι μικρές και κοφτές ανωμαλίες ήταν εύκολα διαχειρίσιμες από τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις με τις μεγάλες διαδρομές, ενώ αντιθέτως στην μοτοσυκλέτα με τις μικρές διαδρομές δεν μπορούσαν να προσφέρουν αντίστοιχη άνεση, κάνοντας την μοτοσυκλέτα να δείχνει σκληρή ακόμα και στο πρόγραμμα Road. Γενικά στο set-up με τις μεγάλες διαδρομές, αντιλαμβάνεσαι την διαφορά αλλάζοντας τα προγράμματα ρύθμισης, ενώ με το χαμηλό set-up δύσκολα θα νοιώσεις κάποια φοβερή διαφορά ανάμεσα στο Road, Dynamic ή Dynamic Pro. Όμως σε σύγκριση με το GS ή το Multi, η άνεση του XR είναι σαφέστατα υποδεέστερη, όποιο set-up αναρτήσεων κι αν επιλέξεις. Τα καλά νέα είναι ότι αυτή η μικρή ή μεγάλη θυσία που θα κάνεις στον τομέα της άνεσης επιλέγοντας το XR αντί των άλλων δύο έχει ένα βραβείο… είναι η γρηγορότερη μοτοσυκλέτα πάνω στην ελληνική άσφαλτο.

Adrenaline junkie

Παρά τα σκληρά τουριστικά λάστιχα, η S1000XR μπορούσε να κάνει στους ελληνικούς δρόμους με την υποτυπώδη πρόσφυση ακριβώς τα ίδια εξωπραγματικά πράγματα που έκανε στην κορυφαίας πρόσφυσης άσφαλτο της Ισπανίας! Η μόνη διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα, ακόμα και χωρίς το πρόγραμμα Dynamic Pro, η δύναμη του κινητήρα ξεχειλίζει από παντού και η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στο άνοιγμα του γκαζιού έχει εμπλουτιστεί με Χολιγουντιανών διαστάσεων κινηματογραφικά εφέ. Στην καλή άσφαλτο της Ισπανίας και όπου υπάρχει κάποια αντίστοιχη στην Ελλάδα, το S1000XR βάζει το κεφάλι του κάτω και εκτοξεύεται εμπρός. Τα ηλεκτρονικά επεμβαίνουν ελάχιστα και μόνο όταν πραγματικά χρειάζεται. Όμως στην πλειοψηφία των υπόλοιπων ελληνικών δρόμων τα πράγματα διαφέρουν αρκετά.

Όσοι έχετε διαβάσει στο τεύχος 547 το άρθρο από την παρουσίαση της μοτοσυκλέτας στην Ισπανία, θα θυμάστε ότι για να εκμεταλλευτώ πλήρως την δύναμη των φρένων και την υψηλή πρόσφυση των ελαστικών, χρειάστηκε να επιλέξω το έξτρα πρόγραμμα Dynamic Pro για το cornering ABS και την απόκριση του γκαζιού. Εδώ στην Ελλάδα όμως, το πρόγραμμα Dynamic είναι άψογο στην γρήγορη οδήγηση, ενώ ακόμα και το πιο παρεμβατικό πρόγραμμα Rain, που κατεβάζει την ιπποδύναμη στους 140 ίππους, δεν γίνεται ενοχλητικό μέχρι να βρεις πολύ καλής ποιότητας άσφαλτο. Το cornering ABS της BMW (Continental) είναι πραγματικά σε άλλο επίπεδο λειτουργίας σε σύγκριση με τα συμβατικά ABS που έχουν οι φτηνότεροι ανταγωνιστές της.

Το πρόβλημα με την μείωση της πίεσης στο κύκλωμα που είχε στην Ισπανία, φυσικά δεν εμφανίστηκε στην Ελλάδα, αφού στους δικούς μας δρόμους είναι αδύνατον να γραπώσεις τόσο επιθετικά την μανέτα του φρένου. Όμως μέχρι να δοκιμάσουμε στην Ελλάδα το αντίστοιχο της νέας Ducati Multistrada (Bosch) δεν θα βιαστώ να πω αν είναι το καλύτερο όλων. Σημασία έχει ότι για τις εντελώς παρανοϊκές ταχύτητες που κινείσαι στους γλιστερούς ελληνικούς δρόμους, καταφέρνει να σε κρατάει ασφαλή χωρίς να σου σπάει τα νεύρα ή να αλλοιώνει την χούλιγκαν προσωπικότητα της μοτοσυκλέτας. Πραγματικά δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να το απενεργοποιήσω, σε αντίθεση με το traction control που το πάτημα του κουμπιού απενεργοποίησής του ήταν το δεύτερο πράγμα που έκανα αμέσως μετά το πάτημα της μίζας.

Αυτό καθ΄ αυτό, το traction control της BMW είναι μια χαρά αν το δεις από την μεριά της ασφάλειας. Στο πρόγραμμα Dynamic επιτρέπει λίγο αρχικό ντριφτάρισμα του πίσω τροχού, ώστε η μοτοσυκλέτα να μην ψοφάει μέσα στην στροφή όταν ανοίξεις το γκάζι, αλλά και για να βγαίνεις από την στροφή με ομαλή επιτάχυνση. Θα επέμβει κατασταλτικά στις στροφές μόνο όταν η ουρά αρχίζει να παρεκκλίνει έντονα από την ασφαλή τροχιά ή στις ευθείες όταν διαπιστώσει ότι η αύξηση του ρυθμού περιστροφής του πίσω τροχού δεν προσφέρει πλέον επιτάχυνση και αναλώνεται σε σπινάρισμα. Επιπρόσθετα, η ημι-ενεργητική ανάρτηση τιθασεύει αστραπιαία κάθε δύναμη που προσπαθεί να ταράξει την ουρά της μοτοσυκλέτας, οπότε από θέμα ουσίας και ασφάλειας, το traction control παίρνει άριστα. Το πρόβλημα είναι ότι πάνω στην σέλα του XR δεν σου καίγεται καρφάκι ούτε για την ασφάλεια, ούτε για την ουσία!

Όταν μπορείς να στρίβεις με ανάποδα τιμόνια και 160km/h στο κοντέρ, σιγά μην αφήσεις το traction control στο "on". Είναι πραγματικά δύσκολο να σας εξηγήσω πόσο χούλιγκαν είναι αυτή η μοτοσυκλέτα και πόσο εύκολα σε παρασύρει σε αντικοινωνική συμπεριφορά. Απλώς σκεφτείτε ότι αυτά που κάνει ένα αγωνιστικό supermoto στα 50 ή 60 km/h, το S1000XR τα κάνει στα 150 και 160km/h. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά την άποψή μου, είναι η υπερβολική ασφάλεια που νοιώθεις πάνω της, η οποία σε σπρώχνει να κάνεις παράτολμες επιλογές. Το S1000XR είναι από τις μοτοσυκλέτες που σε κάνει να τρομάζεις αφού κατέβεις από την σέλα της και όχι όταν κάθεσαι πάνω σε αυτή. Είναι και αυτός ο διαολεμένος ήχος της εξάτμισης που σε τσιγκλάει συνέχεια. Χρησιμοποιώντας το quick-shifter τόσο στα ανεβάσματα, όσο και στα κατεβάσματα, οι πυροβολισμοί σε κάθε αλλαγή δημιουργούν μια πραγματικά εμπόλεμη κατάσταση. Πρόσθεσε ότι οι ίδιοι πυροβολισμοί ακούγονται και κάθε φορά που κλείνεις το γκάζι και ίσως καταλάβεις γιατί λέμε ότι είναι αδύνατον να οδηγήσεις ήρεμα το S1000XR. Ειδικά στο πρόγραμμα Dynamic, τα σκασίματα της εξάτμισης είναι συνεχόμενα, ανεξαρτήτως του ρυθμό οδήγησης. Στο πρόγραμμα Road περιορίζονται κάπως τα βεγγαλικά και οι κανονιοβολισμοί, ενώ η απόκριση του κινητήρα γλυκαίνει, αλλά μην πάει το μυαλό σας σε γαλήνιες βόλτες.

Επιδρομή στην άσφαλτο

Αν μέχρι την Παρασκευή καταφέρεις να γλιτώσεις το αυτόφωρο οδηγώντας αντικοινωνικά μέσα στην πόλη, θα έχεις μια δεύτερη ευκαιρία να σου φορέσουν χειροπέδες, βγαίνοντας για μια μακρινή βόλτα το Σαββατοκύριακο. Παρά τον απλό και εύχρηστο τρόπο ενεργοποίησης του cruise control και την άψογη αεροδυναμική προστασία από την ρυθμιζόμενη σε δύο θέσεις ζελατίνα, συνεχίζει να είναι αδύνατον να συγκρατηθείς σε νόμιμες ταχύτητες. Ο κινητήρας διψάει να ανεβάσει στροφές και το κοινό κιβώτιο ταχυτήτων με της S1000RR, σημαίνει ότι οι τρεις τελευταίες σχέσεις έχουν πυκνή κλιμάκωση. Με έκτη και 5.500-6.000 στροφές, νοιώθεις τον κινητήρα να γρυλίζει ανυπόμονα για να ανεβάσει μέχρι τον κόφτη. Με απλά λόγια, το S1000XR θέλει να ταξιδεύει στην εθνική με ταχύτητες μεταξύ 200-240 στο κοντέρ. Θέλει να καταπιεί γρήγορα τις ευθείες όπως ένα Hayabusa και δεν τις απολαμβάνει όπως ένα R1200RT ή ακόμα και ένα R1200GS. Σίγουρα δεν είναι η μοτοσυκλέτα που θα κερδίσει κολακευτικά σχόλια από τον συνεπιβάτη στα ταξίδια. Το S1000XR είναι η τέλεια ταξιδιωτική μηχανή μόνο αν κρατάς χρονόμετρο και κάθε φορά προσπαθείς να κατεβάσεις χρόνο κάνοντας μια συγκεκριμένη διαδρομή. Διότι με το χέρι στην καρδιά, δεν νομίζω να υπάρχει γρηγορότερη μοτοσυκλέτα για να πας από το σημείο Α στο σημείο Β. Με το πρόγραμμα Dynamic, τα 0-400 καλύπτονται σε 10'' όταν η γρηγορότερη superbike που έχουμε μετρήσει με GPS (S1000RR) έκανε 10,1''. Σε κάποιες συγκεκριμένες διαδρομές ίσως να υπάρχουν μοτοσυκλέτες που είναι γρηγορότερες. Όμως στον πραγματικό κόσμο, όπου οι δρόμοι δεν είναι μόνο ευθείες για να εκμεταλλευτείς την τελική ενός Hayabusa, ή στρωμένοι με τέλεια άσφαλτο για να εκμεταλλευτείς τα περιθώρια κλίσης και την δύναμη ενός superbike, το S1000XR απλώς δεν έχει αντίπαλο. Ειδικά όταν η επιφάνεια του δρόμου δεν είναι επίπεδη σαν τραπέζι μπιλιάρδου και η ποιότητα της ασφάλτου εναλλάσσεται διαρκώς, το S1000XR θα εξαφανιστεί εμπρός δημιουργώντας διαγαλαξιακές αποστάσεις από όποια μοτοσυκλέτα κι αν προσπαθήσει να το ακολουθήσει. Βέβαια, εδώ το ερώτημα είναι αν μπορείς να βρεις συνεπιβάτη που να αντέχει ταξίδι σε αυτές τις ταχύτητες και με τέτοιους ρυθμούς. Διότι υποτίθεται ότι σε αυτή την κατηγορία μοτοσυκλετών ο παράγοντας συνεπιβάτης έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη. Προσωπικά πιστεύω ότι η αγορά ενός R1200GS ή ενός Multistrada 1200 είναι καλύτερη επιλογή για όσους γράφουν πολλά χιλιόμετρα δικάβαλοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η σέλα του S1000XR είναι αφιλόξενη. Μια χαρά θα κάτσουν για αρκετές ώρες πάνω της δύο άτομα, απλώς υπάρχουν πολύ καλύτερες επιλογές για αυτή την δουλειά στην κατηγορία, που προσφέρουν περισσότερη ευρυχωρία και άνεση.

Γενικά, το S1000XR είναι το ιδανικό εργαλείο για ταξίδια-αστραπή και όχι για… βαρκάδα στην εθνική.

Να προσθέσω και μια παρατήρηση σε σχέση με το πρόγραμμα Dynamic και Dynamic PRO. Η μοτοσυκλέτα που είχε το Dynamic PRO στην Ισπανία έδειξε για πλάκα πάνω από 260km/h στο κοντέρ, ενώ αυτή εδώ στην Ελλάδα με το Dynamic αργούσε να φορτώσει χιλιόμετρα μετά τα 250km/h. Θεωρητικά, η διαφορά τους είναι μόνο στην απόκριση του γκαζιού και όχι στην ιπποδύναμη του κινητήρα, όμως στην πράξη φαίνεται ότι η πιο ομαλή απόκριση στο γκάζι, επηρεάζει τις επιταχύνσεις ακόμα και στις υψηλές ταχύτητες και χρειάζεται μεγαλύτερη ευθεία και υπομονή για να πιάσει την τελική της. Ένα άλλο παράδοξο ανάμεσα στα δύο προγράμματα και τις συνθήκες των ισπανικών και ελληνικών δρόμων, είναι το γεγονός ότι οι τρεις μακριές πρώτες σχέσεις του κιβωτίου ταχυτήτων έκαναν απαραίτητη την χρήση του προγράμματος Dynamic PRO στους ισπανικούς επαρχιακούς δρόμους, ώστε να αποκτήσει ο κινητήρας ζωντάνια στις εξόδους των αργών στροφών. Όμως στους γλιστερούς ελληνικούς δρόμους, το Dynamic είναι παραπάνω από άγριο και προκαλεί την επέμβαση του traction control ή το ξέφρενο σπινάρισμα του πίσω τροχού (αν το απενεργοποιήσεις) σε κάθε επιτηδευμένο ή απρόσεκτο απότομο άνοιγμα του γκαζιού. Νομίζω ότι η αγορά του έξτρα προγράμματος Dynamic PRO στην Ελλάδα έχει νόημα μόνο για όσους κάνουν Track Day.

Εδώ να πούμε και δυο λόγια για την σταθερότητα του πλαισίου σε αυτές τις ταχύτητες, που δεν έχει ανταγωνισμό σε αυτή την κατηγορία μοτοσυκλετών. Όλες οι υπόλοιπες μοτοσυκλέτες αυτού του είδους, από την στιγμή που απέκτησαν κινητήρες άνω των 150 ίππων, ικανούς για ταχύτητες ταξιδιού άνω των 220km/h, άρχισε να εμφανίζονται προβλήματα αστάθειας, λόγω του ακατάλληλου αεροδυναμικά σχήματός του για τέτοιες ταχύτητες. Πλάγιοι άνεμοι, ή βαρυφορτωμένες πλαϊνές βαλίτσες και top-case δημιουργούν εύκολα συνθήκες αστάθειας. Ακόμα και χωρίς βαλίτσες όμως, το μεγάλο ύψος τους και η εξίσου μεγάλη απόσταση του φαίρινγκ από τον εμπρός τροχό, αρκεί για να σπρώξουν περισσότερο αέρα κάτω από την μοτοσυκλέτα, παρά πάνω από αυτή, ανασηκώνοντάς την και τελικά ελαφραίνοντας το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες. Το S1000XR όχι μόνο είναι η εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, αλλά επιπρόσθετα, η σταθερότητά του στους πλάγιους ανέμους με υψηλές ταχύτητες ήταν από τα χαρακτηριστικά που με εντυπωσίασαν περισσότερο κι από τις επιδόσεις του κινητήρα της.

Πολυτελής διαβίωση

Ακούγοντας την τιμή των 16.500 ευρώ δεν σου πέφτουν τα σαγόνια στο πάτωμα, αφού πέρα από 1000 κυβικά και το πρεστίζ της BMW, αγοράζεις 160 ίππους με επιδόσεις superbike και ρυθμιζόμενη απόδοση (Rain 140hp / Road 160hp), cornering ABS τελευταίας γενιάς, traction control, ρυθμιζόμενη ζελατίνα, πλήρες trip master κ.τ.λ. Με άλλα λόγια στο βασικό εξοπλισμό της υπάρχουν όλα όσα χρειάζεσαι. Όμως όταν έχεις βγει για ψώνια κοιτώντας μοτοσυκλέτες που ξεπερνούν τα 15.000 ευρώ, θέλεις να πάρεις περισσότερα από αυτά που χρειάζεσαι. Η μοτοσυκλέτα της δοκιμής είχε έξτρα εξοπλισμό αξίας 3.150 ευρώ! Το πακέτο touring κάνει 1.500 ευρώ και περιλαμβάνει τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις, θερμαινόμενα γκριπ, κεντρικό σταντ, σχάρα και βάσεις για πλαϊνές βαλίτσες, καθώς και εγκατάσταση (βάση/καλωδίωση) για Navigation (όχι όμως το Navi της Garmin). Το παράδοξο είναι ότι το cruise control δεν είναι μέσα στο πακέτο Touring, αλλά στο σπορ πακέτο Dynamic των επιπλέον 1.200 ευρώ, όπου μαζί παίρνετε το quick-shifter (Up/Down) τα Led φλας και το πρόγραμμα Dynamic για την ρύθμιση των ηλεκτρονικών.

 

Το κάθετο led εμπρός φως πορείας με τον αισθητήρα φωτός που ανάβει αυτόματα την μεσαία σκάλα των φώτων όταν σκοτεινιάζει, κάνει 350 ευρώ επιπλέον, ενώ και οι χούφτες χρεώνονται 100 ευρώ. Αξίζουν αυτά τα 3.150 ευρώ του επιπλέον εξοπλισμού που ανεβάζουν την τιμή του S1000XR πάνω από το φράγμα των 20.000 ευρώ; Μμμμ, ναι! Καθαρά προσωπική άποψη θα εκφράσω, αλλά δεν νομίζω να έχει νόημα να αγοράσεις μοτοσυκλέτα πολυτελείας χωρίς εξοπλισμό πολυτελείας. Ειδικά οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις προσφέρουν σταθερότητα ανώτερου επιπέδου από τις συμβατικές και στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην συμπεριφορά της και στη δυνατότητα που δίνουν στον αναβάτη να διαχειριστεί τις εξωφρενικές επιδόσεις του XR. Όμως και τα υπόλοιπα gadgets είναι μέρος της προσωπικότητας της μοτοσυκλέτας. Το quick-shifter για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι στα κατεβάσματα μαγκώνει αν προσπαθήσεις να ρίξεις δυο-τρεις ταχύτητες μαζεμένες, εν τούτοις πολλαπλασιάζει τα σκασίματα της εξάτμισης και βοηθάει την S1000XR να πετύχει αυτόν τον εντυπωσιακό χρόνο των 10" στα 0-400 μέτρα από στάση. Επίσης, εγώ θα πρόσθετα και την έξτρα αφράτη σέλα με την επένδυση alcantara, παρά το γεγονός ότι η στάνταρ σέλα είναι άψογη εργονομικά και πολύ ξεκούραστη στην πολύωρη χρήση.

Όλες αυτές τις μέρες που κυκλοφορούσα με το S1000XR, κανείς δεν με ρώτησε πόσο κάνει, που είναι η συνηθισμένη ερώτηση που κάνουν όλοι όταν θέλουν να σπάσουν τον πάγο και να πιάσουν κουβέντα με έναν άγνωστο στο φανάρι. Αντίθετα, οι περισσότερες ερωτήσεις είχαν σχέση με το αν είναι καλύτερη από Multistrada ή αν πρέπει να το προτιμήσουν από το R1200GS. Ελπίζω διαβάζοντας μέχρι εδώ να έχετε καταλάβει ότι το S1000XR είναι εντελώς διαφορετικό είδος άγριου ζώου. Με το Multi ή το GS θα έχεις μια "συμβατική" μοτοσυκλετιστική ζωή, που ο περισσότερος κόσμος μπορεί να αντέξει για πολλά χρόνια. Το S1000XR είναι ειδική περίπτωση. Βασικά νομίζω ότι βγήκε στην παραγωγή κατά λάθος. Τους ξέφυγε από το εργαστήριο. Αν οι μάνατζερ της BMW πάρουν χαμπάρι ότι οι μηχανικοί τους έφτιαξαν μια πολεμική μηχανή, μάλλον θα διατάξουν την ακύρωση της παραγωγής της. Παρά το μικρότερο φάσμα χρήσης σε σύγκριση με το Multi ή το GS, εγώ θα αγόραζα το S1000XR γιατί δεν νομίζω ότι θα επιτρέπεται σε λίγο καιρό να πωλείται νόμιμα, χωρίς συνταγή γιατρού, ένα τόσο σκληρό διεγερτικό.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

BMW Hellas

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2183

Ύψος (mm):

-

Μεταξόνιο (mm):

1.548

Απόσταση από το έδαφος (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

815-840

Ίχνος (mm):

117

Γωνία κάστερ (˚):

25,5

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

950

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

500

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

900

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

550

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

240kg (χωρίς καύσιμο: 214,3kg)

Πίσω

49,6%

Εμπρός

50,4%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+5,2%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο δύο δοκών

Πλάτος (mm):

940

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/228

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετρακύλινδρος, υγρόψυκτος σε σειρά με 2 ΕΕΚ και4 Κ/Β

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80 Χ 49,7

Χωρητικότητα (cc):

999

Σχέση συμπίεσης:

12:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

160/11.000

Ροπή (kg.m/rpm):

12/9.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

160

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια/ 1,652

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα

 

Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

1η

2,647/11

2α

2,091/14

3η

1,727/16

4η

1,500/19

5η

1,360/21

6η

1,261/22

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,00

8,00

0-100

2,60

41,00

0-150

4,60

112,00

0-200

8,20

292,00

0-250

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

10,00

215,21

0-1.000

19,00

243,02

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

2,20

71,00

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

3,4/51

3,8/58

-

80-120

2,2/62

2,6/74

3,0/85

120-160

2,2/86

2,6/102

3,2/126

160-200

-

3,2/162

3,8/191

200-240

 

 

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,20

49,00

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

1,33

1,42

Πραγματικά

 

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μοχλισμού με ένα αμορτισέρ (προαιρετικά ημί-ενεργητικό)

Διαδρομή (mm):

140 ή 110

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

17Χ6

Ελαστικό:

190/55-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 265mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και cornering ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακό πολυόργανο με αναλογική ένδειξη στροφών και trip-master. Επιλογές προγραμμάτων απόδοσης κινητήρα, cornering ABS

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι Upside-Down (προαιρετικά ημί-ενεργητικό)

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

150 ή 120 /46

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

17X3,5

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνες της Brembo τεσσάρων εμβόλων και cornering ABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

145,6/11.000

Ροπή (kg.m/rpm):

10/9.000

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης:

 

Μέγιστη ισχύς:

 

 

 

1η

 

2α

 

3η

 

4η

 

5η

 

6η

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

6,5

Ελάχιστη

5,2

Μέγιστη

10

Αυτονομία (km):

307

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

20/-