Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!


 

Yamaha Tmax 560 (2020-2022): Δήλωση υπεροχής

Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

23/11/2022

Το ΤΜΑΧ της Yamaha θεωρείται επισήμως πλέον ένα ορόσημο, όχι μόνο για το εργοστάσιο του Iwata, αλλά για σύσσωμο το μοτοσυκλετιστικό σύμπαν. Ο έβδομος απόγονος της δυναστείας των Tmax απέκτησε περισσότερα κυβικά και προσαρμόστηκε στις προδιαγραφές Euro 5 κρατώντας τη κυρίαρχη θέση του στις πωλήσεις της κατηγορίας

 

Το ΤΜΑΧ ήταν, είναι και όπως φαίνεται θα συνεχίσει να είναι, το σημείο αναφοράς της κατηγορίας, όποτε δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε συστάσεις. Σε αυτή την έβδομη γενιά που αντικαταστάθηκε μόλις φέτος, ο βασικός στόχος της Yamaha ήταν η προσαρμογή του δικύλινδρου εν σειρά κινητήρα της στις αυστηρότερες προδιαγραφές ρύπων και θορύβου Euro 5, χωρίς όμως να χαθούν οι κορυφαίες επιδόσεις. Για να το πετύχουν αυτό αύξησαν τον κυβισμό στα 562cc από 530cc του προηγούμενου μοντέλου και αντικατέστησαν τον ιμάντα από Kevlar με έναν λεπτότερο, ελαφρύτερο και ανθεκτικότερο από carbon fiber, μειώνοντας τις απώλειες τριβής. Η εξάτμιση φυσικά επανασχεδιάστηκε για να χωρέσει ο νέος διπλός καταλύτης, ενώ αλλαγές έγιναν και στην σχέση του φυγοκεντρικό συστήματος μετάδοσης, όπου “μάκρυναν” την τελική μετάδοση και μείωσαν το πατινάρισμα, ομαλοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τις επιταχύνσεις εν κινήσει, χωρίς επιπτώσεις στις επιταχύνσεις από στάση.  Η ECU και η ηλεκτρονική διαχείριση του γκαζιού προσφέρουν δύο power modes (T και S) με μοναδική διαφορά ανάμεσά τους την απόκριση, κυρίως στην χαμηλή και μεσαία μπάντα των στροφών. Το traction control δουλεύει υποδειγματικά, μόνο εκεί που πραγματικά θα χρειαστεί - και για όσο ακριβώς χρειαστεί.

Προικισμένο

Οι αισθητικές επεμβάσεις που έγιναν στην νέα γενιά, προσανατολίζονται αποκλειστικά στις σπορ καταβολές του γενάρχη της οικογένειας, προσαρμόζοντας παράλληλα και πιο εργονομικά δεδομένα. Για παράδειγμα, το κλασικό σχήμα "μπούμερανγκ" στα πλαστικά παρέμεινε, αλλά στο σημείο που ακουμπάνε τα πόδια του αναβάτη και του συνεπιβάτη, είναι λίγο πιο στενό. Παρόλα αυτά, τα πόδια εξακολουθούν να ανοίγουν αρκετά και οι αναβάτες με ύψος κάτω από 1,80 δεν πατάνε με ευκολία και τα δύο πόδια στο έδαφος.

Το υπόλοιπο σύνολο είναι πραγματικά ένας συνδυασμός εντυπωσιακών λεπτομερειών, όπως το πίσω LED φανάρι σε σχήμα "Τ", τα υπέροχα μακρόστενα και ενσωματωμένα (επίσης LED) φλασάκια στο φαίρινγκ, αλλά και η άκρως επιθετική σχεδίαση των πλαστικών, με περισσότερες αιχμές και γωνίες. Ποιοτικά, δεν υπάρχει κάποια έκπληξη από πλευράς Yamaha, με το ΤΜΑΧ να επιδεικνύει ένα υψηλό κατασκευαστικό επίπεδο, με μοναδική "παραφωνία" (αν καταχρηστικά μπορούμε να το πούμε έτσι) την ποιότητα από το δεξί ντουλαπάκι κάτω από το τιμόνι. Πταίσμα μεν, αλλά ευτυχώς που υπάρχει για να έχουμε να σχολιάσουμε και κάτι αρνητικό… Το επίπεδο της βαφής είναι εξαιρετικό, ενώ ο μεγάλος χώρος κάτω από τη σέλα παρέμεινε, δίχως όμως (λόγω χωροταξίας) να μπορούν να φιλοξενηθούν άνετα δύο full face κράνη.

Σε επίπεδο εξοπλισμού, η στάνταρ έκδοση έχει τα δύο power modes, το traction control, keyless τεχνολογία, αλουμινένια διακοσμητικά στο σημείο που πατούν τα πόδια πίσω από την ποδιά και κλείδωμα του κεντρικού σταντ. Η ζελατίνα δεν είναι ρυθμιζόμενη, αλλά στην πράξη δεν πρόκειται να προβληματίσει ιδιαίτερα ούτε τους ψηλότερους αναβάτες, με την κάλυψη που προσφέρει να είναι παραπάνω από αρκετή. Στην κορυφαία έκδοση TechMAX η Yamaha έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, προσφέροντας ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη σε ύψος ζελατίνα και θερμαινόμενα γκριπ, που ανεβάζουν κατακόρυφα το επίπεδο άνεσης και ενισχύουν ακόμα περισσότερο την hi-end προσωπικότητα του TMAX.

Κλασσική επιλογή

Όποια γενιά TMAX κι αν αγοράσεις ως μεταχειρισμένο, η κορυφαία οδική συμπεριφορά και οι άριστες επιδόσεις είναι δεδομένες. Εκείνο που αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων είναι τομείς που αφορούν την άνεση, την ασφάλεια και τον εξοπλισμό. Με την άφιξη του ολοκαίνουριου TMAX το 2022, τα μοντέλα του 2020-2021 γίνονται μια πολύ καλή πρόταση αγοράς ως μεταχειρισμένα, κυρίως για όσους θέλουν τις σύγχρονες ανέσεις και την σύγχρονη τεχνολογία. Η έκδοση TechMAX είναι σαφώς εκείνη που θα πρέπει να προτιμήσετε και αξίζει την διαφορά χρημάτων, ειδικά στην περίπτωση των μεταχειρισμένων όπου η διαφορά στις τιμές μεταξύ των βασικών εκδόσεων και των κορυφαίων εκδόσεων δεν είναι τόσο μεγάλη.

 
Αντ/κά  ()
Προτεινόμενη Λιανική (με ΦΠΑ 24%, €)
Έμβολο πλήρες (με ελατήρια και πείρο):
                 319.12 (και τα δυο)       
Τελικό εξάτμισης:
                        704,88
Εμπρός φτερό: 
                        79,83
Εμπρός τροχός:
                        573,05
Προβολέας:
                        855,49
Μανέτα φρένου:
                          35,40
Σέλα:
                        406,72
Πλαίσιο:
                      1482,82

 

Εύρος τιμών

(€10.000-12.000)

Δύσκολα μαζεύεις χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, οπότε τα περισσότερα μεταχειρισμένα TMAX 560 έχουν λιγότερα από 20.000 και οι τιμές τους παραμένουν κάπως ψηλά. Οι βασικές εκδόσεις και η SX ξεκινούν από τις 10.000€, όμως εσείς δώστε κάτι παραπάνω και πάρτε την έκδοση DX/TechMAX

Τι πρέπει να προσέξετε

Τα μηχανικά μέρη του TMAX είναι αντίστοιχα μιας Made in Japan μοτοσυκλέτας και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν τα δεκάδες προβλήματα που παρουσιάζουν τα συμβατικά scooter. Ακριβώς όμως λόγω αυτής της ανώτερης αξιοπιστίας και μηχανολογικής αρτιότητας είναι εύκολο να κρυφτούν κάτω από το χαλί βλάβες που έχουν προκύψει από κακή χρήση. Οπότε ένας καλός έλεγχος στις αναρτήσεις, τα φρένα και τον ιμάντα τελικής μετάδοσης μπορεί να σας δώσει μια εικόνα για την προηγούμενη ζωή του. Εννοείται πως  ξαναβαμμένα πλαστικά ή σπασμένα πλαστικά υποδηλώνουν πτώση η οποία μπορεί να μην περιορίζεται μόνο σε εξωτερικές ζημιές. Επίσης κάθε παράξενη συμπεριφορά του κινητήρα στο άνοιγμα του γκαζιού, μπορεί να μην διορθώνεται με έναν απλό “επαναπρογραμματισμό” αλλά να χρειάζεται αντικατάσταση κάποιου ή κάποιων αισθητήρων οι οποίοι δεν είναι καθόλου φτηνοί. Σε κάθε περίπτωση, ένας έλεγχος σε συνεργείο που έχει τον κατάλληλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό επιβάλλεται πριν την αγορά διότι οι τιμές μεταξύ του χειρότερου και του καλύτερου μεταχειρισμένου TMAX είναι μικρή και είναι εύκολο στο τέλος να σου στοιχίσει το φτηνότερο όσο θα αγόραζες το καλύτερο.

 

Ναι

Επιδόσεις, μηχανολογική αρτιότητα, ασφάλεια, διασκέδαση, σταθερή αξία μεταπώλησης, τεράστιο πανελλαδικό δίκτυο αντιπροσώπων και συνεργείων

 

Όχι

Εργονομία θέσης οδήγησης, υψηλή τιμή, κατανάλωση στη γρήγορη οδήγηση, μέτριοι αποθηκευτικοί χώροι, περιορισμένη πρακτικότητα 

 

Γιατί

Θέλεις το κορυφαίο scooter του κόσμου σε συμπεριφορά στην πιο σύγχρονη έκδοσή του, χωρίς να πληρώσεις την τσουχτερή τιμή του καινούριου μοντέλου

 
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Υγρόψυκτος, δικύλινδρος  με 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
70 Χ 73
Χωρητικότητα (cc):
562
Σχέση συμπίεσης:
10,9:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
47/7.500
Ροπή (kg.m/rpm):
5,6/5.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
 
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
 κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Αυτόματος φυγοικεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / συνεχώς μεταβαλλόμενη CVT
Τελική μετάδοση / σχέση:
Ιμάντας
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο ανοιχτό, δύο δοκών
Γωνία κάστερ (˚):
-
Ίχνος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.575
Ύψος σέλας (mm):
800
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/216
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
15/-
 
ΑΝΑΡΤΗΣEIΣ
Εμπρός
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
/
Ρυθμίσεις:
Καμία
 
Πίσω
Μονό αμορτισέρ μοχλισμού
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
 
ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δίσκοι 267mm με δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και  ABS
 
Πίσω: Δίσκος 282 mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
 
ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός: 15 x 3,5
Πίσω: 15 x 4.5
Εμπρός Ελαστικό: 120/70/-15
Πίσω Ελαστικό: 160/60/-15

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ταχύμετρο, στροφόμετρο, χειρόφρενο, LED φώτα εμπρός και πίσω, (DX/TechMAX: ηλεκτρικά ρυθμιζόμενη ζελατίνα, θερμαινόμενα γκριπ, cruise control)