SUZUKI GSX-S 1000F 2017-2018

Μοτοσυκλέτα Bazooka!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/12/2018

Η έκδοση F της GSX-S 1000 είναι μια μοτοσυκλέτα με ιδιόρρυθμη προσωπικότητα. Θα μπορούσες να πεις πως πρόκειται για μια κλασσική sport touring, όμως τόσο η εμφάνισή της, όσο και οι δυνατότητές της την απομακρύνουν από τα στερεότυπα αυτής της συντηριτικής κατά τα άλλα κατηγορίας μοτοσυκλετών. Σε αυτό το τεστ που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 567 του ΜΟΤΟ, κάνουμε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε τις προθέσεις της Suzuki και να δούμε σε ποιο είδος αναβάτη απευθύνεται πραγματικά η GSX-S 1000F:  

Παρά το γεγονός ότι είχαμε ήδη οδηγήσει τη γυμνή GSX-S 1000 και γνωρίζαμε τις δυνατότητες αυτή της μοτοσυκλέτας, η προσθήκη του ολόσωμου φαίρινγκ έχει δώσει άλλη διάσταση στην προσωπικότητά της. Τώρα πλέον το μπαζούκα της Suzuki έχει διηπειρωτικό βεληνεκές

Οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πεθάνει. Αυτό γράφουμε και ξαναγράφουμε κάθε φορά που κάνουμε τεστ ένα Tracer 900, ένα BMW S1000XR, ένα Multistrada ή ακόμα και κάποια mega on-off με περισσότερα από 100 άλογα, αφού προσφέρουν αντίστοιχες επιδόσεις, περισσότερους χώρους για δύο άτομα και μια όρθια θέση οδήγησης με πανοραμική θέα. Όμως η GSX-S 1000F δεν είναι ακριβώς sport-touring όπως εκφράζει την έννοια ένα Honda VFR 800F ή ένα BMW R 1200 RS. Η Suzuki έχει βάλει μέσα στο τσουκάλι πολλά υλικά από το GSX-R 1000 και Hayabusa, μαζί με μπαχαρικά από τα Ευρωπαϊκά streetfighter, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο πιάτο, αλλά με γεύσεις που είναι οικίες και γνώριμες. Στην πραγματικότητα, η GSX-S 1000F δεν έχει καμία διαφορά στα μηχανικά μέρη από την γυμνή  GSX-S 1000 που είχαμε κάνει τεστ πέρσι τέτοια εποχή. Ούτε καν η θέση οδήγησης δεν διαφέρει, αφού και η F διαθέτει το fat bar τιμόνι της Renthal και δεν έχει αντικατασταθεί από κάποιου είδους κλιπ-ον. Όμως ήδη πριν καβαλήσεις την σέλα της F, έχεις δημιουργήσει υποσυνείδητα διαφορετική ψυχολογία και διάθεση στον τρόπο που την προσεγγίζεις. Με το γυμνό GSX-S 1000 είσαι “αγριεμένος” από την αρχή και περιμένεις από την μοτοσυκλέτα να είναι αντίστοιχα άγρια, ατίθαση και βάρβαρη, όπως αρμόζει σε ένα μεγάλο τετρακύλινδρο streetfighter που διαφημίζει ότι έχει κινητήρα από GSX-R 1000 K5. Την έκδοση F την προσεγγίζεις με ηρεμία και εγκράτεια, θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα και χαμηλές προσδοκίες σε ότι αφορά την σπορ πλευρά της και περιμένεις να απευθύνεται σε ένα πιο συντηρητικό κοινό, με τονισμένα τα touring χαρακτηριστικά και πολύ λιγότερο τα sport. Όμως όλα αυτά αλλάζουν μόλις γυρίσεις το κλειδί και πατήσεις το κουμπί της μίζας.

Βαρβατίλα!

Αν είσαι λάτρης των τετρακύλινδρων, θα ανατριχιάσεις από τον ήχο της εξάτμισης και το “βαθύ” ρούφηγμα του αέρα μέσα στο φιλτροκούτι  κάθε φορά που ανοίγεις το γκάζι. Ακόμα όμως κι αν είσαι από εκείνους που πιστεύουν ότι τα ιαπωνικά τετρακύλινδρα κάνουν σαν ηλεκτρικές σκούπες αν δεν τους βάλεις ελεύθερη εξάτμιση, θα αναθεωρήσεις τις δογματικές απόψεις σου από το πρώτο δευτερόλεπτο. Συνήθως απορούμε πως η Ducati καταφέρνει και παίρνει έγκριση τύπου με την φασαρία που κάνουν οι μοτοσυκλέτες της, όμως τούτη εδώ η Suzuki μας κάνει για πρώτη φορά να αναρωτηθούμε, μήπως και οι Ιάπωνες λάδωσαν τους υπαλλήλους της ΕΕ για να περάσουν προδιαγραφές Euro 4 με τόσο δυνατό ήχο που έχει η εξάτμιση της GSX-S 1000F. Πραγματικά ακούγεται σαν Hayabusa με ελεύθερη Yoshimura! Και δεν είναι μόνο η ένταση, είναι και η χροιά του ήχου που σε ανατριχιάζει και προκαλεί ανεξέλεγκτη παραγωγή τεστοστερόνης στο σώμα σου. Αγριεύει το μάτι σου πάνω στην σέλα και ενώ η πρόθεσή σου πριν την καβαλήσεις ήταν να κάνεις μια ήρεμη βόλτα, τώρα αισθάνεσαι σαν να έχεις βγάλει βόλτα ένα οξύθυμο ροτβάιλερ, που αν δεν προσέξεις είναι έτοιμο να κατασπαράξει το κανίς της γειτόνισσας με μια δαγκωνιά.

Χάρη στο φαρδύ τιμόνι, η GSX-S 1000F δείχνει πολύ ανάλαφρη στα χέρια σου μέσα στην πόλη. Στην γυμνή έκδοσή της το περιμένεις και δεν εντυπωσιάζεσαι τόσο, όμως στην F με το ολόσωμο φαίρινγκ να προσθέτει μεγαλύτερο οπτικό όγκο, η αντίθεση μεταξύ εικόνας και αίσθησης είναι πολύ μεγάλη. Συνήθως οι streetfighter που έχουν πλαίσιο απευθείας από superbike δεν είναι ιδιαίτερα ευέλικτες μέσα στην πόλη, λόγω του περιορισμένου κοψίματος του τιμονιού δεξιά-αριστερά και της προσθήκης του πιο φαρδιού τιμονιού που βρίσκει στους καθρέφτες των αυτοκινήτων. Όμως  στην περίπτωση της GSX-S 1000F δεν αντιμετωπίζεις ιδιαίτερο πρόβλημα να χωθείς ανάμεσα στα αυτοκίνητα και να αλλάξεις λωρίδα διέλευσης. Σε αυτό βοηθάει πολύ το κοντό τελικό της εξάτμισης που μειώνει τον όγκο του πίσω μέρους της μοτοσυκλέτας. Γενικά έχεις την αίσθηση ότι αν περάσει το τιμόνι, τότε περνάει και η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα και στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς συμβαίνει. Με τον “παράνομο” ήχο της εξάτμισης, τον βρυχηθμό του αέρα στο φιλτροκούτι και την ευελιξία της GSX-S 1000F μέσα στην κίνηση, πραγματικά αισθάνεσαι σαν μπράβος την νύχτας που ψάχνει για φασαρίες!

Η θέση οδήγησης είναι μεν πιο χαλαρή από του GSX-R 1000 ή της Hayabusa, όμως έχει ένα δυναμισμό η εργονομία της και δίνει μια ελαφριά επιθετική στάση στο σώμα. Έτσι και ο έλεγχος είναι πολύ καλός και η άνεση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και η ψυχολογία σου διατηρείται σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις εμπρός και πίσω που δίνουν την δυνατότητα να βρεις εύκολα την χρυσή τομή ανάμεσα στην άνεση για τις λακκούβες της πόλης και την σταθερότητα που απαιτείται για τις άμεσες αλλαγές πορείας, τα απότομα φρεναρίσματα και τις βίαιες επιταχύνσεις ανάμεσα στα φανάρια. Αν έψαχνες ένα Hayabusa για να το οδηγάς μέσα στην πόλη, μόλις το βρήκες.

Μόνο αυτό μπορεί

Αν έπρεπε να κυνηγήσω ένα BMW S1000XR σε ελληνικούς επαρχιακούς δρόμους, το GSX-S1000F θα διάλεγα. Με εξαίρεση τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης που φοράει και είναι υπερβολικά τουριστικής φιλοσοφίας για τις δυνατότητές της, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία πάνω στην GSX-S 1000F την κάνουν απίστευτα γρήγορη και αποτελεσματική στους δρόμους αυτής της χώρας. Ο κινητήρας σύμφωνα με την Suzuki βασίζεται στο GSX-R 1000 του 2005 που είχε την μεγάλη διαδρομή εμβόλου και όχι στις επόμενες γενιές με την μικρότερη διαδρομή και την έμφαση της απόδοσης μόνο στις υψηλές στροφές που είναι το ζητούμενο σε μια πίστα. Όποιος είχε ένα Κ5, νομίζω ακόμα και σήμερα θα θυμάται πόσο άμεση απόκριση στο γκάζι είχε στις μεσαίες στροφές σε σύγκριση με τα υπόλοιπα τετρακύλινδρα superbike και πόσο εύκολα γλιστρούσε ο πίσω τροχός. Στο GSX-S 1000F αυτή η πρωτόγνωρη αμεσότητα για τετρακύλινδρο κινητήρα στις χαμηλές και μεσαίες στροφές έχει επιστρέψει, όμως χάρη στον semi ride by wire ψεκασμό και το πολύ καλά ρυθμισμένο traction control, είναι πλέον απόλυτα καλοδεχούμενη. Η μοτοσυκλέτα πετάγεται αμέσως εμπρός μόλις ανοίξεις το γκάζι, όμως αντί να ακολουθεί ένα ανεξέλεγκτο σπινάρισμα του πίσω τροχού, έχουμε μια ομαλότατη μεγάλης διάρκειας επιτάχυνση με τον γνώριμο “ελαστικό” τρόπο των τετρακύλινδρων. Παρά τα μέτριας πρόσφυσης τουριστικά ελαστικά, το traction control δουλεύει θαυμάσια, με πολύ προοδευτική επέμβαση και χωρίς να σου σπάει τα νεύρα όταν περνάς πάνω από ανωμαλίες. Τις περισσότερες φορές η επέμβασή του περνάει εντελώς απαρατήρητη από τον αναβάτη. Ρυθμίζεται εύκολα σε δύο θέσεις ευαισθησίας και φυσικά απενεργοποιείται πλήρως. Πολύ θα ήθελα να δω πως θα δουλεύει με ελαστικά υψηλότερης πρόσφυσης, διότι έχω την εντύπωση ότι είναι το καλύτερο traction control που έχω οδηγήσει σε ελληνικούς δρόμους. Τα εμπρός φρένα της Brembo είναι τεράστια αναβάθμιση σε σύγκριση με οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα του πρόσφατου παρελθόντος είχε στο λογότυπό της τα γράμματα GSX-R, όμως για κάποιο λόγο η Suzuki έχει αφαιρέσει το αρχικό δάγκωμα που συναντάμε στα Brembo που έχουν οι ευρωπαϊκές μοτοσυκλέτες. Προφανώς ήθελαν πιο ήπια συμπεριφορά που να μην τρομάζει το συντηρητικό κοινό των sport touring μοτοσυκλετών, όμως το GSX-S 1000F είναι πραγματικά μια γνήσια σπορ μοτοσυκλέτα και δεν έχει καμία σχέση με τα Bandit 1200F. Άλλωστε το στήσιμο του πλαισίου στα πρότυπα των GSX-R (με την άριστη κατανομή 50% εμπρός, 50% πίσω) και η παράδοση της Suzuki να φτιάχνει σπορ μοτοσυκλέτες που οδηγούνται εύκολα ανεξάρτητα από το επίπεδο του αναβάτη, προσδίδουν στο GSX-S 1000F άλλου επιπέδου δυνατότητες.   

Open roads with mind control

Μια sport touring θα πρέπει φυσικά να δικαιολογεί και το δεύτερο συνθετικό του χαρακτηρισμού της, δηλαδή την τουριστική χρήση. Το ολόσωμο φαίρινγκ στην περίπτωση της GSX-S1000F είναι εκεί για να προσφέρει σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες και να εξομαλύνει τη ροή του αέρα, ώστε η διατήρηση των υψηλών ταχυτήτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα να μην κουράζει τον αναβάτη. Αυτή είναι η διαφορά της S από την γυμνή αδερφή της στις εθνικές οδούς και δεν μπαίνει στα χωράφια της Hayabusa που προσφέρει υπερηχητικά ταξίδια από την μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη. Οι ρεαλιστικές ταχύτητες ταξιδιού με την GSX-S1000F είναι μεταξύ 180-220km/h. Οτιδήποτε πάνω από αυτό θα σε κουράσει σωματικά και οτιδήποτε κάτω από αυτό… είναι βαρετό! Παρά το ψηλό και φαρδύ τιμόνι, η θέση οδήγησης έχει τα κλασικά χαρακτηριστικά των GSX-R, με τα μαρσπιέ αρκετά ψηλά και εμπρός τοποθετημένα. Στην σπορ οδήγηση σε δρόμους με πολλές στροφές βολεύει πάρα πολύ, όμως στους ανοιχτούς δρόμους όπου το σώμα δεν μετακινείται από την σέλα, θα βολέψει αναβάτες με ύψος έως το 1,80, ενώ οι πιο ψηλοί θα νιώσουν κάπως στριμωγμένοι από την μέση και κάτω. Επίσης η θορυβώδης εξάτμιση με τον βαρύ και μπάσο ήχο της, γίνεται κάπως κουραστική όσο περνάνε οι ώρες. Όπως είπαμε ήδη, ο σχεδιασμός του φαίρινγκ δεν είναι προσανατολισμένος στην προστασία από την πίεση του αέρα στις πολύ υψηλές ταχύτητες ή από το κρύο και την βροχή. Η ζελατίνα είναι μικρή και χαμηλή και σκοπός της είναι η ομαλοποίηση της ροής, ενώ το φαίρινγκ δουλεύει με σκοπό την σταθερότητα της μοτοσυκλέτας, αποτρέποντας τον αέρα να ανασηκώσει την μοτοσυκλέτα και να αποφορτίσει τον εμπρός τροχό, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες “τύπου on-off” τουριστικές μοτοσυκλέτες. Ο συνεπιβάτης κάθεται αρκετά άνετα πίσω σου, όμως το μήκος και το πλάτος της σέλας του είναι περιορισμένο και θα έχει δίκιο αν αρχίσει να διαμαρτύρεται προς το τέλος ενός μακρινού ταξιδιού. Γενικά η GSX-S 1000F είναι μια μεσαίων αποστάσεων τουριστική μοτοσυκλέτα (250-350km), με ιδιαίτερη προτίμηση σε δρόμους με στροφές και όχι τόσο σε απέραντες ευθείες. Άλλωστε το μικρό ρεζερβουάρ των 17 λίτρων περιορίζει την πραγματική αυτονομία περίπου στα 200 χιλιόμετρα.

Για ώριμα παιδιά

Ο κλασικός πελάτης μιας sport touring ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας, με κατασταλαγμένη και ώριμη σκέψη για το τι ακριβώς χρειάζεται από μια μεγάλη μοτοσυκλέτα δρόμου. Η Suzuki έχει ήδη το Bandit 1200S για όσους αναζητούν άνεση και bulletproof αξιοπιστία και την Hayabusa για όσους θέλουν να διασχίζουν τις εθνικές οδούς με την ταχύτητα του φωτός. Η GSX-S 1000F προσπαθεί να δώσει τη λύση σε όσους νιώθουν πολύ νέοι για να οδηγούν Bandit 1200, αλλά και αρκετά ώριμοι για να ξέρουν ότι η Ηayabusa δεν είναι ό,τι καλύτερο για να κυκλοφορείς στην πόλη ή ό,τι πιο ελαφρύ και ευέλικτο για να οδηγείς στους στενούς και γλιστερούς επαρχιακούς δρόμους. Υπάρχει το κοινό που ψάχνει η GSX-S 1000F στην Ελλάδα; Λογικά ναι, υπάρχουν πολλοί που θα απολαύσουν την GSX-S 1000F πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη sport-touring. Ειδικά με την τιμή των 14.395 ευρώ, δεν βρίσκεις άλλη μοτοσυκλέτα που να συγκρίνεται μαζί της σε επιδόσεις, τεχνολογία, εξοπλισμό και ποιότητα κατασκευής. Πολλή μοτοσυκλέτα για τα λεφτά της η GSX-S1000F…

 

 

Οι ακτινικές δαγκάνες της Brembo είναι μεγάλη αναβάθμιση για την οικογένεια των GSX κι ας μην έχουν το χαρακτηριστικό δάγκωμα

Η γνώριμη “οργανική” αισθητική των φαίρινγκ της Suzuki είναι love it or hate it…

Κινητήρας long stroke από GSX-R K5 αλλά με νέα τροφοδοσία και εκλεπτυσμένα ηλεκτρονικά

Ο ήχος της εξάτμισης “σβήνει” τις street legal εξατμίσεις της Yoshimura! Το μικρό μήκος της βοηθάει και στην ευελιξία της GSX-S 1000F μέσα στην πόλη

Άνετη η σέλα για δύο άτομα αν μιλάμε για εκδρομές μικρών και μεσαίων αποστάσεων

Πολύ εύκολος και κατανοητός ο χειρισμός των ηλεκτρονικών χάρη στους νέους διακόπτες

Αυτά τα όργανα είναι universal σε όλα τα νέα μοντέλα της Suzuki, όμως έχουν ΟΛΕΣ τις ενδείξεις που στις BMW πληρώνεις έξτρα

Η ποιότητα αυτής της μοτοσυκλέτας είναι απίστευτη για τα λεφτά που κάνει

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                                          SuzukiGSX-S 1000F

                Σφακιανάκης ΑΕΒΕ        

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος

2.115mm

Ύψος

1.080mm

Μεταξόνιο

1.460mm

Απόσταση από το έδαφος

140mm

Ύψος σέλας

815mm

Ίχνος

100mm

Γωνία κάστερ

25o

Απόσταση σέλας - τιμονιού

750mm

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ

480mm

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού

890mm

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ

460mm

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

213kg

(χωρίς καύσιμο:197,7 kg)

Πίσω

49,7%

Εμπρός

50,3%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

-1,8%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο, περιμετρικό

Πλάτος (mm):

795

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

- / 210

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τετρακύλινδρος εν σειρά υγρόψυκτος, 2 ΕΕΚ, 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

73,4x59,0

Χωρητικότητα (cc):

999

Σχέση συμπίεσης:

12,2:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

-

Ροπή (kg.m/rpm):

-

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

-

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός SDTV (Suzuki Dual Throttle Valve)

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, με ντίζα,

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / 1.553

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2.588

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1

6

0-100

2,6

45

0-150

5

131

0-200

9,8

331

 

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

Κm/h

0-400

10,2

210,46

0-1.000

19,6

242

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

2,8

86

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

-

3,4/56

-

80-120

-

2,8/79

3,0/84

120-160

-

3,4/133

3,4/133

160-200

-

3,6/180

3,6/180

 

-

-

-

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,4

53

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

-

Πραγματικά

1,35

1,44

 

 

 

 

         

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ με μοχλικό

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

απόσβεση  επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ελαστικό:

190/50-ZR17

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος με δαγκάνα μονού εμβόλου και ABS της Bosch

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακό ταχύμετρο και στροφόμετρο, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ρολόι, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων / χαμηλή πίεση λαδιού / υψηλή θερμοκρασία ψυκτικού / διαγνωστικό κινητήρα, πλαϊνό σταντ, ABS, ρυθμιζόμενο traction control

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή / Διάμετρος (mm):

- / -

Ρυθμίσεις:

Πλήρως ρυθμιζόμενο

ΤΡΟΧΟΣ

Ελαστικό:

120/70-ZR17

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320 με ακτινικές τετραπίστονες Brembo και ABS της Bosch

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

7,9

Ελάχιστη

7,4

Μέγιστη

11

Αυτονομία:

190

Αυτονομία ρεζέρβας:

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

17 / -

   

 

 

     ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

 

Ισχύς(HP/rpm): 146,4

Ροπή(kg.m/rpm): 10,7          

 

Δοκιμή Custom Honda CB400SF Version R by Takis Dovletis: Ελληνική & ξεχωριστή!

Έρωτας με την πρώτη ματιά
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

28/8/2019

Το πράσινο custom CB400SF του Τάκη Ντοβλέτη, το είχαμε παρουσιάσει για πρώτη φορά στο τεύχος 567 του ΜΟΤΟ, όταν πραγματοποιήσαμε την μεγαλύτερη -test ride- συγκέντρωση custom μοτοσυκλετών. Ήταν μία από εκείνες που ξεχώρισαν ανάμεσα σε διακόσιες άλλες μοτοσυκλέτες όχι μόνο με τις προσεγμένες λεπτομέρειες και την δουλειά που επιμελώς έκρυβε, αλλά και με την οδηγική της συμπεριφορά. Έκτοτε στο περιοδικό πραγματοποιούμε δοκιμές επιλεγμένων custom μοτοσυκλετών και φυσικά η CB400SF δεν θα μπορούσε να απουσιάζει. Θέλαμε να την οδηγήσουμε περισσότερο από την "Gymkhana" δοκιμή για το τεύχος 567, να περάσουμε περισσότερο χρόνο μαζί της για μία ξεχωριστή παρουσίαση, όπως το ΜΟΤΟ ξέρει και κάνει – οδηγώντας δηλαδή. Πίσω όμως απ’ τη δημιουργία της κρύβεται και μια άλλη ιστορία, η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Τάκη και του Άκη (του ιδιοκτήτη), που πέρασαν ατελείωτες ώρες μέχρι να φτάσουν στο ιδανικό αποτέλεσμα. 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ τεύχος 593, τον Απρίλιο 2019 και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

Έρωτας με την πρώτη ματιά

Ορισμένα custom τα ερωτεύεσαι απ’ την πρώτη στιγμή που θα πέσει το βλέμμα σου πάνω τους. Το συγκεκριμένο CB400 είναι μία τέτοια περίπτωση

Αυτό ακριβώς έπαθε κι ο Άκης Καραθανάσης (ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου custom CB400SF) όταν είδε τον Παναγιώτη Ντοβλέτη (τον custom builder) στο δρόμο, όπου είχε βγει για να δοκιμάσει ένα άλλο custom CB400SF που ετοίμαζε για έναν φίλο του. Η ιστορία για την γνωριμία τους αλλά και την φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους λόγω της αγάπης τους στις μοτοσυκλέτες και το customizing είναι γνωστή σε σας απ’ το τεύχος 567, όπου είχαμε την σύντομη παρουσίαση των δημιουργημάτων του Παναγιώτη καθώς και άλλων 20 εξίσου ξεχωριστών, ελληνικών custom.

Κατά παραγγελίαν

Ο Άκης, έχοντας πάθει παράκρουση με τη δουλειά του Παναγιώτη, τον σταμάτησε εκείνη τη μέρα και του έκανε την πιο κοινή ερώτηση… “φίλε το πουλάς"; Σε αντίθεση με την κλασική περίπτωση, που μόλις ο ερωτών λάβει αρνητική απάντηση συνεχίζει τις πιέσεις λέγοντας διάφορες ατάκες, ο Άκης αποφάσισε μονομιάς να τον εμπιστευτεί για να του φτιάξει ένα αντίστοιχο, έχοντας όμως τις δικές του πινελιές. Έτσι, αγοράστηκε ένα Honda CB400 SF Version R του 1995 στα 1.000€, με 50.000 χιλιόμετρα στο κοντέρ του, ώστε να γίνει ο καμβάς που θα φιλοξενούσε το έργο τέχνης. Αρχικά, το project ξεκίνησε με την συντήρηση του κινητήρα όπου λύθηκε ολόκληρος, αφού ο Παναγιώτης ήθελε να είναι απόλυτα σίγουρος για την άρτια λειτουργία του και θεωρεί απαραίτητη την ανακατασκευή σαν διαδικασία σε όλα τα custom που βασίζονται σε μεταχειρισμένες μοτοσυκλέτες. Παράλληλα, το βάψιμο του μπλοκ και των κάρτερ έγινε με χρώμα υψηλής αντοχής στη θερμοκρασία και αποφεύχθηκε η ηλεκτροστατική βαφή, για να μην μεταβληθούν αρνητικά οι θερμοαπαγωγικές ικανότητές τους. Στα καρμπυρατέρ έγινε η απαιτούμενη συντήρηση, ενώ αλλάχθηκαν τα ζιγκλέρ με μικρότερα και το φιλτροκούτι έδωσε τη θέση του σε τέσσερις χοάνες.

Οι νέοι λαιμοί της εξάτμισης περνάνε πιο κοντά απ' τον κινητήρα με αποτέλεσμα να κρύβουν πλήρως την μπαταρία πίσω απ' το ψαλίδι

 

Αρχικά το σύστημα εξαγωγής ήταν τέσσερα σε ένα, με ανοξείδωτο τελικό αμερικάνικης προέλευσης, όμως τώρα έχει αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου με ένα νέο σύστημα με δύο τελικά. Ο Παναγιώτης αγόρασε ανοξείδωτους καμπυλωτούς σωλήνες κλίσης 45 μοιρών με μικρότερη διάμετρο κατά 2mm, ούτως ώστε με την προσθήκη του δεύτερου τελικού να διατηρηθεί η απαιτούμενη ταχύτητα ροής καυσαερίων. Κόβοντάς τους με συγκεκριμένο τρόπο τους έδωσε την ζητούμενη μορφή και οι αλουμινένιοι κολιέδες είναι αντίστοιχα σχεδιασμένοι και κατασκευασμένοι απ’ τον ίδιο.

Το αποτέλεσμα μπορεί να χάνει λίγο απ’ το μαγικό ήχο που παρήγαγε, όμως η συμμετρία που χαρακτηρίζει το σύνολο καλύπτει το μικρό κενό του ακουστικού ερεθίσματος, με την χορταστική στα μάτια εμφάνιση. Στον τομέα των επιδόσεων του κινητήρα δεν έχουν γίνει προσπάθειες για την βελτίωσή τους, καθώς δεν ήταν στη λίστα των προϋποθέσεων. Έτσι με το νέο σύστημα εξαγωγής, οι ρυθμίσεις των καρμπυρατέρ περιορίστηκαν στη σωστή λειτουργία του συνόλου, όπου το ρελαντί του παραμένει σταθερό ενώ η επιτάχυνση πραγματοποιείται χωρίς κομπιάσματα.

Θυμηθείτε την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε η CB400SF Version R του Παναγιώτη Ντοβλέτη στο Test Ride ελληνικών Custom μοτοσυκλετών

Το ψυγείο συντηρήθηκε επιμελώς και βάφτηκε, ενώ το δοχείο υπερχείλισης έδωσε τη θέση του σε ένα καινούργιο της ίδιας χωρητικότητας αλλά διαφορετικού σχήματος. Σκοπός ήταν να μεταφερθεί μπροστά απ’ τη σέλα και κάτω απ’ το ρεζερβουάρ ώστε να αδειάσει τελείως ο χώρος κάτω απ’ το υποπλαίσιο, προσφέροντας μια μινιμαλιστική εικόνα. Για τον ίδιο λόγο η μπαταρία άλλαξε θέση και πλέον βρίσκεται κάτω απ’ το ψαλίδι μέσα σε μια βάση που βιδώνει στα σημεία που έδενε κάποτε το διπλό σταντ. Μια εξαιρετική αλλά και έξυπνη λύση αφού εξαφανίζεται πλήρως απ’ το οπτικό πεδίο, λόγω της νέας εξάτμισης που την καλύπτει.

Όσα κρύβει το ρεζερβουάρ

Η λιτή σχεδίαση μπορεί να παραπλανήσει τον παρατηρητή και να πιστέψει πως η δημιουργία του έγινε σχετικά εύκολα, όμως κάτι τέτοιο απέχει έτη φωτός απ’ την πραγματικότητα. Η επιθυμία του Άκη να αντικατασταθεί το εργοστασιακό ρεζερβουάρ με αυτό του CB750K του ’79 χωρίς τη μετατροπή του πλαισίου, έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Το χρώμα του ρεζερβουάρ αφαιρέθηκε κι έπειτα μπήκε στο χειρουργικό τραπέζι για να ξεκινήσουν οι τροποποιήσεις.

Αρχικά, κόπηκε το κάτω τμήμα του με σκοπό να δημιουργηθεί από λαμαρίνα πάχους 0,8mm μια νέα κάτοψη, όπου παρέχει τον απαραίτητο χώρο ώστε να φιλοξενηθεί το δοχείο υπερχείλισης και το τούνελ του να έχει την κατάλληλη διαδρομή όπως ορίζεται απ’ τη δοκό του πλαισίου. Μπροστά δημιουργήθηκαν νέες βάσεις στο ρεζερβουάρ ώστε να εφαρμόζει στα σημεία έδρασης του πλαισίου, ενώ πίσω έγινε το αντίστροφο. Η συγκόλληση της κάτοψης με το εξωτερικό περίβλημα του ρεζερβουάρ έγινε με ηλεκτροκόλληση TIG και αφού ελέγχθηκε πως εφαρμόζει σωστά με το πλαίσιο, καθαρίστηκε με οξύ.

Μετά, πήγε για γαλβάνισμα και το επόμενο βήμα πριν το βάψιμο ήταν η πλαστικοποίησή του ώστε να προφυλάσσεται 100% απ’ τις αλλοιώσεις που θα ίσως προκαλούσε η βενζίνη. Το τελικό στάδιο ήταν η επιλογή του χρώματος και το πράσινο απ’ τον κατάλογο της Landrover αποδείχτηκε μια καλόγουστη επιλογή του Άκη, αφού συνδυάζεται υπέροχα με το καφέ της σέλας και το χρυσό των καλαμιών. Όμως, η βάση του χρώματος έχει αλλαχθεί απ’ τον φανοποιό ώστε να αναδεικνύεται περισσότερο η πέρλα του, ενώ ένα αντιχαρακτικό βερνίκι αναλαμβάνει το τελικό φινίρισμα και την προφύλαξή του.

Το πίσω μέρος του πλαισίου ήταν αυτό που δέχτηκε τις περισσότερες τροποποιήσεις, καθώς φτιάχτηκε μια νέα ενίσχυση γι’ αυτό, που πλέον είναι επίπεδη στο ύψος των σωλήνων, ούτως ώστε η πολυεστερική βάση της σέλας να είναι ευθύγραμμη στο μεγαλύτερο μέρος της. Απ’ τις βάσεις των αμορτισέρ και πίσω κόπηκε και τοποθετήθηκε ένα νέο τμήμα ώστε να μικρύνει σε διαστάσεις και να αλλάξει δραστικά η εμφάνιση, ενώ πίσω απ’ αυτές κατασκευάστηκαν και οι βάσεις για τα φλας. Ο ατσάλινος σωλήνας που ενώνει το πλαίσιο απέκτησε τις καμπύλες του σε κουρμπαδόρο και κόπηκε ώστε να μπει χωνευτά το πίσω φανάρι. Για τη δημιουργία του ελάχιστου χώρου κάτω απ’ τη σέλα σχεδιάστηκε ένα πατρόν από χαρτόνι όπου όριζε τις ακριβείς διαστάσεις του “πατώματος” και στη συνέχεια σμιλεύτηκε από ένα φύλλο αλουμινίου μέσω της τοπικής θέρμανσης με καμινέτο. Έπειτα βιδώθηκε εσωτερικά των σωλήνων του πλαισίου, ενώ περιμετρικά τοποθετήθηκε ένα λαστιχένιο σιρίτι ώστε να ολοκληρωθεί το φινίρισμά του. Ο χώρος κάτω απ’ τη σέλα αποτελεί τη νέα θέση της PGM ανάφλεξης που παλιότερα βρισκόταν στο φιλτροκούτι, ενώ ο μηχανισμός για το άνοιγμά της σέλας είναι από Ducati και η κλειδαριά βρίσκεται κάτω απ’ τη θέση του αναβάτη. Ένας κλειδαράς ανέλαβε να τροποποιήσει τον αφαλό ώστε να μην χρησιμοποιούνται διαφορετικά κλειδιά γι’ αυτήν και τον διακόπτη που βρίσκεται πλέον πάνω απ’ την κεφαλή του κινητήρα. Με τόσες αλλαγές στις θέσεις των ηλεκτρικών της μοτοσυκλέτας, η δημιουργία μιας νέας καλωδίωσης ήταν επιτακτική, όπως κι έγινε. Η πινακίδα βιδώνει πίσω απ’ τον κινητήρα, έχοντας και το ρόλο του hugger, ενώ η προσθαφαίρεσή της γίνεται εύκολα με μια βίδα που η κεφαλή της έχει σχήμα πεταλούδας.

Το σύστημα εξαγωγής ανανεώθηκε ολοκληρωτικά αποκτώντας δεύτερο τελικό και χάνοντας λίγα decibel απ' την έντασή του, όμως ανταμείβει αισθητικά χαρίζοντας μια απολύτως συμμετρική πίσω όψη

 

Δυναμική εμφάνιση

Η εμφάνιση ολοκληρώνεται τόσο με την αλλαγή των τροχών όσο και των αναρτήσεων. Το εργοστασιακό μπροστινό αφαιρέθηκε ολόκληρο και μόνο οι δίσκοι του μεταφέρθηκαν στο νέο σύνολο. Ένα σετ καλαμιών από Kawasaki ZX-6R του 2005 εφαρμόστηκε στις πλάκες από ZXR, όπου για να ταιριάξουν με το πλαίσιο δημιουργήθηκε ένας νέος άξονας. Το κέντρο της ζάντας είναι σχεδιασμένο απ’ τον Παναγιώτη και κατασκευάστηκε στον τόρνο από κράμα αλουμινίου 7075, ενώ βάφτηκε ηλεκτροστατικά όπως και το πλαίσιο μετά την ολοκλήρωση των εργασιών. Έπειτα, πήγε στον διαιρέτη ώστε να κατασκευαστούν με ακρίβεια οι τρύπες για τις ακτίνες και τα σημεία των σπειρωμάτων για την εφαρμογή των δίσκων. Η ζάντα είναι 18 ιντσών και τα ελαστικά της Pirelli, τα MT60RS, έχουν αυξήσει την συνολική απόσταση απ’ το έδαφος, παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε μειωθεί απ’ την αλλαγή του πιρουνιού.

Το πιρούνι είναι από Kawasaki ZX-6R του 2005, ενώ οι δαγκάνες προέρχονται απ’ το superbike της εταιρείας της ίδιας χρονιάς. Το κέντρο τη ζάντας είναι κατασκευασμένο στον τόρνο και το ελαστικό της Pirelli δίνει έναν τόνο από scrambler

Ως εκ τούτου το ίχνος έχει αυξηθεί, με το μικρό CB να παραμένει σταθερό στις στροφές κερδίζοντας την εμπιστοσύνη σου με αποτέλεσμα να το βάζεις όλο και με μεγαλύτερη ταχύτητα στη στροφή. Οι δαγκάνες είναι της Tokico από Kawasaki ZX-10R όπως και η τρόμπα της Nissin, προσφέροντας επαρκή επιβράδυνση η οποία χαρακτηρίζεται περισσότερο απ’ την προοδευτικότητα, παρά το δυνατό αρχικό δάγκωμα. Το φτερό είναι χειροποίητο από λαμαρίνα και για τη δημιουργία του η λύση με το χάρτινο πατρόν και το κουρμπάρισμα με καμινέτο, επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά. Στον πίσω τροχό τα πράγματα ήταν πιο εύκολα καθώς το κέντρο της ζάντας προερχόμενο από BMW F650GS δεν απαιτούσε ιδιαίτερες μετατροπές, παρά μόνο την προσθήκη ενός αποστάτη ώστε να ευθυγραμμιστεί ο δίσκος του με την δαγκάνα του CB400SF. Το στεφάνι είναι του εμπορίου όπως και το μπροστά, όμως έχει μικρότερη διάμετρο κατά μια ίντσα, φτάνοντας τις 17. Οι αναρτήσεις αλλάχθηκαν μ’ αυτές τις Hagon ώστε να επιτευχθεί μια πιο λιτή εμφάνιση, αφού δεν διαθέτουν piggy bags. Στην πράξη οι νέες αναρτήσεις δίνουν μια πιο στιβαρή αίσθηση στον αναβάτη.

Οι ενιαίες βάσεις των μαρσπιέ του αναβάτη και του συνεπιβάτη έχουν χάσει τις γέφυρες που υπήρχαν μέσα στο τρίγωνο που σχηματίζουν, αποκτώντας μια πιο καθαρή εμφάνιση

 

Προς τα κάλλη τι 'ναι ο πόνος

Η τοποθέτηση των clip-ons της Gilles Tooling που είναι πλήρως ρυθμιζόμενα, βοήθησε στο να εξατομικευτεί πλήρως η θέση οδήγησης στα μέτρα του Άκη, η οποία μεταβλήθηκε επίσης μέσω του χαμηλότερου ύψους της σέλας, προσφέροντας σίγουρο πάτημα των ποδιών ακόμη και στους πιο κοντούς αναβάτες. Όμως οι αναβάτες που είναι πάνω από 1,80 θα αισθανθούν ιδιαίτερα στριμωγμένοι, κυρίως στα γόνατα που σχηματίζουν μια κλειστή γωνία. Στις επιτόπιες μανούβρες αισθάνεσαι πως δεν μπορείς να εκμεταλλευτείς πλήρως το κόψιμο του τιμονιού, επειδή σου δίνει την αίσθηση πως μπορεί να πέσεις, γεγονός που δεν ισχύει και εξαλείφεται μόλις εξοικειωθείς με τη μοτοσυκλέτα. Οι βάσεις των μαρσπιέ που είναι κοινές για αναβάτη και συνεπιβάτη παρέμειναν, με τη διαφορά πως κόπηκαν οι γέφυρες που υπάρχουν μέσα στο τρίγωνο όπου σχηματίζουν. Η πάνω πλάκα κοσμείται ολόκληρη απ’ τα προϊόντα της Rizoma κι ένα στρογγυλό όργανο, αυξάνοντας σημαντικά το συνολικό κόστος της μικρής custom. Οι ντίζες του γκαζιού και του τσοκ κόντυναν ώστε να έρθουν ακριβώς στα νέα μέτρα που ορίζουν τα clip-ons, ενώ του συμπλέκτη είναι καινούργια με γρασαδόρο. Σχετικά με το κόστος κατασκευής ενός custom CB400SF ο Παναγιώτης μας είπε πως φτάνει εύκολα τις 4.000€, ενώ το μέγιστο όριο εξαρτάται απ’ το πόσο θέλει ο ιδιοκτήτης να μεταβάλλει την εμφάνισή του.  

Τελικά, μπορεί ο Άκης να μην αγόρασε την custom που ερωτεύτηκε, όμως με τη βοήθεια του Παναγιώτη κατάφερε να δημιουργήσει κάτι ακόμη καλύτερο με βάση τα δικά του μέτρα και σταθμά. Οι δύο τους δημιούργησαν απ’ την γκρίζα εικόνα του Version R ένα πράσινο CB που έχει τόσο έντονο χρώμα στην προσωπικότητά του, ώστε αποτελεί πλέον πηγή έμπνευσης για πολλούς και αντικείμενο πόθου για άλλους τόσους.

Εξοπλισμός αναβάτη:

Κράνος: HJC FG-70S Vintage Semi Flat

Μπουφάν: Elevit Classic JKT

Γάντια: Seventy Degrees SD-T1

Παπούτσια: Elevit Freeride 1.7

 

Ετικέτες