Πέθανε σήμερα ο Kenji Ekuan, σχεδιαστής των Yamaha

Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

10/2/2015

Ο Kenji Ekuan ίσως δεν μας είναι γνωστός ως όνομα, όμως γνωρίζουμε πολύ καλά την δουλειά του, αφού πρόκειται για τον ιδρητή της σχεδιαστικής εταιρεία GK στην Ιαπωνία, η οποία είχε αναλάβει των σχεδιασμό των περισσότερων μοτοσυκλετών της Yamaha από την δεκαετία του ΄60 μέχρι και σήμερα. Τα πιο γνωστά μοντέλα που φέρουν την προσωπική του υπογραφή είναι το V-Max και η R1, όμως ο Kenji Ekuan και οι συνεργάτες τους ήταν υπεύθυνοι για πολλές ακόμα δημιουργίες της εταιρεία των τριών διαπασών, όπως τα concept bikes που εμφανίζονται στις εκθέσεις του Τόκυο. Ο Kenji γεννήθηκε στο Τόκυο το 1929 όμως την ζωή του στιγμάτισε μια για πάντα ο βομβαρδισμός της Hiroshima από τους Αμερικάνους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του πατέρα του από την ραδιενεργή ακτινοβολία. Το πάθος του για των βιομηχανικό σχεδιασμό πυροδότησε η εικόνα των κατεστραμμένων οχημάτων και κτηρίων που αντίκρισε μετά την έκρηξη της βόμβας και όπως ο ίδιος έλεγε: Μου έδειναν την εικόνα ότι ήθελαν να μου μιλήσουν και να παραπονεθούν που δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν αρκετά. Από τότε ήθελα να σχεδιάζω και να φτιάχνω αντικείμενα…

Το πιο διάσημο δημιούργημά του είναι το μπουκάλι για την σάλτσα σόγιας της εταιρείας KIKKOMAN με το χαρακτηριστικό κόκκινο καπάκι, όπως και μερικά από τα πιο εντυπωσιακά bullet-train της Ιαπωνίας. Το έργο του βραβεύτηκε πολλές φορές σε διεθνές επίπεδο, με πιο πρόσφατο το Golden Compass Award, ένα υψηλού κύρους σχεδιαστικό βραβείο που κέρδισε πέρσι στην Ιταλία.   

 

 

 

 

 

 

GK Design Group Chairman

Kenji Ekuan

Βιογραφικό

1929 Born In Tokyo
1955 Graduated from the Tokyo National University of Fine Arts and Music
1957 Graduated from the Art Center College of Design (USA)
1957 Established GK Industrial Design Associates and took office as President
1970 Elected President of JIDA *1
1973 Executive Chairman of the Organizing Committee for ICSID '73 Congress, Kyoto
1976 Elected President of ICSID *2
1982 Appointed Chairman of the Committee for Exposition Facilities for Tsukuba EXPO '85 1985 Executive Producer of the Osaka Design Festival '85
1985 Appointed Director of the Kawakawa Design School
1987 Appointed Co-General Producer of the World Design Exposition '89, Nagoya
1989 Appointed Chairman of the "Design - Up" committee for Tokyo Metropolis
1995 Appointed Chairman of the Japan Institute of Design
1998 Appointed Chairman of the Design for the World
*1 JIDA --- Japan Industrial Designer's Association
*2 ICSID --- International Council of Societies of Industrial Design

Chairman of GK Design Group
Chairman of Design for the World
Senator of ICISID
Chairman of the Japan Finland Design Association
Board Member of Japan Association of Artist Craftsmen and Architects
Board Member of the Japan Society for Future Research
Dean of Shizuoka University of Art and Culture
Chairman of the Japan Institute of Design
Trustee of the Art Center College of Design (USA)
Advisory Member of University of Industrial Arts Helsinki (FINLAND)
Committee Member of Raymond Loewy Foundation Japan

Βιβλιογραφία

Dogu Ko (historical and philosophical analysis of the roles of "tools" in the life of man); published by Kajima Institute Publishing Co., Ltd. Tokyo 1967
Industrial Design (the world of Dogu, its origins, its future); published by Japan Broadcast Publishing Co., Ltd. (NHK Book), Tokyo 1971
The History of Kitchen Utensils; published by Shibata Shoten Publishing Co., Ltd. Tokyo 1976
Makunouchi Bento no Bigaku (the aesthetics of the Makunouchi Lunch Box); Published by Goma Shobo Co., Ltd. Tokyo 1980
The Philosophy of Tools; published by PHP publishers, Kyoto 1980
Butsudan to Jidosha (the Buddhist altar and the automobile); published by Kosei Shuppan, Tokyo 1986
Material Things and Japanese; published by Tokyo Shoseki, Tokyo 1994
Soul and Material Things; published by Holp Shuppan Publishers, Tokyo 1997
The aesthetics of Japanese Lunchbox; published by MIT PRESS, USA 1998
The Discourses of Dogu; published by Kajima Institute Publishing Co., Ltd. Tokyo 2000

Βραβεύσεις

ICSID Colin King Grand Prix (ICSID, 1979)
Honorary doctor of Science from Art Center College of Design (USA, 1981)
Honorary Membership of ORNAMO (Finnish Association of Designers, 1981)
Honorary Fellowship of IDIA (Australia, 1981)
Elected tot eh Mexican Academy of Design (Mexico, 1984)
International Design Award (IDSA, USA, 1988)
The Award for contributions to Design Promotion (Japan, 1992)
The Blue Ribbon Medal (Japan, 1992)
JIDA Grand Prix (Japan, 1993)
Sir Misha Black Medal (England, 1995)
Officier de L'Ordre des Arts et des letters (France, 1997)
Honorary Doctor from London Institute (England, 1999)
The Order of the Rising Sun (Japan, 2000)
Honorary Doctor from University of Art and Design Helsinki (Finland, 2001)
Lucky Strike Designers Award (2003)
The International Scientific and Technological Cooperation Award of The People's Republic of China (2004)
The Insignia of Commander in the Order of the Lion of Finland (Finland, 2005

 

Μια απ' τις πιο σημαντικές "μοτοσυκλέτες" της Moto Guzzi

Η κρυφή ιστορία πίσω απ' το τρίτροχο
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/2/2019

Moto Guzzi V7, η πιο αναγνωρίσιμη της εταιρείας που κατέχει το ρεκόρ του Ευρωπαίου κατασκευαστή με την μεγαλύτερη ΑΔΙΑΚΟΠΗ λειτουργία, μία μοτοσυκλέτα είδωλο για όλους τους ιταλόφιλους και όχι μονάχα τους guzzisti! Σήμερα θα πάμε στην απαρχή της ιστορίας της και θα βρούμε την βάση για έναν από τους λόγους της επιτυχίας της. Και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε με μία ελάχιστα γνωστή τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που παίζει με τα όρια που υπάρχουν με την αυτοκίνηση του σήμερα, μιας και κάποτε όλες αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο γκρίζες…

Με μια πρώτη ματιά το τρίτροχο της Moto Guzzi εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του θυμίζοντας περισσότερο αυτοκίνητο -λόγω του τιμονιού- και λιγότερο φουρκόνι όπως θα προτρέξουν πολλοί να το παρομοιάσουν, όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι τελείως ξεχωριστό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Moto Guzzi υπέγραψε μια συμφωνία με τον ιταλικό στρατό ώστε να τους κατασκευάσει ένα όχημα ικανό για να περάσει ακόμη κι απ’ τα πιο δύσβατα ορεινά μονοπάτια, μεταφέροντας συνάμα μεγάλες ποσότητες προμηθειών και χωρίς να έχει μεγάλο κόστος συντήρησης. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι της Moto Guzzi απ’ τον στρατηγό Ferruccio Garbari που ήθελε να “αποσύρει” τα μουλάρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος τα στρατεύματα για την μεταφορά εφοδίων καθώς κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου αποδείχτηκαν υπό μια έννοια ζημιογόνα, αφού όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έπρεπε να τραφούν για να αποδώσουν - και με τη τροφή να είναι περιορισμένη τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Έτσι τον Μάρτιο του 1960 μετά από έναν χρόνο εντατικών δοκιμών και τροποποιήσεων, η Moto Guzzi παρουσίασε το Autoveicolo Da Montagna (ορεινό όχημα).

Υπεύθυνος για τη δημιουργία του ήταν ο ευρηματικός μηχανικός της ιταλικής εταιρείας, Giulio Carcano. Το αρχικό του πλάνο ήταν να χρησιμοποιήσει τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κυβικών που είχαν κι άλλες μοτοσυκλέτες της εταιρείας -τόσο στρατιωτικές όσο και παραγωγής, όμως αφού αποδείχτηκε αρκετά αδύναμος τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Giulio είχε σχεδιάσει έναν αερόψυκτο δικύλινδρο V 90ο με σκοπό να τοποθετηθεί στην sport έκδοση του Fiat 500, όμως το σχέδιο ματαιώθηκε καθώς η Moto Guzzi δεν είχε τη δυνατότητα να τον παράγει στις ποσότητες που ζητούσε η Fiat. Ναι, ήταν μία ωραία εποχή που ευνοούσε τις συνεργασίες. Το γεγονός πως ήταν υπεύθυνος στη δημιουργία του Autoveicolo Da Montagna του έδωσε τη δυνατότητα να εξελίξει περαιτέρω τον κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό στα 754 κυβικά, προσφέροντας έτσι στο βαρυ σχετικά πρωτότυπο τις απαραίτητες επιδόσεις για να περνά και απ' τα πιο δύσκολα μονοπάτια. Ακόμη, ο κινητήρας είναι εφοδιασμένος με κιβώτιο έξι σχέσεων και μια όπισθεν παρέχοντας την κατάλληλη κλιμάκωση της δύναμης ώστε να ανεβαίνει μέχρι και πλαγιές με κλίση έως 31 μοίρες. Για να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε οποιοδήποτε τερέν, εφοδίασε τους πίσω τροχούς με ένα είδος ερπύστριας που μάλιστα είναι ρυθμιζόμενη ώστε να παρέχονται τα μέγιστα δυνατά επίπεδα πρόσφυσης, ενώ η μετάδοση της κίνησης γίνεται μέσω του διαφορικού.

Ακόμη ο μπροστινός τροχός παίρνει κίνηση απ’ τον κινητήρα μέσω δύο αξόνων με αποτέλεσμα να εκμηδενίζονται σχεδόν οι πιθανότητες να κολλήσει σε κάποιο μέρος στο βουνό. Όμως, το μεγαλύτερο ατού του –η αναρρίχηση στις απότομες πλαγιές- ήταν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, καθώς είχαν σκοτωθεί αρκετοί στρατιώτες την ώρα που ανέβαιναν στις πλαγιές αφού πολλές φορές αναποδογύριζε, πλακώνοντάς τους. Με την σκληρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή, συγκριτικά με την πιο εύκολα συναισθηματικά φορτισμένη δική μας, να ρίχνει βάρος και στο ίδιο το στράτευμα, καθώς δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο...

Σαν σύνολο εκπλήρωνε επιτυχώς τον στόχο του, αφού το πεδίο δράσης του δεν γνώριζε περιορισμούς -χάρη στην κίνηση στους τρεις τροχούς και τις ερπύστριες- ενώ παράλληλα το κόστος συντήρησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χρήμα αλλά αντίθετα σε χρόνο. Πράγμα που σε στρατιωτικούς όρους το καθιστούσε ασύμφορο. Έτσι οι απώλειες που είχαν προκύψει απ’ τη χρήση του και σε συνδυασμό με τη δύσκολη συντήρηση που είχε λόγω των αξόνων κίνησης οδήγησε στην διακοπή της παραγωγής της, το 1963. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδόνυμό του σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, ήταν: "Συνονθύλευμα γραναζιών".

Το εικονιζόμενο, άψογα ανακατασκευασμένο μοντέλο, προέρχεται απ’ το μουσείο The motorworld του V. Sheyanov που βρίσκεται κοντά στην Σαμάρα, βορειοανατολικά της χώρας μας κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν.

Ο Peter Moskovsskikh αναφέρει την ιστορία της μοτοσυκλέτας μέχρι να μπει στο μουσείο ως έκθεμα λέγοντας: “Την αποκτήσαμε από έναν συλλέκτη στο Rimini. Δεν ήταν σε κακή κατάσταση όμως η ολική ανακατασκευή της ήταν απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρούμε όλα τα ανταλλακτικά και όχι η διαδικασία της αναπαλαίωσης που διήρκησε έξι μήνες.” Για την ακρίβεια η αναπαλαίωση ήταν τόσο πιστή που απέκτησε ξανά μέχρι και την Beretta 38/49 που χρησιμοποιούσαν τα ιταλικά στρατεύματα στο ‘B Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και το έμβλημα του Torino Alpini του στρατιωτικού σώματος που την χρησιμοποιούσε.

Η ανακατασκευή της όμως δεν έγινε στο ρωσικό μουσείο όπως πολλοί θα πιστεύαμε αλλά πίσω στην Ιταλία, στο Cingoli, απ’ τον Costantino Frontalini ιδιοκτήτη ενός άλλου μουσείου που είναι αφιερωμένο στα sidecars.

Το τρίτροχο της Moto Guzzi έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της κίνησης που είχε και στους τρείς τροχούς καθώς και των ερπυστριών της όμως το πραγματικό μυστικό είναι ότι κρύβει μέσα της κάτι που είναι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας για την εταιρεία, τον κινητήρα της. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος διάταξης V της Moto Guzzi που χρησιμοποιήθηκε έστω και σε μοντέλο για στρατιωτική χρήση αλλά επειδή μετέπειτα θα εξόπλιζε μοντέλο - είδωλο της εταιρείας, το V7.

Ο λόγος της δημιουργίας της V7, αποσκοπούσε στο να κερδίσει η Moto Guzzi έναν διαγωνισμό που είχε ξεκινήσει η ιταλική κυβέρνηση για τον εξοπλισμό της αστυνομίας με μοτοσυκλέτες. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που η μοτοσυκλέτα του θα είχε το χαμηλότερο κόστος συντήρησης απ' τις υπόλοιπες στα πρώτα 100.000 και όπως καταλαβαίνετε η Moto Guzzi σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αντίπαλο, χάρη τη δημιουργία του Giulio Carcano. Για να τον τιμήσει έδωσε τ' όνομά του στον κινητήρα, παρουσιάζοντας έτσι τον Carcano V7Έτσι το 1964 η πρώτη V7 βγήκε στην παραγωγή διαμορφώνοντας την εικόνα της Moto Guzzi που μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη με τους εγκάρσια τοποθετημένους κινητήρες.

Αν θέλετε, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την δοκιμή της V7 II Special 2015, συνεχίζοντας την ιστορία του Carcano...

Ετικέτες