Δοκιμάζουμε την Cardo Packtalk Black: Απεριόριστη επικοινωνία και διασύνδεση!

H πρώτη μας επαφή με την ενδοεπικοινωνία της Cardo
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

29/3/2021

Όσο και αν υπάρχουν… "πολέμιοι" της ασύρματης διασύνδεσης και ενδοεπικοινωνίας πάνω στην μοτοσυκλέτα, εμείς θα επιμείνουμε στο ότι τα αντίστοιχα συστήματα αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά και ιδιαίτερα λειτουργικά αξεσουάρ. Με τις νέες τεχνολογίες, μάλιστα, που εξελίσσονται και διευρύνουν τις δυνατότητές τους, έτσι ώστε η επικοινωνία να καλύπτει ένα ακόμη πιο ευρύ φάσμα αναβατών, οι ενδοεπικοινωνίες αρχίζουν να αποκτούν έναν "εκ των ων ουκ άνευ" ρόλο, ειδικά για όσους ταξιδεύουν με παρέα, αλλά και για τις καθημερινές συνθήκες οδήγησης.

Για την δουλειά μας, εκεί που η συνεχής και απρόσκοπτη επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας, τα συστήματα ενδοεπικοινωνιών αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά και η φύση της δουλειάς είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών, όχι μόνο σε πραγματικές, αλλά και στις πιο ακραίες συνθήκες που πρόκειται ποτέ να λειτουργήσουν.

Οι πιο πρόσφατες, λοιπόν, προσθήκες, στον… στόλο των ενδοεπικοινωνιών μας, είναι η νέα Cardo Packtalk Black Special Edition, μαζί με την Cardo Packtalk Bold Duo. Πρόκειται για δύο από τα πιο πρόσφατα μοντέλα της Cardo, με χαρακτηριστικά που υπερκαλύπτουν τα στάνταρ των απαιτήσεων και των δυνατοτήτων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Πιο συγκεκριμένα, στον κύριο και βασικότερο τομέα που δεν είναι άλλος από τον ήχο, η Cardo συνεργάζεται με την JBL με δύο ακουστικά 45mm υψηλής ποιότητας και πιστότητας. Η δυνατότητα διασύνδεσης με άλλους αναβάτες, ένα από τα "δυνατά χαρτιά" της συγκεκριμένης ενδοεπικοινωνίας της Cardo, προσφέρει την επιλογή για ταυτόχρονο meshing (όπως ονομάζεται η ασύρματη διασύνδεση) μέχρι 15 αναβάτες, ενώ η μπαταρία μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 13 ώρες συνεχούς ομιλίας. Η μέγιστη εμβέλεια που ανακοινώνει το εργοστάσιο για αυτό το είδος διασύνδεσης είναι κοντά στα 1.600 μέτρα σε ιδανικές συνθήκες, ή λίγο πάνω από το χιλιόμετρο σε πραγματικές συνθήκες, μια απόσταση που είναι ιδανική για αναβάτες που ταξιδεύουν σε γκρουπ. Αυτό το είδος επικοινωνίας δεν γίνεται με πρωτόκολλο Bleutooth, αλλά με την μέθοδο DMC (Dynamic Mesh Communication), η οποία δίνει την δυνατότητα δημιουργίας ενός δυναμικού δικτύου, που σε αντίθεση με το Bleutooth προσφέρει την επιλογή σε κάθε μέλος του δικτύου να αποχωρήσει, να κάνει ιδιαίτερες συνομιλίες με άλλα μέλη, ή να προστεθεί στο γκρουπ, χωρίς να επηρεάζει στο ελάχιστο την επικοινωνία μεταξύ των υπόλοιπων μελών. Επιπλέον, μπορεί ο κάθε αναβάτης αν επιθυμεί, να συνδέσει οποιαδήποτε Bluetooth συσκευή  με το δίκτυο επικοινωνίας του DMC, ή να κάνει εναλλαγή του πρωτοκόλλου επικοινωνίας και να χρησιμοποιήσει την Cardo Packtalk όπως οποιαδήποτε άλλη Bluetooth μονάδα.

Η Cardo, αναφέρει επίσης ότι η Packtalk ενδοεπικοινωνία, μπορεί να συνδεθεί με την πλειοψηφία αντίστοιχων συστημάτων από άλλους κατασκευαστές, ένα ακόμη χαρακτηριστικό που διαθέτει ειδικό βάρος, στην επιλογή ενός τέτοιου συστήματος, ενώ η ένταση του ήχου αυξομειώνεται αυτόματα, ανάλογα με τον θόρυβο από το περιβάλλον, επιτρέποντας στον αναβάτη να έχει ένα σταθερό επίπεδο ήχου, είτε ταξιδεύει με naked μοτοσυκλέτα στην εθνική οδό, είτε είναι σταματημένος σε κάποιο φανάρι ενός ήσυχου συνοικιακού δρόμου.

Φυσικά, μέσω της Cardo Packtalk ο αναβάτης μπορεί να διαχειρίζεται τις κλήσεις του, την μουσική από το τηλέφωνό του, να ενημερώνεται από το ενσωματωμένο ραδιόφωνο, και όλα αυτά να τα χειρίζεται μέσω της εξαιρετικά απλής εφαρμογής της Cardo που διατίθεται τόσο για iOS όσο και για Android, αλλά και μέσω φωνητικών εντολών.

Όλες αυτές οι πηγές ήχου, μάλιστα, μέσω ειδικά μελετημένων αλγορίθμων στο πρόγραμμα της Cardo, μπορούν να λειτουργούν παράλληλα και να γίνεται έξυπνη διαχείριση (όπως για παράδειγμα όταν ακούτε μουσική και εκείνη την ώρα δεχθείτε μία κλήση στο κινητό), ενώ ένα εξαιρετικά χρήσιμο χαρακτηριστικό είναι ο διαμοιρασμός της μουσικής ή ακόμη και των κλήσεων με τον συνεπιβάτη ή άλλα μέλη του γκρουπ με τα οποία οδηγείτε παρέα. Η Packtalk μπορεί να φορτίζει και ενώ είναι εν λειτουργία, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα σας κρεμάσει ποτέ στο θέμα της επικοινωνίας.

Μέχρι στιγμής, η χρήση του Packtalk που έχουμε κάνει αυτές τις πρώτες μέρες που βρίσκεται στα χέρια μας, παίζει τον ρόλο των… πρώτων συστάσεων. Όπως έχουμε κάνει και στο παρελθόν με αντίστοιχα συστήματα, η ενδοεπικοινωνία της Cardo θα περάσει… δύσκολα στα χέρια μας. Πέρα από την καθημερινή χρήση και φυσικά τον νευραλγικό ρόλο που θα παίζει στις φωτογραφίσεις μας, θα πάρει το βάπτισμα του πυρός στο φετινό MEGA TEST, δοκιμάζοντας την αντοχή της τόσο στις ακραίες συνθήκες, όσο και την αποδοτικότητά της στην διασύνδεση ενός μεγάλου γκρουπ αναβατών. Προς το παρόν, αυτό που έχουμε διαπιστώσει είναι πως σε ό,τι αφορά την τοποθέτηση δεν είναι πιο δύσκολη από τα αντίστοιχα συστήματα του ανταγωνισμού, και δη της Sena που χρησιμοποιούσαμε τα τελευταία δύο χρόνια. Ίσα-ίσα που για το "σφήνωμα" της βάσης στο κράνος δεν χρησιμοποιούνται βίδες σύσφιξης, ενώ το κούμπωμα του καλωδίου του μικροφώνου πάνω της (η Cardo δίνει δύο επιλογές μικροφώνου για full face ή jet κράνος), είναι μεν σταθερό και σφιχτό, αλλά μας δημιουργείται ένα ερώτημα, καθώς θέλει προσοχή για να μην είναι εκτεθειμένο το σημείο της ένωσης στο νερό της βροχής. Παρ' όλα αυτά, σε καταιγίδα που έφαγε για αρκετή ώρα, δεν διαπιστώθηκε κανένα πρόβλημα, ενώ φυσικά και το υπόλοιπο σύνολο είναι πλήρως αδιάβροχο. Τα ακουστικά είναι λίγο πιο ογκώδη από τα αντίστοιχα της Sena, αλλά η ποιότητα του ήχου είναι πραγματικά μοναδική, τόσο στις κλήσεις όσο και στην μουσική. Ακριβώς λόγω του ότι είναι λίγο πιο μεγάλα σε μέγεθος (πάχος 10,1mm), θέλουν προσεκτική τοποθέτηση για να μην τα νιώθεις καθόλου στ' αφτιά σου, ακόμη και σε κράνος που έχει έτοιμες υποδοχές.

Η ποιότητα του μικροφώνου είναι κι αυτή υπεράνω πάσης κριτικής, με τον συνομιλητή να μην καταλαβαίνει καν ότι βρίσκεσαι πάνω σε μοτοσυκλέτα εν κινήσει, που στην προκειμένη περίπτωσή μου, ήταν ένα naked με πάνω από 120km/h στο κοντέρ. Πράγματι ο ήχος προσαρμόζεται ανάλογα με τον εξωτερικό θόρυβο, ενώ η διασύνδεση (με ένα Xiaomi Redmi Note 8 Pro) ήταν απροβλημάτιστη και άμεση. Η μπαταρία, σε ακριβώς ίδια χρήση με την ενδοεπικοινωνία της Sena, έχει λίγο μικρότερη διάρκεια (περίπου στα ¾ της αυτονομίας), αλλά σημαντικά μικρότερος είναι και ο χρόνος για πλήρη φόρτιση.

Πολύ σύντομα θα επανέλθουμε με ακόμη περισσότερες πληροφορίες από την long term χρήση της Cardo Packtalk, με άποψη για την λειτουργία του meshing, αλλά και με την συμβατότητα με μονάδες άλλων κατασκευαστών, και φυσικά είναι αυτονόητο ότι η… διαβολοβδομάδα της στο MEGA TEST θα έχουμε μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα.

Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!