Ducati: Επίσκεψη στο Εργοστάσιο και το Μουσείο στην ιστορική έδρα του Borgo Panigale

Στο λίκνο των θρύλων
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/6/2017

Η Bologna είναι μια πόλη που διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να την κάνουν ξεχωριστή και να την συνυφάνουν με διάφορα πολιτιστικά και πολιτισμικά δεδομένα. Σε όλους εμάς όμως, το όνομα της Bologna είναι το ένα και το αυτό με μία μόνο θρυλική επωνυμία: της Ducati.

Πριν από λίγο καιρό βρεθήκαμε στην Bologna για μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μια εταιρεία επιλέγει να κάνει την παρουσίαση ενός νέου μοντέλου στην έδρα της. Συνήθως το μπουλούκι των δημοσιογράφων συγκεντρώνεται σε κάποιο θέρετρο, που συνδυάζει τον καλό καιρό με τις απαραίτητες υποδομές και το πολύ καλό οδικό δίκτυο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητα των σχεδιαστών του. Με το Scrambler Café Racer όμως, η Ducati επέλεξε να το δείξει για πρώτη φορά στον ειδικό τύπο καλώντας τους δημοσιογράφους στο "σπίτι" της. Να οδηγήσουμε το νέο μοντέλο λίγα χιλιόμετρα από εκεί που είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου, εκεί που οδηγήθηκε για πρώτη φορά από τους αναβάτες εξέλιξης, εκεί ουσιαστικά που διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της απόδοσης και της συμπεριφοράς της. Όποιος έχει οδηγήσει εκεί στους πρόποδες των Απέννινων, στο περίφημο Passo della Futa, μπορεί να καταλάβει γιατί γενικότερα οι κόκκινες μοτοσυκλέτες διαθέτουν αυτόν τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα. Το bonus όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η δυνατότητα που είχαμε να επισκεφθούμε το εργοστάσιο με τις γραμμές παραγωγής και στη συνέχεια το ανανεωμένο μουσείο της εταιρείας πριν καν οδηγήσουμε την μοτοσυκλέτα, για να δούμε από κοντά πώς φτιάχνονται τα πραγματικά αντικείμενα του πάθους.

 

Η ιστορική γραμμή

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δραστηριότητα γύρω από την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, με τον Giuglielmo Marconi –γνήσιο τέκνο της Bologna- να κατοχυρώνει την πατέντα του ραδιοτηλέγραφου. Την ίδια εποχή, ένας συντοπίτης του, ο Adriano Cavalieri Ducati κατοχυρώνει την πατέντα για τον πομπό βραχέων ραδιοκυμάτων και στις 4 Ιουλίου του 1926, μαζί με τα αδέρφια του Bruno και Marcello, ιδρύει την Societa Scientifica Radio Brevetti Ducati. Το αντικείμενο της εταιρείας ήταν η κατασκευή μικρών πυκνωτών Manens, οι οποίοι φτιάχνονταν σε ένα μικρό σπίτι από δύο εργάτες και μια γραμματέα! Μέσα σε δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν τέτοια που απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλους στο καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή του Borgo Panigale. Τον Οκτώβρη του 1944 όμως, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά μέσα σε έναν χρόνο ξαναχτίστηκε με αντικείμενο πλέον την κατασκευή μικρών μοτοσυκλετών, που αποτελούσαν ένα φθηνό μέσο μετακίνησης στην μεταπολεμική περίοδο της Ιταλίας.

Η αρχή έγινε με το περίφημο Cucciolo (κουτάβι στα ιταλικά), έναν μικρό τετράχρονο κινητήρα 48 κυβικών που μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε ποδήλατο, ο οποίος απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Λίγο αργότερα φτιάχτηκε το "60", η πρώτη ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα της Ducati, και στη συνέχεια "μπήκε το νερό στ' αυλάκι" με την έλευση του Fabio Taglioni και την σχεδίαση του 125 Sport. Έκτοτε, η Ducati είχε μια διαρκώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορικά όσο και αγωνιστικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ducati Siluro 100 που έσπασε 46 (!) παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας εν έτει 1956. Η ιστορική συνέχεια επεφύλαξε πολλά ορόσημα για την Ducati, όπως τα Scrambler και το 750GT, το πρώτο superbike της εταιρείας την δεκαετία του '70 με τον πρώτο δικύλινδρο desmo V 90° και πρόγονος του SuperSport Desmo του '73 που μπήκε στη συλλογή του μουσείου Guggenheim ως μια από τις ομορφότερες μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν ποτέ. Το έτερο σήμα-κατατεθέν της Ducati, το πλαίσιο χωροδικτύωμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Pantah 500 και την επόμενη χρονιά επανασχεδιάστηκε από τον Taglioni για το 600 ΤΤ2, με το βάρος του να φτάνει μόλις στα 7 κιλά!

Η λίστα με τους ιστορικούς σταθμούς της Ducati είναι μακρά, η οποία συμπεριλαμβάνει από νίκες στο Dakar (με το Cagiva Elefant που είχε κινητήρα της Ducati), μέχρι το θρυλικό 916 που επαναπροσδιόρισε τα superbikes της σύγχρονης εποχής και το Monster που έκανε το ίδιο για την κατηγορία των Naked. Η συνεργασία με την Cagiva δημιούργησε πολύ ισχυρότερους δεσμούς, καθώς το 1985 η εταιρεία του Castiglioni ενέταξε την Ducati στον όμιλο (αφού πιο πριν, το 1950, είχε αναλάβει τον έλεγχο το ιταλικό κράτος), ενώ το 1996 η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς περνώντας στα χέρια της αμερικανικής Texas Pacific Group και το 2005 τα αδέρφια Bonomi επανέφεραν την εταιρεία σε ιταλικά χέρια. Το 2012 όμως, η Ducati εξαγοράστηκε από το Volkswagen Group –και πιο συγκεκριμένα από την Audi που ανήκει στον όμιλο- όπου και παραμένει μέχρι σήμερα ακολουθώντας το επιχειρηματικό πλάνο των Γερμανών.

Το "κόκκινο" εργοστάσιο

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το πρώτο εργοστάσιο της Ducati ήταν ουσιαστικά το υπόγειο του σπιτιού των αδερφών Ducati, όπου κατασκεύαζαν πυκνωτές και εξοπλισμό για ραδιόφωνα. Το 1935 λειτούργησαν για πρώτη φορά οι εγκαταστήσεις στο Borgo Panigale, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών της εταιρείας, δίνοντας μια επιπλέον ώθηση στην δυναμική της Ducati. Μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί ένα… μικρό χωριό, ενώ λίγο μετά άνοιξαν δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας με αντικείμενο τις δραστηριότητες της Ducati στον τομέα των οπτικών. Ενώ το όλο εγχείρημα βρισκόταν σε μια οργιώδη ανάπτυξη, ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να βάλει ένα απότομο φρένο. Το 1943 το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και τον Οκτώβριο του 1944 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε αμέσως η ανακατασκευή του και το 1948 τα αδέρφια Ducati έφυγαν από την εταιρεία. To 1954 η Ducati διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, την Ducati Elettrotecnica και την Ducati Meccanica. Η Ducati Meccanica ήταν η εταιρεία που συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της οποίας αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό εργοστάσιο της Ducati, καθώς η εταιρεία διαθέτει πλέον κι ένα εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη όπου συναρμολογούνται οι μοτοσυκλέτες που έχουν προορισμός τις αγορές της Ασίας.

Σήμερα, το εργοστάσιο της Ducati στην Bologna παραμένει ένα μικρό… χωριό, με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και εγκαταστάσεων να αποτελούν την καρδιά της ιταλικής εταιρείας. Εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας ήταν οι γραμμές παραγωγής, ενώ οι τωρινές γραμμές συναρμολόγησης κινητήρων είναι στο κτήριο που χτίστηκε μεταξύ του 1969-1973 και αποτελούσε το εργοστάσιο παραγωγής των αλουμινένιων και τα ατσάλινων μερών.

Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον

Έχοντας επισκεφθεί πολλά εργοστάσια-και δη ευρωπαϊκά- κατασκευής μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της Ducati δεν ξεχωρίζει για τις τεχνολογικές του καινοτομίες ή για το πρωτότυπο σύστημα των logistics που χρησιμοποιεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ό,τι πιο σύγχρονο και άρτιο υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα. Λίγο ως πολύ όμως, τα περισσότερα εργοστάσια είναι εναρμονισμένα για τις σύγχρονες τεχνικές και ακολουθούν –με μικρές διαφοροποιήσεις- τις ίδιες μεθόδους. Το εργοστάσιο στο Borgo Panigale ξεχωρίζει για άλλο λόγο κι όχι τόσο για την μειωμένη παρουσία αυτοματισμών σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια. Με το που περνάς την πύλη του ιστορικού εργοστασίου –πιστέψτε με, δεν είναι υπερβολή- γίνεσαι αποδέκτης μιας εντελώς διαφορετικής ατμόσφαιρας. Ένα εργοστάσιο, μια εταιρεία, ένας οργανισμός γενικότερα, είναι οι άνθρωποί του και στην Ducati αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι εργάτες, οι μηχανικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι, είναι όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι με την μοτοσυκλέτα και την φίρμα. Δουλεύουν για την Ducati και γουστάρουν που το κάνουν. Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον. Στις τέσσερις γραμμές συναρμολόγησης οι εργάτες που μοντάρουν τα πλαίσια με τους κινητήρες δουλεύουν λες και πρόκειται για την δική τους μοτοσυκλέτα. Η έντονη γυναικεία παρουσία (πάνω από το 20% είναι γυναίκες) δίνει μια διαφορετική αισθητική στον βιομηχανικό σκηνικό. Ανάμεσα στα CNC και τους επεξεργασμένους στροφάλους, την μονοτονία του μετάλλου την σπάνε δύο μεγάλες γλάστρες με φίκους, γύρω από τις οποίες στρίβουν ξυστά τα περονοφόρα με τις εξαρτήματα για τις γραμμές παραγωγής. Ακόμη και στον λειτουργικό και ποιοτικό έλεγχο μέσα στα κλειστά δυναμόμετρα, οι εργάτες που κάνουν την διαδικασία μοιάζουν λες κι έχουν στηθεί για κόντρα σε φανάρι, αντί να αλλάζουν βαριεστημένα ταχύτητες και να συλλέγουν στοιχεία. Μικρές λεπτομέρειες που όλες μαζί όμως φτιάχνουν το διαφορετικό κλίμα που "μυρίζει" Ducati.

Από τις τέσσερις γραμμές παραγωγής η μία είναι αφιερωμένη στην οικογένεια των Panigale λόγω της ιδιαιτερότητας των κινητήρων τους και στις άλλες τρεις συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας. Στις τρεις αυτές γραμμές τα μοντέλα που συναρμολογούνται εξαρτώνται από τις προπαραγγελίες των αντιπροσώπων και όχι από την κάθε παραγγελία ξεχωριστά του εκάστοτε πελάτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εργοστάσιο της BMW, και στην ακμή της σεζόν (που ξεκινάει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο) σε ορισμένες απ' αυτές δουλεύουν έως και τρεις βάρδιες.

Κάπου ανάμεσα στις γραμμές συναρμολόγησης των κινητήρων και μοτοσυκλετών, υπάρχει μια κατακόκκινη –τι παράξενο!- πόρτα, ερμητικά κλεισμένη με ηλεκτρονικές κλειδαριές και καθόλου παράθυρα. Πάνω της έχει μόνο ένα μεγάλο αυτοκόλλητο: Ducati Corse. Πίσω από αυτή την πόρτα βρίσκεται το άντρο του αγωνιστικού τμήματος της Ducati. Η εξέλιξη, ο σχεδιασμός και η βάση των εργοστασιακών ομάδων, τόσο για τα MotoGP όσο και για τα WSBK, γίνεται σ' αυτό το τμήμα του εργοστασίου, στο οποίο φυσικά ούτε λόγος για να ρίξουμε έστω και μια κλεφτή ματιά.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, να αναφέρουμε ότι οι εγκαταστάσεις του Borgo Panigale καταλαμβάνουν μια έκταση 71.657 τετραγωνικών μέτρων, ενώ η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 114.873m2. Εκεί εργάζονται 1.187 άνθρωποι, από τους 1.558 που απασχολεί η Ducati παγκοσμίως. Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα της παραγωγής, καθώς το 2016 έγιναν 55.451 παραδόσεις μοτοσυκλετών στους ιδιοκτήτες τους (ένα νούμερο ρεκόρ για την εταιρεία), ενώ η παραγωγή της περασμένης χρονιάς στο εργοστάσιο της Bologna ήταν 47.054 μοτοσυκλέτες.

Επένδυση στην εκπαίδευση

Η Ducati είναι όμως κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών. Είναι μια φίρμα με δυνατό σήμα και ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς με τους πελάτες της –και όχι μόνο- όντας ταυτόχρονα συνώνυμο του πάθους και του ιταλικού σχεδιασμού. Αυτά τα στοιχεία είναι που της έδωσαν την ώθηση για να δραστηριοποιηθεί και σε τομείς διαφορετικούς από τον αυστηρά κατασκευαστικό χώρο, επενδύοντας τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην ενίσχυση του brand name της.

Το Fisica in Moto (η φυσική της μοτοσυκλέτας) είναι ένα διαδραστικό εργαστήριο φυσικής μέσα στο εργοστάσιο της Ducati. Είναι κατασκευασμένο για μαθητές γυμνασίου-λυκείου και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Fondazione Ducati (του μη κερδοσκοπικού οργανισμού της Ducati που συμμετέχει σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις) και του λυκείου Malpighi από την Bologna. Η διαδρομή που έχει σχεδιαστεί για τους μαθητές που επισκέπτονται το εργαστήριο, είναι σχεδιασμένη από κοινού από τους καθηγητές του σχολείου και καθηγητών από το πανεπιστήμιο της Bologna, στην οποία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να δουν στην πράξη την εφαρμογή των νόμων της φυσικής πάνω στην μοτοσυκλέτα, με ενδιαφέρουσες δράσεις και πειράματα.

Παράλληλα, σε ένα πιο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης λειτουργεί το project DESI (Ducati Education System Italy). Είναι ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2014 από την Ducati και την Lamborghini –τις δύο ιταλικές εταιρείες που ανήκουν στο Audi group), με στόχο την φοίτηση και την εκπαίδευση στην Ιταλία. Μέσα απ' αυτό, δίδεται η δυνατότητα σε νεαρούς Ιταλούς να κάνουν το επόμενο βήμα σ' αυτούς τους τομείς και είναι βασισμένο στο σύστημα που χρησιμοποιείται ήδη στην Γερμανία. Ουσιαστικά, παρέχει την ευκαιρία στο να προχωρήσει η εκπαίδευση μέσα από την πρακτική άσκηση σε πραγματικές συνθήκες, μέσα στην εταιρεία. Σε συνεργασία με τα κολέγια Fiorovanti Belluzzi και Aldini Valeriani, συμμετείχαν 48 φοιτητές την πρώτη χρονιά και 26 την δεύτερη σε τρεις διαφορετικούς τομείς της παραγωγικής διαδικασία, παίρνοντας ένα πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

 

Το νέο μουσείο της Ducati

Για την Ducati, κάθε προϊόν της αποτελεί ένα έργο τέχνης και ως τέτοια θα έπρεπε να έχουν τον δικό τους ξεχωριστό χώρο για να εκτίθενται στα μάτια του κοινού.

 

Γι' αυτό το λόγο, το 1998, ιδρύθηκε το μουσείο της Ducati, που συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στις εγκαταστάσεις του Borgo Panigale. Πρόκειται για έναν χώρο 850 τετραγωνικών μέτρων το οποίο μέχρι πρότινος στέγαζε μόνο το αγωνιστικό κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Πρόσφατα, ο χώρος ανακαινίσθηκε και αναδιοργανώθηκε και πλέον εκτίθενται όλα τα μοντέλα-ορόσημα της Ducati, μαζί με τις καινοτομίες και τα τεχνολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Το καλωσόρισμα στο μουσείο γίνεται από μια ιστορική αναδρομή με εκθέματα από τότε που η Ducati δεν κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες αλλά πυκνωτές και εξαρτήματα ραδιοφώνων, μαζί με φωτογραφίες από τα αδέρφια Ducati και το σπίτι τους, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο εργοστάσιο της φίρμας.

Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις μοτοσυκλέτες, οι οποίες είναι μοιρασμένες σε τέσσερα δωμάτια και σε τρεις τομείς, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί στους τοίχους προκειμένου οι μοτοσυκλέτες να ξεχωρίζουν και να μην αποσπά τίποτε το βλέμμα από πάνω τους, όπως μας είπαν οι άνθρωποι που μας ξενάγησαν στον ανακαινισμένο χώρο.

Ο ένας τομέας έχει να κάνει με την ιστορία των μοτοσυκλετών παραγωγής παραθέτοντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Ο δεύτερος τομέας αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την αγωνιστική παράδοση της εταιρείας, όπου τα εκθέματα συνοδεύονται από τα αμέτρητα τρόπαια που έχουν κερδίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ο τρίτος τομέας είναι αφιερωμένος στους ίδιους τους αναβάτες της Ducati, τους "ήρωες της Ducati", όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της εταιρείας.

Συνολικά εκτίθενται 46 μοτοσυκλέτες, εκ των οποίων οι 19 είναι μοτοσυκλέτες παραγωγής, ενώ για μερικές από αυτές είναι η πρώτη φορά που ποζάρουν ως εκθέματα.

Ετικέτες

D. Domokos: Ο πρώτος βασιλιάς της σούζας!

The Wheelie King
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

9/10/2017

Ο Doug Domokos ήταν ο «Wheelie King», ο πρώτος επαγγελματίας του είδους και ο άνθρωπος που έκανε τις καλύτερες σούζες μέχρι τον θάνατό του. Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, την εποχή που ο Evel Knievel έχει ήδη συμπληρώσει μία δεκαετία κάνοντας άλματα, και πλέον έχει έρθει η στιγμή που το αστέρι του μεσουρανεί και η καριέρα του απογειώνεται στρώνοντας τον δρόμο για ένα επάγγελμα που ως τότε πρακτικά δεν υπήρχε.

Το 1975 ο Doug Domokos ετοιμάζεται να γιορτάσει τα εικοστά του γενέθλια, και με την προτροπή ενός φίλου σχηματίζει μία ομάδα τριών ανθρώπων, για να διασκεδάζουν τον κόσμο στα διαλείμματα ανάμεσα στους αγώνες αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών. Για να φτάσουμε βέβαια σε αυτό, έχει προηγηθεί μία φοβερή πενταετία. Ο Domokos καβαλούσε μοτοσυκλέτες από μικρή ηλικία, αλλά η πρώτη δική του ήρθε όταν ήταν 15 ετών. Για να την συντηρήσει, αλλά κι από πραγματικό πάθος, ο Doug ξεκίνησε ως βοηθός συνεργείου μετά το σχολείο. Είναι η εποχή που τα συνεργεία – ανά τον κόσμο κι όχι μονάχα στις ΗΠΑ- είναι πανίσχυρα και λειτουργούν με την δυναμική που σήμερα έχουν οι αντιπροσωπείες. Το συνεργείο που πιάνει δουλειά ο Domokos, το Red Bud, που τόσο θυμίζει σε όνομα την Red Bull (!) οργανώνει τοπικά πρωταθλήματα motocross στα οποία το προσωπικό βοηθά σε οργανωτικό ρόλο. Σε κάθε διάλειμμα, ο Domokos πραγματοποιεί σούζες με την μοτοσυκλέτα του μαζεύοντας κόσμο τριγύρω του που συχνά αριθμεί το σύνολο των θεατών του αγώνα. Χρόνο με τον χρόνο χτίζεται η φήμη πως όταν πηγαίνεις την μοτοσυκλέτα σου για service στο Red Bud, ο Domokos την τεστάρει πριν στην παραδώσει κάνοντας σούζες κατά μήκος της παρακείμενης σιδηροδρομικής γραμμής. Ο ίδιος χρόνια αργότερα στο βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει πριν τον θάνατό του, επιβεβαιώνει πως η φήμη ήταν βάσιμη. Είμαστε βέβαια σε διαφορετικές εποχές από σήμερα, και υπάρχουν πελάτες που πηγαίνουν απλά για να δώσουν την μοτοσυκλέτα τους στον Domoko και να την δουν να ξύνει το πίσω φτερό της στην άσφαλτο..

Είναι εξαιτίας αυτής της φήμης που ο Domokos και τρεις φίλοι με αντίστοιχο πάθος για τις σούζες, ξεκινούν τις επιδείξεις σε αγώνες. Από τους τρεις, ένας είναι εκείνος που εκτός από τις σούζες παθιάζεται με το χειροκρότημα του κόσμου και χτίζει την προσωπικότητα του “showman” προσπαθώντας να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών στην ακμή του για κάθε διαθέσιμο λεπτό. Το αποτέλεσμα είναι να συνεχίσει μόνος του καθώς οι άλλοι δύο χάνουν το ενδιαφέρον τους και λίγο αργότερα, σχεδόν οκτώ χρόνια από την ημέρα που απέκτησε την πρώτη του μοτοσυκλέτα, κλείνει συμβόλαιο με την Kawasaki. Πλέον είναι ο πρώτος «επαγγελματίας της σούζας» ζει μονάχα από τις εμφανίσεις που πραγματοποιεί στο Supercross.

Η πρώτη επαφή με την Kawasaki δεν είναι εύκολη. Η μοτοσυκλέτα του παραδίδεται καινούρια σε κούτα, μόλις μισή ώρα πριν την έναρξη του σόου, και ο Domokos έχει μονάχα δέκα λεπτά με ένα τέταρτο στην κατοχή του για να την συνηθίσει και να την προετοιμάσει. Εκείνο το πρώτο σόου με την Kawasaki όμως έμελλε να είναι από τα πιο πετυχημένα!

Ο ίδιος θα πει αργότερα: «νόμιζα ότι αυτό θα είναι πάντα κάτι που κάνω τα Σαββατοκύριακα, ότι θα γυρνώ από πόλεις σε πόλεις με τα ταξίδια και την εμπειρία να είναι η μόνη σοβαρή ανταμοιβή. Στην καλύτερη περίπτωση θα ζούσα σαν κάποιος που δουλεύει σε τσίρκο. Ποτέ δεν πίστευα ότι δεν θα χρειαζόταν να ξανά δουλέψω στην ζωή μου. Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα εξελίχθηκαν τα πράγματα»!

Το 1981 τα «πράγματα» γίνονται ακόμα καλύτερα: Προσλαμβάνεται από την Honda όπου τον αντιμετωπίζει όπως μία κανονική ομάδα, κι έτσι του διαθέτει χρόνο από τους μηχανικούς της καθώς και προϋπολογισμό για να κάνει τις δικές του μετατροπές.

Αμέσως κατασκευάζουν κάτι πρωτοποριακό για την εποχή, ένα ηλεκτρικό μοτέρ στον εμπρός τροχό με δύο ταχύτητες, ώστε να συνεχίσει να γυρνά όταν ο Domokos ξεχνούσε να τον κατεβάσει. Το μοτέρ αυτό είχε διακόπτη υδραργύρου για να σταματά αμέσως μόλις ο τροχός άγγιζε το έδαφος. Ξεκινούσε το καλύτερο μέρος για την καριέρα του.

Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, από την Ιαπωνία και την Νέα Ζηλανδία, μέχρι χώρες τις Λατινικής Αμερικής που ο μοτοσυκλετισμός ήταν μία πιο ασαφής έννοια. Ενέπνευσε έτσι κι άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα και έτσι σχηματίστηκε ανταγωνισμός στο επάγγελμα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Γρήγορα λοιπόν μπήκε στην διαδικασία να αναζητεί την επόμενη μεγάλη πρόκληση που κανείς χωρίς υποστήριξη, προϋπολογισμό και φυσικά αντίστοιχο ποσό τρέλας, δεν θα μπορούσε να αντιγράψει.

Ο Domokos δεν μπορούσε φυσικά να γνωρίζει, πως εκείνη την στιγμή έριχνε τα θεμέλια και για τον τρόπο που λειτουργούν οι stuntmen της μοτοσυκλέτας, στην σημερινή εποχή!

Οι σούζες και τα σόου γινόντουσαν πλέον με όλων των ειδών τις μοτοσυκλέτες και ακόμα και σήμερα φιγουράρει η φωτογραφία του με το εξακύλινδρο KZ1300 της Kawasaki, να δείχνει με περηφάνια τους λαιμούς των εξατμίσεων του..

Από την παραπάνω ανάγκη, το 1983 παίρνει μία άδεια που εκείνη την εποχή δινόταν πιο εύκολα, και ανεβάσει την μοτοσυκλέτα στην κορυφή του Empire State Building και λίγους μήνες αργότερα ολοκληρώνει μία περιστροφή της πίστας Supercross στο Anaheim Stadium χωρίς να προσγειώσει τον εμπρός τροχό, σε μία παράσταση που έξυπνα είχε προμοταριστεί ως «στοίχημα» με τον διοργανωτή του αγώνα για 10.000 δολάρια!

Η επιτυχία αυτή έφερε και την προσπάθεια για το παγκόσμιο ρεκόρ απόστασης με σούζα, που ο Domokos στερέωσε στα 234 χιλιόμετρα! Ένα ρεκόρ που παρέμεινε δικό του για περισσότερο από μία δεκαετία και πιθανότητα θα το είχε ξανά κερδίσει και ίσως το κρατούσε και σήμερα, αν δεν έφευγε απότομα από την ζωή. Μαθαίνοντας να πετά με υπερελαφρά αεροσκάφη, ο Domokos σκεφτόταν τον τρόπο που θα τα ενσωματώσει στις μελλοντικές του παραστάσεις, όταν σκοτώθηκε στα τέλη του 2000 μαζί με τον εκπαιδευτή του, σε μία εκπαιδευτική πτήση. Η αρραβωνιαστικιά του είχε φέρει λίγο καιρό πριν στην ζωή, τον γιο τους Νικόλα.

Ακόμα και σήμερα στην εποχή του internet, το επίθετο «Domokos» μαζί με το όνομα του γιου του (Νικόλας) χρειάζεται μονάχα ένα σχόλιο για να πυροδοτήσει εικασίες για την ελληνικότητα της καταγωγής του. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Domokos είχε μακρινές ρίζες από την Ουγγαρία και μάλιστα το όνομα αυτό απαντάται σε ισπανικές φυλές, αν κανείς πάει ακόμη πιο πίσω… Καμία σχέση με τον Δομοκό εδώ, τις στροφές του και φυσικά το «Κατίκι Δομοκού»…

Πριν τον θάνατό του,  ο Doug Domokos είχε πλούσιο συγγραφικό έργο σε περιοδικά και είχε εκδώσει ήδη ένα βιβλίο, ενώ πλούσιο ήταν και το ανθρωπιστικό του έργο. Το Hollywood είχε ήδη αρχίσει να αποκτά επικοινωνία μαζί του, έχοντας συμμετοχή σε ταινίες όπως το Cannonball Run.

Ήταν ο πρώτος βασιλιάς της σούζας και αναμφισβήτητος στην εποχή του, θέτοντας πολλά από τα θεμέλια για μία αντίστοιχη καριέρα σήμερα. Εκτός από ταλέντο σε αυτό που έκανε, μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας του, ήταν ο τρόπος που διαχειριζόταν το κοινό και η ευγενική φυσιογνωμία του…

 

Ανεβαίνοντας με σούζα, έναν από τους πιο διάσημους δρόμους στο San Francisco:

 

---- Στην σημερινή εποχή:

Ο Dougie Lampkin πραγματοποιεί έναν ολόκληρο γύρο του Isle of Man με σούζα