Royal Enfield - Έρχεται νέο ιστορικό ρεκόρ παραγωγής για τους Ινδούς

Η κατακόρυφη άνοδος μέσα σε μια 10ετία - Η ιστορία της εταιρείας από το σήμερα στο χθες
Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

26/7/2024

Από "εσωστρεφή" εταιρεία με ιστορικό όνομα, σε παγκόσμιο κατασκευαστή με κυριαρχικές βλέψεις, η υπεραιωνόβια Royal Enfield συνεχίζει να γράφει τη δική της ξεχωριστή ιστορία ατενίζοντας ένα όλο και πιο ευοίωνο μέλλον.

Σε ένα ακόμη ορόσημο παραγωγής, ασύλληπτο πριν από μία περίπου δεκαετία για τα δεδομένα της, αναμένεται να φτάσει φέτος η Royal Enfield, ο παλαιότερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στον κόσμο με αδιάκοπη παραγωγή -συμπεριλαμβανομένης και της βρετανικής κληρονομιάς του- από την ίδρυσή, πριν από 123 χρόνια, έως και σήμερα.

Εκμεταλλευόμενη πλήρως και με σεμιναριακό τρόπο τις τάσεις που επικρατούν παγκοσμίως στους δύο τροχούς και υπό τη σκέπη του κολοσσού Eicher Group, η Royal Enfield έχει βγει για τα καλά από το καβούκι της και το 2024 θα είναι λογικά η χρονιά που θα φτάσει -και ίσως ξεπεράσει- σε παραγωγή το ένα εκατομμύριο μοτοσυκλέτες!

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Ένα ορόσημο που είναι εντός των δυνατοτήτων της εταιρείας αφού και το 2023 έκλεισε επίσης με ιστορικό ρεκόρ για τους Ινδούς, με 920.000 πωλήσεις μοτοσυκλετών και άνοδο της τάξης του 16% έναντι της προηγούμενης χρονιάς.

Αυτός ο όγκος παραγωγής φέρνει τη Royal Enfield ανάμεσα στους μεγαλύτερους κατασκευαστές μοτοσυκλετών στον κόσμο ακόμη και εντός δεκάδας, αν βγουν από την εξίσωση τα παπιά και τα scooter, αλλά και οι μοτοσυκλέτες έως 250 κ.εκ. 

Οι παραπάνω είναι κυβισμοί και κατηγορίες που η ινδική εταιρεία δεν είχε ποτέ παρουσία και ούτε σκοπεύει να αποκτήσει, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, και αυτό κάνει το επίτευγμα της ακόμη πιο εντυπωσιακό. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι στην εγχώρια αγορά της Ινδίας τα μοντέλα με τις υψηλότερες πωλήσεις είναι μεταξύ 100 και 160 κ.εκ., και οτιδήποτε πάνω από 250 κ.εκ. θεωρείται premium.

Στην ινδική αγορά, η Royal Enfield έχει πάνω από το 90% της πίτας στα 250-750 κ.εκ. και σε αυτούς τους κυβισμούς θα παραμείνει και στο μέλλον τόσο στην Ινδία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο όπου δραστηριοποιείται ήδη σε περισσότερες από 40 χώρες, έχει παρουσία και στη Λατινική Αμερική, ενώ είναι ο μοναδικός Ινδός κατασκευαστής μοτοσυκλετών που δραστηριοποιείται και στη Β. Αμερική.

Για να πετύχει βέβαια αυτά τα νούμερα η Royal Enfield πραγματοποίησε "κοσμογονικές" για την ίδια αλλαγές στη στρατηγική της αλλά και στον τρόπο που κατασκευάζει μοτοσυκλέτες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, χωρίς όμως να χάσει την ταυτότητά της. Αντίθετα την ενίσχυσε και την ανέδειξε αποκτώντας στην πορεία εκατοντάδες χιλιάδες φίλους σε όλο τον κόσμο. 

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Από τα μόλις δύο μοντέλα οι Ινδοί έχουν πλέον μια ευρεία γκάμα που απαρτίζεται από 8 μοτοσυκλέτες, οι οποίες θα φτάσουν στο άμεσο μέλλον στις 14 με απώτερο μάλιστα στόχο τις 20 συνολικά.

Μοτοσυκλέτα που ανέδειξε την εικόνα της εταιρείας και πρωτοστατεί στις πωλήσεις της είναι το adventure Himalayan, το οποίο παρουσιάστηκε το 2015 και βρίσκεται πλέον στη δεύτερη γενιά του. Mια γενιά που φέρνει μαζί της και το νέο Sherpa μοτέρ των Ινδών, το πρώτο υγρόψυκτο στην ιστορία τους, όπως και την πρώτη TFT οθόνη με δυνατότητα συνδεσιμότητας.

Οι Bullet και Classic είναι ο "στυλοβάτης" της Royal Enfield εκείνες που την κράτησαν ζωντανή για όσο διάστημα χρειάστηκε και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς της όπως και το εν σειρά δικύλινδρο Interceptor. Από την άλλη, τα επίσης δικύλινδρα 650 Shotgun και Super Meteor σκιαγραφούν την άποψη των Ινδών στα cruiser με το μονοκύλινδρο Meteor να αποτελεί την πιο προσιτή επιλογή και το HNTR να τραβά εντελώς διαφορετική πορεία και να συνδυάζει περισσότερα μοντέρνα στοιχεία -γραφικά και διχρωμίες ρεζερβουάρ- στη διαχρονική σχεδίασή του.

Άνθρωποι κλειδιά στην άνοδο της Royal Enfield είναι ο τωρινός διευθύνων σύμβουλός της εταιρείας Balakrishnan Govindarajan, ο Siddhartha Lal (CEO της εταιρείας την περίοδο 2000-2004) και ο πατέρας του, Vikram Lal, ο Ινδός δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας ο οποίος το 1994 εξαγόρασε τη Royal Enfield μέσω ομίλου της Eicher Motors, του ομίλου που ίδρυσε ο ίδιος και προήρθε από την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του, την Eicher India.

O Govindarajan εντάχθηκε στο δυναμικό της Royal Enfield το 1994, όταν η παραγωγή δεν ξεπερνούσε τις 25.000 μοτοσυκλέτες τον χρόνο -ένα νούμερο που δεν θα άλλαζε σημαντικά για τουλάχιστον μία ακόμη 10ετία- στο μοναδικό τότε εργοστάσιο της εταιρείας στο Tiruvottiyur. 

Ο Govindarajan βρήκε τους κατάλληλους συμπαραστάτες στα πρόσωπα των δύο Lal που ήθελαν να επενδύσουν και να αναπτύξουν την εταιρεία, και από τα μέσα της 10ετίας του 2000 στόχευσε στην αύξηση της παραγωγής ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας και να περάσει η Royal Enfield στο επόμενο επίπεδο. 

Εκτός από τις μεγάλες επενδύσεις με τις ευλογίες των Lal, που επικεντρώθηκαν πρώτα στη Royal και έπειτα στα τρακτέρ του ομίλου, η σημαντικότερη ίσως συνεισφορά του Govindarajan ήταν στη βελτίωση της ποιότητας κατασκευής με τον παράλληλο εκσυγχρονισμό του εργοστασίου και των μεθόδων παραγωγής της εταιρείας, όπως και η προσοχή στον νευραλγικό ποιοτικό έλεγχο των εξαρτημάτων και των μοτοσυκλετών στο σύνολό τους.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Με πτυχίο μηχανικού μηχανολόγου, ο νεαρός τότε Siddhartha Lal, ως CEO συνέβαλε και αυτός με τη σειρά του στη βελτίωση των μοτοσυκλετών της RE, κάνοντας στη σέλα τους πολλά χιλιόμετρα, ενώ είχε συμβολή στην ανάπτυξη και μιας πιο ομαδικής εταιρικής κουλτούρας. "Butts on Seats" (Πισινοί στις σέλες), είναι άλλωστε μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά εσωτερικά από τους Ινδούς, μια αρχή που δείχνει τη γενικότερη φιλοσοφία τους και στην προσέγγισή νέων αναβατών. Στη Royal Enfield θέλουν οι μοτοσυκλέτες τους να οδηγούνται γιατί είναι σίγουροι ότι οι αναβάτες θα καταλήξουν έπειτα να τις αγοράσουν, με test rides να είναι διαθέσιμα σε όλες τις αγορές όπως και στην Ελλάδα.

Οι μεγάλες αλλαγές και επενδύσεις οδήγησαν στον διπλασιαμό της παραγωγής μέχρι το 2010, ενώ μια πενταετία αργότερα είχε ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο. Η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής οφείλεται στα δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας σε Oragadam (2013) και Vallam (2017) με ένα ακόμη να ολοκληρώνεται φέτος-βάσει όσων έχουν ανακοινωθεί- στο Cheyyar, που θα ανεβάσει την παραγωγή ένα ακόμη επίπεδο.

Τα μέγιστα στην προσπάθεια των Ινδών να επεκταθούν παγκοσμίως έχουν συνεισφέρει και τα δύο τεχνολογικά κέντρα που διαθέτουν πλέον, ένα στην Ινδία και ένα στο Leicestershire της Αγγλίας όπως και η εξαγορά της βρετανικής Harris Performance Products το 2015. Η Harris φημήζεται για τα πλαίσια που σχεδιάζει και κατασκευάζει από το 1972 αλλά και για την αγωνιστική της εμπλοκή που είχε φτάσει τη 10ετία του '90 έως και την κορυφαία κλάση των 500 κ.εκ. του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος MotoGP.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Όλα τα εργοστάσια βρίσκονται στην πόλη Chennai (πρώην Madras), στην έδρα της Royal Enfield, εκεί όπου το 1955 στο Tiruvottiyur ξεκίνησε το δεύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της εταιρείας. Τρία χρόνια νωρίτερα η τοπική Madras Motors είχε αναλάβει να εφοδιάσει τον ινδικό στρατό με Bullet 350 και 500 κυβικών με τις μοτοσυκλέτες να καταφθάνουν στην Ινδία το 1953. 

Σκληροτράχηλες και εύκολες στη συντήρησή τους οι μοτοσυκλέτες κέρδισαν τους Ινδούς, και το 1955 η Madras Motors και η Royal Enfield προχώρησαν στη σύσταση της Enfield India με αρχικό στόχο να συναρμολογούνται στο Tiruvottiyur οι μοτοσυκλέτες της. Από το 1962 οι μοτοσυκλέτες κατασκευάζονταν πλέον εξολοκλήρου στην Ινδία.

Η βρετανική κληρονομιά
Το πρώτο κεφάλαιο της Royal Enfield είναι φυσικά βρετανικό με την αρχή να γίνεται το 1891 από τους Bob Walker Smith και Albert Eadie στο Redditch της Αγγλίας και την εξαγορά της George Townsend & Co. που κατασκεύαζε τότε βελόνες και είχε μόλις ξεκινήσει να κατασκευάζει και ποδήλατα.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Δύο χρόνια μετά, η εταιρεία έφτασε σε συμφωνία με την κρατική εταιρεία κατασκευής τουφεκιών Royal Small Arms Factory of Enfield -γνωστή και ως σκέτο Enfield- για την προμήθεια εξαρτημάτων. Αυτή η επιτυχία της την οδήγησε στη μετονομασία της σε Enfield Manufacturing Company Ltd., ενώ Enfield ονομάστηκε και το πρώτο ποδήλατό της. 

Το 1894 τα ποδήλατα ξεκίνησαν να ονομάζονται Royal Enfield έπειτα και από την άδεια που πήρε η εταιρεία από το Βρετανικό Στέμμα, ενώ τότε ξεκίνησε και το σήμα κατατεθέν σλόγκαν "Made Like A Gun" (Φτιαγμένο Σαν Όπλο).

Πέντε χρόνια μετά, το 1898, η εταιρεία κατασκεύασε το πρώτο της τετράκυκλο χρησιμοποιώντας δύο πλαίσια από τα ποδήλατά της και ένα μοτέρ De Dion, ενώ η εταιρεία άλλαξε ξανά το όνομά της σε The Enfield Cycle Co. Ltd., το οποίο και κράτησε για τις επόμενες επτά 10ετίες.

Η πρώτη Royal Enfield μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε το 1901 και είχε σχεδιαστεί από τον Smith και τον Γάλλο Jules Gobiet. Το μοτέρ του 1,5 ίππου βρισκόταν μπροστά από τον λαιμό του σκελετού και η δύναμη έφτανε στον πίσω τροχό μέσω ενός τεράστιου σε μήκος δερμάτινου ιμάντα.

Το 1909 ακολούθησε η πρώτη V2 μοτοσυκλέτα της εταιρείας με κινητήρα Motosacoche 297 κ.εκ., ενώ το 1914 η μεγαλύτερη V2 μοτοσυκλέτα που κατασκεύαζε έφερε μοτέρ έξι ίππων και 770 κ.εκ. Αυτή ήταν και η μοτοσυκλέτα που "είδε δράση" στον 1ο ΠΠ, με τη Royal Enfield να προμηθεύει τον βρετανικό, τον βέλγικο, τον γαλλικό, τον αμερικάνικο αλλά και τον ρώσικο στρατό.

Μετά τον πόλεμο η εταιρεία συνεχίζει να μεγαλώνει και να εξελίσσει μοτοσυκλέτες φτάνοντας το 1930 να έχει συνολικά 11 μοντέλα, από τα 225 έως και τα 976 κ.εκ. Ο σταθμός στην ιστορία της έρχεται δύο χρόνια αργότερα όταν το 1932 παρουσιάστηκε η πρώτη Bullet στην ιστορία στο Λονδίνο, σε τρεις διαφορετικούς κυβισμούς: 250, 350 και 500 κ.εκ. Αυτό είναι και το μακροβιότερο όνομα μοτοσυκλέτας την ιστορία των δύο τροχών αφού εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα με την ίδια την μοτοσυκλέτα να έχει αλλάξει πολλές φορές από τότε.

Royal Enfield - Πάνε για νέο ρεκόρ παραγωγής οι Ινδοί - Η ιστορία της εταιρείας

Ακολουθεί η εμπλοκή της στον 2ο ΠΠ με την προμήθεια μοτοσυκλετών, γεννητριών, ποδηλάτων αλλά και εξαρτημάτων για αντιαεροπορικά όπλα. Πιο διάσημη μοτοσυκλέτα της αυτή την περίοδο ήταν ο δίχρονος "Ιπτάμενος Ψύλλος" (Flying Flea) των 126 κ.εκ. που χρησιμοποιήθηκε από τον στρατό για να πέφτει με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο.

Η βρετανική Royal Enfield συνέχισε να κατασκευάζει μοτοσυκλέτες μετά τον πόλεμο κάνοντας το πέρασμα και στην Ινδία, παρουσιάζοντας το 1960 το Interceptor που έμεινε στην παραγωγή έως το 1970. Ωστόσο η άνοδος των ιαπωνικών εργοστασίων εκείνη την περίοδο αλλά και η δυσκολία των Βρετανών να καλύψουν τη ζήτηση για τις μοτοσυκλέτες τους στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού οδήγησαν στο κλείσιμο της εταιρείας με το οριστικό λουκέτο να μπαίνει το 1970. Επτά χρόνια μετά η πρώτη ινδική Royal Enfield "αποβιβάστηκε" στη Μ.Βρετανία...

Ετικέτες

Test ελαστικού: Bridgestone Battlax SCOOTER SC2 – Τα “φορέσαμε” στο SYM Maxsym 400 GT

Στην θέση των πρώτης τοποθέτησης ελαστικών της MAXXIS
τεστ ελαστικού Bridgestone Battlax Scooter SC2 στο SYM MAxsym 400 GT
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

20/10/2025

Βάλαμε ένα ζευγάρι ολόφρεσκα Bridgestone Battlax SC2 στο SYM Maxsym 400 GT ρίχνοντας το ελαστικό των Γιαπωνέζων κατευθείαν στα βαθιά ήτοι στο μεγαλύτερο και βαρύτερο scooter που χρησιμοποιούμε στο MOTO.

Το Maxsym 400 GT Euro 5+ είναι αναπόσπαστο κομμάτι  του περιοδικού τον τελευταίο χρόνο. Δίνει καθημερινά τη μάχη εντός και όταν απαιτηθεί και εκτός του αστικού ιστού προσφέροντας τις υπηρεσίες του όπου χρειάζεται και είναι απαραίτητο. Το μονοκύλινδρο 400άρι είναι ένας πραγματικός GT εργάτης που ενίοτε αντιμετωπίζει και σκληρή μεταχείριση  όπως άλλωστε και όλα τα δίτροχα που παιρνούν την πόρτα του ΜΟΤΟ.

Στα 10.000 χλμ. που ήδη έχει γράψει στο οδόμετρό του από τον περασμένο Φεβρουάριο που εντάχθηκε στο στόλο του περιοδικού το Maxsym 400 GT δεν έχει δημιουργήσει κανένα απολύτως πρόβλημα με την ποιότητα κατασκευής του να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και τους τριγμούς να λάμπουν δια της απουσίας τους. Φυσικά αυτό που δεν έχουμε στερήσει στο σκούτερ της SYM είναι η ευλαβική συντήρηση πάντα σύμφωνα με αυτά που ορίζει η εταιρεία για το μοντέλο της.

τεστ ελαστικού Bridgestone Battlax Scooter SC2 στο SYM MAxsym 400 GT

Το Maxsym 400 GT ανανεώθηκε το 2024 τόσο αισθητικά όσο και λειτουργικά, ενώ τότε εναρμονίστηκε και με τις προδιαγραφές Euro5+. Μια κατηγορία πάνω σε κυβισμό πάνω από τα δημοφιλή 300άρια, το Maxsym ανήκει στα GT και προτάσσει πολύ καλή κάλυψη από τον αέρα, ισορροπημένη συμπεριφορά και πρακτικότητα που προκύπτει από τους χώρους του.

Ο υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος, τετράχρονος κινητήρας του 399 κυβικών Euro 5+ αποδίδει 34 ίππους στις 6.750 σ.α.λ. και 4 χιλιογραμμόμετρα ροπής στις 5.250 σ.α.λ. Συνεργάζεται με καλορυθμισμένο CVT κιβώτιο και προσφέρει επιδόσεις που βγάζουν το σκούτερ της SYM με αξιώσεις και εκτός των τειχών.

Το πλαίσιο είναι κλασικό σωληνωτό, με ένα συμβατικό πιρούνι με  δύο πλάκες και δύο αμορτισέρ να αναλαμβάνουν τον ρόλο της ανάρτησης. Στα φρένα έχουμε δίσκο 288 χλστ. εμπρός με ακτινική δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και πίσω έναν 275 χλστ. πίσω. Το υποχρεωτικό ABS δεν λείπει, ενώ στάνταρ είναι και το Traction Control. Κάτω από την σέλα μπορείτε να αποθηκεύσετε δύο κράνη full face και περισσεύει και επιπλέον χώρος τουλάχιστον για ένα σετ αδιάβροχα. Χώρος υπάρχει και στα δύο ντουλαπάκια της ποδιάς με θύρα USB ταχείας φόρτισης, ενώ στάνταρ είναι και η σχάρα στο πίσω μέρος με έτοιμες βάσεις για Top Case. 

τεστ ελαστικού Bridgestone Battlax Scooter SC2 στο SYM MAxsym 400 GT

Το SYM έρχεται από το εργοστάσιο με ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της Maxxis (120/70-15 και 160/ 60-14), τα οποία, σε αυτά τα 10.000 χλμ. έδειξαν καλή συμπεριφορά με φυσιολογικό ρυθμό κίνησης παρά τη σκληρή, για τη δική μας άσφαλτο σύσταση γόμας γεγονός που υποστηρίχθηκε από τις καλές στη λειτουργία τους αναρτήσεις του Maxsym 400 GT, ενώ και το ABS δεν έδειξε να προβληματίζεται από τη συμπεριφορά του. Θα έρθει και η ώρα για την πλήρη δοκιμή του Maxsym 400 GT, ας επιστρέψουμε όμως τώρα στο ελαστικό της Brigdestone που είναι και η αφορμή για αυτό το άρθρο.

Bridgestone Battlax Scooter SC2
Το Bridgestone Battlax Scooter SC2 αποτέλεσε συνειδητή επιλογή γιατί έχει σχεδιαστεί ειδικά για μεγάλα σε μέγεθος και βάρος σκούτερ με στόχο να προσδώσει μια πιο ελαφριά συμπεριφορά στην αλλαγή κατεύθυνσης αλλά και περισσότερη πρόσφυση αναδεικνύοντας τις δυνατότητες των maxi σκούτερ ειδικά στο στεγνό, ενώ είναι και το κορυφαίο ελαστικό που προσφέρει η ιαπωνική εταιρεία. Σε σχέση με τα Battlax SC έχει διαφορετική σύσταση γόμας που βελτιώνει την πρόσφυση στο στεγνό σε όλες τις θερμοκρασίες, ενώ υψηλότερη είναι και η πρόσφυση που προσφέρει στο βρεγμένο όπου υπολείπεται μόνο των Scooter SC2 Rain. Προσφέρει επίσης πιο προοδευτική συμπεριφορά στο όριο σε βρεγμένο και στεγνό οδόστρωμα, ενώ και η χάραξή του έχει μελετηθεί ώστε να βελτιώνει την πρόσφυση υπό κλίση. 

Η γόμα του Scooter SC2 έχει διαφορετική σύσταση στο κέντρο από εκείνη που βρίσκεται κοντά στους ώμους με την πρώτη να φροντίζει για τη χιλιομετρική απόδοση και την κατευθυντικότητα και τη δεύτερη για την πρόσφυση υπό κλίση, ενώ το πίσω ελαστικό έχει έξτρα διοξείδιο του πυριτίου και αυξάνει με αυτόν τον τρόπο ακόμη περισσότερο την πρόσφυση στο βρεγμένο. Φέρει επίσης ζώνη μονού σπιράλ στην περιφέρεια, η οποία βελτιώνει την ποιότητα κύλισης, μειώνει το βάρος έναντι των συμβατικής σχεδίασης ελαστικών, ενώ βελτιώνει και το επίπεδο άνεσης.

Το νέο ζευγάρι “παπούτσια” του Maxsym 400 GT τοποθετήθηκε στο κατάστημα Moto Racer του Δημήτρη Κορδερά (Αγίας Γλυκερίας 21, Γαλάτσι 111 47), ο οποίος μας στηρίζει πάντα στα MEGA TEST αναλαμβάνοντας να αλλάξει τα ελαστικά όλων των μοτοσυκλετών του συγκριτικού, με τη επαγγελματική συνέπεια και την ταχύτητα πάνω στη δουλειά του να είναι και τα χαρακτηριστικά που δεν μας αφήνουν περιθώριο να σκεφτούμε κάποιον άλλο τις απαιτητικές ημέρες της προετοιμασίας του MEGA TEST όπου όλα πρέπει να γίνονται σωστά, με γρήγορο ρυθμό και χωρίς πισωγυρίσματα. Τα ελαστικά τοποθετήθηκαν στο σκούτερ της SYM και θα επανέλθουμε σε δεύτερο χρόνο για μία πρώτη αποτίμηση της συμπεριφοράς τους αλλά και των νέων στοιχείων που θα προσδώσουν στη συμπεριφορά του Maxsym 400 GT.

τεστ ελαστικού Bridgestone Battlax Scooter SC2 στο SYM MAxsym 400 GT