Yamaha ΜΤ-10SP - Touring Edition 2017-2019

Ένα R1M για κάθε μέρα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/12/2018

Η βασική έκδοση του ΜΤ-10 είναι πλήρως εξοπλισμένη με όλα τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα όμως για κάποιους δεν ήταν ακριβώς μια γυμνή R1 όπως φαντάζονταν. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η έκδοση SP με τις ημί-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, ενώ την ίδια στιγμή, η έκδοση Touring προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησε πίσω του το Fazer 1000. Τις δύο αυτές εκδόσεις τις οδηγήσαμε στους δρόμους της Ν. Αφρικής και από εκεί είναι οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε και αναδημοσιεύουμε στο άρθρο που ακολουθεί:  

Με την κορυφαία σε εξοπλισμό και τεχνολογία έκδοση SP του ΜΤ-10, η Yamaha μπαίνει με δυναμικό τρόπο στην κατηγορία των σκληροπυρηνικών ευρωπαϊκών streetfighter, χωρίς όμως να κάνει ούτε μία μικρή παραχώρηση στους τομείς που κάνουν κάθε ιαπωνική μοτοσυκλέτα εύκολη στην καθημερινή συμβίωση

 

Η νέα έκδοση SP του ΜΤ-10 δεν έχει τη δικαιολογία της χαμηλής τιμής πώλησης (όπως οι υπόλοιπες ιαπωνικές sport naked) απέναντι στα KTM1290 Super Duke,  Aprilia Tuono 1100 Factory και BMWS1000R. Ως εκ τούτου, για να επιλέξει κάποιος την ΜΤ-10SP έναντι των τριών αυτών σκληροπυρηνικών και καταξιωμένων μοτοσυκλετών, θα πρέπει να έχει αντίστοιχες επιδόσεις, μοναδικό χαρακτήρα και φυσικά premium αύρα. Μεταφέροντας τεχνολογία απευθείας από την R1M και έχοντας ήδη στα χέρια της έναν μοναδικό στο είδος του τετρακύλινδρο κινητήρα, η Yamahaέφτιαξε την πρώτη Ιαπωνική streetfighter που όχι μόνο μπορεί να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στην premium κατηγορία στην καφετέρια (Z1000) και την πίστα (GSX-S 1000), αλλά επιπλέον μπορεί να μπει στα όνειρα των πιτσιρικάδων και να γίνει αφίσα στα δωμάτιά τους.

Ταύτιση απόψεων

Θα είχαμε ψωνιστεί με την πάρτη μας αν ισχυριζόμαστε ότι οι project leader τηςYamaha κάθονται και διαβάζουν τα test του ΜΟΤΟ, όμως στην περίπτωση του νέου ΜΤ-10 (τόσο του SP, όσο και του βασικού μοντέλου) προχώρησαν σε αλλαγές και αναβαθμίσεις σε τομείς που μόνο εμείς είχαμε αναφέρει ότι χρειάζονται άμεση βελτίωση στο τεστ του ΜΤ-10. Έτσι, μόλις ένα χρόνο μετά την παρουσίαση του ΜΤ-10 και ουσιαστικά μόλις οκτώ μήνες μετά την έναρξη της εμπορικής καριέρας του, τόσο η βασική έκδοση, όσο και η SP (που δεν έχει διαφορές στον κινητήρα από την βασική) άλλαξαν εντελώς την χαρτογράφηση στα τρίαmode απόκρισης του ride by wire ψεκασμού. Αν θυμάστε, είχαμε γράψει ότι το Mode A ήταν υπερβολικά απότομο, με αποτέλεσμα αντί να σε βοηθάει να πας πιο γρήγορα, να σε δυσκολεύει να ελέγξεις τη μοτοσυκλέτα. Αντίθετα, το Mode B ήταν υπερβολικά μαλθακό και του έλειπε η απαραίτητη γραμμικότητα για να οδηγείς σε γλιστερούς δρόμους. Μόνο στο Mode STD είχες επαρκή επίπεδα επικοινωνίας με τον κινητήρα. Από φέτος, σε όλες τις εκδόσεις του ΜΤ-10 τα τρία Mode A/STB/B, αλλάζουν ονομασία και λέγονται Mode 1/2/3, όπου το Mode STD είναι πλέον το Mode 2. Μαζί με το όνομα άλλαξε εντελώς και η χαρτογράφησή τους, όπου πραγματικά για πρώτη φορά η Yamaha κατάφερε να δώσει σε έναν ridebywire ψεκασμό αποδεκτή γραμμικότητα. Μαζί με την BMW, η Yamaha είναι αυτή τη στιγμή πολύ κοντά να μας κάνει να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε για την απόκριση και την αίσθηση των ride by wire ψεκασμών. Το άγριο Mode1 (πρώην ModeA) σταμάτησε να σε τινάζει εμπρός στο αρχικό άνοιγμα του γκαζιού και έτσι, μπορείς τώρα να οδηγήσεις με αυτό σε συνθήκες δρόμου και όχι μόνο μέσα στην πίστα. Ακόμα και μέσα στην κίνηση της πόλης του CapeTown που το δοκίμασα, δεν μπορώ να πω ότι ήταν ενοχλητικά απότομο, αν και το Mode2 ήταν σαφώς πιο κατάλληλο για τέτοιες συνθήκες. Το Mode2 έχει λίγο πιο γλυκιά απόκριση στο πρώτο 1/3 του γκαζιού, οπότε όταν περνάς πάνω από ανωμαλίες όπου αναγκαστικά το χέρι σου τραντάζεται και ανοιγοκλείνει άθελά του λίγο το γκάζι, το ΜΤ-10 δεν τσινάει πια σαν κατσίκι. Μπορείς πραγματικά να απολαύσεις μια ήρεμη βόλτα, όπως απολαύσαμε κι εμείς το ηλιοβασίλεμα στα τελευταία 10 χιλιόμετρα πριν δώσουμε πίσω τις μοτοσυκλέτες στη Yamaha. Η καινούρια χαρτογράφηση των Mode 1 και 2 είναι πολύ κοντά μεταξύ τους σε αίσθηση στον ανοιχτό δρόμο και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και τα δύο απέκτησαν την πολυπόθητη γραμμικότητα. Μόνο μέσα στην πόλη και στο πολύ κλειστό στροφιλίκι, όπου οι συνθήκες σε αναγκάζουν να κλείνεις εντελώς το γκάζι και να το ξανανοίγεις, αντιλαμβάνεσαι ότι το Mode1 ξυπνάει τον κινητήρα από το πρώτο χιλιοστό περιστροφής του γκαζιού.

Από τα 300 χιλιόμετρα που κάναμε πάνω στην σέλα των δύο ΜΤ-10, μόλις για καμιά δεκαριά δοκίμασα το Mode3. Είναι το πιο ήπιο σε απόκριση από τα τρία, αλλά όπως αποδείχτηκε δεν είναι καθόλου άχρηστο, όπως ήταν παλιά το ModeB. Ακόμα και σούζες με το γκάζι μπορείς να κάνεις έχοντας επιλέξει το Mode3! Σε ανοιχτούς δρόμους, εύκολα μπορείς να ξεχαστείς και να οδηγάς για ώρες με το Mode3 χωρίς να σου δίνει την εντύπωση ότι έβαλες νερωμένη βενζίνη στο ρεζερβουάρ. Φυσικά στο στροφιλίκι αφαιρεί αρκετή σπιρτάδα από το ΜΤ-10 και θέλει να περιστρέψεις περισσότερο και πιο νωρίς το γκάζι, αλλά δεν του λείπει η αναλογικότητα. Ουσιαστικά το Mode3 μεταφέρει πιο ήρεμα την δύναμη του κινητήρα και έτσι αποτρέπει την άσκοπη επέμβαση του tractioncontrol σε γλιστερούς δρόμους. Επίσης είναι και το κατάλληλο mode αν έχεις συνεπιβάτη, όπου λόγω της τυχαίας τοποθέτησης των μαρσπιέ του, εκλιπαρεί για ήρεμες επιταχύνσεις. Για το θέμα των μαρσπιέ του συνεπιβάτη είχαμε μια συζήτηση είκοσι λεπτών με τον projectleader και του δώσαμε την ιδέα να προσθέσει στη λίστα των αξεσουάρ ένα σετ πιο μακριά μαρσπιέ ώστε να γλιτώσουν τον πονοκέφαλο της διαδικασίας της έγκρισης τύπου που απαιτεί ο επανασχεδιασμός…

Ημι-ενεργητική σταθερότητα και άνεση

Η μεγάλη διαφορά της SP από την απλή έκδοση δεν είναι τόσο η έγχρωμη οθόνη TFT της R1M αντί για την μονόχρωμη LCD, ούτε το λαχταριστό βουρτσισμένο ψαλίδι και ο racing φανταχτερός χρωματισμός. Η ουσία βρίσκεται στις νέες ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins που παίζουν καθοριστικό ρόλο, τόσο στα δυναμικά χαρακτηριστικά της, όσο και στην άνεση. Γενικά οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις μέχρι σήμερα δεν μπορούσαν να προσφέρουν καλά επίπεδα άνεσης στις χαμηλές ταχύτητες και ιδιαίτερα σε δρόμους με πολλές κοφτές ανωμαλίες, δεν έχαναν την απορροφητικότητα τους.Αυτές εδώ είναι δεύτερης γενιάς και τα βασικά τους εξαρτήματα είναι τα ίδια με εκείνα του νέου Honda Fireblade SP.  Φυσικά υπάρχει διαφορά στη ρύθμισή τους και στον προγραμματισμό τους, ώστε να ταιριάζουν με τις ανάγκες μιας μοτοσυκλέτας που θα κάνει τα περισσότερα χιλιόμετρα στο δρόμο. Στη διάθεσή σου έχεις πέντε επιλογές ρύθμισης, όπου οι δύο (Α1 και Α2) έχουν ημι-ενεργητική λειτουργία και τρεις (Μ1, Μ2 και Μ3) όπου οι αναρτήσεις δουλεύουν με συμβατικό τρόπο. Όλες οι ρυθμίσεις απόσβεσης γίνονται με τον ίδιο περιστροφικό διακόπτη δίπλα από τη μίζα, όπως στην R1M, με εξαίρεση την προφόρτιση ελατηρίου του πίσω αμορτισέρ που γίνεται με το χέρι. Το Α1 έχει ρυθμιστεί για οδήγηση σε πίστα ή σε υψηλής πρόσφυσης και ποιότητας δρόμους και το A2 για πιο γλιστερούς και με πολλές ανωμαλίες δρόμους. Τόσο το A1 όσο και το Α2 είναι ανοιχτά σε επεμβάσεις από τον αναβάτη και αν δεν σου αρέσει ο τρόπος που δουλεύουν, μπορείς να επέμβεις και να τους αλλάξεις χαρακτηριστικά. Βασικά αυτό που κάνει η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι να αυξάνει και να μειώνει σε ποσοστό έως 10% την απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς (όχι την προφόρτιση ελατηρίου). Έτσι αν δεν σου αρέσει όπως έχουν ρυθμιστεί από το εργοστάσιο, μπορείς να αυξήσεις ή να μειώσεις τις αποσβέσεις και το +/-10% της ημι-ενεργητικής λειτουργίας να ξεκινά από το σημείο που θέλεις εσύ. Για παράδειγμα, το Α1 ήταν υπερβολικά σκληρόγια τα κιλά μου, με αποτέλεσμα η μοτοσυκλέτα να χάνει πιο εύκολα πρόσφυση και να βρίσκεται περισσότερη ώρα στον αέρα μετά από μια ανωμαλία, παρά στο έδαφος. Αντιθέτως το Α2 ήταν σχεδόν άψογο, ακόμα και στα σημεία της διαδρομής που οδηγούσαμε σαν να ήμασταν σε πίστα. Τις επιλογές Μ1, Μ2 και Μ3 όπου καταργείται η ημι-ενεργητική αυτορρύθμισηθα σου χρησιμεύσουν μόνο αν κάνεις track-day σε διαφορετικές πίστες. Για παράδειγμα στο Μ1 να έχεις αποθηκευμένες τις ρυθμίσεις για τα Μέγαρα, στο Μ2 για τις Σέρρες και την Μ3 για καινούρια πίστα (προδιαγραφών F1 εννοείται! Τι είμαστε, τίποτα τελευταίοι;) που φτιάχνουν εδώ και είκοσι χρόνια… χα, χα, χα! Στο δρόμο όμως η ημι-ενεργητική λειτουργία κάνει θαύματα. Το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες, αλλά και πόσο ηρεμούν τη μοτοσυκλέτα μετά από ένα γλίστρημα ή μια ανωμαλία του δρόμου, το καταλάβαμε όταν ανεβήκαμε στη σέλα της βασικής έκδοσης με το πακέτο αξεσουάρ Touring.

Νέο Fazer 1000

Μας έχει μείνει η απορία για ποιο λόγο η Yamaha δεν παρουσίασε όλα αυτά τα χρόνια έναν αντικαταστάτη του Fazer 1000, τη στιγμή που σε αγορές όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ οι πωλήσεις των Suzuki Bandit 1250S και Kawasaki Z1000SX είναι αξιοπρεπείς και δεν δικαιολογείται η δική της απουσία. Επαναφέροντας στην κουβέντα μας όσα είχαμε γράψει στο τεστ του ΜΤ-10 που είχαμε κάνει πριν μερικά τεύχη, θυμίζουμε ότι η θέση οδήγησης αυτής της μοτοσυκλέτας είναι μια χαρά για πολύωρη οδήγηση. Παρά τον σαφή streetfighter χαρακτήρα της, δεν σε κουράζει άσκοπα στα χέρια ή τη μέση και η πίεση του αέρα έως τα 140-150km/h κάθε άλλο παρά έντονη είναι. Είχαμε γράψει ότι με ένα μικρό φαίρινγκ θα μπορούσε εύκολα να γίνει το νέο Fazer 1000 και η Yamaha έκανε ακριβώς αυτό με την έκδοσηTouring.

 Ο χαρακτηρισμός της ως ξεχωριστή έκδοση μέσα στην οικογένεια των ΜΤ-10 είναι εντελώς μαρκετινίστικος, αφού στην πραγματικότητα είναι ένα πακέτο αξεσουάρ που μπορείς να βάλεις σε οποιαδήποτε ΜΤ-10, ακόμα και την SP.

Η λεπτομέρεια εδώ είναι στην τιμή, αφού αν αγοράσεις όλο το πακέτο γλιτώνεις 200 ευρώ από την τιμή του navigation της TOMTOM. Εκτός από το navi, παίρνεις μαζί την ψηλή (σταθερή) ζελατίνα, την αφράτη σέλα με γέμιση gel, χούφτες και ένα ζευγάρι ημίσκληρες βαλίτσες.

Απ΄όλα αυτά, τα μόνα που αξίζουν να αγοράσετε είναι η ζελατίνα, η σέλα και οι βαλίτσες. Η ζελατίνα είναι σχεδιασμένη περισσότερο με γνώμονα να ταιριάζει εμφανισιακά με την μοτοσυκλέτα και λιγότερο με την αεροδυναμική συμπεριφορά, αφού μετά τα 180km/h εμφανίζονται στροβιλισμοί που σου κουνάνε το κράνος.

 Όμως ακόμα κι έτσι, σου επιτρέπει να οδηγάς με υψηλά επίπεδα άνεσης με ταχύτητες 160-170km/h, χωρίς την ανάγκη να σκύβεις. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής που θύμισε τις στροφές του Μπράλου, πήγαμε για αρκετή ώρα με 200-210km/h, όμως ποτέ πάνω από 220km/h.

Μετά τα 190km/h έπρεπε να σκύψω για να προστατευτεί το κεφάλι μου από την υψηλή πίεση, κάτι όμως που νομίζω ότι είναι αποδεκτό για ένα streetfighter. Οι χούφτες είναι πεταμένα λεφτά και μαζί με τα μαρσπιέ συνεπιβάτη, τα μοναδικά εξαρτήματα πάνω στην ΜΤ-10που σχεδιάστηκαν στην τύχη. Όχι μόνο δεν προστατεύουν από τίποτα, αλλά επιπλέον προσθέτουν υπερβολικό βάρος στις άκρες του τιμονιού, πέντε πόντους επιπλέον πλάτος και στροβιλισμούς αέρα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται μικροκουνήματα και ταλαντώσεις. Για τις βαλίτσες το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι έχουν σωστό μέγεθος, σημείο τοποθέτησης για να μπορείς να οδηγάς ακόμα και μέσα στην πόλη χωρίς πρόβλημα, αλλά κλείνουν με φερμουάρ, οπότε δεν μπορείς να αφήνεις μέσα αντικείμενα αξίας όταν παρκάρεις τη μοτοσυκλέτα εκτός οπτικού σου πεδίου. Επειδή η στάνταρ σέλα είναι πολύ καλή, η έξτρα αφράτη κάνει διαφορά στην άνεση μόνο μετά από δύο ώρες οδήγησης και αυξάνει κατά δύο πόντους την απόσταση από το έδαφος. Αν κάνεις μεγάλες αποστάσεις ή είσαι πάνω από 1,80μ νομίζω ότι αξίζει να την αγοράσεις.

Το καλό, με τη ζελατίνα

Συμπληρώνοντας τα 300χιλιόμετρα της διαδρομής με τις νέες αναβαθμισμένες εκδόσεις του ΜΤ-10, το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο. Η έκδοση SP όχι μόνο είναι ισάξιος αντίπαλος των premium ευρωπαϊκών streetfighter, αλλά στην πράξη είναι ένα R1M που μπορείς να οδηγείς στο δρόμο καθημερινά, χωρίς συμβιβασμούς στην άνεση και ταυτόχρονα να το απολαύσεις στην πίστα. Δεν γνωρίζουμε ποια τιμή θα έχει στην Ελλάδα, αλλά αν είναι όπως στην κεντρική Ευρώπη, τότε θα είναι φτηνότερο από την απλή έκδοση του R1 και αυτό το κάνει πραγματική ευκαιρία. Βάλε της την ζελατίνα με την αφράτη σέλα και έχεις στα χέρια σου μια κορυφαίων επιδόσεων sporttouring, με τον γνήσιο ήχο των MotoGP να σε ανατριχιάζει σε κάθε χιλιόμετρο που κάνεις μαζί της.

 

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins του SP, κάνουν τεράστια διαφορά στον τομέα της σταθερότητας σε όλες τις ταχύτητες. Για πρώτη φορά σε τέτοιου είδους αναρτήσεις, η άνεση είναι πολύ καλή

Κατευθείαν από την R1M τα έγχρωμα TFT όργανα του SP

Κανένα παράπονο από τη δύναμη και την αίσθηση των φρένων, θα θέλαμε όμως σε τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες να υπάρχει δυνατότητα απενεργοποίησης του ABS, τουλάχιστον για τον πίσω τροχό

Η στάνταρ σέλα είναι πολύ άνετη, όμως η έξτρα gel του πακέτου Touring είναι ακόμα καλύτερη όσο περνάνε οι ώρες. Σωστό το μέγεθος για τις δύο βαλιτσούλες, αλλά κλείνουν με φερμουάρ

Το navi της TOMTOM προσφέρεται σε προνομιακή τιμή αν αγοράσετε ολόκληρο το πακέτο Touring

 

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.095

Ύψος (mm):

1.110

Μεταξόνιο (mm):

1.400

Απόσταση από το έδαφος (mm):

130

Ύψος σέλας (mm):

825

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

25

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

680

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

520

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

910

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

440

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Δύο δοκών αλουμινίου

Πλάτος (mm):

800

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/210

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 4Β/Κ (crossplane)

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

79 x 50,9

Χωρητικότητα (cc):

998

Σχέση συμπίεσης:

12:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

160/11.500

Ροπή (kg.m/rpm):

11,3/9.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

160

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ridebywire με μεταβλητού μήκους αυλούς εισαγωγής

Σύστημα εξαγωγής:

4 - 2 – 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια/-

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2,687

 

Σχέσεις

1η

2,667

2α

2,000

3η

1,619

4η

1,381

5η

1,190

6η

1,037

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

 

 

Πραγματικά

 

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 x 17

Ελαστικό:

190/55-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Μονόχρωμη ψηφιακή οθόνη TFT με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές κινητήρα, σχέση ταχυτήτων, ρυθμίσεις απόκρισης γκαζιού σε τρεις θέσεις, ρυθμίσεις επέμβασης tractioncontrol σε τρεις θέσεις με δυνατότητα απενεργοποίησης,quickshifter, δύο μερικοί χιλιομετρητές, ενδείξεις βενζίνης/ρεζέρβας

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι upside down

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

43/120

Ρυθμίσεις:

Πλήρως ρυθμιζόμενο (ημι-ενεργητική λειτουργία στο SP)

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 17

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και ABS

 

    

 

 

Δοκιμή Daytona Winner 200: Αστικές περιπέτειες

Κανονική μοτοσυκλέτα με κόστος χρήσης παπιού
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

28/2/2022

Το Winner 200 της Daytona αποτελεί ουσιαστικά μια εναλλακτική πρόταση για όσους αναζητούν μια κανονική μοτοσυκλέτα με το κόστος και την ευκολία χρήσης ενός παπιού. Στη δοκιμή που αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 622 του περιοδικού ΜΟΤΟ, αναλύουμε την προσωπικότητα του Winner 200 και τι μπορεί να προσφέρει πραγματικά σε όποιον το επιλέξει:

Χρειάζεται αρκετός χρόνος μέχρι να πεις την πλήρη ονομασία του Winner 200, αλλά ελάχιστος χρόνος συμβίωσης μαζί του για να εκτιμήσεις την εξαιρετική πρακτικότητά του μέσα στην πόλη

 

Μοτοσυκλετάκια σαν το Winner 200 υπάρχουν αρκετά στην αγορά, με παραπλήσιες επιδόσεις, παραπλήσιο εξοπλισμό και παραπλήσια τιμή. Από αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, δηλαδή την τιμή τους, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η εμπορική σταδιοδρομία τους και όσο πιο κοντά είναι σε εκείνη των παπιών και των scooter των 125cc τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να επιτύχουν. Τα υπόλοιπα στοιχεία, δηλαδή οι επιδόσεις και ο εξοπλισμός, σπάνια λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη από τους υποψήφιους αγοραστές, διότι μια μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτα θα είναι πάντα μια “αργή μοτοσυκλέτα”, ασχέτως αν είναι πιο γρήγορη και δυνατή από οποιοδήποτε παπί ή scooter αντίστοιχου κυβισμού ή τιμής. Το πόσο λάθος είναι αυτή η προσέγγιση φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του Winner 200 της Dymoto από την Daytona της EVOMOTO… ελπίζω να μην ξέχασα κάποιο όνομα. Το Winner 200 λοιπόν, κοστίζει 3.195€ και προσφέρει επιδόσεις, άνεση για δύο άτομα και δυνατότητες φορτώματος που δύσκολα θα βρεις αλλού σε αυτά τα χρήματα.

Ο πραγματικός αντίπαλός του είναι το SYM NH-T 200 των 2.965€, που επίσης θα βρεις δίπλα στο Winner 200 στα καταστήματα του δικτύου της EVOMOTO. Η βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο βρίσκεται στους τροχούς, με το Winner 200 να έχει tubeless ελαστικά 17” σε χυτές ζάντες αλουμινίου και το NH-T 200 να έχει συμβατικά ελαστικά 19” εμπρός / 17” πίσω σε ακτινωτές ζάντες με σιδερένια στεφάνια. Για να μην μπερδευτείτε από την σύγκριση και επειδή μοιάζουν πολύ σε εμφάνιση, να ξεκαθαρίσουμε πως οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν εντελώς διαφορετικά πλαίσια, κινητήρες, αναρτήσεις και κατασκευάζονται από διαφορετικά εργοστάσια. Στις μοτοσυκλέτες των 20.000€ τα 200€ δεν παίζουν κάποιο ρόλο, όμως όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες των 3.000€ και το ένα ευρώ αποκτά ιδιαίτερη αξία.

Όμως το Winner 200 έχει μια συνολικά ολοκληρωμένη προσωπικότητα που υπερκαλύπτει τα επιπλέον χρήματα που κοστίζει. Μόνο και μόνο τα tubeless ελαστικά στις δημοφιλείς διαστάσεις 110/70-17 εμπρός και 140/70-17 πίσω, σε απαλλάσσουν από τον πονοκέφαλο να ψάχνεις να βρεις εξειδικευμένο βουλκανιζατέρ μοτοσυκλετών για να σου αλλάξουν σαμπρέλα αν πάθεις λάστιχο, αφού επιδιορθώνονται με ένα απλό κορδόνι σε οποιοδήποτε βουλκανιζατέρ αυτοκινήτων. Επίσης το Winner 200 έχει ένα στιβαρό upside-down πιρούνι, που σε συνδυασμό με τις άκαμπτες χυτές ζάντες αλουμινίου και το μικρότερο ύψος, προφέρουν πιο ομοιογενή και προβλέψιμη συμπεριφορά. Σε καμία περίπτωση δεν αποκαλείς το Winner 200 “σπορ μοτοσυκλέτα” και τα περιθώρια κλίσης στις στροφές είναι μικρά, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ασφαλές και δεν εμφανίζει περίεργες αντιδράσεις, ούτε πρόκειται να κάνει κάτι που δεν το περιμένεις.

Επίσης τα φρένα του έχουν αρκετή δύναμη και καλή αίσθηση, όπως καλό για τα δεδομένα της τιμής και των επιδόσεων του Winner 200 είναι το ABS, που σπάνια θα επέμβει αδικαιολόγητα και τις περισσότερες φορές επαναφέρει άμεσα τη δύναμη πέδησης, εξασφαλίζοντας λογικές αποστάσεις ακινητοποίησης στην άθλια ελληνική άσφαλτο. Αντιστοίχως οι αναρτήσεις καταφέρνουν να διατηρούν αξιοπρεπή επίπεδα άνεσης, χωρίς να είναι υπερβολικά μαλακές, ενώ η παρουσία δεύτερου ατόμου στη σέλα δεν προκαλεί ανεπιθύμητες μετατοπίσεις στο βάρος, οπότε το Winner 200 διατηρεί τη σταθερότητα και τα δυναμικά χαρακτηριστικά του αναλλοίωτα, παρά το επιπλέον βάρος του συνεπιβάτη στον πίσω άξονα. Γενικά ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Winner 200 στην κατηγορία του είναι η ευρυχωρία του. Η σέλα έχει λογική απόσταση από το έδαφος (805mm) και η απόσταση των μαρσπιέ από τη σέλα είναι πολύ μεγάλη (560mm) οπότε όσο ψηλός κι αν είσαι θα βολευτείς με άνεση και αν είσαι κοντός θα πατάς εύκολα στο έδαφος. Εξίσου φιλόξενη είναι η σέλα για τον συνεπιβάτη λόγω του μεγάλου μήκους της που τον κρατά σε λογική απόσταση από τον αναβάτη και λόγω της μικρής υψομετρικής διαφοράς της που κάνει εύκολη τη διαδικασία ανέβα-κατέβα, τόσο για τον συνεπιβάτη όσο και για τον αναβάτη. Η πρακτικότητα του Winner 200 τονίζεται ακόμα περισσότερο από την μεταλλική σχάρα, που επίσης έχει γενναιόδωρο μέγεθος και είναι εύκολο να δέσεις πάνω της ογκώδη αντικείμενα ή να βάλεις μια μεγάλη μπαγκαζιέρα.

Αέρα στα πανιά μας!

Ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα που έχουμε από τις μικρές μοτοσυκλέτες που έχουν σχεδιαστεί κυρίως για τις ασιατικές αγορές είναι η υπερβολικά κοντή τελική σχέση μετάδοσης. Δεν ξέρουμε πώς χρησιμοποιούν εκεί τις μοτοσυκλέτες τους, αλλά θα πρέπει να τις έχουν για να ρυμουλκούν καράβια ή για να κάνουν Trial. Είναι τόσο κοντά γραναζωμένες που ο κινητήρας τους χτυπάει κόφτη με έκτη σε ανηφόρα. Φυσικά μια τόσο κοντή μετάδοση έχει επιπτώσεις στην κατανάλωση και σε αναγκάζει να αλλάζεις όλες τις ταχύτητες πάνω-κάτω από φανάρι σε φανάρι, ακόμα κι αν απέχουν μερικές δεκάδες μέτρα το ένα από το άλλο. Ευτυχώς στο Winner 200, όλες οι σχέσεις του κιβωτίου ταχυτήτων και η σχέση της τελικής μετάδοσης ταιριάζουν άψογα με τα χαρακτηριστικά λειτουργίας και απόδοσης του κινητήρα. Αυτό ισχύει τόσο με ένα, όσο και με δύο άτομα στη σέλα, οπότε το Winner 200 αισθάνεται άνετα σε κάθε δρόμο της πόλης, είτε ελίσσεται στο μποτιλιάρισμα, είτε κινείται για πολύ ώρα σε ανοιχτούς δρόμους ταχείας κυκλοφορίας.

Το πλεονέκτημα του Winner 200 είναι οι ζωηρές επιταχύνσεις εν κινήσει μεταξύ 60km/h-120km/h (στο κοντέρ) που κάνουν τον αναβάτη του να αισθάνεται ασφαλής όταν βρίσκεται ανάμεσα σε αυτοκίνητα στους ανοιχτούς δρόμους, καθώς βρίσκει αμέσως τον ρυθμό της κίνησης στην περίπτωση που σου κόψει κάποιος τη φόρα. Όπως είναι λογικό, στους ανοιχτούς δρόμους το γκάζι μένει πολύ ώρα τέρμα ανοιχτό όταν οδηγείς δίκυκλα μικρού κυβισμού και η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την οδήγηση στο κέντρο της πόλης. Έτσι με δύο άτομα στη σέλα και πολύωρη οδήγηση με πάνω από 100km/h στο κοντέρ, η κατανάλωση του Winner 200 μπορεί να σπάσει το φράγμα των 4 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα, αλλά οδηγώντας μέσα στο κέντρο της πόλης πέφτει εύκολα στο επίπεδο των 3-3,5 λίτρων για κάθε 100 χιλιόμετρα. Σε συνδυασμό με το μεγάλο ρεζερβουάρ των 14 λίτρων, η μέση αυτονομία πλησιάζει τα 400 χιλιόμετρα! Σοβαρό πλεονέκτημα για όσους ζουν σε νησιά, στην επαρχία ή δεν τους αρέσει να επισκέπτονται τα βενζινάδικα κάθε τρεις και λίγο όπως συμβαίνει με τα παπιά. Με τις αξιοπρεπέστατες επιδόσεις του κινητήρα, την μεγάλη αυτονομία και την ευρύχωρη σέλα για δύο άτομα, το Winner 200 σου επιτρέπει να κάνεις εξορμήσεις εκτός των τειχών της πόλης και να καλύψεις ευχάριστα μεγάλες αποστάσεις μέσω επαρχιακών δρόμων.

Καλοδεχούμενο

Το Winner 200 είναι ένα από τα πιο χρηστικά, πρακτικά και ευχάριστα στην καθημερινή συμβίωση εντός πόλης μοτοσυκλετάκια που έχουμε οδηγήσει το τελευταίο διάστημα. Βασικά του πλεονεκτήματα είναι οι χώροι για δύο άτομα και η δυνατότητα του κινητήρα του να μεταφέρει αυτά τα δύο άτομα με ασφάλεια σε κάθε είδους δρόμο εντός και στα πέριξ των μεγαλουπόλεων. Ως εκ τούτου, αν η οδήγηση με δεύτερο άτομο στη σέλα είναι προτεραιότητα για εσένα ή αν είσαι ψηλός και σωματώδης, το Winner 200 είναι από τις πιο κατάλληλες μικρές μοτοσυκλέτες για εσένα.

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                                                          Dymoto by Daytona Winner 200

Αντιπρόσωπος:

EVOMOTO

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

2.125

Ύψος (mm):

1.300

Μεταξόνιο (mm):

-

Απόσταση από το έδαφος (mm):

170

Ύψος σέλας (mm):

805

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

-

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

570

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

560

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

830

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

500

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

167kg

(χωρίς καύσιμο: 156kg )

Πίσω

50,4%

Εμπρός

49,6%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+1,8%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

812

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/163

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 x

Χωρητικότητα (cc):

189

Σχέση συμπίεσης:

11:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

16,5/8.000

Ροπή (kg.m/rpm):

1,6/6.000

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

87,3

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός της Bosch

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια/-

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα/-

 

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Έλεγχος κάθε 12.000

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα πρώτα 1.000 και κάθε 3.000

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

1,7/1,6

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Χάρτινο/ Στα πρώτα 1.000 και κάθε 3.000

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

4,01

28,55

0-100

13,33

232,12

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

19,14

115,65

0-1.000

36,44

126,49

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

14,38

419,87

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

7,8/135,48

9,56/161,5

13,44/224,93

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

3,1

67,65

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

-

Πραγματικά

11,14

11,94

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4 x 17

Ελαστικό:

140/60-17

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 220mm με δαγκάνα ενός εμβόλου με ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Οθόνη LCD με ενδείξεις για ταχύτητα/στροφές/ώρα/επιλεγμένη σχέση/μερικό και ολικό χιλιομετρητή/ στάθμη καυσίμου. Ενδεικτικές λυχνίες για φλας/μεγάλη σκάλα φωτών/ρεζέρβα/μπαταρία. ABS, LED φώτα, θύρα USB.

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

117/37

Ρυθμίσεις:

-

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3 x 17

Ελαστικό:

110/70-17

ΦΡΕΝΟ

Ένας δίσκος 276mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με ABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

14/6.600

Ροπή (kg.m/rpm):

1,6/5.100

Πολύ κοντά στις υποσχέσεις του εργοστασίου η πραγματική ιπποδύναμη και ροπή του κινητήρα. Μάλιστα οι καμπύλες του κορυφώνονται πιο χαμηλά απ’ ότι λένε τα εργοστασιακά στοιχεία. Σε συνδυασμό με τις ταιριαστές σχέσεις στο κιβώτιο ταχυτήτων, το Winner 200 έχει πολύ καλές επιταχύνσεις εν κινήσει.

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

3,5

Ελάχιστη

3

Μέγιστη

5

Αυτονομία (km):

411

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

14/-