Australian tour (Μέρος Α')

Στο μεγάλο νησί του Νότου
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

11/8/2017

Κόκκινη άμμος, επίπεδη απεραντοσύνη, καθάριος ουρανός, ατίθασα ωκεάνια νερά, ατέρμονες ευθείες, ερημική βλάστηση, το σκηνικό του τόπου. Ανεμπόδιστη ματιά, εκκωφαντική σιωπή και δυσβάστακτη μοναξιά, το σενάριο του δρόμου. Είναι κάποια μέρη στον κόσμο που μοιάζουν να φτιάχτηκαν αποκλειστικά για τους μοναχικούς οδικούς ταξιδιώτες –σκληρά, αφιλόξενα, μακρινά. Η Αυστραλία, η μικρότερη ήπειρος του κόσμου, είναι ένα από αυτά…

Γιατί όμως εσύ, ο μοναχικός μοτοσυκλετιστής ταξιδιώτης, πρέπει να πας εκεί; Μήπως επειδή σε έλκει το ταξίδι της ματιάς στο βάθος του επίπεδου ορίζοντα; Νιώθεις επιτακτική την ανάγκη της ενδοσκόπησης και της καθημερινής συνομιλίας με τον εαυτό σου; Απεχθάνεσαι τον κοσμοπολιτισμό και λατρεύεις τις σαγηνευτικές προκλήσεις μιας ανόθευτης φύσης; Ή γιατί θέλεις να γευτείς το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας πάνω σε δυο τροχούς;

Γιατί πρέπει τελικά να πας στην Αυστραλία; Για όλα τα παραπάνω φυσικά, αλλά και για πολλά ακόμα… Στο μακρινό νησί του Νότου θα κεράσεις την ψυχή σου με τα πιο αιματοβαμμένα ηλιοβασιλέματα. Θα νιώσεις τον άνεμο της ερήμου (Outback) να παίρνει μακριά τις περιττές σκέψεις και έγνοιες του μυαλού σου. Θα ταξιδέψεις πάνω στα ίχνη πρωτοπόρων εξερευνητών, θα γνωρίσεις ένα ιδιόρρυθμο όσο και μοναδικό οικοσύστημα και θα αφουγκραστείς με σπαραγμό καρδιάς τις υπαρξιακές ανησυχίες και τα ανεκπλήρωτα όνειρα των ιθαγενών Αβοριγίνων.

Από ένα δίτροχο ταξίδι γνωριμίας και στοχασμού στην κατακόκκινη Αυστραλία των καγκουρό, σίγουρα θα θελήσεις να κρατήσεις δικό σου για πάντα ένα μικρό κομμάτι της… Εγώ, αντίθετα, από τον τόπο όπου γεννήθηκα πριν πενήντα χρόνια και πέρασα τα ξένοιαστα παιδικά μου χρόνια, έχω φυλαγμένο βαθιά στα εσώψυχά μου ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που κάθε δέκα χρόνια επιστρέφω στο μεγάλο νησί του Νότου και το εξερευνώ με μια μοτοσυκλέτα. Το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου και προσπαθώ –παρά τις όποιες δυσκολίες και τα απρόβλεπτα της ζωής– να το τηρώ ευλαβικά. Και τώρα βρισκόμουν για τρίτη φορά στους αντίποδες της γης, κρατώντας το τιμόνι μιας μοτοσυκλέτας….

Ένας Αρκάς στην Αυστραλία

Διασχίζοντας εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα με την μαύρη ΚΤΜ 1050 Adventure την εμβληματική γέφυρα Harbour Bridge του Sydney, το οδοιπορικό "Australian Tour 2015" ξεκινούσε με αφετηρία την κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της πολιτείας New South Wales (Ν.S.W).

Τι εστί όμως "Australian Tour 2015" στην πράξη; Η κόκκινη γραμμή του χάρτη περιλάμβανε οδικό πέρασμα μέσα από έξι πολιτείες (New South Wales, Queensland, Northern Territory, Western Australia, South Australia, Victoria) και γνωριμία με έξι μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Darwin, Alice Springs, Perth, Adelaide, Melbourne, Canberra). Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής θα αποτελούσε το ερημικό οικοσύστημα της Outback (η επίπεδη αυστραλιανή ενδοχώρα), ενώ στην διάρκεια του ταξιδιού θα έπρεπε να λάβω σοβαρά υπ’ όψιν τις καιρικές συνθήκες του νοτίου ημισφαιρίου (χειμώνας), την οδήγηση σύμφωνα με τα βρετανικά οδικά πρότυπα (οδηγούν ανάποδα), τις τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στα αστικά κέντρα (καταραμένη μοναξιά) και την αυστηρή αστυνόμευση του οδικού δικτύου, κυρίως στις ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας.

Κι ενώ μια τεράστια λαχτάρα οδηγούσε την ανυπόμονη ψυχή μου στα μονοπάτια αυτού του νέου ταξιδιού στην Αυστραλία, ο λογισμός μου έτρεχε πίσω, στις επτά μέρες που έμεινα στο Sydney, περιμένοντας την άφιξη και τον εκτελωνισμό της μοτοσυκλέτας, η οποία ήρθε ατμοπλοϊκώς από την Ελλάδα μετά από 45 θαλασσοδαρμένες μέρες.

Τι να πρωτοθυμηθώ! Βίωσα συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές όταν "χάθηκα" στις αγκαλιές και στα φιλιά των αγαπημένων μου συγγενικών προσώπων - θείοι, ξαδέλφια, κουμπάροι, ανήψια, αλλά και πολλοί γνωστοί. Ανταλλαγές δώρων, απανωτά τραπεζώματα, γέλια, αναμνήσεις και ατελείωτες συζητήσεις γύρω από τα τεκταινόμενα στην μητέρα Ελλάδα (για το επερχόμενο μνημόνιο Νο 3 και το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα).

Τι άλλο έκανα; Δεν παρέλειψα να περπατήσω για πολλοστή φορά στους δρόμους του κοσμοπολίτικου Sydney, του πολυπληθέστερου αστικού κέντρου της Αυστραλίας. Με καταλύτη το υδάτινο στοιχείο του ωκεανού, η πόλη που με μεγάλωσε είναι μια πανέμορφη μητρόπολη που αντανακλά την κυρίαρχη αγγλοσαξωνική κουλτούρα της χώρας και διαθέτει σύγχρονη αισθητική, υψηλή ποιότητα ζωής και μοναδικά τουριστικά αξιοθέατα (Harbour Bridge, Opera House, Darling Harbour).

Το γεγονός πάντως που έμελλε να χαραχτεί ανεξίτηλα στην μνήμη μου ήταν η υποδοχή και η στήριξη (ηθική και υλική) που γνώρισα από τον Παναρκαδικό Σύλλογο Νέας Νότιας Ουαλίας (Panarcadian Association of N.S.W) – καθότι Αρκάς κι εγώ… Ένα ανυπέρβλητο συναίσθημα χαράς πλημμύρισε κάθε κύτταρο του κορμιού μου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε Έλληνες μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ακόμα διατηρούν έντονη την ελληνική συνείδηση και την πολιτισμική τους ταυτότητα.

Μόνο στο Sydney υπάρχουν περίπου 200.000 Έλληνες, σε σύνολο 750.000 που βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη την Αυστραλία. Πρόκειται για τους περήφανους ακρίτες και θεματοφύλακες του απόδημου ελληνισμού, που βρέθηκαν στους μακρινούς αντίποδες της γης ορμώμενοι από το σύνδρομο του Οδυσσέα. Όπως άλλωστε και ο πατέρας μου!

Προς μεγάλη μου έκπληξη, το διοικητικό συμβούλιο του Παναρκαδικού Συλλόγου (Κώστας Αργυρόπουλος, Στέλιος Θεοδωρέλος, Φίλιππος Κοΐνης, Κώστας Κούρτης), με επικεφαλή τον πρόεδρο Παναγιώτη Σουλελέ, οργάνωσαν μια μικρή συγκινητική τελετή αναχώρησης μπροστά από τα γραφεία του συλλόγου (Pan-Arcadian House), στο προάστιο Randwick. Έτσι, με τις θερμές ευχές των Ελλήνων Αρκάδων, ξεκίνησε η δίτροχη αυστραλιανή περιπέτεια "Australian Tour 2015". Είχα να διατρέξω περίπου 18.000 χιλιόμετρα στο κορμί της Αυστραλίας και ο χρόνος είχε αρχίσει πλέον να μετρά αντίστροφα…

 

Οι Τρεις Αδελφές

Δυο μέρες αφότου αποχαιρέτησα το Sydney έφτασα στην πόλη Broken Hill (1.130 χλμ. μακριά από το Sydney), κοντά στα νοτιοδυτικά σύνορα της πολιτείας N.S.W. Έχοντας αφήσει πίσω μου την οροσειρά Blue Mountains, με τους αμέτρητους κατάφυτους λόφους, τις μικρές εύφορες κοιλάδες και τις πανομοιότυπες κωμοπόλεις, η περίοδος προσαρμογής στους δρόμους της Αυστραλίας ολοκληρώθηκε δίχως ιδιαίτερα προβλήματα.

Η πιο δυνατή στιγμή της διαδρομής ήταν αναμφίβολα η στάση στην πόλη Katoomba (95 χιλιόμετρα δυτικά του Sydney), για να θαυμάσω τo βραχώδη μνημείο "Three Sisters". Πρόκειται για ένα σχηματισμό τριών βράχων από ψαμμίτη που υψώνονταν θεαματικά πάνω από την κοιλάδα Jamison. Σύμφωνα μ’ έναν τοπικό μύθο των Αβοριγίνων, οι βράχοι "Three Sisters" ήταν τρεις αδελφές (Meehni, Wimlah και Gunnedoo) της τοπικής φυλής Katoomba, που ζούσαν κάποτε στην παρακείμενη κοιλάδα.

Λίγο πριν περάσω τα σύνορα της Ν.S.W και βρεθώ στα γεωγραφικά όρια της πολιτείας South Australia, έγινε η πρώτη επαφή μου με τους τοπικούς άρχοντες του νόμου. Έχοντας περάσει κατά πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα το όριο ταχύτητας (115 χλμ/ώρα αντί 110), θεωρήθηκα ένας στυγνός εγκληματίας και ακινητοποιήθηκα στην άκρη του δρόμου από τους άνδρες ενός περιπολικού, οι οποίοι, μόλις διαπίστωσαν το έγκλημα που είχα διατελέσει, έσπευσαν να με καταδιώξουν. Ευτυχώς, η δικαιολογία του νέο-αφιχθέντος στην χώρα τους "Overseas Traveler" που επικαλέστηκα και το περίλυπο –σχεδόν ικετευτικό– ύφος μου (το πρόστιμο για την παράβαση του ορίου ταχύτητας ξεκινά από τα 600 δολάρια Αυστραλίας), τους καλμάρισε και απομάκρυνε το ενδεχόμενο μιας οδυνηρής κλήσης. Μετά τις σχετικές νουθεσίες και τα λεκτικά "μαστιγώματα" που δέχτηκα, συνέχισα τον δρόμο μου σε ρυθμούς χελώνας και με την ψυχολογία στα τάρταρα…

Σχετικά με την αυστηρή αστυνόμευση των δρόμων και την αδιαλλαξία των Αρχών απέναντι στις όποιες παραβατικές συμπεριφορές των Αυστραλών οδηγών, είχε φροντίσει να με ενημερώσει (και να με προειδοποιήσει φυσικά) ο Ελληνο-Αυστραλός δημοσιογράφος και φίλος Δημήτρης Καμετόπουλος. Μόνιμος κάτοικος Sydney και κάτοχος μιας Suzuki GSX-R1000 K8, ο Δημήτρης (όπως και αρκετοί άλλοι συνειδητοποιημένοι ντόπιοι μοτοσυκλετιστές) ήταν αγανακτισμένος με την αυστηρότητα και την παράνοια των νόμων, όσον αφορά την οδήγηση μοτοσυκλέτας στους δρόμους της Αυστραλίας. Πριν ακόμα "βάλω ρόδα" στην Αυστραλία, μέσω της ιστοσελίδας www.trellamotorcycles.blogspot.com.au που διαχειρίζεται ο ίδιος, είχα την ευκαιρία να συλλέξω χρήσιμες οδικές πληροφορίες και να ενημερωθώ για τις δραστηριότητες της πολυπληθέστατης μοτοσυκλετιστικής κοινότητας του Sydney.

Μάλιστα, στα πλαίσια του ταξιδιού μου στην Αυστραλία, ο Δημήτρης (με την ιδιότητα του ραδιοφωνικού παραγωγού-δημοσιογράφου) μου πήρε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε ζωντανά από την συχνότητα του Ελληνικού Προγράμματος της Κρατικής Ραδιοφωνίας Αυστραλίας (SBS), μια εβδομάδα πριν την άφιξή μου στο Sydney. Ενώ παράλληλα, μ’ ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην ελληνική εφημερίδα "Cosmos" του Sydney, ο αεικίνητος συνάδελφος ενημέρωνε τους ομογενείς για το επικείμενο ταξίδι μου με την μαύρη KTM στο μακρινό νησί της Ωκεανίας.

Μόνο στο Sydney υπάρχουν περίπου 200.000 Έλληνες, σε σύνολο 750.000 που βρίσκονται σκορπισμένοι σ’ όλη την Αυστραλία

 

Καταραμένα capital controls

Είχαν περάσει περίπου δυο βδομάδες από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αυστραλία. Διατρέχοντας την απόσταση των 480 χιλιομέτρων που χώριζαν την πόλη Broken Hill από την Port Augusta (της πολιτείας South Australia), είχα πλέον εγκλιματιστεί στους ρυθμούς της τοπικής καθημερινότητας και όλα φαίνονταν να είναι under control. Μέχρι που εκείνο το αλησμόνητο πρωινό ανακάλυψα έντρομος ότι οι πιστωτικές κάρτες που είχα μαζί δεν δούλευαν, ήταν άχρηστες. Η αιτία; Μα φυσικά, τα περίφημα capital controls των ελληνικών τραπεζών...

Στην αρχή πίστεψα πως επρόκειτο για σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σύντομα όμως προσγειώθηκα στην απίστευτη πραγματικότητα. Μια δυσάρεστη, όσο και απρόβλεπτη οικονομική-πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα, είχε ως συνέπεια να ξεμείνω από χρήμα, εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου. Για τις επόμενες τρεις βδομάδες, μέχρι να ξεμπλοκαριστούν οι πιστωτικές κάρτες και να γίνονται ξανά αποδεκτές από το τοπικό τραπεζικό σύστημα (έστω και με μειωμένο πιστωτικό όριο) τα "είδα όλα". Βρέθηκα ξαφνικά με ελάχιστα μετρητά πάνω μου, ενώ δεν είχα καμία αξιόπιστη ενημέρωση (από την Ελλάδα) για το πότε θα άρχιζαν να επαναλειτουργούν οι πιστωτικές κάρτες.

Μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο να εγκλωβιστώ επ’ αόριστον στην μέση της Αυστραλίας (μην ξεχνάτε ότι η μοτοσυκλέτα καταναλώνει βενζίνη και ο αναβάτης χρειάζεται τροφή), στράφηκα αναγκαστικά στους συγγενείς μου. Ευτυχώς, η απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια βρήκε αμέσως ανταπόκριση. Έτσι, σε χρόνο dt καταστρώσαμε ένα "Plan B" για να αντιμετωπίσουμε την επερχόμενη χρεωκοπία μου…

Οι συγγενείς μου, όπου είχαν γνωστούς και φίλους πάνω στην ρότα της διαδρομής μου, επικοινώνησαν μαζί τους και ζήτησαν την βοήθειά τους. Έτσι, σύντομα μου στάλθηκε ένα e-mail με ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανθρώπων στις πόλεις Alice Spring, Darwin, Broome, Perth και Adelaide, όπου μπορούσα να απευθυνθώ για ζεστά, κολλαριστά δολάρια (δανεικά φυσικά). Το μόνο που είχα να κάνω επιστρέφοντας στο Sydney ήταν να αθροίσω τα ποσά που θα είχα δανειστεί και θα τα έδινα στους συγγενείς μου -αυτοί θα φρόντιζαν για τα περαιτέρω.

 

Ζωή κάτω από τη γη

Αποχαιρετώντας την παραθαλάσσια πόλη Port Augusta, έστριψα το τιμόνι της μαύρης ΚΤΜ βόρεια, με κατεύθυνση το εσωτερικό της χώρας –αρχικός προορισμός η υπόσκαφη πόλη Coober Pedy, 530 χλμ. μακριά. Οικοδεσπότης μου ο ευθυτενής οδικός άξονας Stuart Highway που τέμνει την Αυστραλία στην μέση, ενώνοντας τα νότια της χώρας με τον μακρινό βορρά.

Οδοιπορώντας πάνω στο ασφάλτινο ίχνος του Stuart Hwy, θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ένα διαφορετικό πρόσωπο της αυστραλιανής γης. Εδώ απλώνεται η τεράστια κόκκινη έρημος της αυστραλιανής ενδοχώρας. Μέσα στις επόμενες μέρες θα επισκεπτόμουν τα χαρακτηριστικότερα αστικά κέντρα της Outback (Alice Spring, Tennant Creek, Coober Pedy, Barrow Creek, Katherine, Port Augusta) και θα γνώριζα μερικά από τα πιο θαυμαστά "καπρίτσια" της τοπικής φύσης (Ayers Rock, Kata Tjuta, Devil’s Marbles).

Ο συγκεκριμένος δρόμος (μήκους 2.700 χλμ.) που ξεκινά από την Port Augusta και καταλήγει στην πόλη Darwin, χαράχτηκε πάνω στην πρωτότυπη διαδρομή του πρωτοπόρου Άγγλου εξερευνητή John McDouall Stuart. Ξεκινώντας από την Port Augusta στις 11/2/1861, ο John McDouall Stuart κατάφερε να φτάσει στην περιοχή της σημερινής πόλης Darwin στις 24/7/1862, για να γίνει έτσι ο πρώτος λευκός που διέσχισε επιτυχώς την αυστραλιανή ήπειρο, από το νότο προς το βορρά.

Με αφετηρία λοιπόν την Port Augusta, ξεκίνησα κι εγώ να καταγράφω με την μαύρη ΚΤΜ την επική πορεία του θαρραλέου εξερευνητή. Η παρουσία ενός επίπεδου σεληνιακού τοπίου χαρακτήριζε το μεγαλύτερο μεγάλο μέρος της διαδρομής Port Augusta-Coober Pedy, ενώ η μικρή κωμόπολη Woomera ήταν η μικρή όαση ανεφοδιασμού που τόσο είχα ανάγκη ο δίτροχος ταξιδιώτης του Stuart Hwy.

Η Coober Pedy των 4.000 κατοίκων πήρε το όνομά της από τη λέξη των ιθαγενών Kura-Pit (σημαίνει "λευκός άνθρωπος στην τρύπα") και θεωρείται η παγκόσμια πρωτεύουσα του οπαλίου. Από το 1915 που ανακαλύφθηκαν τυχαία τα πρώτα κοιτάσματα οπαλίου στην περιοχή από τον δεκατετράχρονο Willie Hutchison (το όνομά του έχει δοθεί στον κεντρικό δρόμο της πόλης), πλήθος κόσμου άρχισε να συρρέει εδώ, στο "El Dorado" της Outback, για να συναντήσει το όνειρό του!

Εξαιτίας όμως των ακραίων κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν (μέχρι 50ο C το καλοκαίρι, κάτω του μηδενός τις νύχτες του χειμώνα), οι οπαλορύχοι λάξευσαν στα σπλάχνα της γης σπίτια, αποθήκες, ακόμα και εκκλησίες! Η Coober Pedy αναδείχθηκε σταδιακά σε μια μοναδική υπόγεια πολιτεία, που έχει να επιδείξει σήμερα πάμπολλα υπόγεια ξενοδοχεία, καταστήματα πώλησης οπαλίου, μουσεία οπαλίου, κατακομβικές εκκλησίες, αλλά και τουριστικά ορυχεία.

Ως γνωστόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω… Στην περίπτωση πάντως της υπόσκαφης Coober Pedy, τους βρήκα κυριολεκτικά κάτω από την επιφάνεια της γης! Παρόλο που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 υπήρχαν εδώ περισσότεροι από 1.500 Έλληνες οπαλορύχοι που έσκαβαν τα σωθικά της άγονης αυστραλιανής γης, η ελληνική κοινότητα του Coober Pedy παραμένει ακόμα δραστήρια με ενεργή παρουσία στην τοπική κοινωνία. Αν κι έχουν παραμείνει στην πόλη περίπου 80-100 ομογενείς, τα μέλη της ελληνικής κοινότητας συνεχίζουν να συναθροίζεται κάθε Πέμπτη στο ιδιόκτητο οίκημα της κοινότητας, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου.

Ο Λευτέρης Ράικος, ο Γιώργος Σίμος, ο Γιώργος Κοτσής και ο Δημήτρης Σουλεΐδης ήταν μερικοί από τους Έλληνες της Coober Pedy που είχα την τύχη να γνωρίσω. Άνθρωποι ζεστοί και φιλικοί, με τουλάχιστον 3-4 δεκαετίες παρουσίας στην πόλη του οπαλίου, άνοιξαν με χαρά την αγκαλιά τους και με ξενάγησαν στην δική τους Coober Pedy μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα. Ειλικρινά τους ευγνωμονώ….

Ως γνωστόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω…

 

Στην (κόκκινη) καρδιά της Αυστραλίας

Επόμενος προορισμός το πιο διάσημο μνημείο της αυστραλιανής φύσης. Ο μονολιθικός βράχος Uluru–Ayers Rock με περίμενε 730 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Coober Pedy. Με μια μικρή παράκαμψη 240 χιλιομέτρων από την τροχιά του Stuart Hwy, η ΚΤΜ φρενάρισε δυνατά μπροστά στον μεγαλύτερο μονολιθικό βράχο του κόσμου, που δεσπόζει στα όρια του Εθνικού Πάρκου "Uluru–Kata Tjuta National Park".

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η μεγάλη κόκκινη καρδιά της Αυστραλίας είναι ηλικίας 65.000.000 ετών. Έχοντας διάμετρο 9,4 χιλιόμετρα και ύψος 348 μέτρα, ο γρανιτένιος βράχος της Αυστραλίας ξεπροβάλλει κατά τρόπο συναρπαστικό στη μέση του πουθενά και με εντυπωσίασε με τις καφεκόκκινες χρωματικές εναλλαγές του –ειδικά την ώρα του δειλινού, ο βράχος έπαιρνε τις πιο όμορφες αποχρώσεις του. Αυτό πάντως που αντίκριζα εκστασιασμένος αντιπροσώπευε μόλις το 1/3 του συνολικού όγκου του τεράστιου μονόλιθου, αφού τα υπόλοιπα 2/3 βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της κοκκινωπής γης.

Ευτυχώς που είχα εκ των προτέρων μεριμνήσει να κλείσω (μέσω ιντερνέτ) ένα υποτυπώδες κατάλυμα στον καταυλισμό Yulara, μιας και η πληρότητα εδώ αγγίζει –όλο τον χρόνο– το 100%. Και φυσικά, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών στα ύψη: για ένα μονό κρεβάτι (dormitory) σε οκτάκλινο δωμάτιο πλήρωσα 40 δολάρια, για την είσοδο στο Εθνικό Πάρκο κατέβαλα 35 δολάρια, η μικρή Coca-Cola κόστιζε 4 δολάρια, πλήρωσα 11 δολάρια για ένα απαράδεκτο πιάτο fish & chips, ενώ αποκορύφωμα της ληστείας ήταν η τιμή των καυσίμων. Στο μοναδικό πρατήριο που υπήρχε εντός του Εθνικού Πάρκου, ένα λίτρο βενζίνης κόστιζε 2,10 δολάρια -στα αστικά κέντρα, η μέση τιμή της βενζίνης ήταν 1,35 δολάρια το λίτρο και στα απομονωμένα roadhouses της Outback άγγιζε τα 1,80.

Τρεις μέρες παρέμεινα στο "Uluru–Kata Tjuta National Park" (το κάμπνιγκ στα όρια του Εθνικού Πάρκου απαγορεύεται αυστηρά). Αν και χειμώνας, οι θερμοκρασίες ήταν ανεκτές για μοτοσυκλέτα (10ο C – 18ο C) και ιδανικές για πεζοπορία. Εδώ είχα πολλά να κάνω. Την πρώτη μέρα, εφοδιασμένος με νερό και πολύ κουράγιο επιχείρησα μια πεντάωρη εξερευνητική πεζοπορία περιμετρικά του μονολιθικού Uluru, ενώ το ίδιο απόγευμα επισκέφθηκα το πολιτιστικό κέντρο των Αβοριγίνων Anangu "Uluru–Kata Tjuta Cultural Centre". Εδώ ενημερώθηκα για την πολιτιστική παράδοση, τη ζωή και τη φιλοσοφία των ιθαγενών Anangu, όπως και για την σημασία που έχει ο κόκκινος ιερός βράχος στις λατρευτικές δοξασίες τους.

Εκτός από τον επιβλητικό μονόλιθο, στα όρια του "Uluru–Kata Tjuta National Park" υπήρχε επίσης μια εντυπωσιακή συνάθροιση μικρότερων βράχων (55 χιλιόμετρα δυτικά του Ayers Rock), τα Olgas. Στην γλώσσα των Αβοριγίνων τα Olgas ονομάζονται Kata Tjuta, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει "Πολλά Κεφάλια" Πρόκειται για μια περιοχή εξίσου σημαντική και ιερή για τους Αβοριγίνες Anangu (όπως είναι άλλωστε και ο βράχος Uluru), την οποία φυσικά δεν παρέλειψα να επισκεφθώ με την μοτοσυκλέτα –την δεύτερη μέρα της παραμονής μου. Την τρίτη μέρα, μόνο μπύρες και ραστώνη μπροστά στην οθόνη του laptop. Όχι σέλα, όχι χιλιόμετρα…

 

Χωμάτινη περιπέτεια

Το θερμόμετρο της μοτοσυκλέτας έδειχνε μόλις 2ο C όταν αποχαιρετούσα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό την τεράστια πέτρινη καρδιά της Αυστραλίας. Με νωπή την ανάμνηση του τεράστιου μονολιθικού βράχου, η επιστροφή και πάλι στο Stuart Hwy ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να συνεχίσω το ταξίδι μου. Το κοντέρ της μοτοσυκλέτας είχε πλέον καταγεγραμμένα τα πρώτα 3.500 χιλιόμετρα του "Australian Tour 2015".

Μετά από 240 χιλιόμετρα διαδρομής συνάντησα και πάλι τον οδικό άξονα Stuart Hwy, που ανέλαβε κατόπιν να οδηγήσει την μαύρη ΚΤΜ 1050 και τον σκονισμένο αναβάτη της στον μακρινό βορρά. Με ενδιάμεσους σταθμούς τις πόλεις Alice Springs, Tennant Creek και Katherine, ήθελα μόλις 1.650 χιλιόμετρα για να βάλω ρόδα στην πόλη Darwin.

Οδηγώντας για ακόμα μια μέρα πάνω στον Stuart Hwy, τα χιλιόμετρα στο ταξίδι της αφιλόξενης Outback περνούσαν αργά και βασανιστικά. Οι ασφάλτινες ευθείες που χάνονται στο βάθος του ορίζοντα με τραβούσαν βαθειά μέσα σ’ έναν κόσμο αφόρητης μοναξιάς και απελπιστική απεραντοσύνη, ενώ κατά παράδοξο τρόπο, κάποιες τετριμμένες ταξιδιωτικές συνήθεις είχαν αποκτήσει μια άλλη διάσταση στο μονότονο ταξίδι της αυστραλιανής ενδοχώρας.

Η στάση για μια φωτογραφία, ο ανεφοδιασμός σε βενζίνη, η προσπέραση ενός Road Train (η νταλίκα της Outback που ξεπερνά σε μήκος τα 50 μέτρα), η γουλιά του ζεστού καφέ, η γνωριμία και η συνομιλία με τους άλλους ταξιδιώτες του δρόμου... Όλα τούτα λειτουργούσαν ως μια αναγκαιότητα για να αντέξω στη ψυχολογική πίεση της καταραμένης μοναξιάς. Και τελικά τα κατάφερα… Λίγο πριν πέσω σε βαθειά κατάθλιψη, αντίκρισα με ανακούφιση τα πρώτα σπίτια της πόλης Alice Springs –βρισκόμουν πλέον στα όρια της πολιτείας Northern Territory.

Η πόλη Alice Springs, ένα αναπτυσσόμενο αστικό κέντρο της κεντρικής Αυστραλίας, ιδρύθηκε το 1888 και φιλοξενεί σήμερα περίπου 25.000 κατοίκους. Για την πλειοψηφία των ταξιδιωτών, η Alice Springs αντιπροσωπεύει έναν σταθμό ανασυγκρότησης πριν ή μετά από μια πολυήμερη περιπλάνηση στην αχανή Outback. Αυτό ακριβώς το ρόλο διαδραμάτισε και για μένα η Alice Springs.

Επειδή κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνώρισε την Αυστραλία αν δεν περιπλανηθεί και ζήσει για μερικές έστω μέρες στην Outback, θέλησα κι εγώ να βιώσω την απόλυτη περιπέτεια της ερήμου. Έχοντας εφοδιαστεί επαρκώς σε καύσιμα, τρόφιμα και νερό, σχεδίασα και πραγματοποίησα μια εξόρμηση αποκλειστικά σε χώμα, καλύπτοντας μια απόσταση 800 χιλιόμετρα περιμετρικά της Alice Springs.

Με σύμμαχο τις χαμηλές θερμοκρασίες του αυστραλιανού χειμώνα (το καλοκαίρι η θερμοκρασία εδώ ξεπερνά τους 47ο C, καθιστώντας απαγορευτική μια παρόμοια μοτο-εξόμηση), βίωσα την δική μου χωμάτινη περιπέτεια στην καρδιά της Outback. Ξορκίζοντας κάποιες αδιόρατες φοβίες μου, για τρεις μέρες "συνομιλούσα" καθημερινά με την τοπική φύση, διασκέδαζα με τις χωμάτινες δυνατότητες της μαύρης Adventure 1050 και τα βράδια έστηνα την σκηνή μου στην μέση του πουθενά, με μόνη συντροφιά μου τον έναστρο ουρανό της Outback. Ήταν μια πραγματικά ανεπανάληπτη εμπειρία ζωής…

Επιστρέφοντας στην Alice Springs, και πριν συνεχίσω την πορεία μου πάνω στον Stuart Hwy, έπλυνα επειγόντως την μοτοσυκλέτα (που είχε μεταμορφωθεί σε μια κατακόκκινη μάζα με ρόδες) και εγώ μπήκα ολόκληρος στο… πλυντήριο για να ξεβρωμίσω!

 

Ψυχολογικά τραύματα

Κρυφό όνειρο όλων των Αυστραλών οδηγών είναι να οδηγήσουν στην επικράτεια της πολιτείας Northern Territory. Ο λόγος δεν είναι φυσικά το αυξημένο όριο ταχύτητας που έχει θεσπίσει η βόρεια πολιτεία της Αυστραλίας (130 km/h). Το όνειρο έχει όνομα και λέγεται "Open Speed Zone". Σε κάποια επιλεγμένα και σηματοδοτημένα κομμάτια του Stuart Hwy, δεν υπάρχει όριο ταχύτητας και ο κάθε πικραμένος μπορεί να καρφώσει την βελόνα του κοντέρ στο τελευταίο νούμερο του οργάνου… "Open Speed Zone" λοιπόν: μια γερή δόση "πρέζας" για τους στερημένους Αυστραλούς οδηγούς, ένα αδιάφορο μέτρο για μας τους χορτασμένους Ευρωπαίους…

Ο Τροπικός του Αιγόκερου με καρτερούσε λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Alice Springs, στην διαδρομή προς την πόλη Tennant Creek –με τη νοητή υπέρβαση του, βρέθηκα από την εύκρατη στη διακεκαυμένη ζώνη. Οι αναμνηστικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο είχαν ως κύριο θέμα τη μοτοσυκλέτα και τον αναβάτη της, που πόζαραν όλο καμάρι μπροστά στο σχετικό μνημείο.

Περίπου 80 χιλιόμετρα πριν την Tennant Creek, η επόμενη στάση που πραγματοποίησα αφορούσε την γνωριμία με τον υπέροχο πέτρινο κόσμο των Devil’s Marbles. Μέσα στο ερημικό τοπίο της Outback, αμέτρητοι κόκκινοι γρανιτένιοι ογκόλιθοι σε ακανόνιστους σωρούς απλώνονταν σε μεγάλη έκταση, συνιστώντας ένα εξωπραγματικό θέαμα.

Εδώ συνάντησα και τον σαρανταπεντάχρονο Jerry με το ποδήλατό του, που είχε κατασκηνώνει από το προηγούμενο βράδυ. Με κέρασε καφέ κι εγώ έβαλα την παρέα – "δικυκλιστική" αλληλεγγύη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο Jerry μου άνοιξε αμέσως την καρδιά του. Ίσως επειδή ο πατέρας του δίδασκε αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Sydney. Εδώ και δυο χρόνια, ο Jerry ταξίδευε με το ποδήλατό του στην Αυστραλία. Είχε παραιτηθεί από τον αυστραλιανό στρατό (υπηρετούσε ως μόνιμος υπαξιωματικός), αφού δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το σοκ που υπέστη στο Αφγανιστάν, όταν μπροστά στα μάτια του οι δυο κολλητοί του σκοτώθηκαν από έναν βομβιστή αυτοκτονίας –ο ίδιος γλίτωσε από θαύμα. Παρά την ψυχολογική στήριξη που είχε, ο Jerry προτίμησε να βυθιστεί μέσα στις αναμνήσεις του, παράτησε τελικά τα πάντα και ξεκίνησε να ταξιδεύει με το ποδήλατό για να αναθεωρήσει την ζωή του και να ξεχάσει. Καλή συνέχεια Jerry…

Καθοδόν όμως για την Tennant Creek, δεν ξέρω γιατί, μια μικρή απορία με ταλάνιζε: "Εντάξει Jerry, σε καταλαβαίνω και σέβομαι το πρόβλημα και την προσωπικότητά σου. Όμως, για τα σωματικά και ψυχολογικά τραύματα των άμαχων Αφγανών, που χρόνια τώρα ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται από δήθεν λάθη των Συμμαχικών Δυνάμεων, έχει νοιαστεί ποτέ κανείς;"

Στο "Top End" της Αυστραλίας

Ο Νικ Χαλκίτης που καθόταν απέναντί μου και πίναμε τις μπύρες μας, εκτός από αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της πόλης Darwin, ήταν επίσης οδηγός αγώνων Sprintcars (το μονοθέσιο όχημα που οδηγεί έχει περίπου 680 ίππους) και λάτρης των δυο τροχών (στο γκαράζ του είχε μια συλλεκτική Ducati 1198 και μια Harley-Davidson Ultra Glide). Ανταποκρινόμενος άμεσα στο τηλεφωνικό μου κάλεσμα, ήρθε να με συναντήσει σε μια παμπ στο κέντρο της πόλης, καθώς ήθελε οπωσδήποτε να με γνωρίσει.

Αυτό που άρεσε υπερβολικά στον Νικ ήταν η ελληνική σημαία που κοσμούσε το κράνος μου –ήθελε κι εκείνος να προβάλλει με τον ίδιο τρόπο (μέσα από τους αγώνες) την εθνική του καταγωγή: "Νικ, όταν με το καλό έρθεις του χρόνου στην Ελλάδα, φέρε μαζί το κράνος σου και θα το κάνουμε έργο τέχνης, ελληνικό…"

Τι άλλο μονοπώλησε την συζήτησή μας, εκτός από το κοινό πάθος για τις ρόδες; Μα φυσικά η παρουσία των Ελλήνων στην Darwin, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της πολιτείας Northern Territory (γνωστή κι ως "Top End"). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Νικ, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν εδώ στις αρχές του 20ου αιώνα (προερχόμενοι κυρίως από την Κάλυμνο και το Καστελλόριζο), ήταν έμπειροι δύτες-σφουγγαράδες και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την κερδοφόρα –αλλά αρκετά επικίνδυνη– αλιεία των λευκών μαργαριταριών από τα βάθη του ωκεανού.

Σήμερα περίπου 10.000 ομογενείς διαμένουν στην πρωτεύουσα Darwin, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων κατάγεται από την Κάλυμνο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Darwin και η Κάλυμνος είναι αδελφοποιημένες πόλεις, ενώ το άγαλμα μιας Καλύμνιας κόρης που κοσμεί τον κεντρικό πεζόδρομο της Darwin αποτελεί την απόδειξη των στενών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των δυο εθνοτήτων.

Ό,τι γλίτωσε από τις βόμβες των ιαπωνικών πολεμικών αεροπλάνων το 1942, το αποτελείωσε ο καταστροφικός κυκλώνας Tracy το 1974. Αναφέρομαι φυσικά στην Darwin, μια αναπτυσσόμενη και ευημερούσα πόλη της Βόρειας Αυστραλίας, που απολαμβάνει ένα ζεστό τροπικό κλίμα όλες τις μέρες του χρόνου και ομορφαίνει με υπέροχα ηλιοβασιλέματα τη ζωή των 110.000 κατοίκων της. Εδώ, το πάλλευκο κτίριο του Κοινοβουλίου, η παραθαλάσσια περιοχή Waterfront με τα μοδάτα καφέ και εστιατόρια, το Συνεδριακό Κέντρο και μια φάρμα κροκοδείλων έγιναν ψηφιακές αναμνήσεις στην κάρτα της φωτογραφικής μηχανής μου.

Προορισμός η Δύση

Με την άφιξή μου στην Darwin, η μοτοσυκλέτα είχε καταγράψει 5.950 χιλιόμετρα από την αρχή του ταξιδιού και ο υδράργυρος είχε πλέον σκαρφαλώσει στους 30ο C. Τέλος τα ισοθερμικά ρούχα, τα γάντια και η κουκούλα. Στην Βόρεια Αυστραλία έχουν αιώνιο καλοκαίρι κι αυτό μου άρεσε πολύ…

Έπρεπε όμως να φύγω, δυτικά… Επόμενος προορισμός η παραθαλάσσια πόλη Broome στις βορειοδυτικές ακτές της Αυστραλίας (2.100 χλμ. μακριά). Με Δούρειο Ίππο την διαδρομή Darwin–Katherine–Kununurra–Broome ξεκίνησα νωρίς εκείνο το πρωινό…

Επιστρέφοντας ξανά στην πόλη Katherine, έριξα "άγκυρα" για δυο μέρες. Ο λόγος ήταν το παρακείμενο Εθνικό Πάρκο "Nitmiluk National Park". Οι καταρράκτες Edith Falls και το φαράγγι Katherine Gorge αποτελούν εδώ τα θεαματικότερα αξιοθέατα της φύσης και προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες. Μου ήταν φυσικά αδιανόητο να μην δηλώσω κι εγώ παρών…

Η διαδρομή Katherine–Kununurra–Broome (1.800 χιλιόμετρα) έγινε κατά το 1/3 πάνω στην χωμάτινη αρτηρία Gibb River Road και τα υπόλοιπα 2/3 στον ασφάλτινο οδικό άξονα Great Northern Hwy. Εξυπακούεται ότι μεγάλο κομμάτι της χωμάτινης διαδρομής ακολουθούσε τις όχθες του ποταμού Gibb River και χρειάστηκα δυο μέρες για να την διατρέξω, έχοντας φυσικά μαζί μου όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις επιβίωσης (τρόφιμα, νερό, βενζίνη, σκηνή).

Αυτό πάντως που δικαιολογημένα προκαλούσε την απορία και τον θαυμασμό μου σ’ όλη την Βόρεια Αυστραλία, ήταν οι ιδιότυπες τερμιτοφωλιές, που τις συναντούσα με απίστευτη συχνότητα και σε μια απίστευτη ποικιλία μεγεθών –σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούσαν σε ύψος το ανάστημά μου. Με την περιέργεια μικρού παιδιού, ακουμπούσα και εξέταζα έκπληκτος τις παράξενες κατασκευές των τερμιτών, που ήταν έτσι φτιαγμένες για λόγους προστασίας από τις ιδιάζουσες καιρικές συνθήκες και τους εξωτερικούς εισβολείς.

Επρόκειτο για ακόμα μια σπάνια ιδιαιτερότητα του τοπικού οικοσυστήματος, που είχε καταφέρει να παραμείνει παρθένο για χιλιετίες ολόκληρες. Σ’ αυτό βοήθησε το γεγονός ότι πριν από 65.000.000 χρόνια η Αυστραλία αποσπάστηκε από την αρχαία ενιαία ήπειρο (Παγγαία) και απομονώθηκε στο νότιο ημισφαίριο της γης, περικυκλωμένη από τις μεγάλες ωκεάνιες μάζες. Αυτή η εξέλιξη λειτούργησε καθοριστικά στην ανάπτυξη και διατήρηση ενός ξεχωριστού οικοσυστήματος, με μοναδικά στον κόσμο είδη όπως τα αξιολάτρευτα κοάλα και τα άτακτα καγκουρό…

διαβάστε το Μέρος Β'

του Κωνσταντίνου Μητσάκη  φωτό: του ιδίου

Ετικέτες

#MENOUMESPITIMEMOTO - Ναυαγός στον Ορυζώνα - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Ιστορίες του Στούκερμαν...
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

17/3/2020

Ναυαγός στον Ορυζώνα

Πυρίπους Στούκερμαν ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,

Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,

Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ...

 

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

 

... από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο.

 

Μεσοκαλόκαιρο στην έρημο της Αριζόνας και οι αντικατοπτρισμοί, λίμνες με κρύα νερά σαν ξαπλωμένες Σειρήνες που σε καλούν λικνιζόμενες στο φως απέραντων οριζόντων κόκκινης άμμου, ροζ μεγαλιθικά δάχτυλα που υψώνονται δείχνοντας επίμονα κάτι φανταστικό στον άδειο ουρανό, και κάκτοι της Άγριας Δύσης που σκύβουν και υποκλίνονται καθώς προσπερνάς να σου βγάλουν το καπέλο, είναι σχήματα που δεν μπορείς να πεις αν πράγματι υπάρχουν ή αν υπήρξαν ποτέ. Ντάλα μεσημέρι με σταθερή πορεία στους 49 βαθμούς Κελσίου ακόμα και τα άλλοτε σίγουρα σημεία αναφοράς, τα όργανα της μοτοσυκλέτας, φαντάζουν σαν χυμένα ρολόγια του Νταλί που μετρούν υγρά χιλιόμετρα και ιδρωμένες στροφές.

Στις γκαλερί τέχνης το μάθημα ελευθερίας του σουρεαλισμού ποτέ δεν το αισθάνεσαι στο πετσί σου. Αφηρημένες καταπιεστικές έννοιες όπως “υπερδύναμη”, “πόλεμος”, “υπερκαταναλωτισμός”, “ρουτίνα”, “αφεντικό”, “μελαχροινή από του Ζωγράφου”, δεν αντιπαλεύονται με άλλες αφηρημένες έννοιες. Εκεί είναι που γιατρεύει η έρημος. Αλλά πώς φτάνει κανείς εκεί;

Οι ρέιντζερς τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων...

 

Αν κάνεις κάτι, καν’ το με στυλ. Πάρε μιαν εντούρο του λίτρου, γλυπτό σε γυμνό μέταλλο μασίφ να θυμίζει δεκαθλητή που έχει καταπιεί δυό κουβάδες αναβολικά, φόρτωσέ τη μισό βαρέλι βενζίνη και εφόδια εκστρατείας, κι από μια πόλη-ξέφτι του πολιτισμού ξεκίνα να τη λιώσεις μια βδομάδα τέρμα γκάζι σε κάποιον ημίρευστο ασφάλτινο διαπολιτειακό που κάποτε έρχεται να σβήσει οριστικά μεσ’ την παχειά καυτή άμμο. Πάρε κι έναν τύπο σαν τον Στούκερμαν, που ψοφάει να ντύνεται σα ναυαγός, και δώστου μιαν αγκαλιά στρατιωτικούς χάρτες κι έναν ψίθυρο στ’ αυτί κάτι να ψάξει. Αν είσαι στον Πειραιά, χρειάζεσαι γιατρό. Αν βρίσκεσαι στην μεσοδυτική Αμερική, you have a story.

Όποιος αγοράζει τέτοια μοτοσυκλέτα πρέπει απαραίτητα να διαθέτει και μια κοσμοθεωρία. Να πιστεύει σε κάτι. Ένας πιστεύει στο Θεό, άλλος πιστεύει ότι πρέπει να παραγγείλει άλλη μια μπύρα. Αν είσαι ο Στούκερμαν, έχεις πιστέψει τον Κεφαλονίτη αρχαιολάτρη ζητιάνο που χρόνια τώρα κάνει πιάτσα στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στις παρκαρισμένες μοτοσυκλέτες του ΜΟΤΟ, και ο οποίος σου έχει σφυρίξει την ιδέα ότι οι ινδιάνοι Νavajos είναι λέει ψυχή μου με το συμπάθειο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι πολύ πριν εκείνες τις αγριοαδερφάρες τους Βίκινγκς και τη μισοριξιά τον Κολόμβο, διέσχισαν τον Ατλαντικό πρώτοι και ναυάγησαν στις ακτές της Αμερικής.

Ναυαγός. Δηλαδή Navajos.

Θεωρία απλή, του δρόμου, όπως όλες οι μοιραίες θεωρίες αυτού του κόσμου, μόνο που ο ορίτζιναλ ζητιάνος μπορεί να έχει χάσει πραγματικά το φως του και κάποιος πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Ο Νορβηγός Θωρ Χέιερνταλ που το 1947 είχε διαπλεύσει με σχεδία τον Ειρηνικό για ν’ αποδείξει τη δυνατότητα εποικισμού της προϊστορικής Πολυνησίας από την ανατολική Νότιο Αμερική, είχε καθελκύσει το καλαμένιο του Kon Tiki. Ο Δαρβίνος το 1853 είχε μπαρκάρει στο Beagle. Ήταν Ιούνιος όταν ο Στούκερμαν είχε απλώς σηκώσει το τηλέφωνο, και αλλάζοντας τη φωνή είχε ζητήσει από τον πιό όμορφο διευθυντή της ΒΜW μια ολοκαίνουργια R1150GS Αdventure.

Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.”

Ο Ζαμπέτογλου είπε: “Καρντάσι, έχω μια κουβέρτα του στρατού να σε δώκω.”

Ο Θεοδωράκης είπε: “Πάρε κι ένα πολύ φαρδύ κατσαβίδι μαζί. Θα σου χρειαστεί.”

Η στυφοκυδώνα η γραμματέφς του γενικού έφορου αρχαιοτήτων Ακροπόλεως είπε: “Τελικά ο κύριος γενικός συμφώνησε να σας δεχθεί, αλλά όχι πριν τον χειμώνα του δύο χιλιάδες εκατόν σαράντα έξι.”

Ο Χατζάρας, που καταλαβαίνει από τέχνη και κβαντομηχανική, ανέβασε τα πόδια στο γραφείο, φύσηξε αργά δεκατρία παχειά δαχτυλίδια καπνού από την πουράκλα του, και κοιτάζοντας στο κενό έξω από το παράθυρο είπε: “Γουστάρω! Και μη δω κανέναν να γελάσει.. Χε, χε! Όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις έτσι ξεκίνησαν. Σύμφωνα με την Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σε συνάρτηση με το Διττεντροπικό Αξίωμα 441 του Πουανκαρέ περί μαθηματικώς ενδείξιμων παράλληλων συμπάντων, ο Στούκερμαν έχει ακριβώς τόσες πιθανότητες να βγάλει τη θεωρία σωστή όσες έχει κι ο οποιοσδήποτε αμφισβητίας αυτής της θεωρίας, εάν η θέση παρατήρησης του αμφισβητία τώρα ως παρατηρούμενης οντότητας στη διαλεκτική σχέση αμφισβήτησης παραμένει - και είναι σαφές ότι παραμένει! - τεχνικώς απροσδιοριστέα σε σχέση με την κατάσταση επακριβούς καθορισμού της θέσης που κάνει πιάτσα ο ζητιάνος.”

Ο Μαυράκης τότε βάρεσε την παλάμη στο μέτωπο και είπε: “Αααμμμμάάάάάννν!! Μέσα είσαι δικέ μου!!! Να ’ρθω και ’γω ρε;”

Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου.

Όπου το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο Αγγίζει τον Δίσκο του Ήλιου

Ήταν κοντά τρεις μήνες τώρα που ο δικός μας είχε αφήσει πίσω του και την τελευταία σιγουριά του highway, ακολουθώντας μια σειρά μονολιθικά δάκτυλα με γενική πορεία δυτικά-νοτιοδυτικά του Σάντα Φε. Σ’ εκείνο το σημείο οι τουριστικοί χάρτες έδειχναν μια περιχαρακωμένη περιοχή 16 εκατομμυρίων εκταρίων που χωράει πέντε Ελλάδες, αλλά άδεια από δρόμους, χωριά και άλλα σημεία αναφοράς, με την επισήμανση “Περιοχή Έθνους Νάβαχο”. Οι ρέιντζερς που τον σταμάτησαν στα σύνορα με αμφιβολίες για την αυτονομία της μηχανής και την ανυπαρξία σημειωμένων στο χάρτη βενζινάδικων, τον είχαν ειδοποιήσει ότι εισέρχεται με δική του ευθύνη σε περιοχή ημιαυτόνομη από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ένα έθνος προστατευμένο με δικό του σύνταγμα, νόμους και αστυνομία. Αλλά ο Στούκερμαν άνοιξε τις αλουμινένιες βαλίτσες στο πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας κι έδειξε τα τέσσερα μπετόνια βενζίνης που ανέβαζαν την αυτονομία στα 900+ χιλιόμετρα. Κι όταν του είπαν ότι η έρημος της Αριζόνας είναι “πιό έρημος από τις άλλες ερήμους” γιατί οι Νάβαχος είναι οι μοναδικοί Ινδιάνοι που έχουν την κουφή συνήθεια αντί για μπάφαλος να εκτρέφουν αιγοπρόβατα, χαμογέλασε με νόημα και τους άφησε στη σκόνη του. 

Στο πρώτο πουέμπλο που μπήκε μετά από τέσσερις μέρες στρωτό χωματόδρομο όπου ο αριστερός κύλινδρος άρχισε να του σιγοψήνει το πόδι, ένας νεαρός Ινδιάνος καθόταν έξω από το σαλούν κι έπινε μόνος παραμιλώντας. σε μιαν άγνωστη γλώσσα. Στο τραπέζι του δυό ντουζίνες άδεια μπουκάλια Μεξικάνικης μπύρας, κι ανάμεσά τους μια λαδόκολλα με καλοψημένα παϊδάκια. Ο Στούκερμαν πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και παράγγειλε χόρτα και τηγανητές πατάτες. Μετά άνοιξε ένα σάκκο κι έβγαλε ένα συντακτικό αρχαιοελληνικών, μια σιντιέρα με μικρά ηχεία, και μια νταμουτζάνα ρετσίνα να κεράσει. Με το που ήρθαν τα ραδίκια, έβαλε το “Ρίξε στο Γυαλί Φαρμάκι” του Αγγελόπουλου και τσούγκρισαν τα ποτήρια. Στο “Εγώ Δεν Έχω Βγάλει το Σκολείο” του Ζαμπέτα ο Ινδιάνος παράγγειλε κι άλλα παϊδάκια. Κι όταν στο απέναντι φαράγγι αντήχησε το “Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι”, ο Ινδιάνος, κομπλέ με κορακί μακρύ μαλλί, γυμνό στήθος και μοκασίνια, σηκώθηκε και χόρεψε μια ζεϊμπεκιά που θα τη χειροκρόταγε και η Μπέλλου.

Τα μεγαλιθικά τραπέζια του Monumental Valley είχαν βαφτεί χρυσοκόκκινα όταν ο Στούκερμαν χάθηκε σφαίρα πίσω τους, στ’ αυτιά του ανάμεσα στο βαρύ γουργουρητό του μπόξερ ν’ αντηχούν τα παράξενα λόγια του Ινδιάνου:
“Αϊ οο, άι οοοοο...,
Πυρίπους ατραπόν ζητήσει εφ’ ής χοροίσιν φάος γεγηρακός,
Έτεκεν δε Δείκτην Ευμέγεθόν τε και Δεινόν θιγγάνη αελίου κύκλος,
Ως τέλους σκιώδη καθεδείται γέρων-Κογιότ.
Γέρων-Κογιότ αυδεί οίσθ’ πέραν πολιού πόντου χειμερίω νότω γένους ναυαγών.
Αϊ οο, άι, άι οοοοο....
Παναπεί:
“Αϊ οο, άι οοοοο... [αμετάφραστο],
Το Ψημένο Πόδι θα κυνηγήσει το μονοπάτι που χορεύει το γερασμένο φως..
Κι όταν το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο αγγίξει τον δίσκο του ήλιου,
Στην άκρη της σκιάς του θα κάθεται το γέρο-Κογιότ.
Το γερο-Κογιότ θα μιλήσει τη γλώσσα της παλιάς αλήθειας,
Για το αρχαίο ταξίδι της φυλής των Ναυαγών.
Αϊ οο, άι, άι οοοοο....”
... ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα

 

Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο ή όχι, ο πρώτος φόβος του Στούκερμαν ήταν μη τυχόν και του πέσει το μηχανάκι. Στο Μεγκατέστ του καλοκαιριού τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα είχανε γράψει ότι άμα σου πέσει η - ξεφόρτωτη εκεί - Μπέμπα στις δροσερές φλαταδούρες μεταξύ Μετσόβου-Γρεβενών, είσαι κάτω του 1.80 και δεν έχεις τρία άτομα παρέα να σου τη σηκώσουν, την έχεις βάψει.. Κουβέντα οι μάγκες για το τι γίνεται άμα τελειώνεις στο 1.74, και το συνολάκι μηχανής-βενζίνης-φορτίου-αναβάτη φλερτάρει τον μισό τόνο πλέοντας μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, σε μια θάλασσα αφράτης άμμου και σε θερμοκρασίες που ξεχειλώνουν τα πλαστικά. Λέξη για την περίπτωση όπου πέρα από τους σκορπιούς, τους κροταλίες, τα κογιότ κι εκείνους τους παλιοχαραχτήρες τους γύπες που εμφανίζονται από το πουθενά άμα δουν να κάνεις στραβοτιμονιά και κλείσεις το γκάζι, έχεις παρέα μόνο τα ξασπρισμένα από τον ήλιο κρανία άλλων άτυχων ζώων που βρέθηκαν εκεί μόνα.

 

Όμως ως γνωστόν, πεπρωμένον ου φυγήν έχει. Την πρώτη φορά που το έχασε πήγαινε με καμμιά ογδονταριά σταθερά και βαριεστημένα, με τη ματιά για ώρες χαμένη γύρω στον ορίζοντα να ψάχνει τα σημάδια του Ινδιάνου. Όταν ξέθαψε τη μύτη του από την άμμο, ανακάλυψε ότι το τράβηγμα από το τιμόνι να τη σηκώσει ήταν σα να προσπαθείς να ξεριζώσεις τσιμεντοκολώνα με τα χέρια.

Αλλά αφού δάκρυσε από τα νεύρα του τραβώντας μάταια, κι ύστερα του στέρεψε το σάλιο στα παρακάλια “σήκω καλή μου να φύγουμε και νυχτώνει”, κατασκήνωσε και πέρασε τη βραδυά δίπλα στην ξαπλωμένη μηχανή. Και στο τουρτούρισμα του ξημερώματος κατέβασε ιδέα. Eίναι απλό: Βγάζεις το γείσο του κράνους και το φαρδύ κατσαβίδι του Θεοδωράκη και σκάβεις κάτω από την πεσμένη μηχανή, έτσι ώστε να γλυστρήσει και να πέσει όρθια μέσα στην τρύπα. Μπορεί βέβαια μετά να έχεις δημιουργήσει άλλο πρόβλημα (πώς θα τη βγάλεις από την τρύπα), αλλά έχεις όλο τον χρόνο να σκεφτείς τι σε περιμένει αν δεν τη βγάλεις, και τελικά το δεύτερο πρόβλημα αποδεικνύεται μικρότερο από το πρώτο.

... δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν

 

Ο δεύτερος φόβος ήρθε στην κατανόηση ότι ο τουριστικός χάρτης ήταν πλέον άχρηστος. Αυτό το εμπέδωσε εντελώς όταν έμεινε από βενζίνη έχοντας προσπεράσει χωριά που το φως τους τη νύχτα φαινόταν από πολύ μακρυά, προσπαθώντας με την πυξίδα να μείνει στην πορεία του “μονοπατιού που χορεύει το γερασμένο φως”. Για “μονοπάτι” βέβαια ούτε λόγος. Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από πολύχρωμα φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο. Απλώς έτρεχε γενικώς δυτικά, αφού μάλλον αυτό εννούσε ο Ινδιάνος με το “γερασμένο φως”. Κι ήταν δύσκολο να το δεχθεί, αλλά δυό βδομάδες μέσα στη γη των Ναυαγών δεν ήξερε πλέον πού βρισκόταν. Η τελευταία πινακίδα που συνάντησε έδειχνε βενζινάδικο στα 300 μίλια βόρεια, που σήμαινε ότι μόνο με τη μισή του αυτονομία και πάνω μπορούσε να βγει από την πορεία του και να πάει να βάλει βενζίνη, απ’ όπου όμως βέβαια θα ξαναγυρνούσε εκεί που ξεκίνησε όχι με περισσότερη από με τη μισή του αυτονομία. Δηλαδή δώρον άδωρον. Έτσι αποφάσισε να συνεχίζει δυτικά κι ο Θεός βοηθός. Όμως αν και είναι πολύ σέξυ να τρέχεις στην έρημο με προορισμό γενικώς γενικό, διανύοντας κατά μέσον όρο 300 χιλιόμετρα την ημέρα τα 30+24 λίτρα βενζίνης στραγγίζουν σε περίπου τρεις με τέσσερις μέρες πορεία. Μετά μένεις στη σιωπή της ερήμου ν’ ακούς τα τικ-τικ της μηχανής που κρυώνει και να βλέπεις τους γύπες από ψηλά να φωνάζουν και τους φίλους τους.

 

Έτσι αφού έθαψε τη μηχανή στην άμμο για να την κρύψει (στην έρημο μπορείς να κρύψεις κάτι μόνο κάτω από την έρημο), ο δικός μας βάδισε τέσσερα μερόνυχτα στο βαθύ ίχνος των τεράστιων τακουνιών του Continental Twinduro 150/70, ώσπου συνάντησε δύο νεαρούς Navajo πάνω σε άλογα. Αφού τους μέτρησε τις μύτες με βερνιέρο για σύγκριση αργότερα με την ανθρωπομετρία του Κανόνα του Φειδία, αυτοί έσκασαν στα γέλια γιατί δεν είχαν ιδέα ούτε τι είναι η Ελλάδα. Είχαν όμως και του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη. Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας “σχετικά σκληρή” (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου αλόγου και να του πουν για έναν παλιό σταθμό ανεφοδιασμού του ιππικού τρεις μέρες ανατολικά που μπορεί να έχει και βενζίνη..

Στο σταθμό έφτασε μετά από μια βδομάδα. Αγόρασε κάνιστρα βενζίνη, ένα μικρό αναδιπλούμενο φτυάρι και ένα owner’s manual για το πώς αμπραγιάρει, πώς ξεκινάει, πώς στρίβει, πώς φρενάρει και πώς σταματάει να κλάνει ένα ρομαντικό άλογο, και κάλπασε τώρα πίσω ακολουθώντας το τρακτερωτό ίχνος του Twinduro να ξεθάψει τη μηχανή και να επιστρέψει για περισσότερα εφόδια.

Οι ινδιάνοι του πούλησαν τη ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου, και του είπαν για έναν παλιό σταθμό εφοδιασμού του αμερικάνικου ιππικού τρεις μέρες ανατολικά, που μπορεί να είχε και βενζίνη

 

Πέρασαν δυό βδομάδες πριν ο Στούκερμαν σταθεί και πάλι στην πόρτα του σταθμού, αυτή τη φορά αναμαλλιασμένος, αδυνατισμένος, ηλιοκαμμένος και με τα ρούχα του, σα Γερμανός αρχαιοκάπηλος, σκονισμένα πέραν αναγνωρίσεως. Σύρθηκε μέσα και με χαμηλή φωνή ζήτησε “αν υπάρχει κανένας καλός φορητός ανιχνευτής μετάλλων, κι ένα μεγάλο φτυάρι”. Ο σταθμάρχης, ένας ψηλός γέρο-μονοπόδαρος τρισέγγονας του Στρατηγού Κάρσον μ’ ένα τεράστιο μαύρο καπέλο, πλησίασε στον πάγκο κοπανώντας το μακρύ του τακούνι, έφτυσε το ταμπάκο του στο ξύλινο πάτωμα και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σα να έβλεπε φρέσκα σκατά. “Ο κύριος με την ξένη προφορά και το Γερμανικό όνομα που, αν θυμάμαι καλά, πριν δυό βδομάδες αγόρασε και ένα μικρό φτυάρι, θα πρέπει να γνωρίζει ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές από ιδιώτες στην Αριζόνα συνιστούν ομοσπονδιακό έγκλημα”, είπε. “Και τί τον ήθελε ο κύριος τον ανιχνευτή μετάλλων;” “Α μπα, τίποτα”, απάντησε αδιάφορα το Ψημένο Πόδι. “Κάπου έθαψα μια ξένη μοτοσυκλέτα δεκαέξι χιλιάδων δολαρίων, πέρασαν μέρες, ο αέρας έσβυσε τα ίχνη και... Να.. Είπα να περάσω να πώ μια καλημέρα...”

 

Όποιος βρήκε τη σέλα της μπέμπας ‘σχετικά σκληρή’ (ΜΟΤΟ, τεύχος 308, σ. 58), απλώς δεν έχει συναντήσει ακόμα δύο Ινδιάνους Navajo να του πουλήσουν την ρομαντική λύση ενός ασέλωτου άλογου ...

 

Πέρασαν άλλες δυό βδομάδες πριν ο δικός μας σταθεί για τρίτη φορά στην πόρτα του μονοπόδαρου, με τη φάτσα τώρα ακόμα πιό αγνώριστη, αλλά αυτή τη φορά με διακριτό πίσω από τη σκόνη ένα τεράστιο καφεκόκκινο χαμόγελο. Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα”.

 

Η άγια γη των Ναυαγών είναι άδεια από τα συνήθη σημεία αναφοράς, μια αφαιρετική ποίηση από φαράγγια και μεγαλιθικά τραπέζια, ώρες και συχνά μέρες απόσταση το ένα από το άλλο.

 

Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί. Συν μιαν αγκαλιά χάρτες και βιβλία για όλες τις φυλές της περιοχής: Απάτσε, Σαϊέν, Αραπάχο και Μεσκαλέρο. Σ’ ένα προσκωλυόμενο παράπηγμα από σανίδες με την ταμπέλα “Dineh Restaurant” έφαγε το πιό καυτό τσίλι, κι έμαθε ότι οι Νavajos αποκαλούν τους εαυτούς τους και “Dineh”. Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου ο Στούκερμαν αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα, όπου αναζωογόνησε και το απόθεμα μετρητών, βγάζοντας καλά λεφτά στο σαλάγημα βοοειδών. Για κάποιον άγνωστο λόγο τα κοπάδια των θηλυκών μουσκαριών έπεφταν σε κεραυνοβόλο έρωτα με τη Μπέμπα, και την ακολουθούσαν αγεληδόν τρέχοντας από ράντσο σε ράντσο όπως βόλευε τους φαρμαδόρους. Λυσσαλέα αντίρρηση έδειξαν να έχουν οι ταύροι, αλλά αυτούς τους είχαν αλυσσοδεμένους.

Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο

 

Αρχές Αυγούστου, κι αφού είχε στραγγίξει πιά όλος ο κάου μπόυ από μέσα του, βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το “Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο”. Για το οποίο, όπως είν’ εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς, δεν μπορούσε να ρωτήσει παρά μόνο να ψάξει. Οι μέρες περνούσαν καβάλα στη Μπέμπα, οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο ανάμεσα στη μηχανή και το έδαφος, με μια μικρή λάμπα θυέλλης, τα βιβλία και τους χάρτες απλωμένα στο πιό μεγάλο γραφείο του κόσμου, τη ζεστή άμμο της ερήμου.

... Κι αν δεν ήταν ο αέρας που είχε εντωμεταξύ ξεθάψει τον αριστερό καθρέφτη της Μπέμπας, κι ο ήλιος που του έστειλε από τον καθρέφτη μια φλασιά μίλια μακρυά από κει που έσκαβε, ακόμα θα άνοιγε τρύπες στην έρημο μουρμουρίζοντας όρκους “να μη σώσει να ξαναθάψει μοτοσυκλέτα

 

Η μελέτη έφερε νέες ελπίδες. Πρώτα απ' όλα, το όνομα "Dineh" στο εστιατόριο, δεν μπορούσε να συνιστά άλλο από χρονική παραφθορά του ονόματος των Ομηρικών Δαναών, και συγκεκριμένα του πληρώματος εκείνου του ενός πλοίου που έλλειπε στην τελική καταμέτρηση των καραβιών του Οδυσσέα. Έπειτα ήταν οι θεοί τους. Όπως και των αρχαίων Ελλήνων, η κοσμογονία των Navajos ξεκινούσε από το Χάος με μια μητέρα Γη κι έναν πατέρα Ουρανό, και είχε θεούς πολλούς και δημοκρατικούς. Ο πιό αγαπητός τους θεός, το Κοκοπέλλι, ήταν φτυστός ο Διόνυσος. Άσε που σαν όνομα μύριζε καταγωγή από Κρήτη ή Μυτηλήνη. Δουλειά του ο χορός, το ξελόγιασμα των κοριτσιών, να παίζει τη φλογέρα για να φέρνει βροχή και να βλασταίνει η έρημος. Ένα από τα βιβλία είχε περιγραφές της χαμένης, αρχαίας αγγειοπλαστικής τους τέχνης, η οποία θύμιζε έντονα αυτή των Ελλήνων της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου, δηλαδή του Ομηρικού όγδοου αιώνα. Αλλά τα πιό ακλόνητα στοιχεία αφορούσαν την αρχαία τοπική προέλευση των Navajos. Χαρακτηριστικότατα ελληνική, αν και δύσκολο να πεις ακριβώς από ποιά περιοχή της Ελλάδας είχαν έρθει. Πρώτα απ’ όλα, η μυθολογία τους έλεγε ότι είχαν έρθει “από τους 12 κόσμους” (Δωδεκάνησα!) Τα βιβλία έγραφαν ότι ήταν πολυγαμικοί, και ότι δημιουργούν συνεχώς συμμαχίες και μετά τις σπάνε και πολεμούν παλιούς φίλους, (αρετές διαχρονικώς πανελλήνιες). Γνωστό ακόμα ότι, συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλον Ινδιάνο, ο Ναυαγός υπερτερούσε σε ευφυία (κάργα Πειραιωτάκι). Άμα μια οικογένεια είχε βλάψει μιαν άλλη, το κακό έπρεπε να ανταποδοθεί εκατέρωθεν και στο διηνεκές (Μανιάτες;) Επίσης ήταν άσσοι στην τέχνη της ζωοκλοπής (Κρήτη). Μετά γούσταραν να φυτεύουν πεπόνια (Αργίτες;) Τέλος, μερικοί συνήθιζαν να έχουν σκλάβους για υπηρέτες (Φιλοθέη!) Κι όσο γι’ αυτήν ακόμα την εξήγηση της ονομασίας ολόκληρης της πολιτείας της Αριζόνας, εκεί ήταν όλα τα λεφτά: Όταν ναυάγησαν εδώ οι Δαναοί, η περιοχή δεν μπορεί παρά να ήταν ένας αχανής ορυζώνας. Arizona. Δηλαδή ορυζώνας..

Την τελευταία βδομάδα του Ιουλίου αφέθηκε στα βελούδινα χέρια μιας Τεξανής γελαδάρησας σε κάτι διπλανά ράντσα..

 

 

Όπου η Τύχη του Χαμογελά Δείχνοντας το Σάπιο της Δόντι

Το Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνικά, σ’ ένα από ’κείνα τα βουβά απομεσήμερα στα μέσα του Ιούλη που η μηχανή φαινόταν να πηγαίνει από μόνη της στο πουθενά, ακούοντας το σιωπηλό κάλεσμα ενός ακόμα μακρυνού φαραγγιού. Λουσμένο στον ιδρώτα, το Ψημένο Πόδι είτε κοιμόταν όρθιο και πήγαινε πάλι γυρεύοντας για τούμπα, είτε είχε παραισθήσεις: Πότε κολυμπούσε σε κάποιο κρυστάλλινο λιμανάκι της Σίφνου ανάμεσα σε άπειρα μπουκάλια μπύρας, και πότε φορούσε μαύρη λιβρέα κι ανέβαινε με όλες τις επισημότητες στο βάθρο της Ακαδημίας Αθηνών να βραβευτεί για την σημαντικότερη αρχαιολογική ανακάλυψη όλων των εποχών.

Το φως είχε γλυκάνει, τόσο που όταν η μηχανή πλησίασε κι άρχισε να τρέχει παράλληλα στο φαράγγι, ο δίσκος του ήλιου φάνηκε ν’ αγγίζει την κορυφή ενός λεπτού μονόλιθου που ξεχώρισε να υψώνεται καμμιά τριανταριά ορόφους δίπλα στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Όταν φρενάρισε στη ρίζα του Φοβερού Μακρυού Δάχτυλου, είδε την άκρη της σκιάς του να πέφτει μισό χιλιόμετρο μακρυά στο εσωτερικό του φαραγγιού. Εκεί ήταν στημένη μια λευκή ινδιάνικη σκηνή με κόκκινα σχέδια, κι από την κορυφή της έβγαινε πυκνός λευκός καπνός.

Μέσα, το γερο-Κογιότ φορούσε την πολεμική στολή της φυλής με τα φτερά λευκού αετού, το πέτρινο πρόσωπό του σκαμμένο από τους αιώνες στον άνεμο και την άμμο της ερήμου. Καθισμένος ανακούρκουδα κάπνιζε με κλειστά μάτια την πίπα με το χλωρό πεγιότ, μουρμουρίζοντας το μονότονο τραγούδι των Νavajos: “Χέιιιγια, έιιγια, χει, ει-έιιααα...”

Ο σταθμάρχης του αντάλλαξε το άλογο και τα εργαλεία για μισό βαρέλι μπαγιάτικη βενζίνη με την οποία γέμισε και άπειρα μπουκαλάκια που έχωσε σ' όλες τις τσέπες, κι ακόμα θολό ποταμίσιο νερό, καφέ, γαλέτα, κονσέρβες φασόλια, κι αποξηραμένο λαρδί

 

Ο Στούκερμαν μπήκε και κάθισε στο χώμα απέναντί του.

Χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια ο Ινδιάνος τότε είπε: 

          - Γενιές πολλές φυλή του γέρο-Κογιότ περίμενε Ψημένο Πόδι..
          - Σόρυ, έμεινα από βενζίνα.
          - Γίνονται φέτος Ολυμπιακοί αγώνες;
          - Γίνονται, και μάλιστα στην παλιά γη των Ναυαγών.
          - Γιατί, πού αλλού θα μπορούσαν να γίνουν;
          - Άσε καλύτερα.. 
          - Τι κάνει ο μάγκας ο Πεισίστρατος;
          - Πάει καλλιά του. Το τελευταίο του εγγόνι το έφαγε η μαρμάγκα στη Μάχη του
            Μαραθώνα.
          - Τι έγινε στη Μάχη του Μαραθώνα;
          - Τι να σου πω.. Σκληρό πορνό. Τους πήραμε και τα σώβρακα.
          - Ωραία! Χαίρομαι που προοδεύει η πατρίδα. Και τώρα γερο-Κογιότ μιλήσει
            γλώσσα της παλιάς αλήθειας.
          - Για πες, για πες..
          - Όσον αφορά την καταγωγή μας, το κρατούσαμε μυστικό.
          - Πώς έτσι;
          - Περιμέναμε ν’ αρχίσουνε να βγαίνουνε πρόεδροι και οι Θάμνοι.
          - Και τώρα που άρχισαν να βγαίνουν;
          - Με Θάμνο πρόεδρο, ό,τι θέμε λέμε.
          - Σωστός. Αλλά πώς θα με πιστέψουν; Χρειάζομαι στοιχεία.
          -Το γέρο-Κογιότ σηκώθηκε τότε και του έγνεψε να τον ακολουθήσει...

 

Ο Ινδιάνος μπροστά, το Ψημένο Πόδι πίσω, σκαρφάλωσαν από ένα στενό μονοπάτι ώσπου έφτασαν ψηλά σ’ ένα πλινθόκτιστο χάλασμα γαντζωμένο στον εξωτερικό τοίχο του φαραγγιού. Το γέρο-Κογιότ στάθηκε απ’ έξω και του έγνεψε να προχωρήσει. Ο δικός μας έσκυψε και μπήκε μέσα. Στο πάτωμα σκόρπια κτερίσματα κεραμικής τέχνης που έδειχναν το Κοκοπέλλι, τον Διόνυσο των Ναυαγών, και κομμάτια μιας πήλινης λήκυθου με σχέδια της Μέσης Γεωμετρικής Περιόδου. Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: “ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ”. Με χέρι που έτρεμε τα μάζεψε βιαστικά και βγήκε.

Η γιαγιά Navajo, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε...

 

          - Λοιπόν; Αυτό είν’ όλο;
          - Αυτό ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο των αρχαίων Ναυαγών. Τώρα Ψημένο Πόδι πρέπει βρει ακρόπολη με τη χαμένη πολιτεία.
          - Ολόκληρη ακρόπολη;!! Πού;
          - Γράφε..
          - Μάλιστα.
          - Ψημένο Πόδι πρέπει να βρει ποιό από τα Τρία Δάχτυλα είναι το μακρύτερο. Αν είναι το μεσαίο, κακό σημάδι. Αν είναι το ακρηανό, ακολούθησέ το ως την Μεγάλη Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού. Χλωμά πρόσωπα ποτέ δεν μπαίνουν Μεγάλη Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού. Άμα Ψημένο Πόδι φτάσει στην άλλη άκρη της Μεγάλης Κοιλάδας του Σάπιου Αλατιού, θα μπει στο Βαθύ Φαράγγι που Όλα Μιλάν, Ζώα Μιλάν, Δέντρα Μιλάν, Πέτρες Μιλάν. Ψημένο Πόδι θα φτάσει βράδυ και θα κοιμηθεί στην αγκαλιά του Πολύ Μυτερού Κάκτου. Αν ξυπνήσει, στο φως της αυγής θα δει μπροστά του τη αρχαία πολιτεία με τα φυλαγμένα σημάδια του μεγάλου ταξιδιού των Ναυαγών. Αυτά είπε το γερο-Κογιότ, και δίχως άλλη κουβέντα πήγε και κάθισε στην άκρη του φαραγγιού κοιτώντας κάτω το φεγγάρι που ανέτειλλε πάνω στο απέραντο καφέ της ερήμου.
Ο Καραχάλιωβ το έμαθε και είπε: “Ωραία! Επιτέλους θα τον ξεφορτωθούμε. Να πάρει όποιο μηχανάκι ζητήσει, αρκεί να έχει μεγάλο ρεζερβουαρ για να πάει να χαθεί όσο πιό μακρυά γίνεται.
 

Ο Στούκερμαν επέστρεψε στη μηχανή σκεφτικός. Είχε τώρα τρία προβλήματα να λύσει: Πρώτον, πώς να μην ξαναμείνει από βενζίνη. Δεύτερον, πώς να βρει έναν χάρτη που να δείχνει τα βενζινάδικα και το ανάγλυφο της ερήμου. Και τρίτον, πώς να ψάξει να βρει μόνος του, δίχως χάρτη και χωρίς να χρειαστεί να κάνει σε κανένα την άγαρμπη ερώτηση, αν “από τα Τρία Δάχτυλα το Μεσαίο είναι το Μακρύτερο”. Το πρώτο πρόβλημα λυνόταν μόνο αν λυνόταν το δεύτερο. Το δεύτερο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το τρίτο. Το τρίτο λυνόταν μόνο αν λυνόταν το πρώτο. Μύλος. Έπρεπε να είχε πάρει μαζί τον Μαυράκη..

 

Αλλά στο επόμενο πουέμπλο που μπήκε μετά από δυό μέρες γι’ ανεφοδιασμό, μέσα σε μια τουαλέτα η θεά Τύχη του χαμογέλασε διάπλατα δείχνοντας το σάπιο της δόντι. Εκεί που είχε ξεχαστεί διαβάζοντας “Τ’ Απομνημονεύματα Μιάς Μοναχής”, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κάποιος για μπίζινες στο διπλανό χώρισμα. Ο Στούκερμαν κοίταξε από κάτω και είδε ένα ζευγάρι καλογυαλισμένες στρατιωτικές μπότες. Ο τύπος, που σιγοσφύριζε αμέριμνα νομίζοντας ότι ήτανε μόνος, έβγαλε και κρέμασε στο μεσοχώρισμα ένα χακί πουκάμισο, μια στρατιωτική ζώνη κι έναν μισοδιπλωμένο χάρτη. Ο δικός μας στραβοκοίταξε και είδε ότι ο χάρτης ήταν στρατιωτικός. Και τα μάτια του γούρλωσαν όταν πρόσεξε ότι όχι μόνο είχε το ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής, αλλά σημαδεμένα και τα βενζινάδικα. Αμέσως σήκωσε τα παντελόνια, κι ύστερα έριξε κάτω απ’ το χώρισμα ένα δολάριο. Μόλις το Αμερικανάκι έσκυψε από κάτω να το μαζέψει, ο Πειραιάς τσίμπησε από πάνω τον χάρτη και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια.

Αρχές Αυγούστου βγήκε πάλι στην έρημο, στη ρουτίνα της αγωνίας για την διατήρηση των αποθεμάτων βενζίνης και νερού, και της έρευνας για το ‘Φοβερό Μακρύ Δάχτυλο

 

Με τον στρατιωτικό χάρτη, προσεκτικό σχεδιασμό και το νου στα βενζινάδικα, του πήρε μόνο μια βδομάδα να τσεκάρει από μονόλιθο σε μονόλιθο και τελικά να βρει εκείνον με τα τρία δάχτυλα. Και οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό.

Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυο Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου

 

Όταν έχεις τέτοια μηχανούκλα, χάρτη να βγάλεις ρότα μια βδομάδα μπροστά και τ’ αμπάρια τίγκα βενζίνη, νερό και κονσέρβα, τα μονολιθικά τραπέζια γίνονται νησιά και η έρημος θάλασσα. Με θερμοκρασίες κοντά στους 50 βαθμούς στα μέσα Αυγούστου, η έρημος ερχόταν τώρα με ρυθμό, βουβά πελαγίσια κύματα ξανθοκόκκινης άμμου μ’ αφρισμένες πράσινες κορφές από κοντούς θάμνους. Άν ψιλοκαθόσουν πίσω με λυγισμένα γόνατα, κρατούσες πορεία κοιτάζοντας μακρυά, δεν έκλεινες το γκάζι και δεν την έγερνες πάνω από δέκα μοίρες με τόση βενζίνη αποθηκευμένη ψηλά, η Μπέμπα δεν κουνούσε πολύ στο πέσιμο από κύμα σε κύμα, αλλά κρατούσε την τετάρτη γεμάτη με μισό γκάζι, γουργουρίζοντας σταθερά σα τορπιλλάκατος σε καλοκαιρινή περιπολία. Και μη ρωτήσει κανείς αν το σύστημα είναι τέλεια στημένο για τέτοιες διαδρομές. Τέτοιο μηχανάκι το παίρνεις όπως είναι. Το γράφει και στην ούγια: Adventure. Πως λέμε Περιπέτεια.

Με το που μπήκε στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι...

 

Όπου, Ού Γαρ του Λεκέ, Στρατιωτικός Χάρτης Γουν Έστιν Ακριβής

Οι τελευταίες ψυχές που συνάντησε πριν χωθεί στην Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού, ήταν δυό Ινδιάνες τσελιγκοπούλες που έβοσκαν τα προβατάκια τους στις όχθες ενός ξεροπόταμου. Αυτές γαργαλήθηκαν με την ιδέα και το είδαν πολύ μπλαζέ. Θα το προτιμούσαν είπαν εντελώς - “μα τι λέμε τώρα, από πάντα το ήξεραν” - ότι κατάγονται από την Ελλάδα αντί για τη Μογγολία όπως οι υπόλοιποι, ποβρ Ινδιάνοι. Κι ύστερα του πρόσφεραν φραγκόσυκα και φρέσκο καλαμπόκι, και τον οδήγησαν στη σκηνή της γιαγιάς τους στον καταυλισμό. Η γιαγιά Navajo, που - στο τιμόνι που κρατάω - την έλεγαν και “Ατένα”, αφού επιβεβαίωσε με γέλια την παρόμοια κοσμολογία της φυλής της μ’ αυτήν του Ησίοδου, τον προειδοποίησε. “Αχ παιδάκι μου, το γέρο-Κογιότ ξεκούτιανε πιά. Χρόνια τώρα ζει μονάχος του στην από δω άκρη της ερήμου που οι φεντεράλες έχουν κάνει πυρηνικές δοκιμές, και δεν είναι να δίνεις βάση τι λέει.” Αλλά τα λόγια της γιαγιάς Navajo μέσα στη σκηνή δεν μπορούσαν να έχουν καμμία ισχύ μπροστά σ’ αυτό που περίμενε τον Στούκερμαν απ’ έξω: μια νεαρή Μπέμπα ξέχειλη στη βενζίνη.

...Οι νύχτες κάτω από μια σκηνούλα που στηνόταν τεντώνοντας ένα πράσινο καραβόπανο...

 

Ούτε και η προειδοποίηση αμέσως μετά, στο πέρασμα από τον Ξεροπόταμο του Γουρουνιού, της πινακίδας που έγραφε “DO NOT ENTER VALLEY - RIO PUERCO  RADIOACTIVE AREA” είχε καμμιά αποτρεπτική ισχύ. Αυτήν απλώς δεν την είδε. Αλλά με το που μπήκε στην περιοχή των πυρηνικών δοκιμών, μέσα σε δυό μέρες πορεία η έρημος άλλαξε εντελώς πρόσωπο. Τα κύματα ξανθοκόκκινης άμμου με τους διάσπαρτους χαμηλούς θάμνους και το γήινο άρωμα της καυτής άμμου διαδέχτηκε ένας άδειος, επίπεδος ορίζοντας από μια επιφανειακή ασπροκίτρινη γλίτσα που έζεχνε μια απίστευτη, εμετική βρώμα σαν σίδερο σαπισμένο στο θειάφι, και στην οποία η γερμανική τορπιλλάκατος βυθίστηκε αύτανδρη πάλι και πάλι, ώσπου ο δικός μας σιχάθηκε να σκάβει για να την ξανασηκώνει. Τελικά, μετά από αλλεπάλληλες τούμπες συμμορφώθηκε με την ιδέα να σέρνεται με πρώτη, 5-10 χ.α.ω. και τα πόδια κάτω για γλύστρες. Το μαρτύριο κράτησε πέντε μέρες, όπου διάνυσε λιγότερα από 200 χιλιόμετρα με το θερμοκρασιόμετρο της Μπέμπας συνεχώς στο κόκκινο. Μετά η γλύτσα ξεράθηκε, και τη διαδέχτηκαν τελικιάσματα a la πάρτα-μωρή-άρρωστη πάνω σ’ έναν ατέλειωτο καθρέφτη από τραγανό κρυσταλλικό αλάτι, το οποίο σε συνδυασμό με τις θερμοκρασίες της ημέρας ξύριζε ό,τι είχε απομείνει από τα ήδη φθαρμένα τακούνια των ελαστικών.

Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σιωπηλό όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν έφερε την ευτραφή φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου...

 

Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας. Όλη μέρα λαγοκοιμόταν, διάβαζε Novalis και άλλους Γερμανούς ρομαντικούς, κι έστιβε το μυαλό του να λύσει το ύστατο αρχαιολογικό αίνιγμα του 21ου αιώνα: Πώς γινόταν οι Navajos, ενώ ήσαν απόγονοι των ναυτών του χαμένου πλοίου του Οδυσσέα, δηλαδή Δαναών της Ύστερης Μυκηναϊκής Περιόδου στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, να χρησιμοποιούσαν γραφή στην Ιωνική διάλεκτο αντί της Γραμμικής Β. Επίσης, πώς γίνεται, δεδομένης της προ-Ομηρικής τους καταγωγής, η κεραμική τους να ήταν της Μέσης Γεωμετρικής Εποχής, δηλαδή του όγδοου αιώνα. Και πώς γινόταν να γνώριζαν ήδη τον Διόνυσο, ο οποίος ως γνωστόν αναφέρεται για πρώτη φορά ως νεόφερτος Φρύγης θεός στις Βάκχες του Ευρυπίδη τον πέμπτο αιώνα..

... Οι οιωνοί ήταν καλοί, γιατί το μεσαίο δάχτυλο ήταν το κοντύτερο και το μακρύτερο το αριστερό, οπότε για την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού έπρεπε να τραβήξει τώρα καρφί νότια προς τα σύνορα με το Μεξικό

 

Εντωμεταξύ τα μεταλλαγμένα σερσέμια είχαν βρει πελάτη. Τελικά δεν υπάρχει χειρότερο εντομοαπωθητικό από το να έχεις βδομάδες να κάνεις μπάνιο. Ο ύπνος του ρηχός, βουτηγμένος στον ιδρώτα και τις παραισθήσεις. Στην πικρή ακινησία της Κοιλάδας του Αλατιού που η σιωπή κούφαινε, σκληρές μελωδίες από σαξόφωνα έφταναν από κάπου στον ορίζοντα. Μεγάλα στρατιωτικά αεροπλάνα περνούσαν από ψηλά αφήνοντας πίσω τους στον ουρανό λεπτές άσπρες γραμμές, σα γρατζουνιές από μαύρες θυμωμένες γάτες. Κι όταν ο δίσκος του ήλιου κρεμόταν στην αιωνιότητα του μεσημεριού και η ύπαρξη σχοινοβατούσε στη διαφορά λίγων βαθμών Κελσίου, έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του πάλι τρίχρονο πιτσιρικά να τοποθετεί τραπουλόχαρτα στις ρόδες και να χαράζει τακούνια στα λάστιχα του πρώτου του ποδήλατου. Πόσο απέραντη κι ανεξερεύνητη του είχε φανεί τότε η πίσω αυλή..      

... Μελανιασμένος από το τουμπίδι, το λαιμό και τα μάτια να καίνε από το αλάτι και τα χείλη σκασμένα από τον ήλιο, για να κάνει οικονομία σε δυνάμεις, λάστιχα και νερό άρχισε να κοιμάται τη μέρα και να συνεχίζει στις δροσιές της νύχτας

 

Μέσα σ’ ένα μαύρο ανοιχτό Mustang Mach III του 1972 είδε πάλι τη μελαχροινή να κατεβαίνει από του Ζωγράφου προς το μυστικό τους ραντεβού στην Πανεπιστημίου. Στο έρεβος των ματιών της δυό κάρβουνα πυρακτωμένα, τα μακρυά σγουρά της μαλλιά ν’ ανεμίζουν σαν αγριεμένα φίδια φαρμακερά.. Κάθιδρος κάτω από το μικρό του πράσινο καραβόπανο είδε τους αιώνες της ανθρωπότητας να προσπερνούν από μακρυά, αστράφτοντας και μπουμπουνίζοντας σαν φοβερές καταιγίδες. Οι χαμένοι αργοναύτες του Οδυσσέα έβγαιναν από την ξεκοιλιασμένη τους τριήρη και τσαλαβουτούσαν σα μεθυσμένοι αλαλλάζοντας από χαρά στον αρχαίο ορυζώνα. Με το που έπεφτε ο ήλιος και η έρημος άρχιζε να κρυώνει, άνοιγε μια κονσέρβα, έφτιαχνε καφέ για το δρόμο, φόρτωνε και συνέχιζε αλαφιασμένος στο απόκοσμο τοπίο. Γύρω στα μεσάνυχτα που το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά, οι κρύσταλλοι του αλατιού λαμπύριζαν στη δυνατή δέσμη του διπλού προβολέα, έτσι που η μηχανή φαινόταν να τρέχει στο διάστημα πάνω σ’ ένα σύννεφο από φως με μόνο οδηγό την πυξίδα.

Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο

 

Με απραξία όλη τη μέρα και τα μεσημέρια ν’ αρχίζουν στις δέκα το πρωί και να τελειώνουν στις οκτώ το βράδυ, ο χρόνος φαινόταν να λαστιχάρει. Ήταν άραγε ακόμα Αύγουστος; Και πόσο νότια είχε κατέβει; Πουθενά μια ψυχή να ρωτήσει. Κι εκείνος ο λεκές στον χάρτη που τον υπολόγιζε για χωριό ανεφοδιασμού, εντέλει είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Του πήρε μισή βδομάδα πορεία πριν καταλάβει το λάθος. Δεν ήθελε δα και GPS. Παντού άδεια έρημος εκεί που έπρεπε να βρίσκεται καταυλισμός, ούτ’ ένας χωματόδρομος να οδηγεί κάπου, κι ύστερα, “αμάν!”,  ένα απλό ξύσιμο του λεκέ με το νύχι..

Η ματιά του πάγωσε όταν ανάμεσα στα θραύσματα ξεχώρισε ένα που έφερε καθαρά χαραγμένο στην Ιωνική διάλεκτο το αινιγματικό επίγραμμα: ‘ΠΟΥΠΑΣΡΕΚΑΡΑΜΗΤΡΟ’…


Με βενζίνη πλέον μόνο από τα μπετόνια και τα παντού χωμένα μπουκαλάκια, πήγαινε με τη ροπή στις χαμηλές στροφές συνεχίζοντας νότια με την ψυχή στο στόμα, ώσπου οι κόκκοι της άμμου άρχισαν να γίνονται περισσότεροι από αυτούς του αλατιού και το τοπίο άρχισε πάλι ν’ αλλάζει. Για καμμιά-δυό μέρες το έδαφος έγινε πετρώδες, με τη μηχανή να τρέχει πάνω σε πλάκες γεμάτες απολιθωμένα ίχνη από πατήματα δεινόσαυρων. Ύστερα τα χαμηλά μαύρα βουνά που όριζαν από δύση και ανατολή την Κοιλάδα του Σάπιου Αλατιού άρχισαν ν’ αλλάζουν χρώμα προς το κόκκινο, να υψώνονται και να κλείνουν, μπαίνοντας το ένα μέσα στο άλλο σα δάχτυλα και δημιουργώντας αλλεπάλληλα φαράγγια τα περισσότερα από τα οποία δεν φαινόταν να έχουν διέξοδο. Ποιό απ’ αυτά ήταν άραγε το Βαθύ Φαράγγι Όπου Όλα Μιλάν;

Μπροστά ο ορίζοντας γέμισε χαμηλούς θαμνόσπαρτους αμμόλοφους που ανεβοκατέβαιναν χωρίς τελειωμό. Παντού άρχισαν να φυτρώνουν ψηλοί ξεμαλλιασμένοι κάκτοι με μακρυά μυτερά αγκάθια. Εξόν του λεκέ, ο στρατιωτικός χάρτης ήταν βέβαια ακριβής, αλλά δεν βοηθούσε αν δεν είχες πιά ιδέα πού βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτόν, ή ακόμα χειρότερα, αν νόμιζες ότι είχες ιδέα και βέβαια έκανες λάθος. Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Τέτοιοι κάκτοι ήξερε ότι υπήρχαν μόνο στην έρημο Σονόρα. Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό; 

Όσο υπήρχε ακόμα βενζίνη στα μπετόνια, τις πίσω πλευρές των λόφων τις κουτρουβαλούσε σβυστός. Πέρασαν έτσι λίγες ακόμα μέρες μοτοσυκλετιστικής πανδαισίας. Με το που έφτασε να ψάχνει για τα μπουκαλάκια, κατέβαινε κι έσπρωχνε όπου εύρισκε επίπεδο έδαφος. Κι όταν είδε να τελειώνει και η εμφιαλωμένη χωρίς να φαίνεται χωριό ή δρόμος πουθενά, άρχισε να σπρώχνει και στις ανηφόρες.

Τώρα μπορεί ν’ ακούγεται παράξενο, αλλά αν δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, αν δεν έχεις ιδέα πού πας, και παρεμπιπτόντως σπρώχνεις για μέρες και μια φορτωμένη GS1150R στην ανηφόρα από αφράτη άμμο στους 50 βαθμούς Κελσίου, δεν έχει πιά και τόση σημασία το προς τα πού τη σπρώχνεις. Περισσότερη σημασία έχει το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου.

Νύχτωνε πάλι κι ένα τεράστιο φεγγάρι, γκρι σα γαλάζιο και διάφανο σα νεκροκεφαλή ανέβαινε το στερέωμα, όταν στα μισά ενός ακόμα λόφου που ανηφόριζε μπροστά στο στόμα ενός βαθιού φαραγγιού, ο Στούκερμαν λύγισε και γονάτισε δίπλα στη μηχανή με κομμένη την ανάσα. Εκεί που στράγγιζε τον ιδρώτα ακούστηκε από πίσω του η στριγγή, αντιπαθητική φωνή του κάκτου.

Και τώρα κάκτοι στην Αριζόνα; Μήπως είχε περάσει στο Μεξικό;

 

          - “Ε, ψιτ, μίστερ.. Σιγά να μην είναι τώρα και οι Navajos αρχαίοι Έλληνες...”
          - “Σιγά να μη μιλάνε τώρα και οι κάκτοι”, απάντησε ο δικός μας δίχως να γυρίσει.
          - “Χαρ, χαρ, χαρ”, χασκογέλασε τότε από πάνω με μια απόκοσμη φωνή το Φεγγάρι. “Κανείς δεν είπε στο Ψημένο Πόδι ότι ο μεσιέ Πουανκαρέ χτύπησε κάρτα πριν προλάβει να διατυπώσει το Αξίωμα Tέσσερασαρανταένα;”
          - “Ρε σεις, πάτε στοίχημα ότι ο ζητιάνος ήτανε καλαμπουρτζής από το Ληξούρι;”, ψιθύρησε συνωμοτικά πίσω από έναν θάμνο και το ξασπρισμένο κρανίο του μπάφαλο.
          - “Κι αν ο Ινδιάνος με τη ζεϊμπεκιά είχε πιεί μιά παραπάνω;”, ακούστηκε τότε να φωνάζει από μακρυά και το βουνό, σηκώνοντας τους ώμους.
          Το Ψημένο Πόδι κατέβασε τότε το σταντ και κάθισε με την πλάτη στη μηχανή σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο με το μανίκι. “Ωλ ράιτ μάγκες”, είπε. “Κόψτε τις μαλακίες. Εδώ μιλάμε... Εδώ... Εδώ υπάρχουν στοιχεία!”
          Πέρασε έτσι ώρα χωρίς να μιλήσει κανείς. Το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Ο Στούκερμαν άρχισε να μαζεύει κλαδάκια και γονάτισε να ψήσει καφέ.
          Χίλιες μικρές φωνούλες βγήκαν τότε από το έδαφος, και η άμμος της ερήμου ψέλλισε διστακτικά με μια φωνή ίδια του Μαυράκη: “Μήπως ο κύλιος Στούκελμαν πλόσεξε ότι το πεδιότ που κάπνιζε το γελο-Κοδιότ ήταν υπέλ το δέον χλωλό;”
          - “Μπορεί”, απάντησε ο δικός μας, ανάβοντας σπίρτο. “Αλλά την επιγραφή στην Ιωνική διάλεκτο στο αγγείο των Navajo πού τη βάζεις; Τ’ όνομά τους; Τη μυθολογία τους που είναι αντιγραφή του Ησιόδου; Να συνεχίσω;”
          - “Ρε κατεστραμμένο, πας καλά;;; Κατάλαβες τι έλεγε η επιγραφή;”, πετάχτηκε τότε πάλι με κακία ο κάκτος.
          - “Όχι. Γιατί εσύ κατάλαβες;”
          - “Κατάλαβα. Έλεγε ότι είσαι και γαμώ τα ούφο..”
          - “Μπορεί. Μένει τώρα να μας εξηγήσεις πώς βρέθηκε επιγραφή στην Ιωνική διάλεκτο στην Αριζόνα..”
          Όλοι τότε κοιτάχτηκαν ξύνοντας το κεφάλι και βυθίστηκαν στη σιωπή. Για μιά στιγμή που κράτησε ώρες ακουγόταν μόνο το τρίκιλισμα από τα καιόμενα κλαράκια. Στα μαύρα γυάλινα μάτια του Στούκερμαν οι φλόγες της φωτιάς χόρεψαν το μυστικό τους χορό.
          - “Να πω κι εγκώ η κακομοίγα που ποτέ ντεν μιλάω, μια μικγή αλήτεια;”, πετάχτηκε κάποτε και η Μπέμπα με τη βαριά μυώδη, βαυαρική της προφορά, ίδιος ο Σβαρτσενέγκερ, ανάβοντας τη μεγάλη σκάλα του προβολέα. Όλοι τότε γύρισαν κι έστησαν αφτί ν’ ακούσουν.
          - “Άμα το σκεφτούμε, ντεν έκει και τόση σημασία αν τελικά βγεις αυτό που ψάκνεις, φτάνει να βγκεις στον ντγόμο έκοντας κάτι να ψάξεις. Τώγα τα μου πείτε, είσαι πγοκατελλημένη, γκιατί είσαι φτιαγκμένη με τέτοιες ιντέες του ντγόμου. Το τέμα είναι πού πηγκαίνεις όταν ντεν ξέγεις πιά πού πηγκαίνεις. Αλλά είναι απλό. Το λέει και ο ΝτεΝίγο σε μια ταινία, όταν μετά από μια ληστεία ο συνεγκός του μπαίνει στο αυτοκίνητο και τον γωτάει, ‘Πού στο ντιάολο πάμε τώγα’.”
          - “Και τι του απαντάει ο ΝτεΝίρο;”
          - “‘Βι βιλ φάιντ άουτ βεν βι γκετ δέαγ’.”

Τάδε έφη η Μπέμπα, κι ύστερα έσβυσε τα φώτα και όλοι πήγαν για ύπνο. Το φεγγάρι κρεμόταν από το στερέωμα σκεφτικό, όταν στο κρύο του φως ο Στούκερμαν κύλησε τη φροϋλάιν ως τη ρίζα του μυτερού κάκτου, τέντωσε το καραβόπανο, έβγαλε τις παγκοσμίου φήμης μπότες του κι έστρωσε στην άμμο την κουβέρτα να κοιμηθεί. Η έρημος κρύωνε γρήγορα τώρα κι ένα ελαφρό αεράκι έφερνε τα ξηρά της αρώματα από παντού. Τη νύχτα η έρημος γίνεται διαστημόπλοιο. Μιά νύχτα στην έρημο, και ποτέ πιά δεν θα βρεθείς τόσο κοντά στ’ άστρα. Μιά νύχτα στη ρίζα του κάκτου, και ποτέ πριν δεν στάθηκες πιό κοντά στην πόρτα της αρχαίας πολιτείας των Ναυαγών. Έτσι ο δικός μας θα συνέχιζε ώσπου να στερέψει και η τελευταία σταγόνα βενζίνης σ’ εκείνο το τελευταίο μπουκαλάκι κολώνιας. Έτσι, φτάνει η Μηχανή να κυλάει, ακόμα και με μιζιές. Έτσι μέχρι να παγώσει η κόλαση. Κι είχε βάλει ένα ψόφο πάλι απόψε..