Yamaha R6 (2002-2006): Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Χορογραφία ενός σικέιν
27/6/2019

καινούργια και άκρως απαιτητική και τεχνική πίστα της Almeria , αποτελούσε την ιδανική επιλογή των εργοστασίων για να παρουσιάσουν τα νέα supersport μοντέλα τους. Οι συγκυρίες ήρθαν έτσι που η παρουσίαση της δεύτερης γενιάς του Yamaha R6, έγινε μόλις δύο εβδομάδες μετά την παρουσίαση του Ducati 749/S. Ως εκ τούτου βιώσαμε ένα deja vu, αφού δεν μείναμε μόνο στο ίδιο ξενοδοχείο της περιοχής αλλά και στο ίδιο δωμάτιο! Έτσι, οι συγκρίσεις μεταξύ των supersport της Ducati και της Yamaha ήταν πιο εύκολο να γίνουν, ενώ μέσα από αυτά τα άρθρα μπορείτε να δείτε τις διαφορές των supersport του τότε με το τώρα, καθώς στο τεύχος του Ιουλίου του ΜΟΤΟ που κυκλοφορεί τώρα στα περίπτερα, φιλοξενούμε την παρουσίαση του Kawasaki ZX-6R 2019!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Χορογραφία ενός σικέιν

Τα δάχτυλα δυσκολεύονται να εκτελέσουν την απαιτούμενη αλληλουχία κινήσεων πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Ούτε καν δυο ώρες δεν έχουν περάσει από την οδήγηση του νέου R6, και οι ορμόνες που γέμισαν για ένα εξάωρο το αίμα δεν λένε να καταλαγιάσουν. Φταίει ο "χορός", αυτό το αλισβερίσι με τη δύναμη και την ισορροπία των μαζών, που οι άνθρωποι της Yamaha προσομοίωσαν με ένα τανγκό, το οποίο και πλημμύρισε τις αισθήσεις και το πνεύμα…

Εδώ και τέσσερα χρόνια, από τον 1998 που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το R6, έχει γίνει ταυτόσημο της υστερίας, των επιδόσεων, του μοτοσυκλετιστικού "υποτροπιασμού", και ό,τι άλλου έχει να κάνει μ’ αυτό που πλησιάζει την απόλυτη μοτοσυκλετιστική νιρβάνα. Μέσα σ’ αυτή την τετραετία, βελτιωτικές και αναβαθμιστικές κινήσεις έχουν σημαδέψει τη σύντομη πορεία του, έχοντας πάντα τον ίδιο στόχο, να το ενισχύσουν ακόμα περισσότερο ώστε να κάνει αυτό που κλήθηκε από την αρχή να κάνει: να φέρει την αγωνιστική αίσθηση των GP στο δρόμο.

Τα νερά στην κατηγορία όπου παίζει το R6, όμως, ποτέ δεν έμειναν στάσιμα. Αντιθέτως, περισσότερο έμοιαζαν με χείμαρο, παρά με λίμνη. Φέτος ο χείμαρος αυτός παρέσυρε τα πάντα, και τα δεδομένα άλλαξαν εντελώς, με το σύνολο των ανταγωνιστών –πλην της Suzuki– να "κατεβάζουν" στο τραπέζι των supersport τους νέους τους άσους. Η Yamaha απαντά σ’ αυτή την πρόκληση με έναν χορό, τον "χορό με τη δύναμη", κι αυτό που μετράει δεν είναι το πόσο δυνατά πατούν τα πόδια, αλλά η χάρη κι ο απόλυτος έλεγχος, τα οποία και συνθέτουν την όλη μαγεία των κινήσεων.

Άλλο πράγμα

Όσοι προσπαθήσουν να βρουν ομοιότητες ανάμεσα στο παλιό και στο νέο R6, πέρα από την πολύ βασική αρχιτεκτονική δομή, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να σπαταλήσουν τον χρόνο τους. Η ανανέωση ξεκινά από τα έγκατα και φτάνει μέχρι την επιφάνεια, δίνοντας ουσιαστικά στην επικαιρότητα μια νέα μοτοσυκλέτα. Ούτως ή άλλως, όταν ο στόχος είναι "μια μοτοσυκλέτα που ακολουθεί αυτή τον ρυθμό του αναβάτη, κι όχι το αντίστροφο" (διά στόματος Yoshikazu Koike, project leader του R6), τότε δεν έχεις και πολλά στοιχεία που μπορείς να θεωρήσεις δεδομένα.

Ο ιδιόμορφος αυτός χορός για τον οποίο κάνει λόγο η Yamaha, ουσιαστικά εκτελείται μέσα σε… 20 μέτρα το πολύ, και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Τόση απόσταση καταλαμβάνει ένα σικέιν που απαιτεί μια πολύπλοκη ακολουθία κινήσεων, οι οποίες συμβαίνει να εκφράζουν απόλυτα το πνεύμα της εταιρείας. Με λίγα λόγια, η καινούργια μοτοσυκλέτα θα πρέπει να διαθέτει ταυτόχρονα "κοφτερή" συμπεριφορά αλλά και σταθερότητα, στοιχεία χρήσιμα στην είσοδο του σικέιν. Χρειάζεται απόλυτο έλεγχο ακόμη και σε οριακές κλίσεις και αμεσότητα στη συμπεριφορά για τις γρήγορες εναλλαγές των κλίσεων μέσα στην "καρδιά" της διαδικασίας, ενώ η έξοδος απαιτεί άμεση απόκριση στο γκάζι, απόλυτο έλεγχο της δύναμης και γραμμικά παρεχόμενη δύναμη στη χαμηλή μπάντα των στροφών. Αν νομίζετε ότι πρόκειται για στοιχεία αντιφατικά μεταξύ τους και ουτοπικά, ευτυχώς στη Yamaha δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο.

Ξεκινώντας από τις θεμελιώδεις αρχές του μοτοσυκλετισμού, η πρώτη κίνηση έγινε στο όνομα της… Αγίας Ιπποδύναμης. Η αχόρταγη ρουφήχτρα του αέρα, γνωστή και ως Ram Air, απέκτησε νέους αυλούς εισαγωγής για ακόμη πιο ομαλή ροή του αέρα, αλλά και φιλτροκούτι μεγαλύτερο σε χωρητικότητα κατά 0,3 λίτρα, αφού, όπως γνωρίζουμε και από το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία, οι καλύτερες επιδόσεις απαιτούν και πιο ανοιχτά πνευμόνια. Όλος αυτός ο αέρας αναμειγνύεται με το καύσιμο που ψεκάζουν τα νέα μπεκ της Nippon, μέσω των μεγαλύτερης διαμέτρου σωμάτων (38mm), και καταλήγει μέσα στον θάλαμο καύσης πολύ πιο εύκολα από πριν, χάρη στους επανασχεδιασμένους εκκεντροφόρους οι οποίοι πιέζουν τις βαλβίδες να βυθιστούν ακόμη περισσότερο (8,2mm από 7,8mm). Αυτό σημαίνει καλύτερη πλήρωση θαλάμου, καλύτερη καύση και εμπρός… για επιταχύνσεις που κάνουν τα μάτια να δακρύζουν.

Για να γίνει όμως αυτό χρησιμοποιήσιμο και για να υπάρχει ακόμη καλύτερο απτό αποτέλεσμα, το νυστέρι της βελτίωσης πέρασε κι από τη γειτονιά του κιβωτίου, όπου από τη μια επέβαλε τον επανασχεδιασμό των αξόνων του και από την άλλη επέτρεψε στη Yamaha να απαλλαγεί από τη ρετσινιά των σκληρών κιβωτίων, αποτασσόμενη αυτά ωσάν τον Σατανά!

Κορμί χαμηλό σε λιπαρά!

Το να στοχεύεις σε ταυτόχρονα στις ακαριαίες αντιδράσεις και στη σταθερότητα μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Τουλάχιστον, αυτό αποδεικνύουν οι σχεδιαστές της Yamaha. Το ζητούμενο είναι να συγκεντρωθεί η μάζα κοντά στον άξονα περιστροφής της μοτοσυκλέτας με παράλληλη μείωση του βάρους στα δύο άκρα, όπως και έγινε. Το εντελώς νέο πλαίσιο φέρει την ονομασία Deltabox III και είναι κατασκευασμένο με τη νέα μέθοδο χύτευσης της Yamaha (CF Die Casting Method) με δύο κολλήσεις έναντι δεκάξι (!) του προηγούμενης γενιάς Deltabox. Η ακαμψία του έχει βελτιωθεί κατά 50%, φτάνοντας στο ίδιο επίπεδο με το πλαίσιο του R7, ενώ ταυτόχρονα επιτεύχθηκε και μείωση του βάρους του. Τον δρόμο της αλλαγής ακολούθησε και το ψαλίδι, που πλέον είναι μακρύτερο κατά 10mm, για μεγαλύτερη σταθερότητα κατά τη διαδικασία της επιτάχυνσης, εδράζεται όμως κοντύτερα στο γρανάζι κίνησης, για να διατηρηθεί το μεταξόνιο κοντό.

Στον βωμό του αδυνατίσματος, οι ζάντες αντικαταστάθηκαν με ελαφρύτερες –και πολύ πιο όμορφες, κατά την υποκειμενική μας άποψη–, ενώ ελαφρύτερη είναι και η εξάτμιση με αλουμινένιο τελικό, το οποίο όμως κρύβει στο εσωτερικό του μπόλικο τιτάνιο, κάνοντας τη ζυγαριά να δείξει ένα ολόκληρο κιλό λιγότερο. Από τις εκπτώσεις των γραμμαρίων δεν γλύτωσαν ούτε το υποπλαίσιο ούτε και η πίσω δαγκάνα, η οποία απώλεσε ένα από τα ανισομεγέθη έμβολά της αλλά όχι και τη δύναμή της.

Στο απέναντι άκρο του μπροστινού, έχουμε νέο 43άρι πιρούνι της Kayaba με μικρότερη κατά 10mm διαδρομή (120mm, από 130mm του προηγούμενου), ενώ με τον συνδυασμό του μικρότερου offset (35mm, από 40mm) και της αύξησης του ίχνους (86mm από 81mm) επιτεύχθηκε η πολυπόθητη σταθερότητα στις στροφές.

Αρκεί ένα φρενάρισμα για να καταλάβεις ότι είσαι πάνω σε μια Yamaha της σειράς "R". Θα τα θέλαμε λίγο πιο προοδευτικά

 

Όλα όμως τα παραπάνω –ουσιαστικά μεν, "στεγνά" και απόλυτα δε– νούμερα δεν κατορθώνουν να μεταφέρουν αυτό που η Yamaha σχεδίασε ξανά σε λευκό χαρτί, δηλαδή την τοποθέτηση του ίδιου του αναβάτη, ο οποίος θεωρείται αναπόσπαστο και ενεργό μέλος της σχεδίασης ολόκληρης της μοτοσυκλέτας. Μια επικοινωνία interactive σαν αυτή που παραδοσιακά διέθετε η σειρά "R", απαιτεί τον σωστό καταμερισμό, αλλά και τον υπολογισμό στο συνολικό ζύγισμα της μοτοσυκλέτας, της μάζας του αναβάτη. Τόσο η αεροδυναμική αντίσταση όσο και η τοποθέτησή του κοντά στον άξονα περιστροφής ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία, για να διατηρηθούν αμετάβλητα όλα τα χαρακτηριστικά που μεταφράζονται σε νούμερα και μεγέθη. Άλλωστε, όπως λέει και το γνωμικό, "it takes two to tango".

Rock 'n' Roll

Το να παρομοιάζεται η κίνηση του R6 με έναν χορό ταγκό είναι Ο.Κ. Το να σε καλούν όμως να χορέψεις μαζί του στην πίστα της Almeria, μάλλον φέρνει περισσότερο στο rock ‘n roll. Η οδήγηση σ' αυτή την τεχνική και απαιτητική πίστα με τα χασίματα και οι ανηφοροκατηφόρες της θυμίζει μάλλον τη ρυθμική κίνηση και τα πετάγματα στον αέρα του αμερικάνικου χορού, παρά το αριστοτεχνικό πλέξιμο των ποδιών του αργεντίνικου. Άλλωστε, και ο ρυθμός στον οποίο κινούνται οι 16 βαλβίδες και σφυρίζει η "τρομπέτα" του Ram Air, είναι rock μέχρι το κόκκαλο – κι όποιος φέρει αντίρρηση, δεν έχει ιδέα περί ποιας μοτοσυκλέτας πρόκειται.

Πριν καν βγούμε από τα pits, στο κιβώτιο έχει μπει τρίτη, και πριν κοιτάξουμε πίσω στην ευθεία να δούμε αν έρχεται κανείς, έχουμε ήδη στρίψει στην πρώτη στροφή. Πρώτη εντύπωση είναι ότι και οι δύο αυτές ενέργειες έγιναν με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία δυνάμεων. Χαρακτηριστικά, οι πρώτοι γύροι ήταν πολύ κοντά σε χρόνο με τους προχωρημένους γύρους πριν από δύο εβδομάδες, εδώ στην ίδια πίστα, πάνω στη σέλα της 749.

Leds, όπως R1, αλλά με συμβατικότερη εμφάνιση

 

Ο κινητήρας ανεβάζει διαολεμένα, και… το φαράγγι στην απόδοση της ροπής μεταξύ 3.000 και 5.000 σ.α.λ. έχει μπαζωθεί με μπόλικα χιλιογραμμόμετρα. Στην έξοδο δεν χρειάζεται να λιώσει η βελόνα του στροφομέτρου κοντά στις 14.000 για να μη βγεις κρεμασμένος. Μία ταχύτητα πάνω ηρεμεί το πνεύμα και τη γραμμή που ακολουθείς. Πλέον υπάρχει το περιθώριο να παίξεις ακόμη περισσότερο με το γκάζι μέσα στην καρδιά της στροφής και να μην κάνεις το R6 να τρέμει ολόκληρο από συγκίνηση. Ευστροφία και γραμμικότητα σε όλο τους το μεγαλείο. Εκμεταλλεύεσαι περισσότερο τη φόρα που η ίδια η μοτοσυκλέτα σε βοηθά να αποκτήσεις. Ο ψεκασμός λειτουργεί υποδειγματικά και προσθέτει ακόμη μία παράμετρο στη συμμαχία κινητήρα–αναβάτη. Οι "κλοτσιές" που έτρωγες στις 5.000 και στις 7.000 σ.α.λ. έχουν μεταμορφωθεί σε ένα συνεχόμενο σπρώξιμο από το ρελαντί σχεδόν μέχρι και πριν την υστερία των 16.000. Οι ελάχιστοι κραδασμοί που γίνονται αντιληπτοί στις χαμηλές, εξαφανίζονται αρκετά νωρίς ώστε να τους ξεχάσεις άμεσα. Στη μεγάλη ευθεία της πίστας σκύβεις πίσω από την κοντή ζελατίνα που μετά βίας αποκρούει τον αέρα, και τα αυτιά σου γεμίζουν με το βουητό του βίαια καταβροχθισμένου αέρα. Στο σημείο που πριν από μερικές ημέρες έβλεπα το κοντέρ να σταματά λίγο μετά τα 225 χ.α.ώ., τώρα τα νούμερα ήταν κατά μία εικοσάδα μεγαλύτερα. Η σχετικά μακριά κλιμάκωση των τελευταίων σχέσεων και η ικανότητα της διατήρησης της δύναμης ψηλά είναι η αιτία πίσω από το αποτέλεσμα.

Χρωματικοί συνδυασμοί για να μην προβληματίζεται κανείς. Προσωπικά προτιμώ το μπλε
 

Πολύ σκληρό για να… λυγίσει

Ένα παλιό πισταδόρικο ρητό λέει ότι όπου υπάρχει μια ευθεία, υπάρχουν και δυο στροφές που τις ενώνει (μεγάλη σοφία!). Για τον αναβάτη του R6 ισχύει ότι πριν και μετά από μια ευθεία υπάρχει η απόλαυση. Είναι πραγματικά αποκάλυψη να συνειδητοποιείς ότι κλίσεις και συμπεριφορές που παρακολουθείς στα αγωνιστικά δρώμενα είναι δυνατόν να επιτευχθούν και από μια μοτοσυκλέτα παραγωγής. Είναι ίσως λίγο εγωιστικό από τη μεριά της μοτοσυκλέτας αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια των κλίσεων, αλλά είναι και γεγονός ότι ο απόλυτος έλεγχος είναι από πριν καθορισμένος από αυτή.

Για το πλαίσιο είναι αστείο και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα να παρουσιάσει σημάδια στρέβλωσης. Είναι τέτοια η σιγουριά που εμπνέει, ώστε και τη διπλάσια ιπποδύναμη να έπρεπε να τιθασεύσει, θα τα κατάφερνε το ίδιο καλά. Το μακρύτερο ψαλίδι δεν αφήνει τα άλογα που κατεβαίνουν στον πίσω τροχό να καλπάσουν γρηγορότερα από τον ρυθμό που εσύ έχεις επιλέξει. Η μετατόπιση της μάζας, από σωματική προσπάθεια μετατρέπεται σε νοητική άσκηση. Είναι πραγματικά απίστευτη όχι μόνο η ευκολία αλλά και η ασφάλεια την οποία νιώθεις όταν το R6 προσπαθεί να ζαλίσει τα βιράζ. Πιθανότατα στην άσφαλτο θα ξύνονται πολύ περισσότερα πράγματα από τις γλίστρες και τις μπότες, αλλά ακόμη και τότε, εσύ δεν θα ανησυχείς. Είναι αξιοσημείωτο ότι, προσωπικά, πρώτη φορά είδα το 60άρι προφίλ των ελαστικών να αποδίδει τόσο καλά σε μοτοσυκλέτα. Οι μοναδικές μου ενστάσεις αφορούν το μπροστινό της Kayaba, το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη διάμετρo και ταυτόχρονα αυξημένη ακαμψία, και το γεγονός ότι τα μπροστινά δισκόφρενα διατηρούν το χαρακτηριστικό απότομο δάγκωμα, χωρίς προοδευτικότητα, που χαρακτηρίζει ολόκληρη την οικογένεια "R" της Yamaha.

Νέα δεδομένα στα 600cc

Ακόμη όμως κι αυτά τα παραπατήματα στη διάρκεια του χορού, ένας ικανός παρτενέρ σαν την R6 έχει την ικανότητα να τα κρύβει, να τα ξεπερνά και να τα αντισταθμίζει, όντας συνολικά μια από τις πιο ολοκληρωμένες προτάσεις της κατηγορίας. Είναι από τις λίγες μοτοσυκλέτες που δεν ταυτίζει το καλύτερο απλώς με το δυνατότερο αλλά με τον συνδυασμό της πρακτικής εφαρμογής αυτής της δύναμης, έχοντας ως κύριο πλεονέκτημα την ικανότητα να συμβιβάζει αυτά που όλοι οι υπόλοιποι θεωρούν ασυμβίβαστα. Είναι σίγουρο πως η R6 του 2003 έφερε αναστάτωση στην κατηγορία των 600cc. Βγάζει προκλητικά τη γλώσσα στις αντιπάλους της, θέτοντας νέα δεδομένα. Ήδη ανυπομονούμε να της κάνουμε πλήρες τεστ και, βέβαια, συγκριτικό με τις υπόλοιπες SS600.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                     Yamaha YZF R6
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.025
Ύψος (mm):
1.090
Μεταξόνιο (mm):
1.380
Απόσταση από το έδαφος (mm):
135
Ύψος σέλας (mm):
820
Ίχνος (mm):
86
Γωνία κάστερ (˚):
24
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Περιμετρικό αλουμινένιο, χυτό, τύπου Deltabox III
Πλάτος (mm):
690
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
162/-
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα:
17/3,5
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τετρακύλινδρος εν σειρά υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
65,5 x 44,5
Χωρητικότητα (cc):
600
Σχέση συμπίεσης:
12,4:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
123/13.000
Ροπή (kg.m/rpm):
6,99/12.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
205
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός CDI
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,955
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,000
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,846
2α
1,947
3η
1,556
4η
1,333
5η
1,190
6η
1,083
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
1,31
-
Πραγματικά
-
-
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
120
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
180/55-17
Ελαστικό:
5,5 x 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 220mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Στροφόμετρο, ψηφιακό όργανο πολλαπλών λειτουργιών (ταχύμετρο, ολικό και δυο μερικούς χιλιομετρητές, ένδειξη θερμοκρασίας, ψηφιακό ρολόι), ενδεικτικές λυχνίες για φλας/νεκρά/μεγάλη σκάλα φώτων/βενζίνη
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι cartridge
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 17
Ελαστικό:
120/60-17
ΦΡΕΝΟ
Δύο πλευστοί δίσκοι 298mm με τετραπίστονες δαγκάνες

 

 

Δοκιμή Brixton Crossfire 500 X 2021

Η γραμμή που χωρίζει τις πράξεις από τα λόγια
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

10/9/2021

Οδηγούμε την μεγαλύτερη μέχρι στιγμής Brixton, την νέα Crossfire 500 Χ! Έχει προηγηθεί το καλωσόρισμα στην ελληνική αγορά με το παρακάτω video-παρουσίαση και η δοκιμή στο τεύχος Αυγούστου στο MOTO.

Η άνοδος της Brixton στην κατηγορία των 500 κυβικών την φέρνει αντιμέτωπη με σκληρό πλέον ανταγωνισμό, τον οποίο σχεδιάζει να αντιμετωπίσει με επώνυμα περιφερειακά και αρκετά άλογα, όπως φάνηκε στα τεχνικά χαρακτηριστικά όταν για πρώτη φορά ανακοίνωσε το νέο Crossfire. Για να πετύχει όμως τον σκοπό της χρειάζεται να περάσει την γραμμή που χωρίζει τις πράξεις από τα λόγια…

Το φαρδύ τιμόνι που πιάνεις μόλις καθίσεις στην σέλα σε ταξιδεύει αμέσως σε μία εποχή που τα ευρωπαϊκά scrambler κυριαρχούσαν στους δρόμους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της καθημερινής μοτοσυκλέτας, αλλά και κάθε αθλητικής δραστηριότητας στο χώμα. Ανοίγεις το γκάζι όμως και έρχεσαι απευθείας στο σήμερα με μία απόλυτα γραμμική απόδοση σε βαθμό που καταλαβαίνεις αμέσως πώς θα είναι το διάγραμμα στο δυναμόμετρο απλά οδηγώντας προς τα εκεί, πριν ακόμη ανέβεις στην ράμπα και πατήσεις στο τύμπανο! Κάνεις μετά σχεδόν 100 χιλιόμετρα ώσπου να δεις τον δείκτη βενζίνης να σβήνει την πρώτη μπάρα της ένδειξης και καταλαβαίνεις πως εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά. Χωρίς να μείνεις στις αναρτήσεις της KYB, στην μονάδα ABS της Bosch ή την έκδηλη ποιότητα κατασκευής πάνω σε κάθε λεπτομέρεια που βλέπεις, η Brixton Crossfire 500 X σε κερδίζει με τον τρόπο που δουλεύει. Λίγες μοτοσυκλέτες με προέλευση από την Άπω Ανατολή είναι σε θέση να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Συνήθως προβάλουν μονάχα την χαμηλή τιμή κτίσης και δεν κοιτούν να γίνουν πρέσβειρες της οδηγικής νιρβάνας, ασχέτως με το τι διατείνεται ο κάθε πωλητής ή τα φερέφωνα της κάθε αντιπροσωπείας. Η Brixton δεν έκρυψε ποτέ την χώρα κατασκευής, το ακριβώς αντίθετο, όμως ταυτόχρονα ξεκαθαρίζει με πράξεις τι σημαίνει ευρωπαϊκή σχεδίαση και ευρωπαϊκή προοπτική.

 

Υπόθεση καθαρά Ευρωπαϊκή!

Πόσους κατασκευαστές έχει η Κίνα; Πόσες εκατοντάδες μεγάλα εργοστάσια και πόσες χιλιάδες μικρότερα στο σύνολο απαιτούνται για να κατασκευαστούν σχεδόν είκοσι εκατομμύρια δίκυκλα κάθε χρόνο, ενώ μόλις πρόσφατα ξεπέρασαν όλοι αυτοί και την αγορά της Ευρώπης στα πάνω από 500 κυβικά; Είναι τεράστιο το νούμερο, είναι ασύλληπτη η παραγωγή, όμως πόσοι από όλους αυτούς καταφέρνουν τελικά να ξεχωρίσουν φτάνοντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα και όχι τυπικά με βάση κάποιες προδιαγραφές σε ένα χαρτί, αλλά πολύ πιο αυστηρά: Κρίνοντας δηλαδή το αποτέλεσμα οδηγώντας σε πραγματικές συνθήκες και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το ιδανικό που πρέπει να φτάσει οποιοσδήποτε νέος κατασκευαστής είναι να πείσει εκείνον που οδηγεί όλη του την ζωή μοτοσυκλέτες των μεγάλων Ευρωπαίων και Ιαπώνων κατασκευαστών πως δεν έχει καβαλήσει μία νέα τελείως μάρκα. Να φτάσει δηλαδή σε ένα υψηλό επίπεδο εξέλιξης, όπως αυτό που πλέον μπορούμε και απολαμβάνουμε. Κι όμως σε αυτό το σκαλοπάτι η Brixton έχει ήδη ανέβει από την πρώτη στιγμή με τα 125 και αμέσως μετά με τα 250 κυβικά, οπότε δεν είναι τωρινή της επιτυχία με το νέο 500. Μοιραία όμως μία τέτοια δήλωση, πως η Brixton Crossfire 500 Χ μπορεί να σε ξεγελάσει αν σε ανεβάσουν επάνω χωρίς να δεις τι είναι, έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα ανήκει στην εμπορικά καυτή κατηγορία κι αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος ενός μεγαλύτερου κοινού! Λίγοι κατασκευαστές είναι εκείνοι που μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο, είναι ελάχιστα τα παραδείγματα, λιγότερα μάλιστα από τα δάχτυλα του ενός χεριού και τόσο συγκριμένα που σε ένα μελλοντικό συγκριτικό μπορούμε να τα κατονομάσουμε ένα προς ένα. Το θέμα μας εδώ όμως είναι πως το  νέο 500 ξεχωρίζει διότι δεν είναι μία κινέζικη μοτοσυκλέτα που της κόλλησαν ένα όνομα, ένα αυτοκόλλητο και την βάπτισαν ευρωπαϊκή ή προχώρησαν σε μετατροπές για να περάσει προδιαγραφές, συμπιέζοντας όσο μπορούν το τελικό αποτέλεσμα ανάμεσα στις συμπληγάδες του αυστηρά προδιαγεγραμμένου κόστους και των ολοένα και αυξανόμενων μεταφορικών. Όχι, η Crossfire 500 Χ σχεδιάστηκε για την Ευρώπη και μόνο, χωρίς να πωλείται στην Κίνα! Χωρά σε μία πρόταση αλλά είναι μία τεράστια διαφορά. Στην πορεία βέβαια η αγορά της Κίνας προχώρησε και συνεχίζει να προχωρά τόσο γρήγορα που στο διάστημα που διήρκησε η δοκιμή και η εξέλιξη της νέας Crossfire, άρχισε να υποστηρίζει τις πωλήσεις μοτοσυκλετών που στοχεύουν σε καλύτερη εμπειρία οδήγησης και όχι μόνο στο κόστος. Κι έτσι δημιουργήθηκε χώρος και στην κινέζικη αγορά για την 500 X που σχεδιάστηκε μονάχα για εξαγωγές.

Αν στην όψη της διακρίνετε μία Svartpilen δεν πέφτετε έξω καθώς μιλάμε για μία ξεκάθαρη ευρωπαϊκή γραμμή, όπως ευρωπαίοι είναι κι εκείνοι που την σχεδίασαν – αν και η πλήρης απουσία κάθε περίεργης κιγκαλερίας και υπερκατασκευής για άπλωμα ρούχων, όπως έχουν σχεδόν όλες οι κινέζικες μοτοσυκλέτες, θα έπρεπε να είναι η πρώτη ειδοποιός διαφορά για την προέλευση του σχεδιασμού. Εκτός από τον τρόπο που οδηγείται η νέα Crossfire 500 X υπάρχει κι ένα νούμερο που βροντοφωνάζει και τον βαθμό εξέλιξης που έχει αυτός ο κινητήρας: Μέση κατανάλωση μόλις 3,9λ/100χλμ! Η μέγιστη, που σημαίνει τέρμα γκάζι παντού φτάνει τα 5,2 λίτρα για 100 χιλιόμετρα και φυσικά η ελάχιστη είναι ακόμη πιο κάτω, ενώ στον τροχό φτάνουν τα 44,2 από τα 47 άλογα που δηλώνει. Δεν γίνεται καλύτερα από αυτό. Πραγματικά! Στο μεταξύ το κοντέρ φτάνει με αμεσότητα τα 150, συνεχίζει σβέλτα στα 160 και θέλει περισσότερο χρόνο από εκεί και πάνω για να περάσει τα 170 και σκύψιμο για να φέρει την ένδειξη πάνω από τα 180, νούμερα που επίσης είναι από τα πλέον εντυπωσιακά για τα δεδομένα ολόκληρης της κατηγορίας! Όταν ένας οποιοσδήποτε κινητήρας δεν έχει υψηλή κατανάλωση, όταν ο ψεκασμός του δουλεύει, όταν δεν ζεσταίνεται και έχει και ωραίο ήχο με εξαιρετική απόδοση ιπποδύναμης, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την εξέλιξη που υπάρχει. Κι ελλείψει άλλων στοιχείων από το μακρινό μέλλον, αυτή είναι και η μόνη ένδειξη που υπάρχει αυτή την στιγμή για να ποντάρει κανείς και στην αξιοπιστία ή όχι. Ο χρόνος θα δείξει, αλλά οι πρώτες ενδείξεις φανερώνουν και τεκμηριώνουν πως υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός εξέλιξης.

Το Αυστριακό KSR Group που δημιούργησε την Brixton θέλει η Crossfire 500 Χ να είναι το μοντέλο που θα την καθιερώσει στην αγορά και θα στρώσει το χαλί για τα μελλοντικά σχέδια στα 800 και 1200 κυβικά. Γνωρίζουν πολύ καλά πως για να πατήσει σωστά το χαλί, χρειάζονται γερό έδαφος κι έτσι δεν έχουν αφήσει τίποτα στην τύχη για το νέο 500! Η εξέλιξη άλλωστε είναι το σημείο εκείνο που ξεχωρίζουν οι Ιάπωνες και οι Ευρωπαίοι από τους υπόλοιπους στους οποίους μάλιστα δεν έχουν κανένα θέμα να τους πωλούν και τα σχέδια των κινητήρων τους! Κι αυτό γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως το δύσκολο είναι μετά, κάνοντας αυτό το σχέδιο να αποδώσει στην πράξη. Ο κινητήρας της Brixton δουλεύει εξαιρετικά και πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις κάτι αρνητικό να πεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι πως η απόκριση δεν μένει σταθερή, όταν τοποθετήσεις την γκαζιέρα σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο στροφών ανάλογο φυσικά με το φορτίο της μοτοσυκλέτας. Ωστόσο είναι κάτι που συμβαίνει σε μικρό βαθμό και σε συγκεκριμένο φάσμα ώστε δεν είναι τόσο μεγάλο μειονέκτημα αλλά περισσότερο μία παρατήρηση που φανερώνει τον βαθμό τον οποίο το ψάξαμε πριν πούμε πως ο κινητήρας αυτός δουλεύει φανταστικά!

 

Παντού με αξιώσεις!

ξύνοντας συνέχεια τα μαρσπιέ, αρχίσαμε να χάνουμε σιγά-σιγά τον αποστάτη και συμπληρώναμε με βίδες για να μην χαλάσουμε και την βάση της...
Η ζυγαριά του ΜΟΤΟ αποκάλυψε και ένα άλλο ωραίο νούμερο για τα 193,5 κιλά με γεμάτο ρεζερβουάρ: Η κατανομή βάρους είναι απολύτως ίδια και στους δύο άξονες. Το λέμε κυριολεκτικά: Ακριβώς 50% εμπρός και πίσω, όχι 49,9% ούτε 50,1% το ζύγισμα πρέπει να το έκαναν με ζυγαριά που πήραν από τους Ελβετούς γείτονές τους, δεν εξηγείται αλλιώς. Αυτό σημαίνει πως ο αναβάτης είναι υπεύθυνος με το σώμα του να φορτίσει, αν θέλει, τον εμπρός τροχό περισσότερο, από την στιγμή που η θέση οδήγησης δεν είναι αρκετά on-off και η Crossfire X δεν σε υποχρεώνει να σκύβεις εμπρός. Στόχος να οδηγείς όπως σε βολεύει ή όπως απαιτούν οι συνθήκες και μάλιστα να σηκωθείς και όρθιος στα μαρσπιέ για την περίπτωση που θέλεις να περάσεις κάποιον χωματόδρομο. Άλλωστε το φαρδύ τιμόνι και η προοδευτική συμπίεση του πιρουνιού με την γραμμική συνολικά συμπεριφορά εμπρός και πίσω, σε διευκολύνουν και στο χώμα. Στις υψηλές ταχύτητες λοιπόν ή όσο οδηγείς πολύ γρήγορα σε στενό στροφιλίκι, παρουσιάζεται μία νευρικότητα. Αν θυμηθείς πως κάθεσαι καμαρωτός και σκύψεις ελάχιστα εμπρός σε πιο street επίπεδα, εξαφανίζεται όπως εμφανίστηκε. Στον αντίποδα ανταμείβεσαι με απαράμιλλη ευχρηστία εντός πόλης, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα και οπουδήποτε χρειαστούν μανούβρες που τις κάνεις με ευκολία παπιού αλλά σιγουριά μεγάλης μοτοσυκλέτας. Το 50-50 ζύγισμα και ο τεράστιος μοχλός από το φαρδύ τιμόνι περιγράφουν ακριβώς τους λόγους για τους οποίος η Crossfire 500 X γίνεται ένα από τα πιο ευέλικτα οχήματα στην ελληνική πραγματικότητα αστικής μετακίνησης.

Η σέλα της είναι ποιοτική και φιλόξενη για αρκετή ώρα, τόσο για τον αναβάτη, όσο και για τον συνεπιβάτη, ενώ θα πρέπει να οδηγείς πολύ ώρα και σε συνθήκες καύσωνα για να νιώσεις ζέστη στην γάμπα κι αυτό πάλι ως σημείο που παρατηρήθηκε χωρίς να φτάνει το χαρακτηρισμό του προβλήματος. Με απουσία ενοχλητικών κραδασμών και απόδοση που σε προδιαθέτει να την οδηγείς συνέχεια η Crossfire 500 X δεν είναι απλά ένα μεταφορικό μέσο, μία ακόμη λύση ή ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι να αποκτήσεις κάτι διαφορετικό, αλλά μπορεί να γίνει η μοτοσυκλέτα που πάντα ήθελες.

Με προσιτή τιμή, για τα ευρύτερα ευρωπαϊκά δεδομένα πάντα, η Brixton πήρε τον χρόνο της σχεδιάζοντας για πολύ καιρό και εξελίσσοντας για πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα την Crossfire 500 θέλοντας να κάνει την μεγάλη διαφορά. Μπορεί να της λείπει μία μεγάλη TFT οθόνη, που εκτός από το ότι δεν συνάδει με την συνολική εμφάνιση, η απουσία της έχει και υποστηρικτές που δεν τους αρέσουν οι έγχρωμες οθόνες, αλλά από εκεί και πέρα όλες οι πληροφορίες σου παρέχονται απλόχερα και ευανάγνωστα. Η απήχηση της εμφάνισης είναι κάτι που αφήσαμε για το τέλος, παρότι είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά της Crossfire 500 αλλά και γενικά της Brixton.

Η αρχική σφυγμομέτρηση από τα πολλά χιλιόμετρα που κάναμε μαζί της και τα δεκάδες ερωτήματα και επιφωνήματα, είναι μία πρώτη ένδειξη, όπως και για κάθε τελείως καινούρια μοτοσυκλέτα. Από τα φώτα LED που σε βοηθούν να βλέπεις για να κινηθείς σβέλτα και το βράδυ, και όχι απλά για να γυρίσεις σπίτι, μέχρι τις προσεγμένες λεπτομέρειες στην εμφάνιση, τον μεστό και μπάσο ήχο και την άψογη συμπεριφορά φρένων και αναρτήσεων, η Crossfire 500 X είναι περήφανη εκπρόσωπος ενός ονόματος που ήρθε για να μείνει. Η Brixton με αυτή την μοτοσυκλέτα βάζει υποψηφιότητα για να είναι το επόμενο μεγάλο όνομα της ευρωπαϊκής αγοράς!

 

 

 

Τα φρένα είναι της J.Juan που πρόσφατα εξαγοράστηκε και πλέον είναι θυγατρική της Brembo και ελέγχονται από την μονάδα 9.1 της Bosch. Αυτό σημαίνει πως ανάδραση στην μανέτα παίρνεις μόνο αν επιχειρήσεις να φρενάρεις δυνατά στο χώμα κι ακόμη και τότε διατηρείς κατευθυντικότητα!

 

Η Brixton φροντίζει να μην θέλεις καμία αλλαγή: Εκτός από όμορφο και μαζεμένο σε μέγεθος, το τελικό σου χαρίζει και ωραίο μπάσο ήχο δίχως να γίνεσαι αντικοινωνικός

 

Ποιοτική στην υφή σέλα που αναβαθμίζει αισθητικά το σύνολο και είναι και φιλόξενη!

 

Μικρές διαστάσεις αλλά έντονο το σήμα που δίνει…

Όμορφος προβολέας, ξεκάθαρα ευρωπαϊκή η σχεδίαση και αποτελεσματική μεγάλη σκάλα με εύρος που καλύπτει τον δρόμο και χωρίς να δημιουργεί σκιάσεις, ώστε να οδηγείς σβέλτα και την νύκτα

 

Προσεγμένες λεπτομέρειες παντού με το λογότυπο της Brixton να επαναλαμβάνεται συνέχεια

 

Λιτά αλλά αποτελεσματικά όργανα που δεν δημιουργούν σκιάσεις

 

Γραμμική η απόδοσή του και σε βοηθά να κινηθείς γρήγορα χωρίς να θυσιάζει άνεση!

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Brixton Crossfire 500 X   
Αντιπρόσωπος:KSR Hellas
Τιμή (την ώρα της δοκιμής)6.495€
Μήκος (mm):2.117
Ύψος (mm):1.116
Μεταξόνιο (mm):1.460
Ύψος σέλας (mm):795
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ (ΣΤΗΝ ΖΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΟ):193,5kg
ΠΛΑΙΣΙΟΑτσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):757
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):-/190
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣΤετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος εν σειρά
Χωρητικότητα (cc):486
Ισχύς (ΗΡ/rpm):47/8.500
Ροπή (kg.m/rpm):4,3/7.750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):96.7
Τροφοδοσία:ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:Μίζα
Συμπλέκτης:Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:Με γρανάζια
Τελική μετάδοση / σχέση:Με αλυσίδα
ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΠΙΣΩΈνα αμορτισέρ με προοδευτικό μοχλικό
Ρυθμίσεις:Προφόρτιση – επαναφορά
Ελαστικό:160/60-17
ΦΡΕΝΟΈνας δίσκος διαμέτρου 240mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και δικάναλο ABS της Bosch
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
LCD οθόνη με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, επιλεγμένη σχέση, ολικό και μερικο χιλιομετρητη, στάθμη καυσίμου, κατανάλωση, ώρα, θερμοκρασία ψυκτικού υγρού. Ενδεικτικές λυχνίες για φλάς, νεκρά, ABS, μεγάλη σκάλα φωτών και πίεσης λαδιού LED φωτιστικά σώματα
ΕΜΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΤηλεσκοπικό πιρούνι KYB
Ρυθμίσεις:Απόσβεση συμπίεσης
Ελαστικό:120/70-17 / 110/80-19
ΦΡΕΝΟΈνας δίσκος διαμέτρου 320mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS της Bosch 9.1
     

 

Μέτρηση Κατανάλωσης:

Μέγιστη:          5,2/100

Μέση:              3,9/100 μέση

Ελάχιστη:        3,6/100

Εξοπλισμός αναβάτη στην φωτογράφιση: Κράνος: HJC / Μπουφάν: Macna / Μπότες: Forma