Drysdale V8 Bruiser

Ένα V8 mega-monster!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

4/8/2017

Και οι οκτώ ήταν υπέροχοι

 

Το V8 Bruiser είναι ένα mega-Monster, ένα γυμνό roadster που έχει σκοπό να θέσει νέο όρια για την πιο ξεχωριστή, πιο μυώδη και κατά πάσα πιθανότητα την ταχύτερη custom cruiser μοτοσυκλέτα που θα μπορεί να αγοράσει κανείς

Χρειάστηκε σχεδόν τρία χρόνια για να το κατασκευάσει ο υπέρμαχος των πολυκύλινδρων κινητήρων, 44χρονος Ian Drysdale. Επιτέλους κυκλοφορεί στους δρόμους της Μελβούρνης, φορώντας τον κλασικό V8 κινητήρα με τις 32 βαλβίδες και τους 2 ΕΕΚ, εφοδιασμένο με ψεκασμό, έτοιμο για κόντρες στα φανάρια και για καβγά στους αυτοκινητοδρόμους. Τώρα όμως, σε αντίθεση με την προηγούμενη κατασκευή του 750 V8 superbike, η καινούργια υπερ-μοτοσυκλέτα είναι το δίτροχο αντίστοιχο των φουσκωτών τύπων που κάνουν πόρτα στα ξενυχτάδικα. Στ’ αλήθεια, για το μηχανάκι αυτό θα έπρεπε να καθιερωθεί ο όρος Π.Α.Μ.

Διότι το καινούργιο V8 του Drysdale είναι αναμφίβολα η απόλυτη μοτοσυκλέτα που μπορεί να κυκλοφορήσει νόμιμα για τους Πλούσιους Αστούς Μοτοσυκλετιστές. Μόνο κάποιος που μπορεί να κόψει μια επιταγή άνω των 30.000 ευρώ μπορεί να προστεθεί στην ήδη πολυπληθή λίστα αναμονής για να αγοράσει μια χειροποίητη απάντηση στο ερώτημα πώς ξεπερνά κανείς το Yamaha V-Μax. Αρκεί μια ματιά στα μοντέλα της Drysdale. Και παρόλο που τη μέρα που οδήγησα το πρωτότυπό της, αυτό ήταν εφοδιασμένο με τον 750cc V8, δίνοντάς μου μόνο μερικές ενδείξεις για το πώς θα καθαρίζει τον ανταγωνισμό στα GP των φαναριών, φαίνεται πως η εξίσωση της ισχύος θα έχει λυθεί μόλις ετοιμαστεί ο κινητήρας των 1.000cc που θα κινεί όλα τα Bruisers. Την περασμένη άνοιξη (λίγους μήνες μετά τη συγγραφή του παρόντος άρθρου) παραδόθηκε το πρώτο από τα τρία που πουλήθηκαν στις ΗΠΑ, σε έναν δικηγόρο της Νέας Αγγλίας.

Δεν υπάρχει περίπτωση να το παραδεχτεί ο Ian, αλλά ο λόγος που το πρωτότυπο που μου έδωσαν για να το δοκιμάσω στην εξοχή και να πεταχτώ μέχρι το κέντρο για να τσιμπήσω κάτι φορούσε πίσω ένα μισοφαγωμένο αγωνιστικό Michelin βροχής, ήταν ότι η κατανάλωσή του σε πίσω λάστιχα ξεπερνούσε τη δυνατότητά τους να αντικαταστήσουν το στοκ των Dunlop D208 που υπήρχε στο εργοστάσιο του Drysdale.

Μπορώ να κατασκευάσω ό,τι θέλω

Ο Ian Drysdale, ο οποίος είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα Αυστραλού που ασπάζεται το δόγμα “μπορώ να κατασκευάσω ότι θέλω”, είχε έναν απόλυτα ξεκάθαρο στόχο στο μυαλό του όταν ξεκίνησε να κατασκευάζει το V8, τον Ιανουάριο του ’94: “Ήθελα να φτιάξω μια racing μοτοσυκλέτα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα – την ταχύτερη μοτοσυκλέτα με την οποία θα μπορούσε κανείς να πεταχτεί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς!”, λέει ο μηχανικός που ζει στη Μελβούρνη.

Το βιογραφικό του, πριν αρχίσει να κατασκευάζει το Bruiser, περιλαμβάνει μια πληθώρα μυστήριων μελετών σε πολλούς διαφορετικούς τομείς, όπως να μετατρέψει τον μηχανικό κύκνο που χρησιμοποιούν τα Αυστραλιανά Μπαλέτα στη “Λίμνη των Κύκνων” έτσι ώστε να λειτουργεί με τηλεχειρισμό, ή να επιβλέψει την κατασκευή και την τοποθέτηση δυναμόμετρων με κυλιόμενο δάπεδο για τα εργοστάσια αυτοκινήτων των GM/Holden και Ford, ή την αεροδυναμική σήραγγα για το πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης, ή να κατασκευάσει για την ανθούσα βιομηχανία κινηματογράφου της Αυστραλίας έναν ελαφρύ γερανό απ’ αυτούς που χειρίζονται τις κάμερες όταν βρίσκονται μακριά από τα στούντιο, ή για να μετατρέψει ATV quads έτσι ώστε να μπορούν να τα χρησιμοποιούν ανάπηροι αγρότες, και πολλά άλλα παρόμοια.

Εντούτοις ο Drysdale ήταν άρρωστος με τις μοτοσυκλέτες από πολύ παλιά, και εκτός του ότι είχε συμμετάσχει σε κάθε είδους αγώνα δίτροχων –όπως αγώνες στην έρημο, motocross, flat track, αγώνες ταχύτητας– έχει επίσης φτιάξει μια σειρά από ποικίλες πρωτοποριακές κατασκευές, μερικές συμβατικές, άλλες πρωτοποριακές, μερικές αληθινά τρελές. Εκτός από το παιδικό ποδηλατάκι που έφτιαξε στο σχολείο ως συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό, που έστριβε ο πίσω τροχός του αλλά γενικά ήταν πλήρης αποτυχία, στις πρωτοποριακές του κατασκευές συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε το Dryvtech 2Χ2Χ2, μια δίχρονη μοτοσυκλέτα enduro που είχε κίνηση και στους δύο τροχούς και που επιπλέον έστριβαν και οι δύο τροχοί της, η οποία φτιάχτηκε το 1999 και τώρα αναπαύεται στην Αγγλία. Οι επισκέπτες της πίστας Donington Park μπορούν να δουν το Dryvtech στο μουσείο της πίστας μαζί με άλλες εξωτικές F1 παλαιότερων εποχών, όπως και έναν από τους κινητήρες 750 V8 που χρησιμοποιούσε το πρωτότυπο Bruiser.

Όμως, όσο πρωτότυπο και να ήταν το Dryvtech, δεν ήταν παρά ένα ορεκτικό μπροστά στην επικείμενη επίδειξη τεχνολογικής δύναμης από τον Ian Drysdale, τη σχεδίαση και κατασκευή του δικού του 750 V8. Ήμουν ο πρώτος, εκτός από τους ανθρώπους της εταιρείας, που οδήγησε το σχεδόν έτοιμο οκτακύλινδρο στην πίστα δοκιμών Calder Park τον Ιούνιο του ’97. Οδηγώντας αυτή την πολύπλοκη μοτοσυκλέτα είχα την ευκαιρία να αντιληφθώ από πρώτο χέρι πώς κατάφερε η ομάδα του Drysdale να ολοκληρώσει ένα τόσο σύνθετο έργο. Όπως επίσης και τη δυνατότητα που θα έχουν για περιορισμένη παραγωγή μοντέλων με διάφορες παραλλαγές. Πέντε χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, αφενός συμμετείχαν με ένα αγωνιστικό 750 V8 στο Australia Formula Xtreme (οι σωστοί αγώνες για μια τέτοια μοτοσυκλέτα) ώστε να το εξελίξουν στην πράξη, και αφετέρου, επειδή ο Ian χρειαζόταν χρήματα για το επόμενο στάδιο εξέλιξης, έκανε διάφορες άλλες περίεργες μηχανολογικές εργασίες – όπως π.χ. τεχνικός σύμβουλος σε μερικά κινέζικα εργοστάσια μοτοσυκλετών. Παράλληλα έψαχνε για χορηγούς για να φτιάξει το δικό του 990cc V8 MotoGP, το οποίο θα είναι το αποκορύφωμα της εξέλιξης του Drysdale V8 Bruiser.

“Ήθελα να φτιάξω μια racing μοτοσυκλέτα που θα μπορούσε να κυκλοφορεί νόμιμα – την ταχύτερη μοτοσυκλέτα με την οποία θα μπορούσε κανείς να πεταχτεί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς!”

Ό,τι θέλει ο Λαός

Τα cruisers και τα γυμνά roadsters κυριαρχούν στις πωλήσεις παγκοσμίως, οπότε, όπως μας εξήγησε ο Ian Drysdale, ήταν αναπόφευκτο να τοποθετηθεί σε τέτοια μοτοσυκλέτα ο V8 κινητήρας του. “Υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον απ’ όλα τα μέρη του κόσμου για μια σπορ μοτοσυκλέτα V8 750cc”, είπε. “Όμως, πραγματικά δεκάδες υποψήφιοι αγοραστές, οι περισσότεροι πενηντάρηδες επαγγελματικά επιτυχημένοι στην Αμερική, την Αγγλία και την Αυστραλία, μου είπαν ότι ήθελαν να παραγγείλουν ένα Bruiser, αλλά σε πιο ήρεμη έκδοση, με λιγότερο απαιτητική θέση οδήγησης. Ένας από αυτούς οδήγησε το superbike και είπε ότι όλα είναι πολύ καλά και ότι του άρεσε το μοτέρ αλλά, στα πενήντα του, δεν θα ήθελε να επισκέπτεται τον φυσιοθεραπευτή του επί μια εβδομάδα μετά από κάθε κυριακάτικη βόλτα! Επίσης πολλοί μου είπαν ότι, αν επρόκειτο να ξοδέψουν 30.000 ευρώ για μια μοτοσυκλέτα, θα έπρεπε να έχει θέση και για δεύτερο άτομο, ώστε να μπορούν να πάρουν μαζί και τη γυναίκα τους – αλλιώς δεν θα τους έδινε την άδεια να την αγοράσουν! Οπότε, αυτό με οδήγησε να κατασκευάσω βασικά την ίδια μοτοσυκλέτα όπως το 750 V8, αλλά με χιλιάρη κινητήρα, πλαίσιο με δύο αμορτισέρ πίσω, με κάπως πιο άνετη θέση οδήγησης και, φυσικά, σέλα για δύο”.

“Θα κατασκευάζουμε δύο διαφορετικά μοντέλα, και υπεύθυνος για το styling αμφοτέρων είναι ο Duncan Harrington, ο ίδιος που μας σχεδίασε και το superbike”, συνέχισε ο Ian. “Το ένα είναι το Bruiser, το οποίο θα έχει εξάτμιση 8 σε 2, εξάρι κιβώτιο, αλουμινένιους τροχούς, ίσιο τιμόνι, ελαφρά πίσω τα μαρσπιέ και πιο επιθετικό στυλ, έτσι ώστε με τον V8 να γίνει περισσότερο Τέρας από το Ducati Monster. Το άλλο μοντέλο είναι το Cruiser, που θα έχει ζάντες με ακτίνες, 8 εξατμίσεις με 8 τελικά, πεντάρι κιβώτιο, μαρσπιέ τοποθετημένα μπροστά και τιμόνι κυρτό προς τα πίσω. Και τα δύο μοντέλα θα είναι ίδια μηχανικά, όμως επειδή θα έχουν ψεκασμό θα μπορούμε να αλλάζουμε τη χαρτογράφηση της ανάφλεξης ώστε να έχει πιο ήπια απόδοση, χωρίς ωστόσο η μοτοσυκλέτα να χάνει την ικανότητά της να ορμάει όταν της τα χώνεις. Δεν εντυπωσιαστήκαμε καθόλου που υπήρχε ενδιαφέρον γι’ αυτά τα μοντέλα από την Αμερική, την Ιαπωνία αλλά και την Αυστραλία – πήραμε τρεις παραγγελίες πριν ακόμα κατασκευάσω το πρωτότυπο, ενώ τώρα έχω σχεδόν φτάσει στο σημείο όπου θα μπορώ να αρχίσω να κατασκευάζω τις μοτοσυκλέτες σε ομάδες των έξι, πράγμα που θα μειώσει το κόστος παραγωγής ώστε να μπορέσω να τις πουλάω φτηνότερα, αν και πάντα θα είναι χειροποίητες”.

Το πρωτότυπο Bruiser, που ήμουν ο πρώτος –εκτός από τον ίδιο τον Ian Drysdale– που το οδήγησε, είναι χαμηλότερο από το 750 V8 superbike, έχει δύο αμορτισέρ, το εντελώς καινούργιο πλαίσιο είναι ατσάλινο σωληνωτό περιμετρικό χωροδικτύωμα, το ύψος της σέλας είναι 700mm, ενώ η γεωμετρία του είναι κάπως πιο “τραβηγμένη”. Το μεταξόνιο έχει μεγαλώσει στα 1.430mm και η γωνία κάστερ είναι 26 μοίρες, αν και μπορεί να αλλάξει η ρύθμιση χρησιμοποιώντας διαφορετικά aftermarket έκκεντρα ώστε να ταιριάζει σε όλα τα γούστα. Το σωληνωτό χωροδικτύωμα του πλαισίου είναι κατασκευασμένο από μαλακό ατσάλι ERW (λιγότερο επιρρεπές σε ρωγμές απ’ ό,τι το σκληρό χρωμιομολυβδαινιούχο, κατά τον Ian) και στα πλάγια σχηματίζει αντίστοιχα τρίγωνα με της Ducati, ο δε αναρτημένος από το πλαίσιο κινητήρας παίρνει μέρος μόνον του φορτίου, ενώ πίσω έχει τοποθετηθεί το αλουμινένιο ψαλίδι του Kawasaki ZZ-R1100.

Το πιρούνι, οι τροχοί και τα φρένα που χρησιμοποιήθηκαν στο πρωτότυπο είναι από Yamaha R1, αλλά καθώς το Drysdale V8 Bruiser παράγεται κατόπιν παραγγελίας, ο κάθε πελάτης μπορεί να το πάρει με τις προδιαγραφές που θέλει. Όμως, επειδή είναι πολύ ακριβό μηχανάκι και διαθέτει τόσο high-tech εξοπλισμό, ο Drysdale παροτρύνει τους αγοραστές να επιλέξουν το ανάποδο πιρούνι της Ohlins με WP ελατήρια και φρένα Brembo για να ταιριάζουν με τα δύο πολυρυθμιζόμενα Penske αμορτισέρ που χρησιμοποιούσε το πρωτότυπο. Παρόλο δε που το Bruiser έχει δύο ψυγεία νερού τοποθετημένα μπροστά (αντί για το ένα κάτω από τη σέλα του superbike 750) και τον ογκώδη V8 κινητήρα, ο Drysdale λέει ότι έχει πετύχει να ζυγίζει μόλις 206 κιλά στεγνό και να είναι ελαφρώς οπισθόβαρο – εντυπωσιακό για οκτακύλινδρη μοτοσυκλέτα. “Θα μπορούσαμε να μειώσουμε την επιφάνεια των ψυγείων”, λέει, “αλλά επειδή το ένα βρίσκεται χαμηλότερα πίσω από την εξάτμιση, προτίμησα μια ασφαλή λύση για όταν κάνει ζέστη”.

Ολίγη από τεχνική ανάλυση

Για όσους θέλουν μια επανάληψη του μαθήματος για να το εμπεδώσουν καλύτερα, το Drysdale είναι η μοναδική ειδικά σχεδιασμένη γι’ αυτόν τον V8 μοτοσυκλέτα παραγωγής που μπορεί κανείς να αγοράσει. Χρησιμοποιεί όμως όσο το δυνατόν περισσότερα εξαρτήματα από Yamaha, ώστε οι ιδιοκτήτες να μπορούν εύκολα να βρίσκουν ανταλλακτικά. Κάτι που αντικατοπτρίζει την ενθουσιώδη υποστήριξη που παρείχε εξαρχής στην ιδέα η Yamaha Αυστραλίας.

Έτσι, ο 750 V8 που είχε τοποθετηθεί στο πρωτότυπο χρησιμοποιούσε δύο 16βάλβιδες κεφαλές από FZR 400R. Το κάρτερ, ειδικά σχεδιασμένο από τον Ian (πεπειραμένος σχεδιαστής ο ίδιος), είχε κοπεί και ανοίξει κατά μήκος έτσι ώστε να ενσωματωθούν τα δύο μπλοκ των κυλίνδρων στο επάνω τμήμα του στροφαλοθάλαμου, για περισσότερη ακαμψία. Τα μπλοκ των κυλίνδρων τοποθετήθηκαν υπό γωνία 90 μοιρών, για την καλύτερη αντιμετώπιση των πρωτογενών κραδασμών. Ενώ κράτησε την κίνηση των εκκεντροφόρων με καδένα από το κεκλιμένο μοτέρ του FZR 400R, ο Drysdale  κατάφερε να αντιστρέψει τη φορά περιστροφής των εκκεντροφόρων στο πίσω μπλοκ κυλίνδρων. Αντίθετα, διατήρησε τη φορά των εκκεντροφόρων του μπροστινού μπλοκ, όπως και του στροφάλου, προς τα εμπρός. Τα εξαρτήματα του κινητήρα των 56 x 38mm που προέρχονται από τη Yamaha είναι οι μπιέλες και τα πιστόνια (οχτώ από το καθένα), οι 32 βαλβίδες (21mm οι εισαγωγής / 19mm οι εξαγωγής), όπως και οι τέσσερις εκκεντροφόροι οι οποίοι παίρνουν κίνηση κατ’ ευθείαν από τον στρόφαλο, ενώ το 6τάχυτο κιβώτιο και ο υγρός συμπλέκτης προέρχονται από YZF 750.

Οι βασικές αλλαγές που θα γίνουν στον 1.000cc κινητήρα που θα κινεί όλα τα Bruiser είναι να αυξηθεί η διάμετρος και η διαδρομή ώστε να γίνουν 62 x 41,4mm αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας ένα εντελώς καινούργιο μπλοκ, ψηλότερο κατά 3mm, που θα έχει όμως ακριβώς την ίδια εμφάνιση. Θα έχει έναν νέο στρόφαλο εφοδιασμένο με μπιέλες σχεδιασμένες από τον Drysdale, ενώ θα χρησιμοποιεί πιστόνια και κεφαλές από YZF 600 Thundercat, οι οποίες θα έχουν τις βάσεις του κινητήρα ενσωματωμένες. Σύμφωνα με τον Drysdale, ο χιλιάρης θα έχει το κόκκινο στις 14.000 στροφές, τη στιγμή που του 750 ήταν στις 16.000, ενώ υπολογίζεται ότι θα αποδίδει 140 άλογα στον τροχό στις 13.500 σ.α.λ. Ο κινητήρας των 750cc που φοράει τώρα το πρωτότυπο, χωρίς να είναι ιδιαίτερα δυνατός, αποδίδει, σύμφωνα με τους κατασκευαστές, 120 άλογα στις 14.200 με την κατασκευασμένη από τον Ian εξάτμιση 8 σε 4 σε 2, η οποία χρησιμοποιεί τελικά Megacycle για να είναι πιο αθόρυβη και να κυκλοφορεί νόμιμα.

Όμως δεν είναι εντελώς αθόρυβη – ευτυχώς, σκέφτεσαι καθώς πατάς το μπουτόν και περιμένεις η μίζα από Kawasaki ZZ-R 250 να γυρίσει τους διπλάσιους κυλίνδρους απ’ ό,τι έχει συνηθίσει. Τελικά παίρνει μπρος βγάζοντας τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι V8 όταν δουλεύουν στο ρελαντί. Όμως μόλις τσιμπήσεις το γκάζι για να την κάνεις να… κελαηδήσει, αντιλαμβάνεσαι ότι η γκαζιέρα είναι πολύ πιο ελαφριά και με καλύτερη αίσθηση συγκριτικά με τα οχτώ αγωνιστικά 32άρια Keihin με επίπεδα σλάιντ που είχε τοποθετήσει ο Ian στo racing 750 V8, το οποίο που είχα οδηγήσει στην πίστα πριν από δύο χρόνια. Εκείνα αργούσαν να αντιδράσουν, εξαιτίας των σκληρών ελατηρίων που χρειάζονταν για να ξεπεράσουν την εντυπωσιακή υποπίεση που δημιουργούσαν οι οχτώ κύλινδροι –δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να ανοίξουν συγχρόνως και τα οχτώ σλάιντ–, πράγμα που απαιτούσε πολλή δύναμη, έτσι ώστε να είναι απαραίτητη η τοποθέτηση ψεκασμού στις μοτοσυκλέτες παραγωγής. Τώρα τα Bruiser είναι εφοδιασμένα με MoTeC fuel injection, το οποίο έχουν σχεδιάσει από κοινού ο Drysdale μαζί με την πολύ καλή αυστραλέζικη εταιρεία της οποίας τα γραφεία βρίσκονται στη Μελβούρνη, λίγα μέτρα από το δικό του εργοστάσιο. Το αποτέλεσμα είναι επίσης μείωση των καυσαερίων και βελτιωμένη κατανάλωση, δύο βασικά στοιχεία για μια μοτοσυκλέτα με τόσους πολλούς κυλίνδρους. Η κεντρική ηλεκτρονική μονάδα που ελέγχει τον ψεκασμό διαθέτει πλήρη χαρτογράφηση για τα σώματα που προέρχονται από BMW Κ100 (εντάξει, από δύο Μπέμπες φυσικά!). Πρόκειται για οχτώ σώματα 34mm BMW/Bing στα οποία υπάρχει ένα μπεκ Bosch σε κάθε ένα ακριβώς κάτω από την πεταλούδα, εξασφαλίζοντας ελεγχόμενη ροή καυσίμου όταν ανοίγει το γκάζι.

Όμως η χαρτογράφηση του ψεκασμού δεν είχε ρυθμιστεί σωστά στο 750 V8 Bruiser που οδήγησα, καθώς αυτό ήταν ένα πρωτότυπο για να εξελίξουν το πλαίσιο, ενώ το τμήμα R&D δούλευε πάνω στον χιλιάρη κινητήρα. Έτσι η μηχανή δεν γέμιζε στρωτά από χαμηλά και ήθελε το αριστερό χέρι να “πει” γλυκόλογα και κολακείες στον συμπλέκτη, όπως ακριβώς χρειαζόταν και το racing V8 superbike στις εξόδους από αργές στροφές, γιατί ο στρόφαλος δεν είχε αδράνεια αφού τον είχαν ελαφρύνει και είχε φτάσει να ζυγίζει μόνο 5,5 κιλά, από 44 που ήταν το κομμάτι μετάλλου από το οποίο προήλθε.

 

Το τέρας βγήκε παγανιά

Οπωσδήποτε, όταν ξεπεράσεις το όριο των 4.000 στροφών όπου κάνει την εμφάνισή της η ιπποδύναμη, ο μυώδης και τραχύς V8 αρχίζει να ανεβάζει στροφές χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι ψηλά, όπου στρώνει και βγάζει ένα στοιχειωμένο, οξύ ουρλιαχτό. Χτυπώντας μαλακά τον λεβιέ στις 13.500 για να ανεβάσω ταχύτητα στο εξάρι κιβώτιο –αφαιρούμενη “κασέτα”–, ο κινητήρας συνέχισε να βρίσκεται στο σημείο όπου αποδίδει μαζικά τα άλογά του, δουλεύοντας μαλακά σαν μετάξι, αλλά σε πλήρη απόδοση μέχρι το κόκκινο. Παρόλο που οδήγησα το Drysdale λίγο, ίσα για να πάρω μια ιδέα πριν το πλήρες τεστ, πιστεύω ότι λίγες μοτοσυκλέτες απ’ όσες κυκλοφορούν στο εμπόριο θα μπορούν να προσφέρουν τέτοιον δυναμικό συνδυασμό ισχυρού χαρακτήρα και ευαισθησίας όπως αυτός που θα έχει το Bruiser στην τελική του μορφή, όταν θα βγάζει περισσότερα άλογα από τον πολυκύλινδρο κινητήρα 1.000cc.

Το V8 Bruiser θα έχει εντελώς διαφορετικό στήσιμο από το πιο αθλητικό superbike, ώστε να ικανοποιηθούν κάποια αιτήματα που είχαν διατυπώσει υποψήφιοι αγοραστές. Η μοτοσυκλέτα θα είναι σημαντικά χαμηλωμένη πίσω, το πιρούνι της θα βγαίνει πολύ μπροστά και, με τη βοήθεια και  της νέας εξάτμισης 8 σε 4 σε 2 που είναι χαμηλά πλάι στο μοτέρ, θα έχει σημαντικό πρόβλημα στα ανώμαλα εδάφη, ενώ η αγωνιστική μπορούσε να κινείται σε πολύ ψηλές ταχύτητες με ελαστικά slick χωρίς να βρίσκει στην άσφαλτο. Το Bruiser είναι ακριβώς το αντίθετο, πλάγιασέ το περισσότερο από 30 μοίρες και ετοιμάσου να ακούσεις τον ήχο που κάνουν τα μέταλλα όταν ξύνουν την άσφαλτο. Αυτή είναι μια μοτοσυκλέτα του τύπου “σημαδεύω και ορμάω”, δηλαδή στην ευθεία τα δίνω όλα και στις στροφές πάω σαν κότα, για να ικανοποιηθούν οι μελλοντικοί αγοραστές, όπως υποθέτω. Οπωσδήποτε, για να καλυφθούν οι απαιτήσεις τους, η θέση οδήγησης είναι λογική – και εξαιρετική, χάρη στη σοφή απόφαση του Drysdale να αντιγράψουν τις πετυχημένες αναλογίες του Ducati Monster, χρησιμοποιώντας ακόμη και το τιμόνι του. Έτσι, η μοτοσυκλέτα έχει μια σχεδόν όρθια, αλλά και δυναμική θέση οδήγησης. Και παρόλο που δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσεις ότι ανάμεσα από τα πόδια σου έχεις έναν πολύ φαρδύ κινητήρα, και ότι το 16λιτρο ρεζερβουάρ είναι κάτω από τη σέλα αντί για λίγο εδώ και λίγο εκεί όπως στη superbike, το Bruiser σού δίνει την αίσθηση ότι είναι συμπαγές και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι κάθεσαι μέσα στη μηχανή και όχι επάνω στα καπάκια των εκκεντροφόρων κάποιου μικρού V8. Ευχάριστη αίσθηση.

Επίσης, φρενάρει και στρίβει αρκετά καλά, μέσα στα όρια που θέτει η χαμηλή απόσταση από το έδαφος. Ο τρόπος που η μοτοσυκλέτα κρατά την πορεία της με το γκάζι γεμάτο ή και όταν την “κρεμάς”, σου δίνει την αίσθηση ότι ο Ian έδωσε τις σωστές αναλογίες στη γεωμετρία της. Τα αμορτισέρ Penske διαθέτουν όλες τις ρυθμίσεις, παρέχουν καλή ποιότητα κύλισης για ψαλίδι με δύο αμορτισέρ και μεταφέρουν την ιπποδύναμη στο δρόμο με προβλέψιμο τρόπο.

Η μελωδία της ευτυχίας

Βέβαια, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι το κράτημα της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας δεν θα ενδιαφέρει τους ιδιοκτήτες της τόσο πολύ όσο ο μελωδικός ήχος του V8 κινητήρα της, ο ήρεμος και ευκολοδήγητος χαρακτήρας της χάρη στον ψεκασμό της MoTeC και πάνω απ’ όλα βέβαια η εμφάνισή της. Κοιτώντας το Drysdale V8 Bruiser από πίσω αριστερά, καθώς ακουμπούσε στο σταντ και γυάλιζε στις ακτίνες του ήλιου που έδυε, μου έδωσε μια νέα ερμηνεία περί του τί σημαίνει μυώδης μοτοσυκλέτα. Εάν η Ducati κατασκεύαζε –κάτι που φαντάζει πιθανό στο μέλλον– ένα τετρακύλινδρο Monster εφοδιασμένο με τον V4 των ΜotoGP, το αποτέλεσμα θα ήταν μια μοτοσυκλέτα που θα έμοιαζε να έχει τον μισό κινητήρα και τη μισή δύναμη από το Drysdale V8 Bruiser. Όμως το Τέρας από το νότιο ημισφαίριο είναι ήδη εδώ περιμένοντας τους αγοραστές του, αν και αφορά μόνο αυτούς που διαθέτουν πλατινένιες πιστωτικές κάρτες και πολλά μηδενικά στο τέλος του υπόλοιπου του τραπεζικού τους λογαριασμού. Ας ελπίσουμε ότι θα τους βρει…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:    Drysdale / V8 Bruiser

Τιμή ():  30.000 (και βάλε…)

Κινητήρας:              Τετράχρονος, οκτακύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Ισχύς (hp/rpm):       140/13.500

Διάμετρος x Διαδρομή (mm): 62 x 41,4

Χωρητικότητα (cc): 999.4

Ανάφλεξη:               Ψηφιακή

Τροφοδοσία:           Ψεκασμός MoTec, με σώματα 34mm BMW/Bing και μπεκ Bosch

Σύστημα εξαγωγής: 8 σε 4 σε 2

Σύστημα λίπανσης:  Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:                Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:   Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση:    Κιβώτιο 6 σχέσεων (ή κατ’ επιλογήν 5 σχέσεων), αλυσίδα

ΠλαίσιοΑτσάλινο χωροδικτύωμα, αλουμινένιο ψαλίδι

Μεταξόνιο (mm):    1.430

Γωνία κάστερ (ο):    26

Ύψος σέλας (mm): 700

Απόσταση από έδαφος:           Απειροελάχιστη…

Βάρος κενή (kg):     206

Ρεζερβουάρ (l):       16

Ανάρτηση Εμπρός:  Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Ρυθμίσεις:               Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

Ανάρτηση Πίσω:     Δύο αμορτισέρ Penske

Ρυθμίσεις:               Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

Φρένο Εμπρός:       Δύο δίσκοι 298mm, δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:           Δίσκος 220mm

Ετικέτες

Πώς ο Β΄ΠΠ άλλαξε τον δρόμο της μοτοσυκλέτας - Video Update!

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα από το παράδειγμα των Ducati και Honda!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

30/5/2014

Δεν μιλάμε για την συμβολή που είχε ο παγκόσμιος πόλεμος στην βιομηχανική εξέλιξη ή στις τεχνολογικές καινοτομίες που ξεπήδησαν από τις στρατιωτικές εφαρμογές, αλλά για τα γεγονότα που έγιναν αμέσως μετά και άλλαξαν για πάντα την πορεία της μοτοσυκλέτας!

Αφορμή για αυτό το κείμενο υπήρξε μια παλιότερη κουβέντα που είχαμε με τον κ. Livio Lodi, διευθυντή του μουσείου της Ducati στην Bologna, και τη θέση του για την ταυτότητα της ιταλικής φίρμας. Ο κ.Lodi, ένας άνθρωπος με ιδιαίτερη αμεσότητα και αυτοσαρκαστικό χιούμορ, είναι κατά δήλωσή του αυτός που ξέρει την ιστορία της φίρμας καλύτερα από κάθε άλλον. Ο πατέρας του ήταν γιατρός στη μικρή τότε Ducati Motors, και ο ίδιος ο Livio γεννήθηκε και μεγάλωσε ελάχιστα πιο μακριά από το εργοστάσιο, δίπλα στο οποίο έχει φτιαχτεί το ανακαινισμένο μουσείο. Μαζί με τον αδερφό του δούλεψε στις γραμμές παραγωγής και ουσιαστικά ολόκληρη η οικογένεια Lodi έχει ζήσει την Ducati αλλά και δίπλα στην Ducati, κυριολεκτικά μιλώντας.

            Ήταν αυτός που μου είπε ότι χωρίς τον Β΄ΠΠ δεν θα υπήρχαν μοτοσυκλέτες Ducati, και μια τέτοια δήλωση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα από έναν άνθρωπο με τέτοια ανάμειξη στην ιστορία της εταιρίας. Η ίδια η Ducati μάλιστα τον αναφέρει ως τον θεματοφύλακά της. Αυτή η βαρυσήμαντη δήλωση αποτέλεσε το έναυσμα για να εξετάσω, ξανά, την ιστορία και της Honda, του μεγαλύτερου κατασκευαστή μοτοσυκλετών, αλλά αυτή τη φορά κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα. Τα συμπεράσματα είναι εξίσου ενδιαφέροντα! Ας δούμε όμως με σχετική συντομία τη σειρά των γεγονότων, καταρχήν για την Ducati καθώς ξεκινήσαμε από τον κ. Lodi. Θα μείνουμε σε αυτό το κείμενο στο παράδειγμα των Ducati και Honda, καθώς έχουν μεταξύ τους απευθείας αντιστοίχιση, ωστόσο γενικότερα η πορεία της μοτοσυκλέτας επηρεάστηκε λίγο ή πολύ με τον ίδιο τρόπο για όλες τις μάρκες, από τον Β'ΠΠ...

 

Η ίδρυση της Ducati

            Οι αμούστακοι ακόμα αδερφοί Ducati, μεγαλώνουν σε μια γειτονιά που συνεχώς αλλάζει, έχοντας μέσα στο σπίτι τους εφαρμογές ραδιοκυμάτων από πειραματικές συσκευές που κατασκευάζουν ο πατέρας τους με τον αδερφό του. Οι πρεσβύτεροι Ducati ακολουθούν με πάθος τα βήματα του πρωτοπόρου Ιταλού, του Marconi, πραγματοποιώντας μακρές συζητήσεις στα οικογενειακά τραπέζια. Η Bologna περνά εκείνη την περίοδο μια νέα εποχή βιομηχανοποίησης, και μικρά εργαστήρια με ευρεσιτεχνίες ανοίγουν παντού, ακόμα και κάτω από σκάλες μέσα σε σπίτια. Τότε είναι που ολόκληρος ο Ιταλικός κόσμος, και ιδιαίτερα τα τρία μικρά αδέρφια που έχουν τον «πυρετό» μέσα στο σπίτι τους, επηρεάζονται από δημοσιεύματα της εποχής που ανακηρύσσουν ήρωα τον Guglielmo Marconi. Είναι γιατί η νέα του συσκευή «ασύρματου τηλέγραφου», που είχε εγκατασταθεί στον Τιτανικό, έγινε η αιτία να ειδοποιηθούν τα περιπλέοντα σκάφη και να σωθεί έτσι το ένα τρίτο των επιβατών, που διαφορετικά θα είχαν χαθεί όλοι. Αυτή είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι ιταλικές εφημερίδες της εποχής. Από εκεί πιάνουν, κι έτσι αποτυπώνουν, την ιστορία του τραγικού ναυαγίου. Ο αντίκτυπος της καταστροφής του Τιτανικού μεταφράζεται για μια μικρή περιοχή της Ιταλίας σε έναυσμα για την ενασχόλησή της με τους ασυρμάτους και γενικότερα με τις ηλεκτρικές συσκευές, για τους αδερφούς Ducati αυτό ισχύει στον υπερθετικό βαθμό. Λίγα χρόνια μετά, το 1926, ιδρύεται η Società Radio Brevetti Ducati που κατασκευάζει ασυρμάτους και ουδεμία σχέση έχει με τις μοτοσυκλέτες!

Τον Ιούνιο του ΄35 μπαίνουν τα θεμέλια του εργοστασίου στο Borgo Panigale, ενώ μέχρι και τις αρχές του πολέμου η εταιρία έχει ανοίξει υποκαταστήματα και αντιπροσωπείες σε Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη και Σίδνεη. Ακόμα δεν υπάρχει καμία σχέση με μοτοσυκλέτες, αλλά έχουν προχωρήσει εκτός από τους ασυρμάτους και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα και σε «δημοφιλείς» ηλεκτρικές συσκευές, όπως μηχανές ξυρίσματος, μαγνητόφωνα κτλ. Μάλιστα έχουν φτιάξει και μια ιδιαίτερα εξελιγμένη κινηματογραφική μηχανή καθώς και προτζέκτορα από τα οποία σώζεται μονάχα ένα αντίγραφο από την πρώτη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το εργοστάσιο επιτάσσεται για να κατασκευάσει ασυρμάτους για τις δυνάμεις του άξονα και το ’44 βομβαρδίζεται από τους συμμάχους μέχρις ολοκληρωτικής καταστροφής. Η λήξη του πολέμου βρίσκει την Ducati χωρίς εργοστάσιο και αντικείμενο εργασίας. Δεν υπάρχει ζήτηση για ασυρμάτους ενώ οτιδήποτε το ηλεκτρικό, όπως οι μηχανές ξυρίσματος, θεωρείται πολυτέλεια σε μια χώρα απογυμνωμένη από κάθε τομέα της παραγωγής της, με πολίτες στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης.

Τα αδέρφια ψάχνουν αυτό που ο άλλος θα θέλει να αγοράσει από το υστέρημά του, ψάχνουν δηλαδή να βρουν μια ανάγκη και να την καλύψουν. Παρατηρούν ότι μαζί με τις υποδομές έχουν καταστραφεί και αποδιοργανώθηκαν και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, και έτσι ο κόσμος έχει ανάγκη από ένα πολύ φτηνό μεταφορικό μέσο, με εξίσου μηδαμινή ή ελάχιστη συντήρηση και κατανάλωση. Εξαιτίας της ανέχειας το ποδήλατο έχει γίνει κιόλας το κύριο μεταφορικό μέσο για όλη την οικογένεια, ήδη πριν από τη λήξη του πολέμου όπου τα καύσιμα έφτασαν να δίνονται με δελτίο. Οι αφοι Ducati λοιπόν αποφασίζουν να κατασκευάσουν έναν κινητήρα που θα τοποθετείται σε κάθε ποδήλατο, ακόμα και από τον πελάτη μόνο του.

Ξεκινούν την παραγωγή στα ερείπια του εργοστασίου και λίγο μετά, μέσα στο ’46, βγάζουν και το πρώτο μοτοποδήλατο. Αυτό εξελίσσεται σε μίνι μοτοσυκλέτα, ενώ τα κέρδη μαζί με την ξένη βοήθεια προς τις βιομηχανίες, δίνουν τη δυνατότητα να φτιαχτεί το εργοστάσιο καθώς και να ξεκινήσει και πάλι η παραγωγή των ηλεκτρονικών! Τώρα αρχίζει πραγματικά η μεταμόρφωση της Ducati!

 

Η Ducati όπως την ξέρουμε τώρα

            Το 1953 η εταιρία σπάει σε δύο ξεχωριστά τμήματα, την Ducati Meccanica και την Ducati Elettrotecnica. Από εδώ και πέρα η ενασχόληση με τις μοτοσυκλέτες δεν πρόκειται να είναι βιοποριστικό στοιχείο για να σταθούν στα πόδια τους, αλλά εξελίσσεται σε πάθος. Ένα χρόνο μετά, το ’54, γίνεται μέλος της εταιρίας ο εκπληκτικός Fabio Taglioni, μηχανικός, εφευρέτης και οραματιστής. Είναι ένας από όλους όσους καταπιάστηκαν με το δεσμοδρομικό σύστημα οδήγησης βαλβίδων (όχι ο πρώτος) και αυτός που το τελειοποίησε αρκετά για να μπει στην παραγωγή μέσα σε τρία χρόνια. Όλα αυτά ανήκουν από εκεί και πέρα στην γενική ιστορία της Ducati, που δεν θα μας απασχολήσουν τώρα. Αλλά επιγραμματικά πέρασαν και την κρίση της μοτοσυκλέτας της δεκαετία του ’60. Με τα οικονομικά του κόσμου να είναι πολύ καλύτερα, και την άνοδο της FIAT, οι πωλήσεις των αυτοκινήτων σημειώνουν ρεκόρ αυξήσεων σε βάρος της μοτοσυκλέτας. Η Ducati επικεντρώνεται έτσι σε πιο «εξωτικό» ρόλο, κάνει σημαία της τη διάταξη "L" και το δεσμοδρομικό σύστημα και συνεχίζει την πορεία της με παρουσία σε αγώνες και πρωταθλήματα, μέσα από μια συνεχή αλλαγή ιδιοκτησίας.

Το ’80 η Ducati Elettrotecnica γίνεται Ducati Energia και οι ελάχιστοι δεσμοί που είχαν παραμείνει ανάμεσα στις δύο εταιρίες, σπάνε για πάντα. Από την εποχή του ‘50 που χωρίστηκε η εταιρία, η Ducati Energia είχε παραμείνει ως προμηθευτής της Motor, με ολοένα και μικρότερη συνεργασία. Δεν τους χωρίζουν παρά μια απόσταση που καλύπτεται με τα πόδια, και μοιράζονται το ίδιο όνομα, ωστόσο οι δύο εταιρίες είναι εδώ και δεκαετίες πλήρως ανεξάρτητες. Η Ducati Energia εξελίχθηκε σ’ έναν κολοσσό, με εργοστάσια σε πέντε διαφορετικές χώρες και συμβόλαια σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανάμεσα σε άλλα κατασκευάζει ανεμογεννήτριες, βιομηχανικούς πυκνωτές, συστήματα δρομολόγησης σιδηροδρόμων και πολλά ακόμα. Μαζί με αυτά και ανορθωτές που προμηθεύει σε κατασκευαστές μοτοσυκλετών, ακόμα και στη Honda! Το Hornet είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ουσιαστικά αυτή είναι η Ducati που ξεκίνησε το 1926 και πέρα από το διάλειμμα που γέννησε τις μοτοσυκλέτες, η Energia είναι η εταιρία που αντιπροσωπεύει το όραμα του πατέρα των τριών αδερφών Ducati. Θέλοντας η Energia να μπει στην αγορά των ηλεκτρικών οχημάτων, κατασκευάζοντας ήδη τα πρώτα μοντέλα, ίσως να σκέφτηκε την επανασύνδεση με το παιδί της, την Ducati Motor. Όμως μετά την απόκτηση από την Audi το σενάριο αυτό δείχνει να απομακρύνεται και να γίνεται εφιαλτικότερο, να φτάσουν δηλαδή ακόμα και στον ανταγωνισμό.

            Αποδεικνύεται λοιπόν ότι χωρίς τον Β΄ΠΠ δεν θα υπήρχαν ποτέ μοτοσυκλέτες Ducati. Οι αδερφοί Ducati βρήκαν στις μοτοσυκλέτες το μέσο για να ξανά χτίσουν την αγαπημένη τους εταιρία, αλλά έβαλαν τόση προσπάθεια στην εξέλιξη και ενέπλεξαν τόσους ανθρώπους που έφτιαξαν μια ξεχωριστή οντότητα, μια εταιρία που το Ιταλικό κράτος διέσωσε τη δεκαετία του ’50, όταν οι αφοι Ducati την άφησαν για την Elettrotecnica. Όμως ακόμα και τώρα, εκεί που φτιάχνονται Panigale και Monster, δεν πρέπει να τολμήσει να πει κανείς στους κοντοκουρεμένους Ιταλούς των γραμμών παραγωγής, ότι πατέρας του ασυρμάτου είναι ο Thomas Edison. Εκτός απ’ το ότι θα έχει διαπράξει ιστορικό λάθος, θα τους εξοργίζει στον ίδιο βαθμό που θα εξοργίζονταν και οι ίδιοι οι αδερφοί Ducati!

 

Πριν από την δημιουργία της Honda Motor Co.

            Πολύ πιο μακριά, αλλά την ίδια ακριβώς χρονιά πίσω στο 1926, ένας δεκαεννιάχρονος νέος που έχει αφήσει από τα δεκαπέντε του το σχολείο, εργάζεται στο μεγαλύτερο και πιο εξελιγμένο συνεργείο του Τόκιο. Το όνομά του είναι Soichiro Honda και χρόνια μετά στην αυτοβιογραφία του, θα γράψει για τον ιδιοκτήτη αυτού του συνεργείου ότι είναι ο άνθρωπος για τον οποίο τρέφει τον πιο δυνατό σεβασμό, από κάθε άλλο στον κόσμο. Ο κ.Honda δουλεύει με βάση τα εκεί πρότυπα, που διαφέρουν απείρως από τα δεδομένα που έχει ο δυτικός κόσμος. Μαζί με δεκάδες άλλους έφηβους βοηθούς, κοιμάται σε πατάρι του συνεργείου, τρώει εκεί, και αμείβεται με χαρτζιλίκι χωρίς να υπάρχει σαφές ωράριο, οπωσδήποτε όμως για περισσότερες από δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1926 είναι η χρονιά που ο κ.Honda, έχοντας συμπληρώσει ήδη τέσσερα χρόνια στο συνεργείο, ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους για την αφοσίωση, την επιμέλεια και την επιμονή που δείχνει στην εργασία του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά, ολοκληρώνοντας την εξαετή εκπαίδευσή του, ο κ.Honda αποκτά στο Hamamatsu την αντιπροσωπεία του συνεργείου, το γνωστό στους λάτρεις της μάρκας, Art Shokai. Αυτή ήταν μια μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους εκπαιδευόμενους του κ. Sakakibara, απόδειξη της εμπιστοσύνης που έτρεφε για αυτόν ο ιδιοκτήτης του πρώτου Art Shokai στο Τόκιο.

            Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο κ.Honda προσπέρασε κάθε περιγραφή εργασίας που συνήθως λαμβάνει χώρο σ’ ένα συνεργείο, κερδίζοντας τον τίτλο “ο Edison του Hamamatsu” ολοκληρώνοντας πάμπολλες ευρεσιτεχνίες. Υπάρχει φωτογραφικό υλικό, αλλά και μαρτυρίες πέρα από τις δικές του, που δείχνουν ότι το Art Shokai στο Hamamatsu είχε κατασκευάσει πυροσβεστικά οχήματα, σκουπιδιάρικα, και είχε αυξήσει τη χωρητικότητα σε αστικά λεωφορεία, αναβαθμίζοντας το συνεργείο σε τοπικό προμηθευτή κρατικών οχημάτων. Μέχρι το 1936 το συνεργείο φτάνει να έχει προσωπικό τριάντα ατόμων, μαζί με τους έφηβους που μένουν σε αυτό. Η νιόπαντρη γυναίκα του Soichiro ανέλαβε το ταμείο, καθώς και την ετοιμασία του γεύματος του προσωπικού. Ο ίδιος ο κ.Honda θέλησε να επικεντρωθεί στην αγωνιστική ενασχόληση, αλλά την εγκατέλειψε μετά από ένα ατύχημα για το οποίο δεν ευθυνόταν παρόλο που οδηγούσε. Το ατύχημα άφησε τον αδερφό του με κινητικά προβλήματα και μετά τα κλάματα και τα παρακαλετά της γυναίκας του, αποφασίζει να αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση. Η ίδια η γυναίκα του όμως δίνει μια άλλη εκδοχή, που φαντάζει πιο κοντά στην ιαπωνική κουλτούρα, λέγοντας πώς δεν οφείλεται σε εκείνη η απόφαση του Soichiro να αποσυρθεί, αλλά στην παρέμβαση του πατέρα του και πατριάρχη της οικογένειας. Όπως και να ‘χει οι εποχές σκοτώνουν γενικά τους αγώνες στην Ιαπωνία για την οποία ξεκινά μια από τις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας της. Το 1937, μετά από διάσπαρτες και κλιμακούμενες εχθροπραξίες με την Κίνα, η Ιαπωνία εισβάλλει στο έδαφός της και ξεκινά ο Β΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος που παύει μονάχα με το τέλος του Β΄ΠΠ. Όμως μέχρι την επίθεση της Ιαπωνίας στην αμερικανική βάση, το ’41, επικρατεί στο εσωτερικό της μια σχετική ηρεμία. Ο κ.Honda, όπως και όλοι οι Ιάπωνες, ατενίζει ένα πιο αισιόδοξο μέλλον από αυτό που πραγματικά έρχεται και αλλάζει πλήρως τα μελλοντικά του πλάνα. Αποφασίζει να εξελίξει το συνεργείο σε βαριά βιομηχανία, κατασκευάζοντας ελατήρια πιστονιών. Βρίσκει όμως αντιμέτωπους τους επενδυτές που βλέπουν ότι το συνεργείο έχει πολύ καλά κέρδη και δεν δέχονται να τον βοηθήσουν να κάνει το αμφιλεγόμενο βήμα. Ως άνθρωπος που δεν υπολογίζει τέτοια εμπόδια, χρησιμοποίησε τελικά τα προαναφερθέντα κέρδη για να ιδρύσει την Tokai Seiki Heavy Industry με συνέταιρο τον Shichiro Kato, έναν απλό γνωστό του με τον οποίο μπορεί να μην τους έδενε η στενή φιλία, αλλά υπήρχε κάτι ισχυρότερο, ένας μεγάλος αλληλοσεβασμός.

 

Η αρχή της βιομηχανοποίησης

            Ο κ.Kato τοποθετήθηκε πρόεδρος και ο κ.Honda ανέλαβε την εξέλιξη των ελατηρίων επενδύοντας τα χρήματά του στην αγορά του εξοπλισμού. Όπως έχει ο ίδιος πει, ο λόγος που επέλεξε το συγκριμένο ανταλλακτικό είναι γιατί απαιτεί ελάχιστο μέταλλο για να κατασκευαστεί, ενώ πωλείται σε εξαιρετική τιμή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 τα ελατήρια πιστονιών άξιζαν περισσότερο από το ασήμι με το ίδιο βάρος. Άρα το κέρδος ήταν τεράστιο, και ο κ.Honda πίστευε ότι θα μπορούσε σχετικά εύκολα να κατασκευάζει τα ελατήρια σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο για το πρώτο διάστημα το τελικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και η όλη διαδικασία "έρευνας και αποτυχίας", άρχισε να βάζει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του Art Shokai που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει σε προσωπικό πενήντα ατόμων. Επιπρόσθετα είχε αναγκαστεί να πουλήσει υπάρχοντα δικά του και της γυναίκας του, ενώ από την υπερ-προσπάθεια άρχισαν να χαράσσονται ρυτίδες στο πρόσωπό του. Ο ίδιος έχει πει πως εκείνη την περίοδο δούλεψε σκληρότερα από κάθε άλλη στιγμή της ζωής του. Για άλλη μία φορά ο κ.Honda αποφασίζει να μην σταματήσει μπροστά στα προβλήματα, και ενώ έτρεφε απέχθεια για το σχολείο και τις γνώσεις που αποκομίζει κανείς από εκεί, παραδέχτηκε ότι του ήταν αναγκαίο. Αρχίζει να επισκέπτεται το τμήμα του πανεπιστημίου Hamamatsu Industrial Institute (τώρα Faculty of Engineering στο πανεπιστήμιο της Shizuoka) παρακολουθώντας τις διαλέξεις στο αμφιθέατρο. Για δύο χρόνια είναι διευθυντής το πρωί και μαθητής το απόγευμα.

Όσο κλιμακώνεται ο πόλεμος με την Κίνα, τόσο έβλεπε κανείς τους μαθητές του πανεπιστημίου να πηγαίνουν με τα πόδια στο μάθημα, μερικές φορές υποσιτισμένοι. Ο κ.Honda πήγαινε με το αυτοκίνητό του, επίσης είχε την ίδια ηλικία με τον καθηγητή τους, και αυτό για κάποιους θεωρήθηκε προσβλητικό, βάση της Ιαπωνικής κουλτούρας. Ο διευθυντής λοιπόν τον πλησίασε και του είπε ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρει δίπλωμα, όσο και αν προσπαθεί. Η απάντηση του κ.Honda ήταν πως το δίπλωμα που του αρνιούταν έχει μικρότερη αξία από ένα εισιτήριο για τον κινηματογράφο! "Ακόμα και το εισιτήριο σου ανοίγει την πόρτα του κινηματογράφου, το δίπλωμα μόνο του δεν ανοίγει καμία"! Χρόνια μετά, όταν ο κ.Honda ήταν πλέον ένας βιομήχανος με παγκόσμια εμβέλεια, ο διευθυντής αυτός που επίσης είχε εξελιχθεί καταφέρνοντας να γίνει πρύτανης ενός από τα πιο διακεκριμένα κινέζικα πανεπιστήμια, επικοινώνησε μαζί του λέγοντας πώς η στάση του ήταν ένα λάθος.

            Με τις γνώσεις που αποκομίζει από τις διαλέξεις, ο κ.Honda επιστρέφει και βελτιώνει την παραγωγή των ελατηρίων, προσεγγίζοντας ταυτόχρονα την Toyota, ευελπιστώντας να γίνει προμηθευτής της. Κλείνοντας το πρώτο συμβόλαιο, αφήνει το Art Shokai στους εκπαιδευόμενούς του και αναλαμβάνει πρόεδρος της Tokai Seiki. Υπάρχει ωστόσο ένα νέο πρόβλημα. Από τα πενήντα δείγματα που έστειλε στην Toyota, μόνο τα τρία είναι εντός προδιαγραφών. Ανακαλύπτει ότι η μαζική παραγωγή είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποιότητας και αποφασίζει να βάλει ένα τέλος σε αυτό. Για τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύει σε όλη την Ιαπωνία συνομιλώντας με μεταλλουργούς, συλλέγοντας πληροφορίες και γνώσεις, εξελίσσοντας διαρκώς τις γραμμές παραγωγής του. Στις αρχές του 1941 η εταιρία του φτάνει να απασχολεί 2.000 άτομα και να έχει συμβόλαιο με την Toyota καθώς και άλλους μεγάλους κατασκευαστές.

Στην αυγή λοιπόν του Β΄ΠΠ, τον Δεκέμβριου του 1941 που εμπλέκεται και η Ιαπωνία, ο Soichiro Honda έχει εκπληρώσει ήδη το βιομηχανικό πλάνο που οραματιζόταν και εξακολουθεί να μην έχει καμία απολύτως επαφή με μοτοσυκλέτες. Η Tokai Seiki επιτάσσεται όμως στον έλεγχο του στρατού και ένα χρόνο μετά η Toyota αναλαμβάνει το 40% υποβαθμίζοντας τον κ.Honda από πρόεδρο σε διευθυντή. Το εργοστάσιο καταστρέφεται στο τέλος του πολέμου από βομβαρδισμούς, καθώς και από έναν έντονο σεισμό. Κατά τον πόλεμο ο κ.Honda αποκαλείται "ήρωας της βιομηχανίας" από τον στρατό, καθώς βελτιώνει συνεχώς τις γραμμές παραγωγής, μειώνοντας τις διαδικασίες σε χρόνο και κυρίως σε ανθρώπινο δυναμικό που ήταν πλέον δυσεύρετο. Με την παράδοση στους συμμάχους όλα αυτά τελειώνουν. Η ζωή του κ.Honda αλλάζει ριζικά. Ολόκληρη η Ιαπωνία αλλάζει. Έχει περιέλθει σε κατοχή από τις συμμαχικές δυνάμεις που διαλύουν την αριστοκρατία, και τις μεγάλες εταιρίες και μοιράζουν εκ νέου τη γη στους αγρότες. Όλα αυτά με τις ευλογίες του αυτοκράτορα που φοβάται ότι η ανέχεια θα οδηγήσει το λαό στον κομμουνισμό. Στην Ιαπωνία εκείνη την εποχή γίνεται η πιο πετυχημένη αναδιανομή γης της σύγχρονης ιστορία. Ο κόσμος βλέπει ότι έχουν τελειώσει οι ηγεμονίες, οι μεγάλες εταιρίες, οι πλούσιοι και η αριστοκρατία. Επίσης ανθεί η μαύρη αγορά, σε υπερθετικό βαθμό. Τα καύσιμα είναι ελάχιστα, και διαπραγματεύονται επίσης στη μαύρη αγορά, αναμεμειγμένα με turpentine oil (τερεβινθέλαιο, δηλαδή απόσταγμα ρητίνης καμφοράς, το γνωστό σε όλους νέφτι!). Ο κ.Honda βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί πουλά το υπόλοιπο ποσοστό της Tokai Seiki στην Toyota και σε σημερινά λεφτά παίρνει κάτι περισσότερο από μισό εκατομμύριο Ευρώ. Με αυτά αγοράζει ένα δάσος με σκοπό να αυξήσει την παραγωγή του φυτικού υποκατάστατου καυσίμου, και στην πρώτη του προσπάθεια βάζει φωτιά, καταστρέφοντας τη μισή έκταση. Ακόμα δεν έχει καμία ανάμειξη με τις μοτοσυκλέτες.

 

Η μεγάλη στιγμή!

Ο Soichiro περνά τον επόμενο χρόνο απλά πουλώντας το νέφτι στη μαύρη αγορά, περιμένοντας την ζωή να επιστρέψει σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς. Το Σεπτέμβριο του 1946 όμως, βλέπει παρατημένο στο σπίτι ενός φίλου του έναν μικρό κινητήρα που χρησιμοποιούταν ως γεννήτρια για τους στρατιωτικούς ασυρμάτους. Αμέσως του έρχεται η ιδέα να τον τοποθετήσει σε ένα ποδήλατο, καθώς ο κόσμος των πόλεων χρειαζόταν ένα μέσο για να πηγαίνει προς τα έξω, στα χωριά προς αναζήτηση τροφής καθώς αστικές αγορές δεν υπήρχαν. Τα τρένα δεν είχαν σταθερά δρομολόγια και η εικόνα τους εκείνη την εποχή, είναι αυτή της σημερινής Ινδίας, ουδεμία σχέση δηλαδή με το σήμερα. Εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα δημιουργούνταν η Honda όπως την ξέρουμε σήμερα! Ο Soichiro είχε ξεκινήσει από μαθητευόμενος μηχανικός, έγινε βιομήχανος και στον πόλεμο χρησιμοποίησε την εφευρετικότητα του για να αυτοματοποιήσει τις γραμμές παραγωγής. Μπορούσε πλέον να σχεδιάσει από μόνος του χωρίς την βοήθεια κανενός, ένα εργοστάσιο από το μηδέν. Σε μια κατεστραμμένη χώρα όμως, και μάλιστα υπό κατοχή, το θέμα δεν είναι να κατασκευάσεις το εργοστάσιο, αλλά να βρεις αυτό που το εργοστάσιο πρέπει να κατασκευάζει για να έχεις την ανταπόκριση του κόσμου. Ο κ.Honda μόλις είχε ανακαλύψει τις μοτοσυκλέτες! Η ιστορία αυτή μοιάζει με το πρώτο παράδειγμα των Ιταλών που λέγαμε στην αρχή, με μια τεράστια διαφορά όμως. Ο Soichiro Honda είναι από μόνος του μια ολόκληρη εταιρία! Είναι μηχανολόγος, μεταλλουργός, εφευρέτης, επιχειρηματίας, σχεδιαστής, και τελευταία και χημικός. Στο Hamamatsu συναρμολογεί τους κινητήρες πάνω σε ποδήλατα και σε αυτό το νέο ξεκίνημα τον βοηθά ένας άλλος γνωστός από την εποχή του Art Shokai, για ακόμα μια φορά βρίσκει επενδυτές βάση του αλληλοσεβασμού και όχι της φιλίας ή του καθαρού συμφέροντος. Οι μαυραγορίτες, που έχουν ζεστό χρήμα, κάνουν ουρές στο μαγαζί του κ.Honda που δεν τους αφήνει να φύγουν χωρίς να πάρουν και ένα μπιτόνι από το δικό του καύσιμο. Από εδώ και πέρα διαγράφεται μια πορεία που θα αλλάξει για πάντα την εικόνα της μοτοσυκλέτας, βασικά θα την διαμορφώσει και θα την κάνει προσιτή σε όλο τον κόσμο. Επίσης σε αντίθεση με το πρώτο παράδειγμα, στην περίπτωση της Honda δεν αρκεί μια παράγραφος για να συνοψίσει κανείς ούτε επιγραμματικά την πορεία της τα επόμενα χρόνια. Όπως μου είπε ο κύριος Lodi άλλωστε, η Ducati είναι βιοτεχνία μπροστά στις άλλες εταιρίες. Στην περίπτωση της Honda μιλάμε για την γέννηση μιας βιομηχανίας. Μελετώντας τις ιστορίες πίσω από κάθε φίρμα, εστιάζοντας στην εποχή του Β΄ΠΠ, βγαίνει ένα βασικό συμπέρασμα. Το οποίο είναι ότι χωρίς αυτόν, δυστυχώς, δεν θα είχαν δημιουργηθεί πολλές από τις μάρκες που τώρα γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, αν και αυτό δεν είναι και πολύ σίγουρο για την περίπτωση του Soichiro Honda. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ο ανήσυχος Soichiro δεν θα καταπιανόταν και με τις μοτοσυκλέτες κάποια στιγμή. Ίσως να ήταν το "παραπαίδι" του ανάμεσα σε έναν βιομηχανικό κολοσσό, όπως συνέβη με την περίπτωση της Kawasaki. Μπορεί από την άλλη να μην υπήρχαν καθόλου αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, σκάφη και αεροσκάφη της Honda και ο ίδιος ο Soichiro να είχε συνεχίσει την βιομηχανική του συνεργασία με την Toyota, ή να την είχε εξαγοράσει κιόλας. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα χωρίς τον Β΄ΠΠ, αλλά ένα είναι το μόνο σίγουρο. Η μοτοσυκλέτα όπως την ξέρουμε σήμερα, έχει βγει μέσα από μια τεράστια καταστροφή. Άνθρωποι που κανονικά δεν θα είχαν σχέση μαζί της, έγιναν μοτοσυκλετιστές από ανάγκη και έμαθαν να αγαπούν ένα μέσο μεταφοράς, που η μέχρι τότε πορεία του δεν προμήνυε ότι θα γίνει τόσο μαζικό!

 

Πηγές:

Ο κ. Livio Lodi αυτοπροσώπως

Το βιβλίο "Honda Motor The Men, the Management, the Machines"

Τα διαδικτυακά, ιστορικά αρχεία των Ducati και Honda

 

Update - 16/10/2015

Εδώ και λίγες μέρες, η Honda ολοκλήρωσε μία σειρά manga με την ιστορία της, ξεκινώντας από το πρώτο βήμα. Φαίνεται κι από εδώ, ο τρόπος με τον οποίο ο πόλεμος συνετέλεσε στην δημιουργία των μοτοσυκλετών, αλλά φυσικά απουσιάζουν οι λεπτομέρειες ορισμένων καθοριστικών βημάτων, όπως το λαθρεμπόριο καυσίμων και άλλων λεπτομερειών που βρίσκονται στο παραπάνω κείμενο... Είναι όμως μια ωραιοποιημένη εκδοχή της ιστορίας της, και παρακολουθείται ευχάριστα, ενώ συνεχίζεται και πέρα από όσα θέλησε το δικό μας άρθρο να καλύψει. Όσο κατεβαίνετε προς τα κάτω, υπάρχουν τα ίδια βίντεο στα Ιαπωνικά, για τους λίγους οπαδούς των manga, που θέλουν να ακούν την πρωτότυπη εκδοχή...

 Μέρος 1ο:

 

 Μέρος 2ο:

 Μέρος 3ο:

 Μέρος 4ο:

 

 Μέρος 5ο:

 

 Επίλογος:

 

Η αυθεντική, Ιαπωνική εκδοχή:

 Μέρος 1ο:

 

 

 

 

 Μέρος 2ο:

 

 

 

 Μέρος 3ο:

 

 

 

 Μέρος 4ο:

 

 

 Μέρος 5ο:

 

 Επίλογος: