Πως η Ducati βελτίωσε τα ιαπωνικά πλαίσια

Κατανοώντας την ελεγχόμενη παραμόρφωση
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

20/7/2022

Επί ολόκληρες δεκαετίες το ζητούμενο των ιαπωνικών εργοστασίων μοτοσυκλετών ήταν η ακαμψία του πλαισίου. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά κινητήρες με έναν, δύο, τρεις ή τέσσερεις κυλίνδρους εν σειρά, τα ιαπωνικά εργοστάσια σχεδίαζαν για τις μοτοσυκλέτες παραγωγής ατσάλινα περιμετρικά πλαίσια από σωλήνες στρογγυλής διατομής, όπου το κάτω τμήμα τους ήταν αφαιρούμενο για εύκολη και γρήγορη τοποθέτηση του κινητήρα στις γραμμές παραγωγής.

Σε αυτή την “αδύναμη” αρχιτεκτονική του πλαισίου προς όφελος της ταχύτερης και φτηνότερης παραγωγής, έρχεται να προστεθεί και η “χαλαρή” σύνδεση του κινητήρα με το πλαίσιο λόγω του σχεδιασμού των κάρτερ, τα οποία ήταν οριζόντια χωρισμένα (λεπτομέρειες θα βρεις ΕΔΩ) και οποιαδήποτε ισχυρή σύνδεσή τους με το πλαίσιο θα προκαλούσε την καταστροφική καταπόνησή τους και πιθανότατα την καταστροφή του κινητήρα. Επιπρόσθετα, οι ιαπωνικοί δικύλινδροι εν σειρά και τετρακύλινδροι εν σειρά, έπασχαν από κραδασμούς δεύτερης τάξης λόγω χρονισμού του στροφάλου τους, κάνοντας συχνή τη χρήση ελαστικών βάσεων σύνδεσης του κινητήρα με το πλαίσιο.

Την ίδια εποχή, η Ducati και η Moto Guzzi μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα στενά και ισχυρά κάρτερ των V2 κινητήρων τους ως ενεργό δομικό στοιχείο των πλαισίων τους, τα οποία μάλιστα ήταν κατασκευασμένα από χρωμιομολυβδενιούχο ατσάλι, το οποίο έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το κράμα μετάλλου που χρησιμοποιούσαν τα ιαπωνικά εργοστάσια. Μάλιστα οι Ιταλοί είχαν τεράστια πρακτική εμπειρία και εκατοντάδες εξειδικευμένους τεχνίτες που γνώριζαν κάθε μυστικό για την κατασκευή σωληνωτών πλαισίων από χρωμιομολιβδενιούχο ατσάλι, καθώς αυτή την τεχνική που ονόμαζαν Superleggera” (υπερελαφριά) χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή πλαισίων αγωνιστικών αυτοκινήτων επί δεκαετίες. Ακόμα και οι τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες των Ιταλών (Gilera, MV Agusta, Benelli) είχαν πολύ πιο ισχυρά πλαίσια από τις ιαπωνικές μοτοσυκλέτες, διότι ο σχεδιασμός των πλαισίων τους ακολουθούσε κατά γράμμα τη σχεδίαση των αγωνιστικών μοτοσυκλετών τους, αδιαφορώντας για την εύκολη και γρήγορη τοποθέτηση του κινητήρα στις γραμμές παραγωγής και σπανίως είχαν αφαιρούμενα τμήματα. Επίσης οι Ιταλοί αδιαφορούσαν για κάποιες λεπτομέρειες στο σχεδιασμό των πλαισίων τους, όπως ας πούμε η απευθείας σύνδεση του πλαϊνού σταντ πάνω στα κάρτερ του κινητήρα, που είχε ως αποτέλεσμα το βάρος της μοτοσυκλέτας να “ανοίγει” τα ζεστά-μαλακά κάρτερ μετά από κάθε βόλτα και να προκαλεί διαρροές λαδιού…

Οι Ιταλοί σχεδίαζαν και κατασκεύαζαν πλαίσια έχοντας στο μυαλό τους μόνο την συμπεριφορά της μοτοσυκλέτα στη γρήγορη (αγωνιστική) οδήγηση, ενώ οι Ιάπωνες είχαν στο μυαλό τους τη διαδικασία παραγωγής και την πρακτικότητα.

 

Έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα ελαστικά των μοτοσυκλετών ήταν στενά και οι πίστες είχαν πολλές ευθείες και λίγες ανοιχτές στροφές. Η ανάγκη να πλαγιάζουν οι μοτοσυκλέτες ήταν μικρή, οπότε η μοναδική δουλειά που είχε να κάνει το πλαίσιο μιας μοτοσυκλέτας έως τότε ήταν η σταθερότητα στην ευθεία με υψηλές ταχύτητες.

Ένα απόλυτα άκαμπτο πλαίσιο και το χαμηλό κέντρο βάρους ήταν το μόνο που χρειαζόσουν, κάτι που βόλευε τα ιαπωνικά εργοστάσια με τους τεράστιους σε όγκο αερόψυκτους τετρακύλινδρους κινητήρες να είναι χαμηλά τοποθετημένοι, ενώ τα μακριά  μεταξόνια και οι μεγάλης διαμέτρου τροχοί βοηθούσαν τον τομέα της σταθερότητας.

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως τη δεκαετία του ’70 έγιναν τόσο δημοφιλή τα “Monocoque” πλαίσια με την απόλυτη ακαμψία και τις μηδενικές ελαστικότητες.

Τα προβλήματα για τους Ιάπωνες άρχισαν να εμφανίζονται όταν τα ελαστικά των μοτοσυκλετών έγιναν slick στους αγώνες ταχύτητας και ταυτόχρονα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο φαρδιά στις μοτοσυκλέτες παραγωγής.

Το ανώτερο επίπεδο κρατήματος των ελαστικών επέτρεψε στις μοτοσυκλέτες να πλαγιάζουν περισσότερο και με μεγαλύτερες ταχύτητες και έβαλε μέσα στο παιχνίδι τη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας στις στροφές.

Τα Ιαπωνικά πλαίσια παραγωγής δεν μπορούσαν πλέον να ανταπεξέλθουν σωστά σε αυτές τις νέες απαιτήσεις. Ήταν η χρυσή εποχή για τις ευρωπαϊκές βιοτεχνίες κατασκευής πλαισίων, που έφτιαχναν ισχυρότερα πλαίσια από χρωμιομολυβδενιούχο ατσάλι, χωρίς τους περιορισμούς που είχαν οι Ιάπωνες από την διαδικασία μαζικής βιομηχανικής παραγωγής. Εταιρείες όπως η ιταλική BIMOTA και η βρετανική HARRIS έβγαλαν περιουσίες έως και το τέλος της δεκαετίας του ’80.

Η πρώτη ιαπωνική εταιρεία που προσπάθησε να σχεδιάσει ένα πλαίσιο παραγωγής για τις ανάγκες της νέας εποχής ήταν η Yamaha με το FZ 750, βάζοντας στο στόμα μας τις λέξεις Genesis και Deltabox. Η φιλοσοφία “Genesis” ήθελε το μπλοκ τον κυλίνδρων να γέρνει εμπρός στις 45⁰ μεταφέροντας το βάρος του κινητήρα κοντά και χαμηλά στον εμπρός τροχό για σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες, ενώ την ίδια στιγμή ο εμπρός τροχός έγινε μόλις 16” από 18-19” για μείωση του γυροσκοπικού φαινομένου, αλλά και για να κρατηθεί η γωνία κάστερ και το μεταξόνιο σε λογικά επίπεδα προς όφελος της ευελιξίας.

Η λέξη Deltabox περιέγραφε το τριγωνικό σχήμα του πλαισίου από σωλήνες τετραγωνικής διατομής και ήταν εμπνευσμένο από τα δίχρονα YZR 500 των GP.

Πρακτικά αυτή η αρχιτεκτονική είχε μεγαλύτερο όφελος στις ευθείες και ελάχιστο στις στροφές, διότι το πολύ χαμηλό κέντρο βάρους δεν βοηθά την ευελιξία και ο τροχός των 16” δεν έχει ομοιογενή συμπεριφορά. Έτσι η τελευταία εξέλιξη των πλαισίων Genesis χρησιμοποιούσε τροχούς 17”, ενώ το 1988 η Kawasaki με το ZXR 750 και το κάθετο μπλοκ κυλίνδρων του κινητήρα της, έγινε το πρότυπο των ιαπωνικών τετρακύλινδρων superbike έως την εμφάνιση της Yamaha R1 με το tri-axes κιβώτιο, που μίκρυνε ακόμα περισσότερο το μήκος του κινητήρα, επιτρέποντας τη χρήση μακρύτερου ψαλιδιού.

Όλα αυτά τα χρόνια που οι Ιάπωνες πειραματίζονταν με δεκάδες διαφορετικά είδη πλαισίων, προσπαθώντας να ακολουθήσουν την εξέλιξη των ελαστικών, οι Ιταλοί συνέχιζαν να κατασκευάζουν πλαίσια με τα ίδια υλικά και την ίδια αρχιτεκτονική που χρησιμοποιούσαν επί δεκαετίες…

Και απ’ ότι κατάλαβε πρώτη η Honda αντιμετωπίζοντας τις Ducati 851/888 και 916 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike, οι “νεροσωλήνες” των Ιταλών ήταν πολύ ανώτεροι από τα εντυπωσιακής εμφάνισης ογκώδη αλουμινένια πλαίσια των εργοστασιακών RC 30 και RC 45. Με τα slick ελαστικά να έχουν πλέον εντυπωσιακού επιπέδου κράτημα και τις μοτοσυκλέτες να πλαγιάζουν συνεχώς πάνω από τις 55⁰ στις στροφές, οι αναβάτες των Honda έβλεπαν μπροστά τους τις Ducati να “κυματίζουν” οριακά πλαγιασμένες μέσα στη στροφή, ακολουθώντας τις ανωμαλίες της ασφάλτου και να ανοίγουν πολύ νωρίτερα το γκάζι στις εξόδους. Την ίδια στιγμή τα εντελώς άκαμπτα αλουμινένια “δοκάρια” των ιαπωνικών μοτοσυκλετών χοροπηδούσαν πάνω από τις ανωμαλίες της ασφάλτου, καταπονώντας υπερβολικά τα ελαστικά τους, κάνοντας εύκολο το σπινάρισμα στο άνοιγμα του γκαζιού και την ίδια στιγμή οι αναβάτες είχαν ελάχιστη αίσθηση για το επίπεδο πρόσφυσή τους.

Ο λόγος που τα πλαίσια των Ducati κατάφερναν να είναι άκαμπτα όταν η μοτοσυκλέτα ήταν όρθια στην ευθεία και να αποκτούν χαρακτηριστικά ανάρτησης όταν η μοτοσυκλέτα πλάγιαζε υπερβολικά, έχει να κάνει κυρίως με την μακροχρόνια τεχνογνωσία των Ιταλών “Μαστόρων” στην κατασκευής πλαισίων από “νεροσωλήνες” χρωμομολυβδένιου.

Το συγκεκριμένο κράμα έχει συγκεκριμένες ιδιότητες “ελαστικότητας” και αν ξέρεις σε ποιο μήκος να κόψεις τον κάθε σωλήνα και πώς να τους ενώσεις μεταξύ τους, τότε μπορείς να επιτύχεις με πολύ μεγάλη ακρίβεια τη συμπεριφορά του στις δυνάμεις που ασκούνται πάνω του από διαφορετικές κατευθύνσεις.

Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όλα τα εργοστάσια κατασκευής πλαισίων για αγωνιστικά go-kart είναι ιταλικά και φυσικά φτιάχνονται από “νεροσωλήνες” ίδιους με των ιταλικών μοτοσυκλετών, διότι τα go-kart δεν έχουν αναρτήσεις και το πλαίσιό τους είναι εκείνο που έχει το ρόλο ανάρτησης.

Επίσης αν ξέρεις πόσο μήκος, πόσο πάχος, πόση διάμετρο και σε πιο σημείο να κολλήσεις τους “νεροσωλήνες” μπορείς να έχεις σε κάθε πίστα ένα ειδικά σχεδιασμένο πλαίσιο ή με μερικές αλλαγές στους σωλήνες τοπικά να επιτύχεις την ακαμψία ή την ελαστικότητα που θέλεις, στο σημείο που θέλεις!

Κι αυτό ακριβώς έκανε τότε η Ducati στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα WSBK, όπου είχε πάντα μαζί της σε κάθε αγώνα έναν “μαστρο-συγκολλητή” για να προσαρμόζει τα πλαίσια στις ανάγκες της συγκεκριμένης πίστας.

Προφανώς η Honda δεν μπορούσε να έχει χυτήριο και πρέσες για να φτιάχνει επί τόπου διαφορετικά αλουμινένια πλαίσια…

Το αποτέλεσμα αυτής της εμπειρίας της Honda από τους αγώνες του WSBK τη δεκαετία του ‘90, ήταν η παρουσίαση του CBR 600 F4, της πρώτης Ιαπωνικής μοτοσυκλέτας με αλουμινένιο πλαίσιο το οποίο είχε “ελεγχόμενες ελαστικότητες” και ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε τον κινητήρα ως ενεργό τμήμα του πλαισίου (Pivotless).

Σήμερα, την ίδια ακριβώς φιλοσοφία ακολουθεί η Ducati στα MotoGP σχεδιάζοντας καλάμια πιρουνιού, ψαλίδια και monocoque πλαίσια από carbon - ένα υλικό υψηλής τεχνολογίας, το οποίο σου επιτρέπει να επιτύχεις συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ελαστικότητας σε συγκεκριμένα σημεία του… αν φυσικά ξέρεις πώς να το κάνεις!

 

Τεχνικό Honda E-Clutch: Έτσι μένει στη ζωή η μανέτα του συμπλέκτη!

Το σύστημα που σου δίνει τον έλεγχο αφαιρώντας μόνο την ταλαιπωρία
Τεχνικό Honda E-Clutch 2025
Από το

motomag

15/10/2025

Τα καλύτερα δύο κόσμων συνδυάζει το E-Clutch της Honda αφού σου δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσεις τη μανέτα του συμπλέκτη της μοτοσυκλέτας μόνο όταν θέλεις εσύ και τον υπόλοιπο χρόνο να απολαμβάνεις υψηλότερα επίπεδα άνεσης και ασφάλειας με το κιβώτιο να λειτουργεί ως ημιαυτόματο.

Όσο και αν ακούγεται απίστευτο στους νεότερους, η Honda βάλθηκε να καταργήσει τη μανέτα του συμπλέκτη σχεδόν από την ίδρυσή της αφού ακόμη και η Dream D-Type του 1949, η πρώτη πραγματική μοτοσυκλέτα της ιαπωνικής εταιρείας, είχε ημιαυτόματο κιβώτιο δύο σχέσεων χωρίς μανέτα συμπλέκτη στο αριστερό γκριπ! Ακολούθησε φυσικά το θρυλικό πλέον Super Cub το 1958 που έκανε προσιτό το ημιαυτόματο κιβώτιο στις μάζες, με τη Honda να εφαρμόζει διαφόρων ειδών κιβώτια στα μοντέλα της στο πέρασμα του χρόνου που δεν είχαν μηχανικό συμπλέκτη. 

Ο λόγος για την "αντιπάθεια" της Honda στη μανέτα του συμπλέκτη δεν είναι άλλος από τη φιλοσοφία του ίδιου του Soichiro Honda που ήθελε τα δίκυκλά του να είναι φιλικά και να μπορούν να οδηγηθούν από οποιονδήποτε και αυτό διέπει τον τρόπο που η εταιρεία σχεδιάζει και εξελίσσει μοτοσυκλέτες και λοιπά δίκυκλα μέχρι σήμερα. Κάπως έτσι φτάσαμε στο πλήρως αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη DCT που μόνο η Honda έχει τολμήσει να εφαρμόσει σε μοτοσυκλέτα, ενώ τώρα οι επιλογές διευρύνονται με το E-Clutch.

Τεχνικό Honda E-Clutch 2025
Από την πρώτη κιόλας πραγματική μοτοσυκλέτα της η Honda προσπάθησε να εξαφανίσει τη μανέτα του συμπλέκτη από το τιμόνι

Ένα E-Clutch για όλους
Το νέο σύστημα της Honda δεν αυτοματοποιεί πλήρως το μηχανικό κιβώτιο σχέσεων, όπως το Y-AMT της Yamaha, αλλά κάνει αυτό που θα βρει υποστηρικτές ακόμη και στην πιο σκληροπηρηνική μερίδα των αναβατών που θεωρούν εχθρό οτιδήποτε αφαιρεί από τον έλεγχο που έχουν οι ίδιοι στη μοτοσυκλέτα τους και πίνουν νερό στην υγεία της μανέτας του συμπλέκτη.

Αναμφίβολα το E-Clutch θα το λατρέψουν και οι αναβάτες που κυκλοφορούν με σκούτερ ή παπί και πιστεύουν ότι η ώρα έφτασε για να κάνουν το βήμα στις μοτοσυκλέτες που τόσο θέλουν να οδηγήσουν. Έτσι μόνο θα "κλείσουν" τον κύκλο τους στους δύο τροχούς, ή για να το θέσουμε καλύτερα, θα ανοίξουν έναν άλλο, τον πιο σημαντικό και θα απολαύσουν και άλλες χάρες που δεν μπορούσαν να βρουν στα άλλα σκούτερ και τα παπιά. 

Μέχρι σήμερα η μανέτα του συμπλέκτη στεκόταν εμπόδιο στο παραπάνω όνειρο, όμως τώρα αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα για όλους. Μάλιστα η Honda έχει σκοπό να τοποθετήσει το E-Clutch και σε μοτοσυκλέτες μικρότερου κυβισμού με πιο προσιτή τιμή και ένας λόγος που αυτό είναι εφικτό έχει να κάνει και με το κόστος του ίδιου του συστήματος. Το κόστος του E-clutch είναι χαμηλότερο έναντι των αυτόματων και πλήρως αυτοματοποιημένων μηχανικών κιβωτίων και αυτό κάνει εφικτή την εφαρμογή του σε μοντέλα μικρότερου κυβισμού χωρίς να αυξάνεται σημαντικά η τιμή τους. Η Honda έκανε την αρχή με τα CBR650R και CB650R για να δείξει ότι το E-Clutch δεν αφαιρεί τίποτα ούτε στην οδήγηση μοτοσυκλετών με σπορ DNA και μετά από αυτά ακολούθησε το CL250 E-Clutch, η μικρή cruiser που είναι ήδη διαθέσιμη στην Ιαπωνία, αλλά και η ρετρό αισθητικής CB500 Super Four, η οποία παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Κίνα και δεν αποκλείεται να πατήσει τους τροχούς της και στην Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση το E-Clutch θα το δούμε και σε άλλες μοτοσυκλέτες ως το σύστημα που απελευθερώνει τον αναβάτη από οποιοδήποτε άγχος σχετικό με τη μανέτα του συμπλέκτη και ταυτόχρονα του δίνει τον πλήρη έλεγχο όποτε το θελήσει αυτός.

Honda E-Clutch τεχνικό 2025

Απλό σαν κατασκευή και διαισθητικό σε λειτουργία
Το E-Clutch αυτοματοποιεί τη λειτουργία του συμπλέκτη όταν η μοτοσυκλέτα εκκινεί από στάση αλλά και όταν βρίσκεται σε κίνηση με τον αναβάτη να ασχολείται μόνο με το γκάζι και τον επιλογέα των σχέσεων του κιβωτίου, τον οποίο και χρησιμοποιεί σα να υπάρχει τοποθετημένο quickshifter. Τον έλεγχο της σύμπλεξης και αποσύμπλεξης (μερικής και πλήρους) αναλαμβάνουν δύο μικρά ηλεκτρικά μοτέρ που συνδέονται μεταξύ τους με γρανάζια και ελέγχονται ως προς την ενεργοποίησή τους από κεντρική μονάδα. Η εν λόγω μονάδα αξιοποιεί μια σειρά από αισθητήρες που της στέλνουν δεδομένα, μεταξύ άλλων, για τις στροφές του κινητήρα, τη θέση του λεβιέ ταχυτήτων, την πίεση που ασκείται στα ελατήρια των δίσκων του συμπλέκτη και τη θέση του άξονα του κιβωτίου ταχυτήτων. 

Το E-Clutch αποσυμπλέκει τους δίσκους του συμπλέκτη όταν οι στροφές του κινητήρα πλησιάσουν το ρελαντί και ταυτόχρονα η μοτοσυκλέτα μειώνει ταχύτητα για να ακινητοποιηθεί. Έπειτα τους συμπλέκει προοδευτικά κατά την εκκίνηση από στάση, ενώ τους ελέγχει και στις αλλαγές ταχυτήτων. Στην πράξη ο αναβάτης τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά σα να γίνονται από ένα αόρατο χέρι με τη σύμπλεξη και την αποσύμπλεξη να έχουν απόλυτα φυσική αίσθηση, ενώ μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να παρακάμψει το σύστημα και να πιάσει ο ίδιος τη μανέτα.

Τότε ο αισθητήρας στο μοχλικό, που πιέζει τους δίσκους, δίνει εντολή στην κεντρική μονάδα να απενεργοποιήσει τα ηλεκτρικά μοτέρ, σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Το σύστημα μπαίνει αυτόματα σε λειτουργία μετά από 5 δευτερόλεπτα αν ο κινητήρας έχει πολλές στροφές και σε λιγότερο από ένα δεύτερο στο χαμηλότερο φάσμα ώστε να είναι έτοιμο να πατινάρει ή ακόμα και να αποσυμπλέξει πλήρως τους δίσκους για να μην σβήσει ο κινητήρας. 

Honda E-Clutch τεχνικό 2025
H Honda μπορούσε να κάνει το E-Clutch να δουλέψει με έναν ενεργοποιητή αλλά προτίμησε δύο που "ενώνονται" με γρανάζια γιατί έτσι το σύστημα επιτυγχάνει εξαιρετική ακρίβεια στον χειρισμό του συμπλέκτη

Ο αναβάτης μπορεί επίσης να απενεργοποιήσει πλήρως το E-Clutch αν το επιθυμεί, αλλά και να μεταβάλει ηλεκτρονικά τον τρόπο και την ταχύτητα που γίνεται η σύμπλεξη/αποσύμπλεξη. Το σύστημα προσφέρει τρία προγράμματα για τις αλλαγές ταχυτήτων: Hard, Medium και Soft. Στο Hard η διάρκεια σύμπλεξης/αποσύμπλεξης διαρκεί ελάχιστα προσομοιώνοντας τη λειτουργία ενός quickshifter και στο medium και soft η διαδικασία διαρκεί περισσότερο, ομαλοποιώντας τις αλλαγές, ενώ “μαλακώνει” και το λεβιέ των σχέσεων του κιβωτίου. Τον σημαντικότερο ρόλο στη διαισθητική λειτουργία του συστήματος παίζει το προηγμένο λογισμικό που το ελέγχει με τη Honda να το αλλάζει κοντά στις 500 φορές μέχρι να συμφωνήσουν όλοι οι μηχανικοί της ως προς τη λειτουργία και την αποδοτικότητά του!

Ρίχνει άγχος και ταλαιπωρία στο μηδέν
Το E-Clutch δείχνει τον καλύτερο εαυτό του στο αστικό περιβάλλον εκεί που θα λειτουργήσει υπερωρίες και θα εκτιμηθεί δεόντως από τους έμπειρους αναβάτες, οι οποίοι δεν θα ταλαιπωρούν άσκοπα το αριστερό τους χέρι στα συνεχή σταμάτα-ξεκίνα. Παράλληλα, θα αποφορτίσει τους αρχάριους τόσο από το άγχος του ελέγχου του συμπλέκτη στις μανούβρες όσο και από το άγχος του σβησίματος του κινητήρα από λάθος χειρισμό, ένα λάθος που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε πτώση. Και στις δύο περιπτώσεις βελτιώνει και το επίπεδο ασφάλειας αφού τόσο οι έμπειροι όσο και εκείνοι με μικρότερη εμπειρία έχουν ένα πράγμα λιγότερο να ασχολούνται στο δύσκολο αστικό περιβάλλον και να συγκεντρώνονται έτσι περισσότερο στην οδήγηση. Το E-Clutch κάνει για όλους αφού προσθέτει στους τομείς της άνεσης και τις ασφάλειας χωρίς να αφαιρεί τίποτα από την εμπειρία οδήγησης μιας μοτοσυκλέτας.