Royal Enfield Himalayan: Η έκδοση παραγωγής είναι έτοιμη (VIDEO)

Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

22/1/2016

Το πρώτο video με την τελική μορφή που θα έχει η on-off μοτοσυκλέτα της Enfield ανέβασε στο site της η ινδική εταιρεία, όπου ο μοναδικός ινδός που έχει τερματίσει σε αγώνα Dakar επιδεικνύει τις δυνατότητες της Himalayan σε μια μικρή χωμάτινη πίστα και μοιράζεται τις εντυπώσεις του. Όμως τις περισσότερες πληροφορίες γύρο από το concept αυτής της μοτοσυκλέτας μας τις δίνει σε συνέντευξη του στον ινδικό ιστιότοπο The Times of India ο ίδιος ο πρόεδρος της Royal Enfiend, που συμμετείχε ενεργά καθ΄όλη την διάρκεια της εξέλιξης των πρωτότυπων. Ο κύριος Siddhartha Lai έκανε αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα στην Ινδία και την Μεγάλη Βρετανία με τα πρωτότυπα της Himalayan και μας εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια το σκεπτικό κάθε επιλογής που έκαναν κατά τον σχεδιασμό της.  

Όλα ξεκίνησαν από την ανάγκη των ινδών για μια τουριστική, παντός δρόμου μοτοσυκλέτα που να μην έχει τα προβλήματα που έχουν πλέον οι μεγάλες ευρωπαϊκές και ιαπωνικές on-off και adventure bikes. Ποια είναι αυτά; Ουσιαστικά τρία είναι τα προβλήματα των σύγχρονων on-off που προσπάθησε να λύσει η Enfield κατά τον σχεδιασμό και την εξέλιξη της Himalayan. Το πρώτο ήταν το τεράστιο μέγεθος και ύψος σέλας. Συμφώνα με τον κύριο Lai το 99% των Ινδών δεν φτάνει καν να καβαλήσει την σέλα ενός adventure bike, πόσο δε μάλλον να το σηκώσει από το έδαφος αν του πέσει οδηγώντας στο χώμα. Το δεύτερο έχει να κάνει με την πολυπλοκότητα κατασκευής  και κατ΄επέκταση την δυνατότητα επιτόπου επισκευής. Το Himalayan έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορείς να το βάλεις εμπρός σπρώχνοντας και τα φώτα του ανάβουν κανονικά, ακόμα κι αν αφαιρεθεί εντελώς η μπαταρία! Επίσης, έχει γίνει πρόβλεψη ώστε κάθε εξάρτημα που μπορεί να χαλάσει από μία πτώση ή οποιαδήποτε τύπου βλάβη να μην επηρεάζει την λειτουργία της υπόλοιπης μοτοσυκλέτας και αν είναι δυνατόν να μπορεί να επισκευαστεί άμεσα και εύκολα από τον ίδιο τον αναβάτη. Το τρίτο αφορά τον κινητήρα, όπου οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες απαιτούν καλής ποιότητας βενζίνη πολλών οκτανίων, κάτι που σε χώρες σαν την Ινδία είναι σπάνιο να βρεις έξω από τις μεγάλες πόλεις. Ο κινητήρας της Himalayan αν και εντελώς νέος, έχει σχεδιαστεί για να δουλεύει με αμφιβόλου ποιότητας βενζίνη και το αποσπώμενο μπιτόνι δίπλα στο ρεζερβουάρ και το αντίστοιχο για νερό, μπορεί να σε σώσουν στην κυριολεξία αν χαθείς κάπου στην ινδική επαρχία. Άλλωστε, το Himalayan δεν πήρε το όνομά του τυχαία. Ο κύριος Lai λέει ότι οι δρόμοι των Ιμαλάϊων ήταν το πεδίο δοκιμών και το περιβάλλον για το οποίο έχει σχεδιαστεί αυτή η μοτοσυκλέτα. Όμως ταυτόχρονα με τις off-road δυνατότητες, η Himalayan έπρεπε να μπορεί να ανταπεξέλθει στα καθημερινά της καθήκοντα μετακίνησης μέσα στην πόλη, αλλά και να εμπνέει σιγουριά στους ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους της Ινδίας όπου οι δυνατοί πλάγιοι άνεμοι είναι συνηθισμένο φαινόμενο.  Για τον σκοπό αυτό, μεγάλο μέρος της εξέλιξης του πλαισίου έγινε στην Μ. Βρετανία και μάλιστα πολλές δοκιμές έγιναν μέσα σε πίστες. Ο πρόεδρος της Enfield  μας αποκαλύπτει επίσης, ότι η πιο απολαυστική ταχύτητα ταξιδιού είναι μεταξύ 80-110km/h, όπου ο κινητήρας των 410 κυβικών με την μακριά διαδρομή εμβόλου βρίσκεται στα καλύτερά του. Βγάζει 25 ίππους, όμως το δυνατό του σημείο είναι η ροπή στις πολύ χαμηλές στροφές που κάνει την μοτοσυκλέτα ευχάριστη μέσα στην πόλη, αλλά ταυτόχρονα την βοηθάει να κινείται απροβλημάτιστα στον αργό ρυθμό που επιβάλουν οι κακοτράχαλοι χωματόδρομοι των βουνών. Με αλλαγές λαδιών κάθε 10.000 χιλιόμετρα και έμφαση στην μικρή κατανάλωση βενζίνης, η Himalayan προβλέπεται να είναι συνολικά μια οικονομική στην χρήση μοτοσυκλέτα. Όμορφη δύσκολα την λες, όμως το γεγονός ότι πάνω της υπάρχουν μόνο τα εξαρτήματα που χρησιμεύουν σε κάτι, της δίνουν μια ξεχωριστή γοητεία.

 

UPDATE:

 

Πράγματι, όπως επισημαίνουν και οι αναγνώστες μας, ένα από τα μαρσπιέ σπάει κατά την προσγείωση και το πλάνο χρησιμοποιήθηκε κανονικά από την εταιρία. Ίσως με την σκέψη: «σιγά ποιος θα το δει», ίσως πάλι με τελείως διαφορετική οπτική: «εμείς δεν κρύβουμε τίποτα». Πάντως όταν τον Δεκέμβριο του ’15 δοκιμάζαμε την Continental GT, είχαμε γράψει ότι μας έσπασε η βάση της μίας από τις δύο κόρνες που έχει. Μέρος της περιπέτειας, είναι να βρίσκεις λύσεις σε προβλήματα που δημιουργούνται… 

Triumph Tracker 400/Thruxton 400 2026 – Παρουσιάστηκαν με τιμές για Ελλάδα!

Με διαφορές σε πλαίσιο/ανάρτησες - Και ισχυρότερο κινητήρα κατά δύο ίππους
Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

16/12/2025

Η Triumph διευρύνει ακόμη περισσότερο την γκάμα των μονοκύλινδρων 400ριών της με Tracker 400 και Thruxton 400 με αισθητική εμπνευσμένη από τους flat track αγώνες και τα cafe racers αντίστοιχα.

Περιμέναμε ένα αλλά τελικά η Triumph παρουσίασε δύο μονοκύλινδρα 400άρια φτάνοντας έτσι την οικογένεια στα πέντε συνολικά μοντέλα, μαζί με τα Speed 400, Scrambler 400 X και Scrambler 400 XC.

Οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν αισθητικές κυρίως διαφορές με τις άλλες εκδόσεις και μεταξύ τους φυσικά με το φαίρινγκ του 400ριού Thruxton να μας είναι γνωστό εδώ και καιρό από τις κατασκοπικές φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου πολύ καιρό πριν από την παρουσίασή του. 

Οι δύο μοτοσυκλέτες φέρουν επίσης και μία ισχυρότερη έκδοση του μονοκύλινδρου μοτέρ με τη μέγιστη ισχύ να ανεβαίνει κατά 5% περίπου και να φτάνει τους 41,42 ίππους από 39,42 που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αλλαγή στη ροπή δεν υπάρχει και έτσι η μέγιστη τιμή παραμένει στα 3,82 kg.m αλλά να κάνει την εμφάνισή της 1.000 στροφές ψηλότερα, στις 7.500 σ.α.λ., με το 80% αυτής να είναι διαθέσιμο από τις 3.000 σ.α.λ. Η αύξηση στην ισχύ προήρθε από νέο εκκεντροφόρο αλλά και την εκ νέου χαρτογράφηση του ψεκασμού.

Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026

Σε σχέση με τη μοτοσυκλέτα βάσης που είναι το Spped 400, το Tracker 400 έχει φαρδύτερο τιμόνι κατά 23 χλστ., το οποίο είναι και χαμηλότερο κατά 134 ολόκληρα χλστ. Παράλληλα τα μαρσπιέ έχουν τοποθετηθεί 86 χλστ. πιο πίσω και 27 χλστ. ψηλότερα, με το νέο τρίγωνο της εργονομίας να δίνει μια πιο σπορ και επιθετική θέση οδήγησης. Διαφορετική είναι και η σέλα, όπως και το κάλυμμα-κοκοβιός της σέλας στο κομμάτι του συνεπιβάτη, οι ζάντες και το ρεζερβουάρ, με τo Tracker 400 να ξεχωρίζει από το μικρό του μασκάκι, αλλά και τα μεγάλα numver plates εκατέρωθεν της σέλας, όπως και από τους αποκλειστικούς χρωματισμούς.

Το Thruxton 400 έχει επίσης διαφορετικό ρεζερβουάρ -και από το Tracker-, αν και η χωρητικότητα είναι ίδια στα 13 λίτρα, ενώ ζυγίζει και τρία κιλά περισσότερα λόγω του φέρινγκ, με το βάρος του να φτάνει τα 176 κιλά πλήρες υγρών. Του Tracker βρίσκεται στα 173 κιλά. Το φαίρινγκ είναι αυτό που κάνει και τη μεγαλύτερη διαφορά στην αισθητική της μοτοσυκλέτας, που έχει κλιπόν και διαφορετική θέση οδήγησης, ενώ οι Βρετανοί αναφέρουν και μικρές αλλαγές στο πλαίσιο αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη εκδοχή της μοτοσυκλέτας. Σε αυτήν την περίπτωση και έναντι του Speed 400 τα κλιπόν είναι 40 χλστ. πιο στενά και 246 χλστ. πιο χαμηλά τοποθετημένα με μπόλικο βάρος να φορτίζει πλέον τον εμπρός τροχό. Παράλληλα, τα μαρσπιέ βρίσκονται στην ίδια θέση με εκείνα του Tracker 400.

Μικρές διαφορές έχουμε και στη γεωμετρία του πλαισίου μεταξύ των δύο μοτοσυκλετών. Το Tracker 400 έχει μεταξόνιο στα 1.371 χλστ. με κάστερ και ίχνος στις 24,4 μοίρες και 107,6 χλστ. αντίστοιχα, ενώ το Thruxton 400 έχει μεταξόνιο στα 1.376 χλστ. με κάστερ στις 24,5 μοίρες και ίχνος στα 101,5 χλστ. 

Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026

H Triumph αναφέρει ότι καθεμιά από τις δύο νέες μοτοσυκλέτες έχει το δικό της set up στις αναρτήσεις ώστε να ταιριάζει καλύτερα στη φιλοσοφία της έκδοσης και τη θέση οδήγησης, με το πιρούνι να είναι ανεστραμμένο στα 43 χλστ. Η διαδρομή του είναι 140 χλστ. στο Tracker και 135 χλστ. στο Thruxton ενώ και το μονό αμορτισέρ και στις δύο περιπτώσεις δίνει διαδρομή 130 χλστ.

Και οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν 17ρες χυτές ζάντες αλουμινίου που είναι διαφορετικής σχεδίασης μεταξύ των δύο μοντέλων και ελαστικά 110/70 και 150/60 εμπρός και πίσω αντίστοιχα. Ως πρώτης τοποθέτησης ελαστικά για το Thruxton επιλέχθηκαν τα Pirelli Diablo Rosso IV, ενώ για το Tracker έχουμε τα Pirelli MT60 RS και τα δύο εξαιρετικές επιλογές για τόσο προσιτές μοτοσυκλέτες.

Τέλος, ίδιο είναι το σύστημα πέδησης και στις δύο περιπτώσεις με το κύριο έργο της επιβράδυνσης να αναλαμβάνει 300άρης εμπρός δίσκος και ακτινικά τοποθετημένη 4πίστονη δαγκάνα της ByBre. 

Το Tracker 400 θα είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα από τον ερχόμενο Μάρτιο με τιμή 6.390 ευρώ και το Thruxton 400 από τον Φεβρουάριο του 2026, με τιμή 6.690 ευρώ. Και τα δύο συνοδεύονται από εργοστασιακή εγγύηση δύο ετών χωρίς περιορισμό στα διανυθέντα χιλιόμετρα.

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στις συλλογές που ακολουθούν.