Isle of Man TT: 112 χρόνια 274 νεκροί - Πλήρης Λίστα – Γιατί δεν ακυρώνεται

Ο πιο επικίνδυνος αγώνας του κόσμου
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/6/2019

Με την ολοκλήρωση του φετινού Isle of Man TT κατά το οποίο ένας αναβάτης -άλλος ένας αναβάτης- ο 27χρονος Daley Mathison έχασε την ζωή του, η λίστα των νεκρών στην εκατονταετή και βάλε πορεία του αγώνα, έδειξε πως δεν πρόκειται να σταματήσει να μακραίνει… Από την ημέρα που η διαδρομή του νησιού άνοιξε για τις μοτοσυκλέτες, όταν μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν για τα αυτοκίνητα, σε μία εποχή που ο περισσότερος πληθυσμός της Γης μετακινούταν με άμαξες και άλογα κι όλα τα υπόλοιπα ήταν πολύ πρώιμα, το Isle of Man άρχισε να μετρά δυστυχήματα. Από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες δοκιμές πριν τον πρώτο αγώνα μοτοσυκλετών και υπήρχε ήδη δυστύχημα όταν ο Victor Surridge έχασε την ζωή του στην Glen Helen, που θα γινόταν μακάβρια θρυλική στα χρόνια που θα ακολουθούσαν…

Αν γίνει ένας απολογισμός που συμπεριλαμβάνει όλα τα δυστυχήματα στο νησί, μαζί με το Manx Grand Prix και το Classic TT, προσθέτοντας τους θεατές και τους κριτές που έχουν σκοτωθεί μαζί με τους αναβάτες στο πέρασμα του χρόνου, τότε ο τραγικός αριθμός ανεβαίνει πολύ ψηλά αγγίζοντας αυτή την στιγμή τους 274 νεκρούς συνολικά. Πρώτη χώρα σε απώλειες είναι η Μεγάλη Βρετανία με συντριπτική διαφορά, κι από εκεί και πέρα μονάχα το ίδιο το νησί, που είναι αυτόνομο διοικητικά, μετρά διψήφιο αριθμό θυμάτων. Τόσο χαοτική είναι η απόσταση που χωρίζει τις χώρες σε δυστυχήματα. Αυτό αρχίζει να σκιαγραφεί κάπως και τον λόγο που ένας αγώνας που χαρακτηρίζεται ως ο πλέον επικίνδυνος στον κόσμο, δεν σταματά εδώ και εκατό χρόνια, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πώς γίνεται και δεν διώκονται οι διοργανωτές, πως και δεν πληρώνουν υπέρογκα ποσά σε αποζημιώσεις, ιδιαίτερα την στιγμή που χάνονται ζωές κριτών και κι εργαζομένων. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των κριτών και οι υπόλοιποι είναι εθελοντές, δεν πληρώνονται για τις ημέρες αυτές που δίνουν τον χρόνο τους. Η εκπαίδευσή τους έχει γίνει επί της πράξεως, μέσα από χρόνια που κάνουν το ίδιο, μετρώντας και μερικές απώλειες…

Η χώρα λοιπόν που τον διοργανώνει, είναι και η χώρα η οποία και έχει τις περισσότερες απώλειες. Κι αν εκείνη δεν κάνει κάτι να τον σταματήσει τότε δεν θα κάνει και κανείς άλλος… Και οι Άγγλοι δεν πρόκειται να κάνουν κάτι τέτοιο, όχι για το κέρδος που φέρνει αυτός ο αγώνας, ούτε γιατί είναι εγωιστές και γουστάρουν την προβολή τους. Τύποι σαν τον Guy Martin που παρατάνε τους αγώνες για να κάνουν μαραθώνιο στην Αμερικάνικη ήπειρο χάνοντας κάθε επαφή με οπαδούς, δεν συμπίπτουν σε μία τέτοια επιχειρηματολογία. Ας μείνουμε στο παράδειγμα του Guy Martin μιας και είναι από τους πλέον γνωστούς, διότι ούτε και πολλά λεφτά έχει βγάλει στην ζωή του. Μέχρι να κυκλοφορήσει το ντοκυμαντέρ και να τον κάνει γνωστό, με το ζόρι κάλυπτε τα έξοδα του αγώνα και κοιμόταν στο βανάκι του, μαζί με όλα τα υπόλοιπα που έκανε μέσα εκεί, για όποιον έχει δει το ντοκυμαντέρ… Είναι επαγγελματίες αγωνιζόμενοι, όμως κανείς τους πλην ελάχιστων δεν είναι έγινε πλούσιος, κι αν τα κατάφερε μέσα στο Isle of Man τότε μιλάμε για ένα όνομα γραμμένο σε δάχτυλο. Καμιά δεκαριά όλα μαζί δηλαδή… Οι υπόλοιποι αναβάτες; Εκείνοι που ξέρουν πως δεν έχουν καμία ελπίδα να δουν το όνομά τους να φιγουράρει κάπου; Σίγουρα δεν υποκινούνται με την ευτέλεια της ματαιοδοξίας ή του κέρδους…

Τέτοια επιχειρήματα, πως οι αγώνες αυτοί δεν ακυρώνονται γιατί κάποιοι βγάζουν λεφτά ή γιατί οι αναβάτες είναι ανώριμοι εγωπαθείς που γουστάρουν την προβολή, γίνονται με την ευκολία του σχολιασμού στο ίντερνετ, κι όχι γενικά στον κόσμο αλλά εδώ σε εμάς περισσότερο από ότι στην Αγγλία που είναι σημαντικά λιγότεροι όσοι ζητούν την ακύρωση του Isle of Man. Κι ας έχουν χάσει πάνω 200 συμπολίτες τους, σε σύνολο 274 νεκρών… Στα 112 χρόνια του, το Isle of Man έχει περάσει από όλα τα στάδια και στην σύγχρονη εποχή ακόμη και δυσκολίες. Πάντα στα δύσκολα ήταν οι ίδιοι οι αναβάτες που το στήριζαν, ούτε οι εταιρίες, ούτε κανείς άλλος. Κι αν οι ντόπιοι έχουν λόγο να γίνονται εθελοντές, μερικές φορές με τον κίνδυνο να καταλήξουν στο φέρετρο, μόνο και μόνο για τον τουρισμό, τότε οι τελευταίοι των τελευταίων αναβατών, εκείνοι που για να δουν την πρώτη δεκάδα θα πρέπει να εξαφανιστούν όλοι οι υπόλοιποι αντί να τους περάσουν, ποιον λόγο έχουν να προσφέρουν την στήριξή τους και να παίρνουν το τεράστιο ρίσκο; Σίγουρα η απάντηση δεν κρύβεται μέσα σε γρήγορη αντίδραση, γρήγορη πληκτρολόγηση στα κοινωνικά δίκτυα για να πάμε στο επόμενο θέμα, αυτό δηλαδή που μας χαρακτηρίζει γενικά σαν κοινωνία, ωστόσο υπάρχει ένα μεγάλο «αλλά». Αν υπάρχει ένας λαός στην Ευρώπη που πρέπει να είναι υπερβολικά ευαισθητοποιημένος απέναντι σε κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αυτοί είμαστε εμείς! Αν υπάρχει ένας που να δικαιολογείται να αντιδρά απέναντι σε κάτι που γίνεται νόμιμα και οργανωμένα -διαφορετικά δεν θα το συζητούσε κανείς- γιατί δεν θέλει να ακούει για αναβάτες που σκοτώνονται σε δημόσιους δρόμους, τότε σίγουρα είναι οι Έλληνες αυτοί που έχουν τον πρώτο λόγο στην όποια αντίδραση. Δεν επηρεάζουν όμως οι Έλληνες την διοργάνωση του Isle of Man, ούτε απασχολεί τους Άγγλους αν στην Ελλάδα υπάρχουν ή όχι οπαδοί, είμαστε λίγοι σε αριθμό. Οπότε η οποιαδήποτε αρνητική αντίδραση πέφτει σε τοίχο.

Έχοντας επισκεφτεί «το νησί» σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της ιστορίας του Isle of Man, έχοντας συνομιλήσει με ανθρώπους όπως οι McGuinness και Dunlop, γίνεται κατανοητό πως το Isle of Man γίνεται για πολλούς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που πιστεύει κανείς έχοντας ασχοληθεί επιφανειακά. Και είτε το θέλουμε εμείς, είτε όχι, το Isle of Man δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει να διοργανώνεται.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του Dunlop που ακριβώς έναν χρόνο πριν έχανε τον αδερφό του και τα ανίψια του έμεναν ορφανά, από δυστύχημα στον αγώνα Skerries 100 ενώ το 2008 είχε χάσει και τον πατέρα του.

Ο πατέρας του νεκρού William, ο Robert Dunlop, σκοτώθηκε στον North West 200 το 2008, τον αγώνα που πολλές φορές είναι πιο επικίνδυνος κι από το Isle of Man ενώ ο θείος του, Joey, σκοτώθηκε στην Εσθονία το 2000. Ο Michael έχει δει την οικογένεια του να ξεκληρίζεται με σταθερά βήματα ανά δεκαετία! Δεν μένεις σε αυτούς τους αγώνες από ματαιοδοξία όταν βάζεις έναν – έναν, την οικογένειά σου σε φέρετρο. Εκτός κι αν είσαι παρανοϊκός και ο Michael δεν είναι. Αντίστοιχα είχα ρωτήσει τον McGuinness, όταν μου έλεγε πως χαίρεται που έχει κόρες, γιατί αν είχε αγόρια μπορεί να ήθελαν να κάνουν ό,τι κι αυτός. Και τότε θα έχανε την ζωή του αν έπρεπε να πάει σε κάποιου την κηδεία… για τον ίδιο δεν τον νοιάζει. Προφάνώς ούτε για τον δικό του πατέρα και την δική του μητέρα! Δεν μπορεί να φανταστεί να κάνει κάτι άλλο στην ζωή του, και δεν μπορεί να τρέξει και σε πίστα. Έχουμε οδηγήσει μαζί, στην Mireval, μία πίστα δοκιμών της Dunlop και δεν ήταν καθόλου γρήγορος, χανόταν το μάτι του εκεί μέσα. Αν είσαι βλάκας, μπορείς να πεις πως πέρασες τον McGuinness, η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο σύνθετη: Κάθε ένας από αυτούς τους τύπους εκεί μέσα το κάνει για τον δικό του λόγο και έχει διαφορετικό υπόβαθρο. Ο Cummins είναι πωλητής καφέ και επισκευάζει και αυτόματους πωλητές. Γέννημα θρέμμα του νησιού, ασχολείται με το Isle of Man γιατί από την απαρχή της ζωής του έβλεπε τις μοτοσυκλέτες αν περνούν από το παράθυρο του παιδικού του δωματίου. Θα μπορούσες να πεις πως στην περίπτωσή του φταίει η κοινωνία ολόκληρη, αλλά εκείνος δεν το βλέπει καθόλου έτσι. Αν οδηγείς μοτοσυκλέτα στο νησί, θα τρέξεις και στο Isle of Man…

Ο McGuinness μπήκε στους αγώνες για να κατευνάσει την ανάγκη του για αδρεναλίνη. Δεν τον νοιάζει αν υπάρχουν θεατές, ή αν καθαρίζει το μπαρ για να έχει λεφτά για λάστιχα, το μόνο που ήθελε ήταν η αδρεναλίνη, και στο Isle of Man βρήκε την μεγαλύτερη δόση που θα μπορούσε.

Κάθε ένας από αυτούς έχει τους δικούς του λόγους, κι όλοι μαζί θα συνεχίζουν να παίρνουν μέρος στον πιο επικίνδυνο αγώνα τον οποίο και έχουν πασχίσει να διατηρήσουν νόμιμο και σωστά οργανωμένο. Δεν τρέχουν ποτέ στους δρόμους αλλιώς, δεν κάνουν κόντρες, δεν έκαναν ποτέ άλλωστε. Αν κάποιος έχει σχηματίσει αυτό το προφίλ στο μυαλό του, είναι λάθος. Μάλιστα μόλις βγάλουν λίγα χρήματα κι αναγκαστούν να τα δηλώσουν στην Αγγλία, τότε έχουν σοβαρό πρόβλημα καθημερινής μετακίνησης με μοτοσυκλέτα, ακόμη και αν είναι πρωτοκλασάτοι όπως ο McGuinness, που μου έλεγε πως δεν μπορεί να πληρώσει την ασφάλειά του κι έτσι κυκλοφορεί με 125 Honda Grom! Πληρώνοντας κάθε χρόνο πάνω από τα διπλά της πραγματικής αξίας του σε ασφάλεια, γιατί δηλώνει επαγγελματίας αναβάτης… Ένας από τους πρώτους σε τίτλους στο νησί, αλλά δεν μπορεί να καλύψει την ασφάλειά του, που αν και υπέρογκη έτσι όπως τα κάνουν εκεί οι Άγγλοι, δεν παύει να είναι  ενδεικτική πως πλούσιος δεν έγινε.

Το Isle of Man είναι ένας από τους αγώνες με την μεγαλύτερη σε χρόνο υπόσταση, έπαψε να αποτελεί μέρος του πρωταθλήματος FIM το 1976 και πολύ κράτησε είναι η αλήθεια. Δεν θα θέλαμε ποτέ και σε καμία περίπτωση να βλέπαμε WSBK και MotoGP σε δημόσιους δρόμους, ΕΚΤΟΣ κι αν αυτοί γίνονται κάπως έτσι, όπως θα δούμε από το 2021. Μία κανονική πίστα δηλαδή, με όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας, που τον υπόλοιπο χρόνο περνά κόσμος, έτσι ναι, μπορεί κανείς να το δεχτεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μπορεί ταυτόχρονα να απαγορεύσει και στους Άγγλους να συνεχίσουν το πρωτάθλημα TT… Το 1970 ήταν η χρονιά με τους περισσότερους θανάτους, συνολικά έξι αναβάτες σκοτώθηκαν τότε με πρωτοσέλιδα εφημερίδων να ανακοινώνουν μία – μία τις κηδείες, και η παγκόσμια κατακραυγή ήταν μεγάλη, όπως και αντίστοιχα η αντίδραση των αναβατών. Μέχρι που έπαψε να αποτελεί μέρος του παγκοσμίου πρωταθλήματος. Από τότε η αντιμετώπιση είναι η εξής απλή, «μεγάλα παιδιά είναι ας κάνουν ό,τι θέλουν από την στιγμή που μιλάμε για κλειστούς δρόμους».

Η επιστήμη έχει αποφανθεί πάντως πως η συνεχής επιβολή της γνώμης, ακόμη κι όταν αυτή είναι σωστή, οδηγεί σε αντίδραση, ακόμη κι αν αυτός που αντιδρά ξέρει πως κάνει λάθος! Ένα δικό μας παράδειγμα πάνω σε αυτό, για να το καταλάβουμε καλύτερα: Όσο κι αν φωνάζει κανείς για κράνος το αποτέλεσμα είναι ένα, συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε να βλέπουμε λαό πολύ, να κυκλοφορεί ξεκράνωτος, ή φορώντας το στο χέρι.

Και είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στο εξωτερικό θα ακολουθήσοθν το γράμμα του νόμου. Τι σημαίνει αυτό; Πως εδώ «επιτρέπεται» με την έννοια πως δεν διώκεται επαρκώς, για αυτό και το βλέπουμε να συμβαίνει. Δεν μιλάμε απαραίτητα για αστυνόμευση, ξεκινάμε πρώτα από το γεγονός πως κάποιος οδηγεί χωρίς κράνος και οι υπόλοιποι το αντιμετωπίζουν δίπλα του ως φυσιολογικό. Αντιδρώντας ψηφιακά δεν υπάρχει όφελος. Φωνάζοντας διαρκώς για κράνος κάτω από κάθε φωτογραφία, σε κάθε προφίλ, έχει αποδειχτεί πως δεν μπορεί να αποτελεί λύση. Κι αυτό γιατί πολύ απλά επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, ξυπνά την αντίδραση. «Το κράξιμο» πρέπει να γίνεται, μέχρι στο σημείο όμως που δεν έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, από εκεί και πέρα είναι οι πράξεις που κάνουν την διαφορά. Και σε αυτές ακριβώς είναι που πάσχουμε ως κοινωνία… Στην Αγγλία δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε σταματήσουν αν οδηγείς γρήγορα στο δρόμο ή δεν φοράς κράνος. Μία, δύο, τρεις το πολύ και μετά αντιμετωπίζεις από την παρατήρηση του συμπολίτη σου, έως και την φυλακή από τους μπάτσους. Αυτό ας το σκεφτούμε λίγο καλύτερα. Από την άλλη, στους ίδιους αυτούς Άγγλους, δεν ανοίγεις συζήτηση περί θανάτων στο Isle of Man. Κι όταν το κάνεις δεν μπορούν να καταλάβουν την δική σου ευαισθησία επί του θέματος, για έναν νόμιμο αγώνα μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων, και δεν μπορούν να το καταλάβουν μιας και δεν ξέρουν πώς είναι να χάνονται σε ένα καλοκαίρι στους δρόμους, περισσότεροι από όσοι εκατό χρόνια στο Isle of Man!

 
 
 
Αναβάτες που έχουν σκοτωθεί στο Isle of Man TT
N#
Χώρα / Αναβάτης
Χρονολογία
Μοτοσυκλέτα
1
England Victor Surridge
27 June 1911[4]
Rudge-Whitworth[4]
2
England Frank R Bateman
6 June 1913[6]
499cc Rudge
3
United Kingdom Fred Walker
19 May 1914[7]
Royal Enfield
4
England J H H Veasey
15 June 1923[9]
500cc Douglas
5
Isle of Man Ned Brew
15 September 1923[10]
Frera
6
England J T A Temple
31 August 1925[11]
Norton
7
England Archie Birkin
7 June 1927[12]
500cc McEvoy
8
England John Cooke
15 June 1927[14]
249cc DOT
9
England Cecil Ashby[15]
10 June 1929[16]
New Imperial
10
England Doug Lamb
14 June 1929[17][18]
500cc Norton
11
England Freddie Hicks
19 June 1931[19]
AJS
12
England Frank Longman
14 June 1933[21]
Excelsior
13
England Arthur Pilling
31 August 1933[22]
Norton
14
England Syd Crabtree[23]
13 June 1934[24]
Excelsior
15
England John Gilbert
3 September 1934[25]
Velocette
16
England J.P.Williamson
6 September 1934[25][26]
498cc Rudge
17
England J.A.MacDonald
17 June 1935[27]
Norton
18
England Doug Pirie
19 June 1935[27]
New Imperial
19
England Jack Moore
13 June 1938[29]
Norton
20
England Percy Pritlove
12 September 1938[30]
Vincent HRD
21
Nazi Germany Karl Gall
2 June 1939[31][32]
494cc BMW[34]
22
England A.W.F.Johns
26 August 1946[35]
500cc Norton
23
England Peter M Aitchinson
5 September 1946[36]
500cc Norton
24
Republic of Ireland Benjy Russell
9 September 1947[37]
Moto-Guzzi
25
South Africa Johan Erik van Tilburg
28 May 1948[40]
348 cc AJS[41]
26
England Thomas Bryant
3 June 1948[42]
Velocette
27
England Neil ('Noel') Christmas[23]
11 June 1948[44]
500cc Norton
28
England Ben Drinkwater
13 June 1949[45]
350cc Norton
29
England John Makaula-White
29 May 1950[48]
500cc Triumph
30
England Thomas A. Westfield
30 May 1950[48]
500cc Triumph
31
England Alfred Bent
8 September 1950[49]
Velocette[51]
32
England Leonard C Bolshaw
29 May 1951[52]
Triumph
33
England John P. O’Driscoll
31 May 1951[52]
Rudge
34
England John T Wenman
4 June 1951[53]
Norton
35
England Doug L Parris
4 June 1951[55]
Douglas
36
England Chris Horn
8 June 1951[56]
Norton
37
England J.M. Crowe
14 September 1951[57]
Norton
38
England Frank Fry
4 June 1952[56]
Norton
39
England Brian A. Jackson
2 September 1952[59]
496cc Norton
40
England Ivor K. Arber
2 September 1952[59]
Norton
41
England Kenneth R.V. James
5 September 1952[60]
500cc Manx Norton
42
England Michael Richardson
11 September 1952[62]
348cc AJS
43
England Harry L Stephen
8 June 1953[63]
Norton
44
England Thomas W Swarbrick
8 June 1953[63]
350cc AJS
45
England Les Graham
12 June 1953[66]
500cc MV Agusta
46
Australia Geoffrey G. Walker
12 June 1953[66]
Norton
47
England Raymond G Ashford
7 June 1954[69]
350cc BSA
48
England Simon Sandys-Winsch
18 June 1954[70]
350cc Velocette
49
England Ronald Butler
7 September 1954[72]
350cc AJS
50
England Eric W. Milton
3 September 1955[73]
499cc BSA
51
Scotland James Watson Davie
6 September 1955[74]
AJS
52
England David Merridan
11 June 1956[75]
499cc BSA Gold Star
53
Wales Peter G Kirkham
14 June 1956[76]
350cc BSA
54
England Maurice W. Saluz
31 August 1956[77]
500cc Norton
55
England Charles F Salt
7 June 1957[79]
BSA
56
New Zealand John F. Antram
26 May 1958[81]
AJS
57
Southern Rhodesia Desmond D. Woolf[82]
6 June 1958[82]
498cc Norton
58
England Maurice Wassell
5 September 1958[83]
350cc AJS[84]
59
England John Hutchinson
8 September 1958[85]
350cc BSA[87]
60
England James E. Coates
5 September 1959[88]
AJS
61
England John D. Hamilton[89]
10 September 1959[90]
500cc Norton
62
England John T. Sapsford
8 September 1960[91]
500cc BSA
63
England Michael T Brookes
10 June 1961[92]
499cc Norton
64
Switzerland Marie Lambert
12 June 1961[93]
BMW
65
England Ralph Rensen
16 June 1961[96]
Norton
66
England Geoffrey J Griffin
31 August 1961[97]
500cc G50 Matchless
67
England Fred Neville
5 September 1961[98]
350cc AJS
68
Australia Tom Phillis
6 June 1962[100][101]
285cc Honda
69
New Zealand Colin Meehan
6 June 1962[100][101]
349cc AJS
70
England Tom Pratt
4 September 1962[103]
348cc Norton[103]
71
England Charles E Robinson
4 September 1962[104]
305cc Honda
72
England Geofrey C. Prentice
4 September 1962[104]
AJS
73
England Keith T. Gawler
6 September 1962[105]
499cc Norton
74
England Raymond Rowe
5 September 1963[106]
499cc Norton[107]
75
England Brian W Cockrell
2 June 1964[108]
Norton
76
England Laurence P Essery
9 June 1964[109]
Matchless
77
England George B Armstrong
1 September 1965[110]
Triton
78
Japan Toshio Fujii
26 August 1966[112]
125cc Kawasaki[114][115]
79
United Kingdom Brian Duffy
28 August 1966[116]
250cc Yamaha
80
England Alfred E Shaw
10 June 1967[117]
500cc Norton
81
England Geoffery Proctor
29 August 1967[119]
248cc Cotton[121]
82
England Kenneth E. Herbert
1 September 1967[122]
499cc Norton
83
New Zealand Ian D.Veitch
10 June 1968[123]
Kawasaki
84
England Peter Ray
3 September 1968[124]
Aermacchi
85
Wales Roger Perrier
3 September 1968[124]
Norton
86
England Arthur Lavington
6 June 1969[125][126]
350cc Velocette
87
England Gordon V.Taylor
25 August 1969[127]
325cc Kawasaki
88
England Michael L. Bennett
26 August 1969[127]
500cc Norton
89
Scotland Iain Sidey
28 August 1969[128]
Norton
90
England Les Iles
1 June 1970[129]
125cc Bultaco
91
England Michael Collins
3 June 1970[131]
496cc Seeley
92
England Denis Blower
3 June 1970[132]
499cc BSA Sidecar
93
Francoist Spain Santiago Herrero
8 June 1970[133]
250cc Ossa
94
Malta John Wetherall
12 June 1970[135]
499cc Norton
95
Northern Ireland Brian Steenson
12 June 1970[136]
498cc Seeley
96
England George Collis
1 September 1970[137]
Yamaha
97
England Brian Finch
9 June 1971[138][139]
Suzuki T500
98
Wales Maurice A.Jeffery
12 June 1971[139][140]
499cc Manx Norton
99
Italy Gilberto Parlotti
9 June 1972[141]
125cc Morbidelli
100
Republic of Ireland Chris M. Clarke
28 August 1972
250cc Yamaha
101
England John L. Clarke
2 June 1973[142]
Suzuki T20 Super Six
102
England Eric R. Piner
5 September 1973[143]
250cc Yamaha
103
England Peter L. Hardy
27 May 1974[144]
750cc HTS – Imp
104
England David J. Nixon
1 June 1974[145]
741cc Triumph Trident
105
England Nigel J. Christian
26 August 1974[146]
250cc Yamaha
106
England David Forrester
3 September 1974[147]
350cc Kirby – Metisse
107
England Peter McKinley
28 May 1975[148]
700cc Yamaha
108
England Phil Gurner
4 June 1975[149]
351cc Yamaha
109
Northern Ireland Brian McComb
2 September 1975
250cc Yamaha
110
West Germany Walter Wörner
7 June 1976[150]
496cc Yamaha
111
Australia Les Kenny
12 June 1976[152]
250cc Yamaha
112
England David Featherstone
7 September 1976[153]
350cc Yamaha
113
England Peter Tulley
30 August 1977[154]
347cc Yamaha
114
Northern Ireland Ivan Houston
31 August 1977[155]
250cc Yamaha
115
England Norman Tricoglus
3 September 1977[156]
347cc Yamaha
116
England Neil Edwards
7 September 1977[158]
347cc Yamaha
117
Wales Stephen Davies
1 June 1978[159]
347cc Yamaha
118
England Mac Hobson
5 June 1978[160]
750cc Yamaha
119
England Kenny Birch
5 June 1978[162]
750cc Yamaha
120
Switzerland Ernst Trachsel
5 June 1978[164]
499cc Suzuki
121
New Zealand Michael Adler
9 June 1978[165]
350cc Yamaha
122
England Michael L. Sharpe
29 August 1978[166]
347cc Yamaha
123
England Steve Verne
4 June 1979[167]
738cc Suzuki
124
United Kingdom Fred Launchbury
8 June 1979
248cc Maico
125
England Stephen R. Holmes
27 August 1979[169]
350cc Yamaha
126
England Alain Taylor
6 September 1979[170]
246cc Yamaha
127
England Martin B. Ames
31 May 1980[171]
750cc Yamaha
128
England Andrew M. Holme
2 June 1980[173]
Yamaha
129
England Roger W. Corbett
6 June 1980[174]
948cc Kawasaki[175]
130
Australia Kenneth M. Blake
9 June 1981[176]
350cc Yamaha
131
England Alan K. Atkins
8 September 1983[177]
347cc Yamaha
132
United Kingdom Roger J. Cox
29 May 1984[178]
750cc Yamaha
133
Northern Ireland David James Millar
30 August 1984[179]
350cc Aermacchi
134
Sweden Sven Tomas Eriksson
28 May 1985[180]
750cc Yamaha
135
Sweden Mats Urban Eriksson
28 May 1985[181]
750cc Yamaha
136
England Rob Vine
7 June 1985[182]
500cc RG Suzuki
137
Isle of Man Ian Ogden
28 May 1986[183]
500cc Suzuki
138
England Alan G. Jarvis
30 May 1986[184]
750cc Yamaha
139
Northern Ireland Eugene P. McDonnell
4 June 1986
250cc EMC
140
England Andy Cooper
6 June 1986[185]
750cc Suzuki
141
United Kingdom Nigel Hale
27 August 1986
250cc EMC
142
Republic of Ireland Kenneth P. Norton
25 August 1987
350cc Yamaha
143
United Kingdom Martin Jennings
1 September 1987
350cc Yamaha
144
United Kingdom Ricky Dumble
2 June 1988
750cc Yamaha
145
United Kingdom Kenneth N. Harmer
3 June 1988
750cc Honda RC 30
146
United Kingdom Brian Warburton
3 June 1988
600cc Honda
147
Italy Marco Fattorelli
30 May 1989
750cc Yamaha
148
United Kingdom John Mulcahy
30 May 1989
1300cc Suzuki
149
Isle of Man Phil Hogg
2 June 1989
250cc TZ Yamaha
150
United Kingdom Phil Mellor
7 June 1989
1100cc GSXR Suzuki
151
United Kingdom Steve Henshaw
7 June 1989
1000cc FZR Yamaha[186]
152
Scotland Colin Keith
29 August 1989
500cc BSA
153
United Kingdom Ian Standeven
6 September 1989
347cc Yamaha
154
Isle of Man John Smyth
8 September 1989
1100cc Suzuki
155
United Kingdom Bernard Trout
3 September 1990
250cc Ducati[187]
156
United Kingdom Kevin Howe
7 September 1990
750cc Honda RC30[187]
157
United Kingdom Ian Young
28 May 1991
Suzuki RGV 250cc[188]
158
Czechoslovakia Petr Hlavatka
29 May 1991
750cc Suzuki[189]
159
Republic of Ireland Frank Duffy
30 May 1991
125cc Honda
160
Scotland Roy Anderson
1 June 1991
750cc Yamaha[190]
161
Isle of Man Paul Rome
29 August 1991
250cc Yamaha
162
United Kingdom Mark Jackson
September 1991
600cc CBR F Honda
163
Austria Manfred Stengl
6 June 1992[191]
750cc Suzuki[192]
164
United Kingdom Craig Mason
3 September 1992
249cc Yamaha
165
United Kingdom John Judge
3 September 1992
600cc FZR Yamaha
166
United Kingdom Steve Harding
9 June 1993
600cc FZR Yamaha
167
United Kingdom Kenneth J. Virgo
3 September 1993
250cc Yamaha
168
Scotland Rob Mitchell
2 June 1994[193]
Yamaha FZR 600cc[194]
169
United Kingdom Mark Farmer
2 June 1994[195]
Britten V-Twin 1000cc[196]
170
United Kingdom Cliff Gobell
29 August 1994
492cc Weslake[197]
171
Isle of Man Paul Fargher
3 June 1995
600cc Yamaha
172
United Kingdom Duncan Muir
30 August 1995
600cc Honda
173
United Kingdom Nicholas E.A. Teale
1 September 1995
250cc Yamaha
174
England Aaron Kennedy
27 May 1996[198]
600cc Kawasaki[199]
175
New Zealand Rob Holden
31 May 1996[198]
916 Ducati[200]
176
England Mick Lofthouse
31 May 1996[198]
250cc Spondon Yamaha[200]
177
England Stephen J. Tannock
1 June 1996[201]
Honda RC 30[200]
178
United Kingdom Nigel Haddon
19 August 1996
750cc Honda
179
Scotland Jack Gow
19 August 1996
350cc Norton
180
England Russell Waring
26 May 1997[202]
125cc TZ Yamaha[203]
181
England Colin Gable
26 May 1997[204]
750cc Honda[205]
182
Isle of Man Danny Shimmin
16 August 1997
349cc Aermacchi
183
Isle of Man Pamela Cannell
18 August 1997
250cc Yamaha
184
United Kingdom Roger Bowler
18 August 1997
500cc Matchless
185
Republic of Ireland Emmet Nolan
29 August 1997
750cc Yamaha
186
Isle of Man Mike Casey
8 June 1998[206]
Honda RS 250cc[208]
187
Wales Charles I Hardisty[209]
12 June 1998[209]
Kawasaki ZXR7RR[210]
188
United Kingdom John Henderson
12 June 1998
Honda 750cc[211]
189
United Kingdom Adam Woodhall
27 August 1998
996cc Suzuki[212]
190
United Kingdom Rob Wingrave
27 August 1998
500cc Norton[213]
191
United Kingdom Chris East
31 August 1998
Matchless
192
Netherlands Bernadette Bosman-Saalbrink
31 May 1999[214]
600cc Ireson Yamaha[216]
193
England Simon Beck
1 June 1999[217]
Honda RC45[218]
194
England Terry Fenton
7 June 1999[219]
Honda CBR 600cc[221]
195
New Zealand Stuart Murdoch
9 June 1999[222]
Honda 600cc[224]
196
United Kingdom Martin J. Smith
3 September 1999
600cc Honda[225]
197
United Kingdom Stephen Wood
29 May 2000[226]
Baker Yamaha 600cc[227]
198
United Kingdom Chris Ascott
30 May 2000[226]
Kawasaki ZXR400[228]
199
Northern Ireland Raymond Hanna
31 May 2000[226]
TZ 250cc Yamaha[229]
200
United Kingdom Leslie Williams
9 June 2000
1000cc Honda VTR-SP1[230]
201
United Kingdom Kenneth Munro
19 August 2000
600cc Honda[231]
202
United Kingdom Colin Daniels
27 May 2002[232]
600cc Suzuki[233]
203
United Kingdom Shane Ellis
19 August 2002
1000cc Aprilia[234]
204
United Kingdom Leslie Turner
19 August 2002
600cc Yamaha[235]
205
United Kingdom Phil Hayhurst
31 August 2002
124cc Yamaha[236]
206
England David Jefferies
29 May 2003[237]
Suzuki GSX-R1000[240]
207
United Kingdom Martin Farley
25 August 2003[241]
599cc Yamaha[242]
208
France Serge le Moal
29 May 2004[243]
125cc Honda RS[244]
209
Isle of Man Paul Cowley
2 June 2004[245]
600cc Yamaha Thundercat[247]
210
England Colin Breeze
5 June 2004[248]
Suzuki GSX-R1000[250]
211
Isle of Man Gavin Feighery
28 August 2004[251]
600cc Suzuki[252]
212
Isle of Man Tommy Clucas
1 September 2004[253]
600cc Honda[254]
213
Sweden Joakim Karlsson
30 May 2005[255]
1000cc Suzuki GSXR[256]
214
England Les Harah
4 June 2005
600cc Yamaha[257]
215
England Gus Scott
10 June 2005[258]
1000cc Honda CBR[259]
216
England Geoff Sawyer
24 August 2005[260]
496cc Matchless[261]
217
England John Loder
26 August 2005[260]
496cc Seeley[262]
218
England Eddie Byers
31 August 2005[263]
350cc 7R AJS[264]
219
England Tim Johnson
31 August 2005[263]
349cc Aermacchi[265]
220
Republic of Ireland John Bourke
1 September 2005
600cc Suzuki[266]
221
United Kingdom Don Leeson
2 September 2005
400cc Honda[267]
222
Japan Jun Maeda
29 May 2006[268]
1000cc Honda Fireblade[269]
223
Isle of Man Terry Craine
21 August 2006[270]
250cc Honda
224
England Marc Ramsbotham
8 June 2007[271]
1000cc GSXR Suzuki[274]
225
Wales John Goodall
25 August 2008[275]
AJS 7R 349cc[276]
226
Isle of Man John Crellin
12 June 2009[277]
1000cc Suzuki[278]
227
England Richard Bartlett
1 September 2009[279]
Honda CBR 600cc[280]
228
New Zealand Paul Dobbs
10 June 2010[281]
600cc Suzuki[283]
229
Austria Martin Loicht
10 June 2010[281]
600cc Honda[285]
230
Scotland Jamie Adam
1 September 2010[286]
600cc Suzuki GSX-R[288]
231
England Chris Bradshaw
1 September 2010[286]
600cc Yamaha R6[288]
232
England Bill Currie
31 May 2011[289]
600cc LCR Yamaha[291]
233
England Kevin Morgan
31 May 2011[289]
600cc LCR Yamaha[291]
234
Republic of Ireland Derek Brien
6 June 2011[292]
600cc Yamaha[294]
235
England Neil Kent
24 August 2011[295]
250cc Yamaha[297]
236
Northern Ireland Wayne Hamilton
29 August 2011[298]
600cc Yamaha R6[300]
237
Scotland Adam Easton
31 August 2011[301]
499cc Norton Manx[302]
238
Isle of Man Steve Osborne
24 August 2012[303]
650cc Hyosung[305]
239
Northern Ireland Trevor Ferguson
29 August 2012[306]
650cc Kawasaki[307]
240
Japan Yoshinari Matsushita
27 May 2013[308]
600cc Suzuki[310]
241
England Bob Price
2 June 2014[311]
600cc Yamaha[313]
242
England Karl Harris
3 June 2014[314]
1000cc Kawasaki[317]
243
Northern Ireland Stephen McIlvenna
19 August 2014[318]
600cc Yamaha[321]
244
England Tim Moorhead
22 August 2014[319]
700cc Suzuki[323]
245
England Gary Firth
29 August 2014[324]
600cc Honda[323]
246
France Franck Petricola
3 June 2015[326]
BMW S1000RR[328]
247
Netherlands Dennis Hoffer
26 August 2015[329]
Honda CBR600[331]
248
England David Taylor
4 September 2015[329]
Suzuki[332]
249
Australia Dwight Beare
4 June 2016[333]
600cc Suzuki LCR[336]
250
England Paul Shoesmith
4 June 2016[337][338]
BMW S1000RR[335]
251
England Ian Bell
10 June 2016[340]
600cc Yamaha LCR[343]
252
England Andrew Soar
10 June 2016[344]
1000cc GSX-R Suzuki[345]
253
England Davey Lambert
6 June 2017[346]
1000cc Kawasaki[347]
254
Netherlands Jochem van den Hoek
7 June 2017[348]
1000cc Honda[351]
255
Republic of Ireland Alan Bonner
7 June 2017[352]
BMW S1000RR
256
Isle of Man Dan Kneen
30 May 2018[353]
BMW S1000RR
257
Scotland Adam Lyon
4 June 2018
600cc Yamaha
258
England Alan 'Bud' Jackson
24 August 2018[354]
500cc Norton
259
England Daley Mathison
3 June 2019
1000cc BMW
Θάνατοι αγωνιζομένων εκτός δοκιμών και αγώνα - στα πλαίσια όμως του Isle of Man
 
United Kingdom Jack Trustham
9 June 1998
Imp Classic 998cc[357]
 
Switzerland Peter Järmann
2 June 2003[358]
Bultaco TSS 250cc[359]
 
Wales Samuel G.R. Birt
21 August 1926[360]
Zenith[362]
 
England John Simister
28 May 1951[363]
 
 
Australia Laurie Boulter
31 May 1954[364]
Norton
Υπόλοιποι θάνατοι -όχι αγωνιζομένων
 
Ονοματεπώνυμο
Χρονολογία
Ρόλος
 
United Kingdom Denis A. Harmer[355]
7 September 1976[356]
Αστυνομικός
 
United Kingdom April Bolster
10 June 2005[258]
Κριτής
 
Isle of Man Bernard Rodgers
10 June 1953[366]
Κριτής
 
United Kingdom John Goldsmith
28 May 1962[367]
Κριτής
 
Isle of Man Martyn Heyes
1 September 2006[368]
Κριτής
 
United Kingdom P.H. Guest
28 May 1980[369]
Κριτής
 
United Kingdom Tim O'Connell
29 August 2005
Θεατής
 
United Kingdom Dean Jacob
8 June 2007[271]
Θεατής
 
Australia Gregory Kenzig
8 June 2007[271]
Θεατής
 
Scotland James Neilson
18 June 1953[371]
Κριτής
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: Η ιστορία των V4 κινητήρων της Honda και η εξέλιξή τους

Η πορεία προς την εδραίωση των τετράχρονων V4
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/8/2020

Η σχέση της Honda με τους V4 κινητήρες χαρακτηρίζεται άνετα ως μία σχέση ερωτική που κρατάει πολλά χρόνια. Ξεκίνησε με πείσμα κόντρα στις προβλέψεις και τις προκαταλήψεις, κι όπως κάθε έντονο πάθος είχε στην αρχή του πολλές περιπέτειες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Καρπός αυτού του έρωτα είναι μερικές μοτοσυκλέτες που έπαιξαν ενεργό ρόλο για την εξέλιξη ολόκληρου του είδους και ενέπνευσαν άλλους κατασκευαστές, τόσο μηχανολογικά όσο και με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως η θρυλική NR 750.

Εδώ και χρόνια οι V4 κινητήρες επικρατούν στα MotoGP και η Honda έχει σημαντικό μερίδιο για την αγωνιστική τους καταξίωση. Και είτε το εναποθέσεις αυτό ολότελα στην πλάτες του Marquez, είτε απλά του δώσεις την βαρύτητα που έχει στην πράξη, το γεγονός παραμένει πως οι V4 κινητήρες της Honda έχουν μία αξιοσημείωτη παρουσία που γεννήθηκε πρώτα στους αγώνες και μόνο μέσα από τους αγώνες εξελίσσονται!

Η αγωνιστική αυτή εξέλιξη των V4 κινητήρων της Honda είναι ο λόγος που πριν ακόμη παρουσιαστούν τα VF μοντέλα, σε μία εποχή που δεν υπήρχε internet και η πληροφορία διακινούνταν με άλλους ρυθμούς, είχαν ήδη χτίσει έναν μύθο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει όλα τα VFR!

Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968 όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη.

Σχέδιο: «New Racing»

Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια Γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια.

Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...

Τα οβάλ πιστόνια!

Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική πρωταθλήματος και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο, ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!

Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο: "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μίση σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.

Ο πρώτος εκείνος τετράχρονος V4 με τα οβάλ πιστόνια δεν πέτυχε τον στόχο του να επικρατήσει των δίχρονων διότι και η ομάδα η ίδια δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το πετύχει. Ούτε υπήρχε αναβάτης τότε που να έχει προσαρμόσει το αγωνιστικό του στυλ σε έναν κινητήρα με οβάλ πιστόνια. Επιπρόσθετα οι αγώνες εκείνη την εποχή χρειαζόντουσαν κατασκευαστική απλότητα, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχύει τώρα με τα seamless κιβώτια και τα οργανωμένα τμήματα μηχανικών στην Ιαπωνία να περιμένουν παραγγελία για να κατασκευάσουν κατά παραγγελία κάποιο νέο εξωτικό κομμάτι που έχει προκύψει από αμέτρητες ώρες δοκιμών ενός αναβάτη που όλη του την ζωή οδηγεί. Δεν το κάνει ως δεύτερη εργασία, αλλά είναι στην διάθεση των μηχανικών καθημερινά.

Η επιστροφή στα δίχρονα

Οι αγώνες τότε ήταν ο λόγος που ένας κατασκευαστής πουλούσε μοτοσυκλέτες στο κοινό και κάποιος άλλος όχι, οπότε για τον μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κατασκευαστή του κόσμου, την μοναδική Honda, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτι λιγότερο από την πρώτη θέση. Είχαν κατασκευάσει κάτι απίστευτο, κάτι μοναδικό στην ιστορία της μοτοσυκλέτας που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «ψηθεί» στους αγώνες και να δέσει η ομάδα, μηχανικοί και αναβάτες με τον τρόπο που χρειάζεται να οδηγηθεί. Τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε θα πρέπει να θεωρηθούν μικρά με βάση αυτά που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν, κι απόλυτα λογικό να παρουσιάζονται στην αγωνιστική χρήση. Η εποχή όμως δεν έδινε την πολυτέλεια του χρόνου, ώστε να συνεχίσει η Honda να επενδύει σε κάτι κατασκευαστικά ριζοσπαστικό και ιδιότροπο. Ο Mick Grand και ο Katazumi Katayama είχαν μόλις έναν πόντο ολόκληρο το ’79. Το 1980 ήταν μία χρονιά που ξεκίνησε καλύτερα αλλά πολύ μακριά από την κορυφή για να καταφέρουν να συντηρήσουν το αυστηρό όριο χρόνου που τους είχαν δώσει. Ο Fast Freddie κατάφερε μία πέμπτη θέση στο βρετανικό πρωτάθλημα το ΄81 αλλά δεν ήταν αρκετό για να δώσει παράταση στον τετράχρονο V4. Ο V3 δίχρονος κινητήρας ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ και με την εμπειρία που είχε ήδη αποκτήσει η ομάδα απέφερε αμέσως αποτέλεσμα.

Το 1984 η Honda επέστρεψε στην διάταξη V4 και κυριάρχησε με την NSR ως μία από τις κορυφαίες δίχρονες μοτοσυκλέτες της ιστορίας των δύο τροχών. Από το 1994 έως το 1999 κέρδισε έξι συνεχόμενους τίτλους και συνολικά δέκα έως και το 2002 που εξαφανίστηκαν τα δίχρονα. Πήρε και τον τελευταίο δίχρονο τίτλο με τον έναν και μοναδικό -ποιον άλλο- Valentino Rossi. Η απόδοσή της ήταν κορυφαία σε σημείο που η χωρητικότητα των MotoGP έπρεπε τότε να φτάσει τα 990 κυβικά για να καταφέρει να αποδώσει όπως οι δίχρονες, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων ήταν η NSR. Η μετάβαση από την τρικύλινδρη NS500 δεν ήταν εύκολη γιατί εκείνη η μοτοσυκλέτα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το συμβατικό σχεδιασμό με μία μίξη πλαισίου δύο δοκών με χωροδικτύωμα και ένα ρεζερβουάρ πολύ χαμηλά τοποθετημένο. Η Honda γρήγορα άλλαξε σκεπτικό για την κατανομή βάρους στις superbike και από πολύ χαμηλά το ανέβασε στα τωρινά επίπεδα που εξυπηρετούν καλύτερα τις ακραίες κλίσεις.

Αρχικά ο V4 ήταν μάλιστα ελαφρύτερος από τον V3 και είχε μικρότερη αδράνεια παρά τον ένα πρόσθετο κύλινδρο γιατί η κίνηση στο κιβώτιο μεταφερόταν πιο άμεσα. Η γωνία των κυλίνδρων έφτασε το 1987 τις 112 μοίρες ώστε να χωρούν τέσσερα Keihin των 36mm και τους κατάλληλους αυλούς εισαγωγής, με καλύτερη απορροή των καυσαερίων. Στο αποκορύφωμά της η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν τρομακτικά δυνατή, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, και σύμφωνα με την Honda αδύνατο να οδηγηθεί. Θα αναγκαζόντουσαν σε πισωγύρισμα, αν δεν ήταν ο Mick Doohan να δαμάσει το τέρας κερδίζοντας! Η NSR δέχτηκε τεράστια εξέλιξη και κάθε χρόνο ήταν διαφορετική κερδίζοντας τους τίτλους, όπως δεν είχε καταφέρει ο τετράχρονος πρόγονος.

Η NR του κόσμου

Ωστόσο δεν πήγε άδοξα όλη η προγενέστερη πορεία για το εργοστάσιο, από την στιγμή που την εκμεταλλεύτηκε εμπορικά, και δεν μιλάμε μόνο για την μοναδική NR 750, κάποτε την πιο ακριβή μοτοσυκλέτα παραγωγής που το MOTO ως περιοδικό έχει κομμάτι της ιστορίας της για δικό του. Να θυμίσουμε στους νεότερους πως η πρώτη NR 750 που ήρθε στην Ευρώπη ήταν του περιοδικού ΜΟΤΟ, τοποθετώντας μας έτσι στον χάρτη εκείνη την εποχή, και δείχνοντας στους ξένους την δυναμική μίας ανεξάρτητης ομάδας παθιασμένων μοτοσυκλετών που «κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν», κι ας βρίσκεται σε μία χώρα με μικρές δυνατότητες στην μηχανοκίνηση! Η δυναμομέτρηση που κάναμε στην NR με αριθμό πλαισίου 0044 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη κι αφού την δοκιμάσαμε και την κυκλοφορήσαμε, βγήκε σε πλειστηριασμό στην Αγγλία. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές", με την πρώτη ευρωπαϊκή να είναι η δική μας…

Η Honda αξιοποίησε πιο μαζικά εμπορικά την δυναμική που απέκτησε με τους V4 στην σειρά VFR, που τώρα βρισκόμαστε στην έβδομη γενιά της. Η ιστορία των VFR ξεκινά το 1986 μ’ ένα μοντέλο που εισάγει σε καθημερινή μοτοσυκλέτα, την οδήγηση των εκκεντροφόρων με γρανάζια και την τεχνολογία TRAC (Torque Reactive Anti-dive Control) στο πιρούνι, και γίνεται έτσι απευθείας μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής. Η αναφορά στις ημερομηνίες, προς αποφυγή παρεξηγήσεως των απανταχού "βηεφερόφιλων" είναι αυτή των παγκόσμιων παρουσιάσων. Το πότε ήρθε στην Ελλάδα, δεν έχει ιστορική σημασία... Επίσης πολλοί μπορούν να βλέπουν στο μοντέλο του ’86 μια συνέχεια από το VF750 του 1982. Πράγματι η Honda έχοντας αρχίσει να εξαργυρώνει τεχνογνωσία από τα GP, όχι και φήμη όμως αφού απουσίαζε ακόμα από το βάθρο, παρουσίασε το 1982 μια σειρά V4 μοτοσυκλετών με έναν κινητήρα που αργότερα βρέθηκε στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των WSBK. Είναι όμως ο νεότερος V4 κινητήρας και ένα καινούριο αλουμινένιο πλαίσιο που αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο VFR του 1986. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια μικρή διαφορά στην ονομασία από το VF750 του 1982 (το R έρχεται από το Road), και να έχουν και οι δύο V4 κινητήρα, αλλά στην πράξη μιλάμε για τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το VFR750 ξεχώριζε επίσης από τη σειρά VF, γιατί καθιέρωσε ότι τα VFR θα είναι η πλατφόρμα της Honda για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Αυτή η πρακτική ακολουθούταν έως και πρόσφατα με παράδειγμα το VFR1200 που μας συνέστησε για πρώτη φορά το DCT, το αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Το οποίο μάλιστα γιορτάζει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του, όπως σας θυμίσαμε τον Αύγουστο, πριν από τον υπόλοιπο ελληνικό Τύπο.

Τα VFR, ο ζωντανός θρύλος

Η επόμενη γενιά VFR έρχεται το 1990 με κινητήρα που έχει ως βάση τον αγωνιστικό της RC30, μονόμπρατσο ψαλίδι και ram air. Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, η τρίτη γενιά του VFR, έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό γιατί υιοθέτησε την εμφάνιση της NR, της ακριβότερης μοτοσυκλέτας παραγωγής. Πέρα όμως από το χαμηλότερο βάρος και την εμφάνιση, δεν την διαφοροποιούσε τίποτα το σημαντικό από την δεύτερη γενιά. Αυτό έγινε στην τέταρτη γενιά, το 1998, για πολλούς το πιο όμορφο VFR και ένα από τα καλύτερα σε συμπεριφορά. Εκείνο το VFR εισήγαγε το pivotless πλαίσιο, είχε τον κινητήρα των 781 κυβικών της RC-45, ψεκασμό και συνδυαζόμενο ABS. Παράλληλα άλλαξε ελάχιστα σε εμφάνιση, παραμένοντας πιστό στην NR και κράτησε το μονόμπρατσο ψαλίδι. Με ποιότητα κατασκευής πρωτόγνωρη σε μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορία, έγινε εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη σε μια εποχή που όλα αυτά έχαναν ως προτεραιότητες στην επιλογή νέας μοτοσυκλέτας, και βασικό ρόλο έπαιζε η ιπποδύναμη.

Άλλη μία ανανέωση ήρθε το 2002, και από τότε έσπασε η αλυσίδα των ανανεώσεων ανά τετραετία. Το VFR800 άλλαξε τελευταία φορά το 2014 φέρνοντας μάλιστα βελτιώσεις και όχι ριζικές αλλαγές. Το 2002 ήταν εμπορικά η καλύτερη χρονιά των VFR, και ο βασικότερος λόγος για αυτό ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας VTEC. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί τα VFR ως την πλατφόρμα παρουσίασης νέων τεχνολογιών, η Honda έφερε στη μοτοσυκλέτα τον μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, απευθείας από τον κλάδο των αυτοκινήτων. Είχε ξεκινήσει να ασχολείται μ’ αυτό το 1984 μ’ ένα πρόγραμμα που το ονόμασε NCE (New Concept Engine) κατασκευάζοντας το 1985 μια σειρά Civic και Integra, ωστόσο ο κόσμος γνώρισε πραγματικά το VTEC στο Integra του 1989. Για άλλη μια φορά λοιπόν τα VFR κέρδιζαν τη φήμη τους, επάξια όμως, μέσα από ήδη γνωστά και αναγνωρίσιμα ακρωνύμια πρωτοποριακών τεχνολογιών. Ανάμεσα σε εκείνο το VFR και το τελευταίο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δώδεκα χρόνια, αλλά στην πράξη δεν υπήρξε στασιμότητα. Παρουσιάστηκε το Crossrunner, ένα VFR με ψηλό τιμόνι και όρθια θέση οδήγησης, που προέκυψε ως μοντέλο έπειτα από την τρέλα που έπιασε τους Ιάπωνες με τις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας τους. Αυτές ήταν αρχικά κανονικά VFR που οι αστυνομικοί άρχισαν να τους προσαρμόζουν ψηλά τιμόνια για να κερδίσουν σε ευελιξία μέσα στην πόλη. Ήρθε στη συνέχεια μια σειρά από επιτυχίες σε τοπικά πρωταθλήματα Gymkhana, κάποια video έγιναν "viral" σε Ιαπωνικά site αντίστοιχα του Youtube και ουσιαστικά η Honda αναγκάστηκε να ακούσει, και όχι να δημιουργήσει τον παλμό της αγοράς, αναπαράγωντας αυτό που ήδη κυκλοφορούσε σαν «customια» στους δρόμους. Ίσως και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, από τότε το κάνει πιο συχνά. Το Crossruner είναι επίσης η αιτία που στον πρόσθετο εξοπλισμό του VFR800 μπορείτε να βρείτε ένα νέο ψηλότερο τιμόνι. Στο Crossruner επίσης έγινε και η πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργοποίησης του VTEC, και βελτίωσης της κατανάλωσης. Ο αντίκτυπος που έκανε η επεισοδιακή αυτή γέννηση του V4 της Honda στην αγωνιστική σειρά, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!

V ForeVer

Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Από το 2002 έως και το 2006 η Honda είχε έναν V5 κινητήρα με περιεχόμενη γωνία 75,5ο και είκοσι βαλβίδες στα 990 κυβικά με τον οποίο κέρδισε σχεδόν το 60% των αγώνων που συμμετείχε και τρία πρωταθλήματα, δύο με τον Rossi και ένα με τον Hayden.

Το 2007 οι κανονισμοί αλλάζουν, τα κυβικά περιορίζονται στα 800σια και η Honda επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη στην V4 διάταξη κρατώντας μάλιστα την περιεχόμενη γωνία στις 75,5ο με τις στροφές να φτάνουν την επόμενη χρονιά, τις 19.000!

Το 2011 έρχεται η μεγάλη αλλαγή, το seamless κιβώτιο που μειώνει δραματικά τον χρόνο των αλλαγών σε μόλις -κρατηθείτε- 0.009 δευτερόλεπτα από τα -εξίσου μόλις- 0,04 που είχα φτάσει τα αγωνιστικά κιβώτια! Το seamless κιβώτιο έφερε μία ριζική αλλαγή στους αγώνες και συγκέντρωσε επάνω του ένα σημαντικό μερίδιο από τον απαιτούμενο χρόνο εξέλιξης για πολλά χρόνια καθώς συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους κατασκευαστές! Συνομιλώντας με τον άνθρωπο που υπέγραψε τον αρχικό σχεδιασμό μου είπε -πριν από χρόνια- πως ένα τέτοιο κιβώτιο κοστίζει στην Honda κάτι παραπάνω από €120.000 σαν κατασκευή, χωρίς όμως να υπολογίζεται η αναλογία του κόστους εξέλιξης. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής για παράδειγμα, το κόστος εξέλιξης διαιρείται με τον αριθμό των πωλήσεων κι έτσι μερικές φορές ακόμη και οι πιο κοστοβόρες διαδικασίες μπορούν να δικαιολογηθούν, όταν παρουσιάζονται στα στελέχη που θα πάρουν την απόφαση της υλοποίησης. Αν διαιρούσαμε το κόστος εξέλιξης με τον αριθμό των seamless κιβωτίων που έχουν κατασκευαστεί, τότε το κάθε ένα θα κόστιζε εκατομμύρια, πράγμα που αντιπροσωπεύει καλύτερα και το πραγματικό κόστος αυτής της τεχνολογικής λύσης που ανέπτυξε η Honda. Η τεχνογνωσία -σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο- που έχει κερδηθεί από αυτή την διαδικασία είναι πολύτιμη και έχει επενδυθεί κατάλληλα, όμως τότε το πρώτο βήμα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό…

Το 2012 οι κανονισμοί των MotoGP αλλάζουν και πάλι, επιτρέποντας 1.000 κυβικά και μέγιστο τους τέσσερις κυλίνδρους. Η Honda αλλάζει τον κινητήρας της ολοκληρωτικά και φτιάχνει έναν V4 με 90ο περιεχόμενη γωνία, συγκεντρώνοντας το βάρος κοντά στο γεωμετρικό κέντρο και διατηρώντας το κέντρο βάρους χαμηλά, όπως το ήθελε πάντα στις τετράχρονες… Ο κινητήρας είναι screamer και την επόμενη χρονιά βρίσκει τον άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε όπως κανείς άλλος, ο Marquez ξεκινά την κοινή του πορεία με την Honda. Από τότε η βασική αλλαγή έρχεται το 2017 που ο κινητήρας επιστρέφει στην ανάφλεξη big bang που έδωσε στην Honda την επιτάχυνση που ήθελε στις εξόδους καθώς και το φρένο κινητήρα που χρειάζεται στην είσοδο. Η ιπποδύναμη φτάνει τους 250 ίππους και η εξέλιξη των ελαστικών είναι ένας βασικός λόγος που η Honda κατάφερε να επιστρέψει στην big bang ανάφλεξη.

Όλα αυτά τα χρόνια, η πορεία των V4 που εδώ καλύψαμε περισσότερο από την ιστορική και χρονολογική της πλευρά, βασίζεται στην αγωνιστική ενασχόληση και βρίσκει κυρίως εκεί εφαρμογή. Η ακριβή RC213V-S, μία πολιτική πανάκριβη MotoGP μοτοσυκλέτα που έβγαλε η Honda σε περιορισμένη παραγωγή το 2015, δεν φτιάχτηκε για να εξαργυρώσει εμπορικά το τεράστιο κόστος της επένδυσης σε όλη αυτή την πορεία, αλλά για να ικανοποιήσει το κοινό που ζητούσε επίμονα μία εξωτική μοτοσυκλέτα με τον θαυμαστό V4 κινητήρα. Από τότε η αναμονή για μία εμπορική V4 καλά κρατεί…

Η V4 πλευρά της Honda στην νέα εποχή θα είναι και μία από τις καλύτερες της ιστορίας της και αναμένεται να την δούμε στο μέλλον…

 

Ετικέτες