Από τα μυστικά αρχεία... Πως ο Rossi πήγε στην Yamaha, το 2003

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

23/10/2015

Η συμφωνία έκλεισε με μια χειραψία, μετά από μια επεισοδιακή συνάντηση, νύχτα σε μια σκοτεινή τέντα στα πιτς του Brno, το 2003...

Είχε προηγηθεί μια συνάντηση του Davide Brivio, αφεντικού της ομάδας της Yamaha, όταν πήγε και βρήκε τον Rossi στην Ibiza, στις καλοκαιρινές του διακοπές, και χωρίς περιστροφές του είπε πως τον θέλουν στην Yamaha. Η απάντηση του Valentino ήταν «Ενδιαφέρον είναι. Μπορούμε να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό...». Εκτός από την Yamaha, και η Honda και η Ducati περίμεναν μια απάντηση. Στο GP του Brno όμως, ο Valentino το είχε σκεφτεί, και μας περιγράφει την μυστική συνάντηση...

«Προφανώς και η συνάντηση ήταν μυστική. Έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Χρειαζόταν να βρούμε το σωστό μέρος, ασφαλές και διακριτικό. Σκεφτήκαμε την κλινική του Dr Costa, που είναι στην άκρη του paddock, όσο πιο μακριά από τα pit γίνεται. Ήμουν σίγουρος πως οι γιατροί, και ειδικά ο φίλος μου Dr Costa, θα μας άφηναν να την χρησιμοποιήσουμε.

Αλλά όταν τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε τη συνάντηση ήταν πολύ αργά και είχαν φύγει όλοι, και οι γιατροί. Οπότε, κάναμε μια μικρή διάρρηξη... ή περίπου κάτι τέτοιο. Αποφάσισα να μπούμε στο χώρο φιλοξενίας της κλινικής, κι όχι στην κλινική την ίδια. Καθώς το κάναμε, έφτασαν και οι άνθρωποι της Yamaha, ο Lin Jarvis και ο Davide Brivio, με τα σκουτεράκια τους. Είχαν περάσει κι αυτοί μέσα από το δάσος για να έρθουν, όπως κι εμείς. Μοιάζαμε σαν εραστές σε μεταμεσονύκτιο ραντεβού...

«Ποιός είναι αυτός;», ρώτησε αμέσως ο Jarvis, δείχνοντας το φίλο μου το Nello. «Ένας φίλος,» του είπα, «μην ανησυχείς γι΄αυτόν, θα κρατήσει το στόμα του κλειστό». Ο Nello μας φάνηκε χρήσιμος τελικά. Του είπαμε να μείνει απέξω, να φυλάει σκοπός. Η δουλειά του ήταν να μας προειδοποιήσει αν πλησίαζε κανείς. Για να είμαστε δίκαιοι, ο Nello που είναι μύωπας δεν ήταν κι ο καλύτερος για τη δουλειά, αλλά αυτόν είχαμε.

Δεν έχασα καθόλου χρόνο, και ανακοίνωσα στον Brivio και τον Jarvis την απόφασή μου. «Θα έρθω μαζί σας!», τους είπα. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο, σαν να μην το πίστευαν. «Ναι, σας είπα πως του χρόνου θα είμαι μαζί σας!», επανέλαβα. «Περίμενε, μας λες πως την επόμενη σαιζόν θα τρέχεις για την Yamaha;», ρώτησε ο Brivio, με τις λέξεις του να βγαίνουν αργά, σαν να ήθελε να σιγουρέψει πως δεν υπάρχουν παρανοήσεις. «ΝΑΙ!», είπα. Πάλι. «Οπότε, αυτό που λες είναι πως θέλεις να τρέξεις για την Yamaha το 2004;», ξαναρώτησε ο Brivio, με τον ίδιο αργό, δύσπιστο τόνο. «Για τί άλλο θα βρισκόμουν εδώ;», του είπα. Για ένα λεπτό μείναμε όλοι σιωπηλοί. Ήταν μόνο λίγα δευτερόλεπτα, αλλά τα νιώσαμε σαν λεπτά. Όλοι ήταν χαμένοι στις δικές τους σκέψεις, αναλογιζόμενοι τη σημασία των όσων είχαν μόλις ειπωθεί. Η ησυχία έσπασε από την σχεδόν υστερική κραυγή του Nello. Ναι. Nello. Ο φρουρός. «Έρχεται ένα σκούτερ!», έλεγε. Είχε δει φώτα να πλησίαζουν, φοβήθηκε, και σήμανε συναγερμό. «Δρόμο! Δρόμο! Γρήγορα να κρυφτούμε!», είπαμε όλοι μαζί. Πανικοβληθήκαμε, τρέχοντας πέρα δώθε για να βρούμε μια κατάλληλη κρυψώνα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω – θα φαινόμασταν σαν κλέφτες που εγκατέλειπαν τον τόπο του εγκλήματος.

Το μόνο πράγμα που σκεφτήκαμε να κάνουμε ήταν να κρυφτούμε κάτω από ένα τραπέζι. Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ γούσταρα τρελά. Η πλάκα του ζητήματος ήταν τόση που αντιστάθμιζε κατά πολύ το ρίσκο να πιαστούμε. Κάτσαμε έτσι για λίγο, μέχρι που είπα: «Με συγχωρείτε, κύριοι, αλλά αν κάποιος μπει εδώ και μας δει όλους μας να κρυβόμαστε κάτω από αυτό το τραπέζι, what the fuck θα του πούμε;». Το να κρυφτούμε κάτω από το τραπέζι μπορεί να φαινόταν καλή ιδέα αρχικά, αλλά ειλικρινά, ήμασταν γελοίοι: Τέσσερις ενήλικες στριμωγμένοι κάτω από ένα μικρό τραπέζι. Έτσι, οι δυο μας σηκωθήκαμε και στηθήκαμε μπροστά από το τραπέζι. Κάναμε πως συζητάγαμε, μασώντας και κάτι μπισκότα. Ο Jarvis και ο Βrivio παρέμειναν κουλουριασμένοι κάτω από το τραπέζι. Ακριβώς τότε, ο νυχτοφύλακας, που τα φώτα του είχαν κάνει τον Nello να σημάνει συναγερμό, μπήκε μέσα. «Όλα εντάξει;», ρώτησε, με ένα ελαφρό τόνο δυσπιστίας στη φωνή του. «Μα βέβαια, γιατί, ναι, όλα εντάξει!», τον καθησυχάσαμε. Μας κοίταξε καλά καλά, το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο. «Εντάξει, καληνύχτα τότε!», είπε. «Καληνύχτα και σε σένα!», του φωνάξαμε και μεις. Με το που έφυγε, τα κεφάλια των άλλων ξεπρόβαλλαν απ’ το τραπέζι. Κοιταχτήκαμε, γνωρίζοντας πως παρά τρίχα την είχαμε γλιτώσει.

Αρχίσαμε να μιλάμε πάλι για δουλειά. Ο φόβος είχε φύγει. Αλλά στ’ αλήθεια δεν είχα και πολλά ακόμα να πω. Ό,τι ήταν να πω, το είχα ήδη πει. Κι όμως ακόμα με κοίταζαν, γεμάτοι δυσπιστία. Για να τους αποδείξω πως το εννοούσα, αποφάσισα να πάρω το ζήτημα στα χέρια μου. Κυριολεκτικά. Έσκυψα και πήρα το χέρι του Brivio στο δικό μου, κουνώντας το ζωηρά. Στο μυαλό μου, η χειραψία μας σφράγιζε την συμφωνία. Δεν υπέγραψα κανένα συμβόλαιο, δεν χρειαζόταν. Η απόφασή μου είχε παρθεί.»

 

Στο GP του Μotegi, κανονίζεται άλλη μια top secret συνάντηση του Rossi και των Yamahαίων, ανάμεσά τους και του επικεφαλής αγωνιστικού Kitagawa, όπως και του γενικού διευθυντή Furusawa, που ζήτησε από τον Rossi «να έχει πίστη», όταν ο Ιταλός του ζήτησε τεχνικές διευκρινίσεις για την εξέλιξη της μοτοσυκλέτας.

«Κοιτούσα το πρόσωπό του και προσπαθούσα να καταλάβω τι πραγματικά σκεφτόταν, ενώ παράλληλα, έκανα και τις δικές μου σκέψεις. Ξαφνικά όμως, στη μέση της συζήτησής μας, τον Kitagawa τον πήρε ο ύπνος. Όπως το ακούτε. ΑΠΛΑ, ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΗΚΕ! «Τι στο διάολο;», αναρωτήθηκα. «Μιλάμε για το μέλλον, πολύ σημαντικά πράγματα και για μένα και γι’ αυτούς, κι αυτός ο τύπος απλά το ρίχνει στον ύπνο;». Άρχισα να πανικοβάλλομαι. Αποφασίζαμε για το μέλλον μου, ο Furusawa προσπαθούσε να με πείσει να δεχτώ την προσφορά τους, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ήταν η ώρα της κρίσης κι αυτός ΕΙΧΕ ΚΟΙΜΗΘΕΙ!»

 

Κι αυτό όμως ξεπεράστηκε, αν και ο Rossi πολύ αργότερα κατάλαβε πως πολλοί Ιάπωνες δεν είναι συνηθισμένοι να ξενυχτάνε...

Η ώρα της κρίσης όμως, ήρθε με τον πρώτο του αγώνα στο νέο στρατόπεδο, στο Welcom στις αρχές του 2004.

«Ήμουν αποφασισμένος να αποδείξω πως μπορούσα να κερδίσω ακόμα και χωρίς μια μοτοσυκλέτα όπως η Honda, που όλοι πίστευαν πως είναι αήττητη. Ήξερα πως αν κατάφερνα να κερδίσω αμέσως, με τη Yamaha, στην πρώτη μου σαιζόν, αυτό θα άλλαζε την εικόνα του μοτοσυκλετισμού για πάντα. Κι αυτό συνέβη. Κέρδισα τον πρώτο μου αγώνα με την Yamaha. Ήταν κάτι εντελώς απίστευτο, ακόμα και για μένα. Μπορεί να με είδατε να σταματάω στην άκρη της πίστας, να κατεβαίνω από την πανέμορφη Yamaha μου, και να με παρακολουθήσατε καθώς κάθισα δίπλα της, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου και κατεβάζοντας το κεφάλι μου. Μπορεί να αναρωτηθήκατε τι έκανα, ίσως νομίσατε πως είχα συγκινηθεί πολύ, κι έκλαιγα λίγο για να ανακουφιστώ. Δεν ήταν αυτό.

Πίσω από τη μαύρη ζελατίνα του κράνους μου, γέλαγα. Και γέλαγα με την ψυχή μου. Αυτή τη στιγμή, καθισμένος δίπλα στη μοτοσυκλέτα μου στο χορτάρι, ακουμπώντας στα λάστιχά της, μόνο εγώ και η Yamaha μου, γελούσα. Γελούσα με αυτό το απίστευτο αίσθημα περηφάνιας, ανακούφισης και ευτυχίας που με είχε κατακλύσει.

«Τελικά είχα δίκιο!», σκέφτηκα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω, τους γάμησα όλους... τι παράσταση!».

 

Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι πια ιστορία. Κι έντεκα χρόνια μετά, κυνηγά ένα ακόμα παγκόσμιο πρωτάθλημα, και πάλι με Yamaha.

 

 

 

 
Welkom 2004 - Rossi vs Biaggi

 

Posted by I Fan Di Valentino Rossi Raggrupati in Una Pagina on Παρασκευή, 20 Ιουλίου 2012

 

 

 

 

 

 

Ετικέτες

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”