Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Αφιέρωμα: Οι μεγαλύτερες ευθείες του κόσμου και της Ελλάδας

Οδηγίες για την οδήγηση χωρίς εναλλαγές κλίσης
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

11/12/2019

Το πρώτο πράγμα που θέλουμε ως μοτοσυκλετιστές, είναι δρόμοι όπως στην Ν. Σαρδηνία με 60-70 χιλιόμετρα δίχως ούτε εκατό μέτρα ευθείας, σε μία απόλυτη συνέχεια στροφών που μπορούν να οδηγήσουν ορισμένους αναβάτες ακόμη και σε ναυτία, τελευταίο πράγμα που θέλουμε ως μοτοσυκλετιστές, είναι οι ατελείωτες ευθείες.

Η Ελλάδα είναι ευλογημένη για τους γεμάτους στροφές επαρχιακούς με το καλύτερο τοπίο του κόσμου -προσωπική άποψη- κι ας μην έχουμε την καλύτερη άσφαλτο και μακράν την χειρότερη χάραξη. Δεν παύει να είναι πραγματική απόλαυση να οδηγείς στην χώρας με προσεκτική όμως οδήγηση και είναι λιγοστές οι τεράστιες ευθείες που το μήκος τους να μετριέται με διψήφιο αριθμό χιλιομέτρων.

Μία τέτοια ευθεία βρίσκεται στην Εθνική Οδό 6 που αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Οδού 92, ανάμεσα στην Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα. Η απόλυτη ευθεία έχει μήκος λίγο παραπάνω από τα 14 χιλιόμετρα ενώ φτάνουμε τα 18 χιλιόμετρα αν συμπεριληφθούν και οι απειροελάχιστες καμπές που υπάρχουν, στο συνολικό μήκος. Εκτός από την μεγαλύτερη ευθεία της Ελλάδας, προσφέρει και με βεβαιότητα την καλύτερη θέα με κατεύθυνση προς Καλαμπάκα, από την στιγμή που αντικρύζεις τα μοναδικά Μετέωρα. Πολύ κοντά σε μήκος, και μεγαλύτερη πρακτικά, αν δεν μετρήσει κανείς κάθε απειροελάχιστη καμπή, είναι η ευθεία του Α2 από Κομοτηνή προς Μεστή, όπου μετά τον Φύλακα οδηγείς σε μία τεράστια ευθεία δύο λωρίδων ανά κατεύθυνση για 11 χιλιόμετρα που ξεπερνούν την ευθεία της Καλαμπάκας αν εξαιρέσεις την πολύ ανοικτή στροφή πριν την Μέστη αλλά και την καμπή πριν τον Φύλακα.

Από τα Τρίκαλα έως και την Καρδίτσα θα βρει κανείς ακόμη περισσότερες ευθείες, που αγγίζουν και τα δέκα χιλιόμετρα σε μήκος, στην μεγαλύτερη πυκνότητα ευθειών που υπάρχουν στην χώρα μας. Από εκεί και πέρα κοντά στην Αθήνα μία αρκετά μεγάλη ευθεία είναι στις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας, στην παλιά έδρα του Δήμου Δερβενοχωρίων, στην Πύλη, ενώ αντίστοιχες ευθείες έως δέκα χιλιόμετρα υπάρχουν αρκετές στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση όμως δεν αφθονούν, ούτε και συγκρινόμαστε με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα βορειοδυτικά όπου το πρόβλημα είναι αντίστροφο, αναζητούνται οι στροφές.

Παγκοσμίως οι μεγαλύτερες ευθείες που υπάρχουν σε ασφαλτοστρωμένος δρόμους, έως και σε 3Α επίστρωση, είναι τόσο μεγάλες που απαιτούν ειδική εξάσκηση από τους οδηγούς για να μην κοιμηθούν στην σέλα, ή ζαλιστούν από το επίπεδο τοπίο και τις αντανακλάσεις.

Στις περισσότερες ιντερνετικές λίστες που θα βρει κανείς, δεσπόζει η θέση της Αυστραλίας που στον “Eyre Highway” υπάρχει ένα τμήμα μήκους 145.6 χιλιομέτρων σε απόλυτη ευθεία, δίχως καμπή, δίχως καμία απόκλιση. Η Αυστραλία θα μπορούσε να έχει με άνεση τις πιο εξουθενωτικές ευθείες του κόσμου, στους ήδη πιο αφιλόξενους δρόμους που διασχίζοντας την ενδοχώρα απαιτούν από εσένα να κουβαλάς πρόσθετο καύσιμο για να καταφέρεις να φτάσεις στον προορισμό σου. Δεν έχουν όμως οι δρόμοι που διασχίζουν την ενδοχώρα, τόσο απόλυτες ευθείες όσο αυτή στον παραλιακό δρόμο ανάμεσα σε Αδελαϊδα και Πέρθ, ένας εξαιρετικά μοναχικός δρόμος, με μία απόλυτη ευθεία στο κέντρο που σε καλεί να μην κοιμηθείς…

Παρά το εντυπωσιακό μήκος και το γεγονός πως κάθε site εκεί έξω έχει την Αυστραλία ως την χώρα με την μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Σαουδική Αραβία έχουν ευθείες που αγγίζουν τα 200 χιλιόμετρα!! 193 συγκεκριμένα που γίνονται  257 αν συμπεριληφθεί μία απειροελάχιστη καμπή στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας. Πριν τους δούμε αναλυτικά, ας βάλουμε πρώτο στην λίστα έναν δρόμο μήκους 1.120 χιλιομέτρων που χωρίς στροφές και μονάχα με καμπές, σε αναγκάζει να οδηγείς πρακτικά σε ευθεία γραμμή.

Ως μοτοσυκλετιστές θα θεωρήσουμε αυτή την μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, από την στιγμή που οι καμπές αυτές δεν σε αναγκάζουν να πάρεις κλίση. Με σχεδόν εννιά ώρες οδήγησης πατώντας μονάχα στο κεντρικό μίγμα γόμας σε κάποιο δίγομο πίσω ελαστικό μέσα στην έρημο, πηγαίνοντας από τον Περσικό Κόλπο στα σύνορα της Ιορδανίας και συγκεκριμένα στην μικρή πόλη Turaif. Ο αυτοκινητόδρομος 85 της Σαουδικής Αραβίας, είναι πρακτικά μία ευθεία με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση για όλη αυτή την τεράστια διαδρομή μέσα στην έρημο, μέχρι την Turaif που με σχεδόν 90ο στροφή, συνεχίζει για την «μύτη» των συνόρων με την Ιορδανία και την ένωσή του με τον άλλο μεγάλο αυτοκινητόδρομο της Σαουδικής Αραβίας, τον 65.

Αυτή είναι με κάθε επισημότητα η μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, για κάθε μοτοσυκλετιστή, κι ας περιέχει καμπές!

Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Β. Ντακότα των ΗΠΑ, ξεκινώντας από τα διοικητικά σύνορα με την Μινεσότα, συναντάμε μία απόλυτη ευθεία 193 χιλιομέτρων που κάνει ακριβώς δύο «σπασίματα» σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα. Παρά το μικρό πλάτος, με δεδομένο πως είναι ένα ρεύμα ανά κατεύθυνση, και πάλι ένας μοτοσυκλετιστής δεν θα χρειαστεί να πλαγιάσει σε αυτό τον δρόμο την ίδια στιγμή που ένα αυτοκίνητο θα αναγκαστεί να στρίψει ελάχιστα το τιμόνι. Για μοτοσυκλέτες λοιπόν, υπάρχει εκεί μέσα στην ερημιά των ατελείωτων χωραφιών, που κάποτε ήταν τα εύφορα λιβάδια μίας μεγάλης λίστας αυτόχθονων φυλών της Αμερικής. Τα λιβάδια που διασχίζει αυτός ο δρόμος είναι το βόρειο τμήμα των Great Plains, μίας δίχως πολλά δέντρα τεράστιας περιοχής που συμπεριλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο των ΗΠΑ… Απίστευτη ζέστη το καλοκαίρι και εξαιρετικό κρύο το χειμώνα, ο δρόμος αυτός, και γενικότερα η περιοχή, είναι μαγευτική την Άνοιξη για να αδειάζει το μυαλό σου οδηγώντας. Φτάνει να μην υπάρχει λόγος να σε σταματήσει Σερίφης της περιοχής. Μιλάμε εκ πείρας και αυτή την φορά…

Επιστρέφουμε στην Σαουδική Αραβία, λίγο πιο νότια από εκεί που πιάσαμε τον 85 και κοντά στα σύνορα με το Εμιράτο του Κατάρ. Εκεί βρίσκεται η απόλυτη ευθεία του αυτοκινητόδρομου 10! Συχνά αντιμετωπίζοντας πρόβλημα από την άμμο που εξαιτίας του αέρα απλώνεται στην άσφαλτο, δίχως καμπές όπως στην περίπτωση της Β. Ντακότα, η ευθεία σε αυτή την περίπτωση φτάνει σε μήκος τα 256 χιλιόμετρα χωρίς αλλαγή κλίσης για μία μοτοσυκλέτα!

Με την πρόσφατη ολοκλήρωσή του πάνω σε αρχαίο μονοπάτι καμηλών μέσα από την έρημο Rub Al-Khali, αυτός είναι και επίσημα ο δρόμος με την μεγαλύτερη απόλυτη ευθεία του κόσμου, προσπερνώντας τον Eyre Highwasy. Αρχικά υπήρχαν και εδώ καμπές, που λειτουργούσαν ως παρακάμψεις, πριν βρεθεί τρόπος στο ασταθές έδαφος να ολοκληρωθούν οι εργασίες κατασκευής. Πλέον αυτή είναι η απολύτως μεγαλύτερη ασφάλτινη ευθεία στον κόσμο, και για μία μοτοσυκλέτα θα είναι πάντοτε περισσότερο επικίνδυνη η διάσχισή της από ένα αυτοκίνητο. Παρά την απομονωμένη της τοποθεσία η ευθεία αυτή διασχίζεται συχνά και καθημερινά από αυτοκίνητα και πολύ σπανιότερα έως πρακτικά καθόλου από μοτοσυκλέτες

Πάμε ξανά πίσω στις ΗΠΑ ανοίγοντας και πάλι την κατηγοριοποίηση για δρόμους χωρίς στροφές που έχουν όμως κάποιες καμπές. Σε αυτή την περίπτωση ένας δρόμος που διέρχεται από το Τεξας, το Κάνσας και την Οκλαχώμα είναι μία ευθεία 173 χιλιομέτρων ξεκινώντας από την πόλη Dalhart!

Στην ίδια Ήπειρο και όχι πολύ πιο νότια, υπάρχει μία ελάχιστα γνωστή ευθεία για τους περισσότερους στον κόσμο. Στην Μπάχα Καλιφόρνια στο Μεξικό, την «Κάτω» Καλιφόρνια δηλαδή, μιας κι αυτό σημαίνει Μπάχα, στην τεράστια αυτή χερσόνησο υπάρχει ένας και μόνο δρόμος που την διατρέχει κατά μήκος στην δυτική της πλευρά. Αυτό σημαίνει πως η ανατολική πλευρά της χερσονήσου είναι μία από τις πιο απομονωμένες περιοχές του πλανήτη και ελάχιστα γνωστή με αυτή την ιδιότητα. Και ο δρόμος όμως Carretera Transpeninsular, που περιλαμβάνει μία ευθεία 168 χιλιομέτρων, δεν είναι λιγότερο μοναχικός! Περνά από τέσσερις μικρές πόλεις που εκεί υπάρχουν και φανάρια. Δίχως ψηλά κτήρια και με ελάχιστη χαμηλή βλάστηση, πέρα από τους κάκτους, το μόνο που σπάει το μάτι είναι οι πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος που διατρέχουν παράλληλα με αυτόν την χερσόνησο.

Στην Βολιβία πρέπει να συμπεριλάβουμε έναν δρόμο που αν και χωρίς ακόμη άσφαλτο, αποτελεί συνδετικό κρίκο για τρεις χώρες σε μία απόλυτη ευθεία 160 χιλιομέτρων!

Πίσω στην Σαουδική Αραβία υπάρχει άλλη μία ευθεία που αγγίζει τα 149 χιλιόμετρα στον αυτοκινητόδρομο 50.

Σε αυτό το σημείο της λίστας θα βρούμε και τον Eyre Highway που οι περισσότεροι τον κατατάσσουν ως την μεγαλύτερη ευθεία, όπως λέγαμε παραπάνω.

Στα 149 χιλιόμετρα, αρχίζοντας να θυμίζει πινκ-πονκ, γυρνάμε ξανά στα Great Plains, καθώς κάθετα αυτή τη φορά από την Νότια Ντακότα μέχρι τον Καναδά, συναντάς τον 83 με λίγες καμπές μέχρι και τα σύνορα με τον Καναδά, εκεί που τελειώνει πάνω στην ευθεία του 251, η οποία όμως δεν έχει το κατάλληλο μήκος για να συμπεριληφθεί σε αυτή την λίστα με τις τεράστιες ευθείες…

Πίσω στην Καλιφόρνια, των Ην. Πολιτειών αυτή την φορά, βάζουμε στην λίστα τον Interstate 10 γιατί σε ένα σημείο του λίγο πριν φτάσει στο Φοίνιξ της Αριζόνα ερχόμενοι από Los Angeles, έχουμε μία ευθεία 143 χιλιομέτρων μέσα στην έρημο. Ανά χιλιόμετρο, ο δρόμος αυτός συγκεντρώνει και ρεκόρ θανάτων που οφείλονται κυρίως σε μειωμένα αντανακλαστικά και πραγματική ύπνωση των οδηγών. Κι αυτό γιατί έχει συχνότερη διέλευση από τις υπόλοιπες υπερ-ευθείες και με εξαίρεση δύο μικρές καμπές, είναι μία τεράστια ευθεία που κοιμίζει τους οδηγούς. Παρόλο που υπάρχει διαγράμμιση για να ξυπνήσει κανείς από τον λήθαργο, πριν φύγει εκτός δρόμου, δεξιά και αριστερά η έρημος είναι χαμηλότερα, ώστε να προστατεύεται ο δρόμος από την έρημο και αρκετά αυτοκίνητα καταλήγουν που θα βγουν έξω, καταλήγουν με τούμπες στην χαμηλή βλάστηση.

Στο Illinois υπάρχει μία ευθεία 137 χιλιομέτρων, όπου πρακτικά μιλάμε και πάλι για τα Great Plains, και είναι ένας στενός δρόμος με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση. Υπάρχει και εδώ ειδική διαγράμμιση για να αποτρέπει τον λήθαργο πατώντας εκτός, όμως στην περίπτωση που δεν βγει ο κοιμισμένος οδηγός στο αντίθετο ρεύμα, αλλά εκτός δρόμου, απλά θα βρεθεί σε κάποιο τεράστιο χωράφι. Εκτός κι αν έχει δυτική κατεύθυνση, από την μεριά δηλαδή των κολώνων ηλεκτρικού ρεύματος…

Λίγο πιο βόρεια περνάμε στον Καναδά και στο Saskatchewan, ένα απίστευτο μέρος με αναρίθμητες λίμνες, περισσότερες από 100.000 αν υπολογίσεις και τα “ponds” που μαζί με τα ποτάμια καθιστούν το τεράστιο μέρος να έχει περισσότερο νερό και… από την θαλασσινή Ελλάδα! Εξαπλάσιο σε έκταση από την χώρα μας, το Saskatchewan κρύβει απίστευτη ομορφιά και πολλά σημεία που μπορείς να είσαι ολότελα μόνος σου! Στο καναδικό μέρος των Great Plains, σχετικά κοντά στα σύνορα και με την Β. Ντακότα, και με εκκίνηση στην πόλη που το βράδυ βλέπεις τα άστρα, γιατί τα φώτα δεν σε τυφλώνουν, το Stoughton, ξεκινά μία ευθεία 138 χιλιομέτρων μέχρι την πρωτεύουσα της Νομαρχίας, την Regina.

Στην Αργεντινή, στην επαρχία La Pampa, βρίσκεται μία ευθεία 133 χιλιομέτρων που πλέον αποτελείται -και- από άσφαλτο. Δεν έχει στρωθεί σε όλο το μήκος, αλλά οδηγείς άφοβα καθώς επί δεκαετίες χρησιμοποιείται και είναι στρωμένη με 3Α – το άφοβα είναι σχετικό, γιατί πέφτουν πολλοί κεραυνοί σε περίπτωση καταιγίδας και μάλιστα πάνω στα οχήματα…

Στα 125 χιλιόμετρα μήκους, βρίσκουμε με διαφορά την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη τεράστια ευθεία, την ευθεία που έχει συνέχεια κίνηση! Νοτιοδυτικά της Ομάχα, συνδέοντας το Lincoln με το Grand Island η οδός «Χριστόφορου Κολόμβου» έχει δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση και παρά την συχνή διέλευση δεν κινδυνεύεις τόσο από κοιμισμένους οδηγούς. Ούτε εδώ υπάρχει κάτι να δεις δεξιά και αριστερά, οπότε το γεγονός πως δεν είσαι μόνος σου αλλά με πολλά αυτοκίνητα, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το επιχείρημα πως και ο άδεις δρόμος κοιμίζει από μόνος του, είναι δεν είναι βαρετός.

Ξανά στην Αυστραλία, κρατιόμαστε για λίγο ακόμη πάνω από τα εκατό χιλιόμετρα. Με μήκος 120 χιλιομέτρων, συναντάμε έναν καταπράσινο δρόμο με αρκετά δέντρα κατά μήκος! Στην Νέα Νότια Ουαλία, διασχίζοντας λιβάδια και όχι δάση, αλλά με αρκετό νερό στο υπέδαφος, ο Mitchell Highway έχει δεξιά και αριστερά δέντρα ενώ πίσω από αυτά, το απόλυτο κενό για άλλη μία φορά. Λιβάδια, και πάλι λιβάδια.

Μέχρι στιγμής πηγαινοερχόμαστε μεταξύ Αμερικής, Αυστραλίας και Σαουδικής Αραβίας και έτσι θα παραμείνουμε περιορίζοντας την λίστα για έως 100 χιλιόμετρα μήκος. Στην υπόλοιπη Αφρική υπάρχουν επίσης τεράστιες ευθείες, όχι όμως σε καινούριους δρόμους, με πρόσφατη χάραξη όπως στην Σαουδική Αραβία. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν στροφές ή καμπές πιο έντονες από εκείνες που θα ήθελε κανείς να παραβλέψει. Στην ενδοχώρα της Νότιας Αφρικής, οι ευθείες αυτές διακόπτονται από παρακάμψεις, όπως και στην υπόλοιπη Αφρική. Παρακάμψεις για ένα σωρό λόγους, από το γεγονός πως κάποια περιοχή είναι ιερή έως διαφορές φυλών και άλλων παραγόντων που απαγορεύουν την διέλευση. Παρόλο που υπάρχουν λοιπόν τεράστιες ευθείες, δεν είναι κάποια από αυτές πάνω από 100 χιλιόμετρα, τουλάχιστον όχι ακόμη. Ξανά στην Σαουδική Αραβία λοιπόν, κι εκεί στον 95 αυτή την φορά, όπου μία ευθεία 110 χιλιομέτρων περνά μέσα από την έρημο. Να γιατί οι Άραβες εκεί, επιδίδονται στο άγριο σπορ του ντιφταρίσματος με πολλά χιλιόμετρα… φτιάχνουν στροφές στις απόλυτες ευθείες τους.

Τελευταίο στην λίστα των «πάνω από 100» ξανά το ονειρεμένο Saskatchewan (μονάχα για 20 ημέρες το χρόνο είναι όνειρο) που με 104 χιλιόμετρα σε μία ευθεία οριζόντια στο χάρτη, κάνει εντονότερο το θέμα των λιμνών που λέγαμε παραπάνω. Εδώ αν βγεις εκτός δρόμου μπορεί να καταλήξεις σε κάποια λίμνη χωρίς καμία επιβράδυνση! Από το επίπεδο του δρόμου οι λίμνες δεν ξεχωρίζουν παρά μονάχα για τους ντόπιους που γνωρίζουν πώς να καταλάβουν τις συστοιχίες των θάμνων τριγύρω των λιμνών.

Να βάλουμε τέλος στην λίστα και μία ευθεία κάτω των εκατό, μία ευθεία της καρδιάς μας, στο Colorado που μπορεί να είναι «μόλις» 77 χιλιόμετρα αλλά περίπου στο κέντρο της έχει ένα φοβερό κέντρο ερπετών, που περιλαμβάνει κροκόδειλους και αλιγάτορες, καθώς και τεράστια φίδια. Με εκατοντάδες εκτάρια σε γη, έχουν το χώρο που χρειάζονται ενώ, η ευθεία αυτή διέρχεται και από ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κυκλικής σποράς. Όπως και στην έρημο, έτσι κι εδώ, η πληθώρα γης και τα παραπανίσια εκτάρια, επιτρέπουν στους αγρότες να θυσιάζουν χώρο για να εξοικονομήσουν πόρους και κυρίως νερό. Για αυτό και η καλλιέργεια γίνεται σε κυκλικά χωράφια…

Σε κάθε βαρετό δρόμο, όπως ακριβώς αυτοί στην λίστα μας, με τίποτα σημαντικό να δεις δεξιά και αριστερά - δεν είναι η ταχύτητα εκείνη που θα σε κρατήσει σε εγρήγορση.

άποψη από τις ευθείες στο Saskatchewan , δεξιά και αριστερά υπάρχουν αναρίθμητες λίμνες που δεν τις καταλαβαίνεις από το επίπεδο του δρόμου...

Άλλωστε δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, όπου κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, σε περιμένει κάποιος σερίφης να κάνεις το λάθος… Κάνοντας εκούσιες συσπάσεις σε κάποιον μεγάλο μυ, όπως ο τετρακέφαλος, διατηρώντας μία ταχύτητα που δεν θα καταστρέψει το πίσω ελαστικό από την υπερθέρμανση, όπως μπορεί να συμβεί στην έρημο, και έτοιμος να σταματήσεις μόλις βαρύνει το βλέφαρο, οι μεγάλες ευθείες μπορούν να φύγουν κάτω από τις ρόδες σου με ασφάλεια. Προσωπικά σε μία τέτοια αγάπησα τις Harley για τις οποίες ως τότε, πολλά χρόνια πριν και δίχως την τωρινή εμπειρία, θεωρούσα μοτοσυκλέτες που δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά. Με λιγότερο από 120χμαω, και με το τοπίο να έχει από ώρα τελειώσει να προσφέρει εναλλαγές ανάμεσα σε κάκτους και λόφους άμμου, το μόνο εκείνη την ώρα σου έλεγε πως κάτι συμβαίνει, ήταν η Harley… Προφανώς και μία superbike με dragster ψαλίδι και κάποιον να σε ακολουθεί με μπιτόνια βενζίνης για τον απαραίτητο ανεφοδιασμό την μέση του πουθενά, είναι πολύ πιο διασκεδαστικό. Όμως όταν θα εμφανιστεί έλεγχος ταχύτητας εκεί που δεν μπορείς να ξεφύγεις κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, μία μοτοσυκλέτα που στα 120χμαω σου κινεί το ενδιαφέρον, είναι η καλύτερη επιλογή…

άποψη της ευθείας στην Νέα Νότια Ουαλία, με δέντρα δεξιά και αριστερά, από τα λίγα στην ευρύτερη αχανή περιοχή...