Οδηγούμε την Gilera RSA250 του Marco Simoncelli

Το τέλος μιας εποχής
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/10/2021

Φέτος, στις 23 Οκτωβρίου, έκλεισαν δέκα χρόνια από εκείνη την τραγική στιγμή που ένα τεράστιο ταλένοτ, ο Marco Simoncelli, έχασε την ζωή του σε ένα τραγικό δυστύχημα στην πίστα της Sepang. Μια δεκαετία που οι εξελίξεις στο κορυφαίο άθλημα μοτοσυκλέτες θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικές, αν είχαμε ακόμη κοντά μας αυτή την χαρισματική προσωπικότητα και έναν τόσο σπουδαίο αναβάτη. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την μαύρη επέτειο, δημοσιεύουμε στην σελίδα μας την πλήρη δοκιμή της τελευταίας δίχρονης αγωνιστικής μοτοσυκλέτας του Simoncelli, με την οποία κατέκτησε την κορυφή του κόσμου: το παγκόσμιο πρωτάθλημα στην κατηγορία των GP250!

 

Του Alan Cathcart

Φωτό: Marco Morittu

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από την η μέρα που ο σούπερ ταλαντούχος, Ιταλός αναβάτης των MotoGP, Marco Simoncelli, έφυγε από τη ζωή στα 24 του χρόνια, στις 23 Οκτωβρίου του 2011 κατά την διάρκεια του αγώνα στη Sepang. Στην δεύτερή του κιόλας χρονιά στην κατηγορία με την ομάδα του Fausto Gresini Honda, ο Marco είχε ήδη πετύχει μία pole position στην Catalunya, τον πρώτο τερματισμό στο βάθρο του Brno, ενώ μόλις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχε τερματίσει δεύτερος στο GP της Αυστραλίας. Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν ο μελλοντικός παγκόσμιος πρωταθλητής. Αλλά ο Marco είχε ήδη βρεθεί εκεί, στην πολύ ανταγωνιστική κατηγορία των GP250, όπου το 2008 είχε κατακτήσει τον τίτλο με έξι νίκες και 12 τερματισμούς στο βάθρο μέσα σε 16 αγώνες, με διαφορά 37 βαθμών από τον Alvaro Bautista.

Ο τσαμπουκάς με το μαλλί-αφάνα που πήρε με το σπαθί του τον τίτλο εκείνη την χρονιά, έγινε ο αγαπημένος του κοινού, όχι μόνο στην πατρίδα του την Ιταλία, και όχι μόνο ανάμεσα στους φανατικούς των GP. Μια σημαντική απόδειξη για το ότι ανήκε στην γνήσια ράτσα των αγωνιστών, ήταν το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της (ανεπιτυχούς) προσπάθειάς του να υπερασπιστεί τον τίτλο του το 2009, με δύο αγώνες χωρίς βαθμούς και έναν τραυματισμό στο χέρι, ο Marco δέχθηκε την πρόκληση να τρέξει ως wild card στα WSBK στην Imola, πάνω στη σέλα ενός Aprilia RSV4. Ο τερματισμός του εκεί στην τρίτη θέση, αφού πέρασε τον team mate του Max Biaggi στο εσάκι των πιτς στον τελευταίο γύρο, επιβεβαίωσε την άνεσή του πάνω σε τέτοιες βαριές μοτοσυκλέτες.

Ο Marco ήταν μια τεράστια προσωπικότητα. Σίγουρα το επιθετικό στιλ οδήγησης δεν άρεσε σε όλους, αλλά η τρομερή αίσθηση του χιούμορ που είχε, σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές οδηγικές του ικανότητες και την γενναιότητά του, έκαναν πολύ κόσμο να τον ακολουθεί παγκοσμίως –μετά από μέρα οδήγησης μαζί του στο Mugello προστέθηκα κι εγώ σε αυτούς. Οι αναμνήσεις μου από αυτόν τον απίστευτα καλό, αδύνατο, ψηλό τύπο με το πλούσιο μαλλί και τις απίθανες ικανότητες στην πίστα, προέκυψαν από την δοκιμή της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Gilera RSA250 (της μοτοσυκλέτας του Simoncelli), όπου μοιραζόμουν το box με τον SuperSic.

Παρόλα αυτά, το 2009 θα μείνει στην Ιστορία και ως η χρονιά που είδαμε την εξαφάνιση των GP250, μία κατηγορία που αποτελούσε τον πυρήνα των GP. Για λόγους που είναι περισσότερο πολιτική παρά οτιδήποτε άλλο, το GP της Valencia εκείνο τον Νοέμβριο έζησε τον τελευταίο αγώνα των GP με μοτοσυκλέτες 250cc που έβαλε και το τελευταίο καρφί στο "φέρετρο" της κατηγορίας με τις περισσότερες συγκινήσεις και τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία επιτυχημένων μελλοντικών γενεών νέων ταλέντων, όπως συνέβαινε από την απαρχή της δημιουργίας της το 1949.

Ακόμη και δεν κατάφερε η Aprilia, λόγω των τραυματισμών του Marco στις αρχές της χρονιάς, να εμποδίσει την Honda να κερδίσει τον τελευταίο τίτλο της κατηγορίας το 2009, η εταιρεία κυριάρχησε στα 250GP κερδίζοντας 10 από τους 15 τίτλους αναβατών και πέντε τίτλους κατασκευαστών από τότε που ο Max Biaggi πήρε τον πρώτο από τους τέσσερις τίτλους του, το 1994. Σε αυτούς τις επιτυχίες συμπεριλαμβάνεται και ο μοναδικός τίτλος στα 250cc που πήρε η Gilera, που ανήκει στο Piaggio Group όπως η Aprilia, την παραμονή των 100ων γενεθλίων της, με αναβάτη τον Marco Simoncelli πάνω σε ένα RSA250. Ήταν μια πανομοιότυπη μοτοσυκλέτα με τα εργοστασιακά Aprilia, εκτός από το όνομα στο ρεζερβουάρ και την τρικολόρε βαφή της χορηγού της Gilera, της Metis.

Η ευκαιρία να οδηγήσω με τον Marco και την ομάδα της Aprilia στο Mugello, όσο αυτός έκανε δοκιμές με το RSV για τον επερχόμενο αγώνα στην Imola, μου έδωσε την δυνατότητα να οδηγήσω και το superbike της Aprilia, αλλά και να αποχαιρετήσω την κατηγορία των GP250 πάνω στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Gilera RSA250.

Εντάξει, κάτω από τα πλαστικά ήταν Aprilia, αλλά πάνω του είχε το λογότυπο της Gilera και ως τέτοιο αποτέλεσε κι ένα ορόσημο για μένα. Πίσω στο 1989 είχα αναλάβει το καθήκον της επιστροφής της Gilera στου αγώνες road racing επίσημα, για πρώτη φορά μετά το 1964 όταν κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο στα τετρακύλινδρα 500. Έτρεξα με ένα μονοκύλινδρο που ήταν βασισμένο στο Sturno 500 παραγωγής, με το οποίο κατέκτησα τη νίκη στον πρώτο αγώνα στην Monza. Τώρα η μοτοσυκλέτα είναι έκθεμα στο μουσείο της Piaggio στην Pontedera.

Συνήθως, όταν οδηγούσα ένα 250GP έπρεπε να ρουφήξω την κοιλιά μου και να κρατήσω την ανάσα για να καταφέρω να χωρέσω πάνω του. Γι' αυτό χαιρόμουν όταν οδηγούσα τα δίχρονα αγωνιστικά του Rossi (σ.σ. που είχαν περισσότερο χώρο) και ο SuperSic είχε μπόλικο… Rossi μέσα του, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά του και το εκπληκτικό οδηγικό του στιλ, αλλά και σε ό,τι αφορά τις διαστάσεις, καθώς είχε ύψος 1,83μ. Οπότε το Gilera του ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρο μου, πράγμα που σήμαινε πως μπορούσα να κινούμαι άνετα πάνω του και να κρυφτώ πίσω από την ζελατίνα στην μεγάλη ευθεία του ενός χιλιομέτρου.

Όλα ήταν στην θέση τους κι ένιωθα άνετα, αντανακλώντας όλα αυτά τα χρόνια προσεκτικής εξέλιξης που είχε μετατρέψει την πολυπρωταθλήτρια μοτοσυκλέτα της Aprilia/Gilera σε ένα εργαλείο επιτυχιών.

Τα κλιπόν ήταν αρκετά χαμηλά, προφανώς για να βοηθήσουν τον Marco στις ευθείες, παρόλα αυτά υπήρχε ικανοποιητικός μοχλός και έλεγχος ακόμη και όταν τα χέρια ήταν τυλιγμένα γύρω από το ρεζερβουάρ, με τα μαρσπιέ να είναι πολύ πίσω ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τα μακριά πόδια του Marco.

Το αναλογικό στροφόμετρο και η οθόνη με τις ψηφιακές ενδείξεις, ίδιες με του RSV4, ήταν τα κλασικά όργανα των Aprilia που για την εποχή τους θεωρούνταν τα καλύτερα και τα πιο ευανάγνωστα, με μόλις δύο έξτρα πληροφορίες.

Η μία ήταν η θερμοκρασία του νερού, που διατηρούνταν στους 55-60ºC με θερμοκρασία περιβάλλοντος στους 26ºCμ και η άλλη ήταν το απλό "Νο.5" που υποδείκνυε την ρύθμιση για το traction control των έξι επιπέδων, που όπως μου είπε ο Marco χρησιμοποιούσε πάντα. "Με την ρύθμιση στο 6 ντριφτάρω τον πίσω τροχό μερικές φορές, αλλά οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση επηρεάζει την επιτάχυνση", μου είπε. "Αλλά είναι καλό το σύστημα και δουλεύει".

Είχαν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που είχα οδηγήσει ένα Aprilia 250, το RSW του 2003 με το οποίο είχε πάρει το πρωτάθλημα ο Poggiali και η μεγαλύτερη έκπληξη που μου επεφύλασσε το Gilera ήταν η περίσσια ροπή και η απόδοση στις μεσαίες από τον V-2 90° με τους δύο στροφάλους και τις περιστροφικές βαλβίδες που σχεδίασε ο Gigi Dall’Igna (τότε ήταν ο γκουρού της Aprilia Corse.

Ο κινητήρας ήταν ένα πραγματικό διαμάντι, δυνατός αλλά και με περιθώρια να συγχωρεί, πρόθυμος να ανεβάσει στροφές. Τραβούσε από χαμηλά και είχε δύναμη ψηλά, χάρη στις θυρίδες τύπου "γκιλοτίνα". Από τις 9.000 στροφές και πάνω είχε εξαιρετικό τράβηγμα, με την περισσότερη δύναμη να έρχεται στις 10.000 η οποία παραμένει μέχρι τον κόφτη στις 13.800. Χάρη στον μηχανικό έλεγχο του γκαζιού ο κόφτης μεταφράζεται απλώς σε διακοπή της επιτάχυνσης –όχι κάτι βίαιο όπως το απότομο κόψιμο της ανάφλεξης ή της τροφοδοσίας που μπορεί να "έσπαγε" έναν δίχρονο κινητήρα. Ήταν απλώς ένα γιγαντιαίο ηλεκτρονικό χέρι που απλωνόταν και σου έλεγε πως ήταν μέχρι ΕΔΩ σε ό,τι αφορά τις στροφές του κινητήρα.

Αυτό συνέβαινε λίγες στροφές νωρίτερα απ' ότι στο μηχανάκι του Poggiali, αλλά η επιπλέον ροπή που είχαν καταφέρει να βγάλουν οι μηχανικοί της Aprilia Corse, καθιστούσε ανούσιο το να μειώσουν την ζωή του στροφάλου ανεβάζοντας παραπάνω στροφές , έστω και για να αποφύγουν κάνα δυο αχρείαστες αλλαγές ταχυτήτων μεταξύ των στροφών. Απλώς "γρανάζωναν" κατάλληλα το κιβώτιο τύπου "κασέτας" στο Gilera, έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις γεμάτες μεσαίες του κινητήρα και να πηγαίνει γρηγορότερα με λιγότερες στροφές. Ένα εκπληκτικό μοτέρ.

Η επιτάχυνση ήταν άκρως εντυπωσιακή για τα δεδομένα της κατηγορίας των 250 κι αυτό ήταν το δυνατό χαρτί του Gilera και όχι η έξτρα δύναμη ψηλά που διέθετε συγκριτικά με το Honda του Aoyama. Το να φτάνεις γρηγορότερα στην τελική της μοτοσυκλέτας σου απ' ό,τι οι αντίπαλοί σου, είναι εξίσου σημαντικό με το να είσαι ταχύτερος από αυτούς για να τους νικήσεις.

Ένα βασικό συστατικό γι' αυτό, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ανέβαζε στροφές το Gilera με δευτέρα, τρίτη και τέταρτη σχέση με το συγκεκριμένο γρανάζωμα που το οδήγησα, χρησιμοποιώντας το αγωνιστικό powershifter μόλις άρχιζε να αναβοσβήνει το πράσινο λαμπάκι στις 13.200 (το οποίο γινόταν κόκκινο στις 13.400). Υπήρχε ένα μεγάλο κενό στην πέμπτη, αλλά μετά η έκτη είχε πολύ κοντινό γρανάζωμα (κλασικό, γρήγορο γρανάζωμα για δίχρονα). "Μου αρέσει να κρατάω τον κινητήρα μεταξύ 11.000 και 13.000 στροφών, όπου υπάρχει η περισσότερη δύναμη και επιτάχυνση", είχε πει ο Marco, ενώ προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση ενός "δίχρονου δασκάλου" στα πιτς. "Αλλά ο κινητήρας είναι πολύ ήπιος, θεωρώ. Σου συγχωρεί τα λάθη σου κι εγώ κάνω πολλά"

Δεν έκανε τουλάχιστον τόσα πολλά όσο εγώ, όση ώρα προσπαθούσα να βρω ποια ταχύτητα να χρησιμοποιήσω πού και πότε, αλλά τελικά βρήκα τον τρόπο. Κράτησα μέχρι τις 12.500 την τελευταία σχέση στην μεγάλη ευθεία, ενώ είμαι λιγότερο… αεροδυναμικός από τον Marco ο οποίος ήταν εκτός των δέκα καλύτερων τελικών στο Mugello εκείνη την χρονιά.

Πιέζεις τον εαυτό να μην σκεφτεί καν το φρενάρισμα πριν την ταμπέλα των 150 μέτρων και μετά πιέζεις δυνατά τη μανέτα ενώ κατεβάζεις ταχύτητες με τη μία μέχρι να φτάσεις στην δευτέρα, λίγο πριν στρίψεις στην San Donato κι αρχίσεις να ανεβαίνεις τον ανήφορο. Το ανέβασμα στην συνέχεια των σχέσεων γίνεται απρόσκοπτα, χωρίς να βρίσκεις νεκρές όπως συμβαίνει σε άλλες μοτοσυκλέτες.

Για έναν γύρο είχα παρέα, όταν με πέρασε ο Marco με το RSV4 στο τέλος της ευθείας, στον πρώτο του γύρο με superbike, αλλά φρέναρε πολύ αργά και αναγκάστηκε να ανοίξει την γραμμή του και να ξαναμπεί μπροστά μου. Πλέον μπορούσα να αντιγράψω την τεχνική του στα φρεναρίσματα, αν και πρέπει να ομολογήσω πως με το εκπληκτικό πακέτο της Brembo, έστω και με τους μικρότερους δίσκους των 255mm, μπορούσα να φρενάρω πιο δυνατά, πιο αργά και πιο βαθιά μέσα στην στροφή σε κάθε γύρο.

Αυτά τα αγωνιστικά 250 ήταν το κατάλληλο εργαλείο, με την απόδοσή του να είναι εντός πλαισίων ενός κανονικού αναβάτη, για να εξερευνήσει τα όριά του.

Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που οδήγησα την Aprilia του Poggiali προκειμένου να κάνω απευθείας συγκρίσεις, αλλά το αναβαθμισμένο πακέτο πλαισίου του RSA250 έδειχνε πολύ άμεσο στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων στα τέσσερα εσάκια του Mugello, αλλά παρόλα αυτά ήταν σούπερ σταθερό στις γρήγορες στροφές Savelli και Arabbiata. Πάνω απ' όλα ήταν προβλέψιμο στα φρένα και στις εισόδους των στροφών, ενώ ακόμη και με το παραπάνω βάρος μου σε σύγκριση με του Marco, δεν άνοιξε πουθενά την γραμμή του.

Το Gilera κρατούσε την τροχιά του άψογα, ακόμη και κατά την διάρκεια της επιτάχυνσης από χαμηλές ταχύτητες, καθώς περίμενα ότι το βάρος μου και η δύναμη που συμπίεζαν το αμορτισέρ της Öhlins θα το έκαναν να υποστρέφει. Δεν συνέβη ποτέ. Έστριβε υποδειγματικά στα εσάκια με δευτέρα, χωρίς καμία αίσθηση υπερστροφής, και ούτε είχε ελαστικότητες στα δυνατά φρένα. Το Gilera το ένιωθες απόλυτα ισορροπημένο, παρά την αναλογία 53/47% (εμπρός/πίσω), και δεν σήκωνε τον πίσω τροχό παρά μόνο δυο φορές στο τέλος της ευθείας, καθώς με τον αναβάτη η αναλογία πήγαινε στο 50/50.

Ακόμη και τότε όμως, σου έδινε τα περιθώρια να διορθώσεις, όχι μόνο χάρη στην δύναμη αλλά και στην σωστή εξέλιξη του πλαισίου. Οι αναρτήσεις της Öhlins μετέφεραν πολλή πληροφορία και σε συνδυασμό με την εξαιρετική πρόσφυση από τα ελαστικά της Dunlop, μπορούσες να εμπιστευτείς απόλυτα το Gilera μέσα στην πίστα και να επικεντρωθείς στο γυρολόγιό σου.

Παρά την απόδοσή του που ήταν σημείο αναφοράς για την κατηγορία, ήταν μια μοτοσυκλέτα που αισθανόσουν ασφαλής για να αρχίσεις να πιέζεις ώστε να βρεις τα όριά σου, γνωρίζοντας πως θα κάνει ό,τι του ζητήσεις. Αυτή είναι η τέλεια βόλτα…

Πράγματι, αυτή ήταν η ουσία κάθε δίχρονου αγωνιστικού 205GP, το πώς δηλαδή ήταν εθιστικό να οδηγείς επιθετικά και γρήγορα λες και ήσουν… θυμωμένος. Μόλις αποκτούσες μια λογική εμπειρία οδήγησης σε πίστα και της οδήγησης ενός δίχρονου, μοτοσυκλέτες σαν κι αυτή ήταν οι ιδανικές για να σε κάνουν να νιώσεις ως ο κυρίαρχος του σύμπαντος. Ήταν αρκετά γρήγορη για να σε συναρπάσει χωρίς να σε τρομάξει, η συμπεριφορά της ήταν λες και είχε αυτόματο πιλότο και άλλαζε κατεύθυνση χωρίς να απαιτεί δύναμη ή προσπάθεια, μόνο ικανότητα και συγχρονισμό για να το κάνει σωστά.

Όσο περισσότερο χρόνο πέρναγα με το Gilera τόσο πιο εθιστικό γινόταν, ενώ βελτίωνα την τεχνική μου, καθάριζα τις γραμμές μου, δούλευα πάνω στα σημάδια των φρένων και εκμεταλλευόμουν στο έπακρο το εξαιρετικό Traction control για να ανοίγω το γκάζι περισσότερο και νωρίτερα σε κάθε γύρο. Αυτό συμβαίνει γιατί αισθάνεσαι πως έχεις τον απόλυτο έλεγχο της μοτοσυκλέτας κι όχι αυτή τον δικό σου –όπως συμβαίνει με τις μοτοσυκλέτες των MotoGP- ενώ η σύνδεση μεταξύ δεξιού τροχού και πίσω ελαστικού ήταν πάντα άμεση και ακριβής.

Με δεδομένο ότι θα είχες το νου σου να κρατάς τον κινητήρα στο ωφέλιμο εύρος στροφών και να εκμεταλλεύεσαι το κιβώτιο σωστά, γινόσουν ένα με την μοτοσυκλέτα και δεν καθόσουν απλά πάνω της, ήσουν κομμάτι της.

Πέρα από ένα αντίστοιχα εξιταριστικό αλλά πιο αργό μονοκύλινδο, τετράχρονο, Supermono , δεν ξέρω άλλη μοτοσυκλέτα για μεσαίου μεγέθους αναβάτες που να σε βάζει τόσο πολύ μέσα στην οδήγηση όσο ένα αγωνιστικό 250GP, κι αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τα πιο βαριά Moto2 που τα αντικατέστησαν.

Λυπάμαι που έπρεπε να αποχαιρετήσω τις πιο διασκεδαστικές, πιο απολασυτικές και πιο συναρπαστικές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες (από την πλευρά του αναβάτη), αλλά είναι τιμή και προνόμιο που απέδωσα έναν φόρο τιμής οδηγώντας την Gilera του Simoncelli στα 100α γενέθλια της εταιρείας. Αν ο SuperSic δεν ξεκίναγε την χρονιά με έναν σπασμένο καρπό, θα είχε κατακτήσει τον δεύτερο σερί τίτλο του!

Όταν όμως οδηγούσα στην στα πιτς του Mugello για να μπω στο box της Gilera, συνειδητοποίησα πως αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής –η τελευταία φορά που οδήγησα ένα δίχρονο 250GP. Η μοτοσυκλέτα που έκανα μαζί της 17 γύρους στο Mugello ήταν η Ιστορία σε δύο ρόδες… Κάποιος να μου δώσει ένα χαρτομάντηλο παρακαλώ…

KLIM Aggressor Cool: Το δοκιμάσαμε Βοσνία-Ελλάδα Αυθημερόν!

Μία μπλούζα – 4 χώρες - 1.200 χιλιόμετρα επαρχιακών σε μία μέρα (-3Κ +35Κ)
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

18/7/2019

Ο εξοπλισμός αναβάτη κάνει την διαφορά στο ταξίδι και όχι η μοτοσυκλέτα. Το λέμε χρόνια πως το κράνος, το μπουφάν που δεν σε μαστιγώνει στον αέρα και σου επιτρέπει να αναπνέεις, το παντελόνι, οι μπότες και τα γάντια, είναι εκείνα που θα σου εξασφαλίσουν πως θα φορτώσεις χιλιόμετρα στην μοτοσυκλέτα σου και το βράδυ θα εξερευνήσεις και το μέρος που έφτασες μετά από 15 και βάλε ώρες συνεχούς οδήγησης. Εννοείται πως μπορείς να κάνεις τον γύρο του κόσμου με παπί και ελαφριά περιβολή, δεν θέλουμε να τονίσουμε ως αναγκαίο το παραμικρό. Το μόνο απαραίτητο είναι η θέληση για ταξίδι και περιπέτεια.

Από εκεί και πέρα όταν δοκιμάζουμε εξοπλισμό αναβάτη που πραγματικά δουλεύει πάνω από αυτό που θα περίμενες, τότε υπάρχει είδηση. Ξέρετε ήδη ως αναγνώστες μας, για το ταξίδι αστραπή στην Βοσνία με σκοπό να πάρουμε μέρος στο KTM Adventure Rally, οι λεπτομέρειες του οποίου, όπως και η μεγάλη δοκιμή σε συνεργασία με τον Chris Birch(!) υπάρχουν στο τρέχον τεύχος. Αφανής ήρωας πίσω από όλα αυτά τα χιλιόμετρα, ταξιδιωτικά, χωματερά κτλ, ήταν ο εξοπλισμός αναβάτη της KLIM για τον οποίο θα ακολουθήσει το μεγάλο τεστ των πρώτων 10.000 χιλιομέτρων καβάλα σε μία σειρά από όλα τα νέα Adventure. Μία λεπτομέρεια που δεν θα φανεί στις φωτογραφίες καθώς είναι το πρώτο επίπεδο ρουχισμού, μία σημαντική λεπτομέρεια που συνήθως παραβλέπεται, είναι το μπλουζάκι που φοράμε για ένα τέτοιο ταξίδι.

Ας θέσουμε λίγο τις παραμέτρους του ταξιδιού για να καταλάβουμε τι έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Πρώτη ημέρα Αθήνα – Βελιγράδι αυθημερόν από εθνική οδό, κάνοντας 1.200 χιλιόμετρα με τον υδράργυρο στους 41 βαθμούς. Μετάβαση στην Βοσνία την επόμενη μέρα και για τρεις ημέρες συμμετοχή στο KTM Advcenture Rally. Την πέμπτη ημέρα αναχώρηση στις 3:50 τα ξημερώματα από το χιονοδρομικό κέντρο πάνω από το Σαράγιεβο για άφιξη στο κέντρο της Αθήνας το ίδιο απόγευμα. Η μπλούζα KLIM AGGRESSOR COOL -1.0 πλένεται και στεγνώνει πολύ γρήγορα, όπως εξίσου γρήγορα αποβάλλει τον ιδρώτα μόλις ο αέρας περάσει από τους αεραγωγούς του μπουφάν.

Στην MAKAN TRT η επίδειξη ήταν εντυπωσιακή. Το έβρεχαν και στέγνωνε σε μερικά δευτερόλεπτα απλά με ένα τίναγμα. Αυτό φανταστείτε το να συμβαίνει ενώ το φοράτε. Αντίστοιχα στην MAKAN είχαν όλο το σετ, και το αντίστοιχο με μακρύ μανίκι όμως για αρχή πρέπει κανείς να ταξιδέψει έστω και με την μπλούζα. Να οδηγείς στον καύσωνα χωρίς να είσαι ιδρωμένος, όχι γιατί δεν ιδρώνεις, αλλά γιατί αποβάλλεται άμεσα, είναι μία αίσθηση πρωτόγνωρη.

Ο αθλητισμός έχει να επιδείξει πολλές αντίστοιχες μπλούζες, αυτό που έκανε ξεχωριστό για εμάς το Aggressor Cool είναι πως αφαίρεσε από ένα τέτοιο ταξίδι πολλούς πόντους ταλαιπωρίας και το έκανε λίγο πιο ευχάριστο! Στην εθνική οδό με θερμοκρασία οδοστρώματος πολύ παραπάνω από τους 41ο που είχε ο αέρας, κάθε στάση ακόμη και για τα διόδια, ήταν αποπνικτική σε δευτερόλεπτα. Μόλις ξεκινούσες όμως, ένα πραγματικό “aircondition” φρόντιζε να αναλάβει να σε φορτώσει με ενέργεια και να σε κρατήσει έτσι για όσο η μοτοσυκλέτα κινείται! Είναι απίστευτη η διαφορά σε πραγματική κούραση που μπορεί να αφαιρέσει μία μπλούζα όταν οδηγείς στον καύσωνα! Πριν κουμπώσεις δευτέρα το Aggressor Cool σε έχει κιόλας δροσίσει και φροντίζει να αποβάλει τον ιδρώτα. Θα έπρεπε να μην χρειάζεται να εξηγήσει κανείς το αυτονόητο, αλλά το σωστό ταξίδι στον καύσωνα όπως εξηγούμε κι εδώ, γίνεται όταν είσαι καλυμμένος και προστατεύεσαι από τον ήλιο. Αν τώρα το πρώτο επίπεδο ρουχισμού, είναι μία ειδική μπλούζα που μπορεί να πολλαπλασιάσει την διαπνοή του σώματος, τότε τα πράγματα γίνονται αυτομάτως πολύ πιο εύκολα στην πολύωρη οδήγηση.

Κατά την επιστροφή, ξεκινώντας από την Βοσνιά πριν το ξημέρωμα, με στόχο το Μαυροβούνιο, την Αλβανία και την μισή ηπειρωτική Ελλάδα, το AGGRESSOR COOL -1.0 είχε την μεγαλύτερη δοκιμασία. Στις 04:00 το πρωί, οι συνθήκες στην Βοσνία θυμίζουν Φεβρουάριο στην Ελλάδα.

Τα πάντα τριγύρω καλύπτονται από πάχνη, έχει μία ομίχλη πυκνή σαν σεντόνι και η υγρασία είναι τόση που ποτίζει τα γάντια. Είναι λοιπόν ένας καιρός που κανονικά θα οδηγούσες με τις επενδύσεις σε μπουφάν και παντελόνι, και όχι απλά κλείνοντας τους αεραγωγούς.

Το Aggressor Cool δεν σε ζεσταίνει εκείνη την στιγμή, αν και πραγματικά θα το ήθελες, αλλά αναλαμβάνει να απομονώσει τον κορμό από το ψύχος και το κοκκαλωμένο μπουφάν. Βάζεις στο μυαλό σου πως σε λίγες ώρες θα παρακαλάς να σταματήσει να σε ψήνει ο ήλιος και με δεδομένο πως νιώθεις το κρύο αλλά αυτό τουλάχιστον δεν σε ξετρυπά, έχεις εκείνη την στιγμή το μοναδικό πράγμα που μπορεί να προσαρμοστεί σε ένα τέτοιο τελείως τρελό ταξίδι: Σκοτάδι στην Βοσνία και ήλιο στην Αθήνα, την ίδια ημέρα!

Κάνοντας τα τελευταία πραγματικά άθλια χιλιόμετρα που συνδέουν την Βοσνία με το Μαυροβούνιο, και μπαίνοντας στην ξεκάθαρα πιο «ευρωπαϊκή» χώρα ο καιρός εξακολουθεί να μην θυμίζει καλοκαίρι. Ο ήλιος δεν έχει ακόμη ξεπροβάλλει, αλλά ταυτόχρονα η υγρασία έχει μειωθεί και το ψύχος δεν σου επιτίθεται.

Εδώ υπάρχει ισορροπία πλέον ενώ λίγο αργότερα θα αρχίσει η επίθεση του καύσωνα αυτή την φορά. Στην Αλβανία και μέχρι την επιστροφή στην Αθήνα, το Aggressor Cool κάνει το θαύμα του αναλαμβάνοντας έναν πιο δύσκολο ρόλο από εκείνον που είχε μέρες πριν, κατά την άνοδο από την Αθήνα στην Βοσνία με ολονύκτια στάση στο Βελιγράδι. Εκεί οι δρόμοι ήταν σαν την δική μας εθνική διατηρώντας υψηλή ταχύτητα, τροφοδοτώντας μπόλικο αέρα στους αεραγωγούς. Επίσης η συνολική διάρκεια ταξιδιού ήταν πολύ μικρότερη.

Τώρα όμως οι δρόμοι είναι στενοί και επικίνδυνοι, η κίνηση είναι αυξημένη και η μέση ωριαία πολύ μικρότερη. Ο χρόνος ταξιδιού είναι πολύ μεγαλύτερος, σχεδόν στο διπλάσιο αγγίζοντας τις 15 ώρες συνολικά, και για τις πρώτες ώρες οι συνθήκες είναι ξεκάθαρα φθινοπωρινές πριν γίνουν απόλυτα καλοκαιρινές. Δεν φανταζόμουν πως μία μπλούζα μπορεί να κάνει την διαφορά απέναντι σε μία τέτοια δοκιμασία, ούτε φυσικά πως μπορείς άνετα, να ξετρυπήσεις τέσσερις χώρες οδηγώντας συνεχόμενα. Όπως λέμε και στο τεύχος το ταξίδι και όχι ο προορισμός είναι αυτό που μετρά και το ταξίδι πρέπει να το απολαμβάνεις. Υπάρχουν όμως και οι φορές που είναι αναγκαίο να φορτώσεις χιλιόμετρα σε μία ημέρα και να μην προλαβαίνεις να αφομοιώνεις τα μέρη που περνάς, όπως το ραντεβού στις Ημέρες Μοτοσυκλέτας και στο περίπτερο του ΜΟΤΟ που είχαμε εμείς, φτάνοντας απευθείας από την Βοσνία και το Rally. Μία ημέρα γεμάτη χιλιόμετρα που έγινε λίγο πιο ξεκούραστη με τον σωστό εξοπλισμό. Το KLIM AGGRESSOR COOL -1.0 ήταν ο αφανής ήρωας αυτού του ταξιδιού!

 

με τον Chris Birch, την Laia Sanz και τον διευθυντή Off-Road της KTM κ.Sauer Joachim. Αφανής ήρωας τo AGGRESSOR COOL -1.0 της KLIM!

 

Ετικέτες