Drysdale V8 Bruiser

Ένα V8 mega-monster!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

4/8/2017

Και οι οκτώ ήταν υπέροχοι

 

Το V8 Bruiser είναι ένα mega-Monster, ένα γυμνό roadster που έχει σκοπό να θέσει νέο όρια για την πιο ξεχωριστή, πιο μυώδη και κατά πάσα πιθανότητα την ταχύτερη custom cruiser μοτοσυκλέτα που θα μπορεί να αγοράσει κανείς

Χρειάστηκε σχεδόν τρία χρόνια για να το κατασκευάσει ο υπέρμαχος των πολυκύλινδρων κινητήρων, 44χρονος Ian Drysdale. Επιτέλους κυκλοφορεί στους δρόμους της Μελβούρνης, φορώντας τον κλασικό V8 κινητήρα με τις 32 βαλβίδες και τους 2 ΕΕΚ, εφοδιασμένο με ψεκασμό, έτοιμο για κόντρες στα φανάρια και για καβγά στους αυτοκινητοδρόμους. Τώρα όμως, σε αντίθεση με την προηγούμενη κατασκευή του 750 V8 superbike, η καινούργια υπερ-μοτοσυκλέτα είναι το δίτροχο αντίστοιχο των φουσκωτών τύπων που κάνουν πόρτα στα ξενυχτάδικα. Στ’ αλήθεια, για το μηχανάκι αυτό θα έπρεπε να καθιερωθεί ο όρος Π.Α.Μ.

Διότι το καινούργιο V8 του Drysdale είναι αναμφίβολα η απόλυτη μοτοσυκλέτα που μπορεί να κυκλοφορήσει νόμιμα για τους Πλούσιους Αστούς Μοτοσυκλετιστές. Μόνο κάποιος που μπορεί να κόψει μια επιταγή άνω των 30.000 ευρώ μπορεί να προστεθεί στην ήδη πολυπληθή λίστα αναμονής για να αγοράσει μια χειροποίητη απάντηση στο ερώτημα πώς ξεπερνά κανείς το Yamaha V-Μax. Αρκεί μια ματιά στα μοντέλα της Drysdale. Και παρόλο που τη μέρα που οδήγησα το πρωτότυπό της, αυτό ήταν εφοδιασμένο με τον 750cc V8, δίνοντάς μου μόνο μερικές ενδείξεις για το πώς θα καθαρίζει τον ανταγωνισμό στα GP των φαναριών, φαίνεται πως η εξίσωση της ισχύος θα έχει λυθεί μόλις ετοιμαστεί ο κινητήρας των 1.000cc που θα κινεί όλα τα Bruisers. Την περασμένη άνοιξη (λίγους μήνες μετά τη συγγραφή του παρόντος άρθρου) παραδόθηκε το πρώτο από τα τρία που πουλήθηκαν στις ΗΠΑ, σε έναν δικηγόρο της Νέας Αγγλίας.

Δεν υπάρχει περίπτωση να το παραδεχτεί ο Ian, αλλά ο λόγος που το πρωτότυπο που μου έδωσαν για να το δοκιμάσω στην εξοχή και να πεταχτώ μέχρι το κέντρο για να τσιμπήσω κάτι φορούσε πίσω ένα μισοφαγωμένο αγωνιστικό Michelin βροχής, ήταν ότι η κατανάλωσή του σε πίσω λάστιχα ξεπερνούσε τη δυνατότητά τους να αντικαταστήσουν το στοκ των Dunlop D208 που υπήρχε στο εργοστάσιο του Drysdale.

Μπορώ να κατασκευάσω ό,τι θέλω

Ο Ian Drysdale, ο οποίος είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα Αυστραλού που ασπάζεται το δόγμα “μπορώ να κατασκευάσω ότι θέλω”, είχε έναν απόλυτα ξεκάθαρο στόχο στο μυαλό του όταν ξεκίνησε να κατασκευάζει το V8, τον Ιανουάριο του ’94: “Ήθελα να φτιάξω μια racing μοτοσυκλέτα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα – την ταχύτερη μοτοσυκλέτα με την οποία θα μπορούσε κανείς να πεταχτεί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς!”, λέει ο μηχανικός που ζει στη Μελβούρνη.

Το βιογραφικό του, πριν αρχίσει να κατασκευάζει το Bruiser, περιλαμβάνει μια πληθώρα μυστήριων μελετών σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, όπως να μετατρέψει τον μηχανικό κύκνο που χρησιμοποιούν τα Αυστραλιανά Μπαλέτα στη “Λίμνη των Κύκνων” έτσι ώστε να λειτουργεί με τηλεχειρισμό, ή να επιβλέψει την κατασκευή και την τοποθέτηση δυναμόμετρων με κυλιόμενο δάπεδο για τα εργοστάσια αυτοκινήτων των GM/Holden και Ford, ή την αεροδυναμική σήραγγα για το πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης, ή να κατασκευάσει για την ανθούσα βιομηχανία κινηματογράφου της Αυστραλίας έναν ελαφρύ γερανό απ’ αυτούς που χειρίζονται τις κάμερες όταν βρίσκονται μακριά από τα στούντιο, ή για να μετατρέψει ATV quads έτσι ώστε να μπορούν να τα χρησιμοποιούν ανάπηροι αγρότες, και πολλά άλλα παρόμοια.

Εντούτοις ο Drysdale ήταν άρρωστος με τις μοτοσυκλέτες από πολύ παλιά, και εκτός του ότι είχε συμμετάσχει σε κάθε είδους αγώνα δίτροχων –όπως αγώνες στην έρημο, motocross, flat track, αγώνες ταχύτητας– έχει επίσης φτιάξει μια σειρά από ποικίλες πρωτοποριακές κατασκευές, μερικές συμβατικές, άλλες πρωτοποριακές, μερικές αληθινά τρελές. Εκτός από το παιδικό ποδηλατάκι που έφτιαξε στο σχολείο ως συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό, που έστριβε ο πίσω τροχός του αλλά γενικά ήταν πλήρης αποτυχία, στις πρωτοποριακές του κατασκευές συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε το Dryvtech 2Χ2Χ2, μια δίχρονη μοτοσυκλέτα enduro που είχε κίνηση και στους δύο τροχούς και που επιπλέον έστριβαν και οι δύο τροχοί της, η οποία φτιάχτηκε το 1999 και τώρα αναπαύεται στην Αγγλία. Οι επισκέπτες της πίστας Donington Park μπορούν να δουν το Dryvtech στο μουσείο της πίστας μαζί με άλλες εξωτικές F1 παλαιότερων εποχών, όπως και έναν από τους κινητήρες 750 V8 που χρησιμοποιούσε το πρωτότυπο Bruiser.

Όμως, όσο πρωτότυπο και να ήταν το Dryvtech, δεν ήταν παρά ένα ορεκτικό μπροστά στην επικείμενη επίδειξη τεχνολογικής δύναμης από τον Ian Drysdale, τη σχεδίαση και κατασκευή του δικού του 750 V8. Ήμουν ο πρώτος, εκτός από τους ανθρώπους της εταιρείας, που οδήγησε το σχεδόν έτοιμο οκτακύλινδρο στην πίστα δοκιμών Calder Park τον Ιούνιο του ’97. Οδηγώντας αυτή την πολύπλοκη μοτοσυκλέτα είχα την ευκαιρία να αντιληφθώ από πρώτο χέρι πώς κατάφερε η ομάδα του Drysdale να ολοκληρώσει ένα τόσο σύνθετο έργο. Όπως επίσης και τη δυνατότητα που θα έχουν για περιορισμένη παραγωγή μοντέλων με διάφορες παραλλαγές. Πέντε χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, αφενός συμμετείχαν με ένα αγωνιστικό 750 V8 στο Australia Formula Xtreme (οι σωστοί αγώνες για μια τέτοια μοτοσυκλέτα) ώστε να το εξελίξουν στην πράξη, και αφετέρου, επειδή ο Ian χρειαζόταν χρήματα για το επόμενο στάδιο εξέλιξης, έκανε διάφορες άλλες περίεργες μηχανολογικές εργασίες – όπως π.χ. τεχνικός σύμβουλος σε μερικά κινέζικα εργοστάσια μοτοσυκλετών. Παράλληλα έψαχνε για χορηγούς για να φτιάξει το δικό του 990cc V8 MotoGP, το οποίο θα είναι το αποκορύφωμα της εξέλιξης του Drysdale V8 Bruiser.

“Ήθελα να φτιάξω μια racing μοτοσυκλέτα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα – την ταχύτερη μοτοσυκλέτα με την οποία θα μπορούσε κανείς να πεταχτεί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς!”

Ό,τι θέλει ο Λαός

Τα cruisers και τα γυμνά roadsters κυριαρχούν στις πωλήσεις παγκοσμίως, οπότε, όπως μας εξήγησε ο Ian Drysdale, ήταν αναπόφευκτο να τοποθετηθεί σε τέτοια μοτοσυκλέτα ο V8 κινητήρας του. “Υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για μια σπορ μοτοσυκλέτα V8 750cc”, είπε. “Όμως, πραγματικά δεκάδες υποψήφιοι αγοραστές, οι περισσότεροι πενηντάρηδες επαγγελματικά επιτυχημένοι στην Αμερική, την Αγγλία και την Αυστραλία, μου είπαν ότι ήθελαν να παραγγείλουν ένα Bruiser, αλλά σε πιο ήρεμη έκδοση, με λιγότερο απαιτητική θέση οδήγησης. Ένας από αυτούς οδήγησε το superbike και είπε ότι όλα είναι πολύ καλά και ότι του άρεσε το μοτέρ αλλά, στα πενήντα του, δεν θα ήθελε να επισκέπτεται τον φυσιοθεραπευτή του επί μια εβδομάδα μετά από κάθε κυριακάτικη βόλτα! Επίσης πολλοί μου είπαν ότι, αν επρόκειτο να ξοδέψουν 30.000 ευρώ για μια μοτοσυκλέτα, θα έπρεπε να έχει θέση και για δεύτερο άτομο, ώστε να μπορούν να πάρουν μαζί και τη γυναίκα τους – αλλιώς δεν θα τους έδινε την άδεια να την αγοράσουν! Οπότε, αυτό με οδήγησε να κατασκευάσω βασικά την ίδια μοτοσυκλέτα όπως το 750 V8, αλλά με χιλιάρη κινητήρα, πλαίσιο με δύο αμορτισέρ πίσω, με κάπως πιο άνετη θέση οδήγησης και, φυσικά, σέλα για δύο”.

“Θα κατασκευάζουμε δύο διαφορετικά μοντέλα, και υπεύθυνος για το styling αμφοτέρων είναι ο Duncan Harrington, ο ίδιος που μας σχεδίασε και το superbike”, συνέχισε ο Ian. “Το ένα είναι το Bruiser, το οποίο θα έχει εξάτμιση 8 σε 2, εξάρι κιβώτιο, αλουμινένιους τροχούς, ίσιο τιμόνι, ελαφρά πίσω τα μαρσπιέ και πιο επιθετικό στυλ, έτσι ώστε με τον V8 να γίνει περισσότερο Τέρας από το Ducati Monster. Το άλλο μοντέλο είναι το Cruiser, που θα έχει ζάντες με ακτίνες, 8 εξατμίσεις με 8 τελικά, πεντάρι κιβώτιο, μαρσπιέ τοποθετημένα μπροστά και τιμόνι κυρτό προς τα πίσω. Και τα δύο μοντέλα θα είναι ίδια μηχανικά, όμως επειδή θα έχουν ψεκασμό θα μπορούμε να αλλάζουμε τη χαρτογράφηση της ανάφλεξης ώστε να έχει πιο ήπια απόδοση, χωρίς ωστόσο η μοτοσυκλέτα να χάνει την ικανότητά της να ορμάει όταν της τα χώνεις. Δεν εντυπωσιαστήκαμε καθόλου που υπήρχε ενδιαφέρον γι’ αυτά τα μοντέλα από την Αμερική, την Ιαπωνία αλλά και την Αυστραλία – πήραμε τρεις παραγγελίες πριν ακόμα κατασκευάσω το πρωτότυπο, ενώ τώρα έχω σχεδόν φτάσει στο σημείο όπου θα μπορώ να αρχίσω να κατασκευάζω τις μοτοσυκλέτες σε ομάδες των έξι, πράγμα που θα μειώσει το κόστος παραγωγής ώστε να μπορέσω να τις πουλάω φτηνότερα, αν και πάντα θα είναι χειροποίητες”.

Το πρωτότυπο Bruiser, που ήμουν ο πρώτος –εκτός από τον ίδιο τον Ian Drysdale– που το οδήγησε, είναι χαμηλότερο από το 750 V8 superbike, έχει δύο αμορτισέρ, το εντελώς καινούργιο πλαίσιο είναι ατσάλινο σωληνωτό περιμετρικό χωροδικτύωμα, το ύψος της σέλας είναι 700mm, ενώ η γεωμετρία του είναι κάπως πιο “τραβηγμένη”. Το μεταξόνιο έχει μεγαλώσει στα 1.430mm και η γωνία κάστερ είναι 26 μοίρες, αν και μπορεί να αλλάξει η ρύθμιση χρησιμοποιώντας διαφορετικά aftermarket έκκεντρα ώστε να ταιριάζει σε όλα τα γούστα. Το σωληνωτό χωροδικτύωμα του πλαισίου είναι κατασκευασμένο από μαλακό ατσάλι ERW (λιγότερο επιρρεπές σε ρωγμές απ’ ό,τι το σκληρό χρωμιομολυβδαινιούχο, κατά τον Ian) και στα πλάγια σχηματίζει αντίστοιχα τρίγωνα με της Ducati, ο δε αναρτημένος από το πλαίσιο κινητήρας παίρνει μέρος μόνον του φορτίου, ενώ πίσω έχει τοποθετηθεί το αλουμινένιο ψαλίδι του Kawasaki ZZ-R1100.

Το πιρούνι, οι τροχοί και τα φρένα που χρησιμοποιήθηκαν στο πρωτότυπο είναι από Yamaha R1, αλλά καθώς το Drysdale V8 Bruiser παράγεται κατόπιν παραγγελίας, ο κάθε πελάτης μπορεί να το πάρει με τις προδιαγραφές που θέλει. Όμως, επειδή είναι πολύ ακριβό μηχανάκι και διαθέτει τόσο high-tech εξοπλισμό, ο Drysdale παροτρύνει τους αγοραστές να επιλέξουν το ανάποδο πιρούνι της Ohlins με WP ελατήρια και φρένα Brembo για να ταιριάζουν με τα δύο πολυρυθμιζόμενα Penske αμορτισέρ που χρησιμοποιούσε το πρωτότυπο. Παρόλο δε που το Bruiser έχει δύο ψυγεία νερού τοποθετημένα μπροστά (αντί για το ένα κάτω από τη σέλα του superbike 750) και τον ογκώδη V8 κινητήρα, ο Drysdale λέει ότι έχει πετύχει να ζυγίζει μόλις 206 κιλά στεγνό και να είναι ελαφρώς οπισθόβαρο – εντυπωσιακό για οκτακύλινδρη μοτοσυκλέτα. “Θα μπορούσαμε να μειώσουμε την επιφάνεια των ψυγείων”, λέει, “αλλά επειδή το ένα βρίσκεται χαμηλότερα πίσω από την εξάτμιση, προτίμησα μια ασφαλή λύση για όταν κάνει ζέστη”.

Ολίγη από τεχνική ανάλυση

Για όσους θέλουν μια επανάληψη του μαθήματος για να το εμπεδώσουν καλύτερα, το Drysdale είναι η μοναδική ειδικά σχεδιασμένη γι’ αυτόν τον V8 μοτοσυκλέτα παραγωγής που μπορεί κανείς να αγοράσει. Χρησιμοποιεί όμως όσο το δυνατόν περισσότερα εξαρτήματα από Yamaha, ώστε οι ιδιοκτήτες να μπορούν εύκολα να βρίσκουν ανταλλακτικά. Κάτι που αντικατοπτρίζει την ενθουσιώδη υποστήριξη που παρείχε εξαρχής στην ιδέα η Yamaha Αυστραλίας.

Έτσι, ο 750 V8 που είχε τοποθετηθεί στο πρωτότυπο χρησιμοποιούσε δύο 16βάλβιδες κεφαλές από FZR 400R. Το κάρτερ, ειδικά σχεδιασμένο από τον Ian (πεπειραμένος σχεδιαστής ο ίδιος), είχε κοπεί και ανοίξει κατά μήκος έτσι ώστε να ενσωματωθούν τα δύο μπλοκ των κυλίνδρων στο επάνω τμήμα του στροφαλοθάλαμου, για περισσότερη ακαμψία. Τα μπλοκ των κυλίνδρων τοποθετήθηκαν υπό γωνία 90 μοιρών, για την καλύτερη αντιμετώπιση των πρωτογενών κραδασμών. Ενώ κράτησε την κίνηση των εκκεντροφόρων με καδένα από το κεκλιμένο μοτέρ του FZR 400R, ο Drysdale  κατάφερε να αντιστρέψει τη φορά περιστροφής των εκκεντροφόρων στο πίσω μπλοκ κυλίνδρων. Αντίθετα, διατήρησε τη φορά των εκκεντροφόρων του μπροστινού μπλοκ, όπως και του στροφάλου, προς τα εμπρός. Τα εξαρτήματα του κινητήρα των 56 x 38mm που προέρχονται από τη Yamaha είναι οι μπιέλες και τα πιστόνια (οχτώ από το καθένα), οι 32 βαλβίδες (21mm οι εισαγωγής / 19mm οι εξαγωγής), όπως και οι τέσσερις εκκεντροφόροι οι οποίοι παίρνουν κίνηση κατ’ ευθείαν από τον στρόφαλο, ενώ το 6τάχυτο κιβώτιο και ο υγρός συμπλέκτης προέρχονται από YZF 750.

Οι βασικές αλλαγές που θα γίνουν στον 1.000cc κινητήρα που θα κινεί όλα τα Bruiser είναι να αυξηθεί η διάμετρος και η διαδρομή ώστε να γίνουν 62 x 41,4mm αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας ένα εντελώς καινούργιο μπλοκ, ψηλότερο κατά 3mm, που θα έχει όμως ακριβώς την ίδια εμφάνιση. Θα έχει έναν νέο στρόφαλο εφοδιασμένο με μπιέλες σχεδιασμένες από τον Drysdale, ενώ θα χρησιμοποιεί πιστόνια και κεφαλές από YZF 600 Thundercat, οι οποίες θα έχουν τις βάσεις του κινητήρα ενσωματωμένες. Σύμφωνα με τον Drysdale, ο χιλιάρης θα έχει το κόκκινο στις 14.000 στροφές, τη στιγμή που του 750 ήταν στις 16.000, ενώ υπολογίζεται ότι θα αποδίδει 140 άλογα στον τροχό στις 13.500 σ.α.λ. Ο κινητήρας των 750cc που φοράει τώρα το πρωτότυπο, χωρίς να είναι ιδιαίτερα δυνατός, αποδίδει, σύμφωνα με τους κατασκευαστές, 120 άλογα στις 14.200 με την κατασκευασμένη από τον Ian εξάτμιση 8 σε 4 σε 2, η οποία χρησιμοποιεί τελικά Megacycle για να είναι πιο αθόρυβη και να κυκλοφορεί νόμιμα.

Όμως δεν είναι εντελώς αθόρυβη – ευτυχώς, σκέφτεσαι καθώς πατάς το μπουτόν και περιμένεις η μίζα από Kawasaki ZZ-R 250 να γυρίσει τους διπλάσιους κυλίνδρους απ’ ό,τι έχει συνηθίσει. Τελικά παίρνει μπρος βγάζοντας τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι V8 όταν δουλεύουν στο ρελαντί. Όμως μόλις τσιμπήσεις το γκάζι για να την κάνεις να… κελαηδήσει, αντιλαμβάνεσαι ότι η γκαζιέρα είναι πολύ πιο ελαφριά και με καλύτερη αίσθηση συγκριτικά με τα οχτώ αγωνιστικά 32άρια Keihin με επίπεδα σλάιντ που είχε τοποθετήσει ο Ian στo racing 750 V8, το οποίο που είχα οδηγήσει στην πίστα πριν από δύο χρόνια. Εκείνα αργούσαν να αντιδράσουν, εξαιτίας των σκληρών ελατηρίων που χρειάζονταν για να ξεπεράσουν την εντυπωσιακή υποπίεση που δημιουργούσαν οι οχτώ κύλινδροι –δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να ανοίξουν συγχρόνως και τα οχτώ σλάιντ–, πράγμα που απαιτούσε πολλή δύναμη, έτσι ώστε να είναι απαραίτητη η τοποθέτηση ψεκασμού στις μοτοσυκλέτες παραγωγής. Τώρα τα Bruiser είναι εφοδιασμένα με MoTeC fuel injection, το οποίο έχουν σχεδιάσει από κοινού ο Drysdale μαζί με την πολύ καλή αυστραλέζικη εταιρεία της οποίας τα γραφεία βρίσκονται στη Μελβούρνη, λίγα μέτρα από το δικό του εργοστάσιο. Το αποτέλεσμα είναι επίσης μείωση των καυσαερίων και βελτιωμένη κατανάλωση, δύο βασικά στοιχεία για μια μοτοσυκλέτα με τόσους πολλούς κυλίνδρους. Η κεντρική ηλεκτρονική μονάδα που ελέγχει τον ψεκασμό διαθέτει πλήρη χαρτογράφηση για τα σώματα που προέρχονται από BMW Κ100 (εντάξει, από δύο Μπέμπες φυσικά!). Πρόκειται για οχτώ σώματα 34mm BMW/Bing στα οποία υπάρχει ένα μπεκ Bosch σε κάθε ένα ακριβώς κάτω από την πεταλούδα, εξασφαλίζοντας ελεγχόμενη ροή καυσίμου όταν ανοίγει το γκάζι.

Όμως η χαρτογράφηση του ψεκασμού δεν είχε ρυθμιστεί σωστά στο 750 V8 Bruiser που οδήγησα, καθώς αυτό ήταν ένα πρωτότυπο για να εξελίξουν το πλαίσιο, ενώ το τμήμα R&D δούλευε πάνω στον χιλιάρη κινητήρα. Έτσι η μηχανή δεν γέμιζε στρωτά από χαμηλά και ήθελε το αριστερό χέρι να “πει” γλυκόλογα και κολακείες στον συμπλέκτη, όπως ακριβώς χρειαζόταν και το racing V8 superbike στις εξόδους από αργές στροφές, γιατί ο στρόφαλος δεν είχε αδράνεια αφού τον είχαν ελαφρύνει και είχε φτάσει να ζυγίζει μόνο 5,5 κιλά, από 44 που ήταν το κομμάτι μετάλλου από το οποίο προήλθε.

 

Το τέρας βγήκε παγανιά

Οπωσδήποτε, όταν ξεπεράσεις το όριο των 4.000 στροφών όπου κάνει την εμφάνισή της η ιπποδύναμη, ο μυώδης και τραχύς V8 αρχίζει να ανεβάζει στροφές χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι ψηλά, όπου στρώνει και βγάζει ένα στοιχειωμένο, οξύ ουρλιαχτό. Χτυπώντας μαλακά τον λεβιέ στις 13.500 για να ανεβάσω ταχύτητα στο εξάρι κιβώτιο –αφαιρούμενη “κασέτα”–, ο κινητήρας συνέχισε να βρίσκεται στο σημείο όπου αποδίδει μαζικά τα άλογά του, δουλεύοντας μαλακά σαν μετάξι, αλλά σε πλήρη απόδοση μέχρι το κόκκινο. Παρόλο που οδήγησα το Drysdale λίγο, ίσα για να πάρω μια ιδέα πριν το πλήρες τεστ, πιστεύω ότι λίγες μοτοσυκλέτες απ’ όσες κυκλοφορούν στο εμπόριο θα μπορούν να προσφέρουν τέτοιον δυναμικό συνδυασμό ισχυρού χαρακτήρα και ευαισθησίας όπως αυτός που θα έχει το Bruiser στην τελική του μορφή, όταν θα βγάζει περισσότερα άλογα από τον πολυκύλινδρο κινητήρα 1.000cc.

Το V8 Bruiser θα έχει εντελώς διαφορετικό στήσιμο από το πιο αθλητικό superbike, ώστε να ικανοποιηθούν κάποια αιτήματα που είχαν διατυπώσει υποψήφιοι αγοραστές. Η μοτοσυκλέτα θα είναι σημαντικά χαμηλωμένη πίσω, το πιρούνι της θα βγαίνει πολύ μπροστά και, με τη βοήθεια και  της νέας εξάτμισης 8 σε 4 σε 2 που είναι χαμηλά πλάι στο μοτέρ, θα έχει σημαντικό πρόβλημα στα ανώμαλα εδάφη, ενώ η αγωνιστική μπορούσε να κινείται σε πολύ ψηλές ταχύτητες με ελαστικά slick χωρίς να βρίσκει στην άσφαλτο. Το Bruiser είναι ακριβώς το αντίθετο, πλάγιασέ το περισσότερο από 30 μοίρες και ετοιμάσου να ακούσεις τον ήχο που κάνουν τα μέταλλα όταν ξύνουν την άσφαλτο. Αυτή είναι μια μοτοσυκλέτα του τύπου “σημαδεύω και ορμάω”, δηλαδή στην ευθεία τα δίνω όλα και στις στροφές πάω σαν κότα, για να ικανοποιηθούν οι μελλοντικοί αγοραστές, όπως υποθέτω. Οπωσδήποτε, για να καλυφθούν οι απαιτήσεις τους, η θέση οδήγησης είναι λογική – και εξαιρετική, χάρη στη σοφή απόφαση του Drysdale να αντιγράψουν τις πετυχημένες αναλογίες του Ducati Monster, χρησιμοποιώντας ακόμη και το τιμόνι του. Έτσι, η μοτοσυκλέτα έχει μια σχεδόν όρθια, αλλά και δυναμική θέση οδήγησης. Και παρόλο που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσεις ότι ανάμεσα από τα πόδια σου έχεις έναν πολύ φαρδύ κινητήρα, και ότι το 16λιτρο ρεζερβουάρ είναι κάτω από τη σέλα αντί για λίγο εδώ και λίγο εκεί όπως στη superbike, το Bruiser σού δίνει την αίσθηση ότι είναι συμπαγές και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κάθεσαι μέσα στη μηχανή και όχι επάνω στα καπάκια των εκκεντροφόρων κάποιου μικρού V8. Ευχάριστη αίσθηση.

Επίσης, φρενάρει και στρίβει αρκετά καλά, μέσα στα όρια που θέτει η χαμηλή απόσταση από το έδαφος. Ο τρόπος που η μοτοσυκλέτα κρατά την πορεία της με το γκάζι γεμάτο ή και όταν την “κρεμάς”, σου δίνει την αίσθηση ότι ο Ian έδωσε τις σωστές αναλογίες στη γεωμετρία της. Τα αμορτισέρ Penske διαθέτουν όλες τις ρυθμίσεις, παρέχουν καλή ποιότητα κύλισης για ψαλίδι με δύο αμορτισέρ και μεταφέρουν την ιπποδύναμη στο δρόμο με προβλέψιμο τρόπο.

Η μελωδία της ευτυχίας

Βέβαια, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι το κράτημα της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας δεν θα ενδιαφέρει τους ιδιοκτήτες της τόσο πολύ όσο ο μελωδικός ήχος του V8 κινητήρα της, ο ήρεμος και ευκολοδήγητος χαρακτήρας της χάρη στον ψεκασμό της MoTeC και πάνω απ’ όλα βέβαια η εμφάνισή της. Κοιτώντας το Drysdale V8 Bruiser από πίσω αριστερά, καθώς ακουμπούσε στο σταντ και γυάλιζε στις ακτίνες του ήλιου που έδυε, μου έδωσε μια νέα ερμηνεία περί του τί σημαίνει μυώδης μοτοσυκλέτα. Εάν η Ducati κατασκεύαζε –κάτι που φαντάζει πιθανό στο μέλλον– ένα τετρακύλινδρο Monster εφοδιασμένο με τον V4 των ΜotoGP, το αποτέλεσμα θα ήταν μια μοτοσυκλέτα που θα έμοιαζε να έχει τον μισό κινητήρα και τη μισή δύναμη από το Drysdale V8 Bruiser. Όμως το Τέρας από το νότιο ημισφαίριο είναι ήδη εδώ περιμένοντας τους αγοραστές του, αν και αφορά μόνο αυτούς που διαθέτουν πλατινένιες πιστωτικές κάρτες και πολλά μηδενικά στο τέλος του υπόλοιπου του τραπεζικού τους λογαριασμού. Ας ελπίσουμε ότι θα τους βρει…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:    Drysdale / V8 Bruiser

Τιμή ():  30.000 (και βάλε…)

Κινητήρας:              Τετράχρονος, οκτακύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Ισχύς (hp/rpm):       140/13.500

Διάμετρος x Διαδρομή (mm): 62 x 41,4

Χωρητικότητα (cc): 999.4

Ανάφλεξη:               Ψηφιακή

Τροφοδοσία:           Ψεκασμός MoTec, με σώματα 34mm BMW/Bing και μπεκ Bosch

Σύστημα εξαγωγής: 8 σε 4 σε 2

Σύστημα λίπανσης:  Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:                Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:   Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση:    Κιβώτιο 6 σχέσεων (ή κατ’ επιλογήν 5 σχέσεων), αλυσίδα

ΠλαίσιοΑτσάλινο χωροδικτύωμα, αλουμινένιο ψαλίδι

Μεταξόνιο (mm):    1.430

Γωνία κάστερ (ο):    26

Ύψος σέλας (mm): 700

Απόσταση από έδαφος:           Απειροελάχιστη…

Βάρος κενή (kg):     206

Ρεζερβουάρ (l):       16

Ανάρτηση Εμπρός:  Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Ρυθμίσεις:               Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

Ανάρτηση Πίσω:     Δύο αμορτισέρ Penske

Ρυθμίσεις:               Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

Φρένο Εμπρός:       Δύο δίσκοι 298mm, δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:           Δίσκος 220mm

Ετικέτες

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του

Χρησιμοποιήθηκε από παιδιά μέχρι και αγωνιζόμενους ενώ υπήρξε και snowrunner έκδοση από την Honda
Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του
Από το

motomag

13/9/2023

Το 1991 η Honda αποφάσισε να δημιουργήσει ένα φουτουριστικό crossover scooter το οποίο θα οδηγείται από όλους ανεξαιρέτως ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να κινείται και εκτός δρόμου. Ο λόγος για το EZ-9 το οποίο αποτέλεσε τον προάγγελο των μελλοντικών crossover scooter που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.

Στις μέρες μας scooter τα οποία πηγαίνουν στο χώμα και έχουν “διπλή προσωπικότητα” είναι κάτι συνηθισμένο καθώς ολοένα και περισσότεροι κατασκευαστές ακολουθούν τις επιταγές της αγοράς, παράγοντας μοντέλα που παντρεύουν την χρηστικότητα ενός scooter με την εκτός δρόμου περιπέτεια. Ωστόσο το να δούμε σε παραγωγή ένα scooter crossover από κάποια εταιρεία το 1991 αποτελούσε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η Honda ανέκαθεν δοκίμαζε περίεργα μοντέλα απευθείας σε παραγωγή και το κάνει και τώρα, όπως για παράδειγμα το Vultus που δεν προχώρησε εμπορικά. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε. Το είχαμε δει μάλιστα για πρώτη φορά σε μία σπηλιά στην Ισπανία γεμάτη νυκτερίδες -ναι έτσι ακριβώς- στα πλαίσια δημοσιογραφικής παρουσίασης των CB500 όπου είχαν την φαεινή ιδέα μιας στατικής παρουσίασης του συγκεκριμένου μοντέλου. Εξαιρετικά περίεργο σε εμφάνιση και θέση οδήγησης δεν προχώρησε στην αγορά. Όμως αντίστοιχο βήμα έχουν κάνει και με το X-ADV που όπως έχουμε γράψει ο Ιταλός σχεδιαστής το εμπνεύστηκε όσο βρισκόταν για διακοπές στην Ίο, και όχι απλά πέτυχε εμπορικά αλλά έφτιαξε μία κατηγορία από μόνο του.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του
Ανεπανάληπτο design του '90!

Οπότε η Honda πάντα είχε το σθένος να δοκιμάζει απευθείας σε παραγωγή διάφορα μοντέλα που οι έρευνες στα χαρτιά έλεγαν πως θα αποτύχουν, σημειώνοντας αποτυχίες αλλά και τρομερές επιτυχίες. Κάπως έτσι παρουσιάζει και το 1990 στο Tokyo Motor Show ένα πρωτότυπο ηλεκτρικό scooter με ονομασία EZ-9 το οποίο έφερε στο μοντέρνα πλαστικά του το λογότυπο HondaCub”. Όπως καλά καταλάβατε με αυτή την κίνηση η Honda ήθελε να τοποθετήσει το νέο της τέκνο στην οικογένεια Cub η οποία έγραφε τη δική της ιστορία στον εμπορικό στίβο εκείνη την εποχή.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του
Σήμερα το μπερδεύεις με μοντέλο εμπνευσμένο από τα Playmobil, τότε το έβλεπαν με θαυμασμό

Από λευκό χαρτί με στόχο την ευκολία

Το δίχρονο πλέον Honda EZ-9 βγήκε στην παραγωγή το 1991, ωστόσο δεν έφτασε σε όλες τις χώρες του κόσμου -στην Ελλάδα έφτασαν κάποια μοντέλα του EZ-9 μέσω παραεισαγωγής- ενώ το συγκεκριμένο scooter σταμάτησε να παράγεται το 1996. Το Honda EZ-9 σχεδιάστηκε από το μηδέν με τους ανθρώπους της ιαπωνικής εταιρείας να έχουν ως στόχο να φτιάξουν ένα scooter ευκολοδήγητο το οποίο θα απευθύνεται κυριολεκτικά σε όλους. Άλλωστε το η "ευκολότερη μοτοσυκλέτα του κόσμου", δεν δόθηκε τυχαία. Αρχικά το EZ-9 ήταν εξωπραγματικό σε εμφάνιση για τα δεδομένα της εποχής εκείνης -μην ξεχνάμε πως μιλάμε για το 1991- καθώς ο φουτουριστικός σχεδιασμός του το έκανε να ξεχωρίσει με το καλημέρα ενώ λίγο αργότερα είδαμε πολλούς κατασκευαστές να υιοθετούν παρόμοιο σχεδιασμό όπως για παράδειγμα η Piaggio με το Typhoon.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του
κινητήρας στο κέντρο και κίνηση με αλυσίδα...

Κάτω από το φουτουριστικό πλαστικό φαίρινγκ του EZ-9, υπήρχε ένα ατσάλινο πλαίσιο το οποίο φιλοξενούσε τον δίχρονο κινητήρα των 90 κυβικών εκατοστών ενώ πέριξ αυτού υπήρχε ατσάλινη ποδιά ώστε να τον προστατεύει από τις επαφές κατά την εκτός δρόμου οδήγηση. Το EZ-9 είχε αυτόματο κιβώτιο ενώ ο κινητήρας απέδιδε 10 ίππους με την τελική ταχύτητα να αγγίζει τα 80 χλμ./ώρα. Σε κάποιες χώρες όπως στην γειτονική μας Ιταλία λόγω νομοθεσίας υπήρξε μετατροπή στον κινητήρα με το Honda EZ-9 να αποκτά κινητήρα 49 κυβικών εκατοστών και να ονομάζεται EZ-5.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του
Οι διαφημιστικές καταχωρήσεις της εποχής τόνιζαν την ευκολία χειρισμού του

Η εκκίνηση γινόταν με μίζα ενώ η τελική μετάδοση γινόταν με αλυσίδα στην δεξιά πλευρά του κινητήρα. Το Honda EZ-9 ζύγιζε μόλις 83 κιλά χωρίς υγρά, με τους τρακτερωτούς τροχούς να είναι 12 ίντσες μπροστά και 10 πίσω. Για την πέδηση υπήρχαν ταμπούρα εμπρός και πίσω ενώ η πίσω ανάρτηση είχε ένα μονό αμορτισέρ. Το ύψος του εν λόγω scooter ήταν 749 χλστ. και ο λόγος ήταν προφανής, να μπορεί να οδηγηθεί από όλους με ευκολία, είχε αποθηκευτικό χώρο λίγο πιο κάτω από τιμόνι για μικροαντικείμενα.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του

Το EZ-9 χάρη στην μεγαλύτερη διαδρομή αναρτήσεων και τα τρακτερωτά του ελαστικά είχε και χωμάτινες βλέψεις καθώς μπορούσε να οδηγηθεί κάλλιστα και εκτός δρόμου κάνοντας κάτι διαφορετικό σε σχέση με ότι είχαμε συνηθίσει από τα scooter εκείνης της εποχής. Ή ακόμη καλύτερα εξυπηρετώντας τις ανάγκες πιο ολοκληρωμένα, γιατί ήταν πολύ συνηθισμένο να πατούν χωματόδρομους τα σκούτερ της εποχής του.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του

Φυσικά ποιος άλλος αν όχι το MOTO, θα είχε πλήρη δοκιμή ΑΚΟΜΗ και για αυτό το μοντέλο! Μπορούμε να σας πούμε με βεβαιότητα πως θα ήταν απόλυτα διασκεδαστικό και άκρως πρακτικό ακόμη και σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά και καταλαβαίνουμε εκείνους τους συλλέκτες ανά την Ευρώπη που τα μαζεύουν και τα συντηρούν, βγαίνοντας που και που καμιά βόλτα. Οι δυνατότητές του μεγάλες, όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία από την δοκιμή εκείνης της εποχής, στο τεύχος #117 Νοέμβριος 1994:

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του

Easy 9 από τους απλούς αναβάτες μέχρι τους παγκόσμιους

Μπορεί το EZ-9 να ήταν κάτι μοναδικό από πλευράς σχεδιασμού για το 1991, ωστόσο έπρεπε αυτό να έχει και θετικό πρόσημο όσον αφορά τις πωλήσεις. Η Honda δεν έκατσε με σταυρωμένα χέρια και αποφάσισε να ρίξει το διαφημιστικό βάρος στο πόσο εύκολο είναι στην οδήγηση το ΕΖ-9. Στις διαφημιστικές καμπάνιες της χρησιμοποίησε τόσο απλούς αναβάτες, οικογενειάρχες ακόμη και παιδιά όσο επίσης και επαγγελματίες οδηγούς αγώνων μοτοσυκλετών -κυρίως εκτός δρόμου- οι οποίοι έκαναν ακόμη και άλματα.

Οι διαφημιστικές καταχωρήσεις της εποχής τόνιζαν την ευκολία χειρισμού του

To EZ-9 είχε έναν και μόνο στόχο επί της ουσίας να γίνει ένα όχημα το οποίο θα οδηγείται από όλους, σε κάθε συνθήκη και χωρίς φόβο, άλλωστε δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως κυρίως στην Αμερική πολλά τροχόσπιτα κουβαλούσαν και το μικρό scooter της Honda ώστε στη συνέχεια να το χρησιμοποιούν ως μέσο μετακίνησης στις τοποθεσίες που παραθέριζαν. Εκτός όμως από τους κοινούς θνητούς, το Honda EZ-9 έκανε την εμφάνιση του και στον μηχανοκίνητο αθλητισμό, όχι δεν υπήρξε κάποιο ενιαίο πρωτάθλημα απλά το EZ-9 χρησιμοποιήθηκε ως pit bike από πολλούς αγωνιζόμενους σε διάφορα πρωταθλήματα του μηχανοκίνητου αθλητισμού σε κάθε είδος.

Για να σας δώσουμε μια ένδειξη ο θρύλος του MotoGP Valentino Rossi χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο scooter για να μετακινείται στα paddock όταν αγωνιζόταν στην Aprilia, ενώ ο Ιάπωνας οδηγός της Honda στη Formula 1 Takuma Sato χρησιμοποιούσε το EZ-9 για να μετακινείται και αυτός στα paddock. Ακόμη το EZ-9 χρησιμοποιήθηκε ως μέσο μεταφοράς από οδηγούς αγώνων τόσο στο motocross όσο και σε διάσημους αγώνες αυτοκινήτων κυρίως στην Αμερική.

Οι διαφημιστικές καταχωρήσεις της εποχής τόνιζαν την ευκολία χειρισμού του
τότε ήταν πιο εύκολο για έναν αναβάτη της Aprilia να εμφανιστεί σε ιαπωνικό σκούτερ, συγκριτικά με σήμερα

Το κύκνειο άσμα και η έκδοση για το χιόνι

Το Honda EZ-9 από το 1991 που παρουσιάστηκε, μέχρι και το 1996 που σταμάτησε να πωλείται δεν είχε κάποιες αλλαγές όσον αφορά τα τεχνικά του χαρακτηριστικά, οι μόνες αλλαγές που έγιναν από την Honda αφορούσαν τους χρωματισμούς. Το κύριο χρώμα ήταν το λευκό ενώ κατά διαστήματα προστέθηκαν και κάποιοι άλλοι χρωματισμοί με βάση πάντα το λευκό χρώμα. Ωστόσο το 1992 είδαμε κάτι ξεχωριστό από την Honda, καθώς παρουσίασε μια έκδοση EZ-9 snowrunner η οποία επί της ουσίας ήταν ένα scooter snowmobile. Ναι δεν κάνουμε πλάκα η ιαπωνική εταιρεία πουλούσε το EZ-9 με πέδιλα χιονιού μπροστά και λαστιχένια ερπύστρια πίσω… και για να σας προλάβουμε ο υποψήφιος αγοραστής το αγόραζε σε αυτήν την μορφή δεν αγόραζε κάποιο επιπλέον εξοπλισμό, ωστόσο αργότερα υπήρξε η δυνατότητα αγοράς του εν λόγω εξοπλισμού από after market εταιρείες.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του
Σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί να μην υπάρχει και τώρα κάτι τέτοιο!

Το 1996, το EZ-9 έριξε την αυλαία καθώς σταμάτησε να πωλείται, ωστόσο άφησε πίσω του μια μεγάλη κληρονομιά κυρίως στον σχεδιαστικό τομέα καθώς όπως σας αναφέραμε αρκετοί κατασκευαστές υιοθέτησαν την συγκεκριμένη ιδέα, το πιο σημαντικό όμως είναι πως το EZ-9 αποτέλεσε τον προάγγελο πολύ αργότερα όμως των σύγχρονων crossover scooter όπως για παράδειγμα του X-ADV. Πάντως αν κάποιος ενδιαφέρεται σήμερα να αγοράσει ένα Honda EZ-9 μπορεί να βρει στο διαδίκτυο με τις τιμές να ξεκινούν από τα 5.000 ευρώ ενώ αν θέλετε την έκδοση snowrunner τότε θα πρέπει να δαπανήσετε το διπλάσιο ποσό, ωστόσο θα έχετε αποκτήσει ένα μοντέλο το οποίο άφησε χωρίς να το ξέρει την δική του ιστορία στον χώρο της μοτοσυκλέτας.

Honda EZ-9: Το crossover scooter του ’90, που ήταν μπροστά από την εποχή του