Kawasaki Z1000SX (2014)

Εσωτερικός ανταγωνισμός
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

10/10/2017

Καμιά φορά μπορείς να “κλείσεις” το σπίτι σου με τα ίδια σου τα χέρια… Εκεί που έχεις ένα εκπληκτικό γυμνό σύνολο και πουλάει, του βάζεις ένα φαίρινγκ και από την απόλυτη αλητεία περνάς ακούραστα στην ιδανική χρηστικότητα, διχάζοντας τους ίδιους σου τους πελάτες, ενώ βάζεις στην πρίζα και αυτούς που ποτέ δεν θα σε κοίταγαν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ανανεώνεις κιόλας!

Το συγκεκριμένο άρθρο γράφτηκε το 2014 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 539 του ΜΟΤΟ, και αφορά την πληρέστερη και πιο ολοκληρωμένη δοκιμή του Kawasaki Z1000SX, έτσι όπως μόνο το ΜΟΤΟ έχει τη δυνατότητα να κάνει

Ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του μοναδικές ανάγκες που σε πρωτογενή βαθμό δεν ταιριάζουν με κανενός άλλου. Επειδή όμως οι πολύ εξειδικευμένες επιλογές που ταιριάζουν άριστα στις προσωπικές ανάγκες κοστίζουν και τις περισσότερες φορές είναι ανέφικτες, ο άνθρωπος προσαρμόζει τις επιθυμίες του στις υπάρχουσες έτοιμες επιλογές. Πόσες και πόσες φορές δεν έχω ακούσεις πολλούς να λένε "μα γιατί δεν φτιάχνουν ένα μηχανάκι έτσι, αλλιώς..." και πάντα έχουν κατά νου τις δικές τους προσωπικές ανάγκες. Τα εργοστάσια από την μεριά τους προσπαθούν να ακούσουν το κοινό και να φτιάξουν μια γκάμα που να το καλύπτει, όμως σκεφτείτε πόσο διαφέρουν οι ανάγκες και οι συνθήκες από την μια άκρη του κόσμου στην άλλη και πόσο πρέπει να προσπαθήσουν οι εταιρίες για να βρουν τη χρυσή τομή και να φτιάξουν κάτι ιδανικό για όλους. Άλλοι πάλι μετατρέπουν και προσαρμόζουν τις μοτοσυκλέτες τους με βάση τις απαιτήσεις τους, κάτι όμως που στοιχίζει και απαιτεί γνώσεις και κόπο, ενώ είμαι μια διαδικασία που δεν όλοι διατεθειμένοι να κάνουν. Τα εργοστάσια με την πάροδο των χρόνων έχουν σιγά σιγά στοχεύσει στο κοινό που θέλουν να προσεγγίσουν και η κάθε μάρκα έχει πλέον το δικό της χαρακτήρα στην παγκόσμια αγορά. Δεν αγοράζουν Ducati αυτοί που θέλουν κάτι εύκολο για κάθε μέρα, ούτε και ΚΤΜ οι ταγμένοι γιαπωνεζόφιλοι, ενώ δύσκολα θα δεις τον απόλυτο κάγκουρα σε Honda... Το κάθε μοντέλο που βγαίνει σε παραγωγή εξελίσσεται πολύ καιρό και συνήθως αποτελεί την πρόταση της εταιρείας σε μια κατηγορία που είναι υπαρκτή και πουλάει, καθώς διαφορετικά το ρίσκο είναι μεγάλο και δύσκολα κάποιο εργοστάσιο παρουσιάζει κάτι εντελώς ξεχωριστό που να μην υπάρχει.

Όμως μερικές φορές κάποιοι σχεδιαστές σκέφτονται έξυπνα, ακούγοντας τον σφυγμό της αγοράς και με τις υπάρχουσες λύσεις και “κάτι ακόμα”, φτιάχνουν μοτοσυκλέτες ξεχωριστές, που μερικές φορές είναι καλύτερες από την βασική αρχική ιδέα!
Στις αρχές του 2010 παρουσιάστηκε το νέο Ζ, μια μοτοσυκλέτα εντελώς καινούρια, με μπόλικες δόσεις τσαμπουκά, δυνατό κινητήρα, αλλά και ένα πακέτο πλαισίου και αναρτήσεων ιδανικό για όλους. Όμως πριν καν η χρονιά τελειώσει και η Kawasaki κάνει “ταμείο” για το πώς πήγε το Ζ, νάσου μια εντελώς νέα επιλογή και μια προσέγγιση που λίγες εταιρίες έχουν κάνει. Στην υπάρχουσα μοτοσυκλέτα τοποθετήθηκε φαίριγκ, μεγαλύτερο ρεζερβουάρ, καλύτερη σέλα αναβάτη και συνεπιβάτη, πιο όρθια θέση οδήγησης και με μερικές ακόμα λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με την άνεση, το ντυμένο Ζ βγήκε στους δρόμους κάνοντας πάταγο. Ο λόγος ήταν πολύ απλός. Ήταν μια ιδανική μοτοσυκλέτα για κάθε μέρα, ελαφριά και ευέλικτη, έστριβε και σε διασκέδαζε σε κάθε σου βόλτα, ενώ μόλις κούμπωνες τις πλαϊνές βαλίτσες, έφευγες άνετα για ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όχι πως η Kawasaki ήταν η πρωτοπόρος και ανακάλυψε την Αμερική, απλά η πράσινη εταιρεία κατάφερε να φτιάξει μια γυμνή μοτοσυκλέτα από λευκό χαρτί που ταυτόχρονα να είναι ισορροπημένη και σε πλήρως ντυμένη μορφή. Όμως έφτασε ο καιρός για ανανέωση και το ντυμένο Ζ εκτός ότι διαχώρισε τα τσανάκια του με το γυμνό, έχει τραβήξει το δικό του δρόμο την εξέλιξη. Έτσι για το 2014 απέκτησε traction control από την μεγάλη ZZR αδελφή, καλύτερες βαλίτσες, πιο δυνατό κινητήρα και φρένα, ενώ υπέστη και μερικές αισθητικές αλλαγές.

Εποχή ΔΩΜΟΤΕ…
Στην εποχή κρίσης στην Ελλάδα όλο και περισσότερες μοτοσυκλέτες παραλαμβάνω για τεστ από τους ιδιοκτήτες τους παρά από τις αντιπροσωπείες τους. Αυτό μου αρέσει. Ο κάθε ιδιοκτήτης έχει την δική του ιστορία να σου πει και έχει ενδιαφέρον να ακούσεις γιατί ο καθείς αποφάσισε να αποκτήσει το συγκεκριμένο μοντέλο. O Κώστας Κουρκούτης είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. Έχει αλλάξει άπειρα μηχανάκια αλλά έχει τροποποιήσει και πολλά ώστε να ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες του. Αποκορύφωμα ένα GSX-R 1000 του 2001 που για να πάει εκδρομή στη βόρεια Ευρώπη με τη γυναίκα του, έβαλε άλλο υποπλαίσιο και μεγάλη ενιαία σέλα, γιατί δεν ήθελε να χάσει τα γκάζια του Suzuki! Γενικά γουστάρει γκάζια και στριψίματα, αλλά έχει και πάθος με τα ταξίδια, με την τελευταία του μοτοσυκλέτα να είναι ένα ΚΤΜ SMT 990. Πριν λίγο καιρό μου έλεγε ότι σχεδίαζε να πάρει το ντυμένο Ζ, καθώς ήταν το μοναδικό “τουριστικό” με σπορ συμπεριφορά, ενώ ταυτόχρονα ήθελε περισσότερα γκάζια και πολιτισμένη λειτουργία από το SMT. Δεν περίμενα να το πάρει γιατί πίστευα ότι θα πάρει κάτι πιο τουριστικό, μέχρι που ένα μεσημέρι το είδα παρκαρισμένο έξω από το κλειδαράδικό του στα Χανιά… "Κουρκούτη, μόλις το στρώσεις θα στο πάρω για τεστ", του είπα.


Ευρύχωρη η σέλα, όμως το αφρώδες της είναι πολύ σκληρό και κουράζει σε πολύωρη χρήση. Για πιο βαριούς αναβάτες θα είναι καλύτερο

 

Μετά το ταξίδι του στην Ισπανία και με 5.000 χιλιόμετρα στο οδόμετρο, το Ζ πέρασε στα χέρια μου, με τον Κουρκούτη να μου λέει ότι είναι ένα από τα καλύτερα μηχανάκια που έχει πάρει. Η θέση οδήγησης άνετη και ευρύχωρη, τα κλιπόν ανασηκωμένα και όχι πολύ μπροστά, ενώ η θέα παρά την υπερυψωμένη έξτρα ζελατίνα πολύ καλή. Δεν νιώθεις ότι οδηγείς ένα τουριστικό πλοίο αλλά ούτε και slim γυμνό. Είναι ένα street και με τις βαλίτσες κουμπωμένες (το πλάτος τους δεν ξεπερνά τα 925mm), διασχίζω ομαλά και ήρεμα την πόλη. Το κιβώτιο πολύ μαλακό, οι αναρτήσεις απορροφούν και αποσβαίνουν και γενικά το Ζ περνάει από παντού θυμίζοντας ότι ήταν ένα γυμνό street και όχι ένα βαρύ τουριστικό. Η δύναμη κατεβαίνει πολύ ομαλά και ακόμα και στη γλιστερή άσφαλτο το traction των τριών επιπέδων επέμβασης δεν παρεμβαίνει άσκοπα. Οι βαλίτσες δεν με προβλημάτισαν πουθενά ενώ την καλύτερη εντύπωση μου έκανε ο κινητήρας που παρά την πολλή ζέστη δεν παρήγαγε καθόλου ενοχλητική θερμότητα. Η ζελατίνα ρυθμίζεται σε τρεις θέσεις εύκολα ώστε να βλέπεις μέσα στη πόλη, μόνο που θέλει και τα δυο χέρια για τη ρυθμίσεις. Πάντως μπορείς να κυκλοφορείς καθημερινά χωρίς κανένα συμβιβασμό και ταλαιπωρία, χωρίς να νιώθεις ότι το “ψήνεις” στη ζέστη, ενώ η σβέλτη συμπεριφορά του σου υπενθυμίζει ότι είναι ένα γυμνό με ρούχα. Επίσης το άριστο ABS σε απαλλάσσει από άγχος μπλοκαρίσματος, καθώς δουλεύει τόσο καλά και επεμβαίνει τόσο διακριτικά, που απορείς αν είναι σε λειτουργία.

 

Είναι ακόμα sport naked
Τα Χανιά είναι ο παράδεισος της μοτοσυκλέτας. Σε μονοψήφιο αριθμό χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης ξεκινούν οι καλύτερες διαδρομές αλλά και η υποτυπώδης εθνική οδός με τις ανοιχτές παρατεταμένες διαρκείας. Η τοποθέτηση των καμερών παρακολούθησης κατά μήκος της μας κάνουν να παίζουμε κρυφτούλι, ορμώντας όπου δεν υπάρχουν και φρενάροντας παράλογα όπου είναι τοποθετημένες με όριο 60 km/h…
Το Ζ ίσα που χασμουριέται. Με μια κίνηση στα κλιπόν βουτάει πρόθυμα σε κάθε στροφή και επιταχύνει γραμμικά σε κάθε έξοδο χωρίς υπερβολές και εξάρσεις, ανεβάζοντας χιλιόμετρα που είναι ικανά να σε πάνε βαθειά στο αυτόφωρο, χωρίς να το καταλάβεις. Η κάλυψη (με την έξτρα ζελατίνα) είναι πολύ καλή και γενικά το φαίρινγκ δουλεύει σωστά με το μόνο εκτεθειμένο σημείο να είναι τα χέρια. Δεν υπάρχουν στροβιλισμοί και γενικά το επίπεδο άνεσης στις υψηλές ταχύτητες είναι πολύ υψηλό. Μετά τα 160 km/h ο αέρας αρχίζει να γίνεται λίγο αισθητός και εκεί είναι και η ταχύτητα που μπορεί το Ζ να ταξιδεύει καταναλώνοντας σχετικά λίγο. Για την ιστορία ο Κώστας με την γυναίκα του και αποσκευές στο ταξίδι που έκανε στην Ευρώπη, δεν έκαψε ποτέ πάνω από 7 lt/100km, ταξιδεύοντας με αυτές τις ταχύτητες, με την αυτονομία να ξεπερνά τα 300 χιλιόμετρα.
Μετά το ζέσταμα τις ανοιχτές παρατεταμένες δεν αντιστέκεσαι στο πειρασμό και στη ταμπέλα Σφακιά, στρίβεις δεξιά. Ένας δυνατός επαρχιακός, αντάξιος του προορισμού και της αγριάδας του τοπίου και των ανθρώπων. Το Ζ είναι πιο πολύ στο στοιχείο του εκεί, υπενθυμίζοντας και πάλι ότι είναι μια ευγενής μετάλλαξη μιας γυμνής μοτοσυκλέτας που κράτησε όμως αναλλοίωτα τα στοιχεία της σπορ συμπεριφοράς, καθώς η γεωμετρία δεν έχει αλλάξει.

Μάλιστα οι αναρτήσεις είναι πιο σφιχτές, το μοτέρ τραβάει καλύτερα στις χαμηλομεσαίες στροφές παράγοντας και ένα πιο δυνατό μπάσο ήχο από τα βάθη του φιλτροκουτιού. Το Ζ ξαπλώνει απολαυστικά από στροφή σε στροφή με χάρη χορευτή, μαυρίζοντας με ευκολία από άκρη σε άκρη τα ελαστικά του και όλα αυτά χωρίς να νιώθεις ότι κάνεις τίποτα το σπουδαίο. Το πιρούνι αποσβαίνει και πληροφορεί άριστα και στα στάνταρ που μας έχει συνηθίσει η Kawasaki, το αμορτισέρ διαχειρίζεται άνετα την ισχύ του κινητήρα και το αλουμινένιο πλαίσιο είναι ιδανικά άκαμπτο για τα δεδομένα της μοτοσυκλέτας. Η μεγάλη και ουσιαστική διαφορά του ντυμένου Ζ είναι τα ηλεκτρονικά. Ναι μεν το ABS υπήρχε και είναι ίδιο με αυτό που υπάρχει και στο ΖΧ10R, το οποίο λειτουργεί άριστα, όπως δηλαδή κάθε τέτοιο σύστημα νέας γενιάς χωρίς ανάδραση στη μανέτα και αμολήματα. Οι νέες δαγκάνες και η τρόμπα ανέβασαν την απόδοση των φρένων ακόμα ψηλότερα και κάθε χάδι στη μανέτα είναι επικίνδυνο να φέρει το κράνος σε στενή επαφή με την ζελατίνα αν δεν έχεις τον νου σου. Η δύναμη είναι υπερβολική για τα δεδομένα της μοτοσυκλέτας, έχοντας πολύ δυνατό αρχικό δάγκωμα και αίσθηση, όμως θα θέλαμε να υπήρχε και συνδυαζόμενη πέδηση, ώστε να συμμετέχει περισσότερο και το πίσω φρένο, που πάσχει λίγο σε αίσθηση και απόδοση. Το επόμενο νέο δεδομένο στο Ζ είναι το traction control, το οποίο είναι το ίδιο που χρησιμοποιεί το ZZR 1400 και επεμβαίνει σε τρία επίπεδα. Στη πράξη και στην πρώτη βαθμίδα λειτουργίας η λειτουργία του σε επαρχιακό δρόμο είναι ελάχιστη και σχεδόν καθόλου αντιληπτή, ενώ ακόμα και όταν επέμβει σε αφήνει αρκετά να γλιστρήσεις, σε βαθμό που αναρωτιέσαι λίγο αν δουλεύει. Στις άλλες δυο θέσεις η λειτουργία του είναι πιο παρεμβατική και βοηθάει στην πόλη και γενικά όπου το οδόστρωμα είναι ολισθηρό.

Φρενάρεις δυνατά, στρίβεις με φόρα επιταχύνοντας σε κάθε έξοδο

Πετυχημένο και συνεχίζει
Ευτυχώς στο Ζ δεν υπάρχει μόνο η πρακτική και τουριστική πλευρά. Μην ξεχνάτε ότι ξεκίνησε την καριέρα σαν αλήτης των δρόμων και έτσι παραμένει, άσχετα αν του φόρεσαν φόρμα εργασίας μεταφορέα δυο ανθρώπων με τις αποσκευές τους. Με αυτά κατά νου έχω κιόλας απομονώσει το traction και έχω πάρει στα χέρια μου κάθε ευθύνη για τα σχεδόν 130 πραγματικά άλογα. Το γιαπωνέζικο τετρακύλινδρο βρυχάται πρόθυμα και μόλις η βελόνα του στροφομέτρου ξεπεράσει τις 6.000 στροφές οι σούζες ισχύος αρχίζουν να ανεβάζουν στα ύψη την διάθεση. Σε κάθε μικρό ευθειάκι τα 200 έρχονται πιο γρήγορα απ’ όσο περιμένεις, μπαίνοντας σε άλλη οδηγική νιρβάνα που δεν έχει καμία σχέση με το τουριστικό και πρακτικό πρόσωπο του Ζ. Φρενάρεις δυνατά, στρίβεις με φόρα επιταχύνοντας σε κάθε έξοδο με το λάστιχο να στριγκλίζει και είναι σαν να σου δίνει την επιβεβαίωση ότι ήταν είναι ακόμα ένα σπορ γυμνό με πολύ γκάζι αλλά με πολύ ανεπτυγμένη την χρηστική πλευρά του. Λίγο μετά την χώρα Σφακίων οι φίλοι που συνόδευαν την βόλτα και την φωτογράφησή μας, με έντεχνο τρόπο θα μου “αμπώξουν” τον φωτογράφο με την πραμάτεια του. Σφίγγω δυο κλικ την προφόρτηση με το χέρι και τοποθετώ στις βαλίτσες τα πράγματα του, οι οποίες όμως έχουν τα ψεγαδάκια τους.

Νέες οι μεγαλύτερες βαλίτσες με 29 λίτρα χωρητικότητα, χωρούν full face κράνος και περισσεύουν ελάχιστα

 

Στην νέα τους εκδοχή μπαίνουν πιο μέσα και περισσεύουν ελάχιστα, ενώ ακόμα και χωρίς αυτές η πίσω πλευρά της μοτοσυκλέτας είναι όμορφη, χωρίς να νιώθεις ότι λείπει κάτι. Η χωρητικότητα φτάνει τα 29 λίτρα και χωρούν ένα full face κράνος η κάθε μια και στηρίζονται σε σταθερές βάσεις που εμπνέουν εμπιστοσύνη. Αυτό που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη είναι η κλειδαριά τους αλλά και το κλειδί του διακόπτη που είναι πολύ μαλακό και στραβώνει πανεύκολα. Βγάλτε ένα αντικλείδι για τις βαλίτσες ώστε να μην φοβάστε μην κοπεί ο κεντρικός διακόπτης. Γενικά τα κουμπώματα είναι από φτηνό πλαστικό παρόλο που το φινίρισμα είναι καλό. Με τον Μπόμπολα (τον φωτογράφο, όχι τον άλλο) στην πίσω σέλα, ξεκίνησε η επιστροφή έχοντας κατά νου ότι θα οδηγήσω πιο συντηρητικά. Όμως η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας δεν άλλαξε καθόλου και παρά την ύπαρξη δευτέρου ατόμου με πράγματα, δεν ένιωσα να αλλάζει η γεωμετρία και η κατανομή του βάρους, οδηγώντας πολύ σβέλτα για τα δεδομένα των συνθηκών. Ο χώρος για δύο είναι αρκετός και ο συνεπιβάτης στηρίζεται σωστά ώστε να μην πέφτει πάνω σου στα δυνατά φρένα, ενώ η σωστή υψομετρική διαφορά της σέλας αποτρέπει το ενοχλητικό κουτούλημα των κρανών.
Η Kawasaki συνέχισε και εξέλιξε πολύ καλύτερα την πετυχημένη ιδέα να μετατρέψει μια καθημερινή μοτοσυκλέτα διασκέδασης σε ταξιδιωτικό εργαλείο χωρίς να μειώσει καθόλου από την καθημερινή παιχνιδιάρικη απόλαυση που προσφέρει. Το ντυμένο Ζ είναι μια έξυπνη πρόταση για αυτούς που δεν θέλουν να αφήνουν στο γκαράζ την μοτοσυκλέτα τους όλη τη χρονιά για ένα μόνο ταξίδι και παράλληλα δεν θέλουν να κουβαλάνε τα πολλά κιλά ενός τουριστικού “πλοίου”. Είναι η χρυσή τομή μεταξύ άνεσης και ευελιξίας και μια μοτοσυκλέτα που την χαίρεσαι είτε στον αυτοκινητόδρομο δικάβαλη και φορτωμένη με 200, είτε σουζάροντας ακούσια στις εξόδους των στροφών ενός καλού δρόμου.


Οι αλλαγές για το 2014

• Τοποθέτηση traction control με τρία επίπεδα λειτουργίας, παρόμοιο με του ZZR 1400
• Δύο χάρτες απόδοσης κινητήρα
• Εκκεντροφόροι με μικρότερη διάρκεια, με νέους σωλήνες εισαγωγής αέρα
• Νέο φιλτροκούτι
• Νέες μεγαλύτερες βαλίτσες (29lt) τοποθετημένες πιο μέσα και πιο κοντά στο κέντρο βάρους της μοτοσυκλέτας με μεγαλύτερη χωρητικότητα και με κοινό κλειδί που ανοίγει και τον διακόπτη
• Νέα πιο όμορφη βάση βαλιτσών
• Monoblock δαγκάνες Tokico και νέα τρόμπα φρένου
• Αμορτισέρ με υδραυλικό ρυθμιστή προφόρτισης
• Διαφορετικές ρυθμίσεις στις αναρτήσεις
• Νέο πιο ευκρινές όργανο
• Τελικά εξατμίσεων ασημί

Νέα είναι τα όργανα, πολύ ευκρινή και πλήρη, όμως μας έλειψε η ένδειξη σχέσης κιβωτίου


Τα πιο σημαντικά στα σωθικά του νέου Ζ1000 SX…

• Ολόκληρος ο κινητήρας σχεδιάστηκε με γνώμονα την μπροστόβαρη κατανομή και απέκτησε κάθετους οβάλ αυλούς εισαγωγής με το φιλτροκούτι να βρίσκεται ακριβώς από πάνω του.

• Είναι τετρακύλινδρος υγρόψυκτος, δεκαεξαβάλβιδος, 140 ίππων, σχεδιασμένος για το Ζ1000 και δεν προέρχεται από άλλο μοντέλο.

• Υπάρχει δεύτερος αντικραδασμικός άξονας που παίρνει κίνηση από το έκτο “μάγουλο” του στροφάλου και επιτρέπει λόγω των περιορισμένων κραδασμών να αναλάβει ο κινητήρας μεγαλύτερο ρόλο ως ενεργό μέρος του πλαισίου με τέσσερις βάσεις, από τις οποίες μόνο η πίσω και πάνω είναι ελαστική

• Αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών σχεδιασμένο αποκλειστικά για το Ζ1000 και εμπνευσμένο από το Ninja ZX-10R. Επίσης αλουμινένιο χυτό υποπλαίσιο

• Αμορτισέρ οριζόντιας τοποθέτησης, δανείζεται την φιλοσοφία της Kawasaki από Versys και ER-6, με μοχλικό όμως και ρεζερβουάρ τοποθετημένο στο εσωτερικό του.

• Ανεστραμμένο πιρούνι 41mm με πλήρεις ρυθμίσεις

• Σύγχρονης γενιάς ABS και Traction control

 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ     Kawasaki Z1000SX
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
2.105mm
Ύψος
1.170mm
Μεταξόνιο
1.445mm
Απόσταση από το έδαφος
135mm
Ύψος σέλας
820
Ίχνος
102mm
Γωνία κάστερ
24.5o
Απόσταση σέλας - τιμονιού
770mm
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ
490mm
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού
790mm
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ
490mm
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
230.4kg
(χωρίς καύσιμο:215.8 kg)
Πίσω
48,4%
Εμπρός
51,6%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
+2,5%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο, δύο δοκών
Πλάτος (mm):
790
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
- / 232
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τετρακύλινδρος εν σειρά υγρόψυκτος, 2 ΕΕΚ, 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
77x56
Χωρητικότητα (cc):
1.043
Σχέση συμπίεσης:
11,8:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
140 / 10.000
Ροπή (kg.m/rpm):
11,2 / 7.800
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
140
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Keihin 38mm
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, με ντίζα,
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,627
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,733
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,600 / 11
1,950 / 14
1,600 / 16
1,389 / 19
1,238 / 21
1,136 / 22
 
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
2.06
13.21
0-100
4.22
54.95
0-150
6.89
153.23
0-200
12.45
401.29
 
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
Κm/h
0-400
11.26
199.2
0-1.000
22.33
226.4
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
3.56
109.33
 
 
  
-
-
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2.68
108.23
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1.64
Πραγματικά
1.67
1.79
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
138
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Χυτή, αλουμινένια, 6x17''
Ελαστικό:
190/50-ZR17
Πίεση (psi):
-
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 250mm, με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ψηφιακό ταχύμετρο, αναλογικό στροφόμετρο οθόνη με ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, ρολόι, στάθμη βενζίνης, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά / φλας / μεγάλη σκάλα φώτων / χαμηλή πίεση λαδιού / υψηλή θερμοκρασία ψυκτικού / διαγνωστικό κινητήρα, πλαϊνό σταντ, immobilizer,
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
120 / 41
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17''
Ελαστικό:
120/70-ZR17
Πίεση (psi):
 
ΦΡΕΝΟ
Δύο πλευστοί δίσκοι 300mm, με ακτινικές δαγκάνες Tockiko τεσσάρων εμβόλων
ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ
 

 

 

 

 

Ετικέτες

SEAT MO eScooter 125: Δοκιμή και συγκριτικό με Honda PCX 125 & SYM JETX

Η δίτροχη πρόταση της SEAT για την αστική μετακίνηση
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/6/2021

Η πολυαναμενόμενη συνεργασία της SEAT με την ισπανική SILENCE αποδίδει τους πρώτους καρπούς με ναυαρχίδα το eScooter 125, όπως για πρώτη φορά είχε ανακοινωθεί στην EICMA πριν από δύο χρόνια. Η SEAT επέλεξε τον πιο ασφαλή και ευθύ δρόμο για την παρουσία της στα δίτροχα οχήματα συνάπτοντας συνεργασία με μία ισπανική εταιρεία που έχει ήδη αντιπροσωπείες σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και έχει αποδείξει την αξιοπιστία της. Σημαντικό επίσης πως κατασκευάζει τα ηλεκτροκίνητα σκούτερ εξ ολοκλήρου στην Ισπανία μαζί και τις αφαιρούμενες μπαταρίες! Η διαφορά στο φινίρισμα και την συναρμογή των πλαστικών υπερ των ΜΟ είναι αμέσως αισθητή, πράγμα όμως που αντανακλάται και στην τιμή η οποία διαμορφώνεται βέβαια σε πιο ελκυστικά πλαίσια μέσω επιδότησης με το πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά», αλλά και με την εύκολη διαδικασία χρηματοδότησης από την SEAT.

Η εξέλιξη της ηλεκτροκίνησης στην μοτοσυκλέτα βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, έναντι των εξελίξεων στην αυτοκίνηση που έχει ήδη βγάλει Πανεπιστήμιο. Και η άποψη του ΜΟΤΟ που έχει διαμορφωθεί μέσα από συζητήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη των μητρικών κατασκευαστικών εταιρειών μοτοσυκλέτας, είναι πως η στασιμότητα στις εξελίξεις θα υπάρχει τουλάχιστον και για την επόμενη δεκαετία! Με λίγα λόγια αμιγώς ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες από τους πατροπαράδοτους κατασκευαστές θα αργήσουμε να δούμε. Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκονται τα ηλεκτρικά σκούτερ και μάλιστα λύσεις όπως των SEAT MO με αφαιρούμενη μπαταρία που μπορείς να πάρεις μαζί σου στο διαμέρισμα ή στην εργασία, αφήνοντας το σκούτερ παρκαρισμένο στον συνηθισμένο για εσένα μέρος. Πρόκειται για λύσεις που στοχεύουν στην καθημερινή μετακίνηση κι έχουν εφαρμογή στο σήμερα.

Η υφιστάμενη τεχνολογία της ηλεκτροκίνησης είναι παραπάνω από ικανοποιητική για τις ανάγκες που καλείται να καλύψει ένα σκούτερ, κι ας απέχει τουλάχιστον μία δεκαετία μακριά μας όταν μιλάμε για μοτοσυκλέτες. Πόσο μάλιστα όταν το SEAT MO δεν θέλει να προσελκύσει μονάχα μοτοσυκλετιστές που θέλουν και μία οικονομικότερη σε τρέχοντα έξοδα καθημερινή λύση μετακίνησης, αλλά κυρίως νέους οδηγούς που δεν έχουν προσωπικό όχημα.

Όλες οι έρευνες σε ευρωπαϊκό έδαφος άλλωστε καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ολοένα και λιγότεροι νέοι αγοράζουν αυτοκίνητο, περιμένοντας την απόκτησή του αφότου κάνουν οικογένεια και αλλάξουν οι υποχρεώσεις τους. Οι αιτίες πολλές και μάλιστα με κοινωνικά κριτήρια ορισμένες από αυτές, αλλά εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως τα μεγάλα αστικά κέντρα γίνονται ολοένα και πιο αφιλόξενα για τα αυτοκίνητα, την ίδια ώρα που τα μέσα μαζικής μεταφοράς βελτιώνονται σε πρότυπο βαθμό. Τουλάχιστον στην υπόλοιπη Ευρώπη όλα αυτά. Με την αγορά του αυτοκινήτου να βλέπει τις εξελίξεις αυτές και να θέλει να προετοιμάζεται για το μέλλον, η ατομική μικροκινητικότητα φαίνεται πως δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα νέο εμπορικό πεδίο. Ένα ηλεκτρικό σκούτερ με επιδόσεις αντίστοιχες ενός με κινητήρα εσωτερικής καύσης που οδηγείται με δίπλωμα αυτοκινήτου, πλέον και στην χώρα μας, φαντάζει συνεπώς μία εξαιρετικά καλή λύση για μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων εκεί έξω. Τα παραπάνω εξηγούν την κίνηση της SEAT και ταυτόχρονα σχηματίζουν και το προφίλ χρήσης που ταιριάζει περισσότερο στο eScooter 125. Μία δοκιμή στο ΜΟΤΟ βέβαια δεν γίνεται ποτέ να περιοριστεί σε ένα και μόνο προφίλ χρήσης ή να μην υποβληθεί το MO σε όλα όσα κάνουμε στις σελίδες μας για όλα τα μοντέλα ξεκινώντας από το ζύγισμα στην δική μας ζυγαριά ακριβείας.

Η μπαταρία μόνη της ζυγίστηκε 40,5 κιλά δηλαδή μόλις 500 γραμμάρια παραπάνω από εκείνο που επικαλείται η SEAT ενώ λίγο μεγαλύτερη απόκλιση υπήρχε στο συνολικό βάρος, όπως θα διαβάσετε και στο ΜΟΤΟ. Η μπαταρία αφαιρείται συρταρωτά κατεβάζοντας αυτόματα δύο μικρούς συμπαγείς τροχούς ώστε ποτέ να μην χρειαστεί να την σηκώσεις ενώ αντίστοιχα τοποθετείται ξανά και στο σκούτερ. Το πρόβλημα είναι πως καμία πόλη της Ελλάδας δεν είναι… Τόκυο! Εκεί δηλαδή που οι δρόμοι θυμίζουν πίστα για superbike και τα πεζοδρόμια έχουν όλα ένα ύψος. Στην Ελλάδα δύσκολα θα παρκάρεις κάπου που δεν απαιτείται μετά να μην ανέβεις ούτε ένα σκαλί για να φτάσεις μέχρι το ασανσέρ ή για να μπεις στο σπίτι σου ή την εργασία, ακόμη κι αν μιλάμε για ισόγειο. Το κατά πόσο είναι εύκολο να ανεβάσεις την μπαταρία στο σπίτι ή το γραφείο είναι ξεχωριστό για τον κάθε ένα αλλά ταυτόχρονα εύκολο να το απαντήσει και μόνος του. Αν στην συνηθισμένη διαδρομή από το σημείο παρκαρίσματος προς το σημείο φόρτισης μπορεί με άνεση να μεταφέρει μία βαλίτσα για ένα αεροπορικό ταξίδι τότε θα πρέπει να υπολογίσει το διπλάσιο βάρος και να δώσει μόνος του την εξατομικευμένη απάντηση που χρειάζεται. Διότι οι βαλίτσες δεν ξεπερνούν τα 23 κιλά κι έτσι παρά τον μικρό της όγκο, η βαριά μπαταρία δεν πρόκειται να βολέψει όλους το ίδιο στην μεταφορά της.

Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα με την οδηγική εκτίμηση του SEAT MO: Το γεγονός πως θα κληθούν να μιλήσουν για αυτό άνθρωποι με εμπειρία χτισμένη σε καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, είτε μιλάμε για εμάς τους ίδιους είτε για όλους εκείνους που θα τους ζητηθεί η γνώμη από κάποιον συγγενή ή φίλο που δεν έχει καμία σχέση με δίτροχα και θεωρεί ως «γκουρού» οποιονδήποτε καβαλά μοτοσυκλέτα. Κι αυτό είναι πρόβλημα γιατί με καθαρά μοτοσυκλετιστικά κριτήρια, το μεγαλύτερο ποσοστό βάρους που αναλογεί στον πίσω άξονα και φυσικά το hub-motor που χρησιμοποιεί το eScooter 125 για την κίνησή του είναι στοιχεία που αμέσως θα ξενίσουν κάποιον μοτοσυκλετιστή. Μεταξύ μας λοιπόν δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη αν σας πω ότι κοντά στην τελική των εκατό χιλιομέτρων υπάρχει ένα κοσκίνισμα στο τιμόνι που γίνεται κατανοητό όμως μονάχα αν το αφήσεις για λίγο, ούτε πως κάθε λακκούβα μέσα στην οποία θα πέσει ο πίσω τροχός θα έχει από μικρό έως αρκετά μεγάλο αντίκτυπο στην απόσβεση του αμορτισέρ πίσω και αναλόγως της ταχύτητας θα επηρεάσει ακόμη και την σταθερότητα. Δεν γίνεται κι αλλιώς καθώς το βάρος του τροχού είναι σημαντικό. Η hub-motor λύση εξυπηρετεί απόλυτα τους σκοπούς σε ηλεκτρικά πατίνια και μικρά σκούτερ, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα φανερώνει τα πολλά μεινοκτήματα με πρώτο και καλύτερο το βάρος. Όσο μεγαλύτερο είναι το μη αναρτώμενο βάρος τόσο μεγαλύτερη και η αδράνεια που επηρεάζει την κίνηση της μοτοσυκλέτας κατά την αλλαγή κατεύθυνσης και φυσικά την απόσβεση της ανάρτησης στις διάφορες ανωμαλίες του οδοστρώματος που στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου αμελητέες. Ο μοτοσυκλετιστής θα δώσει μεγαλύτερη σημασία σε όλα αυτά, από εκείνο που θα κάνει κάποιος νέος αναβάτης προερχόμενος από το αυτοκίνητο και που στρέφεται στο δίκυκλο ως λύση ανάγκης, σαφώς κινούμενος σε διαφορετικό ρυθμό. Κυρίως μάλιστα από την στιγμή που στην σέλα του SEAT MO όλα αυτά συνηθίζονται εύκολα και για να σε απασχολήσουν θα πρέπει πρωτίστως να τα αναγνωρίσεις ως μεθοδολογία κατασκευής και όχι ως συμπεριφοράς. Η σύγκριση βέβαια με ένα αντίστοιχο σκούτερ 125 κυβικών θα φανερώσει αμέσως αυτή την διαφορά πάνω από λακκούβες αν και θα πρέπει να αρχίσει κανείς να οδηγεί γρήγορα για να δει μεγάλη διαφορά στην αλλαγή κατεύθυνσης που έτσι και αλλιώς δεν είναι ζητούμενο για κανένα από αυτά τα οχήματα.

Αντιθέτως μεγάλη είναι η διαφορά στην επιτάχυνση και στην συγκεκριμένη περίπτωση με τα Honda PCX 125 και SYM JetX που παραβάλλαμε απέναντι στο SEAT MO. Και τα δύο σκούτερ με κινητήρα εσωτερικής καύσης ξεκινούν για μερικά μέτρα πιο γρήγορα από το ηλεκτρικό αλλά μιλάμε για μόλις το μισό μήκος. Αμέσως μετά και όσο η CVT μετάδοσή τους μεγαλώνει το εύρος της, το SEAT MO όχι απλά περνά μπροστά αλλά τους αφήνει και πολύ εύκολα πίσω ακόμη κι αν στην σέλα του έχει βαρύτερο αναβάτη. Ο τοποθετημένος στο κέντρο του τροχού ηλεκτροκινητήρας δεν έχει τα ίδια θέματα μετάδοσης με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης ενώ έτσι κι αλλιώς η ευστροφία του δεν μπορεί να συγκριθεί.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να γίνεται το SEAT MO το πιο γρήγορο όχημα ανάμεσα στα αυτοκίνητα στα χέρια κάποιου έμπειρου αναβάτη, όμως αυτό θα διαρκέσει για λίγο κυρίως τώρα το καλοκαίρι. Μόλις η θερμοκρασία της μπαταρίας που ευδιάκριτα φαίνεται στην οθόνη των οργάνων, ξεπεράσει τους πενήντα βαθμούς η απόδοση περιορίζεται. Αυτό όμως είναι κάτι που επηρεάζει την επιτάχυνση και όχι στην τελική ταχύτητα που εξακολουθεί να είναι τα εκατό χιλιόμετρα με την λειτουργεία Sport επιλεγμένη, ενώ πέφτει σταδιακά για τις υπόλοιπες φτάνοντας τα 70. Δεν είναι δύσκολο για την μεγάλη μπαταρία στις πυρωμένες κατά το ελληνικό καλοκαίρι πόλεις, να ξεπεράσει γρήγορα τους 50 βαθμούς όταν το γκάζι μένει συνέχεια τέρμα ανοικτό. Αν δεν τρέχεις ανάμεσα στα αυτοκίνητα με ρυθμό που σε εκνεύριζε να βλέπεις τα δίκυκλα να κρατούν όσο καιρό οδηγούσες μονάχα αυτοκίνητο, τότε ο περιορισμός της επιτάχυνσης εξαιτίας της θερμοκρασίας της μπαταρίας δεν πρόκειται να σε απασχολήσει καθόλου. Πότε, ούτε στην πιο ζεστή ημέρα, δεν έφτασε η μπαταρία σε θερμοκρασία που θα μπορούσε να την επηρεάσει περισσότερο, όπως ας πούμε να μην μπορείς να την βάλεις να φορτίσει αμέσως μόλις παρκάρεις. Η φόρτιση μπορεί να γίνει και επάνω στο σκούτερ χωρίς καμία διαφορά από την στιγμή που ο φορτιστής των 600W είναι ενσωματωμένος στην αφαιρούμενη μπαταρία, με την φόρτιση να διαρκεί 6 ώρες αν έχει αδειάσει τελείως πράγμα που πρέπει να αποφεύγεται. Όχι μόνο αυτό, αλλά η εγγύηση χάνεται αν το σκούτερ δεν φορτιστεί τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Κι αυτό γιατί η ακινησία φθείρει την μπαταρία, όπως και όλες τις μπαταρίες έτσι κι αλλιώς.

Η αυτονομία που ανακοινώνει η SEAT ισχύει σε απόλυτο βαθμό αν χρησιμοποιείς και τον χάρτη με την μικρότερη απόδοση όμως. Περιορίζεται περίπου στο μισό όταν έχεις επιλέξει την Sport απόδοση και το ευτυχές γεγονός είναι πως μπορείς να βασιστείς στην ένδειξη των οργάνων και να υπολογίσεις με ακρίβεια την απόσταση που μπορείς να διανύσεις με την μπαταρία που απομένει. Τα φώτα είναι εξαιρετικά το βράδυ και αρκετά εμφανή την ημέρα που είναι ζήτημα ασφάλειας για όλα τα δίκυκλα ώστε να τα προσέχουν καλύτερα οι υπόλοιποι οδηγοί. Ο χώρος κάτω από την σέλα μπορεί να φιλοξενήσει δύο κράνη ενώ η επίπεδη ποδιά ευνοεί το φόρτωμα. Η σέλα είναι εξαιρετικά ποιοτική, από τις πιο ευρύχωρες συγκρινόμενη με τα σκούτερ της κατηγορίας 125 και στεγνώνει αμέσως μετά την βροχή. Με ένα ελαφρύ χτύπημα στο κέντρο του LED δαχτυλίου, η μπαταρία σου δείχνει το ποσοστό φόρτισης αλλά αυτό το εφέ ενεργοποιείται και από τράνταγμα σε λακκούβες ή όταν ανεβοκατεβαίνεις σκαλιά ενώ τραβάς την μπαταρία από το χερούλι της σαν βαλίτσα.

Οποιοσδήποτε μπορεί να τραβήξει την τροχύλατη μπαταρία σε πλακόστρωτο δρόμο και να την ανεβάσει τρια-τέσσερα σκαλιά μέχρι την είσοδο, μπορεί να σπρώξει και το σκούτερ για μισό μέτρο σε ανηφόρα, ώστε να ξεπαρκάρει. Ωστόσο για κάτι τέτοιες στιγμές υπάρχει η επιλογή της όπισθεν που ενεργοποιείται πολύ εύκολα με ένα δάχτυλο από το αριστερό χέρι. Σαφέστατα καλοδεχούμενη λοιπόν αν και όχι τελείως απαραίτητη.

Με το SEAT MO τρέξαμε τρία διαφορετικά σενάρια μετακίνησης με το πιο ακραίο από αυτά, για τα δεδομένα ηλεκτρικού σκούτερ, να περιλαμβάνει καθημερινή μετακίνηση 35 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, εργασίες στο κέντρο της πόλης και επιστροφή. Είτε βρίσκεσαι περιμετρικά του κέντρου πόλης και κινείσαι σε αυτό, είτε στα περίχωρα, το SEAT MO μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης μετριάζοντας την ταχύτητα για να ανταπεξέλθει στην απόσταση αν δεν θέλεις στο ενδιάμεσο να φορτίσεις. Διαφορετικά δεν υπάρχει ούτε αυτός ο περιορισμός. Συγκριτικά με ένα σκούτερ 125 δεν υπάρχει καμία διαφορά στην άνεση κατά την κάλυψη αποστάσεων, πέρα από το θέμα των αποσβέσεων από το πίσω αμορτισέρ που καλύψαμε αναλυτικά – απεναντίας το SEAT MO είναι εξαιρετικά εργονομικό για κάθε σωματότυπο αναβάτη.

Με επιδοτούμενη αγορά που κάπως μετριάζει το κόστος απόκτησης που συγκρίνεται με σκούτερ μεγαλύτερου κυβισμού και όχι τα 125 αλλά με καλύτερες επιδόσεις από αυτά, πολύ καλή εργονομία και μεγάλες δυνατότητες φόρτωσης, το eScooter 125 φέρνει στο σήμερα μία εικόνα από ένα κοντινό μέλλον όπου η αστική μετακίνηση θα είναι κυρίως ηλεκτρική. Μπορεί οι κινητήρες εσωτερικής καύσης να χρειάζονται πολλά χρόνια για να φύγουν από τις μοτοσυκλέτες, αν ποτέ φύγουν, αλλά τα δεδομένα των σκούτερ είναι τελείως διαφορετικά και μία λύση όπως των SEAT MO έχει άμεση εφαρμογή στο σήμερα. Περισσότερα σε επόμενο ΜΟΤΟ αλλά και στην ετήσια έκδοση των σκούτερ, την «βίβλο» SCOOTERMANIA.

 

Δείτε εδώ περισσότερα τεχνικά χαρακτηριστικά και τιμοκατάλογο των SEAT MO