Suzuki Bandit 600 custom: Δυο μοτοσυκλέτες σε μια

Και Flat Track και Naked
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

7/10/2019

Η Metalbike Garage βρίσκεται στο Τορίνο της Ιταλίας από το 2009 και μέσα από το εργαστήριό της, βγαίνουν ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες custom μοτοσυκλέτες. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα αντιφατικό, το ότι μέσα σε ένα τόσο παλιό και γραφικό γκαράζ, μπορούν να δημιουργηθούν τόσο εντυπωσιακά custom. Μια από τις τελευταίες δημιουργίες της MBG, είναι ένα project που βασίστηκε πάνω σε ένα “ταπεινό” Bandit 600 του ’97, επειδή η ομάδα ήθελε να αποδείξει πως μέσα από κάτι τελείως πεζό -σχεδιαστικά- μπορεί να προκύψει μια πολύ εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα, που μπορεί να είναι και Flat Track και Naked.

Όπως κάθε custom builder που σέβεται τη δουλεία του, έτσι και η ομάδα της MBG ξεκίνησε με το να κάνει το Bandit "βίδες" και να ανακατασκευάσει ότι θα κρατούσε για την custom της. Το πλαίσιο, παραδοσιακά, πήγε για αμμοβολή και βάψιμο, όπως οι ζάντες και τα εξωτερικά μέρη του κινητήρα. Το υποπλαίσιο επανασχεδιάστηκε και έχασε αρκετό βάρος ενώ απέκτησε μικρότερες διαστάσεις ώστε να είναι πιο κοντά στα πρότυπα των flat track και naked μοτοσυκλετών.

 

Το ρεζερβουάρ αλλά και τα μέρη που καλύπτουν το υποπλαίσιο, δημιουργώντας χώρο κάτω από τη σέλα, είναι ενιαία και έχουν κατασκευαστεί από φύλλα αλουμινίου. Για την δημιουργία των περίτεχνων καμπύλων του σχεδίου, που εμπνεύστηκε ο Federico Rizzo –σχεδιαστής της MBG- επιστρατεύτηκε το αφεντικό της MBG, Simone Lecca, όπως έχει κάνει και για πολλά άλλα project στο παρελθόν, κάνοντάς τα να ξεχωρίζουν χάρη την μεταλλική τους όψη. Επίσης, κατασκευάστηκε και μια καινούργια δερμάτινη σέλα suede, που δένει τόσο σχεδιαστικά όσο και πρακτικά με το υποπλαίσιο.

Εκεί που αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον η δημιουργία της MBG, είναι πως η ομάδα μέσα από ένα Bandit δημιούργησε μια custom που ανήκει σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, εμφανισιακά ανάλογα με τις ορέξεις του αναβάτη. Η μεταφορά των flat track χαρακτηριστικών έγινε πολύ εύκολα, με την επιλογή των κατάλληλων ελαστικών και τη χρήση ενός φαρδιού τιμονιού, τα οποία δένουν αρμονικά με το “number plate”, που φιλοξενεί τους LED προβολείς και το ψυγείο λαδιού στη νέα του θέση. Η μετατροπή της μοτοσυκλέτας από flat track σε naked και το ανάποδο, γίνεται εύκολα χάρη στα αλουμινένια μέρη που έχουν το ρόλο του φαίρινγκ και διαθέτουν ασφάλειες γρήγορης απελευθέρωσης. Στις επιμέρους αλλαγές εντοπίζονται και τα νέα φαρδύτερα μαρσπιέ με οδοντωτή σχεδίαση για καλύτερη στήριξη σε αγώνες flat track. Ακόμη, τα συστήματα εισαγωγής και εξαγωγής έχουν τροποποιηθεί, με το πρώτο να αποκτά τέσσερις χοάνες και το δεύτερο μια καινούργια ολόσωμη εξάτμιση τέσσερα σε ένα σε δύο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε μια custom μοτοσυκλέτα με τη δυνατότητα να αλλάζει κατηγορία –έστω και εμφανισιακά- όμως είναι πάντοτε εντυπωσιακό να βλέπουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις που επιλέγουν οι custom builders φτάνοντας στο ίδιο αποτέλεσμα.

SYM Arctic Route 2025, Μέρος 8ο - Στον αρκτικό κύκλο του Καναδά [Gallery]

Ασταμάτητη βροχή, λάσπη, 4° βαθμοί Κελσίου και πυκνή ομίχλη στον Dempster Highway
SYM Arctic Route 2025, Μέρος 8ο
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

24/7/2025

Στον καναδικό βορρά συνεχίζει το SYM Arctic Route με τον Κωνσταντίνο Μητσάκη και το SYM ADXTG 400 να προσεγγίζουν τον Αρκτικό Κύκλο του Καναδά μέσω της απαιτητικής Dempster Highway. 

Παρά τη συνεχή βροχή, την ομίχλη και τις δυσκολίες του χωμάτινου τερέν, το adventure scooter της SYM κατάφερε να φτάσει σε ακόμα ένα ορόσημο του ταξιδιού, χωρίς να παρουσιάσει κάποιο τεχνικό πρόβλημα.

SYM Arctic Route 2025, Μέρος 8ο

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του Κωνσταντίνου Μητσάκη:

"Η επόμενη αποστολή του SYM ARCTIC ROUTE 2025 ήταν η προσέγγιση του Αρκτικού κύκλου του Καναδά. Για να επιτευχθεί ο στόχος θα έπρεπε – με αφετηρία την Dawson City – να οδηγήσω περίπου 410 χλμ. πάνω στον χωμάτινο οδικό άξονα Dempster Highway, προκειμένου το απροβλημάτιστο SYM ADXTG 400 να πατήσει τη νοερή γραμμή του καναδέζικου Αρκτικού κύκλου. Πάμε ξανά βορρά…
 Δυστυχώς, οι καιρικές συνθήκες καθοδόν κάθε άλλο παρά ευνοϊκές ήταν! Ασταμάτητη βροχή, τσουχτερό κρύο (4°C) και πυκνή ομίχλη επικρατούσαν σε όλη τη διαδρομή προς τον αρκτικό προορισμό, γεγονός που με υποχρέωσε να διακόψω προσωρινά την πορεία μου (μετά από 8 ώρες οδήγησης και μόλις 280 χλμ.) και να κατασκηνώσω στην άκρη του δρόμου. Όμως, το δυσκολότερο πρόβλημα ήταν ξεκάθαρα η κατάσταση του δρόμου, ο οποίος είχε μετατραπεί σ’ ένα εργοτάξιο λάσπης, δυσχεραίνοντας αφάνταστα την οδήγηση…
Την επόμενη μέρα, επιστρατεύοντας πολύ κουράγιο και επιμονή, κατάφερα να προσεγγίσω εντέλει τον Αρκτικό κύκλο μετά από 130 βασανιστικά χιλιόμετρα και να πανηγυρίσω (κάτω από εκνευριστικό ψιλόβροχο) την ολοκλήρωση άλλου ενός αρκτικού άθλου. Κι όταν σίγησαν οι μοναχικοί πανηγυρισμοί, έκανα αμέσως μεταβολή και κατευθύνθηκα στον κοντινό οικισμό Eagle Plains, όπου και διανυκτέρευσα ξανά στη σκηνή μου. Πάντα με το σπρέι πιπεριού στο προσκέφαλο, υπό τον φόβο των αρκούδων…
Στην Dawson City όπου επέστρεψα με λιακάδα, ξεκουράστηκα και ανασυγκροτήθηκα για την επικείμενη επιστροφή στο μακρινό Montreal – μόλις 6.500 χλμ. με χώριζαν πλέον από το φινάλε του βορειοαμερικανικού οδοιπορικού μου! Ωστόσο, η πιο δυνατή ανάμνηση που μου χάρισε η πόλη των χρυσοθήρων ήταν αναμφίβολα η συνάντησή μου με τον καλοσυνάτο Αντώνη Ντόβα, τον ιδιοκτήτη του ελληνικού εστιατορίου “The Drunken Goat”. Εγκαταστημένος στην Dawson City τα τελευταία 25 χρόνια, ο Αντώνης με καλωσόρισε με περίσσια χαρά και προχώρησε σε μια αυθόρμητη κατάθεση ψυχής για την ζωή του εδώ στον παγωμένο βορρά του Καναδά, η οποία με συγκίνησε αφάνταστα. Φίλε Αντώνη, σε ευχαριστώ πολύ…”