The 2-Stroke Spy

Από το

Στόμα του Λύκου

14/3/2015

2-stroke spy

Ή πως ο Ernst Degner έκλεψε το 1961 τα σχέδια του κινητήρα της MZ, δραπέτευσε από την Ανατολική Γερμανία με την οικογένειά του ναρκωμένη στο πορτ-μπαγκάζ ενός Wartburg, και πούλησε την τεχνογνωσία της ΜΖ στη Suzuki κερδίζοντας μαζί της το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Mια ιστορία κατασκοπείας, τζαζ και λαδιού μίξης που αρχίζει από ένα ταπεινό DKW και φτάνει μέχρι την δίχρονη GP του Valentino Rossi

 

Aπό τους V1 στα δίχρονα

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, και την αρχή του μίτου την κρατάει ένας ιδιοφυής μηχανικός, ο Walter Kaaden, στην Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

O Walter Kaaden ήταν ένας μαθητευόμενος μηχανικός στην DKW στο Zschopau. Το εξαιρετικό ταλέντο του όμως σύντομα αναγνωρίστηκε κι έτσι βρέθηκε, σε μικρή ακόμα ηλικία στο μυστικό τμήμα δοκιμών της γερμανικής Luftwaffe όπου γινόταν η εξέλιξη των πυραύλων V1 καθώς και των αεροσκαφών ME262. Εκεί ο Kaaden ήρθε για πρώτη φορά εκεί σε επαφή με τεχνολογίες όπως η αεροδυναμική, η ροή καυσαερίων και η χρήση αρμονικών. Και ακριβώς αυτές τις αρχές θα μετέφερε αργότερα σε μοτοσυκλέτες φτιάχνοντας τα πιο γρήγορα δίχρονα του κόσμου…

Η αγγλική RAF σύντομα ισοπέδωσε κυριολεκτικά το εργοστάσιο το οποίο ξαναχτίστηκε από την αρχή στο Mittelwerk. Η δουλειά ήταν ασταμάτητη. 60.000 εργάτες, αιχμάλωτοι πολέμου, δούλευαν εκεί σε κυριολεκτικά απάνθρωπες συνθήκες. Τους εργάτες τους προμήθευαν τα κοντινά στρατόπεδα συγκεντρώσεων Buchenwald και Dora. Πέθαιναν με ρυθμό 250 ανθρώπων τη μέρα, ενώ συνολικά, στη διάρκεια επιχειρήσεων του Mittelwerk 20.000 αιχμάλωτοι έχασαν τη ζωή τους. Για να πάρουμε μια ιδέα για το μέγεθος της παραγωγής, αρκεί να πούμε ότι από τον Ιούνιο του 1943 ως το Μάρτιο του 1945 περίπου 9.000 V1 πύραυλοι χτύπησαν τη νότια Αγγλία, όλοι φτιαγμένοι στο Mittelwerk.

Το 1946 βρίσκει τον Kaaden σε μια γονατισμένη Γερμανία. Οικογενειάρχης πλέον, αποφασίζει να ζήσει μια ήσυχη ζωή. Βέβαια το ήσυχη είναι σχετικό μια και αν έχεις το μικρόβιο δε σ’ αφήνει να αγιάσεις και ποτέ. Αγοράζει ένα μικρό κατοστάρι DKW RK3, αρχίζει να τρέχει σε τοπικούς αγώνες και σύντομα αρχίζει τις μετατροπές προκειμένου να το κάνει πιο γρήγορο. Φυσικά οι μετατροπές του είναι προφανώς κατά τι πιο εξελιγμένες από το ‘φίλιτρο-εξάτμιση-μπιστόνι οβερσάι’ των απανταχού μικροπαπόβιων μια και όταν έχεις δουλέψει σε πύραυλους V1 όλο και κάτι παραπάνω ξέρεις. Έτσι πριν περάσει καιρός βρίσκεται ξανά στο φυσικό του χώρο, εκεί που ξεκίνησε. Στο εργοστάσιο της DKW ως μηχανικός.

Ο Kaaden πίστευε στα δίχρονα, παρόλο που όλοι τα είχαν εγκαταλείψει. Ήξερε ότι αν κατάφερνε να εξαλείψει τα μειονεκτήματά τους η απόδοσή τους θα ήταν ασύλληπτη για τα δεδομένα της εποχής. Άρχισε να πειραματίζεται με περιστροφικές βαλβίδες και κυρίως να μελετάει, για πρώτη φορά, την πίεση των αερίων και των ηχητικών κυμάτων, όπως έκαναν και στους V1. Κατασκεύασε αλλόκοτες εξατμίσεις σε κάθε είδους παράλογα σχήματα προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τα αέρια που έβγαιναν από το θάλαμο καύσης. Αν σκεφτείτε τον Victor Frankenstein σε μηχανάκι δεν πέφτετε και πολύ έξω.

Μετά από άπειρες όχι τόσο επιτυχημένες δοκιμές, ήρθε η ‘μαγική στιγμή’ που περίμενε. Είχε καταφέρει να βγάλει 20% περισσότερη ιπποδύναμη με ένα απλό και ιδιοφυή πραγματικά τρόπο. Ένα κύμα πίεσης που επέστρεφε προς την θυρίδα εξαγωγής “κλείδωνε” το άκαυτο καύσιμο στον κύλινδρο, κι ένα αντίθετο σ’ αυτό ρούφαγε το καμένο καύσιμο πιο γρήγορα και πιο αποδοτικά. Χρησιμοποιώντας την πίεση των αερίων και μόνο είχε καταφέρει στην ουσία να υπερσυμπιέσει τον δίχρονο κινητήρα “από την πίσω πόρτα”, χωρίς τη χρήση υπερσυμπιεστή.

Χρησιμοποιώντας τον ήχο του κινητήρα και τις αρμονικές του αντί για μηχανικές βαλβίδες έδωσε στα δίχρονα σχεδόν τη διπλάσια ιπποδύναμη από τα τετράχρονα. Το ΜΖ 125 του 1961 ήταν το πρώτο -σε αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες- με ιπποδύναμη 200 άλογα στο λίτρο χωρίς υπερσυμπιεστή.

Α hard days night

Δεν αρκούσε φυσικά η ιδιοφυία και το ταλέντο γι’ αυτά. Ο Kaaden δούλευε 14ωρα κάθε μέρα πάνω στον κινητήρα. Πολλές φορές περνούσε όλο το βράδυ άυπνος δοκιμάζοντας πράγματα. Χωρίς μυαλό μπορεί να γίνονται πολλά πράγματα, χωρίς ψυχή δεν γίνεται τίποτα σημαντικό. Κι ο Kaaden δε σήκωνε κεφάλι…

Ξενύχτι μέχρι το πρωί, δέσιμο το μηχανάκι με τα τελευταία εξαρτήματα, άυπνοι στο αγώνα και ξανά πίσω για συζήτηση τι πήγε στραβά και τι όχι. Και δε μιλάμε για ‘ομάδες’ όπως τις σκεφτόμαστε σήμερα. Μιλάμε για ιδιοφυείς ‘μουτζούρηδες’ που δε σήκωναν κεφάλι, που σκίζονταν στη δουλειά και δεν το έκαναν ούτε για τη φήμη ούτε για τα λεφτά – γιατί κανένα απ’ τα δυο δεν είχε τότε σχέση με τις μοτοσυκλέτες. Το καύσιμο τους ήταν η τρέλα τους και μόνο, τίποτα άλλο. Συνθήκες εργασίας πρωτόγονες, παλαιολιθικές. Μετατροπές στο μοτέρ χωρίς να έχουν καν δυναμόμετρο για να τσεκάρουν το αποτέλεσμα. Όλες οι δοκιμές γίνονταν πάνω στη μοτοσυκλέτα, με τέρμα γκάζι στους δημόσιους δρόμους γύρω απ’ το εργοστάσιο. Και ξανά πίσω στον πάγκο. Με λίγο ύπνο μέχρι το πρωί. Και ξανά απ’ την αρχή.

Αυτό ήταν μοτοσυκλέτα τότε. Και δεν ήταν έτσι μόνο για την ΜΖ και τους μηχανικούς της. Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις όλοι ήταν στην ίδια μοίρα. Υπήρχαν ιδιώτες αναβάτες που έτρεχαν στα GP ή στο ΤΤ με δικά τους μέσα. Που έφτιαχναν μόνοι τους τα μηχανάκια τους με ελάχιστα χρήματα. Που δανείζονταν λάστιχα ή πιστόνια για να τρέξουν. Που έπιαναν μια δουλειά προσωρινή για να μαζέψουν μερικά λεφτά και να ξανατρέξουν σε δυο - τρεις αγώνες χωρίς ελπίδα διάκρισης. Που έκαναν δοκιμές σε δημόσιους δρόμους, που ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα με ένα φορτηγάκι και μια μισοδιαλυμένη μοτοσυκλέτα πίσω για να τρέξουν. Που το πρωί πριν τον αγώνα της έβαζαν ένα μαγκάλι κάτω απ’ το κάρτερ για να ζεσταθούν τα λάδια πριν πάρει μπρος. Και τα γράφω όλα αυτά όχι μόνο για να έχουμε ένα σημείο αναφοράς. Αλλά και γιατί πολλοί, που κανείς δεν έμαθε ποτέ τα ονόματα τους, στηνόταν ξανά και ξανά στην εκκίνηση ενός αγώνα που δεν μπορούσαν να κερδίσουν και που συχνά ούτε καν τερμάτιζαν κι όμως συνέχιζαν. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να περνάει στο χαρτί.

Το “αγωνιστικό team” λοιπόν της ΜΖ ήταν 5 άνθρωποι μαζί με τον Kaaden και τον 24χρονο Ernst Degner, που ξεκίνησε ως εργοστασιακός οδηγός. Τα χρήματα ήταν από ελάχιστα έως ανύπαρκτα. Ο οδηγός έπαιρνε μεροκάματο, όπως όλοι, άλλαζε λάδια στα μοτέρ, έκανε δοκιμές στο δρόμο και μετά που γύριζε έπιανε κι ένα γυροσκοπικό τη σφουγγαρίστρα για να καθαρίσει το εργαστήριο. Σκεφτείτε ότι για να γιορτάσουν την πρόσληψη του Degner στην ομάδα, ο Kaaden του έκανε δώρο ένα κράνος. Το κράνος ήταν του προηγούμενου οδηγού της ομάδας από πριν τον πόλεμο, όμως ήταν ό,τι καλύτερο είχαν. Και ναι υπήρχε πρόβλημα ακόμα και στο να βρεθεί ένα καλό κράνος. Μια φορά μάλιστα είχαν δώσει σε έναν εργοστασιακό της Agusta να δοκιμάσει το ΜΖ στο ΤΤ. Το κράνος που φορούσε ήταν τόσο στενό που στα μισά της διαδρομής άρχισε να ζαλίζεται. Και να πηγαίνει με μισό γκάζι. Και το ΜΖ στο μισό γκάζι δε δούλευε. Κι η κατάληξη ήταν ένα διαλυμένο μοτέρ στο χαντάκι. Για τέτοιες ονειρικές συνθήκες μιλάμε.

Ο Degner λοιπόν ήταν φανατικός οπαδός των δίχρονων, όπως και ο Kaaden. Ορφανός από τα 14, δούλευε από νωρίς ως μηχανικός. Έφτιαξε ένα δικό του διχρονάκι 98cc όταν ήταν 19 χρονών από εξαρτήματα που έβρισκε σε μάντρες και δεν άργησε να τρέξει σε αγώνες. Ο πρώτος αγώνας του αγώνας ήταν το ’52. Τον δεύτερο αγώνα που έτρεξε τον κέρδισε. Γιατί εκτός από το να είναι γρήγορος, είχε και την ικανότητα να “ακούει” το μοτέρ, κάτι που δεν το είχαν πολλοί. Ήξερε πότε έπρεπε να ‘ανοίξει’ και  πότε δεν έπρεπε να ζορίσει άλλο το μοτέρ για να μην τα πάρει στο χέρι.

Και πλέον ο Degner ως οδηγός της ΜΖ είχε δυο φιλοδοξίες. Να κερδίσει ένα παγκόσμιο τίτλο και να είναι ελεύθερος. Και δούλευε μέρα – νύχτα γι’ αυτό δίπλα στον Kaaden. Χωρίς γονείς, μόνος στο ανατολικό Βερολίνο έγινε το αγαπημένο παιδί του Kaaden και ο ήρωας που θα έδειχνε στη Δύση ότι η τεχνολογία της Ανατολικής Γερμανίας μπορούσε να κερδίσει οποιοδήποτε αντίπαλο. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον έβλεπαν σαν ήρωα στην ΜΖ. Τίποτα λιγότερο από τον Γιούρι Γκαγκάριν σε μοτοσυκλέτα.

ΜΖ – ΜV: 1-0

Και ποιος ήταν ο ανταγωνισμός; Ο ανταγωνισμός άκουγε στο όνομα MV Agusta. Ο κόμης Domenico Agusta και ο αδερφός του Vincenzo έμοιαζαν σαν κακομαθημένα πιτσιρίκια που παίζουν με τα μηχανάκια. Με πολύ γρήγορα μηχανάκια. Τα MV το ΄55 ήταν άπιαστα. Το μονοκύλινδρο τετράχρονο 125 τους έπιανε γύρω στα 160 χιλιόμετρα και οι αναβάτες στήνονταν ουρά για να το οδηγήσουν – έπρεπε να περιμένουν όμως μέρες για μια ακρόαση με τον κόμη. Όμως η έρευνα του Kaaden και το πείσμα του Degner θα άλλαζαν το τοπίο…

Στο τέλος του 1959 ο Degner με το ΜΖ θα κερδίσει σε μια λυσσαλέα πραγματικά μονομαχία την Agusta του Carlo Ubbiali, παγώνοντας τους Ιταλούς. Ο Degner πάλευε μέχρι τον τερματισμό χρησιμοποιώντας την καλύτερη επιτάχυνση της ΜΖ και κέρδισε με μήκος μιας μοτοσυκλέτας διαφορά. Ο κόμης Agusta κόντευε να πάθει αποπληξία. Να χάσει! Από τους κομμουνιστές! Από δίχρονο! Και μέσα στη Monza!!! Μάταια προσπαθούσε ο Ubbiali να δικαιολογηθεί στον στα όρια του εμφράγματος κόμη.

Ο Degner όμως καθώς στεκόταν στο podium σίγουρα αναρωτιόταν για τον μισθό του Ubbiali… Γιατί ναι μεν η συντριπτική πλειοψηφία των αναβατών ήταν στην κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω όμως η Moto Guzzi νοίκιαζε στους αναβάτες της βίλλες στη λίμνη Como και πλήρωνε μέχρι και για υπηρετικό προσωπικό. Η MV Agusta τους πήγαινε παντού με ιδιωτικά αεροπλάνα. Η Suzuki και η Yamaha έδιναν τεράστια ποσά και στους αναβάτες και στην εξέλιξη.

Και φυσικά οι κορυφαίοι αναβάτες πέρα από το γόητρο έτρεχαν και για το χρήμα. Είναι γνωστή η ιστορία του μεγάλου Phil Read της Yamaha που σε μια προσπέρασή του στον Redman της Honda του έκανε σήμα τρίβοντας τον αντίχειρα με το δείκτη δείχνοντάς του ότι ήδη κρατούσε το χρήμα της πρώτης θέσης. Στην επόμενη στροφή έφυγε στα χωράφια. Ξυπνώντας στο νοσοκομείο είδε τον Redman να του χαμογελάει. Ρωτώντας τον ποιος νίκησε ο Redman απλά σήκωσε το χέρι του και έτριψε το δείκτη με τον αντίχειρα, κάτι που κατά τον Read τον κάνει “μεγάλο μπάσταρδο”.

Ο Redman, ένας από τους καλούς αναβάτες της Honda κέρδισε το 1966 15.000 λίρες Αγγλίας. Ο Degner έπαιρνε 13 λίρες το μήνα. Και δεν πληρωνόταν και εξτρά για το σφουγγάρισμα. Όταν άλλοι έπαιρναν για δώρο μια Jaguar σε χρώμα British Racing Green ο Degner έπαιρνε σαν γαμήλιο δώρο ένα 900άρι τρικύλινδρο δίχρονο Wartburg με την ασύλληπτη επιτάχυνση των 17 δευτερολέπτων στα 0-75 χιλιόμετρα. Και φυσικά ήταν πολύ καλύτερο από τα δικύλινδρα 600άρια Trabant που είχαν οι υπόλοιποι στην ΜΖ. Όμως όταν έβαζες απ’ τη μια το σφουγγάρισμα, το Trabant και τις 13 λίρες το μήνα κι απ’ την άλλη τη Τζάγκουαρ, τα 15 χιλιάρικα και την πλήρη απουσία σφουγγαρίστρας άρχιζε αναμφίβολα να στην κάνει λίγο βίδα. Όμως ο Degner ήξερε έναν τρόπο που σύντομα θα τον έκανε πολύ πλουσιότερο.

Tα όμορφα δίχρονα όμορφα καίγονται

Η Suzuki το 1961 είχε μπει στα GP με τεράστια κεφάλαια εξέλιξης για τα δίχρονά της μόνο και μόνο για να καταλήξει σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή. Δεν είναι μόνο ότι ήταν αναξιόπιστα (τα λιωμένα πιστόνια ήταν το πιο συνηθισμένο φαινόμενο). Είναι ότι ήταν και απελπιστικά αργά! Σίγουρα υπήρχαν σε άλλες εταιρίες γρήγορες αλλά αναξιόπιστες μοτοσυκλέτες όπως υπήρχαν και αξιόπιστες αλλά αργές. Το να είσαι όμως και αργός και να μην καταφέρνεις να φτιάξεις ένα μοτέρ που δεν χρειάζεται να το μαζεύεις γρανάζι-γρανάζι μετά τον αγώνα σίγουρα ήθελε πραγματικό ταλέντο. Όταν η MV γύριζε με μέση ωριαία 135 km/h τα Suzuki κατάφερναν μετά βίας τα 110. Και αυτό σήμαινε τερματισμό περίπου ένα τέταρτο μετά την πρώτη MV. Ή την πρώτη ΜΖ πλέον…

Η Suzuki ήξερε ότι δεν είχε εύκολη δουλειά - αλλά δεν περίμενε και τέτοια πανωλεθρία. Η Honda τα είχε καταφέρει - αργά και μεθοδικά. Τα προβλήματα της Suzuki όμως ήταν τέτοιου είδους που δεν τα είχαν προβλέψει. Αν χάλαγε κάτι (που χάλαγε) έπρεπε να τους στείλουν αρκετές φορές ένα καινούριο από το Ιαπωνικό εργοστάσιο. Για να γίνει αυτό έπρεπε να πάρουν τηλέφωνο. Για να πάρουν τηλέφωνο το σωτήριο έτος 1961 έπρεπε να ειδοποιήσουν μια ώρα πιο μπροστά το ξενοδοχείο. Και μετά έμενε το απλό πράγμα του να καταλάβουν στην Ιαπωνία μέσα από μια τηλεφωνική γραμμή που ακουγόταν σαν να κάνουν αμμοβολή σε κατσίκα με στραγάλια ποιο ακριβώς ήταν το εξάρτημα που ήθελαν για να τους το στείλουν εγκαίρως πριν τον αγώνα. Και μια και μιλάμε για τη Suzuki τότε, μέχρι να το στείλουν θα είχε χαλάσει και το υπόλοιπο μηχανάκι.

Γιατί υπήρχαν τόσα προβλήματα; Η Suzuki, όπως και οι Lilac, Showa, Tohatsu και τόσες άλλες εταιρείες έφτιαχνε δίχρονα για την ιαπωνική αγορά, κυρίως επειδή ήταν φτηνά και απλά στη συντήρηση. Άλλο όμως το να φτιάξεις ένα μοτεράκι σε ένα πλαίσιο τιραμόλα με ένα καλαθάκι μπροστά για να γυρίζει ο μέσος ιάπων μέσα στην πόλη κι άλλο το να φτιάξεις ένα δίχρονο που να είναι ανταγωνιστικό σε GP. Η βελτιωμένη αναλογία κιλών ανά ίππο αφού είχε αφαιρεθεί το καλαθάκι δε βοήθησε τα αναμενόμενα.

Ο αρχιμηχανικός της Suzuki, ο Matsumiya είχε πιστέψει στα δίχρονα ακούγοντας για την επιτυχία της ΜΖ - όμως τεχνολογικά η Suzuki ήταν αιώνες πίσω από την ΜΖ μια και τα δίχρονα της απέδιδαν ελάχιστη δύναμη σε πολύ μικρή κλίμακα στροφών. Στις 7.500 στροφές το Suzuki ήταν ένα δύσοσμο κλαπατσίμπαλο που δεν έβγαζε αρκετή δύναμη ούτε για να ξηλώσει την πέτσα από ρυζόγαλο. Στις 9.000 στροφές γινόταν το μπαμ. Τα άλογα έβγαιναν πλέον αφηνιασμένα αφού περίμεναν 8,999 στροφές για να ξεσαλώσουν, τα έπιανε πανικός γιατί δεν ήξεραν που να πάνε, άρχιζαν να καταχτυπάνε από ανάρτηση μέχρι ζάντα και σύντομα έβρισκαν καταφύγιο στο πλησιέστερο χαντάκι μαζί με τη μοτοσυκλέτα.

Αυτό δεν θα πείραζε τόσο αν ήταν τουλάχιστον αξιόπιστο! Εξάλλου, οι περισσότεροι αναβάτες τότε είχαν το σκεπτικό “βάθρο ή νοσοκομείο” (αν και το πραγματικό ερώτημα συνήθως ήταν “νοσοκομείο ή νεκροταφείο”).  

Και τα υπόλοιπα δίχρονα βέβαια είχαν προβλήματα. Αν ανέβαινε ένα βαθμό η θερμοκρασία, ή έπεφτε υγρασία, ή φταρνιζόταν γάιδαρος στο διπλανό χωράφι ήθελες άλλο ζιγκλέρ. Και άλλη βελόνα. Και άλλη ρύθμιση στο καρμπυρατέρ. Και πιο πλούσιο μίγμα. Ή πιο φτωχό μίγμα. Ή άλλο γάιδαρο. Ή άλλο καρμπυρατέρ τελείως. Και μόλις τελείωνες ξαναφταρνιζόταν ο γάιδαρος. Η Suzuki έχοντας ήδη ένα τόσο αναξιόπιστο μοτέρ που δεν χρειαζόταν καν γάιδαρο για να τα ρημάξει όλα έβλεπε ότι δεν είχε ελπίδα.

Και κατάλαβαν ότι δεν ήθελαν άλλο ζιγκλέρ, ούτε άλλο αναβάτη. Αυτό που χρειαζόταν η Suzuki για να πατήσει τη Χόντα, για να πατήσει την MV, για να πάρει ένα πρωτάθλημα ήταν ένα ΜΖ. Ένα ΜΖ που θα έγραφε πάνω Suzuki…

Take the money and run

Ο Μatsumiya θα έδινε το ένα του νεφρό για να έχει την τεχνογνωσία της ΜΖ.  Ο Degner από την άλλη πλευρά επίσης θα έδινε το ένα του νεφρό για μια ζωή έξω από την Ανατολική Γερμανία με αμοιβές αντίστοιχες με αυτές των συναθλητών του. Προκειμένου λοιπόν να κρατήσουν τα νεφρά τους ήρθαν σε μια συμφωνία… Το ότι τους ένωσε η κοινή αγάπη τους για την τζαζ, όπως αναφέρεται, αν θέλετε το πιστεύετε. Ο Degner πάντως άρχισε να επισκέπτεται τακτικά τον Matsumiya στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Fernleigh στο Douglas όπου έμεναν οι ομάδες για το ΤΤ του Isle of Man.

Η μυστική αστυνομία Stasi που τον παρακολουθούσε στενά έκανε απλά τα στραβά μάτια. Γιατί δε νομίζω να λέγατε στη σύζυγο σας ότι πάτε να ακούσετε τζαζ στη γειτόνισσα που τυχαίνει αντροχωρίστρα και να μην διαβάζατε το ΜΟΤΟ από την εντατική. Απλά δεν είχαν καταλάβει ποιος ήταν ο σκοπός του Degner.

Και ο σκοπός του Degner και του Matsumiya ήταν μια απλή, ξεκάθαρη ληστεία. Η κλοπή του αιώνα για την ακρίβεια. Ο Degner θα έπαιρνε από την ΜΖ όλη την τεχνογνωσία την οποία δεν είχαν καταφέρει ούτε στο ελάχιστο να πλησιάσουν τα εκατομμύρια γιέν της Suzuki σ’ αυτή τη σεζόν του GP. H Suzuki δεν είχε καταφέρει καν να τερματίσει στους τρεις πρώτους αγώνες ενώ η ΜΖ ήταν πραγματικά άπιαστη. Το ΜΖ 125 του 1961 είχε φτάσει μετά από ατέλειωτες ώρες δουλειάς του Kaaden να αποδίδει 25 άλογα σε κλίμακα 400 στροφών - από τις 10.000 ως τις 10.400. Με το νέο της πλαίσιο και την ξανασχεδιασμένη ανάρτηση θα ήταν σίγουρα πρωταθλήτρια. Με την “τίμια οδό” η Suzuki θα χρειαζόταν χρόνια για να πλησιάσει καν μια τέτοια απόδοση.  

O Degner από τη μεριά του ήθελε πολύ καιρό να αποστατήσει από την Ανατολική Γερμανία, περίμενε όμως το πρωτάθλημα με την ΜΖ… και καθυστερούσε. Στο μεταξύ σχεδίαζε λεπτομερώς την απόδραση του και ζούσε όσο ‘δυτικά’ μπορούσε. Ήταν γνωστό ότι με τη βοήθεια των μηχανικών της ομάδας του είχε φτιάξει ένα “ψεύτικο” ντεπόζιτο σε κάποια ΜΖ με τα οποία έφερνε πίσω νάιλον, καλσόν και καφέ… όμως τον άφηναν θεωρώντας το ως ένα απ’ τα προνόμια του.

Η συμφωνία λοιπόν ήταν η εξής: Ο Degner θα δραπέτευε από την Ανατολική Γερμανία. Θα έπαιρνε 10.000 λίρες και εργοστασιακή μοτοσυκλέτα της Suzuki για το 1962. Θα περνούσε το χειμώνα στο Hamamatsu σχεδιάζοντας το νέο μοτέρ ενώ η Suzuki θα αποκτούσε όλη την τεχνογνωσία της ΜΖ. Το συμβόλαιο έλεγε ρητά ότι για να ισχύσει η αμοιβή του Degner πρέπει το 125 που θα σχεδίαζε να έβγαζε πάνω από 22 άλογα στο δυναμόμετρο της Suzuki.

Τόσο ο Degner όσο και ο Kaaden ήταν δικαιολογημένα αισιόδοξοι για το πρωτάθλημα. Οι επόμενες 4 από τις 5 πίστες που ακολουθούσαν (Assen, Spa, Sachsenring και Monza) ευνοούσαν την ΜΖ μια και επέτρεπαν μεγάλες ταχύτητες. Στη διάρκεια των δοκιμών του Assen ο Degner θα έχει ατύχημα και θα σπάσει τον αγκώνα του. Το πρωτάθλημα παιζόταν ακόμα, θα ήταν όμως δύσκολο. Λίγες μέρες μετά το ατύχημά του συναντιέται μυστικά με τον Matsumiya και υπογράφει το συμβόλαιο που θα αλλάξει τον κόσμο της μοτοσυκλέτας για το επόμενο μισό του αιώνα.

Αγώνας για γερά νεύρα

Η απόδραση του Degner είχε σχεδιαστεί για το επόμενο GP της σεζόν, το Σουηδικό. Ο Degner είχε την ευκαιρία να πάρει το βάθρο και να χαρίσει στην ΜΖ το πρωτάθλημα πριν δραπετεύσει για το Hamamatsu. To προηγούμενο βράδυ, χωρίς να το ξέρει η Stasi, χωρίς να το ξέρει κανείς από την ομάδα του, ο φίλος του Degner, Petry, θα βάλει τη γυναίκα του Degner την Gerda και τα δύο τους παιδιά στο πορτ μπαγκάζ του παλιού του Wartburg με σκοπό να τους περάσει από τα σύνορα. Η Gerda παίρνει ένα βαρύ ηρεμιστικό προκειμένου να αντέξει το ταξίδι, δίνοντας και στα παιδιά. Ήξερε ότι μπορεί αυτό να ήταν το τελευταίο τους ταξίδι και δε θα άντεχε τόσες ώρες σε κάτι που το ένιωθε σαν “φέρετρο σε ρόδες”. Θα καταφέρουν να περάσουν τα σύνορα και θα φτάσουν σώοι και αβλαβείς στη Δυτική Γερμανία.

Κι έτσι ο Degner φτάνει στο Σουηδικό GP με τις ελπίδες της ΜΖ και της Ανατολικής Γερμανίας όλες πάνω του για ένα πρωτάθλημα που θα έδειχνε σε όλους, στην MV, στη Honda, ποιος είχε το πάνω χέρι στους αγώνες.

Ο Kaaden ζούσε το όνειρό του.  Η ταπεινή ομάδα της ΜΖ είχε ανέβει στα 22 άτομα. Οι ΜΖ ήταν παραταγμένες στα πιτς με την κλασσική ασημένια τους φορεσιά, και με την MZ του Degner να έχει πάνω της ό,τι καλύτερο τεχνολογικά μπορούσαν να έχουν. Ο Soichiro Honda ήταν επίσης εκεί με την γυναίκα του Sachi, ελπίζοντας ότι θα έβλεπε την Honda να παίρνει τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο της. Από τις 17 μοτοσυκλέτες που στήθηκαν στην εκκίνηση οι 10 ήταν MZ και Honda. O Κaaden έδωσε τις τελευταίες οδηγίες στο Degner λέγοντάς του ότι δεν χρειάζεται καν να πιέσει τον κινητήρα πάνω από τις 10.000 στροφές.

Πόσα πρέπει να περνούσαν απ’ το μυαλό του; Στημένος σε εκκίνηση GP, με το πρωτάθλημα να παίζεται, με την οικογένεια του να έχει φυγαδευτεί και να ξέρει ότι δεν υπάρχει γυρισμός. Με σκοπό να κλέψει τον Kaaden που μην ξέροντας τίποτα του έστηνε τη μοτοσυκλέτα. Με 5 Honda πάνω του με κορυφαίους αναβάτες έτοιμους να τον φάνε. Με το συμβόλαιο της Suzuki στο μυαλό και το ‘καταφύγιο’ στο Hamamatsu. Αυτό το GP ήθελα να το δω. Να είμαι εκεί δυο ώρες πριν την εκκίνηση, στα πιτς. Ποιος δεν θα ήθελε να δει να γράφεται ιστορία;

Εκκίνηση και η Honda του Redman φεύγει δυνατά μπροστά από τη δεύτερη σειρά έχοντας τον Degner πίσω του. Ο Degner αρχίζει να κερδίζει έδαφος, με το δίχρονο ουρλιαχτό του ΜΖ να πλησιάζει γρήγορα το RC144. Ανεβάζει μια με τα μάτια κολλημένα στο πίσω λάστιχο του Redman. Λίγο ακόμα και καταφέρνει να πιάσει slipstream. Nιώθει το ΜΖ να ανεβάζει άλλες 200 στροφές. Φτάνει τόσο κοντά στον Redman για να πάρει χιλιόμετρα που οι περισσότεροι θεατές περιμένουν να τους δουν να σκάνε ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Degner τραβάει δυνατά το γκριπ, το MZ γέρνει απότομα δεξιά σε ένα απίστευτο ελιγμό και περνάει μπροστά απ’ το Honda.

Tώρα πρέπει να κρατηθεί εκεί. Ο Degner έχει σαν όπλο του ότι ξέρει το ΜΖ και το ξέρει πολύ καλά. Έχει περάσει 5 συνεχόμενες σαιζόν στη σέλα. Ποτέ δε θεώρησε τον εαυτό του παράτολμο. Πίστευε ότι το μυστικό στη γρήγορη οδήγηση ήταν το να γνωρίζεις τη μοτοσυκλέτα και να ξέρεις ακριβώς που είναι τα όριά της και τι μπορεί να κάνει. Ήξερε πόσο μπορεί να πιέσει την ανάρτηση στα φρένα και πόσο λάστιχο έχει πριν αρχίσει να το χάνει. Ήξερε τι θα κάνει η ΜΖ πριν ακόμα το κάνει, ήξερε ότι το βαρύτερο RC δεν θα μπορούσε να φρενάρει όπως αυτός και ήξερε ότι όπως και στο Sachsenring και στη Monza είχε το πλεονέκτημα.

Με το Honda ακόμα κολλημένο πίσω του βλέπει την ευθεία να τελειώνει. Πιέζει το ΜΖ όσο παίρνει κρατώντας τις στροφές εκεί που πρέπει για δύναμη στην έξοδο. Μια λάθος ταχύτητα, 100 στροφές κάτω και θα χάνονταν όλα - κι ο Degner το ήξερε. Πιέζει δυνατά κλείνοντας τη γραμμή του και το μικρό ΜΖ βουτάει στη δεξιά, παίρνει κεφάλι στην έξοδο και απλά εξαφανίζεται.

Στον πρώτο μόλις γύρο, ακόμα και μετά από μια κακή εκκίνηση, το ασημένιο αγωνιστικό ΜΖ είναι ήδη 200 μέτρα μπροστά με 5 Honda RC να χτυπάνε κόκκινα πίσω του. Περνάει πρώτος μπροστά από την εκστατική ομάδα των μηχανικών της ΜΖ, που βλέπουν τα Honda των Redman, Taveri, Tanaka, Takahashi και Phillis να μην μπορούν με τίποτα να ακολουθήσουν το διχρονάκι.  O Kaaden θα πει πολύ αργότερα “ήταν σαν να τον κυνηγούσε ο διάβολος”.

Ο Kaaden σηκώνεται και του κάνει σήμα να μειώσει ταχύτητα, να μην πιέζει άλλο το μοτέρ. Τα RC δεν θα τον έφταναν. Όμως ο Degner συνεχίζει στον ίδιο καταιγιστικό ρυθμό, μόνος πλέον μπροστά. Στο δεύτερο γύρο το μοτέρ της ΜΖ θα σπάσει κι αυτό θα είναι το τέλος του αγώνα για τον Degner.

Tίποτα δε θα σταματούσε τώρα τον Phillis από το να πάρει την πρώτη θέση και ένα σίγουρο πλέον πρωτάθλημα. Τίποτα εκτός από το RC του που παρουσιάζει πρόβλημα και αρχίζει να πηγαίνει τόσο αργά που οι υπόλοιποι 4 τον περνάνε άνετα. Αμέσως ο αρχιμηχανικός της Honda σηκώνεται όρθιος και δίνει σήμα να αφήσουν τον Phillis να περάσει. Το RC του Phillis όμως πηγαίνει πλέον τόσο αργά που Redman, Taveri, Tanaka και Takahashi αναγκάζονται να κόψουν πολύ το ρυθμό τους για να του επιτρέψουν να περάσει.

Έτσι μόλις ο Phillis καταφέρνει να τους πιάσει, έρχεται από πίσω το δεύτερο ΜΖ του αγώνα με τον Musiol και τους περνάει όλους. Το team Honda είναι πλέον στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Ο Phillis μπαίνει στα πιτς για να σώσουν ότι μπορούν σε μια γρήγορη επισκευή. Ο Tanaka φεύγει δυνατά μπροστά με το RC του στη ρόδα του ΜΖ του Μusiol αλλά δεν θα τα καταφέρει να τον φτάσει και έχει πτώση! Ο Musiol μόνος μπροστά προσπαθεί να ξεφύγει από τα τρία ακόμα Honda που είναι πίσω του. Θα σπάσει το μοτέρ ακριβώς όπως κι ο Degner… και το πρωτάθλημα ξαναρχίζει απ’ την αρχή στην ουσία μια και ο Phillis δεν τα κατάφερε… (σ.σ. Ο κύριος Soichiro όμως πήρε αυτό που ήθελε, αφού είδε τον Mike Hailwood να δίνει στην Honda τον πρώτο της τίτλο στα 250cc).

The Great Escape

To βράδυ, στο ξενοδοχείο, ο Degner δεν θα καθίσει με την ομάδα της ΜΖ στο τραπέζι. Ξέρει ότι δεν μπορεί να περιμένει άλλο, πρέπει να γίνει τώρα. Νωρίς τα ξημερώματα θα φύγει με τον Matsumiya για το ferry. Στα μισά της διαδρομής ο Matsumiya σταματάει το αυτοκίνητο στα δεξιά του δρόμου, κατεβαίνει και ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ δείχνοντας στον Degner την βαλίτσα του.

“Παρακαλώ κύριε Degner ανοίξτε την.”

Ήθελε να βεβαιωθεί ότι έπαιρνε αυτό που ήθελε.

Ο Degner ανοίγει νευρικά τη βαλίτσα αποκαλύπτοντας μερικά πρόχειρα ριγμένα ρούχα και τίποτα άλλο. Πριν μιλήσει ο Matsumiya, ο Degner πιάνει απαλά ένα απ’ αυτά, το ξετυλίγει προσεκτικά και βγάζει ένα πιστόνι, λίγο μεγαλύτερο από φλυτζανάκι του εσπρέσο και αρκετά φθαρμένο. Ο Matsumiya χαμογελάει καθώς βλέπει τον Degner να βγάζει μέσα από τη βαλίτσα μια περιστροφική βαλβίδα, γρανάζια, ένα στρόφαλο κι ένα μικρό ντοσιέ γεμάτο σχέδια. Του δίνει το εισιτήριο του ferry και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Δίνουν τα χέρια και ο μηχανικός της Suzuki θα μπει σε ένα δεύτερο αμάξι που τους ακολουθεί για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του. Η συμφωνία είχε κλείσει.

 

Τα δίχρονα του Ανατέλλοντος Ηλίου

 

Για τον Kaaden αυτό ήταν το τέλος. Είχε χάσει τον νούμερο ένα αναβάτη του, το πρωτάθλημα και όλη την τεχνογνωσία που με τόσο κόπο απέκτησε. Η Stasi τον ανέκρινε και τον έθεσε υπό επιτήρηση. Εξάλλου αυτός ήταν ο team manager και ήταν υπεύθυνος για τους οδηγούς και τους μηχανικούς του. Η ανάκριση κράτησε 2 μέρες. Που είχε πάει ο Degner; Δεν το είχε καταλάβει ότι θα φύγει; Γιατί όχι; Γιατί δεν τον σταμάτησε; Πως θα επηρέαζε αυτό την ΜΖ στο μέλλον;

Μέχρι τη μέρα που πέθανε ο Kaaden πίστευε ότι ο Degner είχε εσκεμμένα σπάσει το μοτέρ του στο Kristianstad. Ότι όχι μόνο είχε το επικερδές συμβόλαιο με τη Suzuki αλλά και ότι είχε αποσπάσει χρήματα από τη Honda για να χαρίσει στα τετράχρονα το πρωτάθλημα του 1961. Όσο το σκεφτόταν τόσο έβλεπε δείγματα της προδοσίας του. Θυμάται στον αγώνα του Isle of Man του 1961, όταν διαλύθηκαν τα μοτέρ όλων των ΜΖ εκτός του Degner και έπρεπε να αποσυρθούν όλες οι συμμετοχές πλην της δικής του, ότι τον ρώτησε ο οδηγός που τους έφερνε το καύσιμο για τις μοτοσυκλέτες γιατί χρησιμοποιούν φτηνό καύσιμο 70 οκτανίων για αγωνιστικές μοτοσυκλέτες, ενώ ο Kaaden είχε παραγγείλει 98άρι. Ίσως αυτά να είναι απλά το αποτέλεσμα του θυμού του Kaaden προς τον Degner. Συχνά φώναζε ότι “πήρε τα αποτελέσματα του αγώνα μας, της δουλειάς μας, της αγάπης μας και τα πούλησε - και για μια τέτοια γελοία τιμή!”

Για τη Suzuki αυτή ήταν η αγορά του αιώνα. Φυσικά πριν τον Degner είχαν πλησιάσει και τον ίδιο τον Kaaden αρκετές φορές. “Μήπως ο κύριος Kaaden θα επιθυμούσε να έχει μια επωφελή συζήτηση για μια συνεργασία με την Suzuki Motor Company;” Όμως ο κύριος Kaaden έμενε πιστός στην ΜΖ και είχε κλείσει κάθε τέτοια πόρτα. Eξάλλου όταν είχε ήδη απορρίψει τις προτάσεις της NASA του ήταν πολύ εύκολο να απορρίψει τη Suzuki…

Και ο Degner όμως είχε μπει στο στόχαστρο πολλών… Με το που εγκατέλειψε την Ανατολική Γερμανία είχε μια επίσκεψη από τους μηχανικούς της Yamaha. “Θα ενδιέφερε τον κύριο Degner να έχει και μια συνεργασία μαζί μας;” Τα δίχρονα της Yamaha δεν ήταν στην απελπιστική κατάσταση που ήταν τα δίχρονα της Suzuki, αλλά δε θα τους πείραζε καθόλου και λίγη από τη μαγεία των ΜΖ. Ο κύριος Degner θα πει ευχαριστώ αλλά όχι.

Kατά κάποιο μυστήριο τρόπο όμως η Γιαμάχα απέκτησε λίγα χρόνια μετά τις πατέντες της Suzuki ανεβάζοντας ‘σε μια νύχτα’ την απόδοση του δικύλινδρου 250 RD48 από τα 35 άλογα στα 42… Βιομηχανική κατασκοπεία δεν κάνει μόνο ο κύριος Degner…

Πίσω στο δυναμόμετρο της Suzuki ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. 22 άλογα, 23… 24! Ο κύριος Degner χαμογέλασε. Είχε μόλις γίνει πλουσιότερος κατά 10.000 λίρες. Ο Degner πέρασε το χειμώνα στη Suzuki με ψεύτικο όνομα, για προφανείς λόγους, σπάνια φεύγοντας από το εργοστάσιο.

H υποδομή της Suzuki ήταν ασύλληπτη για τον Degner. Στην ΜΖ είχαν ένα δυναμόμετρο, στην Suzuki είχε 8. Στην ΜΖ μπορούσαν να παράγουν 3 κυλίνδρους τη φορά, στη Suzuki τους έφτιαχναν σε 50άδες. Ένιωθε σαν πιτσιρίκι σε μαγαζί με γλυκά. Όσο για το πιστόνι που είχε φέρει μαζί του ήταν τρομερά ανθεκτικότερο από αυτά της Suzuki και με πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα πυριτίου ώστε να αποφεύγεται το σπάσιμο του κινητήρα. Τους είπε ότι τα αγόραζαν στην ΜΖ από μια εταιρεία που λεγόταν Mahle. Η Suzuki λοιπόν εκτός από την τεχνογνωσία απέκτησε και φοβερές επαφές με “άγνωστες” εταιρείες όπως η Mahle…

To 1962 o Degner κέρδισε το παγκόσμιο πρωτάθλημα στα 50cc με την Suzuki. Όμως στον αγώνα που έκανε την επόμενη χρονιά στη Suzuka, το τετρακύλινδρο RZ63 του θα μετατραπεί σε μια πύρινη μπάλα στην κυριολεξία. Αυτόπτες μάρτυρες μιλάνε για τον Degner ξαπλωμένο στην άσφαλτο μέσα σε μια μπάλα φωτιάς με τις μπότες μόνο να περισσεύουν. Σώθηκε, αλλά με παραμορφωμένο το πρόσωπο για το οποίο χρειάστηκαν άπειρες εγχειρήσεις… Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, η Stasi δύσκολα ξεχνάει.

Συνέχισε με περιστασιακές νίκες, ποτέ δεν μπόρεσε όμως πραγματικά να επανέλθει. Απανωτά ατυχήματα τον οδήγησαν σε εθισμό στη μορφίνη, που έπαιρνε συχνά και για το πρόσωπό του. Είχε σκοπό να τα παρατήσει, όταν τον πλησίασε η Kawasaki για να εξελίξει μαζί τους μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Δέχτηκε, και το αποτέλεσμα ήταν άλλο ένα ατύχημα στις πρώτες μόλις δοκιμές που τον άφησε σε κώμα για τέσσερις μέρες. Πέθανε σε ένα ταξίδι του στην Τενερίφη, στα 51 του χρόνια, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Απόλυτη Επικράτηση

Από το ξεκίνημα των αγώνων GP το 1949 μέχρι και την φυγή του Degner, κανένα δίχρονο δεν είχε κερδίσει ποτέ πρωτάθλημα, ενώ τα τετράχρονα είχαν κερδίσει 52 τίτλους μέχρι το 1961.

Στα επόμενα 13 χρόνια τα τετράχρονα κέρδισαν 35 τίτλους και τα δίχρονα 30. Και στα επόμενα 27 χρόνια τα δίχρονα κέρδισαν 104 τίτλους και τα τετράχρονα κανένα.

Από αυτό και μόνο φαίνεται το πόσο επηρέασε η απόφαση του Degner την πορεία της μοτοσυκλέτας και μέσα και έξω από τους αγώνες. Πάνω από 150 πρωταθλητές, από τον Agostini και τον Sheene μέχρι τον Vale έχτισαν τη φήμη τους πάνω σε μοτοσυκλέτες που βασίζονται στις μηχανολογικές αρχές του Kaaden.

Ο κόσμος του αυτοκινήτου δεν έμεινε ασυγκίνητος. Η Ferrari σκεφτόταν στα τέλη του 1980 να φτιάξει έναν δίχρονο κινητήρα χρησιμοποιώντας τις γνώσεις του μαθητή του Kaaden, Jorg Muller. Όμως η FIA, οχυρό των τετράχρονων, απαγόρευσε άμεσα τη συμμετοχή δίχρονων κινητήρων στην F1.

Η μόνη που πολέμησε τα δίχρονα μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός της ήταν η Honda. Προσθέτοντας κυλίνδρους στα τετράχρονα για να ανταγωνιστούν την εκπληκτική απόδοση των δίχρονων έφτιαξαν ένα εξακύλινδρο 250, ένα πεντακύλινδρο 125 και ένα δικύλινδρο 50άρι, όλα να δουλεύουν πάνω από τις 20,000 στροφές. Σημερινές μοτοσυκλέτες σπάνια υπερβαίνουν τα νούμερα ιπποδύναμης που έβγαιναν τότε. Το δικύλινδρο 50άρι RC166 του 1966 έβγαζε 280 άλογα στο λίτρο, σχεδόν το ίδιο όσο μια μοτοσυκλέτα GP του 2009!

Για να καταλάβουμε πόσο στα άκρα είχε φτάσει, τo φθινόπωρο του 1964 προσπαθούσε με κάθε τρόπο να σταματήσει τον Phil Read της Yamaha να πάρει τον πρώτο δίχρονο τίτλο για τα 250 κυβικά με το RD56 του φτιάχνοντας ένα τετράχρονο εξακύλινδρο 250 που δούλευε στις 14.000 στροφές. Έχασαν όμως το πλοίο για την Ιταλία και αναγκάστηκαν να το στείλουν αεροπορικώς, ξαπλώνοντάς το σε τρεις επιβατικές θέσεις, αφαιρώντας δυο εξατμίσεις και σκεπάζοντάς το με μια κουβέρτα για να μην βλέπει κανείς τι είναι. Έκανε τόσο θόρυβο που οι τεχνικοί της Dunlop αρνήθηκαν να το πλησιάσουν αν δεν έσβηναν το μοτέρ. Κι όμως πάλι δεν τα κατάφερε.

Και δεν ήταν μόνο τα GP. Οι δρόμοι γέμισαν με φτηνά, εύκολα στη συντήρηση, γρήγορα δίχρονα ξεκινώντας από το 1960 και φτάνοντας μέχρι το χουλιγκανικό αποκορύφωμα του ‘80 με τα RD350LC και με τις GP replica των Sheene, Roberts και Fast Freddie.

Και όμως η RG500 του Sheene δεν ήταν τίποτα άλλο από 4 μοτέρ ΜΖ125 ενωμένα σε ένα τετρακύλινδρο.  Και η ομολογουμένως ερεθιστική μυρωδιά του Castrol από ένα RD ή ένα NSR οφείλει πολλά στο πείσμα κάποιου κύριου Kaaden και στην αγάπη για την τζαζ κάποιου κύριου Degner…

 

 

Ετικέτες

MRCG - ΠΟΘΟΙ ΣΤΑ ΓΑΙΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ! - UPDATE

24/8/2016

Ο άνθρωπος που υπογράφει την τελευταία σελίδα του περιοδικού μας για περισσότερο από μία δεκαετία, δέχεται συχνά την ίδια ερώτηση: «μα που βρίσκεις αυτές τις ιστορίες, που εξιστορείς;». Παρόλο που έχει τονίσει άπειρες φορές προς πάσα κατεύθυνση ότι... όλα από την ζωή είναι βγαλμένα - και το έχουμε διαπιστώσει και εμπράκτως, είναι ορισμένες φορές που ακόμα κι εμείς έχουμε απορήσει με την ευρύτητα της συλλογής, που διατηρεί στο κεφάλι του. Δημιουργός του MRCG, μίας από τις πιο μεγάλες και δραστήριες μοτοσυκλετιστικές ομάδες, απέστειλε ανοιχτό κάλεσμα πριν λίγες μέρες, για μία συνάντηση στην νότια Κρήτη σε «βατούς χωματόδρομους» -όπως αργότερα χαρακτηρίστηκαν- και η συλλογή με αστείες, μοτοσυκλετιστικές ιστορίες, εμπλουτίστηκε με τάχιστο ρυθμό. Το πλήρες ιστορικό της συνάντησης του MRCG ξεδιπλώνεται παρακάτω…  

-------

του Λάζαρου Αλεξάκη

H ιδέα ξεκίνησε από τον Jim Fragos. Γιατί δεν κάνουμε μια χωματερή έτσι κουλαριστή για μικρά μηχανάκια κάτω στην Κρήτη το καλοκαιράκι; Με το που το διάβασα άστραψε στο μυαλό μου ο τίτλος..

ΠΟΘΟΙ ΣΤΑ ΓΑΙΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ

Έγραψα λοιπόν μια μικρή περιγραφή που έλεγε παιδιά όποιος θέλει κι έχει ένα μικρό εντουράκι, στις 20 του Αυγούστου να κάνουμε μια καλή χωμάτινη να το ευχαριστηθούμε. Και το πόσταρα στο MRCG γνωστό και ως ‘το μέρος που η ανωμαλία παραμονεύει’. Με τη μια ξεσηκώθηκαν και οι ασφάλτινοι. Ωπ, να ρθουμε κι εμείς. Λέω εντάξει να βρούμε μια φόρμουλα να ρθουν και τα παιδιά. Χωμάτινη που να ερχόταν και στρητάδικα δε μπορούσα να βρω, γιατί μετά ήταν χώμα περιπάτου, δεν έλεγε τίποτα. Χμμ… πρόβλημα. Είπα να ρωτήσω να δω τι στρητάδικα εννοούν.

Οι απαντήσεις με γέμισαν χαρά.

Hayabusa.

Fireblade.

Harley.

Κοινώς την κάτσαμε. Τότε είχα την φαεινή ιδέα, να πάμε όλοι μαζί από στριφτερούλα όσο γίνεται άσφαλτο σε ένα ωραίο μέρος, μια παραλία π.χ. που να έχει ρηλάξ και μπανάκι για τους ασφάλτινους και γύρω γύρω ωραίες διαδρομές χώμα για να λυσσάξουν οι χωματεροί. Κι αν ήθελε και κανένας ασφάλτινος έμπαινε.

Ζήτησα λοιπόν τη βοήθεια του Κώστα του Παπαδάκη που ξέρει απέξω ότι χωμάτινη διαδρομή υπάρχει στην Κρήτη. Ο Κώστας έχει ένα κακό. Είναι εξαιρετικό παιδί. Έχει ένα κακό. Το κακό είναι ότι τον ρωτάς αν είναι βατή η διαδρομή για κάπου και δε λέει ναι ή όχι. Σου λέει "περνάει". Το περνάει μπορεί να περιλαμβάνει το να σου χουν δέσει τα πόδια στα παταράκια ενός ΥΖ με κλιματσίδες και να πηδάς απ’ το ένα δέντρο στο άλλο πάνω απ’ τον καταρράκτη με το μηχανάκι μαζί και τον Κώστα να σε περιμένει στην άλλη όχθη και να σου λέει "είδες στο είπα, περνάει" και να το εννοεί. Ο λόγος που ζει ακόμα υποψιάζομαι ότι είναι ότι κανείς δεν έχει περάσει τον καταρράκτη.

Μου συστήνει λοιπόν μια πρώτη διαδρομή. Την ποστάρω στο MRCG, λέω παιδιά σκεφτόμαστε για εκεί. Σε δυο λεπτά μου χει στείλει μήνυμα ένα παιδί που δεν το ξέρω. "Φίλε έχω ένα KTM καθαρόαιμο κι εκεί που λες εγώ δεν κατεβαίνω!" Κοιτάω φωτογραφίες του τύπου ο οποίος κάνει backflip με το ΚΤΜ την ώρα που καθαρίζει καρπούζι.

Βρίσκω τον Κώστα έντρομος. «Κώστα βρες άλλη διαδρομή». «Έεεελα μωρέ σιγά τώρα υπερβολές…». Επιμένω και σε μισή ώρα μου στέλνει μια δεύτερη. Αυτή την βρήκα στο google maps. Άργησα να καταλάβω τι βλέπω γιατί νόμιζα ότι ήταν τσακισμένη η φωτό ή φορτώνει ακόμα. Μετά από 10 λεπτά κατάλαβα ότι δε φορτώνει, αλλά είναι μια εικόνα κι αυτό στη μέση είναι γκρεμός.

‘Κώστα εκεί δεν κατεβαίνει.’

‘Κατεβαίνει.’

‘Δεν εννοώ με κλωτσά απ’ το γκρεμό’

‘Εντάξει έτσι που το θέτεις πιο δύσκολο αλλά πάλι κατεβαίνει’

‘Και πως ανεβαίνει πίσω;’

‘Ε εντάξει’

‘Ναι τι;’

‘Αμα δεν μπορεί να το ανεβάσει κανένας θα του το ανεβάσω εγώ.’

Βρέθηκε η τρίτη διαδρομή. Την οποία την πήγαμε δοκιμαστικά με ένα BMW HP2 και το KLR μου. Όταν την έβλεπες από μακριά φαινόταν φλαταδούρα. Όταν την έβλεπες από κοντά καταλάβαινες ότι δεν έχει νεροφαγώματα, δεν έχει επικίνδυνα σημεία αλλά είχε τέτοια απανωτά, βαθιά σαμαράκια και τόσο κοντά το ένα στο άλλο που στο πρώτο σαμαράκι έλεγες ‘ω τι ευχάριστη έκπληξη’ στο δεύτερο σου φευγε ο κώλος, στο τρίτο η ανάρτηση είχε χάσει κάθε ελπίδα να παρακολουθήσει τα δρώμενα και προσπαθούσε να προσπεράσει το κάρτερ για να περάσει η ώρα, το μπροστινό ήταν σα να βαράς κομπρεσέρ σε γρανιτόπετρα και μέχρι να περάσουν τα πρώτα 100 μέτρα σαμαράκια είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι το καθίκι τα παίρνει από την οδοντίατρο μου γι’ αυτό με πήγε εκεί. Κάποια στιγμή παίρνουμε και μια ανηφορική φουρκέτα και βλέπω μπροστά μια ανηφόρα να ανεβαίνει καρφί πάνω το βουνό με καλή κλίση. Δίνω τέρμα γκάζι στον Αργοπόδη. Εκεί ξεκινήσαμε με δωδεκάμετρο μπλουζ σε 4/4. Ο κώλος ακουμπούσε κάτω κάθε τέσσερα σαμαράκια, μετά το γυρίσαμε σε ροκεντρό, κάθε 16, μετά double time swing στα 32 σαμαράκια και πάτημα και στο τέλος ήταν συναυλία των Tool με το Γιώργο Μάγγα στα κλαρίνα, το τρίο βαλβίδα στα backing vocals και τις ντίζες να προσπαθούν να με στραγγαλίσουν! Ανεβαίνοντας την ανηφόρα πήγα να πιάσω τον Παπαδάκη απ’ το λαιμό αλλά γύρισε και μου είπε «στο είπα δεν είναι τίποτα, πάμε στο φαράγγι» και πήρε μια γκρεμοκατηφόρα κάτω. Αυτά μεσημέρι – 3 η ώρα - Αφρική μεριά. Στο στόμα μου είχαν αρχίσει να φυτρώνουν μικροί κάκτοι.

Κάπου λοιπόν σ’ αυτό το χωματόδρομο, στη μέση του ΠΟΥΘΕΝΑ κυριολεκτικά ήταν η Ταβέρνα του Αγησίλαου. Βρήκαμε μια καλή γυναίκα που μας κέρασε τα χίλια δυο και ξαναβγήκαμε στον χαρχαλόδρομο. Από κει και πέρα ήταν αρκετά πιο νορμάλ αν εξαιρέσεις κάτι βάραθρα που αν πέσεις θα βγεις στην Κίνα. Από κει βγήκαμε στο επόμενο χωριό. Σκέφτηκα τότε οι ασφάλτινοι να κάνουν μόνο την άσφαλτο, κι αν θέλει και κανείς να ρθει σ’ αυτή την ταβέρνα να ρθει από κείνη τη μεριά που ήταν πιο νορμάλ.

Το ανακοίνωσα ως χαρμόσυνο γεγονότο στο MRCG κι άρχισαν να ανεβαίνουν οι συμμετοχές. Το πρωί της 20ης Αυγούστου έξω απ’ το Streat καφέ στο Ηράκλειο ήταν το κάτι άλλο. Fireblade, και μάλιστα δυο, το ένα σε Rothmans βάψιμο. Ρωτάω τον Βασίλη τον Κέκκο με το ένα Fireblade αν θέλει να του δώσω το KLR: «Μπα άσε μωρέ, θα ρθω με το Blade να κάνω παρέα και στο παιδί» (τον Νικολάτο με το άλλο Blade).  Ένα Husky 610. XT500 custom. XT600 custom, αδερφάκι. DR125 του Φράγγου, Yamaha GTS1000 του Μικελάκη, Goldwing, DR800big. CB500, CBR600F, TT600R, πάπια 90άρα, XLR500 ναξιώτικο του Δημήτρη του Συρίγου, δυο Enfield, το ένα απ’ αυτά το ‘Εντικόπτερο’ του Διονύση… τι να πω και τι ν’ αφήσω. Και ξεκινάμε άσφαλτο.

 

Να βλέπεις DR125 δίπλα σε HP2 δίπλα σε Fireblade δίπλα σε παπί και όλα αυτά να πηγαίνουν μαζί. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Το λέω με κάθε μετριοπάθεια ότι σπάνια υπάρχει τέτοια αγάπη που να επιτρέψει σε τόσο ετερόκλητο πλήθος να λειτουργεί μαζί. Με τα πολλά φτάνουμε στα Καλά Λιμάνια και πίνουμε το καφεδάκι μας. Εδώ τώρα είναι το κομβικό σημείο. Λέω παιδιά από δω και πέρα αρχίζει το χώμα. Οι ασφάλτινοι μένετε εδώ και κάνετε τη βουτιά σας όσοι γουστάρετε, τώρα αν θέλει κανείς δοκιμάζει και το χώμα. Ναι ναι, όλα καλά και με το που ανεβαίνουμε στις μηχανές ανεβαίνουν όλοι πάνω. Μα όλοι. Λέω εντάξει την κάτσαμε.

Κι αρχίζει το χώμα. Ας ξεκινήσουμε απ’ την πρώτη παράμετρο που είναι η ζέστη. Και μετά πάμε στη σκόνη που αφήνουν 40-50 μηχανάκια μαζί. Στην αρχή πάμε χαλαρά και όλα καλά. Βέβαια το χαλαρά είναι για μερικούς. Χαλαρά με το Blade μετά τα πρώτα 10 χλμ δεν υπάρχει. Για άλλους είναι πιο εύκολο. Το Guzzi Nevada του Κεφαλάκη δεν καταλαβαίνει τίποτα, με το φαρδύ τιμόνι που έχει βάλει. Αυτά αν εξαιρέσεις την τρίτη παράμετρο που είναι τα πράγματα. Όλοι κουβαλάμε πράγματα, tank bag, σκηνές, sleeping bag, σακ βουαγιάζ, υποστρώματα, κέρατα που δεν είχαμε φυσικά που να τα αφήσουμε. Με προσπερνάει παπί 90άρι με τον Κυριάκο πάνω να πηγαίνει μπούνια και να περνάει ότι βρίσκει μπροστά του με το ένα χέρι και να φωτογραφίζει ταυτόχρονα τα πάντα. Αυτό το παιδί πραγματικά δεν υπάρχει. Αν δεν είχε παπί και είχε κανένα 125 δε θα τον βλέπαμε καν. Ακούω πίσω μου ένα δυνατό ήχο και γυρίζω βλέποντας τα 2 Harley. Μιλάμε για μεγάλα, custom Harley, όχι τίποτα 883… Το ένα έχει και συνεπιβάτη. Στο σελάκι. Μαζί με τα πράγματα. Η απόσταση του Harley απ το έδαφος είναι κάπου 3 χιλιοστά. Όπως προχωράνε, και τα δυο, η εξάτμιση στο ύψος που βρίσκεται σηκώνει μικρά συννεφάκια σκόνης σε κάθε πιστονιά με αποτέλεσμα να το βλέπεις και να νομίζεις ότι βλέπεις τρένο.  Οι αναβάτες του παπιού, των Blade και των Harley, το λέω, ήρωες.

Κάνουμε στάση ανασύνταξης πριν δυσκολέψει ο δρόμος. Το CBR600 έχει ρίξει τόσο πατινάρισμα που φοβάμαι ότι θα φύγει κανένας δίσκος και θα μας αποκεφαλίσει. Στο μεταξύ δεν έχει ΠΟΥΘΕΝΑ στο δρόμο σκιά για να σταματήσουμε κι όσο περιμένουμε έχουμε λιώσει. Ο φίλος μου ο Γιάννης ο Κουκλινός με F800 έρχεται κοντά, μου λέει πάρε αντηλιακό γιατί δεν θα την παλέψουμε. Μου ρίχνει περίπου ένα καρτούτσο αντηλιακό στη δεξιά χούφτα, το απλώνω βιαστικά παντού και φεύγουμε. Τώρα και τα δυο μου χέρια γλιστράνε στα γκριπ απ’ το αντηλιακό (εννοείται γάντια κτλ είναι για φλούφληδες). Όπως οδηγάω με ανοιχτή ζελατίνα μου μπαίνει σκόνη στο δεξί μάτι και φροντίζω να το γεμίσω αντηλιακό τρίβοντας το. Βρίζοντας και οδηγώντας με το ένα μάτι να τσούζει και τα γκριπ να γλιστράνε προσπαθώ να προσπεράσω ότι μου ρίχνει σκόνη. Δηλαδή όλους.

Εκεί βλέπω την πρώτη μαγική εικόνα. Κατεβαίνω μια καλή κατηφόρα που στο τέλος της τσακίζει σε μια φουρκέτα και έχει ανηφορική. Μπροστά μου έχω το ένα Harley και το DR125 και στην ανηφόρα όπως κοιτάω βλέπω τα δυο Blade πίσω απ’ το TTR600 του Βραχινόπουλου που προσπερνάει το CB500 του Δόλλα και το Nevada. Όλα αυτά σ’ ένα σύννεφο τρελής σκόνης. Απλά δεν υπάρχει αυτό το θέαμα. Πουθενά.

Τα σαμαράκια έχουν αρχίσει ήδη και κάνουμε τη δεύτερη στάση. Η ζέστη είναι το κάτι άλλο, ανασύνταξη τελευταία και προχωράμε. Πριν μπούμε στο δεύτερο κομμάτι του χωματόδρομου, το πιο ζόρικο συναντάμε άσφαλτο στα αριστερά μας και κάνουμε νόημα στους ασφάλτινους να πάνε από κει για να γλιτώσουν τουλάχιστον την κροκάλα και το σαμαράκι που έρχεται… και την Ανηφόρα. Λίγοι πάνε, οι πιο πολλοί συνεχίζουν μαζί μας. Τώρα αρχίζουν τα πιο ζόρικα κόλπα. Στο μεταξύ έχουμε κάτι θύματα πολέμου, το Χάρλευ έχει χάσει την πινακίδα προ πολλού και την έχει κρεμάσει στο πλάι, απ’ το Nevada μπατάρουν τα πράγματα, ο Νίκος κατεβαίνει, τα δένει και πάει μπούνια για να μας προλάβει, ο Νίκος ο Τσαμάνδουρας με CBR125 πάει μπάλα. Πλέον έχουμε ζεσταθεί και είμαστε στη φάση εδώ που φτάσαμε θα κολυμπήσουμε…

Παίρνουμε μια κάθετη αριστερά και κάνω νόημα σε φίλο δίπλα μου με στρητάδικο – νομίζω ο Απόστολος – και του δείχνω την κορυφογραμμή ψηλά. Μου κάνει νόημα ‘τι;’ και του δείχνω με νοηματική ‘εμείς, εκεί’ και γελάει, μέχρι που βλέπει να παίρνουν όλοι την κάθετη ίσα πάνω και μετά δε γελάει. Εδώ ο χτύπος είναι το κάτι άλλο. Ο Τζιράκης με το Yamaha το 7αρι πάει πηδώντας μπρος πίσω. Βλέπει το Διονύση να τον περνάει με το Ενφιλντ και όπως δήλωσε μετά νόμιζε ότι τον τσιμπούσε μέλισσα ή κάτι, γι αυτό έκανε έτσι. Βλέπω την αριστερή φουρκέτα πριν την ανηφόρα κι επειδή ξέρω τη συνέχεια τα χώνω στον Αργοπόδη για να βγω πρώτος και να μην έχω κανένα μπροστά μου, να χω καθαρό πεδίο και να βλέπω δρόμο να βλέπω που πατάω. Ο Αργοπόδης αρχίζει να χορεύει κι εκεί πάνω ακούω ένα ΜΠΡΑΟΥ και βλέπω το DR800 του Σαπουντζάκη in 3D Technicolor να φεύγει αέρα πατέρα τον ανήφορο εκτοξεύοντας πέτρες και χώμα παντού και ισοπεδώνοντας τα σαμαράκια, κατεβάζω μία και λαρυγγώνω το γκάζι και βρίσκομαι πλάι πλάι με το XR600 του Καπαράκη το οποίο ακολουθεί κατά πόδας το DR, ενώ λίγο πίσω μου το XLR500 του Συρίγου δίνει ρέστα. Ο Αργοπόδης χτυπιέται τόσο πολύ που σκέφτομαι ότι θα κόψει κάτι σίγουρα και ταυτόχρονα κάνω την τρομακτική σκέψη ‘ωωωωχ οι άλλοι……. οι άλλοι….’ Αν τα on-off κάνουν έτσι, τα στρητάδικα θα την έχουν ακούσει άσχημα. Tenere, KTM, Husky 610 φεύγουν σφαίρα μπροστά με τις μπούκες να βαράνε σε στυλ καραμπίνας και πλέον όλο το βουνό έχει γεμίσει μηχανάκια. Επειδή πάμε με διαφορετικές ταχύτητες βλέπω από τους πρόποδες μέχρι πάνω στην κορυφή μηχανάκια. Κινούμαστε πλέον όλοι σ’ ένα σύννεφο σκόνης και οι εικόνες είναι το κάτι άλλο. Το βουνό έχει γεμίσει σκόνη από κορυφογραμμή μέχρι πάτο και ο ήλιος περνάει τη σκόνη σε κάποια σημεία και φτιάχνει ένα απίστευτο σκηνικό.

Το CBR125 έχει πτώση με αποτέλεσμα να φύγουν πολλά απ’ τα πλαστικά του, αλλά ο Χρήστος ο Κωστάκης που ακολουθεί με βανάκι το φτιάχνει όλο με tie wrap στο φτερό και συνεχίζει. Το χιλιάρι V-Strom του Ανδρόνικου επίσης. Φτάνουμε με τα πολλά στην ταβέρνα – γνωστή πλέον ως ‘εκείνη η ταβέρνα που μας πήγες στη Mordor’ (εντάξει είχε κάτι γύπες από πάνω) και οτιδήποτε υπάρχει στα τραπέζια σε υγρή μορφή εξαφανίζεται εν ριπή οφθαλμού. Ο Διονύσης με το Enfield πάει πάνω κάτω με ένα μελιτζανί χρώμα μουρμουρίζοντας «Ποτέ. Ποτέ.» Γυρίζει και με κοιτάει με άγριο ύφος. «ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟ ΧΩ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ.» - «Ναι εντάξει το κατάλαβα.» - «ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΠΟΤΕ.» - «Ναι ρε το ξέρω.» - «ΟΥΤΕ ΝΑ ΦΑΩ ΔΕ ΜΠΟΡΩ». Εκείνη την ώρα έρχεται ο Σπύρος ο Ελεντίν ο οποίος έχει γίνει μωβ-φούξια και μου λέει συνωμοτικά: «βρήκα ένα λάστιχο»... Πάμε και μπουγελωνόμαστε αέρα. Καθόμαστε, κι εκεί αντιλήφθηκα ότι είμαστε όλοι νηστικοί από τις 9 το πρωί και είναι 3.30. Περιττό να πω τι έγινε με το τσιγαριαστό, με το χοιρινό στο φούρνο και ειδικά με τις μπύρες. Κάποια στιγμή ζαλίστηκα να βλέπω κουτάκια.

Και ξανά χώμα για πίσω, με τη βενζίνα να τελειώνει σε πολλούς. Ο Συρίγος με το XLR500 βρήκε κάπου να του πουλήσουν ένα μπιτονάκι βενζίνα και με το που άρχισε να ρίχνει κατάλαβε ότι ήταν πετρέλαιο, είχε ρίξει όμως ήδη ένα λιτράκι μέσα. Δεν καταλαβαίνει τίποτα, ούτε ο Συρίγος ούτε το XLR. Συνεχίζει ακάθεκτος. Εκεί που πηγαίνω με τον Αργοπόδη στα τελευταία χωμάτινα χιλιόμετρα ακούω δίπλα μου ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡΡΓΚ και βλέπω το Διονύση το Δικέφαλο με το Enfield να πηγαίνει αέρα πατέρα την ανηφόρα τρώγοντας τις πέτρες και να χει ένα ύφος Σαρακηνού κουρσάρου που πάει για το πλιάτσικο. Γενικά όλοι πάνε αέρα πλέον μια κι εκεί ο χωματόδρομος είναι τελείως φλαταδούρα. Φτάνουμε στο βενζινάδικο – μερικοί πήγαιναν με τις αναθυμιάσεις – και στηνόμαστε ουρά. Όσο βάζαμε βενζίνη πήγαιναν όσοι περίμεναν και στεκότανε δίπλα στον αέρα κι ένας τους φύσαγε και σηκωνόταν σύννεφα η σκόνη. Δε φύσαγε τα μηχανάκια. Αυτούς φύσαγε. Να το ξεκαθαρίζουμε.

Γυρνάμε από άλλο δρόμο για Λέντα σε μια φανταστική διαδρομή ασφάλτινη με θέα τη θάλασσα και φτάνουμε στην κάτω μεριά. Εκεί χωρίζουμε. Άλλοι άσφαλτο, άλλοι χώμα, άλλοι κατά λάθος χώμα και μετά άσφαλτο…

Έχουμε χαθεί στο χωματόδρομο λοιπόν όπως σουρουπώνει, εγώ, ο Καπαράκης, ο Ψηλός κι ο Σόρκος. KLR, TT, XR, Husky 610. Έχει πέσει η θερμοκρασία κι έρχεται ένα δροσερό αεράκι απ τη θάλασσα κάτω μακριά. Κατηφορίζουμε την κροκάλα, κουρασμένα με την εκάστοτε ξερογκαζά. Έχουμε κάνει εύκολα +15 χλμ πάνω κάτω πέρα δώθε... Σε κάποια φάση φτάνουμε σ' ένα βουναλάκι από κροκάλες... βγαίνει ένας από ένα θερμοκήπιο, μας φωνάζει δεν πάει από δω... Αναστροφή στην κροκάλα πάνω... ξανά πίσω... τουφ τουφ... ήσυχα και όμορφα... φαναράκια-λυχναράκια και ξανά κάτω το χωματόδρομο... άσφαλτος, λίγο παιχνιδάκι σβέλτο αλλά κουρασμένο, έτσι για το γαμώτο, μέχρι που φτάνουμε όταν έχει σουρουπώσει καλά στην παραλία. Μπυράκι και να κοιτάς το κύμα. Αυτό το μικρό βολτάκι ήταν για μένα πολύ μεγάλο.

Το βράδυ γέλια και χαβαλές. Έχουμε κάτσει για μπύρες και βλέπω τον Πίτσο να έρχεται με δρασκελιές στο τραπέζι κατακόκκινος και να φωνάζει ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ. Ακολουθεί ένας απ’ τους πολλούς μαγικούς διαλόγους:
-Τι έπαθες ρε;
- Έμεινα από φώτα με το ΧΤ550
- Πότε;
- Τώρα
- Και πως ήρθες;
- Στα σκοτεινά.
- Απ’ την ασφ-
- Απ’ το χώμα. Απ’ το χώμα. Σκοτειν- ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΦΙΛΕ ΟΕΟ.


Πέφτουμε ξεροί με μερικούς να δουλεύουν σαν ΤΤ ξεμπούκωτα. Την άλλη μέρα το πρωί χαλαρό ξύπνημα στην υπέροχη παραλία, καφεδάκι, μπάνιο και μετά επιστροφή στο Ηράκλειο στης Κατερίνας που μας έχει ετοιμάσει ένα απίστευτο κρητικό τραπέζι και όπου γίνεται ένα τρελό τσιμπούσι με μουσικές και παγωμένη ρακή μέχρι να φύγουν όσοι φεύγουν με το πλοίο.

Απολογισμός; Ζημιές είχαμε αρκετές και σπασίματα, δεν έχει σημασία να τα λέω ένα ένα. Αλυσίδες κόψανε, μηχανάκια χυμάρανε, πλαστικά φύγανε, λεβιέδες στραβώσανε, βάσεις κόψανε και χίλια δυο. Δεν είχε καμία σημασία. Η παρέα ήταν το κάτι άλλο. Όπως είπε πολύ σοφά κατά τη γνώμη μου ένα παιδί αν είχαμε όλοι εντουράκια δεν θα ήταν και τίποτα. Κι αν δεν είμαστε αυτοί που είμαστε θα μπορούσε να χε πέσει πολύ γκρίνια για το ένα, το άλλο, το παράλλο… Πάντα υπάρχει αυτό. Αλλά αυτή η τρέλα που δε σ’ αφήνει να αγιάσεις είναι που μας ενώνει και το ξέρουμε, και ξέρουμε και ποια είναι τα σημαντικά και ποια όχι. Υπόσχομαι τα επόμενα Γαϊδουράγκαθα να είναι ακόμα καλύτερα, και το μόνο που μετανιώνω σ’ αυτό το κείμενο είναι που δε μπορώ να γράψω ένα προς ένα τα ονόματα όσων ήρθαν γιατί ήταν πραγματικά διαλεχτή παρέα και το αξίζουν ΟΛΟΙ. Πάμε για τα επόμενα παίδες…

 

---------UPDATE--------

 

Παραλειπόμενα #1

Καθόμαστε στην ταβέρνα. Λέει ο Καπαρακης Δημητρης να μου φέρετε σας παρακαλώ ένα σουβλάκι; Ο Διονύσης λεει αν γινεται και μια μπύρα όπως έρχεστε. Ο Zisis Vrachinopoulos κρατούσε ένα μαχαίρι κι ένα πηρούνι και φώναζε:

ΠΕΙΝΩ.

ΕΕΕΕ.

ΠΕΙΝΩ ΛΕΩ.

ΜΩΡΕ ΣΕΙΣ, ΠΕΙΝΩ.

Αυτο το έκανε μέχρι που του παραγγείλαμε να φάει. Και κάτσαμε λίγο πιο μακριά του.

ΥΓ. Το πρωι εκανε το ιδιο μεχρι που του φέρανε τηγανητα αυγά. Κι αυτος κι ο Καπαρακης. Ο Καπαρακης μου ειπε οτι θελει ισα ισα κατι να στυλωθει για πρωι, μια ομελετα με σουτζουκια και πατατες πχ. Μετα πηγανε στην κουζινα και φωναζανε σε μια γρια που φαινοταν τρομοκρατημενη. Τα αυγα του Ζηση ουτε καν προλαβαν ν ακουμπησουν κατω. Ουτε καν. Του Καπαρακη αλλα 10 δευτερολεπτα τα χαν.

 

Παραλειπόμενα #2.

Καθόμαστε και πίνουμε μπύρες, λιώμα μετα το 'βατο χωματόδρομο'. Σηκώνει ο Καπαρακης Δημητρης το ποτήρι του και λεει με τρελαμενο ύφος:

''ΚΙ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΣ, ΒΑΤΟΙ ΝΑ ΕΙΝ' ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ!''

και για κάποιο άγνωστο σε μένα λόγο όλοι χειροκρότησαν.

 

Παραλειπόμενα #3

Το ύφος ''say hello to my little friend'' του Tasos Ananiadis όποτε ανέβαινε στο ΧΤ.

 

Παραλειπόμενα #4

Ανεβαινω μια ανηφορα χάσιμο με τον Αργοπόδη και ακούω δίπλα μου ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡΓΚ και με περνάει ο Dionysis Dikefalos με το Εντικόπτερο το Ενφιλντ να παθαινει τρικουκουνο του μπιελοκαρδίου και να χτυπαει ΝΤΑΚΑ ΝΤΑΚΑ ΝΤΑΚΑ με το Διονυση να χει ενα υφος σα να παιρνουμε την Κορυτσά.

 

Παραλειπόμενο #5

Γυριζουμε απο εθνικη. Παω ααααργάαα με τον Αργοπόδη γιατι περιμενω και το θρυλικο παπι και το 125 και αλλες δημοκρατικες δυναμεις, στο μεταξυ εχω κανει καμποσα χλμ κι εχω πιαστει, οποτε κοβω κι αααααλλο και κρεμιεμαι για λιγο απ τη μια μερια να ξεπιαστω, ξερετε... μετα απ την αλλη, εχω κοψει... κι αλλο.... και με περναει ο Ελεντιν με τη μυτη κατω απ τη μπογια, τα χερια στα κλιπον σφιγμενα με κατι γαντια κουζινας vileda vintage που χει παρει και να νομιζω οτι θα εκραγει το Ελεντιν. Τον περασα με 150 να μην αγχωνεται και σκασει και καμια βαλβιδα και συνεχισαμε. Οι μικρες χαρες της ζωής.

 

Παραλειπόμενο #6

Το χαμόγελο του Tasos Ananiadis έντιμου ιδιοκτήτη Hayabusa πάνω στο νοικιάρικο ΧΤ ήταν το κάτι άλλο (λες κι ο δρομος δεν ηταν βατος για Busa, τελος παντων). Προσπαθώ από την ώρα που έφυγε να θυμηθώ που το χω ξαναδεί αυτό το χαμόγελο και μόνο σήμερα μου κανε το κλικ.

Ήταν σε ένα σουπερμάρκετ που η μάνα μιλούσε στο κινητό κι ένα τρίχρονο είχε κρεμαστεί απ' το καρότσι του σουπερμάρκετ που τον είχε βάλει μέσα, είχε αρπάξει μια σακούλα cheetos και την είχε ξεκωλιάσει σου λέω τώρα, την ειχε φορέσει ντουμπλε-φας, είχε παει η γαριδόσκονη μέχρι πατούσα. Ε, αυτό.

 

Παραλειπόμενα #7

Καποια στιγμη μου σφυραει ενας ''ο ελεντιν καθαριζει το μηχανακι απ τα χωματα''. Παω και βλεπω κι εχει ριξει νερο απ το μπουκαλι στο τεποζιτο και το χει τριψει να φυγει η σκονη και οπως κοιταω βλεπω και το μπροστινο γρανάζι που ειναι εκτεθειμενο κι εχει μαζεψει μεσα απο κακτο μεχρι σκατζοχοιρους και σκεφτομαι οτι αν υπαρχει κανενας Σύλλογος για την Προστασία των Γραναζίων θα τον είχαν λυντσάρει στην κεντρική πλατεία στο Λέντα. Το ντεπόζιτο παντως γαματο. Ασε που πηγαινε αερα με τα κλιπόνια...

 

Παραλειπόμενο #8

Εχουμε χαθει, εχουμε ψιλοσκορπισει μετα την γαματη στριφτερη κατηφορικη ασφαλτο για Λεντα στο γυρισμο, κι ειμαστε ενα γκρουπακι 8-10 μηχανακια που παμε με γενικη κατευθυνση πλεον τα Καλά Λιμάνια από παραλία. Και συναντάμε χώμα. Ναι πάλι. Κι όχι μόνο συναντάμε χώμα αλλά έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι ειναι το χωμα που περασαμε το πρωι. Ειδικα μια κροκάλα ετσι λιγο πλακουτσωτή με μύτη προς τα πάνω λες και με κοιτάει οπως με κοιταζε το πρωι που την πατησα. Ο Argiris Grammenos δικάβαλλος με το Harley βλέπει τη σκονη και γυριζει το ματι του αναποδα τελειως. ''ΠΑΛΙ;;; ΠΑΛΙ ΧΩΜΑ; ΠΑΛΙ;''

Την ωρα που λεω ''ενταξει μπορει παρακατω να βγαινει ασφαλτο και να μην ειναι ολο ετσι'' ειναι αριστερα μου ο Βραχινοπουλος που γκαζωνει το ΤΤ και φωναζει ''ΧΩΜΑ, ΧΩΜΑ. ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΩ ΧΩΜΑ, Ε. ΕΛΑΤΕ ΡΕ. ΕΛΑ ΠΑΜΕ ΧΩΜΑ.''

Ο συνεπιβατης στο Χαρλευ (Αργύρη κάνε tag) είχε εκείνο το ύφος που τα χει περάσει όλα, και δικάβαλλο ανάποδα στο ΤΤ να τον έβαζες να παιζει γιουκαλίλι το ace of spades την ωρα που περναει την κροκαλα δε θα χε προβλημα. Μαγικες στιγμές.

 

Παραλειπομενο #9

Όταν είναι ο Ψηλός πάνω στο ΤΤ και μιλάει ενώ μαρσαρει δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος βγάζει ποιον ήχο.

 

Παραλειπόμενο #10

Έχουμε σταματήσει στην Ταβέρνα στη Mordor, και ο Γιάννης ο Κουκλινός μου δίνει αντηλιακο με βαθμο προστασιας 800, ειμαι φρικαρισμενος απ τη ζεστη και την κροκαλα, γεμιζω το χερι μου αντηλιακο βαζω σε πηχεις, χερια κτλ κι οσο περισσεψε στο κεφαλι και δεν το απλωνω καν γιατι ψαχνω μπυρες, κι ερχεται μετα απο κανα κοσάλεπτο ο Δικεφαλος και μου λεει ''μα ρε μλκ σε καπελωσανε τζατζικι;''

 

Παραλειπόμενο #11

Εγω: "Παιδια τσεκαρετε τα μηχανακια αν εχει φυγει κατι απο πανω''

Ελεντιν: ''Ενα νεφρο αριστερο πρεπει να μου πεσε εκει στη φουρκετα''

 

Παραλειπόμενο #12

Απο μνμ στο fb

- Eλα ρε, περασα σημερα απο κατω απ το γραφειο σου

- Ελα

- Ενα μαυρο KLR δεν έχεις;

- Ναι

- Τι ειναι αυτο το καφε απο κατω; Δικο σου;

 

Παραλειπόμενο #13 - Συζήτηση με το Σπυρο

- Ρε μλκ γιατι φορας γαντια κουζινας, για λαντζέρης στην ταβέρνα;

- Δεν ειναι γαντια κουζινας.

- Ειναι. Vileda.

- Δεν ειναι vileda, ειναι vintage.

- Τα ίδια έχει η μανα μου για τα πιατα. Vileda.

- Είναι vintage. 30 ευρώ τα πηρα κι ήταν και προσφορά.

- Το Καρφουρ τα χει 4. Σε γδύσανε μλκ κανονικά.

- Δε σου μιλάω.

 

Παραλειπόμενο #14.

Στης Κατερίνας υπήρχαν 2 τραπέζια. Ένα που καθόμαστε όλοι, κι ένα του Ζήση. Ο Ζήσης σηκωνόταν απ' το δικό του, έκανε raid στο δικο μας κρατώντας ένα τεράστιο πιατίδι το οποίο το πατίκωνε με ότι έβρισκε και μετα καθόταν και φώναζε ΕΒΙΒΑ ΜΩΡΕ μεχρι να του τελειωσουν οι προμήθειες και να ξανακάνει raid. Μετά από λίγο όποτε σηκωνόταν άφηναν όλοι κάτω τα πιρούνια, από αντανακλαστικό. Εγώ ήμουν τυχερός, μου πήρε μόνο τα μακαρόνια, του Συρίγου του πήρε το κρέας. Ευτυχώς η Κατερίνα είχε μαγειρέψει για 140 άτομα και περίσσεψε.

 

 

Παραλειπόμενο #15

1 φωνή - Κρίμα ρε γμτ να μην έρθει κι ο Angelos Pateritsas

1 άλλη φωνή - Ε ναι ρε αλλά χτύπησε το χέρι του νομίζω

1 άλλη φωνή - Ναι είναι κουλός

20 φωνές μαζί - Ναι ενώ πριν....ΜΠΡΟΥΧΑΧΑΧΑΧΑ

 

Παραλειπόμενο #16.

Η διαδρομή ήταν μετρημένη σε χιλιόμετρα Παπαδάκη (Χ.Π).Τα χιλιόμετρα Παπαδάκη είναι:

1 χλμ Παπαδάκη = 7,6 χλμ

Επίσης το χιλιόμετρο Παπαδάκη περιλαμβάνει κροκάλα.

Οταν ξεκινούσαμε ακολουθεί ο διάλογος.

- Κωστα ποσα χλμ ειναι μεχρι να πιασουμε το δευτερο χωμα;

- Νομιζω 5-7

- Εγω θυμαμαι 20

- Οχι ρε, δεν ειναι τοσα

- Εχει ταμπελα που λεει 20

- Ναι γυρω στα 5-7 ειναι

Στάση για ανασύνταξη.

- Κώστα ξερεις ποσα χλμ εχουμε κανει;

- 5

- 22

- Ελα ρε, ειναι τοσα;

- Ποσα ειναι μεχρι την ταβέρνα;

- Μια 15αρια ακομα

- Χιλιόμετρα ρώτησα όχι τούμπες. 15αριά είναι οι τούμπες.

 

Παραλειπόμενο #17

Εκει που ειμαστε να πιουμε καφε εχει μονο μια γιαγια η οποια εχει παθει κοκομπλοκο με τις ορδες. Στο μεταξυ εχει buffer 2 καφέδες κι ένα στη θαλάμη. Κι εκεί που την έχουμε ρυθμίσει με τις παραγγελιες κι εχουμε πιασει ρυθμο παει ο Τζιρακης στην κουζινα και της πεταει ενα ''ενα φρεντο εσπρεσσο μετριο με μαυρη και εβαπορε'' και εκανε reset η γρια. Βγαινει εξω, οι υπολοιπες παραγγελιες δεν υπηρξαν ποτε, φερνει μονο τον καφε του Τζιρακη, τον σερβιρει στο Συριγο και φευγει. Παρ' τ' @@ μου οι υπολοιποι.

 

Παραλειπόμενο #18

Στο φαράγγι στη μέση του πουθενά, εκεί που έχουμε σταματήσει εμφανίζονται δυο κοπελίτσες μ' ένα Clio. Τα μηχανάκια είναι αφημένα αριστερά δεξιά, κρανίου τόπος στο μεταξύ, δεν υπάρχει ψυχή ζώσα. Ο Ζήσης κολλάει τη μούρη του στο τζάμι και τους λέει ''να μας βγάλετε φωτογραφία κορίτσια;''

Δεν το ήξερα ότι γεμίζει έτσι η δευτέρα στο Clio

-----

 

Ετικέτες