Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix

 

MotoGP: Οδοιπορικό στο MOTUL TT ASSEN!

Η εμπειρία της χρονιάς...Από μέσα!
5/7/2018

Για ακόμη μια χρόνια η Motul μας έδωσε την ευκαιρία να μοιραστούμε την εμπειρία ενός MotoGP αγώνα με έναν τυχερό αναγνώστη, κι αυτή τη φορά στην Ολλανδία, όπου θα λάμβανε μέρος ένας από τους καλύτερους αγώνες της σεζόν!

Ο Γιώργος Λουβερδής ήταν ο μεγάλος τυχερός του διαγωνισμού, κι όπως περιγράφει και ο ίδιος, αρκετά δύσπιστος στο πρώτο τηλεφώνημα για το αν είναι αλήθεια ή κάποιος του κάνει πλάκα. Στην πράξη ο Γιώργος ήταν εκείνος που κατάλαβε γρηγορότερα από κάθε άλλο πιο πριν στην θέση του, πως είχε πράγματι κερδίσει:

Μεγάλος Διαγωνισμός MOTO & MOTUL: Ταξίδι στο MotoGP του Assen 2018!

Πάντα περιμένουμε κάποιο βαθμό δυσπιστίας, κι ας έχει το MOTO πραγματοποιήσει εκατοντάδες διαγωνισμούς ενώ είμαστε πλέον στην 5η συνεχή χρονιά που μαζί με την MOTUL στέλνουμε έναν τυχερό στα MotoGP! Ο αναγνώστης και φίλος -πλέον- Γιώργος, προστέθηκε στην μακρά λίστα όλων εκείνων που ξέρουν πραγματικά πώς λειτουργεί το MOTO από μέσα, και μάλιστα με τρόπο που θα του μείνει αξέχαστος: Κερδίζοντας έναν εκπληκτικό δώρο, ταξιδεύοντας στον καλύτερο αγώνα!

Ο καιρός στην Ολλανδία ήταν εξαιρετικός για τα δεδομένα της χώρας, ιδιαίτερα από την στιγμή που τα προηγούμενα χρόνια είχε παίξει δραματικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα. Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει τις δύο κόκκινες σημαίες το ’16 και την νίκη του Miller στο βρεγμένο. Η εκπληκτική λιακάδα που πετύχαμε όμως θύμιζε έντονα άνοιξη στην Ελλάδα, και την οικεία αυτή αίσθηση ενδυνάμωνε η εξαιρετική φιλοξενία της Μotul καθώς και οι υπόλοιποι Έλληνες προσκεκλημένοι, που μαζί με την πρόγευση από τα δοκιμαστικά του Σαββάτου συνηγορούσαν στο ότι θα ζήσουμε μια μοναδική εμπειρία! Και η εξέλιξη δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, καθώς είχαμε την τύχη να είμαστε παρόντες σε έναν  συγκλονιστικό αγώνα από αυτούς που διαφημίζουν το άθλημα, γεμίζουν με εναλλαγές συναισθημάτων τους θεατές και γίνονται σημείο αναφοράς!

Βέβαια το ρεπορτάζ του αγώνα που πλέον έχει καταγράφει στην ιστορία ως ένας από τους πλέον θεαματικούς και αμφίρροπους στη διάρκεια των ετών, σας τον μεταφέραμε άμεσα στο motomag.gr

MotoGP-Assen Ολλανδία: Ιστορικός αγώνας με κιλά θεάματος! Marquez σε δύσκολη νίκη

Ωστόσο η παρακολούθηση του αγώνα, ακόμα κι αυτού του επιπέδου που σε αφήνει γεμάτο συναισθήματα μόλις πέσει η καρό σημαία, αποτελεί μια μόνο παράμετρο σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που απλώνεται σε μέρες και σε πράγματα που αξίζει κανείς να δει και να ζήσει.

Από την πρώτη στιγμή που φτάνει κανείς στον περιβάλλοντα χώρο της πίστας γεμίζει από εικόνες που χαράσσονται βαθιά στη μνήμη από έκπληξη αλλά καμία φορά κι απογοήτευση, αν μπει στην διαδικασία να συγκρίνει το επίπεδο με την ελληνική σκληρή πραγματικότητα.

Τα πάντα είναι μία γιορτή της μοτοσυκλέτας και συμβαίνουν πολλά και διαφορετικά ταυτόχρονα, εκδηλώσεις και δρώμενα κάτω από τις κερκίδες, μουσικές, ήχοι από εξατμίσεις αλλά και οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κόσμου συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό. Και φυσικά το κίτρινο πλήθος: Συγκλονιστική στιγμή η αντίδραση των οπαδών του, όταν ο Rossi πέρασε στην πρώτη θέση, η λατρεία του κοινού για το γιατρό είναι απερίγραπτη.    

Εμείς είχαμε την τύχη να έχουμε στον καρπό μας το μαγικό βραχιολάκι των vip  προσκεκλημένων της ΜΟTUL και χάρη σε αυτό να περάσουμε δυο ολόκληρες μέρες στη σουίτα  της MOTUL, να περπατήσουμε μέσα στα paddocks να ζήσουμε από κοντά την ένταση των ομάδων αλλά και να επισκεφτούμε το box της Monster Yamaha Tech3.

H MOTUL έχει προσέξει ιδιαίτερα τις μεταγραφές της

Η σουίτα της ΜΟTUL που είναι και κεντρικός χορηγός στην πίστα του ΑSSEN βρίσκεται σε ένα από τα καλυτέρα σημεία καθώς κοιτά την αρχή της ευθείας, αλλά διαγώνια προς το εσάκι, εκεί που έγιναν μερικά από τα εντυπωσιακότερα περάσματα, που ο συγκεκριμένος αγώνας μας χάρισε πλουσιοπάροχα, κόβοντάς μας την ανάσα κάθε στιγμή! Από τις οθόνες βλέπαμε την ροή του αγώνα, και περιμέναμε την στιγμή που το γκρουπ των πρώτων θα ξαναπερνούσε από το φοβερό εσάκι, με τον Rossi να χαρίζει αλλεπάλληλα στιγμιότυπα!

Παρακολουθώντας έναν αγώνα MotoGP από κοντά, είναι αυτή η κλιμάκωση που ζεις μέχρι τον αγώνα της Κυριακής, που σε κάνει να νιώσεις σε όλο της το μεγαλείο, την μαγεία των MotoGP. Και η MOTUL φρόντισε για τον αναγνώστη μας να το ζήσει αυτό σε υπερθετικό βαθμό: Το απόγευμα του Σαββάτου μετά το τέλος των χρονομετρημένων ανάμεσα μας βρεθήκαν οι αναβάτες της Monster Yamaha Tech 3, ο Johann ZARCO και ο Hafizh SYAHRIN, καθώς και της Suzuki Ecstar, ο Alex RINS ( που την επόμενη μέρα ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του αγώνα ) και ο Antrea IANNONE! Υπέγραψαν καπέλα και αυτόγραφα, φωτογραφήθηκαν και συνομίλησαν με όλους, αποδεικνύοντας πως έχουν τεράστια υπομονή και φοβερό επαγγελματισμό, μέσα στην ένταση των δοκιμών και της παραμονής του αγώνα.

Ας δούμε όμως πώς έζησε όλη αυτή την μαγεία, με την δική του μαρτυρία, ο Γιώργος Λουβερδής, νικητής του διαγωνισμού:

Μια ανεπανάληπτη και ανέλπιστη εμπειρία.....…. του Γιώργου Λουβερδή

Ήταν μια ζεστή απογευματινή μέρα του Μαΐου, όπου κάθομαι αραχτός στο καναπέ και scroll-αρω στο facebook και πετυχαίνω ένα διαγωνισμό του περιοδικού MOTO, o οποίος έστελνε ΕΝΑ ΤΥΧΕΡΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ στο MOTOGP του ASSEN, το διήμερο 29/06/18 - 01/07/18,

Ξέρετε πως πάνε αυτά, βάζεις τα στοιχεία σου, σκέφτεσαι πως είναι ανώφελο «μήπως κληρωθεί ο ξάδελφος κανενός συντάκτη;». Παρόλες τις αρχικές μου σκέψεις, σκέφτηκα ότι δεν χάνω και τίποτα, απλή η διαδικασία (1-2 λεπτά), οπότε και δήλωσα συμμετοχή….

Αρκετές μέρες μετά και έχοντας ξεχάσει την ίδια μου την συμμετοχή, μια ωραία πρωία στις 23-05-2018, χτυπά το κινητό μου και αφού με ρωτάει ο συνομιλητής μου τα στοιχεία μου, μου συστήνεται ως Θάνος Φελούκας από το περιοδικό MOTO… και ξεκίνα το happy story…

H πρώτη μου αντίδραση ήταν τουλάχιστον παθητική, μιας και σκέφτηκα όση ώρα μου μίλαγε ο «Θάνος» πως κάποιος γνωστός μου με δουλεύει και προσπαθούσα ταυτόχρονα, να σκεφτώ σε ποιόν φίλο από την παρέα είχα αναφέρει την συμμετοχή μου. Η πραγματικότητα ήταν ότι δεν το είχα πει σε κανένα! Εν τέλει δεν άντεξα και του λέω … «βρε μου κάνεις πλάκα…?», «όχι» μου απαντάει γελώντας, «κάτσε να σου στείλω αίτημα φιλίας στο FB να δεις το προφίλ μου» συμπληρώνει….

Εν τέλει αφού πείστηκα σαν τον άπιστο Θώμα, ο Θάνος με ρωτάει «σε ενδιαφέρει το ταξίδι?» και ότι «πρέπει να δώσω μια απάντηση εδώ και τώρα», … του απαντάω: «ρε φίλε μας κοροϊδεύεις φυσικά και ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ» χωρίς δεύτερη σκέψη. Το κλείνουμε γελώντας και μου αναφέρει πως θα με καλέσουν από την ΜΟΤUL GREECE για τα διαδικαστικά των εισιτηρίων, του προγράμματος κλπ….

ΕΠΛΕΑ ΣΕ ΠΕΛΑΓΗ ΕΥΤΥΧΙΑΣ….

Δεν ήξερα τι να πρωτοσκεφτώ μιας και δεν είχα μέχρι στιγμής πάει σε κανένα MotoGP!

Για όλη την διαδικασία δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να μιλήσω δυο φορές με την MOTUL, που αξίζει να σημειωθεί πως για την εταιρεία το grand prix του ASSEN έχει βαρύνουσα σημασία, μιας και η πίστα φέρει το όνομα της. Για φέτος λοιπόν το 2018, Motul TT Assen 88th Edition - TT Circuit Assen  σου ερχόμαστε!!!!

Η πολυπόθητη μέρα φτάνει…. Παρασκευή πρωί 29-06-2018, έχουμε συνάντηση η ελληνική αποστολή στο Ελ. Βενιζέλος, λίγο νωρίτερα, να γνωριστούμε από κοντά με τον απεσταλμένο του περιοδικού ΜΟΤΟ, τον πολύ κουλ και χαμογελαστό Γιώργο Κριμπένη, Διευθυντή Εμπορικού τμήματος, τον εκπρόσωπο της MOTUL τον εκπληκτικό Θοδωρή Τσέλιο, τον έτερο κωλόφαρδο της κλήρωσης από κλήρωση της ίδιας εταιρείας, και τους υπόλοιπους προσκεκλημένους … Αφού τα λέμε, όλη η ομάδα είναι έτοιμη να πετάξει για το  Άμστερνταμ! Μετά από τρεις ώρες πτήση, μας περιμένει πούλμαν όπου συναντιόμαστε και με άλλες ευρωπαϊκές ομάδες της MOTUL (Κροατική, Γαλλική κλπ) και φεύγουμε για το ξενοδοχείο Fletcher, που βρίσκεται στην καταπράσινη και όμορφη τοποθεσία, στο Paterswolde, λίγο έξω από το Assen.

Φτάνουμε νωρίς το απόγευμα και βολευόμαστε στα δωμάτιά μας μέχρι να έρθει η στιγμή που το βραδάκι θα συναντηθούμε ξανά για δείπνο. Ήπιαμε και τα μπυρακια μας τα ντόπια, γνωριστήκαμε ακόμα καλύτερα, ήμασταν έτοιμοι για την επόμενη μεγάλη μέρα στην πίστα και τα Free Practice 3-4 και τα Qualifying 1 & 2 και των τριών κατηγοριών!

Το συναίσθημα απίστευτο, μοναδικό, οι Ολλανδοί λατρεύουν αυτό τον αγώνα των MotoGP: 120.000 κόσμου, καιρός ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ για τα δεδομένα της εποχής και της χώρας, συνήθως τέτοια εποχή έχει σύντομες βροχές και άστατο καιρό… εμείς κωλόφαρδοι γαρ, λες και κάποιος έχει συνωμοτήσει υπέρ μας, απολαμβάνουμε ελληνικό ήλιο και καιρό 26 βαθμούς κελσίου… Κόσμος πολύς, μικροί μεγάλοι με μπλουζάκια και καπέλα από όλους τους οδηγούς και τις εταιρείες (κυρίως όμως στα χρώματα της Yamaha και του Βαλεντίνο). Περπατάμε εξωτερικά της πίστας και οδεύουμε προς το οργανωμένο VIP χώρο, το hospitality της ΜΟΤUL, πάνω στο γνωστό S-ακι της πίστας πριν την ευθεία και την γραμμή του τερματισμού, μια ανάσα από την είσοδο στην γραμμή των pits, εκεί που θα βλέπαμε επικά προσπεράσματα την επόμενη μέρα! 

Φυσικά έξω από την πίστα έχει πολλά μαγαζιά / περίπτερα με επίσημο εμπόρευμα από όλες τις ομάδες, με μεγάλες ουρές αναμονής για να ψωνίσουν οι οπαδοί και φίλαθλοι των MotoGP.

Έχοντας ήδη εφοδιαστεί από την προηγούμενη μέρα με τα ειδικά VIP καρτελάκια της MOTUL, ο επικεφαλής της αποστολής μας προτείνει να μπούμε στην πίστα να κάνουμε μια βόλτα στην γραμμή εκκίνησης πηγαίνοντας στο vip χώρο / μπαλκόνι της motul

 

Η αίσθηση στην πίστα είναι μοναδική… Ο ήχος, η ένταση, η κάψα και δίψα του κόσμου, όλο αυτό μαζί αποτελεί ένα ζωντανό οργανισμό! Ειδικά εμείς που θα απολαμβάναμε τρομερά προνόμια σε σχέση με ένα απλό θεατή λόγω του χορηγού. Αφού είδαμε τις ελεύθερες δοκιμές 3 και 4 και τις κατατακτήριες με αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι και τον τελευταίο γύρο, όπου αλλάξανε τα πάντα στην γραμμή εκκίνησης για την επόμενη μέρα, και πριν ακόμα συνέλθουμε από την συγκίνηση των κατατακτηρίων, μπορέσαμε να πάρουμε πίσω μέρος των δυνάμεών μας: Οι άνθρωποι της MOTUL μας ταΐσαν και μας πότισαν πλουσιοπάροχα μέχρι τελικής πτώσης στο VIP χώρο (μπύρες, κρασί, αναψυκτικά, σάντουιτς, μπεργκερ, πιττάκια με αλλαντικά, τόνο κλπ πλούσια εδέσματα από οργανωμένο catering για όλα τα γούστα) κι έτσι ήρθε η ώρα της πρώτης βόλτας στο Paddock, όπου θαυμάσαμε τα περίπτερα και τα φορτηγά των ομάδων, τον χώρο της Michelin όπου προετοιμάζει τα ελαστικά τους και φυσικά τα… paddock girls! Όπου και φωτογραφηθήκαμε μαζί τους!

Εδώ το ζεις από μέσα! Περνάνε κυριολεκτικά από δίπλα σου οι αναβάτες που βλέπεις στην τηλεόραση από όλες τις κατηγορίες ΜΟΤΟ 2, MOTO 3 και MotoGP! Μηχανικοί από τις ομάδες, τρέχουν δεξιά κι αριστερά, τα ελαστικά πάνε και έρχονται, κορνάρουν οι οδηγοί με τα σκούτερ να περάσουν.. όλα μοναδικά που δεν περιγράφονται σε 10 γραμμές!

Γυρίσαμε κακήν κακώς, τρέχοντας στο VIP χώρο να προλάβουμε την στιγμή που υπογράφονταν αυτόγραφα, ενώ μετά τις κατατακτήριες θα έρχονταν οι εργοστασιακοί οδηγοί της SUZUKI ECSTAR (Ianonne – Rins) και της δορυφορικής ομάδας της Monster Yamaha Tech3 (Zarco – Syahrin), να τους γνωρίσουμε από κοντά και να υπογράψουν αυτόγραφα, καπέλα και αφίσες, μιας και οι ομάδες τους χορηγούνται επίσημα από την Motul… Άλλη φοβερή εμπειρία αυτή να βλέπεις από κοντά μερικούς από τους ταχύτερους αναβάτες στον κόσμο!!!!

Μετά από αυτήν την ανεπανάληπτη εμπειρία, και αρκετή αλήθεια κούραση, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο όπου το βράδυ μας είχε οργανώσει η MOTUL βραδιά μπάρμπεκιου με κρέατα και ψαρικά, σε ένα πανέμορφο χώρο πάνω στην λίμνη, στο εστιατόριο Paviljoen van de Dame, για όλους τους καλεσμένους της MOTUL!

Αποκαμωμένοι από την κούραση, πήγαμε για ύπνο γιατί την άλλη μέρα θα φεύγαμε πολύ πρωί να μπούμε στην πίστα για το ζέσταμα και το κυρίως μενού που ήταν οι τρεις αγώνες της μικρής, μεσαίας και μεγάλης κατηγορίας! Εκεί μας περίμενε μια έκπληξη: O Θοδωρής, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής μας ενημέρωσε ότι μετά το ζέσταμα και κυριολεκτικά μια ώρα πριν τον αγώνα, θα πάμε στα ενδότερα (πιο ενδότερα ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ) της  ομάδας Monster Yamaha Tech3, να φωτογραφηθούμε με τα μηχανάκια των Zarco – Syahrin, είδαμε και τον Lin Jarvis 3 μέτρα μακριά μας, την ώρα που οι μηχανικοί της ομάδας έκαναν τις τελευταίες ρυθμίσεις πάνω στις μηχανές!

Ήρθαμε εκεί ακριβώς που διαδραματίζονται τα πάντα, κι αποχαιρετίσαμε την ομάδα και όλο των χώρο τον paddocks πηγαίνοντας στην εξέδρα να δούμε τον αγώνα. Τα συναισθήματα ήταν μοναδικά, εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στο μυαλό και ιστορίες που θα λέω μέχρι να πάω πάλι!

Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο περιοδικό MOTO και στην MOTUL που μου έδωσε την μοναδική ευκαιρία να τα ζήσω όλα αυτά από κοντά!

Γιώργος Λουβερδής

 

Κλείνοντας την αποτίμηση μιας πραγματικά μοναδικής εμπειρίας, θέλουμε κι εμείς να ευχαριστήσουμε τους ανθρώπους της ΜΟTUL, και προσωπικά τον κο Θοδωρή Τσέλιο Business Development Manager Motul για την εξαιρετική φιλοξενία αλλά και τους Γ. Παρασκευά ιδιοκτήτη της wolf racing, τo συνάδελφο Nίκο Βιτσιλάκη και τον έτερο υπερτυχερό από το διαγωνισμό που διενέργησε η ΜOTUL  κο Θάνο Δημόπουλο για την εξαιρετική  παρέα …εις το επανιδείν!

 

Ετικέτες