Συγκριτική δοκιμή Ducati Panigale V4S vs Aprilia RSV4 Factory: Μονομαχία στις πίστες και τους δρόμους της Ελλάδας

MotoGP στους δρόμους!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

29/12/2021

Η Ducati πήρε τελικά την απόφαση να φτιάξει μοτοσυκλέτες ευρείας παραγωγής με V4 κινητήρα (είχαν προηγηθεί στο παρελθόν τα περιορισμένης παραγωγής Desmosedici RR και ακόμα πιο παλιά τα Apollo) ξεκινώντας φυσικά από την τεχνολογική ναυαρχίδα της, το Panigale V4S. Μαζί με αυτή την ιστορική απόφαση για την ιταλική εταιρεία, είχαμε και την επιστροφή της φιλοσοφίας αποδέσμευσης του μοντέλου για το ευρύ κοινό από τους περιορισμούς των κανονισμών του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Superbike, όπως είχε κάνει το 1992 η Honda με το Fireblade 900. Για να δούμε τί διαφορετικό φέρνει στη ζωή μας η Panigale V4S των “παράνομων” 1100 κυβικών την συγκρίνουμε την Aprilia RSV4 Factory των “νόμιμων” 1000 κυβικών στις πίστες των Μεγάρων και των Σερρών:

 

 

Aprilia RSV4RF vs Ducati Panigale V4S

(Συνεργάστηκε ο πρωταθλητής Ελλάδας Κώστας Πολίτης)

 

MotoGP στους δρόμους!

 

Η παραγωγή μιας μοτοσυκλέτας εμπνευσμένης από των αγώνες των GranPrix δεν είναι καινούρια ιδέα. Έχουμε δει τα Suzuki RG500Γ και Yamaha RD500 την εποχή των δίχρονων και τα Ducati Desmosedici RR και Honda RCV213S στην πρόσφατη εποχή των τετράχρονων MotoGP. Όμως για πρώτη φορά έχουμε δύο MotoGPreplica που είναι κορυφαίες στα δυναμικά χαρακτηριστικά τους και όχι μόνο στα τεχνικά

Η πικρή αλήθεια για όλες τις GPreplicaπου έχουν βγει στην παραγωγή μέχρι σήμερα είναι ότι ήταν πανάκριβες και εξωτικές, αλλά από την πλευρά των δυναμικών χαρακτηριστικών καμία τους δεν κατάφερε να προσφέρει στους ιδιοκτήτες της τις επιδόσεις και τα δυναμικά χαρακτηριστικά μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας. Ακούγεται οξύμωρο για μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν χωρίς περιορισμούς στο κόστος και με τα καλύτερα υλικά της εποχής τους, όμως αν ψάξεις στις λεπτομέρειες είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί. Τόσο τα δίχρονα GP 500,όσο και τα σύγχρονα τετράχρονα MotoGP είναι χειροποίητα πρωτότυπα που έχουν σχεδιαστεί με βάσει τους κανονισμούς της FIM που ισχύουν την συγκεκριμένη εποχή που συμμετέχουν στο πρωτάθλημα. Όταν παίρνεις αυτές τις μοτοσυκλέτες και προσπαθήσεις να τις προσαρμόσεις στις προδιαγραφές της Ε.Ε. ή των ΗΠΑ, είναι σαν να τις περνάς μέσα από την μηχανή του κιμά. Αντίθετα, μια σπορ μοτοσυκλέτα που έχει σχεδιαστεί από την αρχή για να κυκλοφορεί στους δρόμους, είναι ευκολότερο να δουλεύει σωστά στις συνθήκες που θα τη χρησιμοποιήσει ο ιδιοκτήτης τους.

Για παράδειγμα ο κινητήρας. Σε μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα δεν σε ενδιαφέρουν τα διαστήματα και το κόστος των service, οπότε μπορείς να βάλεις ελαφρύ κάρτερ από μαγνήσιο, το οποίο φυσικά θέλει αλλαγή μετά από μερικούς αγώνες διότι πετσικάρει. Το ίδιο ισχύει για τις πνευματικές βαλβίδες, που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και εργαλεία ή τις ακραίες συμπιέσεις στο θάλαμο καύσης που απαιτούν σταθερή ποιότητα βενζίνης. Σαν να μην έφταναν αυτά, θα πρέπει να του προσθέσεις καταλύτη, βαλβίδα ροής καυσαερίων και αισθητήρες στην εξάτμιση. Μετά πρέπει να βάλεις μεγαλύτερη μπαταρία, περίπλοκη καλωδίωση, πιο ήσυχο φιλτροκούτικαι τον υπόλοιπο εξοπλισμό δρόμου. Αυτές οι αλλαγές δεν προσθέτουν μόνο βάρος, αλλά κυρίως απαιτούν επιπλέον χώρο.

Εδώ αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα, διότι για να χωρέσουν όλα αυτά μέσα στο φαίρινγκ, πρέπει να αλλάξει το σχήμα του πλαισίου, να τοποθετηθεί ο βαρύτερος κινητήρας σε διαφορετική θέση και ουσιαστικά να αλλάξει εντελώς η κατανομή των μαζών. Έτσι πέρα από τις αναμενόμενα υποδεέστερες επιδόσεις, οι GPreplica έχουν επιπλέον βάρος σε εντελώς διαφορετικά σημεία από τις αγωνιστικές, οπότε συμπεριφέρονται και διαφορετικά.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ducati. Αν έχεις οδηγήσεις την Desmosedici RR και μετά οδηγήσεις την Panigale V4S, θα καταλάβεις αμέσως ότι η μετατροπή μιας αγωνιστικής μοτοσυκλέτας των MotoGP, δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο ο εξ αρχής σχεδιασμός μιας μοτοσυκλέτας για χρήση στο δρόμο. Μπορεί η Ducatiνα θέλει να συνδέσει όσο περισσότερο γίνεται την Panigale V4 με την μοτοσυκλέτα του Andrea Dovizioso,όμως το φαίρινγκ της δεν έχει σχεδιαστεί μόνο για την επίτευξη της μέγιστης τελικής ταχύτητας, ούτε ο κινητήρας της έχει “μόνο” 1000 κυβικά.Αντιθέτως η DesmosediciRR που είχε σχεδιαστεί για να μοιάζει όσο γίνεται με τη μοτοσυκλέτα του Capirossi, είχε μια θέση οδήγησης που σου έκοβε τα χέρια, τεράστιο μεταξόνιο και έναν πίσω τροχό 16 ιντσών που την έκανεδύστροπη στην οδήγηση.

Η PanigaleV4S είναι απαλλαγμένη από τα δεσμά των κανονισμών των MotoGP, οπότε και οι σχεδιαστές της ήταν απαλλαγμένοι από το άγχος να φτιάξουν μια μοτοσυκλέτα γεμάτη περιορισμούς. Τα 1100 κυβικά δίνουν ροπή στις χαμηλές και μεσαίες στροφές, που κανένα superbike ή race replica με 1.000 κυβικά δεν έχει. Για τη συμμετοχή τους στο παγκόσμιο πρωτάθλημα SBK θα φτιάξουν την έκδοση R, με χίλια κυβικά, που πιθανότατα θα έχει μπιέλες τιτανίου όπως όλα τα R μέχρι σήμερα και θα ανεβάζει περισσότερες στροφές για να βγάζει τα ίδια ή και περισσότερα άλογα με την έκδοση των 1.100 κυβικών, αλλά σίγουρα με λιγότερη ροπή στις μεσαίες και με ένα κιβώτιο ταχυτήτων με κλιμάκωση μόνο για χρήση σε πίστα. Θα κάνει φυσικά και ένα σκασμό λεφτά, που ελάχιστοι θα μπορούν να πληρώσουν. Όχι ότι η PanigaleV4S είναι φτηνή, αλλά στα 31.700 ευρώ, παίρνεις σχεδόν 200 ίππους στον τροχό και τεχνολογία διαστημόπλοιου. Τόσο περίπου θα σου κοστίσει ένα οποιοδήποτε superbikeσήμερα, αν του βάλεις ολόκληρη εξάτμιση, power commanter, ζάντες Marchesini και ό,τι άλλο χρειαστεί για να βγάλει κοντά στα 200 άλογα στον τροχό και για να έχει το πραγματικό βάρος της PanigaleV4S. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται η απάντηση σε όσους αναρωτιούνται αν αξίζει η διαφορά τιμής των 10.050 ευρώ που χωρίζει τις μοτοσυκλέτες αυτού του συγκριτικού τεστ. Ναι αξίζει, διότι για να φτιάξεις ένα RSV4RF (ή ένα GSX-R 1000Rκ.τ.λ.) με 200 ίππους στον τροχό θα ξεπεράσεις συνολικά τα 28.000 ευρώ. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν αξίζει να έχεις μια μοτοσυκλέτα 200 ίππων.

 

Όταν περισσεύει η δύναμη

Ναι, ναι, ξέρουμε… Το γκάζι δεν είναι ποτέ αρκετό και όσα περισσότερα άλογα έχεις τόσο το καλύτερο. Μόνο που οι νόμοι της φυσικής βάζουν τα δικά τους όρια και τα τελευταία χρόνια στο παιχνίδι έχουν μπει και τα ηλεκτρονικά. Μια επιπόλαιη ματιά στο αρχείο με τις μετρήσεις επιδόσεων του ΜΟΤΟμπορεί εύκολα να σε οδηγήσει στην… παράνοια.

Ποια μοτοσυκλέτα έχει την καλύτερη επίδοση στο φρενάρισμα από τα 120km/h έως τα 40km/h;Το BMW R1200RT των 272 κιλών (πάνω από 350 κιλά με έναν μεσαίου αναστήματος αναβάτη) με τις φτηνότερες χυτές ακτινικές δαγκάνες της Brembo χρειάστηκε μόλις 52,37 μέτρα. Το DucatiPanigaleV4S των 200,5 κιλών (270 κιλά με αντίστοιχο αναβάτη) και τα τεράστια δισκόφρενα των 330mm και τις πανάκριβες monoblock δαγκάνες Stylema χρειάστηκε 58,05 μέτρα (το BMWS1000RR είχε κάνει 63 μέτρα…). Τι στο διάβολο γίνεται εδώ πέρα! Πολύ απλά, σε αυτά τα χιλιόμετρα (120km/h) το ABS (corneringABS και στις δύο μοτοσυκλέτες) έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το βάρος του R1200RT, το μακρύ μεταξόνιο και το teleleverπου δεν βυθίζεται, αποτρέπουν τον πίσω τροχό να σηκωθεί από το έδαφος. Έτσι το ABS δεν επεμβαίνει και αφήνει όλη την δύναμη των φρένων να φτάσει έως την άκρη του εμπρός ελαστικού. Στα superbikeόμως που ο πίσω τροχός σηκώνεται εύκολα στον αέρα αν γραπώσεις με δύναμη τα εμπρός φρένα (ακόμα και στα 200km/h…) η επέμβαση του ABS είναι αναπόφευκτη. Όση δύναμη κι αν έχουν τα δισκόφρενα δεν έχει καμία σημασία. Από την στιγμή που ο πίσω τροχός σηκωθεί απότομα από το έδαφος, αμέσως αναλαμβάνει το ABS το ποσοστό επιβράδυνσης.

Τόσο το Ducati, όσο και το Aprilia, έχουν το ολοκαίνουριο, υπερσύγχρονο cornering ABS της Bosch (με αισθητήρες επιτάχυνσης έξι κατευθύνσεων), που ελέγχει δίσκους 330mm και δαγκάνες της Brembo (monoblock M430 στο RSV4RF και Stylema στο PanigaleV4S). Ρυθμίζονται σε δύο επίπεδα ευαισθησίας και έχεις επιπλέον τη δυνατότητα να απενεργοποιήσεις το ABS στο πίσω τροχό και να ρυθμίσεις μέχρι ποιο ύψος θέλεις να σηκώνεται ο πίσω τροχόςόταν φρενάρεις δυνατά (RearWheelanti-lift). Δυστυχώς όμως, λόγω νομοθεσίας Euro4 απαγορεύεται η πλήρης απενεργοποίηση του ABS, ενώ στα προηγούμενα μοντέλα των ABS της Bosch είχες αυτή τη δυνατότητα. Ακόμα όμως κι έτσι, οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν διαφορά στον τρόπο που φρενάρουν λόγω διαφορετικής ρύθμισης του λογισμικού του ABS από τους μηχανικούς/δοκιμαστές της κάθε εταιρείας. Τα φρένα της Ducati έχουν το χαρακτηριστικό αρχικό δάγκωμα των Brembo, αλλά αμέσως μετά η κεντρική μονάδα του corneringABSαναλαμβάνει δράση. Όταν φρενάρεις φυσιολογικά και από ταχύτητες κάτω από τα 200km/h δεν είναι τόσο εμφανής αυτή η μετάβαση. Σε αυτό συμβάλει και το γεγονός ότι τα corneringABS δεν δημιουργούν ανάδραση στη μανέτα του φρένου, όπως κάνουν τα συμβατικά ABS. Όμως όταν είσαι μέσα στην πίστα ή φρενάρεις απότομα από υψηλές ταχύτητες, καταλαβαίνεις πιο εύκολα ότι τον έλεγχο του ρυθμού επιβράδυνσης τον καθορίζει η IMU όταν διαπιστώσει ότι η πίεση που βάζεις στη μανέτα είναι μεγαλύτερη από το όριο που την έχουν ρυθμίσει. Στην RSV4RF δεν υπάρχει καν το αρχικό δάγκωμα και σου δίνει την αίσθηση ότι το corneringABS είναι διαρκώς ενεργοποιημένο. Αυτό όμως το βοήθησε να κάνει 53 μέτρα αντί για τα 58 μέτρα του Panigale, στην μέτρηση φρεναρίσματος 120-40km/h, διότι η απουσία του αρχικού δαγκώματος κράτησε τον πίσω τροχό στο έδαφος στα πρώτα μέτρα. Βλέπουμε δηλαδή ότι λόγω σχεδιασμού των μοτοσυκλετών αυτών (ελαφριές πίσω και με κοντό μεταξόνιο) η επιπλέον δύναμη πέδησης των φρένων τους έρχεται αντιμέτωπη με το όριο που θέτουν οι νόμοι της φυσικής.

Ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με τις μετρήσεις επιτάχυνσης από στάση. Το είχαμε γράψει και στο τεστ του BMW S1000XR (240 κιλά) που με μόλις 145,6 ίππους στον τροχό είχε κάνει 0-400 μέτρα σε 10’’, ενώ το S1000RR (203,5 κιλά) με 186,3 ίππους στον τροχό έχει κάνει 10,4’’ στα 0-400 μέτρα. Κι εδώ η απάντηση βρίσκεται στους νόμους της φυσικής. Το μόνο που κάνουν τα 40 επιπλέον άλογα είναι να σηκώνουν τον εμπρός τροχό στον αέρα και να προκαλούν την επέμβαση του wheelie control. Τόσο το Aprilia RSV4RF, όσο και το Ducati Panigale V4S, έχουν σύστημα launch control. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι ο πιο άσχετος αναβάτης, μπορεί να χουφτώσει τέρμα το γκάζι, να αφήσει απότομα τον συμπλέκτη χωρίς φόβο και να κάνει τα 0-400 μέτρα σε 10,4’’ βρέξει-χιονίσει. Το launch control δουλεύει φανταστικά και στις δύο μοτοσυκλέτες, κρατώντας τον εμπρός τροχό μόλις 2-3 εκατοστά πάνω από την άσφαλτο την ώρα που εσύ έχεις άφοβα τέρμα ανοιχτό το γκάζι. Τέλεια επιτάχυνση από στάση, που κανένας αναβάτης δεν μπορεί να πετύχει δεύτερη φορά με τέτοια ακρίβεια. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι μοτοσυκλέτες των MotoGP και WSBK έχουν launch control. Οπότε όποιος βιαστεί να αναθεματίσει τα ηλεκτρονικά, θα κάνει μεγάλο λάθος. Γιατί όμως κάνουν και οι δύο μοτοσυκλέτες τον ίδιο χρόνο ενώ τις χωρίζουν περίπου 19 ίπποι; Μα φυσικά για τον ίδιο λόγο που στο αρχείο μας όλα τα καινούρια superbike έχουν 0-400 ανάμεσα στο 10,37’’ και στο 10,46’’ ανεξαρτήτως αν έβγαλαν 170, 180 ή 190+ ίππους στο δυναμόμετρο.Το μεταξόνιο, το βάρος και η κατανομή του βάζουν το όριο, που εμπειρικά πλέον μπορούμε να πούμε ότι είναι τα 150 άλογα. Αν έχεις πάνω από 150 άλογα χρειάζεσαι περισσότερο βάρος εμπρός για να δεις τους χρόνους να πέφτουν κάτω από το 10,3’’ και γι’ αυτό στα dragster βάζουν μακριά ψαλίδια και χαμηλώνουν όσο μπορούν την απόσταση της μοτοσυκλέτας από το έδαφος. Οπότε γιατί λέμε ότι αξίζει τα επιπλέον 10.000 ευρώ το PanigaleV4S, αφού τα παραπάνω άλογα δεν φαίνονται στις μετρήσεις; Διότι η διαφορά βρίσκεται στις υψηλές ταχύτητες και κυρίως στις ρεπρίζ, που με τη σειρά τους έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην ευκολία που έρχονται οι χρόνοι μέσα και έξω από την πίστα. Στην μέτρηση επιτάχυνσης 160-200km/h με 6η η RSV4RF έκανε 3,59’’, το S1000RR3,13’’ και η PanigaleV4S έκανε 2,85’’. Εδώ τα άλογα και η ροπή των κινητήρων βρίσκουν τη δικαίωσή τους, αφού τα ηλεκτρονικά δεν έχουν λόγο να επέμβουν.

Το γκάζι φαίνεται στην πίστα

Με το Panigale V4S θα βελτιώσεις τον προσωπικό σου ταχύτερο γύρο στις Σέρρες από δύο δέκατα έως και ένα δευτερόλεπτο, χωρίς να κάνεις τίποτα παραπάνω. Απλά μπες στην πίστα και κάνε ό,τι έκανες πάντα. Καθώς τα ελαστικά της Panigaleήταν ελαφρώς πιο φαγωμένα σε σχέση με της RSV4RF, είπαμε στο Κώστα Πολίτη ότι θα χρονομετρήσουμε μόνο τον τρίτο γύρο που θα κάνει με κάθε μοτοσυκλέτα. Δηλαδή ο πρώτος γύρος ήταν για γνωριμία και “ζέσταμα” με την μοτοσυκλέτα, ο δεύτερος γύρος για να βρει ρυθμό και για να πάρει φόρα και στον τρίτο γύρο θα οδηγούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με την βασική προϋπόθεση βέβαια, του μηδενικού ρίσκου. Να επαναλάβουμε για άλλη μια φορά, ότι οι χρόνοι των τεστ δεν είναι χρονομετρημένα δοκιμαστικά αγώνα και δεν μας ενδιαφέρει να εντυπωσιάσουμε κανέναν. Σκοπός είναι να έχουμε μια ένδειξη για τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας και αυτό ακριβώς ζητάμε πάντα από τους πρωταθλητές που έχουμε μαζί μας. Ο Κώστας έκανε 1:25,070 στον τρίτο μόλις γύρο από την στιγμή που έκαστε πάνω στη σέλα της Ducati. Ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδικασίαμε την Aprilia, η RSV4RF έκανε 1:25,700.

Θυμίζουμε ότι φοράγανε τα ίδιου τύπου ελαστικά (Pirelli Diablo Supercorsa) και η χρονομέτρηση αυτή έγινε με διαφορά μερικών λεπτών. Γιατί έχει σημασία αυτό; Πρώτον, διότι το πρωί η πίστα γλίστραγε κι αν κάναμε τότε τη χρονομέτρηση οι μοτοσυκλέτες θα γύριζαν μεταξύ 1:27 και 1:29. Δεύτερον, διότι για το Aprilia είχαμε μαζί μας και δεύτερο ζευγάρι ελαστικά, οπότε στο τέλος της πρώτης ημέρας ο Κώστας έκανε μερικούς γύρους παραπάνω πετυχαίνοντας χρόνο στο 1:24,7 με την RSV4RF. Όμως αυτός ο χρόνος δεν είναι άμεσα συγκρίσιμος με το 1:25 της Panigale διότι μεσολάβησαν αρκετοί γύροι εξοικείωσης του Κώστα Πολίτη με την RSV4RF. Γενικά πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός όταν συγκρίνεις χρόνους με μοτοσυκλέτες που έχουν μικρές διαφορές μεταξύ τους, διότι οι συνθήκες μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα. Επίσης, άλλο πράγμα η διαφορά του ενός δευτερολέπτου όταν το γυρολόγιο είναι πάνω από το 1:30 και άλλο πράγμα όταν είναι στο 1:25, όπου το κάθε δέκατο ισοδυναμεί με ολόκληρο… αιώνα.

Η RSV4RF έχει τις συμβατικές αναρτήσεις της Ohlins και ομαλή παροχή δύναμης που κορυφώνεται ψηλά. Αυτό σημαίνει ότι εξοικειώνεσαι αμέσως μαζί της και πιάνεις εύκολα γρήγορο ρυθμό. Η θέση οδήγησης είναι καθαρόαιμη αγωνιστική, αλλά της κλασσικής ιταλικής σχολής, με ψηλή σέλα και χαμηλά τοποθετημένα στενά κλιπ-ον. Κουμπώνεις πάνω στην RSV4RF και σε κάνει πολύ γρήγορα να καταλάβεις ότι με αυτή τη μοτοσυκλέτα πρέπει να στρίβεις με φόρα σαν να οδηγείς supersport 600. Η Ducati Panigale V4S είναι πιο ευρύχωρη, έχει πιο χαμηλή σέλα και ανοιχά κλιπόν. Είσαι σαφώς πιο χαλαρός πάνω στη σέλα της και σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες superbike, δεν βαραίνει στα χέρια σου όσο αυξάνεται η ταχύτητα και πέφτουν οι χρόνοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος που περνάνε από το τριπλό εσάκι οι μοτοσυκλέτες αυτές όταν κατέβεις κάτω από το 1:30. Η Aprilia θέλει να την βοηθήσεις με το γκάζι για να σηκωθεί γρήγορα από την μία μεριά στην άλλη, ενώ η Ducati περνάει με σταθερό γκάζι και ταυτόχρονα δείχνει έως 10 κιλά ελαφρύτερη στα χέρια σου.

Ποια αγοράζω;

Η Aprilia RSV4RF είναι το καλύτερο superbike αυτή τη στιγμή. Είτε το δεις σαν μπακάλης υπολογίζοντας τι παίρνεις με τα λεφτά που δίνεις, είτε το δεις με την καρδιά ενός μηχανόβιου, η RSV4RF απλά δεν παίζεται!  Ήχος, αίσθηση, στήσιμο πλαισίου, ηλεκτρονικά που σε συναρπάζουν και τώρα πια έχει και την ιπποδύναμη για να σταθεί στις ευθείες δίπλα στα υπόλοιπα τετρακύλινδρα superbike. Η Ducati Panigale V4S δεν είναι superbike, αλλά μια κατηγορία πάνω από αυτού του είδους τις μοτοσυκλέτες. Τα 10.000 ευρώ που την χωρίζουν από την RSV4RF και τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της κατηγορίας φαίνονται υπερβολικά, αλλά αυτά που σου προσφέρει παραπάνω τόσο αξίζουν. Η Ducati σου ανοίγει την πόρτα στις επιδόσεις των υπερμοτοσυκλετών της επόμενης γενιάς, όπου το όριο το καθορίζει ο ίδιος ο αναβάτης της και κανένας άλλος. Τα 31.700 της έκδοσης S σαφώς και την βγάζουν έξω από την λίστα αγορών της πλειοψηφίας. Όμως κάτι μας λέει ότι η βασική έκδοση που κοστίζει 25.800 ευρώ δεν θα έχει μεγάλη διαφορά σε συμπεριφορά σε σχέση με την S. Ανυπομονούμε να έρθει η στιγμή που θα οδηγήσουμε την βασική έκδοση της Panigale V4, διότι πιθανότατα είναι η φτηνότερη και καλύτερη υπερμοτοσυκλέτα της αγοράς αυτή τη στιγμή.

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ            RSV4                      

Αντιπρόσωπος:

Piaggio Hellas

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

 

Ύψος (mm):

 

Μεταξόνιο (mm):

 

Απόσταση από το έδαφος (mm):

 

Ύψος σέλας (mm):

 

Ίχνος (mm):

 

Γωνία κάστερ (˚):

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

690

Απόσταση σέλας -μαρσπιέ (mm):

460

Απόσταση μαρσπιέ- τιμονιού (mm):

790

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

360

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

208

(χωρίς καύσιμο:194,2)

Πίσω

48,3%

Εμπρός

51,7%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινίου δύο δοκών

Πλάτος (mm):

 

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

180/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τετρακύλινδρος διάταξης V4 65ο, Υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

78Χ52,3

Χωρητικότητα (cc):

999.6

Σχέση συμπίεσης:

13,6:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

201/13000

Ροπή (kg.m/rpm):

11.7/10500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

201

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ribe by wire με μεταβλήτου μήκους εισαγωγής 48mm

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκός, μονόδρομος, υποβοηθούμενος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

1,659 (73/44)

Τελική μετάδοση / σχέση:

2,562 (41/16)

 

Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

1η

2,600

2α

2,063

3η

1,700

4η

1,476

5η

1,348

6η

1,259

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

 

Αλλαγή λαδιού (km):

 

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

 

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,73

13,35

0-100

3,31

46,17

0-150

5,34

117,08

0-200

7,69

225,77

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

10,45

234,8

0-1.000

17,89

280,75

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

2,21

68,9

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,79/47,2

3,43/56,15

-

80-120

2,54/70,16

2,95/81,44

3,62/100,02

120-160

2,3/89,42

2,66/103,13

3,20/124,39

160-200

2,3/115,15

2,85/142,64

3,59/179,61

200-240

-

-

-

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,38

53,03

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

0,89

-

Πραγματικά

1,09

1,17

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ ÖhlinsΤΤΧ

Διαδρομή (mm):

130

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς (αργό/γρήγορο)

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6Χ17

Ελαστικό:

200/55-17 (ή εναλλακτικά 190/55-17 )

Πίεση:

 

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 220mm με δαγκάνα Bremboδύο εμβόλων 32mm με corneringABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνιUpsideDownÖhlins με αντιτριβική επίστρωση.

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

120/43

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5Χ17

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

 

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm πλευστοί. 4πίστονες Δαγκάνες Brembo M430 και cornering ABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

177.4/13600

Ροπή (kg.m/rpm):

10.3/11100

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης:

13600

Μέγιστη ισχύς:

177.4

 

 

1η

151

2α

191

3η

231

4η

266

5η

292

6η

312

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

8

Ελάχιστη

7

Μέγιστη

12,2

Αυτονομία(km):

231,25

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

50

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

18,5/4

         

 

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ            DUCATI PANIGALE V4S

Αντιπρόσωπος:

Kosmocar A.E.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

-

Ύψος (mm):

-

Μεταξόνιο (mm):

1.469

Απόσταση από το έδαφος (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

830

Ίχνος (mm):

100

Γωνία κάστερ (˚):

24,5

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

720

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

450

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

820

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

-

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

200,5kg (χωρίς καύσιμο: 188,4kg)

Πίσω

46%

Εμπρός

54%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+1,25%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο “Front frame” με τον κινητήρα ενεργό τμήμα του και αφαιρούμενο υποπλαίσιο

Πλάτος (mm):

-

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/198

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετρακύλινδρος V 90⁰, με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων 2ΕΕΚ και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

81 Χ 53,5

Χωρητικότητα (cc):

1103

Σχέση συμπίεσης:

14:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

214/13.000

Ροπή (kg.m/rpm):

12,6/10.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

194

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire με μεταβλητού μήκους αυλούς εισαγωγής και 2 μπεκ ανά κύλινδρο

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 2

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκός, μονόδρομος, υποβοηθούμενος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια / 1,800

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2,562

 

Σχέσεις

1η

2,714

2α

2,117

3η

1,736

4η

1,523

5η

1,363

6η

1,250

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Κάθε 12.000

Αλλαγή λαδιού (km):

Κάθε 12.000

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Φυσιγγίου / Κάθε 12.000

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,61

9,09

0-100

3,2

42,2

0-150

5,23

110,1

0-200

7,78

235,6

0-250

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

10,4

238,4

0-1.000

-

-

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

2,39

75,93

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

80-120

-

-

-

120-160

-

-

2,65/73,65

160-200

-

-

2,79/108,76

200-240

-

7,04/213,88

2,86/142,66

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,6

58,05

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

0,92

Πραγματικά

0,96

1,02

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ημί-ενεργητική μοχλισμού με μονό αμορτισέρ Ohlins

Διαδρομή (mm):

130

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 Χ 17

Ελαστικό:

200/60-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 330mm Brembo με ακτινικές δαγκάνες M4.30 Stylema και corneringABSBosch

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

ΟθόνηTFT 5” έγχρωμη με προεγκατάσταση τηλεμετρία ςGPS, Riding Modes, ρυθμιζόμενο traction control, wheelie control, cornering ABS, launch control, φρένο κινητήρα

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ημί-ενεργητικό τηλεσκοπικό πιρούνι upside/downτης Ohlins

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

120/43

Ρυθμίσεις:

Απόσβεση συμπίεσης/επαναφοράς, προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 X 17

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 245mm Brembo με δαγκάνα δύο εμβόλων και corneringABSBosch

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

196,01/13.200

Ροπή (kg.m/rpm):

11,37/10.400

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

8

Ελάχιστη

7,2

Μέγιστη

12,9

Αυτονομία (km):

200

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

16/-

         

 


 

Yamaha Tracer 9 GT+ 2025: Αναλυτική παρουσίαση διασχίζοντας 3 χώρες!

Γράψαμε πάνω από 1.000 χλμ σε ορεινά περάσματα της κεντρικής Ευρώπης
YAMAHA_TRACER_9_GT
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/8/2025

Έχω κάνει μία συμφωνία με τον πλοηγό να κυνηγηθούμε στις στροφές των άδειων ορεινών περασμάτων της Σλοβενίας για Αυστρία και από εκεί Ιταλία πριν γυρίσουμε πίσω στην μικρή χώρα της Κεντρικής Ευρώπης. Μην πείτε στους Σλοβένους ότι είναι κοντά στα Βαλκάνια γιατί θα παρεξηγηθούν. Με τον τρόπο αυτό θα έχω την μισή εμπειρία της νέας έκδοσης του Tracer 9, η ολόκληρη θα ήταν αν κάναμε αυτές τις στροφές έχοντας ξεκινήσει από Ελλάδα…

Το προηγούμενο Tracer ήταν το πιο σταθερό που έχει βγάλει η Yamaha στο δρόμο και το καλύτερο στον sport τομέα της sport touring χρήσης για την οποία φτιάχτηκε. Τους πήρε λίγο χρόνο να βελτιώσουν την προσωπικότητα αυτής της μοτοσυκλέτας που πριν δέκα χρόνια έσωσε τις αντιπροσωπείες της Ευρώπης από τον οικονομικό σπαραγμό, μαζί φυσικά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας MT.

Τότε ήταν το ποιο οικονομικό street με όρθια θέση οδήγησης που μπορούσες να αποκτήσεις σε αυτά τα κυβικά και είχε τα ζητήματα αστάθειας που αναδείξαμε από την πρώτη στιγμή. Το 2023 έφτασε στην ακμή του από πλευράς εξέλιξης και ευτυχώς το νέο μοντέλο ήρθε για να κρατήσει το Tracer σε αυτό το οροπέδιο που έχει ανέβει στην προηγούμενη γενιά, προσθέτοντας ακόμη περισσότερα, καθιστώντας έτσι το GT+ το πιο πολυτελές και πλούσια εξοπλισμένο sport touring που έχει βγάλει ποτέ η Yamaha στην μακρά της ιστορία.

YAMAHA_TRACER_9_GT

Ταυτόχρονα έχουμε και τις περισσότερες εκδόσεις Tracer που υπήρξαν ποτέ, πέντε στο σύνολο αν υπολογίσεις και τις δύο μεσαίου κυβισμού με το οποίο μοιράζονται το όνομα. Το 2015 είχαμε μόλις ένα Tracer, δύο έγιναν το 2018 και έμειναν τόσα και για το 2021, τρία το 2023 και πλέον πέντε στο 2025.

Αντίστοιχα έχει αλλάξει και το όνομά του μέσα σε αυτή την δεκαετία, ωστόσο εκείνο που πρέπει να κρατήσει κανείς από τις παραπάνω ημερομηνίες είναι πως φαίνεται να έχει πλέον κλειδώσει η διετής ανανέωση του μοντέλου.

Δυσκολεύομαι όμως να δω το μοντέλο του 2027 από τώρα, καθώς ο εξοπλισμός του είναι ήδη αντίστοιχος της Multistrada και μάλιστα σε ότι αφορά τους προμηθευτές των συστημάτων, είναι οι ίδιοι, παρέχοντας ακριβώς τις ίδιες μονάδες. Το Y-AMT δουλεύει καλύτερα από της BMW σε αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε, άρα είναι ήδη πιο μπροστά από πλευράς ανανέωσης ενώ η διαφορά αυτή που είχα εντοπίσει στο MT-09 και συζητήσει με ορισμένους ξένους συναδέλφους στην παρουσίαση του MT-07, που συμφωνούν μαζί μου, φάνηκε ακόμη καλύτερα τώρα στο Tracer 9 GT+. Κι αυτό γιατί συμπλεκτάρει καλύτερα την πρώτη στις εκκινήσεις από ότι το MT-09 που είναι πιο απότομο και απαιτεί από εσένα μία προσαρμογή καθώς και ένα δάχτυλο στο εμπρός φρένο για να μετριάσεις το μικρό τίναγμα που κάνει μπροστά μόλις ξεκινήσεις.

Θα περίμενε κανείς η συμπεριφορά του αυτόματου κιβωτίου στην εκκίνηση να είναι ακριβώς ίδια μεταξύ MT-09 και Tracer 9 GT+ μιας και ίδιος είναι και ο κινητήρας και γνωστή η αγάπη της Yamaha και των Ιαπώνων γενικά, για μείωση κόστους αν δεν υπάρχει λόγος. Προφανώς όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση οι μπλε θεώρησαν πως το πιο σπορ MT-09 μπορεί να επωφελείται από ξέσπασμα χαμηλά και να μην είναι πρόβλημα και ένα μικρό τίναγμα στην εκκίνηση, ενώ αντίθετα το Tracer 9 θα πρέπει να είναι ομαλότερο. Αυτή όμως η ομαλότητα το ακολουθεί για όλο το φάσμα των χαμηλών στροφών κι έτσι μαζί με το τίναγμα που εξαφανίστηκε, δεν υπάρχει και το ξέσπασμα του MT-09 από το 0 στο κοντέρ.

Βέβαια είναι κάτι που μόνο στις εκκινήσεις του GT+ θα φανεί, καθώς η ευστροφία του τρικύλινδρου έρχεται να πάρει τα κενά της γκαζιέρας από εκεί και πάνω και με ένα μπάσο ήχο, που σε αφήνει να απορείς για το πώς κατάφερε να περάσει προδιαγραφές, εκτοξεύεσαι εμπρός. Το κύμα ροπής που καβαλάς μετά τα 60-70 στο κοντέρ δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την επανάληψη μίας δήλωσης που από το 2023 συζητιέται στα ορισμένα συνεργεία της Ducati που λειτουργούν και ως άτυποι καφενέδες, καθώς είναι δύσκολο να χωνευτεί η πραγματικότητα: Όσο πιο πολύ κλείνει η γραμμή της στροφής εμπρός, τόσο εξανεμίζεται η διαφορά τιμής και γενικότερα οι διαφορές των κατηγοριών μεταξύ τους και το GT+ είναι σαν Multistrada, κυνηγά επίσης εκεί μέσα και το δυνατότερο GSX-S1000GX.

Η πλάκα είναι πως στην Ιταλία αυτό το γνωρίζουν και το καταλαβαίνουν καλύτερα από εκείνους στο ανωτέρω παράδειγμα αλλά δεν τους ενοχλεί, όπως μου εξήγησαν, όταν ρώτησα τα στελέχη της Ducati στην Ιταλία, αν περίμεναν πως το σύστημα Adaptive Cruise Control που οι ίδιοι ανέπτυξαν και έδωσαν στην Bosch να εξελίξει για να βγει στην παραγωγή, θα ξέφευγε από την κατηγορία και θα κατέληγε και σε Ιαπωνική μοτοσυκλέτα, πέρα από BMW και KTM αναφέροντας πως ήταν εξ αρχής συμφωνημένο πως θα αποκτήσουν. Οι ελληνικοί καφενέδες μπορούν να διδαχτούν ανωτερότητα από τo ίδιο το Borgo Panigale.

Yamaha Tracer 9 GT+

Μέσα – Έξω στην Σλοβενία

Έχοντας τσιγκλήσει αρκετά τον νεαρό Βέλγο πλοηγό, ίσως και λίγο περισσότερο από αυτό που θα έπρεπε όπως ίσως θα θυμάστε από τα VIDEO που έχουν ανέβει, άρχισε να με ενοχλεί λίγο, όσο κυνηγιόμασταν, το ποσοστό χρήσης που η ίδια η Yamaha έδωσε στις διαφορετικές εκδόσεις. Η απλή αλήθεια είναι πως πρόκειται για μία sport-touring μοτοσυκλέτα με διαφορετικά επίπεδα εξοπλισμού που το τμήμα marketing της Yamaha προσπάθησε να ξεχωρίσει μεταξύ τους με πλάγιο τρόπο, δηλώνοντας διαφορετικά ποσοστά μεταξύ sport και touring για την κάθε μία έκδοση του Tracer. Οπότε μας έδωσαν 70-30% sport – touring για την βασική έκδοση, 50-50 για την GT και 30-70 για την GT+, που ήταν ακριβώς και εκείνο που με προβλημάτιζε φρενάροντας από τα 120 στο κοντέρ πριν από φουρκέτα, κατεβάζοντας σε 2α από το κουμπί στο αριστερό χέρι, ξύνοντας τον αποστάτη του μαρσπιέ που βρισκόταν ήδη στη μέση από αυτό που ήταν το πρωί.

Δεν γίνεται μέσα στην ημέρα να τρως 4 πόντους σίδηρο στην άσφαλτο και να είσαι 40% λιγότερο sport από το απλό Tracer! Φυσικά αυτό είναι και μία απόδειξη πως το Y-AMT δεν σου κόβει τίποτα από την χαρά της οδήγησης, πέρα από μία μεγαλύτερη ελευθερία στις σούζες, γιατί και πάλι σουζάρει, καθώς σου κόβει και το μαρσάρισμα μπροστά από μπαρ, καφετέριες, φανάρια και μέσα σε τούνελ, πρακτική στην οποία όλοι μας έχουμε δει τουλάχιστον ένα Tracer να επιδίδεται. Από ένα σημείο και μετά ήταν βέβαιο πως ούτε και το απλό Tracer θα μπορούσε να πάει πιο γρήγορα, ούτε φυσικά μία ακόμη πιο βαριά μοτοσυκλέτα που η δύναμή της στην έξοδο δεν μπορεί να εξισορροπήσει το γεγονός πως αναγκάζεσαι να φρενάρεις νωρίτερα για να την στρίψεις. Δύσκολα ανταγωνίζεσαι το Tracer αν το βάλεις στο κλουβί και το κλουβί των στροφών είναι η μονή διαχειριστική και απανωτές στροφές.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το GT+ θέλει περισσότερο κόπο, λόγο βάρους, συγκριτικά με την βασική έκδοση, αλλά η διαφορά είναι πολύ μικρότερη από αυτό που δίνει το marketing για να καταφέρει να ξεχωρίσει τις εκδόσεις, φτάνει να προσαρμόσεις τον τρόπο που έχεις μάθει να φρενάρεις. Με την έλευση του Cornering ABS πριν από δέκα χρόνια, ξεκινήσαμε να κρατάμε τα φρένα πολύ βαθιά μέσα στην στροφή, ακόμη και πάνω στην κορυφή, στις μοτοσυκλέτες με όρθια θέση οδήγησης και στους δημόσιους δρόμους. Πιο πριν αυτό το έκανες μόνος σου σε supersport και superbike και όσο λιγότερο ελεγχόμενες ήταν οι συνθήκες τόσο πιθανότερο ήταν να έχεις κάποιο ολέθριο γλίστρημα. Τώρα παίρνεις την μέγιστη πρόσφυση του ελαστικού παντού και πάντα κατά το φρενάρισμα, το ιδανικό όμως που εξηγεί η θεωρία δεν το πιάνουν πολλές μοτοσυκλέτες, για αυτό και μπαίνουμε στην διαδικασία να εξηγούμε αναλυτικά σε κάθε μία.

Το UBS του Tracer 9, δηλαδή ένα ABS που λειτουργεί ταυτόχρονα και για τους δύο τροχούς και είναι το αμέσως επόμενο βήμα από το «συνδυασμένα» που έχουμε μάθει έως τώρα, συνδέεται και με τις ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες αναρτήσεις και αντίστοιχα επεμβαίνει στην προφόρτιση, ακόμη και στιγμιαία. Το αποτέλεσμα είναι πως όταν πατάς και τα δύο φρένα μαζί, η μοτοσυκλέτα συμπεριφέρεται καλύτερα στην ακραία σπορ οδήγηση.

YAMAHA_TRACER_9_GT

Φρενάρει και μόνο του (λίγο)!

Ακόμη και όταν το adaptive cruise control δεν είναι ενεργοποιημένο το ραντάρ συνεχίζει να διαβάζει τον δρόμο εμπρός. Για να σταματήσει να το κάνει θα πρέπει να απενεργοποιήσεις την ανίχνευση σύγκρουσης. Με αυτή ενεργοποιημένη όταν θα οδηγείς μαζί με άλλον θα λαμβάνεις εκνευριστικές ειδοποιήσεις πρόσκρουσης που αν κρίνει το GT+ πως ξεπερνούν το όριο θα φρενάρει τον πίσω τροχό. Δεν είναι μεγάλο πρόβλημα στην σβέλτη οδήγηση, γιατί συμβαίνει σε σημείο που έτσι και αλλιώς θα έχεις αρχίσει να φρενάρεις μόνος σου, θα πρέπει να σε πιάσει στον ύπνο για να φρενάρει χωρίς εσύ να έχεις πατήσει ήδη και την μανέτα και τον λεβιέ, πράγμα που σημαίνει πως καλά έκανε. Όταν κυνηγάς την εμπρός μοτοσυκλέτα γίνεται πρόβλημα.

ο φρένο που ενεργοποιεί αυτόματα δεν είναι αρκετό για να αποσταθεροποιήσει τον πίσω τροχό ή να επιβραδύνει δυνατά την μοτοσυκλέτα, περισσότερο έχει στόχο να κάνει πιο ήπια την σύγκρουση που θεωρεί αναπόφευκτη. Η Yamaha έχει εξελίξει τεχνολογία διατήρησης της ισορροπίας για τις μοτοσυκλέτες, οπότε στο μέλλον μπορεί να φρενάρει οριακά όσο η μοτοσυκλέτα παίρνει τον έλεγχο και μένει όρθια ή κάνει και ελιγμό αποφυγής σύγκρουσης μόνη της, ενώ ταυτόχρονα σου βγάζει και μία μούντζα στην οθόνη. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά τα καταστροφικά, ας μην μιλήσει κανείς για μειωμένη ελευθερία και άλλα στερεοτυπικά για μία ζωή μέσα στο Matrix, γιατί όποιος τα λέει αυτά, τα στατιστικά δείχνουν πως στο αυτοκίνητό του μία χαρά πρόσθεσε το έξτρα πακέτο για να τα έχει όλα αυτά ενεργοποιημένα και το πλήρωσε και ακριβότερα, παρότι λιγότερο σύνθετο σε εξέλιξη. Όσο αφαιρείς τροχούς τόσο ανεβαίνει και το κόστος εξέλιξης για κάθε ηλεκτρονικό βοήθημα, όπως μου είχαν τονίσει παλαιότερα στην Continental που είναι μεγαλύτερη της Bosch σε αυτό τον τομέα, αλλά λιγότερο εξιδεικευμένη στην μοτοσυκλέτα. Ακόμη και η συγκράτηση φρένου σε ανωφέρεια (hill assist) που είναι εφεύρεση της Continental εδώ και 25 χρόνια, είναι πιο δύσκολο να μπει στην μοτοσυκλέτα από ότι στα αυτοκίνητα.

Στο GT+ το σύστημα ενεργοποιείται όταν πατήσεις δυνατά το φρένο και σταματήσεις ή στην όταν μέσω της IMU καταλάβει πως έχεις σταματήσει σε επικλινές έδαφος. Βολεύει γιατί κατεβάζεις πόδι και παίρνεις το χέρι από το τιμόνι χωρίς να το σκέφτεσαι, ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις. Σε περίπτωση τώρα που θέλεις απλά να τσουλίσεις εμπρός ή πίσω, γιατί δεν σου άρεσε εκεί που στάθμευσες τότε με διπλό πάτημα φρένου απενεργοποιείται. Όλα αυτά μέχρι να κλειδώσεις την μοτοσυκλέτα από τον ασύρματο διακόπτη και να φύγεις.

YAMAHA_TRACER_9_GT

Για να τροφοδοτηθούν τόσα πολλά ηλεκτρονικά και φυσικά τόσα φώτα, για να μην ξεχνιόμαστε, χωρίς διακοπές και να μην προκύψουν ηλεκτρολογικά προβλήματα ο ανορθωτής έχει άλλα εκατό βατ στην έξοδο και η μονάδα GCU που ρυθμίζει την παραγωγή και την διανομή του ρεύματος έχει γίνει έξυπνη με ενσωματωμένες δικλείδες, μία σημαντική αλλαγή που περνά στα ψιλά όμως.

Μεταξύ μας υπάρχουν ορισμένοι τύποι που ζήτησαν από την Yamaha να βάλει στο Tracer άξονα τελικής μετάδοσης. Παρότι αντιλαμβάνομαι γιατί το ζητήσατε και δείχνει αυτό και πόσο sport touring βλέπετε πως είναι το Tracer, στην πράξη δεν αρμόζει κάτι τέτοιο στην συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα και στο πόσο sport μπορεί να κινηθεί, ούτε με την φιλοσοφία του χαμηλού βάρους που ακολουθεί από την βασική έκδοση. Αντί αυτού η έκδοση GT+ κερδίζει μία αλυσίδα αυξημένης αντοχής με επίστρωση DLC για να βγάζει περισσότερα χιλιόμετρα. Άξονας δεν είναι, γιατί έχω δει να λέγονται και τέτοια, αλλά ευτυχώς που δεν είναι! Πιο ενισχυμένα είναι και τα γρανάζια από 3η έως 6η με περισσότερα δόντια για να μπορέσουν να αντέξουν στις συχνές και ταχύτερες αλλαγές που πραγματοποιεί το αυτόματο κιβώτιο. Συνδυασμένο με το quickshifter 3ης γενιάς, το κιβώτιο μπορεί να αλλάξει σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου δηλαδή πέντε φορές πιο γρήγορα από έναν γρήγορο αναβάτη. Εννοείται ότι στην Ελλάδα είμαστε όλοι πιο γρήγοροι από τους γρήγορους βέβαια, οπότε το Y-AMT μας περιορίζει και στερεί από την χαρά της οδήγησης και δυστυχώς η GT+ βγαίνει μόνο «περιορισμένη». Πρόσθετοι «περιορισμοί» από την IMU μονάδα έξι αξόνων που είναι ίδια με του R1 αλλά εκεί δεν μας πειράζει που υπάρχει, έρχονται με την μορφή των χαρτογραφήσεων, traction control, έλεγχο πλαγιολίσθησης και έλεγχο σπιναρίσματος σε δύο ξεχωριστά συστήματα(!), έλεγχο σούζας και φυσικά το ενιαίο φρένο.

Έξι διαφορετικά ηλεκτρονικά συστήματα που έρχονται σε τρεις προκαθορισμένους συνδυασμούς, Sport, Street, Rain και δύο για να τους καθορίσεις όπως εσύ θέλεις, αν επιλέξεις την χειροκίνητη -κυριολεκτικά γιατί γίνεται με κουμπί- αλλαγή στις σχέσεις του κιβωτίου. Στην αυτόματη λειτουργία του κιβωτίου όπου αλλάζει εκείνο τις σχέσεις, έχεις δύο ομάδες ρυθμίσεων για όλα τα ηλεκτρονικά την D και την D+ με την δεύτερη να είναι σαν την Street της χειροκίνητης λειτουργίας και την πρώτη κάτι ανάμεσα στην Street και την Rain.

Όλα αυτά τα διαχειρίζεσαι από νέα TFT οθόνη για την οποία έχουμε μιλήσει ήδη στην έντυπη έκδοση του MOTO στην αρχή της χρονιάς, είναι έγχρωμη 7 ιντσών με την πλοήγηση να γίνεται δωρεάν πλέον χωρίς συνδρομή, όπως πριν, ενώ η πλοήγηση γίνεται από το νέο διακόπτη τύπου joystick, 5 κατευθύνσεων. Δηλαδή δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω και όταν βρεις την επιλογή σου, πατάς κιόλας και έτσι προκύπτει το 5 για τις κινήσεις του διακόπτη.

Όλοι οι διακόπτες είναι φωτιζόμενοι ενώ και τα φώτα είναι τα δυνατά στοιχεία αυτής της μοτοσυκλέτας, τόσο από πλευράς εμφάνισης που διχάζει το κοινό, όσο και από πλευράς απόδοσης. Με βάση την δοκιμή του απλού στην Ελλάδα, πρέπει να θεωρεί κανείς δεδομένο πως οδηγείς γρήγορα σε επαρχιακό βλέποντας τα πάντα χωρίς να ενοχλείς τον απέναντι και δίχως να κόβεις ρυθμό, ενώ η προσαρμογή στην κλίση της μοτοσυκλέτας ρυθμίζεται και αυτή για να βρει κανείς το ιδανικό για εκείνον.

 

Ηλεκτρονικές αναρτήσεις για Sport και για Touring

Στο ιδανικό για εσένα μπορείς να ρυθμίσεις και τις αναρτήσεις στις ομάδες λειτουργιών C1 και C2 που επιτρέπουν την παραμετροποίηση. Διαφορετικά αναλόγως προγράμματος έχουμε την Α1 ή Α2 ρύθμιση με αρκετή απόσταση ανάμεσά τους στις αποσβέσεις. Πιο αργές στην Α2 με έμφαση στην άνεση, κρατώντας πιο σταθερή την μοτοσυκλέτα στο δυνατό φρενάρισμα. Αντιθέτως στην Α1 η βύθιση εμπρός γίνεται με γνώμονα την μεταφορά βάρους και την προφόρτιση του ελαστικού, με έμφαση στην σπορ οδήγηση και σε πολύ καλό επίπεδο για τις περισσότερες περιπτώσεις. Το μόνο που θα άλλαζα είναι προφόρτιση πίσω, ακόμη και με ένα άτομο για να αλλάξει λίγο και η γεωμετρία κατανομής βάρους. Το GT+ έρχεται με ομολογκαρισμένη έκδοση του T32 της Bridgestone που το marketing της Yamaha προσπαθεί να παρουσιάσει σαν κάτι πρόσθετο που έχουν κάνει για εσένα, μία ειδική έκδοση με χαμηλότερο βάρος. Τα γραμμάρια που έχουν γλιτώσει είναι γιατί η γόμα είναι φλοίδα και ο σκελετός πιο απλός με την έκδοση αυτή να είναι απλά μία φθηνότερη της κανονικής που μάλιστα από φέτος σταματά! Αλλάζετε σε T33 ή Sportsmart MK4 και το Tracer 9 θα αναδείξει ακόμη περισσότερο τις σπορ ικανότητές του!

YAMAHA_TRACER_9_GT
σε αυτή την άσφαλτο οι δυνατότητες του Tracer GT+ ξεδιπλώνονται πλαγιάζοντας με άνεση

Είτε θέλεις να το βάλεις απέναντι στο Multistrada V2 με το οποίο είναι στην ίδια κατηγορία, όταν σε εξοπλισμό είναι πιο κοντά στο V4, είτε με το Kawasaki Versys 1100SE, το GSX-S1000GX, τις GT εκδόσεις της KTM που περιμένουμε ή το μικρό XR της BMW, θα δεις πως το Tracer 9 GT+ συμπληρώνει περισσότερα ή διαφορετικά κουτάκια. Μία κατηγορία από μόνο του, όπως μία κατηγορία ολόκληρη διαφέρει και σε τιμή από την βασική έκδοση, το νέο Tracer 9 GT+ έχει φτιαχτεί για να στρίβει σε επαρχιακούς με την διαφορά πως μπορεί να το κάνει είτε σε όσους βρίσκονται δίπλα στο σπίτι σου, είτε σε νέους, 3 χώρες μακριά. Ιδανική για κάθε μέρα ή για εκείνες τις ξεχωριστές ημέρες του χρόνου που μπορείς να ξεφύγεις από την καθημερινότητα, η Tracer 9 GT+ παίζει κόντρα ρόλους και το κάνει καλύτερα ακόμη και από αυτό που θα σου πει το marketing της Yamaha που προσπαθεί να δημιουργήσει διαφορές για να δικαιολογήσει και την απόσταση τιμής…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                             

TRACER 9 GT+

Αντιπρόσωπος:

Μοτοδυναμική

Τιμή:

€19.600

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2.175

Ύψος (mm):

1.440 – 1530

Μεταξόνιο (mm):

1500

Απόσταση από το έδαφος (mm):

135

Ύψος σέλας (mm):

845 / 860

Ίχνος (mm):

106

Γωνία κάστερ (˚):

24,25

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Τύπου διαμάντι

Πλάτος (mm):

900

Βάρος κατασκευαστή γεμάτη (kg):

232

Ρεζερβουάρ (λ):

19 / 3,5

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, Υγρόψυκτος, τρικύλινδρος με 2 ΕΕΚ και 4 Β/κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

78 x 62,1

Χωρητικότητα (cc):

890

Σχέση συμπίεσης:

11,5:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

119/10.000

Ροπή (kg.m/rpm):

9,5/7.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

133,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

3-1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός Πολύδισκος μονόδρομος με υποβοήθηση

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ με μοχλικό

Διαδρομή (mm):

131

Ρυθμίσεις:

Πλήρης με ημι-ενεργητική λειτουργία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Αλουμινίου

Ελαστικό:

180/55-17

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 267mm με δαγκάνα ενός εμβόλου, UBS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη TFT 7’’ με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, επιλεγμένη σχέση κιβωτίου, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ρολόι, μέση κατανάλωση, στιγμιαία κατανάλωση, θερμοκρασία περιβάλλοντος, θερμοκρασία ψυκτικού, επιλεγμένη χαρτογράφηση, οικονομική οδήγηση, traction control, quickshifter 3ης γενιάς, ενιαίο ABS - UBS, χάρτες απόκρισης, σύνδεση smartphone, Υ-ΑΜΤ, keyless, ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, Matrix LED ρυθμιζόμενο, θερμαινόμενα γκριπ και σέλα σε 10 στάδια, βαλίτσες με κεντρικό κλείδωμα, ημι-ενεργητικές αναρτήσεις

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

130

Ρυθμίσεις:

 Πλήρης με ημι-ενεργητική λειτουργία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

 

Ελαστικό:

120/70-17

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 298mm με διπίστονες δαγκάνες