Honda RS250R-S by Tyga Performance

Μια μοτοσυκλέτα GP για τον δρόμο!
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

26/11/2018

Η συγκεκριμένη Honda RS250 NX-5 της Tyga θα μπορούσε κάλλιστα να συγκριθεί με την Desmosedici της Ducati υπό μια έννοια, καθώς και οι δύο εταιρείες ακολούθησαν την ίδια φιλοσοφία. Σκοπός ήταν και στις δύο περιπτώσεις να παρουσιάσουν μια καθαρόαιμη GP μοτοσυκλέτα -έστω και περιορισμένης παραγωγής για την Ducati ή μια “one-off” για την περίπτωση της Tyga- νόμιμη για χρήση στο δρόμο, μεταφέροντας όσο το δυνατόν πιο αυτούσια την αγωνιστική τεχνολογία. Βέβαια το αποτέλεσμα που παρουσίασε η Ducati τότε ήταν πολύ πιο δύσκολο να έρθει στην πραγματικότητα καθώς οι προδιαγραφές της Ε.Ε. ήταν και τότε αρκετά αυστηρές, γεγονός που δημιούργησε φραγμούς στην αυτούσια μεταφορά της αγωνιστικής τεχνολογίας, όμως η Desmosedici είδε το φως της παραγωγής μαγεύοντας το μοτοσυκλετικό κοινό. Στην περίπτωση της Tyga όπως γίνεται αντιληπτό παρακάτω τα πράγματα ήταν πιο εύκολα.

Η Tyga Perfomance ιδρύθηκε πριν από 20 χρόνια στην Ταϊλάνδη και έχοντας πλέον πάνω από 80 άτομα προσωπικό και ενεργή δράση στους αγώνες, καθώς παρέχει τεχνική υποστήριξη στην SAG της Moto2, κατασκευάζει αξεσουάρ για μοτοσυκλέτες χαμηλομεσαίου κυβισμού. Με την πάροδο των χρόνων ειδικεύτηκε στην κατασκευή συστημάτων εξαγωγής, τόσο σε δίχρονους κινητήρες όσο και σε τετράχρονους, ενώ απ’ τον κατάλογο των προϊόντων της δεν απουσιάζουν και τα carbon φαίρινγκ. Η εταιρεία έχοντας μεγάλο πάθος για τους αγώνες και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών αναλαμβάνει και την προετοιμασία των supersport μοτοσυκλετών για track day τόσο για ιδιώτες όσο και για την ίδια, εκμεταλλευόμενη την πολυετή τεχνογνωσία της. Στο παρελθόν είχε παρουσιάσει διάφορες μοτοσυκλέτες, τροποποιώντας τες με γνώμονα τη μείωση του βάρους και την βελτίωση των επιδόσεων, δημιουργώντας έτσι μικρά διαμαντάκια όπως το NSR 250 με big bore kit, carbon φαίρινγκ και τις εξατμίσεις της εταιρείας καθώς και πολλά άλλα εξαρτήματα απ’ τον κατάλογό της. Αυτή τη φορά έχοντας στην κατοχή της μια GP μοτοσυκλέτα, αποφάσισε να κάνει το ανάποδο και να προσθέσει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, ώστε η Honda RS250R να πάρει την έγκριση τύπου και να είναι νόμιμη για χρήση στο δρόμο. Το να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο στην Ταϊλάνδη είναι σχετικά εύκολο καθώς οι προδιαγραφές δεν είναι τόσο αυστηρές όσο της Ε.Ε., με αποτέλεσμα να περιορίζονται σε απλά πράγματα όπως την ύπαρξη καθρεπτών και φωτιστικών σωμάτων στη μοτοσυκλέτα.

Εδώ να αναφέρουμε πως πρόκειται για την Honda RS250R που αρχικά παρουσιάστηκε το 1984 και ήταν εξοπλισμένη με τον δίχρονο V2 90 μοιρών κινητήρα, ενώ αυτή που βρέθηκε στην κατοχή της Tyga είναι η τρίτη γενιά του μοντέλου (NX-5) που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1993 με τον V2 75 μοιρών. Η μοτοσυκλέτα μετά από τόσο χρόνια εννοείται πως δεν βρισκόταν και στην καλύτερη κατάσταση, με τα φαιρινγκ να απουσιάζουν τελείως, καθώς και άλλα εξαρτήματά της. Με την απουσία του κουστουμιού και ως απαραίτητη προϋπόθεση την τοποθέτηση των φωτιστικών σωμάτων, η εταιρεία αποφάσισε να κατασκευάσει νέα φαιρινγκ από carbon με εσωτερική επένδυση Kevlar. Παράλληλα θέλοντας να εκσυγχρονίσει τον σχεδιασμό της RS250R, τα φαίρινγκ βασίστηκαν σε αυτά της Honda RC211V που εμφανίστηκε πρώτη φορά το 2002 στους αγώνες GP. Για την τροφοδοσία των φωτιστικών σωμάτων χρησιμοποιήθηκε μια μπαταρία λιθίου ώστε να διατηρηθεί χαμηλά το βάρος, ενώ για την αποφυγή βραχυκυκλωμάτων και τη δημιουργία βλαβών η εταιρεία αποφάσισε να κατασκευάσει ένα ανεξάρτητο κύκλωμα που περιλάμβανε τα LED φωτιστικά σώματα και τους διακόπτες, ξεχωρίζοντάς τα απ’ την καλωδίωση του κινητήρα.

Αυτό έγινε γιατί αφενός μεν γιατί δεν ήθελε να ρισκάρει στο να προκληθεί κάποια βλάβη στην καλωδίωση, αλλά αφετέρου και για την γρήγορη και εύκολη μετατροπή της μοτοσυκλέτας σε track day bike. Επίσης, άλλη μια απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβει η μοτοσυκλέτα της Tyga την έγκριση τύπου, ήταν να είναι εξοπλισμένη με πλαϊνό σταντ και πραγματικά η λύση που εφάρμοσε ήταν ευφυέστατη και πρακτικότατη. Η εγκατάσταση του πλαϊνού σταντ έγινε πάνω στο πλαίσιο, συγκεκριμένα στο σημείο που εδράζεται ο άξονας του ψαλιδιού και λύνεται εύκολα από μια βίδα, ενώ το βάρος του ανέρχεται μόλις στα 600 γραμμάρια. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ο τρόπος που μαζεύει καθώς περιστρέφεται σχεδόν 270 μοίρες όπως μπορείτε να δείτε και στο βίντεο, ενώ κρύβεται όμορφα πίσω απ’ το πλαϊνό φαίρινγκ που δένει πάνω στο πλαίσιο με μόλις μια ασφάλεια. Επίσης, στο σημείο που ασφαλίζει το σταντ, η Tyga έχει εγκαταστήσει έναν διακόπτη ώστε να σβήνει την ένδειξη στα όργανα, ολοκληρώνοντας πλήρως την εγκατάστασή του.

Στον τομέα των οργάνων η Tyga εκτύπωσε τρισδιαστατα ψηφιακά την βάση τους χρησιμοποιώντας ABS πλαστικό, ενώ εγκατέστησε και δύο LCD οθόνες για τις ενδείξεις της ταχύτητας και της θερμοκρασίας, με το περίγραμμα τους να είναι από carbon, θυμίζοντας έντονα αυτά της HRC. Όσον αφορά το ταχύμετρο, αυτό είναι ποδηλάτου, καθώς όπως αναφέρει και η ίδια εταιρεία της διέφυγε τελείως, ενώ ο μαγνητικός μετρητής είναι κι αυτός ψηφιακά εκτυπωμένος και βρίσκεται καλά κρυμμένος μέσα στο μπροστινό φτερό.

Όσον αφορά τον κινητήρα της αγωνιστικής μοτοσυκλέτας παρέμεινε αναλλοίωτος εσωτερικά καθώς οι επιδόσεις του ήταν υπεραρκετές για την Tyga. Ειδικότερα, η εταιρεία σκεφτόταν πώς να λύσει το πρόβλημα της εκκίνησης της μοτοσυκλέτας χωρίς της συμβολή μιας αγωνιστικού τύπου μίζας και κατέληξε πως η εγκατάσταση μιας εσωτερικής μίζας στον κινητήρα αφενός μεν θα αύξανε το βάρος, αλλά αφετέρου θα χρειαζόταν και η προσθήκη δυναμό ειδάλλως θα καταναλωνόταν πολύ γρήγορα το ρεύμα της μπαταρίας. Αποκλείοντας έτσι αυτή την επιλογή, καθώς και της μανιβέλας διότι και οι δύο μετατροπές είναι αρκετά ριψοκίνδυνες στο να επιφέρουν ζημιά στον κινητήρα, κατέληξαν πως ο παραδοσιακός τρόπος εκκίνησης ήταν ο καλύτερος καθώς δεν πρόσθετε παραπανίσιο βάρος.

Στο τέλος ακολουθεί gallery με αναλυτικές φωτογραφίες

Το σύστημα εισαγωγής όμως τροποποιήθηκε καταλλήλως ώστε να βελτιωθεί η εργονομία της μοτοσυκλέτας, καθώς για να έχει κανείς πρόσβαση στα τσοκ των καρμπυρατέρ θα έπρεπε να είναι σηκωμένο το ρεζερβουάρ, ειδάλλως δεν θα μπορούσε να πιάσει τη λαβή. Με την τεχνογνωσία της στην ψηφιακή εκτύπωση πλαστικών εξαρτημάτων, μετέφερε τη λαβή του τσοκ στο πλάι της μοτοσυκλέτας, καθιστώντας τη λειτουργία του πιο εύκολη. Ακόμη, όταν η RS250R ήρθε στην κατοχή τους, το φιλτροκούτι που είχε απουσίαζε, έτσι τοποθέτησε ένα δικό της νεότερης σχεδίασης και παράλληλα το εφοδίασε με ένα πιο πυκνό φίλτρο αέρα ώστε να απωθούνται οι περισσότερες σκόνες και να μειωθεί η καταπόνηση του κινητήρα απ’ την καύση σκόνης ή ψιλού χαλικιού που εισέρχονται απότις εισαγωγές. Τέλος δεν παρέλειψε να προσθέσει στο σύστημα εξαγωγής τους ανοξείδωτους θαλάμους διαστολής και τα carbon τελικά ενισχυμένα με Kevlar ολοκληρώνοντας τις βελτιώσεις του κινητήρα.

Το πλαίσιο απ’ τη μεριά του αποτελεί το δεύτερο κομμάτι της μοτοσυκλέτας που διατηρήθηκε αναλλοίωτο, με τις αναρτήσεις όμως και τις ζάντες να αντικαθιστώνται με πιο σύγχρονες. Συγκεκριμένα, οι ζάντες είναι αλουμινίου και υιοθετούν τη σχεδίαση των ζαντών που παρατηρούμε συχνά στις Ducati, ενώ παράλληλα το βάρος τους είναι ίδιο με τις αρχικές ζάντες μαγνησίου που εξόπλιζαν την αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Στον τομέα των αναρτήσεων έχουμε το ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Showa που χρησιμοποιούσαν στους αγώνες και ήρθε στα χέρια της Tyga απ’ την Ισπανία, ενώ για την τοποθέτησή του η εταιρεία έφτιαξε μια δική της τιμονόπλακα αλουμινίου. Πίσω στο μονόμπρατσο ψαλίδι έχουμε το αμορτισέρ της Ohlins, ενώ στον τομέα των φρένων βρίσκουμε τις δαγκάνες της Brembo τις GP4-RX με τις τρόμπες 19 RCS (της ίδιας εταιρείας) που συνδέονται με τα σωληνάκια υψηλής πίεσης της HEL, προσφέροντας φοβερή δύναμη στην επιβράδυνση, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως το βάρος της RS250R δεν ξεπερνά τα 100 κιλά.

Με αυτό τον τρόπο η Tyga κατάφερε να κάνει μια αγωνιστική Honda RS250R NX-5 νόμιμη για χρήση στο δρόμο και παράλληλα να την ενισχύσει, παραδίδοντας έτσι τη δική της RS250R-S. Τώρα όσον αφορά τα νούμερα των επιδόσεων που πάντοτε παίζουν το ρόλο τους, η ιπποδύναμη βρίσκεται πάνω από 80 ίππους και το βάρος της στεγνό στα 98 κιλά, ενώ η τελική της περιορίζεται στα 220km/h λόγω της κοντής τελικής κλιμάκωσης, αλλά όπως υποστηρίζει η εταιρεία εκτελεί το σκοπό της άρτια. Το γεγονός ότι η μετατροπή πραγματοποιήθηκε στην Ταϊλάνδη έκανε τα πράγματα πιο εύκολα με τις λιγότερο αυστηρές προδιαγραφές, όμως το να προκύψει μια βελτιωμένη έκδοση απ’ την αγωνιστική αποτελεί ένα τελείως διαφορετικό κεφάλαιο, δύσκολο και σίγουρα υψηλού κόστους, εκτός αν τυχαίνει να είσαι κατασκευάστρια αξεσουάρ όπως η Tyga, οπότε τα πράγματα αλλάζουν και το αποτέλεσμα που προκύπτει μπαίνει αυτόματα στο wish list πολλών από μας…

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”