Nordkapp 2017 – Σκυταλοδρομία!

Από πορθμείο σε πορθμείο...
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

30/6/2017

Εγκαταλείπουν σιγά – σιγά τα δέντρα οι σαράντα Africa Twin καθώς πέρασαν τον αρκτικό κύκλο και πλέον κινούνται σε αφιλόξενο τοπίο. Παγετώνες, χαμηλή βλάστηση και ήλιος που καίει αλλά δεν σε ζεσταίνει, είναι η συντροφιά του ταξιδιού!

 

Δύο πράγματα κυριάρχησαν στην χθεσινή μέρα, η σκυταλοδρομία των φέρι μποτ, στα οποία ανεβοκατέβαιναν όλη μέρα - πέντε συνολικά – με τον χρόνο ενδιάμεσα να πιέζει για να μην χαθεί ούτε ένα, καθώς μετά έβγαινε εκτός πλαισίου το πολύ αυστηρό πρόγραμμα.

 

 

Βέβαια τον ρυθμό τώρα τον έδινε ο Kevin Benavides, που μετά τον Paulo Goncalves είναι ο δεύτερος πρωταθλητής που επισκέπτεται το Nordkapp 2017, όχι σαν απλός επισκέπτης όμως, αλλά οδηγώντας μαζί με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, δίνοντας τον ρυθμό πολλές φορές! Αν και τηρούν τα όρια ταχύτητας με ευλάβεια, υπάρχουν στιγμές που μπορεί το γκάζι να ανοίξει λίγο περισσότερο, ειδικά στους άδειους από αυτοκίνητα δρόμους στους οποίους κινούνται.

το πρόγραμμα είχε και μία πιο... κοντινή επίσκεψη στον παγετώνα:

 

Μετά τα ιδιαίτερα μαθήματα οδήγησης με τον Paulo Goncalves, ο Γιώργος Πυρπασόπουλος είχε τώρα την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Kevin Benavides με τον οποίο μίλησαν χθες βράδυ ζωντανά σε όσους παρακολουθούν την εξέλιξη του Nordkapp 2017, μέσα από τα social media. Δείτε –ξανά- το video:

 

 

 

Φεύγοντας λοιπόν από το Bronnoysund, με το όνομα που προφέρεται περίεργα, ο Γιώργος και η παρέα των Africa Twin, συνεχίζουν να κινούνται μέσα στον Αρκτικό Κύκλο, απολαμβάνοντας τον διαρκή ήλιο. Ο Αρκτικός Κύκλος είναι λίγο πριν το Bronnoysund και στην δική τους περίπτωση τον πέρασαν μέσα σε ένα από τα πολλά φέρι μποτ που αναγκάστηκαν να πάρουν, με τον Γιώργο να αντιλαμβάνεται εκείνη την στιγμή, όταν είδε την σχετική αναγραφή από το παράθυρο, πως διέσχιζε τον Αρκτικό Κύκλο, ο οποίος δεν είναι μάλιστα σταθερός, αλλά η διάμετρός του υπολογίζεται κάθε χρόνο με βάση την κίνηση της Γης, μετατοπιζόμενη μερικά μέτρα…

Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια κόσμου κατοικούν μέσα στον Αρκτικό Κύκλο, με την Νορβηγία να έχει αναλογικά τον μεγαλύτερο πληθυσμό! Οι άνθρωποι εκεί λοιπόν είναι πλήρως εξοικειωμένοι με τις ακραίες καιρικές συνθήκες και φυσικά με τα τεράστια διαστήματα ημέρας και νύχτας! Σχεδόν 24ωρες ημέρες θα ζήσει και ο Γιώργος από τώρα και στο εξής, ξεκινώντας από το Glomfjord σήμερα το πρωί!

 

Η μεγαλύτερη έκπληξη βέβαια ήταν για τον Benavides, που ήρθε κατευθείαν από την Αργεντινή και τις υψηλές θερμοκρασίες, για να οδηγήσει στο κρύο και να επισκεφτεί ένα από τους πιο χαμηλά σε υψόμετρο παγετώνες, που συναντάς σε κοντινή απόσταση από τον πολιτισμό.

 

Το ανάγλυφο ολόκληρης της περιοχής που διέσχισαν εχθές, μοιάζει με ξεφτισμένο ύφασμα, βυθισμένο στην θάλασσα. Το νερό εισδύει στην στεριά σχηματίζοντας αναρίθμητους κολπίσκους και νησάκια κάνοντας αδύνατο να κινηθείς ευθεία χωρίς να χρειαστείς γέφυρα η πλοίο για να περάσεις απέναντι! Πρακτικά αδύνατο να μην βρίσκεται κανείς σε μία διαρκή αίσθηση θαυμασμού, από την οποία ο Πυρπασόπουλος δεν νομίζει πλέον πως θα ξεφύγει, μέχρι και το τέλος του ταξιδιού!

 

 

 

η διαδρομή της 4ης οδηγικής ημέρας

 

 

Μια απ' τις πιο σημαντικές "μοτοσυκλέτες" της Moto Guzzi

Η κρυφή ιστορία πίσω απ' το τρίτροχο
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/2/2019

Moto Guzzi V7, η πιο αναγνωρίσιμη της εταιρείας που κατέχει το ρεκόρ του Ευρωπαίου κατασκευαστή με την μεγαλύτερη ΑΔΙΑΚΟΠΗ λειτουργία, μία μοτοσυκλέτα είδωλο για όλους τους ιταλόφιλους και όχι μονάχα τους guzzisti! Σήμερα θα πάμε στην απαρχή της ιστορίας της και θα βρούμε την βάση για έναν από τους λόγους της επιτυχίας της. Και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε με μία ελάχιστα γνωστή τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που παίζει με τα όρια που υπάρχουν με την αυτοκίνηση του σήμερα, μιας και κάποτε όλες αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο γκρίζες…

Με μια πρώτη ματιά το τρίτροχο της Moto Guzzi εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του θυμίζοντας περισσότερο αυτοκίνητο -λόγω του τιμονιού- και λιγότερο φουρκόνι όπως θα προτρέξουν πολλοί να το παρομοιάσουν, όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι τελείως ξεχωριστό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Moto Guzzi υπέγραψε μια συμφωνία με τον ιταλικό στρατό ώστε να τους κατασκευάσει ένα όχημα ικανό για να περάσει ακόμη κι απ’ τα πιο δύσβατα ορεινά μονοπάτια, μεταφέροντας συνάμα μεγάλες ποσότητες προμηθειών και χωρίς να έχει μεγάλο κόστος συντήρησης. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι της Moto Guzzi απ’ τον στρατηγό Ferruccio Garbari που ήθελε να “αποσύρει” τα μουλάρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος τα στρατεύματα για την μεταφορά εφοδίων καθώς κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου αποδείχτηκαν υπό μια έννοια ζημιογόνα, αφού όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έπρεπε να τραφούν για να αποδώσουν - και με τη τροφή να είναι περιορισμένη τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Έτσι τον Μάρτιο του 1960 μετά από έναν χρόνο εντατικών δοκιμών και τροποποιήσεων, η Moto Guzzi παρουσίασε το Autoveicolo Da Montagna (ορεινό όχημα).

Υπεύθυνος για τη δημιουργία του ήταν ο ευρηματικός μηχανικός της ιταλικής εταιρείας, Giulio Carcano. Το αρχικό του πλάνο ήταν να χρησιμοποιήσει τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κυβικών που είχαν κι άλλες μοτοσυκλέτες της εταιρείας -τόσο στρατιωτικές όσο και παραγωγής, όμως αφού αποδείχτηκε αρκετά αδύναμος τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Giulio είχε σχεδιάσει έναν αερόψυκτο δικύλινδρο V 90ο με σκοπό να τοποθετηθεί στην sport έκδοση του Fiat 500, όμως το σχέδιο ματαιώθηκε καθώς η Moto Guzzi δεν είχε τη δυνατότητα να τον παράγει στις ποσότητες που ζητούσε η Fiat. Ναι, ήταν μία ωραία εποχή που ευνοούσε τις συνεργασίες. Το γεγονός πως ήταν υπεύθυνος στη δημιουργία του Autoveicolo Da Montagna του έδωσε τη δυνατότητα να εξελίξει περαιτέρω τον κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό στα 754 κυβικά, προσφέροντας έτσι στο βαρυ σχετικά πρωτότυπο τις απαραίτητες επιδόσεις για να περνά και απ' τα πιο δύσκολα μονοπάτια. Ακόμη, ο κινητήρας είναι εφοδιασμένος με κιβώτιο έξι σχέσεων και μια όπισθεν παρέχοντας την κατάλληλη κλιμάκωση της δύναμης ώστε να ανεβαίνει μέχρι και πλαγιές με κλίση έως 31 μοίρες. Για να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε οποιοδήποτε τερέν, εφοδίασε τους πίσω τροχούς με ένα είδος ερπύστριας που μάλιστα είναι ρυθμιζόμενη ώστε να παρέχονται τα μέγιστα δυνατά επίπεδα πρόσφυσης, ενώ η μετάδοση της κίνησης γίνεται μέσω του διαφορικού.

Ακόμη ο μπροστινός τροχός παίρνει κίνηση απ’ τον κινητήρα μέσω δύο αξόνων με αποτέλεσμα να εκμηδενίζονται σχεδόν οι πιθανότητες να κολλήσει σε κάποιο μέρος στο βουνό. Όμως, το μεγαλύτερο ατού του –η αναρρίχηση στις απότομες πλαγιές- ήταν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, καθώς είχαν σκοτωθεί αρκετοί στρατιώτες την ώρα που ανέβαιναν στις πλαγιές αφού πολλές φορές αναποδογύριζε, πλακώνοντάς τους. Με την σκληρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή, συγκριτικά με την πιο εύκολα συναισθηματικά φορτισμένη δική μας, να ρίχνει βάρος και στο ίδιο το στράτευμα, καθώς δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο...

Σαν σύνολο εκπλήρωνε επιτυχώς τον στόχο του, αφού το πεδίο δράσης του δεν γνώριζε περιορισμούς -χάρη στην κίνηση στους τρεις τροχούς και τις ερπύστριες- ενώ παράλληλα το κόστος συντήρησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χρήμα αλλά αντίθετα σε χρόνο. Πράγμα που σε στρατιωτικούς όρους το καθιστούσε ασύμφορο. Έτσι οι απώλειες που είχαν προκύψει απ’ τη χρήση του και σε συνδυασμό με τη δύσκολη συντήρηση που είχε λόγω των αξόνων κίνησης οδήγησε στην διακοπή της παραγωγής της, το 1963. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδόνυμό του σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, ήταν: "Συνονθύλευμα γραναζιών".

Το εικονιζόμενο, άψογα ανακατασκευασμένο μοντέλο, προέρχεται απ’ το μουσείο The motorworld του V. Sheyanov που βρίσκεται κοντά στην Σαμάρα, βορειοανατολικά της χώρας μας κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν.

Ο Peter Moskovsskikh αναφέρει την ιστορία της μοτοσυκλέτας μέχρι να μπει στο μουσείο ως έκθεμα λέγοντας: “Την αποκτήσαμε από έναν συλλέκτη στο Rimini. Δεν ήταν σε κακή κατάσταση όμως η ολική ανακατασκευή της ήταν απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρούμε όλα τα ανταλλακτικά και όχι η διαδικασία της αναπαλαίωσης που διήρκησε έξι μήνες.” Για την ακρίβεια η αναπαλαίωση ήταν τόσο πιστή που απέκτησε ξανά μέχρι και την Beretta 38/49 που χρησιμοποιούσαν τα ιταλικά στρατεύματα στο ‘B Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και το έμβλημα του Torino Alpini του στρατιωτικού σώματος που την χρησιμοποιούσε.

Η ανακατασκευή της όμως δεν έγινε στο ρωσικό μουσείο όπως πολλοί θα πιστεύαμε αλλά πίσω στην Ιταλία, στο Cingoli, απ’ τον Costantino Frontalini ιδιοκτήτη ενός άλλου μουσείου που είναι αφιερωμένο στα sidecars.

Το τρίτροχο της Moto Guzzi έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της κίνησης που είχε και στους τρείς τροχούς καθώς και των ερπυστριών της όμως το πραγματικό μυστικό είναι ότι κρύβει μέσα της κάτι που είναι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας για την εταιρεία, τον κινητήρα της. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος διάταξης V της Moto Guzzi που χρησιμοποιήθηκε έστω και σε μοντέλο για στρατιωτική χρήση αλλά επειδή μετέπειτα θα εξόπλιζε μοντέλο - είδωλο της εταιρείας, το V7.

Ο λόγος της δημιουργίας της V7, αποσκοπούσε στο να κερδίσει η Moto Guzzi έναν διαγωνισμό που είχε ξεκινήσει η ιταλική κυβέρνηση για τον εξοπλισμό της αστυνομίας με μοτοσυκλέτες. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που η μοτοσυκλέτα του θα είχε το χαμηλότερο κόστος συντήρησης απ' τις υπόλοιπες στα πρώτα 100.000 και όπως καταλαβαίνετε η Moto Guzzi σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αντίπαλο, χάρη τη δημιουργία του Giulio Carcano. Για να τον τιμήσει έδωσε τ' όνομά του στον κινητήρα, παρουσιάζοντας έτσι τον Carcano V7Έτσι το 1964 η πρώτη V7 βγήκε στην παραγωγή διαμορφώνοντας την εικόνα της Moto Guzzi που μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη με τους εγκάρσια τοποθετημένους κινητήρες.

Αν θέλετε, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την δοκιμή της V7 II Special 2015, συνεχίζοντας την ιστορία του Carcano...

Ετικέτες