Custom special: DMOL Airforce!

Φόρος τιμής στον Giovanni Ravelli
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

19/1/2018

Η ιστορία αυτού του Moto Guzzi LeMans Mk II του 1982, είναι μία σκέτη περιπέτεια. Αφού στούκαρε με φορτηγό, έμεινε να σαπίζει στον ήλιο και την βροχή της ιταλικής εξοχής, για σχεδόν δύο δεκαετίες. Ξεθάφτηκε, κυριολεκτικά, φορτώθηκε για να ταξιδέψει μέχρι το Λονδίνο και γλιτώνοντας άλλο ένα στουκάρισμα, έφτασε στο γκαράζ όπου λύθηκε πλήρως, πέρασε από λεπτομερές καθάρισμα με ατμό κι αποκάλυψε ότι πέρα από κάθε προσδοκία ο κινητήρας του ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, αντέχοντας μία ζωή έκθεσης στις καιρικές συνθήκες.

Οι DMOL (Death Machines of London) αποφάσισαν ότι αυτό το Moto Guzzi έπρεπε να γίνει μία custom μοτοσυκλέτα που να αποτελεί φόρο τιμής στον Giovanni Ravelli, συνιδρυτή της φίρμας. Ο Ravelli ήταν μία χαρισματική προσωπικότητα, που ενέπνευσε το σήμα της ιστορικής μάρκας η οποία προϋπήρχε του Β’ΠΠ, σε αντίθεση με αρκετές από μάρκες που ξεπήδησαν αμέσως μετά, εξαιτίας της ανέχειας που ακολούθησε την λήξη του. Πρόκειται λοιπόν για μία ιταλική μάρκα που βασίστηκε στο πάθος αντί για την ανάγκη κι ο Ravelli είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτό.

Όταν ιδρύθηκε στις 15 Μαρτίου του 1921 η Moto Guzzi από τους κεφαλαιούχους Emanuele-Vittorio και Giorgio Parodi με τον Carlo Cuzzi, σύντροφοι στην Ιταλική στρατιωτική αεροπορία, ο κοινός τους φίλος Ravelli, μετρούσε ήδη δύο χρόνια νεκρός. Κι όμως, ένας από τους καλύτερους πιλότους του Α’ΠΠ με το παρατσούκλι “The Italian Devil” στους αγώνες που έπαιρνε μέρος, ταχύτατος σε ξηρά κι αέρα, ήταν ο άνθρωπος που ενέπνευσε το όραμα της δημιουργίας μίας νέας μάρκας στους δύο φίλους του. Όταν σκοτώθηκε σε ατύχημα δοκιμαστικής πτήσης, οι δυο τους συνέχισαν το όραμά του και το λογότυπο της Moto Guzzi δημιουργήθηκε στην μνήμη του κι ως ένδειξη τιμής προς την αεροπορία.

Με λίγα λόγια οι αιθέρες και η Moto Guzzi ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες εκείνη την εποχή, ενώ το πνεύμα του Giovanni Ravelli συνέχισε να ακολουθεί για πολλά χρόνια τα πρώτα βήματα της μάρκας, καθώς τα πλαίσια φτιάχνονταν με βάση την κληρονομιά που άφησε πίσω του.

Οι DMOL λοιπόν δεν θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερο όνομα από το «AIRFORCE» στο εμπνευσμένο αυτό μοντέλο που κατασκεύασαν, κρατώντας και το πλαίσιο, επίσης σε μία ένδειξη τιμής προς τον Ravelli, με την ευρύτερη έννοια πως ήταν το μυαλό πίσω από τα πλαίσια στα πρώτα βήματα της φίρμας. Πρακτικά η στάση τους ήταν, πως από την στιγμή που το Mk II LeMans έστριβε, δεν χρειαζόταν να το πειράξουν και πολύ. Επίσης είχαν σκοπό να το παρουσιάσουν στην επέτειο των γενεθλίων του, στις 14 Ιανουαρίου δηλαδή, αν κι αρχικά δούλεψαν με περιθώριο ακριβώς 112 ημερών εργασίας, για να το προωθήσουν στην μεγάλη έκθεση custom της Αγγλίας.

Το φαίρινγκ και το ρεζερβουάρ είναι αλουμινένια, σφυρήλατα στο χέρι, πράγμα που σημαίνει πως υπάρχει πολύ δουλειά αλλά όχι βέβαια στο επίπεδο που έχουν επιδείξει οι δικοί μας εδώ, στην DNA Filters -παρόλο που δεν είναι «καστομάδες»- ούτε φυσικά με τόσο εξιδεικευμένα εργαλεία κι αψεγάδιαστο αποτέλεσμα, ωστόσο κρύβει απίστευτη δουλειά και πρέπει να τους αναγνωριστεί.

Χρησιμοποίησαν την παλιά καλή τεχνική, όπου σε ένα ξύλινο ομοίωμα το μέταλλο χτυπιέται με το χέρι, αφήνοντας μία σειρά από ατέλειες που κανονικά στοκάρονται και βάφονται. Εδώ όμως τρίφτηκαν κι αφέθηκαν εκτεθειμένες στο μάτι, άλλο ένα σημείο που θυμίζει λίγο τα μαχητικά της εποχής του Giovanni…   

Αυτό που κλέβει την παράσταση σε αυτή την μοτοσυκλέτα, είναι πως οι DMOL μελέτησαν την ιστορία του Giovanni, τις μοτοσυκλέτες που έτρεχε και την κληρονομιά που άφησε με τον πρόωρο θάνατό του, ξεκινώντας κάθε εξάρτημα με το ερώτημα «τι θα έκανε εκείνος…»

Πρόκειται λοιπόν για μία Moto Guzzi που μοιάζει στο υποθετικό παρελθόν της, κατά το οποίο ο Giovanni ζούσε στην ίδρυσή της!

Οι DMOL έφτιαξαν την τροφοδοσία από την αρχή, επανασχεδιάζοντας μία πιο λιτή εισαγωγή αέρα, τοποθέτησαν καρπυρατέρ 36 χιλιοστών Dell’Orto που ξεκάθαρα φαίνεται που επενέβησαν... Από το πλαίσιο κόπηκαν σύνδεσμοι και βάσεις που πλέον δεν χρειάζονταν πουθενά και ο λαιμός άλλαξε με την κάστερ να αυξάνεται κατά 3 μοίρες, στις 30 ενώ ελαφρώς μάκρυνε και το ψαλίδι που προέρχεται από ένα Moto Guzzi California και το θυμίζει αμυδρά. Το California έχει δύο αμορτισέρ, οπότε η μετατροπή στο «Airforce» ήταν εκτεταμένη, όπως και τα κέντρα των τροχών που επίσης προέρχονται από τον ίδιο δότη, και τοποθετήθηκαν σε αλουμινένιες ζάντες. Όλα αυτά αναδεικνύονται οπτικά με το «Airforce Γκρι» που το έβαψαν και τα ελαστικά με όψη εποχής. Τα φρένα είναι της Brembo και οι τριακοσάριδες δίσκοι χειροποίητοι με το πιρούνι να ανήκει σε Aprilia RS250 ρυθμισμένο για το νέο βάρος που πρέπει να σηκώσει.

Όλα τα περιφερειακά είναι επίσης χειροποίητα, τα γκριπ, οι μανέτες, τα μαρσπιέ.. Μπροστά ο προβολέας είναι Xenon και πίσω LED ενώ, έτσι για πλάκα, το immobiliser μπήκε σε ένα στερεοφωνικό καρφί, κι έτσι το να την βάζεις μπροστά, είναι σαν να βισματώνεις κιθάρα. Το όργανο είναι έξυπνα φτιαγμένο, με ένα οικιακό dimmable LED κι έναν επίσης οικιακό οδηγό, που συνδέθηκαν με τρόπο ώστε η φωτεινή ένδειξη να αποτυπώνει την ταχύτητα. Η σέλα είναι ραμμένη στο χέρι, κι ακολουθεί το ρεζερβουάρ δημιουργώντας μία έξυπνη συνέχεια. Αρχικά σχεδιασμένη για την έκθεση Bike Shed τον περασμένο Μάιο, το AIRFORCE δεν είχε φτάσει στο αποτέλεσμα που ήθελαν, τελειοποιώντας το για την επέτειο των γενεθλίων του Giovanni...

Photo:Ivo Ivanov

Ετικέτες

Η αναγέννηση ενός VOR EN 503

Μηχανικός ή ψυχολόγος, ιδού η απορία!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

14/11/2019

Πριν λίγο καιρό, είχαμε δημοσιεύσει την ιστορία της ανακατασκευής ενός Husqvarna WR360 από τον Αλέξη Στεφανίδη, έναν άνθρωπο που το… "κόλλημά" του τον κάνει να ξεπερνά κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Το δεύτερο project του, ένα VOR EN503, το αποδεικνύει περίτρανα!

 

ΜH-ΨΥ

 

Του Αλέξη Στεφανίδη

Φωτό: του ιδίου, Κωνσταντίνου Ανούση και Λεωνίδα Γερμανόπουλου

 

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες μηχανικών. Aλλά μόνο μία μπορεί να πάρει ένα γερασμένο εξωτικό endurο και να το κάνει καλύτερο και από καινούριο

 

Πρώτη κατηγορία είναι οι "μηχανικοί κατ’ επάγγελμα" στους οποίους πας την μηχανή σου για την προκαθορισμένη συντήρηση ή να σου την μαζέψουν αν έχεις μετρήσει καμιά σαβούρα. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι λεγόμενοι "μερακλήδες" που με μια ματιά και μια γκαζιά έχουν καταλάβει ότι βαράνε οι βαλβίδες στον τρίτο κύλινδρο και θα κάνουν αυτό το έξτρα κατιτίς, όπως να σου αλλάξουν το ταλαιπωρημένο οκταράκι παξιμάδι πριν στην παραδώσουν. Ωραίοι και οι δύο με τα καλά τους και τα κακά τους, αλλά εγώ προτιμώ την τρίτη κατηγορία...

‘Εχετε ακούσει ποτέ για τους ΜH-ΨΥ, aka "μηχανικούς ψυχολόγους"; Είναι αυτοί που πας και βγάζεις πάνω τους όλα τα σπασμένα. Πληρώνουν την νύφη για το κάθε τι μακρύ και κοντό σου. Έ... σε αυτούς πάω εγώ. Τους καταλαβαίνεις κατευθείαν από τον χώρο εργασίας τους. Αντί για ξώβυζα έχουν φωτογραφίες του Tamburini, του Enzo Ferrari και του Fogarty. Σου πετάνε και σε μια γωνίτσα ξέμπαρκο ένα βιβλίο του Mark Rothko ή του Νίκου Δανιηλίδη και για να την ακούσεις ακόμα περισσότερο, καμιά γνήσια μπιέλα από το 888 του Falappa. Η μουσική υπόκρουση συνήθως θα πρέπει να ηρεμεί τον ασθενή (εμένα δηλαδή) με ακούσματα από Bocelli, Muddy Waters, Phil Collins, Eric Clapton και Van Halen ή Mötley Crüe αν είναι πιο rock η διάθεση. Στους τοίχους θα βρείς μια όμορφη αταξία από σημαίες, fairings, επιπλέον φωτογραφίες, λοιπά άσχετα αλλά ενδιαφέροντα αντικείμενα που κοιτάζοντάς τα, σου δένει τόσο καλά η εικόνα που δεν θα τολμούσες να ανακατατάξεις τίποτα.

Έχει και αυτό την σημασία του γιατί μόλις μπαίνεις σε τέτοιους χώρους "φτιάχνεσαι" κατευθείαν. Αισθάνεσαι σαν ζώο που επιστρέφει στο φυσικό του περιβάλλον. Και μόλις αισθανθείς άνετα, αναπαυτικά, έχεις πιει τον κερασμένο καφέ σου και έχεις φάει κανένα 60λέπτο να μιλάς για μηχανές, τέχνη, ιστορία, αρχιτεκτονική και άλλα πολλά υπέροχα πράματα που υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο (γιατί οι ΜΗ ΨΥ έχουν συνήθως ένα ευρύ πεδίο γνώσης), αρχίζεις και του ξεδιπλώνεις τα ψυχολογικά σου.

- Λοιπόν Κωνσταντίνε....(Κωνσταντίνος Ανούσης – Nimateck) Έχω ένα VOR ΕΝ503 που αγόρασα πριν έξι χρόνια και είναι καιρός να κάνουμε κάτι γι αυτό.

Όσο του εξηγώ τι και πώς, εκείνος με παρακολουθεί και κρατάει σημειώσεις με ευλάβια μαθητή, ενώ στο κεφάλι μου ακομά αντηχούν τα λόγια του φίλου μου του Γιάννη:

- "Πωωωω τι πήγες και πήρες πάλι ρε μαλ...&^%. Ρε πας καλά; Τι να φτιάξεις από αυτό; Αυτά βγαίνανε χαλασμένα απ’το κουτί τους. Ρε, σύνελθε και έλα στα λογικά σου."

Και δε θα χάσει να συμπληρώσει ο άλλος κολλητός (Βαγγέλης στ’όνομα):

- "Αλέξη, βάψ’το μπλε και ξέρεις εσύ μετά... "

Θύμα bullying κατέφυγα και εγώ στο καταφύγιο του Κωσταντίνου που αυτός καταλαβαίνει απόλυτα τέτοιου είδους βίτσια γιατί κουβαλάει και αυτός την δική του τρέλα. Ναι, το παραδέχομαι, με τραβάνε μοτοσυκλέτες που μηχανολογικά δεν είναι άρτιες. Αυτές τις μοτοσυκλέτες που τις λένε underdeveloped οι Αγγλοσάξωνες. Αυτές τις μοτοσυκλέτες που τις βάζεις μπρος και κάνεις τον σταυρό σου για να σου βγάλουν την διαδρομή. Αλλά άμα δουλέψουν, ζεις το απόλυτο όνειρο... Αυτές τις μοτοσυκλέτες που χλευάζουν οι τεχνοκράτες Hondaκηδες και Suzukaκηδες. Μοτοσυκλέτες τύπου Mondial Piega, Bimota VDue 500, Confederate Wraith, Vertemati, Ηusaberg από τα 2000's και άλλα πολλά, πάααααρα πολλά.

- Γιατρέ καταλαβαίνεις έτσι; Θέλω να το κάνω τζι τζι το VOR; Πειράζει; Γίνεται γιατρέ μου;

- Όλα γίνονται με θέληση και υπομονή Άλεξ, φέρτο εδώ να το δούμε .

To VOR όπως παρελήφθη

 

Η στιγμή της αλήθειας

Και εδώ ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Γιατί φαινομενικά ήταν απλά ένα σκονισμένο VOR ΕΝ503 του 2001, χωρίς αυτοκόλλητα, βαμμένα πλαστικά με σπρέι και κάποιες σκουριασμένες βίδες χωρίς καμιά άλλη κακοφωνία. Η "άριστη κατάσταση", βερεσέ ήταν γραμμένη στο car.gr. Έχει γίνει ψωμοτύρι αυτή η έκφραση. Δυνατός ισχυρισμός το "άριστη κατάσταση", πόσο μάλλον για ένα εξωτικό καθαρόαιμο enduro που έζησε την ζωή του στην πανέμορφη Κω.

"Πολύ πιθανό να έχει πέσει η πατέντα της πατέντας για να δουλέψει αυτό το πράμα στη Κω, γιατί εξιδικευμένο συνεργείο για τέτοιες μηχανές ψάχνεις με το δίκανο ακόμα και στην Αθήνα."

Αυτό σκέφτηκα. Αλλά κατά τ’ άλλα, το συγκεκριμένο 2001 μοντέλο (αυτή τη χρονιά έψαχνα συγκεκριμένα λόγω εμφάνισης) ήταν το πιο καθαρό απ’ όσα είχα δει στις αγγελίες τα τελευταία δύο χρόνια. Ακόμα πιο ενδιαφέρον το έκανε το γεγονός ότι ήταν πρώτο χέρι, καθώς ο ιδιοκτήτης το είχε αγοράσει απευθείας από την Ιταλία (!!!). Φυσικά ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, έκανε ότι μπορούσε με τα μέσα που διέθετε στο νησί να διατηρήσει αυτό το εύθραυστο enduro σε όση καλύτερη και λειτουργική κατάσταση μπορούσε. Να είμαστε δίκαιοι. Φαινόταν ότι τη λάτρευε την συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα. Όμως, ένα ατύχημα το 2007, τον ανάγκασε να κλειδώσει το θηρίο στο κλουβί του.

Και φτάνουμε σ’ένα κρύο ξημερώμα τον Φεβρουάριο του 2013. Εγώ, η σύζυγος και ένας φίλος στο λιμάνι του Πειραία, να περιμένουμε το καράβι από την Κω με το VOR. Κατά την παραλαβή του, εκ πρώτης όψεως φαινόταν καλοδιατηρημένο αλλά το μεγάλο ερώτημα ήταν τι έκρυβε στα σωθικά του.

Το επόμενο στάδιο ήταν η συλλογή ανταλλακτικών. Για όσους δεν ξέρουν ποια είναι η VOR θα σας πω εν συντομία ότι ήταν το δημιούργημα το αδελφών Vertemati (Guido και Αlvaro), θρυλικές μορφές στην παγκόσμια motocross σκηνή και φανατικοί υποστηρικτές των τετράχρονων μονοκύλινδρων motocross. Μετά από πειραματισμούς με διάφορα πρωτότυπα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 καταφέρνουν το 1998 να ιδρύσουν την Vertemati Off Road (VOR) και σε συνεργασία με την Bimota να αρχίσουν μια μικρή παραγωγή, αλλά πολύ σύντομα, διαφωνίες με την διεύθυνση της εταιρείας από το Rimini, τους ωθούν να την πουλήσουν και να ιδρύσουν εκ νέου την ομώνυμη εταιρεία (Vertemati σκέτο).

Η VOR παρέμεινε στα χέρια του νέου ιδιοκτήτη (Uberto Rasini στο όνομα) μέχρι και το 2003 που αγοράστηκε από την Mondial Moto Spa. Mε την επίσημη πτώχευση της Mondial τον Σεπτέμβριο του 2004, πέθανε και το όνειρο της VOR. Οπότε με αυτήν την συνοπτική ιστορία μπορείτε να καταλάβετε τι εστί η εύρεση ανταλλακτικών VOR. Tουλάχιστον στην αρχή, γιατί μετά από πέντε χρόνια ψάξιμο απέκτησα την εμπειρία και έγιναν πιο εύκολα τα πράματα.

Γκρι το ήθελα από την αρχή αλλά η απόχρωση που πρότεινε ο Κωνσταντίνο απογείωσε το project. Τα μαύρο βαμμένο κομμάτι ήταν δικιά του "τσαχπινιά"

 

Η οδύσσεια του restoring!

Tα πρώτα χρόνια ήταν σκέτη τρέλα. Ένα μόνο πράμα θα σας διηγηθώ και θα καταλάβετε το μέγεθος της καῒλας. Το 2013 βρισκόμουν σε κατασκευαστικό έργο σε μια έρημο στο μακρινό Τουρκμενιστάν. Το διαδίκτυο σε αυτό το αχανές μέρος δούλευε στην καλύτερη για 15 λεπτά ανά εβδομάδα και αυτό με διακοπές. Σε μία από εκείνες τις ημέρες που δούλεψε, εντοπίζω στο e-bay αυθεντικά αυτοκόλλητα της VOR σε ένα μικρό μαγαζάκι στη Γερμανία. Το άγχος με το οποίο έκανα copy paste τον σύνδεσμο και πληκτρολόγησα στο φίλο μου στο Messenger την ακόλουθη πρόταση πριν χαθεί στο σήμα δεν περιγράφεται: "Χτύπα τα τώρα, δεν με νοιάζει πόσο κάνουν, θα σου δώσω τα λεφτά όταν έρθω. Thanx in advance - Αlex" Και όλα αυτά γιατί το wi-fi ίσως να ξαναδούλευε μετά από 5-6 μέρες και άντε να ξαναβρείς πάλι γνήσια αυτοκόλλητα της VOR…

Το VOR είναι ο ορισμός του αντικομφορμισμού

Mε τον καιρό μάζεψα από διάφορες μεριές του κόσμου ανταλλακτικά. Έπειτα, το επόμενο βήμα ήταν να βρεθώ έτοιμος οικονομικά για το εγχείρημα. Σε τέτοιου είδους μηχανές πρέπει πάντα να προσθέσεις και τις ανθρωποώρες μελέτης του ΜΗ-ΨΥ. Τέτοιου είδους σπάνιες μοτοσυκλέτες ακολουθούν συνήθως εντελώς διαφορετικές τεχνολογικές λύσεις. Άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε παταγωδώς αποτυχημένες. Πάντα όμως άκρως ενδιαφέρουσες και ιδιαίτερες! To VOR ας πούμε είναι ο ορισμός του αντικομφορμισμού: Βιδωτό quick-release πλαίσιο, κίνηση βαλβίδων με γρανάζια, billet ψαλίδι, εφαρμογή φίλτρου πάνω στο πλαίσιο, λίπανση μέσω κίνησης του στροφάλου κλπ, κλπ. Μέχρι και η μανιβέλα έχει κίνηση προς τα εμπρός αντί προς τα πίσω!!!

- "Μάλλον γιατί o Giuseppe και ο Luigi θέλανε να φάνε τα panini τους στο μεσημεριανό, και γυρνώντας ξέχασαν να σχεδιάσουν την μανιβέλα. Θα το κατάλαβαν μία μέρα πριν την παραγωγή. Fanculo Luigi! Dovla pedivella???" Αυτή είναι η εξήγηση του Γιάννη για τις σχεδιαστικές λύσεις της VOR, στα πλαίσια του bullying που συνεχιζόταν καθ’όλη τη διάρκεια του project.

Φτάνουμε Φεβρουάριο του 2019, το VOR παραδίδεται στο εργαστήριο του Κωσταντίνου. Ο Γιάννης με κοιτάει απογοητευμένος και μουρμουράει:

 - "ΨΙΤ! Κατάλαβε το, δεν έχουν όλοι την όρεξη σου. Τι σου φταίει τώρα ο άνθρωπος να χάσει το χρόνο του με το τρίμμα που του έφερες για μηχανή;"

O Κωσταντίνος το γυρόφερνε, σκάλιζε, κρατούσε σημειώσεις και ταυτόχρονα παραμιλούσε, ενώ εγώ του έλεγα τι θα ήθελα, πώς θα το ήθελα και γιατί θα το ήθελα έτσι. Πραγματική ψυχανάλυση για να "νιώσει" ο ΜΗ-ΨΥ τα θέλω μου. Μόνο έτσι καταφέρνεις το τέλειο αποτέλεσμα με την πρώτη προσπάθεια σε τέτοιου είδους ιδιαίτερα projects.

O Κωνστανίνος χρειάστηκε να σημειώσει με μαρκαδόρο τα σημεία χρονισμού των βαλβίδων. Αθάνατοι Ιταλοί!

 

Από εκεί και πέρα το VOR είχε γίνει πλέον πρόβλημα του Κωσταντίνου. Αφού τον φόρτωσα με τις ιδέες μου, την τσίτα, τον αγχώδη ενθουσιασμό μου, κούτες με parts, ένα VOR 503 με μηδενικό ιστορικό συντήρησης -και σημειωτέον μηδενική χρήση στα δικά μου χέρια (δεν το είχα βάλει μπρος ποτέ γιατί δεν είχα ιδέα σε τι κατάσταση ήταν ο κινητήρας)- "την έκανα" με ελαφρά…

Ο Κωνσταντίνος έπιασε κατευθείαν δουλειά και πολύ σύντομα επιβεβαιώθηκα για την επιλογή μου να μην το βάλω μπρος. Με το άνοιγμα του κινητήρα ανακάλυψε ένα after market πιστόνι με λάθος διαστάσεις και σημάδια των βαλβίδων πάνω του. Άουτς! Και καλά θα ήταν αν μέναμε μόνο σ’ αυτό το πρόβλημα. Το Nikasil στον κύλινδρο σκέτο χάλι. Το πλαίσιο έδενε με βίδες με λάθoς μέγεθος κεφαλής που είχαν δεχτεί από πάνω "τάπωμα" με ηλεκτροσυγκόλληση! Η μέτρηση στα διάκενα των βαλβίδων ήταν τελείως εκτός από τα επιτρεπόμενα όρια, σχεδόν τα διπλάσια! Κάτι ήξερα που δεν το έβαζα μπρος έξι χρόνια και ας με έκραξαν άπαντες για το πόσο ψείρας είμαι.

Πατέντες ανακαλύψαμε και στο DellOrto καρμπυρατέρ. Όσο άνοιγες, τόσα έβρισκες. Φυσικά για την δικιά μου τελειομανία και του Κωνσταντίνου, αυτά ήταν αδιανόητα πράματα. Καταλαβαίνετε την σύγχυση μας, όταν βλέπαμε τέτοιου είδους επεμβάσεις σε μια τόσο όμορφη μοτοσυκλέτα. Μας τρελαίνανε! Ωστόσο, από την άλλη καταλαβαίνω και την λαχτάρα του πρώην ιδιοκτήτη που ήθελε να ευχαριστιέται την μηχανή του με κάθε τρόπο.

 

Ο μηχανικός… καταλύτης

Εδώ είναι που ο ΜΗ­­-ΨΥ της ιστορίας μας αρχίζει και πληρώνει τα σπασμένα. Δεν μιλάω για τις ανθρωποώρες που έφαγε για να μελετήσει το service book, το parts manual και να καταχωρήσει με τον εργοστασιακό κωδικό και σε σακουλάκια το κάθε ανταλλακτικό. ‘Η τι έκανε για να βρει την κατάλληλη εταιρεία για να στείλουμε το κύλινδρο για την επιστρώση Nikasil (στο τέλος κατέληξε στην Ολλανδία). Ή για τις πατέντες με τα λαστιχάκια και για να δέσει το "τάχα μου" κιβώτιο τύπου κασέτας. ‘Η την σπαζοκεφαλιά με τα μπουζόνια της κεφαλής που πρέπει να μπουν με συγκεκριμένη σειρά αλλιώς ξεκινάς από την αρχή. Ή τον μηχανισμό του αποσυμπιεστή που δεν θα το έλεγες ότι είναι η πιο απλοϊκή κατασκευή στον κόσμο. Ή για τα γρανάζια κίνησης των εκκεντροφόρων που δεν είχαν σημάδια χρονισμού! Να συνεχίσω; Θα συνεχίσω. Το πλαίσιο για να ξαναδέσει με τα αντίστοιχα υποπλαίσια είχε και αυτό το ζόρι του. Ας μην ξεχάσουμε ότι η VOR ήταν περισσότερο μια βιοτεχνία παρά ένα εργοστάσιο και οι περισσότερες δουλειές ήταν χειρωνακτικές. Όπότε οι ανοχές των πλαισίων ήταν λογικό να έχουν αρκετά μεγαλύτερο εύρος απ’ ότι ενός Honda.

Ιδού τo τελικό αποτέλεσμα μετά από σχεδόν 7 χρόνια υπομονής και επιμονής

 

Πολύ ψάξιμο, πολύ δουλειά, πολύ υπομονή, αλλά μήνα με τον μήνα τα αποτελέσματα άρχιζαν να φαίνονται. Μέσα από αυτήν την διαδικασία άρχισα να κατανοώ και να εκτιμώ ακόμα περισσότερο τον λόγο που τα VOR ήταν οι μηχανές που ήταν. Για ανθρώπους σαν εμένα και τον Κωνσταντίνο, η διαδικασία μιας ανακατασκευής έχει και διδακτική υπόσταση: Γιατί μάς δίνεται η δυνατότητα να αποδομήσουμε μια σπάνια μηχανή και να καταλάβουμε γιατί οι δημιουργοί της πήραν τις συγκεκριμένες σχεδιαστικές κατευθύνσεις. Όλη η ιστορία της εξέλιξής της είναι εκεί, μπροστά σου, μπορείς να την πιάσεις στα χέρια σου και να την περιεργαστείς κομμάτι-κομμάτι. Και όλη αυτήν την ροή γνώσης, ο Κωνσταντίνος θα στην μεταλαμπαδεύσει με μακροσκελείς συζητήσεις λόγω του κοινού πάθους που μάς δένει για τέτοιου είδους ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες. Και φυσικά, θα προκύψουν και άλλα ευρήματα από αυτήν την ανταλλαγή γνώσεων που αποτελούν την πεμπτουσία ενός petrolhead. Και βέβαια το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι έχεις ξαναδώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε μια μηχανή που το πιο πιθανό ήταν να κατέληγε για "μπάλωμα στα αμπάρια των πλοίων" όπως λέει και ο Γιάννης.

Το VOR ήταν, αισίως, έτοιμο τον Σεμπτέμβριο του 2019. Αλλά κατά την παράδοση φρόντισε να μας κάνει το τελευταίο καψόνι. Τα εργοστασιακά αυτοκόλλητα όντας πολυκαιρισμένα δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Όμως κανένα πρόβλημα, γιατί αυτό ήταν η δεύτερη ανακατασκευή που πραγματοποιούσα σε μοτοσυκλέτα και είχα μάθει πια τα κατατόπια. Ο Ντίνος Kαλιαμπέτσος από την DXL Graphics όχι μόνο φρόντισε να αναπαράγει τα αυτοκόλλητα με 100% ακρίβεια, αλλά χρησιμοποίησε σαφέστερα πολύ καλύτερη πρώτη ύλη απ’ ότι είχαν τα εργοστασιακά αυτοκόλλητα.

Προσωπικές πινελιές

Στο έργο εννοείται ότι ήθελα να κάνω κάποιες προσωπικές παρεμβάσεις που δεν θα άλλαζαν κατά πολύ την εργοστασιακή όψη. Το aftermarket number plate με την σίτα ήταν περισσότερο για τη συσχέτιση του VOR με την αδελφή Vertemati. Το πλαίσιο βάφτηκε κυρίως σε μια γκρι απόχρωση που θα ταίριαζε με τα χρώματα του πιρουνιού και των πλαστικών, αλλά οι κάθετοι δοκοί που οδηγούσαν στα ποδοστήρια βάφτηκε μαύρη. Το δε γκρι που διαλέχτηκε με την ιδιαίτερη "σαγρέ" αίσθηση ήταν ιδέα του Κωνσταντίνου, γιατί στο project brief πού είχαμε κατάλαβε ότι προσπαθούσα να δώσω μια ωμή εργοστασιακή όψη. Αυτό το συγκεκριμένο χρώμα απογείωσε το concept και το έκανε ακόμα καλύτερο από την αρχική μου ιδέα. Το καμπυρατερ βάφτηκε και αυτό στο χρώμα του μαγνησίου συνεχίζοντας το factory θέμα. Και αυτό επίσης ιδέα του Κωνσταντίνου. Σημειώστε το αυτό γιατί μόνο οι ΜΗ-ΨΥ μπορούν να κάνουν τέτοια μαγικά, γιατί έχουν την δυνατότητα να "νιώσουν" την ιδέα σου.

Οι ζάντες ανακατασκευάστηκαν με νέες ακτίνες και τα κέντρα γυαλίστηκαν. Τα στεφάνια βάφτηκαν σε ένα επίσης "σαγρέ" μαύρο χρώμα, όπως και τα καπάκια του κινητήρα. Από το τιμόνι, αφαιρέθηκε το cross bar για να δοθεί μία πιο FMX αισθητική στο ήδη πολύ ψηλό τιμόνι. Στην μοτοσυκλέτα όλα λύθηκαν, όλα καθαρίστηκαν / γυαλίστηκαν και ό,τι έχριζε αντικατάστασης, αντικαταστάθηκε με γνήσια ανταλλακτικά της VOR. Το αποτέλεσμα: Εκπληκτικό! Νομίζω οι φωτογραφίες μιλάνε μόνες τους. Φώτα δεν έβαλα, γιατί το προτιμούσα τελείως απλό και λιτό αν και ο Κωσταντίνος έχει την πλεξούδα έτοιμη αν αλλάξω ποτέ γνώμη.

Σας αφήνω να απολαύσετε τις φωτογραφίες αλλά θυμηθείτε: Αν μπλέκετε καλλιτεχνικά/ιστορικά/συναισθηματικά θέματα μαζί με μοτοσυκλέτες ή γενικά τραβάτε κολλήματα που δεν στέκουν στους πολλούς, μην σκάτε! Υπάρχουν και οι ΜΗ-ΨΥ εκεί έξω που θα σας καταλάβουν!

Το άρθρο συνοδεύεται από ένα ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό