Honda Integra (2014) - Αρχείο ΜΟΤΟ

Ξεγυμνώνει τους ορισμούς
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

25/7/2019

Στην εποχή μας έχουμε μάθει σε ταμπέλες και κατηγορριοποιήσεις, βάζοντας όλες τις μοτοσυκλέτες σε συγκεκριμένα κουτάκια. Στην μοτοσυκλετιστική ιστορία όμως υπάρχουν που και που περιπτώσεις που ανατρέπουν τα στερεότυπα. Το Integra της Honda είναι μία από αυτές, ειδικά στην προηγούμενη γενιά του, της οποίας η πανευρωπαϊκή παρουσίαση έγινε επί ελληνικού εδάφους και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει το ΜΟΤΟ από αυτήν!

 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Ξεγυμνώνει τους ορισμούς

 

Το Integra σου μαθαίνει ότι πολλές φορές πρέπει να ξεχνάς τις έννοιες των όρων και να επικεντρώνεσαι στην ουσία. Αντί να προσπαθείς να το κατατάξεις σαν σκουτεροσυκλέτα ή μοτοσυκλετο-σκούτερ, απλά οδήγησέ το και άσε το συμπέρασμα για το τέλος

 

Η Honda μας προσκάλεσε στο δικό μας Ναό του Ποσειδώνα, μπαίνοντας πλοηγός για να μας δείξει τους δικούς μας δρόμους, στην πανευρωπαϊκή παρουσίαση των Integra και NC750X. Σπανίως επιλέγεται η χώρα μας για μια τέτοια εκδήλωση, καθώς οι δρόμοι μας δεν προσφέρουν την απαραίτητη πρόσφυση για γρήγορη οδήγηση, στο σημείο μάλιστα να θεωρούνται και επικίνδυνοι ακόμα και για κανονικό ρυθμό. Σε παλιότερη προτροπή του Διευθυντή μας προς τις εταιρείες ώστε να έρθουν στην Ελλάδα για κάποια μελλοντική παρουσίαση, η απάντηση ήταν ακόμα χειρότερη: "Οι δρόμοι σας είναι γεμάτοι σκουπίδια δεξιά και αριστερά, θα είναι σα να φωτογραφίζουμε σε χωματερή"! Μπορεί αυτό το φαινόμενο να έχει βελτιωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, αλλά το θέμα της ποιότητας των δρόμων παραμένει. Ωστόσο, με την υπόλοιπη Ευρώπη να βουλιάζει, στην κυριολεξία, από την καταρρακτώδη βροχή, τα μέρη μας ήταν λίγο-πολύ μια επιλογή μονόδρομος.

Απολαμβάνοντας λοιπόν ένα φόντο τελείως διαφορετικό από την υπόλοιπη Μεσόγειο, καθώς η χωρίς σχέδιο δόμηση των οικισμών δίνει έναν πρωτόγνωρο, λίγο πιο ανατολικό και συνάμα εξωτικό τόνο σε κάθε στροφή του δρόμου, οι ξένοι μας καθοδηγούν σε μέρη που γυρνάμε καθημερινά στις βόλτες μας για δοκιμές και φωτογραφίσεις. Εμείς βέβαια δεν αντιλαμβανόμαστε την ομορφιά που εκείνοι βλέπουν και για μια ακόμη φορά συμπεραίνει κανείς ότι το διαφορετικό δημιουργεί από μόνο του άλλες προϋποθέσεις και μεταβάλλει την υποκειμενικότητα του ωραίου. Ωστόσο, τώρα που δεν έχουμε καμία ενασχόληση με το περιβάλλον και δεν ψάχνουμε τους δρόμους, η βόλτα των 120 χιλιομέτρων υπερδιπλασιάζει την ενασχόλησή μας με το Integra και η προσοχή έχει δοθεί ολόκληρη στον τρόπο που δουλεύει.

DCT version 2.5!

Δεν το ανακοινώνει η Honda, όμως έχουν γίνει ορισμένες μικρές αλλά καίριες αλλαγές στη λειτουργία του κιβωτίου που φάνηκαν αμέσως, καθώς το προηγούμενο Integra έχει κάνει τη θητεία του ως Long Term μοτοσυκλέτα του περιοδικού και έχουμε καλύψει μαζί του πάρα πολλά χιλιόμετρα. Πέρα από αυτό όμως ήταν και παρατήρηση του Νίκου Θεοδωράκη κατά την δοκιμή του NC750X, και ως επισφράγιση ήρθε και η επιβεβαίωση κατά τη διάρκεια της μέρας από τον κ. Kosaku Takahashi, τον σχεδιαστή του DCT. Το αυτόματο κιβώτιο με τους δύο συμπλέκτες δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς έχει αναλυθεί επανειλημμένα στο περιοδικό, αλλά ας κάνουμε μια γρήγορη ανασκόπηση. Το είδαμε για πρώτη φορά το 2010 στο VFR1200 και ανανεώθηκε δύο χρόνια αργότερα με την νέα έκδοση να τοποθετείται στο πρωτοεμφανιζόμενο τότε Integra, καθώς και σε ολόκληρη τη σειρά των NC στην οποία ανήκει και αυτό. Ήδη από τότε, το DCT είχε απωλέσει κάθε μειονέκτημα και λειτουργούσε άψογα. Μπορούσες για παράδειγμα να κατεβάσεις σχέση πριν από μία στροφή κι αυτό να συνεχίσει έπειτα την αυτόματη λειτουργία του, ενώ το 2010 απλά απενεργοποιούταν και έπρεπε να συνεχίσεις στο manual. Οι δύο διαφορετικές καταστάσεις λειτουργίας, "Drive" και "Sport", στην δεύτερη έκδοση προσαρμοζόντουσαν στην οδήγησή σου αλλάζοντας τις σχέσεις ανάλογα με τις στροφές και την ταχύτητα περιστροφής της γκαζιέρας. Με πιο μικρά διαστήματα η "Drive", και πιο κοντά στο κόκκινο η "Sport". Τώρα όμως, που ο λόγος των σχέσεων μεταβλήθηκε, ρυθμίστηκαν εκ νέου τα όρια των αλλαγών και ιδιαίτερα το κατέβασμα γίνεται 200 στροφές ψηλότερα, ώστε να υπάρχει περισσότερο φρένο από τον κινητήρα κατά την επιβράδυνση και πιο άμεση ανταπόκριση του κιβωτίου, σε ενδεχόμενο απότομο διαδοχικό άνοιγμα.

Οι σχέσεις μπορεί να μάκρυναν κατά 6%, εκτός από την έκτη που μόνο στην DCT έκδοση περιορίστηκε σε μικρότερη αύξηση, μόλις 3%, ωστόσο καμία άλλη διαφορά δεν υπάρχει στο κιβώτιο. Οι δύο συμπλέκτες παραμένουν ακριβώς ίδιοι, έχοντας αποδείξει ότι από το 2012 και μετά, έχουν καλύτερη ποιότητα κατασκευής, απ’ ότι στην πρώτη τους εμφάνιση. Η μεγάλη διαφορά του DCT λοιπόν, σε σχέση με τα προηγούμενα NC, είναι το software. Οπότε, μπορεί η Honda να μιλά απλώς για δεύτερης γενιάς DCT, ωστόσο το σωστότερο για το 2014 θα ήταν να λέμε "2.5" ξεκινώντας μια ονοματολογία αντίστοιχη με αυτή που υπάρχει στο χώρο της πληροφορικής... Ο έλεγχος στις πολύ μικρές ταχύτητες, στις μανούβρες ανάμεσα στα αυτοκίνητα και κατά την εκκίνηση, εκεί ήταν που έπασχε το Integra. Σε αυτές τις συνθήκες το DCT έκανε την σύμπλεξη ψηλά και με αργό ρυθμό, εξαναγκάζοντας τον αναβάτη σε αδέξιες κινήσεις. Τώρα όμως έχει βελτιωθεί ο χρόνος αντίδρασης και το σύστημα συμπλέκει σε μικρότερη αρχική ταχύτητα και πολύ κοντά, αν όχι ακριβώς, στο σημείο που θα το έκανε και ο αναβάτης από μόνος του.

 

Συν 75 είναι καλά;

Ο προηγούμενος δικύλινδρος εν σειρά κινητήρας των 670 κυβικών προήλθε από την διχοτόμηση του τετρακύλινδρου που κινεί το μικρομεσαίο αυτοκίνητο Honda Jazz και έχει μπλοκ κυλίνδρων με κλίση μόλις 62ο από το έδαφος. Χρειαζόντουσαν έναν κινητήρα με μεγάλη κλίση προς τα εμπρός, ώστε να δημιουργηθεί χώρος ανάμεσα στα πόδια, μια που το Integra σκόπευε να κινηθεί στα πλαίσια της εμφάνισης των σκούτερ. Οπότε, αυτή ήταν μια δοκιμασμένη λύση και με την εγγύηση της χαμηλής κατανάλωσης, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό στον χαρακτήρα των μοντέλων. Ο νέος κινητήρας, που μεγάλωσε κατά 75 κυβικά, έχει λοιπόν ορισμένα γερά επιχειρήματα για να στηρίξει την αξιοπιστία του, καθώς η διαδρομή της εξέλιξής του είναι μακρά και δεν πρόκειται για μια νέα σχεδίαση. Ωστόσο, το ζητούμενο της χαμηλής κατανάλωσης παραμένει, παρά την αύξηση του κυβισμού. Η Honda επιμένει ότι η διαφορά με τα Integra των 670 κυβικών είναι μικρή αλλά σημαντική, περίπου 0,124 λίτρα για κάθε εκατό χιλιόμετρα. Δεν ακούγεται μεγάλο νούμερο, όμως τώρα το Integra έχει καλύτερες επιδόσεις, μεγαλύτερη ιπποδύναμη και κινητήρα με δεύτερο αντικραδασμικό άξονα που προσθέτει μάζα κινουμένων μερών. Οπότε η ταυτόχρονη βελτίωση της κατανάλωσης αποκτά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον.

Μια αίσθηση πολυτέλειας σου αφήνει το carbon look γύρω από τα όργανα. Η οθόνη παραμένει ευανάγνωστη, αν και η μικρή γραμματοσειρά θα δυσκολέψει όσους έχουν μικρό πρόβλημα μυωπίας

Η αύξηση του κυβισμού προήλθε από τέσσερα χιλιοστά φαρδύτερο πιστόνι. Η διαδρομή δεν άλλαξε καθόλου, όχι μόνο γιατί τα χωροταξικά περιθώρια είναι μικρά μπροστά από τον κινητήρα, αλλά γιατί δεν χρειαζόντουσαν ακόμα περισσότερα κυβικά. Άλλωστε, έρευνα της Honda έδειξε ότι οι αναβάτες δεν αρέσκονται σε πολύ μεγάλους κινητήρες γι' αυτές τις κατηγορίες. Αντίστοιχη έρευνα πραγματοποίησαν και για τις αλλαγές στην εμφάνιση του Integra, ρωτώντας τους ιδιοκτήτες του πρώτου μοντέλου για τα σημεία που κατά την γνώμη τους χρειάζονταν αλλαγές. Το αποτέλεσμα είναι να μικρύνει οπτικά ο όγκος του εμπρός τμήματος του φαίρινγκ και να αποκτήσει περισσότερες γωνίες, ενώ κρύφτηκε από τα βλέμματα και η κεντρική δοκός του πλαισίου. Στις εμφανισιακές αλλαγές θα πρέπει να προσθέσει κανείς και το νέο ψαλίδι, γιατί καταφέρνει να προσδώσει ένα πιο σοβαρό χαρακτήρα και να αναβαθμίσει το Integra μπροστά στα υπόλοιπα NC. Μεγαλύτερο σε όγκο, αλουμινένιο πλέον και πιο πλούσιο οπτικά, είναι από αυτά που ξεχωρίζουν αμέσως όταν παρκάρεις το Integra δίπλα σε κάποιο από τα υπόλοιπα NC. Ωστόσο η διαφορά στην εμφάνιση που θα αντιληφθεί άμεσα και πρακτικά ο αναβάτης είναι στη θέση οδήγησης, καθώς τώρα μπορεί να τοποθετήσει τα πόδια του πιο άνετα απολαμβάνοντας περισσότερο χώρο. Οκτώ εκατοστά πιο μπροστά έχουν τοποθετηθεί τα πλαστικά που καλύπτουν το λαιμό του τιμονιού και έτσι τώρα υπάρχει περισσότερος χώρος για μεταφορά αντικειμένων και μεγαλύτερη άνεση για ψηλότερους αναβάτες.

 

Καθημερινές μεγάλες αποστάσεις

Στη σέλα του Integra βολεύεσαι άνετα, έχοντας την ευχέρεια να τοποθετήσεις τα πόδια σου σε δύο διαφορετικές θέσεις. Το μόνο μειονέκτημα που παραμένει τώρα που μεγάλωσε σε μήκος ο κενός χώρος πάνω από τον κινητήρα, η ποδιά δηλαδή για να μιλήσουμε με ορολογία σκούτερ, είναι το πλάτος της. Εξακολουθεί το Integra να είναι αρκετά στενό στο σημείο που τοποθετείς τα πόδια σου. Δεν τίθεται ωστόσο θέμα άνεσης, εκτός και αν τα παπούτσια σου είναι ειδική παραγγελία, λόγω μεγέθους πέλματος. Όσο η βόλτα μας εξελίσσεται, τόσο περισσότερο απολαμβάνουμε τον ήχο του κινητήρα, που εξαιτίας των αλλαγών στο τελικό της εξάτμισης είναι πιο μπάσος και πιο γεμάτος στις χαμηλές στροφές, χωρίς όμως ποτέ να κουράζει. Το Integra είναι εξαιρετικά εύκολο να βουτήξει στη στροφή με αρκετή ταχύτητα, ενώ συμπεριφέρεται ουδέτερα, χωρίς καμία απολύτως ταλάντωση από τον πίσω τροχό. Το πρόβλημα με την γρήγορη οδήγηση το έχουν όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με τον χειρισμό του DCT και βλέποντας την στροφή να πλησιάζει αγχώνονται στην ιδέα ότι ίσως χρειαστεί να κατεβάσουν μόνοι τους, πριν το DCT αποφασίσει να το κάνει αυτόματα. Διαβάζω σε αγγλικό site ότι κάποιος δυσκολεύτηκε στις στενές ελληνικές διασταυρώσεις που θέλησε να κατεβάσει νωρίτερα και ταυτόχρονα να βγάλει και φλας. Αυτό συνέβη προφανώς επειδή ο ίδιος είχε στο μυαλό του μια διαδικασία διαφορετική, συγκρίνοντας το Integra με σκούτερ. Ωστόσο, ακόμα και αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι το Integra είναι κατά βάση μια μοτοσυκλέτα, και το συγκρίνουμε απλά με σκούτερ, τότε το μόνο που χρειάζεσαι για να κατεβάσεις πριν το κάνει αυτόματα το DCT, είναι μια μικρή κίνηση του αντίχειρα λίγο πιο κάτω από το φλας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να το πεις περίπλοκο, ενώ οι αλλαγές είναι τόσο άμεσες που διαρκούν ελάχιστα. Οπότε, το μόνο που απαιτείται είναι εξοικείωση, η οποία μάλιστα έρχεται αρκετά γρήγορα τώρα που το αυτόματο κιβώτιο προσαρμόζεται πιο γρήγορα στο ρυθμό οδήγησης.

Ευτυχώς η πίσω σέλα είναι απολύτως επίπεδη και έτσι μπορείς να δέσεις πράγματα καθώς η σχάρα απουσιάζει παντελώς. Πάντως λόγω εμπειρίας μπορούμε να πούμε ότι το μήκος είναι αρκετό για να καθίσει συνεπιβάτης και ταυτόχρονα να δεθεί μια μεγάλη τσάντα που θα πατά μισή πάνω στη σέλα και μισή στη πλαστική ουρά που αντέχει στο βάρος

 

Δύσκολα μπορείς να βρεις κάποιο μεγάλο μειονέκτημα στο Integra, όταν το κρίνεις με βάση τα δεδομένα χρήσης που πρεσβεύει, εκτός ίσως από την απουσία αποθηκευτικών χώρων. Κάτω από τη σέλα δεν πρόκειται να χωρέσει ούτε jet κράνος, εκτός κι αν μιλάμε για extra small, ενώ ακόμα και το αριστερό ντουλαπάκι είναι αρκετά μικρό για να χωρέσει κάποιο από τα smartphones νέας γενιάς. Λειτουργεί όμως ιδανικά ως ποτηροθήκη, για όσους θέλουν να οδηγούν χωρίς να αποχωρίζονται τον καφέ τους...

Η σειρά NC εισήγαγε έναν νέο τρόπο κατασκευής και γι' αυτό το λόγο ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη μοτοσυκλέτα γενικά, και όχι μόνο για την Honda. Μια ενδεχόμενη επιτυχία της θα σήμαινε ότι και οι υπόλοιποι κατασκευαστές θα έπρεπε να μελετήσουν αυτό το βιομηχανικό μοντέλο και να ανταποκριθούν στην πρόκληση. Η Honda εξοικονομεί πόρους και βελτιώνει το κόστος της, κατασκευάζοντας ένα κινητήρα και ένα πλαίσιο για τρεις τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το Integra που απευθύνεται στην κατηγορία των σκούτερ, το NC750X στα εμφάνισης on-off, και το NC750S στα street. Το πρώτο βήμα προς την διατήρηση αυτού του τρόπου κατασκευής έγινε ήδη, καθώς η σειρά NC γνώρισε σημαντική αποδοχή αν και με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το X έχει την ξεκάθαρη προτίμηση του κοινού σε σχέση με το δεύτερο Integra και το σημαντικά πιο πίσω, S. Όσο η Honda απολαμβάνει τις υψηλές πωλήσεις και αναμένει εκ νέου επιτυχία με την παρούσα αναβάθμιση των μοντέλων, τόσο οι υπόλοιποι κατασκευαστές περιμένουν να δουν αν το ενδιαφέρον των μοτοσυκλετιστών θα συνεχίσει να συγκεντρώνεται σε δύο από τα τρία μοντέλα, για να διεξαχθεί ένα συμπέρασμα για την αποδοτικότητα της παράλληλης δημιουργίας ίδιων, αλλά εξωτερικά διαφορετικών μοτοσυκλετών.

 

Για όσους δεν θυμούνται τι είναι το DCT

Το κιβώτιο αυτό έχει δύο συμπλέκτες, έναν για τις μονές, και έναν για τις ζυγές σχέσεις, και σχεδιάστηκε για άμεσες και αυτόματες αλλαγές. Στο χώρο της αυτοκίνησης υπάρχει εδώ και δεκαετίες ως λύση, ωστόσο η Honda είναι η πρώτη και μοναδική ακόμα εταιρεία που προσφέρει κάτι τέτοιο στη μοτοσυκλέτα. Χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικοί άξονες για κάθε σετ σχέσεων και για να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα ο όγκος του κιβωτίου, οι άξονες αυτοί βρίσκονται ο ένας μέσα στον άλλο. Πρακτικά αυτό που κάνει το DCT είναι να είναι πάντα επιλεγμένη η επόμενη και η προηγούμενη σχέση, οπότε είτε χρειαστεί να ανεβάσει, είτε να κατεβάσει, αυτό μπορεί να γίνει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τα πλεονεκτήματα έναντι της CVT μετάδοσης που έχουν τα σκούτερ είναι άπειρα, με την καλύτερη διαχείριση της ροπής να είναι το πιο παραστατικό παράδειγμα. Ταυτόχρονα όμως το DCT απαλλάσσει τον αναβάτη από τη μανέτα του συμπλέκτη, παντρεύοντας έτσι τους κόσμους της μοτοσυκλέτας και των σκούτερ

 

Νέο ψαλίδι

Το Integra διαφοροποιείται από φέτος ακόμα περισσότερο από τα αδερφάκια του NC750X και S, καθώς αποκτά μόνο του αλουμινένιο ψαλίδι. Το ενιαίο χυτό αλουμινένιο ψαλίδι ακολουθεί τη νέα μόδα χύτευσης που κυριεύσει σιγά-σιγά όλους τους κατασκευαστές. Το αλουμίνιο εισχωρεί στο καλούπι με πολύ υψηλή πίεση και ταχύτητα ώστε να μην μπορεί να φυλακιστεί αέρας και να δημιουργηθούν φυσαλίδες εσωτερικά. Αυτό εξασφαλίζει ότι μπορούν να σχεδιαστούν και να κατασκευαστούν πολύ λεπτά τοιχώματα. Με αυτή την μέθοδο λοιπόν, που ακολουθούν πολλοί κατασκευαστές και δεν είναι νέα ούτε για την Honda, μπορούν να κατασκευαστούν μεγάλα σε όγκο τμήματα, με πολύπλοκο σχήμα και λιγότερο βάρος. Έτσι, το ψαλίδι ενώ εξωτερικά σου δίνει την εντύπωση ότι ακολουθεί την τακτική της box κατασκευής, που σημαίνει ογκώδες και χοντρό σχήμα, εσωτερικά έχει open σχεδίαση και έχουν τοποθετηθεί νεύρα, ώστε τα λεπτότερα τοιχώματα να μην ισοδυναμούν σε μικρότερη ακαμψία. Με τον τρόπο αυτό έχουν εξοικονομηθεί δύο ολόκληρα κιλά σε βάρος, και έχει ενισχυθεί το προφίλ της σοβαρότερης και ακριβότερης μοτοσυκλέτας, που θέλει να έχει το Integra απέναντι στα υπόλοιπα NC.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
 
Αντιπρόσωπος:
Αδελφοί Σαρακάκη AEBΜE
Τιμή:
 
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ
Μήκος (mm):
2.195
Ύψος (mm):
1.440
Μεταξόνιο (mm):
1.525
Απόσταση από το έδαφος (mm):
135
Ύψος σέλας (mm):
790
Ίχνος (mm):
110
Γωνία κάστερ (o ):
27
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό, ενιαίο υποπλαίσιο
Πλάτος (mm):
790
Ρεζερβουάρ (lt):
14,1
Βάρος κατασκευαστή γεμάτη (kg):
237
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος σε σειρά, υγρόψυκτος με 1ΕΕΚ/4 βαλβίδες ανά κύλινδρο, στρόφαλος 270ο, αντικραδασμικός άξονας
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
77 x 80
Χωρητικότητα (cc):
745
Σχέση συμπίεσης:
10,7 :1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
54/6.250
Ροπή (kg.m/rpm):
6,9/4.750
Ειδική ισχύς (HP/l):
72,4
Τροφοδοσία:
ψεκασμός PGM FI, με έναν αυλό 36mm
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
DCT, (Dual Clutch Transmission) δύο πολύδισκοι συμπλέκτες με αυτόματη λειτουργία
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Ίσια γρανάζια
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα και γρανάζια
Σχέσεις ταχυτήτων
Έξι (6), με ένα χειροκίνητο και δυο αυτόματα προγράμματα αλλαγών
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ, μοχλικό,
Διαδρομή (mm):
120
Ρυθμίσεις:
 
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Από χυτό αλουμίνιο, MT4,50in
Ελαστικό:
160/60-17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 240mm με δαγκάνα ενός εμβόλου, συνδυασμένα, ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ψηφιακά όργανα με ταχύμετρο, στροφόμετρο, στάθμη καυσίμου, ένδειξη σχέσης κιβωτίου/κατάσταση μετάδοσης, ένας ολικός και δυο μερικούς χιλιομετρητές, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά/φλας/φώτα/λειτουργία ψεκασμού, χειρόφρενο, αλάρμ, χώρος κάτω από τη σέλα (15l) ντουλαπάκι στη ποδιά, έξοδος ρεύματος 12V
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/41
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Από χυτό αλουμίνιο ΜΤ 3,50in
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος “μαργαρίτα” 320mm, δαγκάνα με τρία έμβολα, ABS

 

 

 

Triumph Scrambler 1200 XC/XE 2019: Συνένωση κόσμων [VIDEO]

Οδηγούμε το νέο Scrambler!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/3/2019

Οδηγήσαμε το Scrambler 1200 της Triumph, που πλέον ήρθε και στην Ελλάδα και σε λίγες ημέρες θα είναι και διαθέσιμο και για test ride. Καθώς πρόκειται για μία ξεχωριστή περίπτωση, μία μοτοσυκλέτα που παντρεύει κόσμους και για να το πετύχει έχει πραγματοποιήσει ολόκληρα άλματα εξέλιξης που μόνο όταν την οδηγείς το διαπιστώνεις, θέλουμε να την υποδεχτούμε με τον καλύτερο τρόπο. Ετοιμάσαμε ένα video που συμπληρώνει την αίσθηση της οδήγησής της σε όσα μεταφέραμε στο τεύχος 591 δύο μήνες πριν και μαζί με αυτό θα κάνουμε και κάτι που δεν το κάνουμε συχνά. Αναδημοσιεύουμε την αναλυτική παρουσίασή του από την έντυπη έκδοση. Καλή θέαση και ταυτόχρονα καλή ανάγνωση λοιπόν,

Δείτε το VIDEO:  

 

Κάθε 270 μοίρες έρχεται μία πιστονιά που την αισθάνεσαι με τα αυτιά σου, τα πόδια και τα χέρια σου, μέχρι που φτάνει στους πόρους του δέρματος κάνοντας τις τρίχες σου να ανασηκωθούν. Ποιος είπε πως είναι μόνο τα άλογα εκείνα που προσφέρουν συγκίνηση; Ποιος θα σε καταλάβει όταν του λες πως το πιο σημαντικό είναι η σύνδεση που έχεις με την μοτοσυκλέτα που καβαλάς; Με το Scrambler 1200 δεν υπάρχουν φλυαρίες κι ότι σου πει, θα πάει κατευθείαν στην καρδιά σου…

Έχουμε γεμίσει με ευμεγέθη on-off φορτωμένα με πληθώρα ηλεκτρονικών, μεγάλο ύψος κι επιβλητικό όγκο. Έχει και η Triumph μία τέτοια, το πρώην Explorer που τώρα λέγεται Tiger 1200 κι άρα δεν μπορεί να πει κανείς πως σνομπάρει την πιο περιζήτητη κατηγορία αυτή την στιγμή, όμως κοίτα να δεις που ξαφνικά κι αναπάντεχα φτιάχνει την πρώτη εναλλακτική πρόταση στις Adventure μοτοσυκλέτες, δίχως μάλιστα να το έχει βάλει αυτοσκοπό! Το νέο Scrambler 1200, ιδιαίτερα στην έκδοση XE, είναι η μοτοσυκλέτα που ακούγαμε εδώ και λίγο καιρό να ζητά ο κόσμος και δίχως να το περιμένει κανείς, την είδαμε ξάφνου μπροστά μας!

Τα παραδείγματα για την παραπάνω τοποθέτηση ως προς τις επιταγές του κόσμου δεν είναι λίγα και καθώς ταξιδεύουμε σε όλες τις παγκόσμιες εκθέσεις και παρουσιάσεις, βλέπουμε πως λίγο-πολύ αυτό ισχύει πανευρωπαϊκά, για να μην πούμε παγκόσμια. Το πιο πρόσφατο τέτοιο παράδειγμα ήταν με την είσοδο του BMW R1250GS στην ζωή μας, όταν ακούγαμε τα ίδια από διαφορετικές πλευρές: Να βγάλει η BMW ένα μικρότερο GS, ένα 850 που θα είναι και φθηνότερο και μικρότερο, χωρίς φυσικά να μπορούν να αντιληφθούν οι περισσότεροι πως το κόστος είναι ακριβώς το ίδιο για ένα εργοστάσιο, είτε φτιάξει 800 είτε 1200 κυβικά, ενώ επιβαρύνεται και με τα έξοδα εξέλιξης. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταμάτησε να υπάρχει μικρότερος boxer άλλωστε! Στην πράξη, αυτό που ζητούσε ο κόσμος δεν ήταν τα λιγότερα κυβικά, αλλά μία μοτοσυκλέτα που να μην τους πιάνει δέος όταν την βλέπουν και ταυτόχρονα να αποπνέει γνήσιο Adventure αέρα. Τι σημαίνει γνήσιος αέρας; Είναι εκείνος που σε κάνει να καβαλάς ένα μεσημέρι φεύγοντας, για να κοιμηθείς το βράδυ στην εξοχή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προετοιμασία, χωρίς να σε τρομάζει η σκέψη της αναστροφής όταν βλέπεις έναν άγνωστο δρόμο που δεν γνωρίζεις αν θα καταλήξει κάπου ή όχι. Αντιλαμβάνομαι πως η μεγαλοπρέπεια των σύγχρονων Adventure αφήνει κόσμο εμβρόντητο στην σκέψη να την σπρώξουν σταματημένη ή να κατέβουν από την σέλα της χωρίς να βάλουν το σταντ πρώτα, παρόλο που τώρα οι μοτοσυκλέτες αυτές είναι πιο ζυγισμένες και πιο εύκολες από ποτέ! Είναι ο όγκος τελικά που δημιουργεί το πρόβλημα, είναι το μάτι εκείνο που δίνει πρώτο τον συναγερμό. Κι έτσι η ανάγκη για μία Adventure που να είναι μαζεμένη σε μέγεθος είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ωστόσο, κανείς κατασκευαστής δεν πρόκειται να πάρει το ρίσκο να φτιάξει κάτι τέτοιο, ούτε και η Triumph που απλά ήθελε να βγάλει ένα καλύτερο Scrambler από αυτό που ήδη είχε. Κι έρχομαι τώρα εγώ να σας πω, πως δίχως να το έχουν σκοπό, τελικά πέτυχαν κάτι ολότελα διαφορετικό και καινούριο. Μία μοτοσυκλέτα που κάθε ένας που αγαπά τις κλασσικές θα την βρει αμέσως ελκυστική, εκείνοι που έψαχναν μία ικανή και δυνατή Scrambler έχουν την πρόταση της δεκαετίας και ξαφνικά μπαίνουν στο παιχνίδι και όλοι οι αναποφάσιστοι που ήθελαν Adventure όπως εκείνες που πρώτες ξεκίνησαν την κατηγορία αυτή! Το RnineT Urban G/S λέτε; Είναι και εκείνο μία αντίστοιχη πρόταση πιστεύετε; Έχω επιχειρήματα για το αντίθετο, και μπορώ να πω πως δεν υπάρχει καμία σύγκριση!

Μικρό μυστικό

Θα σας σερβίρω λοιπόν αμέσως τώρα το πιο δυνατό χαρτί αυτής της μοτοσυκλέτας, που μέχρι αυτή την στιγμή δεν έχω βρει άλλον δημοσιογράφο να το αναφέρει: Στην προσπάθειά της να μείνει πιστή στο στιλ και να προσφέρει μία σύγχρονη μοτοσυκλέτα, η Triumph έκανε ένα κανονικό θαύμα εφευρίσκοντας από την αρχή την ανάρτηση με δύο αμορτισέρ! Προφανώς όχι μόνη της αλλά σε συνεργασία με την Öhlins, όμως είναι κάτι που η ίδια ζήτησε και επένδυσε σε χρόνο και χρήμα. Πάνω από δύο χρόνια τους πήρε για να φτιάξουν μία χρονοκάψουλα, να μπουν μέσα και να γυρίσουν πίσω στην δεκαετία του ’70, εκεί που αυτές οι αναρτήσεις είχαν αρχίσει να δείχνουν τους περιορισμούς τους. Ήρθαν τα μοχλικά μαζί με το ένα αμορτισέρ και το μεγαλύτερο ύψος σέλας, γιατί χρειαζόταν ο κόσμος προοδευτικότητα κι αυτή με την σειρά της απαιτούσε αποστάσεις που σε μία χαμηλή ανάρτηση με δύο αμορτισέρ, δεν υπήρχαν! Πήγαν λοιπόν πίσω στον χρόνο και με την σημερινή γνώση κατασκεύασαν κάτι ολότελα διαφορετικό, χωρίς να κάνουν τίποτα καινούριο. Μπερδευτήκατε; Θα σας βοηθήσω: Δεν χρειάζεται καμία πατέντα, δεν εφευρέθηκε ξανά ο τροχός, κάθε αμορτισέρ πλαισιώνεται από δύο ελατήρια με ένα δακτύλιο στην μέση και κάθε ελατήριο έχει την δική του αντίσταση και προοδευτικότητα. Αυτό είναι το μυστικό που προσέχουν λίγοι, μονάχα που ακόμη κι όταν το δεις, μπορεί να το προσπεράσεις γιατί δεν είναι κάτι που γίνεται πρώτη φορά. Δεν το συναντάς στην εποχή μας, όμως στους παλαιότερους δεν θα κάνει εντύπωση μία τέτοια λύση. Κι όμως, δεν υπάρχει εκεί έξω αναβάτης αυτή την στιγμή που να έχει εμπειρία από μία τέτοια ανάρτηση που πραγματικά να δουλεύει στο χώμα, πέρα από όσους έχουν οδηγήσει το νέο Scrambler 1200! Δεν υπάρχει κανείς με τέτοια εμπειρία, ακόμη κι αν την δεκαετία του ’70 ήταν στα φόρτε του και χοροπηδούσε τις περιφράξεις ανέμελος γυρίζοντας ταινίες και ακούγοντας στο όνομα Steve… Και δεν υπάρχει γιατί απλά οι παλαιότεροι δεν είχαν ποτέ κάποια τέτοια ανάρτηση με αυτό τον τρόπο λειτουργίας και όσο καλά κι αν κρατιούνται, δεν έχουν και ιδέα πώς οδηγούνται οι σύγχρονες on-off στο χώμα, γιατί δεν τις έχουν απογειώσει ποτέ στον αέρα! Αντιθέτως κάθονται και λένε πως πλέον δεν υπάρχουν μοτοσυκλέτες όπως παλιά και δεν αξίζει καμιά τους. Ευτυχώς που δεν είναι οι μοτοσυκλέτες όπως παλιά, γιατί είναι απλά πολύ καλύτερες και το νέο Scrambler είναι τρανταχτή απόδειξη!

Ξεκινήσαμε την γνωριμία με το νέο Scrambler κατευθείαν στο χώμα με την έκδοση XE που έχει μεγαλύτερη διαδρομή αναρτήσεων, και είμασταν το πρώτο γκρουπ δημοσιογράφων μέχρι εκείνη την στιγμή, που έτρεφε ελπίδες πως θα βγει ο ήλιος. Οι προηγούμενοι είχαν χάσει κάθε ελπίδα να οδηγήσουν το Scrambler δίχως βροχή. Στους κατακόκκινους χωματόδρομους που μπήκαμε το πρωί διώχνοντας την πάχνη, ένας τέτοιος καιρός έθετε αυτομάτως μία δύσκολη δοκιμασία. Βρεθήκαμε να οδηγούμε στην ομίχλη πάνω σε μία παχύρευστη μαρμελάδα, που αν είχες μία άλλη μοτοσυκλέτα με την σέλα της πιο ψηλά τοποθετημένη, τότε για να πας γρήγορα θα έπρεπε να σε λένε Toby Price και να προετοιμάζεσαι να κυριαρχήσεις στο επόμενο Rally. Για φυσιολογικούς ανθρώπους το επίπεδο πρόσφυσης ήταν στην αρχή της ημέρας κάτι το τρομακτικό, γι' αυτό και οι πλοηγοί της Triumph μας χώρισαν γρήγορα-γρήγορα σε ομάδες ανάλογα με το επίπεδο, ακυρώνοντας παράλληλα κάποια κομμάτια της διαδρομής, μιας και ο ανιχνευτής που είχαν στείλει να επιθεωρήσει με μία enduro, γύρισε πίσω ιδρωμένος από το σπρώξιμο. Μπορεί να είμασταν τυχεροί και να μην έβρεχε, αλλά τα προβλήματα των προηγούμενων ημερών υπήρχαν ακόμη. Ωστόσο να ξέρετε πως οι καλύτερες γνωριμίες γίνονται σε καταστάσεις δύσκολες και μέσα σε ένταση. Εκεί που καβαλάς το άγνωστο ακόμη Scrambler και πιάνεις τον εαυτό σου να το εμπιστεύεται αμέσως φτάνοντας να γεμίζει η τρίτη σχέση, ξερνώντας λάσπες δεξιά και αριστερά! Εξαιρετικό πιρούνι που διάβαζε τον χωματόδρομο και όπου ανακάλυπτε πέτρες χαμένες μέσα στην λάσπη, φρόντιζε να τις καταπίνει κρατώντας τον τροχό ευθεία, χωρίς το παραμικρό κλότσημα δεξιά ή αριστερά, που άλλωστε στις συγκεκριμένες συνθήκες θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Όσο η ώρα περνούσε, ο ήλιος κέρδιζε με αργή πρόοδο καταφέρνοντας να τρυπήσει την μουντάδα, στεγνώνοντας αμέσως τους χωματόδρομους σε όποιο σημείο τα δέντρα δεν έριχναν την σκιά τους. Και τότε είχε έρθει η ώρα να αρχίσουμε να σκαρφαλώνουμε στις γεμάτες πέτρες πλαγιές, που πριν ήταν πρακτικά αδύνατο. Εκεί είναι που η πίσω ανάρτηση θα έδειχνε για πρώτη φορά την τεράστια εξέλιξη που κρατούσε μυστική. Φοβερή απόσβεση συμπίεσης, με την διαδρομή να μην τερματίζει πίσω ακόμη και όταν το απογειώσεις στον αέρα, και σωστή επαναφορά που δεν ανασηκώνει την μοτοσυκλέτα μετά το χαντάκι ή την κοτρόνα που πέρασες από πάνω. Το αίσθημα είναι πρωτόγνωρο, διότι ποτέ ξανά στην ιστορία της μοτοσυκλέτας, δεν έχει υπάρξει τέτοια συμπεριφορά από έναν πίσω τροχό που είναι τόσο κοντά την σέλα, σε ένα τέτοιο ύψος μοτοσυκλέτας!

 

Πίσω στον χρόνο

Έχει φτάσει το μεσημέρι όπου μας περιμένει ένα διάλειμμα αφού πρώτα περάσουμε με την σειρά από το πιεστικό, ώστε να αποβάλλουμε από πάνω μας μερικά κιλά ξεραμένης λάσπης που έχει χτίσει μπότες και ρούχα. Βρισκόμαστε σε ένα ράντσο που λειτουργεί σχολή Enduro κάνοντας εξορμήσεις τριγύρω στα βουνά από το πρωί, με την κόκκινη λάσπη να κυριαρχεί παντού κι ό,τι βγάζουμε από πάνω μας καταλήγει σε μία γούρνα με οργανικά απόβλητα παρασκευάζοντας κομπόστ. Οι Πορτογάλοι μας ευχαριστούν για τον εμπλουτισμό του λιπάσματος και μέσα στην γενικότερη αυτή αναμπουμπούλα ανθρώπων και μοτοσυκλετών κάτω από μία ομίχλη υγρασίας από την παρατεταμένη χρήση του πιεστικού, βρίσκω επιτέλους τον κατάλληλο άνθρωπο. Είναι ο υπεύθυνος σχεδιασμού της μοτοσυκλέτας κι εκείνος που μαζί με τους μηχανολόγους της Öhlins, κατασκεύασαν τις αναρτήσεις. Θέλω να μάθω τις αναλογίες των ελατηρίων και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, γιατί μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε αποσαφηνίσει κανένας τους τον τρόπο που είχαμε αυτό το αποτέλεσμα. Μία εξαιρετική συμπεριφορά στο χώμα, από μία ανάρτηση που θα έπρεπε να είναι κάτω από το μέτριο. Δίχως διακοπή για ανάσα αρχίζει να εξηγεί όλη την παραπάνω ιστορία που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε ακουστεί άλλη φορά. Η απορία μου είναι εύλογη, έχουμε εδώ κάτι εξαιρετικά σημαντικό που κανείς από την Triumph δεν ανέφερε στην χθεσινοβραδινή ενημέρωση, γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο; "Είναι που οι περισσότεροι δεν θέλουν να μπλέκουν σε τόσο τεχνικές λεπτομέρειες", έρχεται η αποκαρδιωτική για την πραγματικότητα που ζούμε, απάντηση. Λογικό, διότι από την στιγμή που ο περισσότερος κόσμος δεν διαβάζει πληροφορίες, αλλά βλέπει φωτογραφίες και γρήγορα video, δεν υπάρχει κανένας λόγος να παιδεύεται και κανείς. Το ακριβώς αντίθετο, θα είναι και λάθος αν χάσει χρόνο. Ωστόσο εμείς εδώ είμαστε διαφορετική περίπτωση, κι έτσι αργότερα το βράδυ με φώναξε για την συνέχεια της συζήτησης: "Αυτό απαγορεύεται να το φωτογραφίσεις, είναι το blueprint της μοτοσυκλέτας!" –"Ναι, αλλά συγνώμη τώρα, το κουβαλάς έτσι; Σε μία ξένη χώρα; Δεν είναι κλειδωμένο σε κάποιο χρηματοκιβώτιο στην Αγγλία;" –"Όχι βέβαια, το έχω πάντα μαζί μου, και στο σπίτι και παντού γιατί πρέπει να το βλέπω κάθε μέρα, η συζήτηση για βελτίωση δεν σταματά ποτέ!". Έρχεται η απάντηση που απλά γιγαντώνει την αρχική έκπληξη από τα ξεδιπλωμένα σχέδια, το μέγεθος της αφοσίωσης αυτού του ανθρώπου ήταν συγκινητικό!

Καθισμένοι πάνω από τα σχέδια, αναλύουμε πως το να μπουν στο δύσκολο μονοπάτι να κατασκευάσουν μία ανάρτηση που η εξέλιξή της έχει σταματήσει δεκαετίες τώρα, δεν ήταν εξ αρχής ζητούμενο. Καταρχήν καμία εταιρεία με νεορετρό ή κλασσικές μοτοσυκλέτες με δύο αμορτισέρ πίσω, από την Honda και την Kawasaki έως όπου φτάνει το μυαλό σας, δεν έχει καθίσει να κάνει αυτό που έκανε η Triumph. Κι αν έχουν τοποθετήσει δύο αμορτισέρ πίσω στην σύγχρονη εποχή, τότε αυτά είναι λίγο-πολύ στα ίδια με την δεκαετία που τα άφησε όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Και καλά έπραξαν, από την στιγμή που το χώμα δεν ήταν επιλογή, διότι αν ήταν τότε και μόνο θα ήταν απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουν την επιλογή τους. Έρχεται λοιπόν η Triumph σχεδιάζοντας το Scrambler και ξεκινά με ένα αμορτισέρ πίσω, μοχλικό και τις αντίστοιχες αποστάσεις που απαιτούν όλα αυτά, καταλήγοντας με ένα σχέδιο που θύμιζε υπερβολικά τις ψηλές on-off, απομακρυνόμενοι έτσι από την κλασσική εμφάνιση που ήταν και το ζητούμενο. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας εύκολος και χαρτογραφημένος δρόμος, κι ένας άλλος άγνωστος τελείως. Μπορούσαν είτε να σημάνουν υποχώρηση, κάνοντας εκπτώσεις στην συμπεριφορά στο χώμα, ή να προσπαθήσουν να φτιάξουν κάτι που δεν έχει ξανά γίνει ποτέ. Ο πρώτος δρόμος ήταν απαγορευτικός για την Triumph, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να φτιάξουν μία μοτοσυκλέτα που ούτε οι ίδιοι δεν θα ευχαριστιούνται να οδηγήσουν. Ούτε όμως έχει και κάποια σημασία το πόσο χώμα θα πατήσει ο ιδιοκτήτης, διότι έστω και για μία φορά το χρόνο να είναι ο χωματόδρομος, μένοντας στην άσφαλτο για όλη την υπόλοιπη συνέχεια του έτους, η νοοτροπία της Triumph είναι πως από την στιγμή που πουλάς το όνειρο, πρέπει να το υποστηρίζεις κιόλας. Απευθυνόμενοι στην Öhlins μοιράστηκαν αυτό τον προβληματισμό πετώντας τους και το μπαλάκι: "αν πηγαίνατε πίσω στον χρόνο, τότε που το μονό αμορτισέρ άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του, πώς θα αντιμετωπίζατε την πρόκληση να το ανταγωνιστείτε με τις γνώσεις που έχετε τώρα;". Η Ohlins δεν είχε κάτι έτοιμο, όμως αποδέχτηκε την πρόκληση κι έτσι κάτι παραπάνω από δύο χρόνια μετά, είχαν φτιάξει μαζί μια ολότελα καινούρια ανάρτηση χωρίς όμως να έχουν εφεύρει κάποια εξωτική λύση. Το τελικό αποτέλεσμα ήρθε μονάχα αξιοποιώντας τις νέες μεθόδους μηχανολογίας και βάζοντας φυσικά στο παιχνίδι του σχεδιασμού την εμπειρία που είχαν αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια και την εκτεταμένη χρήση εξομοιωτών, που δίχως αυτούς δεν θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν ένα τέτοιο σχέδιο. Όπως βλέπετε στο σχετικό box, η σταθερά ελαστικότητας υποδιπλασιάζεται για τα ελατήρια που βρίσκεται το ένα επάνω στο άλλο, κι όταν το δεύτερο είναι κυμαινόμενης σκληρότητας τότε ο υπολογισμός της γίνεται ακόμη πιο δύσκολος. Είναι όμως αυτό που δίνει την προοδευτική λειτουργία στην πίσω ανάρτηση του Scrambler και ο τρόπος υλοποίησης που έχει εξαλείψει τα ψεγάδια, ώστε στο τέλος να έχεις το εξαιρετικό αυτό αποτέλεσμα.

 

Ροπή παντού

Με τον ήλιο να έχει στεγνώσει την πλάση σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, έχει έρθει η ώρα να συνεχίσουμε την βόλτα μας στο χώμα αυξάνοντας τον ρυθμό. Η ροπή είναι διάχυτη παντού, ενώ η απόκριση του γκαζιού εξαιρετική, καθώς μπορείς να ελέγχεις τις στροφές με τεράστια ακρίβεια παίρνοντας κάθε φορά την ακριβή ποσότητα δύναμης που ζήτησες. Από τους κινητήρες της σειράς Bonneville αυτός είναι ο πιο δυνατός, όμως η ευχαρίστηση που σου προσφέρει στο χώμα, δεν απαντάται στον αριθμό των αλόγων αλλά στην ροπή που ήδη στις 2.000 στροφές είναι μπόλικη ενώ πριν τις 4.000 έχει φτάσει στο ανώτερο σημείο της. Συνδυασμένη η ροπή αυτή με ένα κιβώτιο που έχει σωστά μοιρασμένες σχέσεις, η οδήγηση στο χώμα είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, όπως φαντάζομαι από τώρα πως θα είναι και η κίνηση ανάμεσα στα αυτοκίνητα, αν κρίνω από την ευελιξία και την ευκολία αλλαγής κατεύθυνσης που φάνηκε στα πιο στενά κι ανηφορικά σημεία των χωματόδρομων που μας οδήγησαν. Εκεί διέπρεψε και το κιβώτιο! Η Triumph μας έχει συνηθίσει σε κιβώτια ταχυτήτων με ηχηρό κούμπωμα, που όμως πάντα βρίσκουν την επόμενη σχέση και αλλάζουν με ακρίβεια. Στον εξοπλισμό των Scrambler υπάρχει και quickshifter, που οι μοτοσυκλέτες της παρουσίασης δεν το είχαν τοποθετημένο εκείνη την στιγμή, αλλά το σχολιάζαμε με τους ξένους συναδέλφους, καθώς θα πρέπει να έχει την ευκολότερη δουλειά του κόσμου. Κλείνεις στιγμιαία το γκάζι κι ανεβάζεις χωρίς την χρήση της μανέτας του συμπλέκτη, όπως δηλαδή μπορείς να κάνεις με κάθε μοτοσυκλέτα, μονάχα που εδώ τώρα οι αλλαγές γίνονται με απίστευτη ευκολία και αμεσότητα σε όλο το φάσμα των στροφών, με απόλυτη ακρίβεια και δίχως καθόλου μηχανικό θόρυβο. Από τον λεβιέ έως την κλιμάκωση των σχέσεων τώρα που υπάρχει κι αυξημένη ιπποδύναμη, το κιβώτιο λειτουργεί υποδειγματικά και πραγματοποιεί ταχύτατες αλλαγές.

Υπολογίζοντας τα άλογα βλέπεις 12,5% περισσότερη δύναμη από την Bonneville T120 και 38% αύξηση από το προηγούμενο Scrambler που γίνεται περισσότερο από 60% αν κάνεις πιο σύνθετες εξισώσεις που συμπεριλαμβάνουν και το βάρος. Αυτά όμως είναι μονάχα για όσους εντυπωσιάζονται από τα νούμερα, καθώς δεν ξέρω κανέναν άλλο που μαθαίνοντας ένα ποσοστό, έχει αντιληφθεί και την διαφορά στην φυσική της διάσταση. Πρακτικά λοιπόν το Scrambler έχει τόση δύναμη που δεν πρόκειται να το εξαντλήσεις στο χώμα, το ακριβώς αντίθετο είναι πιο πιθανό, από την στιγμή που αποδίδει τόσο καλά ως σύνολο που ο μέσος αναβάτης είναι πιθανότερο να μην βρει ποτέ και τα όρια. Τα 90 άλογα δεν είναι σίγουρα πολλά, όμως με 150 και 160 κοντερίσια χιλιόμετρα στους χωματόδρομους, αρχίζεις να σκέφτεσαι πως το παρακάνεις και πρέπει να κόψεις, κι έτσι τουλάχιστον για την πρώτη ημέρα δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα απόδοσης. Συνήθως στις παρουσιάσεις των adventure μοτοσυκλετών οι εταιερίες φροντίζουν να αφήσουν το χωμάτινο κομμάτι για το τέλος, ωστόσο η Triumph είχε επιλέξει μία αντίθετη φορά τονίζοντας την οδήγηση στο χώμα. Άλλωστε αυτή είναι μία Scrambler μοτοσυκλέτα όνομα και πράμα, και το γεγονός πως διευρύνει τα όρια των Adventure παρεισφρέοντας στην κατηγορία, είναι κάτι που προέκυψε μετά. Οι διαφορές με την Bonneville δεν είναι πολλές, αλλά είναι ικανές να δημιουργήσουν απόσταση ανάμεσα στα μοντέλα, με βασικότερη ίσως την γενναία μείωση βάρους στον στρόφαλο. Αυτό ευνοεί πρώτα την ευστροφία και μειώνει την επίδραση του φρένου του κινητήρα, που στο χώμα είναι ευεργετικό στοιχείο για να οδηγήσεις με ροή και όχι νευρικά. Η ακριβής πορεία αυτού του κινητήρα περιλαμβάνει και την στάση στο Thruxton που έχει αυξημένη ιπποδύναμη έναντι της αρχικής του τοποθέτησης στην Bonneville και είναι από εκεί που κατέληξε αμέσως μετά στο Scrambler. Η γενναία μείωση από τον στρόφαλο έφτασε σχεδόν το ένα κιλό μεγαλώνοντας την διάμετρο των κομβίων του στροφάλου αλλά μικραίνοντας το πλάτος τους, έχοντας συνολικά μικρότερη μάζα. Περαιτέρω μείωση ήρθε από τους αντικραδασμικούς άξονες που έχασαν υλικό ώστε να περιστρέφονται σε αντιστοιχία με τον στρόφαλο, και από εκεί και πέρα οι μηχανικοί της Triumph συνέχισαν την πορεία τους στην εξεύρεση εξαρτημάτων που μπορούν να χάσουν γραμμάρια. Ο εναλλάκτης ήταν άλλο ένα σημείο που έγινε ελαφρύτερο κι όλα αυτά τα κινούμενα μέρη που ελάφρυναν έδωσαν και μία συνολική μείωση της ροπής αδράνειας. Αυτό σημαίνει και λιγότερες ανάγκες σε μάζα κινητήρα από την στιγμή που οι δυνάμεις ελαττώθηκαν. Η μεγαλύτερη μείωση έρχεται από την κεφαλή, κομβικό σημείο και για την κατανομή βάρους, ενώ και το καπάκι του συμπλέκτη είναι ελαφρύτερο με τον ίδιο τον συμπλέκτη να έχει ελαφρύτερους δίσκους, μία κίνηση που ήταν μονόδρομος από την στιγμή που μειώθηκε η αδράνεια του κινητήρα και έλυνε κι ένα ακόμη ζητούμενο, την πιο μαλακή αίσθηση στην μανέτα, που είναι απαραίτητη για τον χαρακτήρα του Scrambler.

Μπορεί ο χρονισμός των βαλβίδων να μην άλλαξε, όμως σε έναν κινητήρα που έχει ελαττωθεί το βάρος των κινούμενων μερών, δεν γίνεται να μην περιμένεις να αυξηθεί και η ευστροφία του, ακόμη κι αν δεν αλλάξεις την τροφοδοσία του. Το θέμα είναι η διαφορά να είναι ανιχνεύσιμη με το χέρι και όχι μόνο στα χαρτιά, κι έτσι ακριβώς συμβαίνει, η διαφορά τόσο με την Bonneville, όσο και με το Thruxton είναι αντιληπτή στην πράξη. Και μπορεί ο χρονισμός των βαλβίδων να μην άλλαξε, όμως ο μονός επικεφαλής εκκεντροφόρος επανασχεδιάστηκε με τα αγωνιστικού τύπου ζύγωθρα που ενεργοποιούν τις βαλβίδες να έχουν δεχτεί πολλά μπρος πίσω μέχρι να πάρουν το τελικό τους σχήμα και ιδανικό βάρος, ώστε να εκμεταλλευτούν την νέα ευστροφία του κινητήρα. Αμέσως μετά πήραν τις γνωστές από το Thruxton ρυθμίσεις του ηλεκτρονικά ελεγχόμενου γκαζιού και τις προσάρμοσαν στην νέα απόδοση, ρίχνοντας το κύριο βάρος εξέλιξης σε μία συγκεκριμένη, την off road, που ήταν κι αυτή που χρησιμοποιούσαμε την πρώτη μέρα. Οι ρυθμίσεις απόδοσης λειτουργούν και ως ομάδες καταστάσεως λειτουργίας για τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, όπως συμβαίνει σε όλες τις Adventure μοτοσυκλέτες, που είναι κι ένα από τα στοιχεία που γεφυρώνουν το Scrambler με την δημοφιλή αυτή κατηγορία των μεγάλων on-off. Οι περισσότεροι από εμάς βέβαια, όσο είχαμε την έκδοση XE στην διάθεσή μας καθώς αλλάζαμε συχνά μέσα στην ημέρα με την XC, χρησιμοποιούσαμε την Off Road Pro που παράλληλα απενεργοποιεί το traction control και το ABS. Τα συνδυασμένα φρένα του Scrambler τα ελέγχει η μονάδα ABS της Continental, που μέχρι και τις αρχές του 2018 είχε καταφέρει να γεφυρώσει το χάσμα με την αντίστοιχη της Bosch και να φτάσει να προσφέρει το καλύτερο φρενάρισμα σε κάθε συνθήκη. Δεν είναι όμως τυχαίο που και οι Γερμανοί της BMW, ανέκαθεν υποστηρικτές της Continental άλλαξαν προμηθευτή για τα τελευταία τους on-off. Ανέκαθεν στην BMW υποστήριζαν την Continental καθαρά για το μικρότερο κόστος και όχι για θέμα νοοτροπίας και τρόπου συνεργασίας, που είναι ο λόγος που τους προτιμούν οι Άγγλοι, όμως τώρα που η Bosch έχει καταφέρει να φτιάξει ένα εξωγήινο ABS για το χώμα, αποφάσισαν να κάνουν την αλλαγή. Αν δεν είχα οδηγήσει τα νέα GS στο χώμα θα έλεγα πως το Scrambler έχει εξαιρετικό ABS και στο χώμα, τώρα όμως αυτό το όριο για τον χαρακτηρισμό εξαιρετικό, είμαι αναγκασμένος να τον πάω ένα βήμα παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση πάντως, προτιμώ να βρεθώ σε μία απότομη χωμάτινη κατηφόρα με το Scrambler, παρά με μία από τις μεγάλες on-off γιατί το μικρό βάρος και ο τροχός των 21 ιντσών με το εκπληκτικό πιρούνι της Showa, επιτρέπουν να ξεχάσει κανείς τα φρένα και να ορμήσει με ταχύτητα! Ολόκληρη την πρώτη ημέρα, δεν γινόταν να μην σκέφτομαι κάθε τρεις και λίγο το φετινό MEGA TEST και το γεγονός πως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να συναντήσουν ανταγωνισμό οι Adventure από μία… Scrambler με δύο αμορτισέρ πίσω! Κύκλους κάνει η ζωή, η εξέλιξη, οι δεκαετίες... καλά να είναι η Triumph και η Ohlins!

Ψηλό ή κοντό

Ανάμεσα στις δύο εκδόσεις, οι περισσότεροι ξένοι δημοσιογράφοι λένε πως η XC με την διαδρομή ανάρτησης των 200mm είναι καλύτερη στο δρόμο και η XE με τα 250mm πιο κατάλληλη για χώμα, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η XE είναι καλύτερη και στο χώμα και στο δρόμο, και φυσικά καλύτερα εξοπλισμένη αποτελώντας την κορυφαία επιλογή. Η XC είναι σίγουρα πιο κλασσική σε εμφάνιση γιατί εννοείται πως προσέχει κανείς το πρόσθετο ύψος της έτερης έκδοσης, το οποίο αν και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αυξήσει την δυσκολία για κάποιον κοντύτερου αναστήματος, η εικόνα που δίνει είναι πιο άγρια και λιγότερο κλασσική. Από την άλλη σε ένα καλό στροφιλίκι η XC ξύνει συνέχεια τον αποστάτη των μαρσπιέ σε σημείο που τον έχεις λειάνει πλήρως στην διάρκεια μίας βόλτας, ακόμη κι αν παίρνεις το πόδι σου από το μαρσπιέ τελείως ώστε να μην έχει καθόλου βάρος. Κι αυτό συμβαίνει όχι τόσο για την μικρή απόσταση από το έδαφος που ανταγωνίζεται τα Softail της H-D, αλλά γιατί το Scrambler είναι μία γνήσια σπορ μοτοσυκλέτα, σε πλήρη αντιδιαστολή με την κλασσική της εμφάνιση και με τον επίσης εξαιρετικό τρόπο και ήρεμο τρόπο που βολτάρει! Ναι, εκεί που κάνεις την βόλτα σου στον ρυθμό που θέλεις, κρατώντας μία σχέση μόνο στο μαγικό κιβώτιο και σερφάροντας στην ροπή αδειάζοντας σκέψεις και γεμίζοντας με συναίσθημα, εκεί ακριβώς αν θέλεις γυρνάς τον διακόπτη και ορμάς κυνηγώντας στις στροφές οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα. Η απόφαση ανήκει στον αναβάτη και το Scrambler υπηρετεί όλες τις συνθήκες χωρίς κανένα παράπονο. Οι αναρτήσεις δουλεύουν ιδανικά σε όλες τις συνθήκες, πράγμα που συμβαίνει με όλες όσες έχουν πίσω τους πολύ δουλειά σε εξέλιξη και ρύθμιση, που είναι αυτό ακριβώς που σπανίζει στην εποχή μας. Η φροντίδα με την οποία έχει περιλάβει το Scrambler η Triumph είναι πραγματικά συγκινητική και το αποτέλεσμα με έχει αφήσει ευχάριστα έκπληκτο καθώς δεν περίμενα ποτέ μία κλασσικής εμφάνισης μοτοσυκλέτα να συμπεριφέρεται έτσι στο χώμα και να εξιτάρει στην άσφαλτο με λιγότερα από εκατό άλογα. Δώσε στροφές στο Scrambler και θέρισε αδρεναλίνη αστείρευτη ή απλά χαλάρωσε και κάνε μία βόλτα που θα σου σβήσει από το μυαλό κάθε δύσκολη σκέψη και θα σε κάνει να φαίνεσαι νεότερος! Με 21 ιντσών τροχό εμπρός, δεν είχαν καμία απαίτηση ξεκινώντας την δοκιμή της δεύτερης ημέρας από όπου έρχονται όλα τα παραπάνω συμπεράσματα, να καταλήξουμε σε έναν αγώνα sprint με τον David, τον πλοηγό μας, και δύο από τους Γερμανούς συναδέλφους δημοσιογράφους που ακολούθησαν. Ο David τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα έχει μόλις ολοκληρώσει την δοκιμή στην Jerez ως αγωνιζόμενος στο BSBK τα τελευταία 12 χρόνια με Honda, ένας ικανότατος αναβάτης και λάτρης των Triumph, ακριβώς για αυτή τους την δυνατότητα να κρατούν τον ρυθμό ανεξαρτήτου κατηγορίας. Το Scrambler εξάντλησε κάθε περιθώριο στα ελαστικά, έξυσε την Πορτογαλική άσφαλτο κι όλα αυτά με μία άνεση, μία ξεκάθαρα cool στάση σαν να είναι το φυσικότερο πράγμα του κόσμου!

Εξοπλισμός Αναβάτη: Κράνος: KLIM Στολή: KLIM BADLANDS II Μπότες: Forma

Δεν χρειάζεται να τονίσω πως η έκδοση XE ήταν προτιμότερη για εμένα και από την πλευρά της γεωμετρίας της θέσης οδήγησης, παρόλο που στα 1,83 δεν είμαι ιδιαίτερα ψηλός. Ωστόσο αυτό ήταν κάτι που χαρακτήρισε κυρίως την πρώτη ημέρα που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στο χώμα, παρά την δεύτερη που κινηθήκαμε κυρίως σε ορεινούς επαρχιακούς δρόμους. Οι άνθρωποι της Triumph είχαν άλλες μοτοσυκλέτες την πρώτη ημέρα, με χωμάτινα Karoo ελαστικά και κατάλληλα ρυθμισμένα τιμόνια για να σηκώνεσαι όρθιος. Η XE προσφέρει και ρυθμιζόμενα μαρσπιέ έναντι της XC, όμως στην όρθια θέση οδήγησης που έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κάποιο ογκώδες ρεζερβουάρ, ούτε και πλαστικά από φαίρινγκ για να σφίξεις με τα πόδια, το Scrambler σου ζητά να βρεις έναν νέο δικό του τρόπο κι αναγκαστικά θα περάσεις από την διαδικασία προσαρμογής, όποια έκδοση κι αν διαλέξεις. Με τους λαιμούς των εξατμίσεων να περνούν ακριβώς από το γόνατο, ήταν ευχάριστη έκπληξη το γεγονός πώς δεν καιγόσουν, φτάνει φυσικά να θυμάσαι πως δεν πρέπει να σφίγγεις το πόδι επάνω στο πυρίμαχο προστατευτικό που η δουλειά του είναι να σε γλιτώσει από το έγκαυμα και μέχρι εκεί. Προσέξτε τώρα την σημαντική λεπτομέρεια, γιατί προβλέπω φέτος το καλοκαίρι πως θα υπάρχει εκείνος ο ένας που θα πει πως κάηκε στην εξάτμιση και φταίω εγώ που έγραψα το αντίθετο: Το παραπάνω ισχύει με μοτοσυκλετιστικό παντελόνι, και στην συγκεκριμένη περίπτωση τονίζω και την μάρκα, γιατί η KLIM δεν είναι τυχαία. Πέρσι στην EICMA είχε κρεμάσει ένα KTM 1190 Adventure δύο μέτρα από το έδαφος δεμένο μονάχα από μία τέτοια στολή, για να τονίσει την αντοχή της. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν είναι ένα λεπτό ύφασμα ή μία τυχαία cordura και σε σκληρά ανηφορικά κομμάτια ένιωθα την ζέση ακόμα και με το συγκεκριμένο παντελόνι. Όχι σε σημείο που να γίνει πρόβλημα, αλλά αν φορούσα ένα απλό τζιν το βέβαιο είναι πως θα υπήρχε σοβαρό θέμα. Μην περιμένετε λοιπόν κανενός είδους συμπόνιας, αν έχετε παράπονο ζέστης με το Scrambler γιατί οδηγείτε με βερμούδα στο κέντρο της πόλης, δεν οδηγώ μοτοσυκλέτες με βερμούδα και δεν μπαίνω στην διαδικασία να το λογαριάσω και ως ζήτημα…

Αυτό που σίγουρα θα σου αφήσει η συγκεκριμένη εξάτμιση τελικά, είναι ένας μαγευτικός ήχος, μία μελωδία με καθόλου τυχαία σκασίματα, καθόλου αρρυθμίες, τίποτα που δεν υπάρχει ήδη γραμμένο στην rock παρτιτούρα που με επιμέλεια οι Άγγλοι έχουν φτιάξει, και ξέρουν πολύ καλά αυτοί από τέτοιες μελωδίες… Τώρα το ζήτημα μετά από μία τέτοια πρώτη εμπειρία μαζί του, είναι να το έχουμε σύντομα στην Ελλάδα, όπως κι αναμένεται να γίνει καθώς θα έχει φτάσει στη χώρα μας παράλληλα με την κυκλοφορία αυτού του τεύχους. Το Scrambler 1200 της Triumph φέρνει την συνένωση δύο διαφορετικών κόσμων που ο ένας απέχει από τον άλλο μερικές δεκαετίες. Με το ένα πόδι πατά στο ’50 και με το άλλο καλοσωρίζει τις μεγάλες on-off του ’80, ενώ οδηγικά δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το σήμερα. Ο συνδυασμός αυτός είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά, όταν επίσης για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια βλέπουμε κάτι νέο! Η διεύρυνση της Adventure κατηγορίας έχει μόλις αρχίσει…

 

 

Adventure στοιχεία εξοπλισμού σε Scrambler εμφάνιση

Πρόκειται για λεπτομέρεια και παράλληλα κομβικό σημείο της συνένωσης δύο κόσμων, το γεγονός πως η TFT οθόνη δεύτερης γενιάς προσφέρει στον πρόσθετο εξοπλισμό σύνδεση με κινητό τηλέφωνο και πλοήγηση, αλλά και απευθείας έλεγχο για κάμερα GoPro από τα χειριστήρια της μοτοσυκλέτας. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά, αλλά υπάρχει και δεύτερη πρωτοπορία. Η Triumph εγκαινιάζει και την απευθείας συνεργασία με την Google για την πλοήγηση, η πρώτη φορά που κάποια από αυτές τις εταιρείες συνεργάζονται απευθείας με έναν κατασκευαστή. Δυστυχώς δεν γινόταν να δοκιμάσουμε κάτι από τα δύο, ούτε να δούμε την εφαρμογή της Triumph για κινητά τηλέφωνα, ενώ δεν θα είναι και άμεσα διαθέσιμη με την κυκλοφορία του μοντέλου, αφού η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να εγκρίνει κάτι τελείως νέο, είναι εμπνευσμένη από την ελληνική πραγματικότητα. Αναμένεται όμως την Άνοιξη φέτος, η Bluetooth διασύνδεση να είναι πλήρως διαθέσιμη. Η εφαρμογή της Triumph και η σύνδεση που θα προσφέρει στην μοτοσυκλέτα θα είναι άμεσα συγκρίσιμα σε δυνατότητες πρώτα με της BMW που είναι πιο κοντά σε λειτουργία, κι έπειτα με το υποδεέστερο της Ducati, όμως η διαφορά είναι πως δεν παρεμβάλλονται άλλοι χάρτες και αναλαμβάνει η Google…

Σταθερά ελαστικότητας ελατηρίων

Η τεχνική να χρησιμοποιούνται δύο ελατήρια σε ένα αμορτισέρ είναι πολύ παλιά και εξαιρετικά διαδεδομένη στα ATV και στα αυτοκίνητα. Διαφέρει ως λύση από τα ελατήρια μεταβαλλόμενης σκληρότητας, αν και για το Scrambler η Öhlins δεν άφησε καμία τεχνική ασυνδύαστη. Έτσι χρησιμοποιεί δύο ελατήρια που διαχωρίζονται από έναν δακτύλιο, με το επάνω να έχει μεταβαλλόμενη σκληρότητα. Χωρίς να το κάνουμε ιδιαίτερα σύνθετο, ας ξεκαθαρίσουμε εκείνο που ο περισσότερος κόσμος θεωρεί πως ισχύει ανάποδα: Τοποθετώντας δύο ελατήρια το ένα επάνω στο άλλο, καταλήγεις να έχεις μικρότερο ρυθμό σκληρότητας και όχι το διπλάσιο όπως ίσως να νόμιζες. Κι αυτό γιατί η συμπίεση μοιράζεται ανάμεσα στα δύο ελατήρια. Με το επάνω να είναι μεταβλητής σκληρότητας, αυτό που πετυχαίνει η ανάρτηση του Scrambler είναι να ξεκινά την διαδρομή της με εξαιρετικά μικρό ρυθμό σκληρότητας που αυξάνεται με γεωμετρική και όχι αριθμητική πρόοδο όσο η αρχική διαδρομή μικραίνει. Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, καθώς ο μέσος ρυθμός είναι στα 27N/mm ξεκινώντας από μονοψήφιο αριθμό και ανεβαίνοντας στα 32N/mm για κάθε αμορτισέρ

 

Όλα ξεκίνησαν στο χώμα… το χρονικό των Scrambler, εν συντομία

Πριν γεννηθεί το motocross ως λέξη και ως έννοια, υπήρχε κάτι άλλο, μία εποχή πριν από κάθε παγκόσμιο πόλεμο που φυσικά δεν την έχουμε ζήσει, αλλά όλες οι περιγραφές που έχουν έρθει σε εμάς, συγκλίνουν στο πόσο υπέροχα ήταν τότε τα πράγματα: Μιλάμε για την εποχή που γινόντουσαν αυτοσχέδιοι αγώνες στο χώμα με μοτοσυκλέτες δρόμου που ο κάθε ένας είχε μετατρέψει για τον σκοπό, είναι η εποχή που η λέξη Scrambler γεννιέται! Ως είδος μοτοσυκλέτας έπρεπε να ταξιδέψει στην Αμερική για να πετύχει την αναγνώριση και την δόξα, με οργανωμένα Rally, ανέμελες φωτογραφίες της εποχής με θάλασσα και κορίτσια στον ήλιο, και κανονικά πρωταθλήματα, ωστόσο η απαρχή της είναι ξεκάθαρα Ευρωπαϊκή και ολότελα Αγγλική. Όσο κι αν θέλουν οι Ιταλοί να διεκδικήσουν μερίδιο στην δημιουργία των Scrambler η πραγματικότητα είναι πως στο παιχνίδι αυτό μπήκαν πολύ αργότερα. Μπορεί να έπρεπε να φτάσει το 2006 για να μας δώσει η Triumph ένα μοντέλο με αυτό το όνομα, όμως κάποτε συναγωνιζόντουσαν τις BSA, Norton και Matchless σε αγώνες που ονομάζονταν “scrambles” την δεκαετία του ’30. Έπρεπε να περάσει μία εικοσαετία για να αρχίσουμε να βλέπουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες με ελατήρια πίσω και αναρτήσεις, καθώς μέχρι τότε την οποιαδήποτε απόσβεση την αναλάμβανε μία σούστα στη σέλα, και σιγά-σιγά σηκώθηκαν και οι λαιμοί των εξατμίσεων. Όταν άρχισαν τα άλματα να είναι ψηλότερα, και οι τροχοί να καταπίνουν πέτρες, το επόμενο που χαλούσε συχνά, ήταν οι εκτεθειμένοι λαιμοί των εξατμίσεων. Και μπορεί το Scrambler του 2006 να βασίστηκε στο είδωλο μιας ολόκληρης εποχής, το TR6 με το οποίο ο Steve McQueen έκανε την "Μεγάλη Απόδραση" παρόλο που είχε τους λαιμούς να περνούν χαμηλά, όμως είναι γεγονός πως ήδη από τα τέλη του ’50 σχεδόν κάθε Scrambler που σεβόταν τον εαυτό του, είχε τις εξατμίσεις στο κέντρο. Στα τέλη αυτής της δεκαετίας θα γεννηθεί από τους αγώνες Scrambler και ο όρος MotoCross, και θα αρχίσουν να φτιάχνονται αποκλειστικά για το χώμα μοτοσυκλέτες. Τα Scrambler θα ζήσουν πλέον μία νέα δόξα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την στιγμή που στην Αγγλία δεν ξεχάστηκαν πρακτικά ποτέ. Για την Triumph κάθε Bonneville που έβγαινε από το εργοστάσιο, είχε μεγάλες πιθανότητες να μετατραπεί σε Scrambler από τον ιδιοκτήτη της, πέρα φυσικά από τα Trophy κι αργότερα τα Tiger. Αρχές της δεκαετίας του ’60 στο παιχνίδι θα μπει η Ducati με το ομώνυμο 250 και στόχο την μεγάλη αγορά της Αμερικής, εκεί που τα Scrambler είναι ήδη η κυρίαρχη κατηγορία!

Επειδή θα βρεθούν εκείνοι που θα πουν "άσε την οθόνη θέλω βελόνες" η Triumph φρόντισε να την κάνει τουλάχιστον πλήρως παραμετροποιήσιμη ώστε καθένας να βρει το στιλ που του ταιριάζει. Σε μία μοτοσυκλέτα που διασταυρώνει κόσμους είναι αστείο το 2019 να περιμένει κανείς να μην υπάρχει οθόνη… Είναι ευανάγνωστη και με όλες τις πληροφορίες

 

Κάτω από την σέλα έχει ειδικό ντουλαπάκι για smartphone, που σφραγίζει πλήρως και παρέχει 2Α φόρτιση

Ασύρματο κλειδί μόνο για την εκκίνηση, το ρεζερβουάρ απαιτεί να βάλεις το χέρι στην τσέπη. Σημαντική λεπτομέρεια: Μπορείς να το απενεργοποιήσεις πλήρως, ώστε κανείς να μην μπορεί να σου κλέψει την μοτοσυκλέτα χρησιμοποιώντας κάποιο booster σήματος, με τόσες κλοπές στο νησί, οι Άγγλοι ξέρουν τι κάνουν

Εξαιρετική σέλα! Τα καλύτερα υλικά του κόσμου, ώστε να είναι λεπτή και μονοκόματη κι όταν καθίσεις να νομίζεις πως έπεσες σε στρώμα ύπνου

Προσεκτικά τοποθετημένο τη σήμα της Triumph σε έναν όμορφο και κλασσικό προβολέα

Η ρίγα «συγκράτησης» του ρεζερβουάρ έχει εξαιρετικό φινίρισμα και προσθέτει πολύ σε εμφάνιση

Ανάρτηση που δεν υπάρχει δεύτερη στον κόσμο αυτή την στιγμή!

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                    Triumph Scrambler XE/XC

 
Αντιπρόσωπος:
ΗΛΙΟΦΙΛ Α.Ε.
Τιμή:
XC: 14.990 - XE: 15.990
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ
Μήκος (mm):
2.325 / 2.285
Ύψος χωρίς καθρέπτες (mm):
1.250 / 1.200
Μεταξόνιο (mm):
1.570 / 1.530
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
870 / 840
Ίχνος (mm):
129,2 / 121
Γωνία κάστερ (˚):
26,9 / 25,8
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα
Πλάτος (mm):
905 / 840
Βάρος κατασκευαστή, κενή (kg):
207 / 205
Ρεζερβουάρ (L):
16
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος, υδρόψυκτος, με 1 ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
97,6 x 80
Χωρητικότητα (cc):
1.200
Σχέση συμπίεσης:
11:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
90/7.400
Ροπή (kg.m/rpm):
11,21/3.950
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
73,9
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός έλεγχος ψεκασμού
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό Κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος και υποβοηθούμενος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα – Γρανάζια
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ της Ohlins με δύο ελατήρια και piggy-back
Διαδρομή (mm):
250 / 200
Ρυθμίσεις:
Πλήρως ρυθμιζόμενες
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
32 ακτινών με αλουμινένια στεφάνι 17 x 4.25
Ελαστικό:
150/70-17
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 255mm με την πλευστή διπίστονη δαγκάνα της Brembo και απενργοποιήσιμο cornering ABS / Ένας δίσκος 255mm με την πλευστή διπίστονη δαγκάνα της Brembo και απενργοποιήσιμο ABS
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Έγχρωμη οθόνη TFT με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, LED φώτα, φωτιζόμενοι διακόπτες, τεχνολογία Keyless, cruise control, θύρα USB, ABS της Continental, θερμαινόμενα grip και traction control. Πέντε riding modes για το XC Road, Rain, Off-Road, Sport και Rider-configurable. Το XE έχει cornering ABS και ένα παραπάνω riding mode, το Off-Road Pro που απενεργοποιεί το traction control και ABS έχοντας την ίδια απόκριση του γκαζιού με το Off-Road. Στον πρόσθετο εξοπλισμό παρέχεται και το Triumph Connectivity System που επιτρέπει τη σύνδεση του smartphone και των καμερών GoPro με τη μοτοσυκλέτα, επιτρέποντας τον έλεγχό τους απ’ τα χειριστήριά της.
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο πιρούνι της Showa
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
250 / 47 , 200 / 45
Ρυθμίσεις:
Πλήρως ρυθμιζόμενο
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
36 ακτινών με αλουμινένια στεφάνι 21 x 2.15
Ελαστικό:
90/90-21
ΦΡΕΝΟ
Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm της Brembo με τις τετραπίστονες M50 δαγκάνες και απενεργοποιήσιμο cornering ABS / Δύο πλευστοί δίσκοι 320mm της Brembo με τις τετραπίστονες M50 δαγκάνες και απενεργοποιήσιμο ABS