Piaggio Beverly 300S 2017

Το μυστικό της επιτυχίας
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

28/12/2018

Το Beverly 300S της Piaggio αποτελεί πλέον μια πολυαγαπημένη επιλογή των αναβατών της χώρας μας –και όχι μόνο- και είναι μέλος της οικογένειας Beverly που την τελευταία 20ετια έχουν κατακλίσει τους δρόμους της πρωτεύουσας. Στο τεστ που αναδημοσιεύουμε απ’ το τεύχος 566 του ΜΟΤΟ, αναλύουμε τους λόγους βρίσκεται στην καρδία του ελληνικού κοινού λόγω των προτερημάτων του.

Όποιος αναρωτιέται γιατί το Beverly έγινε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην Ευρώπη και αγαπήθηκε τόσο πολύ στην Ελλάδα, αρκεί να ζήσει μαζί του για μερικές μέρες και θα του λυθούν όλες οι απορίες.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όταν προσπαθείς να φτιάξεις οποιοδήποτε προϊόν απευθύνεται στην μεσαία κατηγορία είναι να μπερδέψεις την έννοια της λέξης “μεσαία” και την έννοια της λέξης “μέτρια”. Ακόμα και αν δεν έχεις καμία πρόθεση να κοροϊδέψεις τους πελάτες σου, είναι πολύ εύκολο να την πατήσεις, αφού εξ ορισμού θα πρέπει να δουλέψεις με περιορισμούς στο κόστος των υλικών, με περιορισμούς στην τεχνολογία και με περιορισμούς στον εξοπλισμό. Εδώ είναι το σημείο που η εμπειρία, η τεχνογνωσία και η παράδοση κάθε εταιρείας βοηθάει ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ξεπερνά της προσδοκίες των πελατών της. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Piaggio είναι μια εταιρεία που έχει ταυτίσει το όνομά της με τα scooter και τα χρόνια συσσωρευμένης εμπειρίας της σε αυτή την κατηγορία δικύκλων δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου κατασκευαστή. Σίγουρα ο ανταγωνισμός είναι σκληρός τα τελευταία χρόνια, καθώς τόσο τα ιαπωνικά εργοστάσια, όσο και εκείνα της κεντρικής Ασίας, έχουν επενδύσει πολλά χρήματα και επιδεικνύουν μεγάλη σοβαρότητα. Έτσι, το γεγονός ότι το Beverly συνεχίζει να αποτελεί το πρότυπο στην κατηγορία των μεσαίου κυβισμού scooter και αποτελεί τον πρώτο στόχο κάθε επίδοξου ανταγωνιστή, δείχνει ακόμα περισσότερο πόση δουλειά σε κάθε λεπτομέρεια έχουν κάνει οι Ιταλοί.

Διαχρονική, ποιοτική εμφάνιση

Το βασικότερο πλεονέκτημα του Beverly είναι σίγουρα η διαχρονική, σχεδόν κλασική εμφάνισή του. Έχει έντονη σχεδιαστική ταυτότητα και δεν το μπερδεύεις με τίποτα άλλο στο δρόμο, ταυτόχρονα όμως δεν καταφεύγει σε σχεδιαστικές ακρότητες για να εντυπωσιάσει. Αυτό το κάνει αποδεκτό σε ανθρώπους με διαφορετικά γούστα, είτε τους αρέσουν τα μοντέρνα ή νεανικά σχήματα, είτε προτιμούν τα κλασικά. Αυτό έχει και πρακτικό αντίκτυπο στον τομέα της μεταπώλησης, αφού δεν κακογερνάει μετά από δύο ή τρία χρόνια και φυσικά, αφού εμφανισιακά είναι αποδεκτό από τους περισσότερους, έχεις και περισσότερους υποψήφιους αγοραστές. Με την σειρά του αυτό σημαίνει αυξημένη ζήτηση στην αγορά του μεταχειρισμένου και άρα υψηλότερες τιμές μεταπώλησης, αφού ο νόμος της αγοράς καθορίζει πάντα τις τιμές βάσει προσφοράς και ζήτησης. Όμως την περίοπτη θέση του στην αγορά δεν την κέρδισε μόνο λόγω εμφάνισης. Υπάρχουν πιο ουσιαστικά στοιχεία που το Beverly έχει κερδίσει αυτή την περίοπτη θέση ανάμεσα στα δεκάδες μοντέλα που υπάρχουν στην κατηγορία του. Η ποιότητα των υλικών, η βαφή και το φινίρισμά τους είναι από εκείνα τα πράγματα που ο αναβάτης νοιώθει καθημερινά δια της αφής και της όρασης. Η σαγρέ-σατινέ υφή όσων πλαστικών δεν έχουν βαφή, θυμίζει σε ποιότητα το ταμπλό γερμανικών αυτοκινήτων της premium κατηγορίας και το ίδιο ισχύει για το κάλυμμα της σέλας. Τα βαμμένα πλαστικά γυαλίζουν και σε κανένα σημείο τους η μπογιά ή το βερνίκι δεν έχουν ατέλειες ή λιγότερο πάχος. Ακόμα και στην έκδοση S που οι σκούρες χρωματικές επιλογές για τους τροχούς κόβουν πόντους από την λάμψη του Beverly, η premium εικόνα παραμένει. Οι αρμοί στις ενώσεις των πλαστικών είναι ομοιογενείς σε όλα τα σημεία και τίποτα δεν τρίζει, ούτε τρέμει. Οι αρθρώσεις των μηχανισμών που ανοίγουν την σέλα και το ντουλαπάκι είναι απόλυτα στιβαροί και οι κλειδαριές τους (ηλεκτρική για την σέλα) έχουν ποιοτική αίσθηση και ήχο στο άνοιγμα και κλείσιμο. Ακόμα και το λάστιχο πάνω στο πάτωμα της ποδιάς που πατάνε τα πόδια σου είναι κορυφαίας ποιότητας αντιολισθητικό και έχει μεγάλο πάχος, εξουδετερώνοντας οποιονδήποτε κραδασμό θα μπορούσε να περάσει από τον κινητήρα στις πατούσες σου. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και η αίσθηση ποιότητας όταν χειρίζεσαι τους διακόπτες, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε μια αρνητική παρατήρηση σε ότι αφορά την απόσταση που έχουν από τα γκριπ και μερικές φορές χρειάζεται να χαλαρώσεις το χέρι σου στο γκριπ για να μπορέσει ο αντίχειρας να φτάσει το κουμπί Mode που αλλάζει τις ψηφιακές ενδείξεις στα όργανα (οδόμετρο/μερικός χιλιομετρητής/θερμοκρασία περιβάλλοντος/ώρα) ή την κόρνα από την άλλη μεριά του τιμονιού.

Όταν το χρησιμοποιείς είναι καλύτερο

Όσο ευχάριστο για το μάτι και την αφή είναι το Beverly 300, τόσο καλύτερο γίνεται όταν αρχίζεις να το χρησιμοποιείς καθημερινά. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος για να πάρεις ένα scooter. Η έκδοση των 300 κυβικών που έχουμε εδώ (υπάρχει και Beverly 350) απευθύνεται σε όσους κινούνται κυρίως μέσα σε πολυσύχναστο αστικό περιβάλλον και χρησιμοποιούν περιστασιακά ή για μικρά χρονικά διαστήματα δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Με αυτόν τον κινητήρα (είναι πλέον Euro 4) η ιδανική ταχύτητα κίνησης στους ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους είναι μεταξύ 110-120km/h στο κοντέρ. Η δύναμη του κινητήρα και η σχέση “γραναζώματος” της αυτόματης μετάδοσης μπορούν να στείλουν την βελόνα του κοντέρ πάνω από τα 130km/h χωρίς πρόβλημα στις ευθείες, όμως αν οδηγείς καθημερινά για μεγάλα χρονικά διαστήματα με πάνω από 120km/h στο κοντέρ η ζωή του ιμάντα θα είναι περιορισμένη και η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με την οδήγηση μεταξύ 110-120km/h. Σε αυτό το σημείο μπορείς να θέσεις το ερώτημα, γιατί να μην αγοράσεις το φτηνότερο και πιο οικονομικό σε κατανάλωση Medley 150, το οποίο κινείται άνετα με 100-110km/h στους ανοιχτούς δρόμους. Η απάντηση βρίσκεται στις επιταχύνσεις και στην άνεση με την οποία το Beverly 300 πιάνει τα 120km/h και τα διατηρεί ακόμα και με δύο άτομα σε ανηφορικές ευθείες. Τα διπλάσια κυβικά του Beverly 300 δεν κρύβονται στις επιταχύνσεις από στάση, αλλά ούτε και στις επιταχύνσεις εν κινήσει. Το αίσθημα ασφάλειας όταν κινείσαι σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας δεν συγκρίνεται με τα μικρότερου κυβισμού scooter και αυτά τα 10-20km/h μεγαλύτερης τελικής ταχύτητας κάνουν τεράστια διαφορά όταν οδηγείς ανάμεσα σε αυτοκίνητα που κινούνται με 80-130km/h. Το αίσθημα ασφάλειας είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του Beverly 300, που το κάνουν να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε ανταγωνιστή του σε αυτή την κατηγορία. Η σταθερότητα σε όλες τις ταχύτητες είναι ασύγκριτη και παρά τις σκληρές αναρτήσεις της έκδοσης S, οι τροχοί παραμένουν πεισματικά πάνω στην άσφαλτο και οι αποσβέσεις τους χαρακτηρίζονται από ποιότητα λειτουργίας. Μαζί με τα ελαστικά της Michelin, το ABS της Bosch και το traction control, το Beverly 300 είναι ένα σκαλί πάνω σε επίπεδο ασφάλειας από τον ανταγωνισμό. Ειδικά το traction control, όχι μόνο δεν είναι μαρκετινίστικη υπερβολή, αλλά κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να αποτελεί (δια νόμου) στάνταρ εξοπλισμό σε όλα τα scooter, όπως και το ABS. Ο λόγος δεν είναι η υπερβολική δύναμη των scooter, αλλά η απουσία ελέγχου της λειτουργίας του συμπλέκτη από τον αναβάτη. Ειδικά στα πρωτοβρόχια που τα λασπόνερα κάνουν την επιφάνια των δρόμων επικίνδυνα γλιστερή. Το αυτόματο πατινάρισμα των scooter σε συνδυασμό με της μικρής διαμέτρου πίσω τροχούς, την πισώβαρη κατανομή μαζών και τα φτηνιάρικα κατά κανόνα ελαστικά τους, είναι η συνταγή μιας επιτυχημένης τούμπας – ακόμα και ξεκινώντας από το φανάρι.

Σε αντίθεση με το traction control που έχουν τα δύο mega-scooter της BMW, που δεν απενεργοποιείται και είναι υπερβολικά ευαίσθητο και παρεμβατικό, το σύστημα της Piaggio είναι πολύ πιο κοντά στις ελληνικές συνθήκες. Τι εννοούμε; Οι δρόμοι μας έχουν πολλές λακκούβες και ειδικά μέσα στις πόλεις είναι γεμάτοι μπαλώματα από τα εκατοντάδες μικρο-έργα της ΕΥΔΑΠ και των συνδέσεων φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι τα υπερευαίσθητα traction control να κόβουν συνεχώς την παροχή δύναμης, προκαλώντας… λόξυγκα στον κινητήρα. Στο Beverly 300 η επέμβαση του traction control όταν περνάς πάνω από τέτοιες ανωμαλίες είναι λιγότερο έντονη, η δύναμη του κινητήρα επανέρχεται άμεσα και τελικά είναι ελάχιστες οι φορές που θα σου δημιουργήσει δυσφορία. Ίδιας φιλοσοφίας είναι και η ρύθμιση του ABS. Η λειτουργία του συγκρίνεται μόνο με τα συστήματα που έχουν οι καλές μοτοσυκλέτες, αφού δεν βιάζεται να επέμβει και δεν “κοιμάται” μέχρι να επαναφέρει την δύναμη στο σύστημα πέδησης. Έχει ξεχωριστό κανάλι για κάθε τροχό, οπότε η επέμβασή του είναι ανεξάρτητη εμπρός-πίσω. Η δύναμη πέδησης είναι άριστη από το πίσω φρένο, όμως το εμπρός θέλει πολύ δύναμη στην μανέτα για να δείξει την αποτελεσματικότητά του. Σε αίσθηση είναι σαφώς βελτιωμένα σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά των φρένων της Piaggio, όμως ακόμα λείπει από το εμπρός η αμεσότητα για να μπορείς να το χειριστείς αποτελεσματικά με ένα δάκτυλο στη μανέτα. Ίσως να το έχουν κάνει επίτηδες επειδή οι σκουτεράδες τρέμουν στην ιδέα να φρενάρουν δυνατά με το εμπρός, όμως με ένα τόσο καλό ABS και τα καλής ποιότητας ελαστικά που φοράει το Beverly 300, δεν δικαιολογείται η επιλογή αυτή.

Το ζουμί της ιστορίας

Η ποιοτική εμφάνιση και η αίσθηση ασφάλειας είναι τα δύο βασικά σημεία που διαπρέπει το Beverly 300, όμως ένα scooter αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να είναι πρακτικό και με χαμηλό κόστος χρήσης. Το πραγματικό βάρος με γεμάτο ρεζερβουάρ είναι στα 174 κιλά και βρίσκεται στον μέσο όρο της κατηγορίας. Ως γνωστόν το βάρος έχει επίπτωση στην κατανάλωση, αφού όσο μεγαλύτερο είναι τόσο περισσότερο πρέπει να ανοίγεις το γκάζι. Το Beverly 300 είχε στα χέρια μας μια μέση κατανάλωση κοντά στα 3,8 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα και συμπεριλαμβάνει οδήγηση με ένα ή δύο άτομα στη σέλα, εντός και εκτός κέντρου πόλης. Με νευρική οδήγηση και επίμονα χουφτώματα στο γκάζι μπορεί να ξεπεράσεις τα 4 λίτρα/100km και με ένα άτομα στην σέλα και πιο ήρεμη οδήγηση μπορείς να κατέβεις εύκολα κάτω από τα 3,5 λίτρα/100km. Σε συνδυασμό με την μεγάλη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ των 12,5 λίτρων, η αυτονομία ξεπερνά τα 200 χιλιόμετρα και αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα που λίγα scooter διαθέτουν. Γενικά στον τομέα της πρακτικότητας, η Piaggio έχει δουλέψει πάρα πολύ στις λεπτομέρειες, κάνοντας πολύ ευχάριστη την συμβίωση με το Beverly 300. Έχει δύο πρακτικά στην χρήση σταντ, το ντουλαπάκι στην ποδιά έχει βαθιές τσέπες για να βάλεις με ασφάλεια μικροαντικείμενα χωρίς να σου πέσουν στην άσφαλτο μόλις το ανοίξεις και ο χώρος κάτω από την σέλα φωτίζεται, οπότε αν ο γύφτουλας ιδιοκτήτης που νοικιάζεις το γκαράζ έχει κόψει το ρεύμα για να μην πληρώνει πάγια, εσύ μπορείς να δεις τα πράγματα που έχεις βάλει μέσα (βγαλμένο από προσωπική εμπειρία…). Χωράει άνετα ένα μεγάλο full-face κράνος και περισσεύει αρκετός χώρος ακόμα, αλλά δύσκολα θα βάλεις μέσα δύο κράνη, εκτός κι αν είναι μικρά jet. Πάντως πρέπει να προσθέσουμε ότι είναι επενδυμένος με μοκέτα, προστατεύοντας από τις γρατσουνιές τα προσωπικά σας αντικείμενα. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι που δείχνουν την εμπειρία της Piaggio στο σχεδιασμό scooter και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής σου με το Beverly 300.

Στα 4.320 ευρώ που ζητάει η Piaggio αυτή τη στιγμή για ένα Beverly 300, δεν υπάρχει κάτι άλλο στον ανταγωνισμό που να είναι φτηνότερο και να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού. Βασικά δεν υπάρχει και τίποτα ακριβότερο που να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τομέα της ασφάλειας.

Διαχρονική σχεδίαση και κορυφαία ποιότητα υλικών και φινιρίσματος για τα όργανα που διαθέτουν όλες τις βασικές ενδείξεις σε αναλογική μορφή και τις δευτερεύουσες σε ψηφιακή. Από κάτω τους είναι το κουμπί απενεργοποίησης του traction control (ASR)

Το κουμπί Mode δεν αλλάζει χάρτες στην ρύθμιση του κινητήρα, απλώς επιλέγεις ενδείξεις στα ψηφιακά όργανα

Πολύ βελτιωμένο σε ποιότητα λειτουργίας το φυγοκεντρικό σύστημα των καινούριων Piaggio. Στο Beverly 300 η τελική ταχύτητα περιορίζεται λίγο πάνω από τα 135km/h στο κοντέρ

Η σέλα έχει ηλεκτρομαγνητική κλειδαριά και ανοίγει με το πάτημα ενός κουμπιού. Σε περίπτωση βλάβης υπάρχει και μηχανικός μοχλός μέσα στο ντουλαπάκι της ποδιάς

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Piaggio Beverly 300S

Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.190
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.535
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
790
Ίχνος (mm):
-
Γωνία κάστερ (˚):
-
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
780
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
 12,5/-
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75 x 63
Χωρητικότητα (cc):
278
Σχέση συμπίεσης:
-
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
21 / 7.250
Ροπή (kg.m/rpm):
2,5 / 5.750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
70
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
7,8
8,3
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
81
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου 4 θέσεων
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
14 Χ 3,5
Ελαστικό:
140/70-14
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος240 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ρολόι, στάθμη καυσίμου, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, στάθμη λαδιού, κεντρικό και πλάγιο σταντ, προεγκατάσταση για PiaggioMultimediaCenter, ABS / Traction Control
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
90/34
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16 X 3
Ελαστικό:
110/70-16
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS

 

Δοκιμή στην Ελλάδα: MV Agusta Magni Filorosso

Κάνει ακριβώς αυτό που υπόσχεται
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

15/10/2018

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις neoretro μοτοσυκλέτες είναι ότι αδυνατούν να μετουσιώσουν την μηχανική αίσθηση που είχαν τα πρωτότυπα από τα οποία άντλησαν οι σχεδιαστές τους την ιδέα για να τις κατασκευάσουν. Αισθητικά πετυχαίνουν τον στόχο τους και σου ξυπνούν αναμνήσεις από το ανέμελο παρελθόν, όμως από την στιγμή που θα πατήσεις το κουμπί της μίζας και ξεκινήσεις, σε προσγειώνουν απότομα στο παρόν, με την αποστειρωμένη λειτουργία των σύγχρονων κινητήρων τους. Πανέμορφες, γρήγορες, ασφαλείς και χίλιες φορές πιο αξιόπιστες από τις παλιές μοτοσυκλέτες, αλλά ταυτόχρονα άψυχες και… ξενέρωτες. Μέχρι που θα έρθει η στιγμή να καβαλήσεις την Magni Filorosso και θα ψάχνεις να βρεις δανεικά να την αγοράσεις, παρά το γεγονός ότι απέχει εκατομμύρια έτη φωτός από τον χαρακτηρισμό “καλή” σε οποιονδήποτε τομέα μπορείς να σκεφτείς!

Κοστίζει περίπου 35.000 ευρώ στις περισσότερες χώρες τις Ευρώπης ή 32.000 δολάρια χωρίς φόρους για όσους έχουν τα λεφτά τους σε τράπεζες των Νήσων Κάιμαν. 

Από αυτά τα χρήματα, τα 30.000 τα δίνεις για τον ήχο που ακούς όταν την οδηγάς και τα υπόλοιπα 5000 για να έχεις την πιο Bad Ass σε εμφάνιση μοτοσυκλέτα στα πιτς της πίστας. Οποιασδήποτε πίστας! Την συγκεκριμένη Magni Filorosso την οδηγήσαμε στην πίστα των Μεγάρων κατά την διάρκεια του Legends Track Day.

 Πρόκειται για την πρώτη φορά στον κόσμο που ένας δημοσιογράφος οδηγάει μια Magni Filorosso παραγωγής και όχι το πρωτότυπο που είχε δοκιμάσει ο συνεργάτης μας Alan Cathcart πριν δύο χρόνια.

 

Η μοτοσυκλέτα ανήκει σε έναν γερμανό συλλέκτη που συμμετείχε στο Legends Track Day και είχε την ευγενή καλοσύνη να μας την παραχωρήσει, παρά το γεγονός ότι μας γνώριζε μόλις 35 δευτερόλεπτα (τρελός για δέσιμο δηλαδή…).

Σε σχέση με το πρωτότυπο που έχουν οδηγήσει οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι στον υπόλοιπο κόσμο, η Magni Filorosso παραγωγής έχει 5,1cm πιο μακρύ ψαλίδι! Η διαφορά είναι τεράστια σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη της, ο οποίος ξέρει πολύ καλά τί λέει, καθώς ήταν από τους πρώτους που παρήγγειλε μια Filorosso και η οικογένεια Magni του την παρέδωσε σε μια πίστα της Ιταλίας, όπου οδήγησε ταυτόχρονα και μια βελτιωμένη πρωτότυπη μοτοσυκλέτα.

Εκείνη η βελτιωμένη πρωτότυπη μοτοσυκλέτα είχε αυτό το μακρύτερο ψαλίδι σε σχέση με την πρωτότυπη που είχαν οδηγήσει οι ξένοι δημοσιογράφοι και η οικογένεια των Magni την είχε φέρει εκεί για να την οδηγήσουν οι πρώτοι ιδιοκτήτες και να αποφασίσουν αν ήθελαν το κοντό ή το μακρύ ψαλίδι. Καθώς όλοι προτίμησαν το μακρύ ψαλίδι, τους επόμενους μήνες βρήκαν στην εξώπορτα του σπιτιού τους ένα κουτί με αυτό το επιμηκυμένο ψαλίδι. Βέβαια όταν πήγαν να το βάλουν στη μοτοσυκλέτα τους ανακάλυψαν ότι χρειαζόταν να αλλάξουν και τα αμορτισέρ, καθώς τα 51mm είναι τεράστια διαφορά. Πέρα από το ψαλίδι, η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα έχει και ορισμένα custom made εξαρτήματα που δεν υπάρχουν σε άλλη Filorosso. Το ένα από αυτά είναι φυσικά το λευκό αναλογικό στροφόμετρο, αντί για τα ψηφιακά LCD όργανα του MV Agusta Brutale 800 που έχουν όλες οι άλλες.

Βέβαια η Magni έχει βγάλει την ακόμα πιο περιορισμένη έκδοση Filorosso Black που έχει ένα αντίστοιχο αναλογικό στροφόμετρο. Ο Michel έχει κρατήσει το ψηφιακό όργανο, διότι είναι απαραίτητο όταν κάνεις service στον κινητήρα για την διάγνωση πιθανών βλαβών και την ρύθμιση του ψεκασμού. Τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά του Brutale 800 έχουν καταργηθεί από την Magni και δεν υπάρχει ούτε ABS, ούτε Traction Control, ούτε δούλευε το quick-shifter Up/Down. Για όλα αυτά πρέπει να φροντίζει ο αναβάτης, όπως τις παλιές “καλές” εποχές…

Η δεύτερη μοναδικότητα της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας είναι οι πλάκες του πιρουνιού, που είναι κατασκευασμένες από μαγνήσιο και όχι από αλουμίνιο.    

Από το ίδιο υλικό είναι και οι ζάντες, που σχεδιαστικά θυμίζουν τις χρυσές Campagnolo που χρησιμοποιούσαν όλες σχεδόν οι ιταλικές εργοστασιακές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες εκείνες τις ένδοξες εποχές του ’60 και του ‘70.

Η διάμετρό τους είναι 18 ιντσών εμπρός και πίσω, ενώ το πλάτος των ελαστικών που φιλοξενούν είναι 110 εμπρός και 160 πίσω. Είναι δηλαδή 10mm πιο στενό εμπρός από μια MV Agusta F3 και 20mm πίσω. Στο συμβατικό πιρούνι 43mm της Forcella Italia βρίσκονται δύο δίσκοι 320mm και τετραπίστονες δαγκάνες της Brembo από Ducati 916.

Όλα αυτά έχουν σημασία όσο κάθεσαι και κοιτάς την Filorosso σε φωτογραφίες ή παρκαρισμένη στα πιτς. Διότι αν την καβαλήσεις και μπεις στην πίστα, ανακαλύπτεις τον… πολλαπλό οργασμό!

Τίποτα δεν συγκρίνεται πάνω σε αυτή την γη με τον ήχο που κάνουν τα τρία γυμνά σώματα του ψεκασμού κάτω από το ρεζερβουάρ. Τίποτα απολύτως! Μια Formula 1 με V12 κινητήρα της δεκαετίας του ’60 ίσως πλησιάζει κάπως την στεγνή, ξερή στριγκλιά της της Filorosso, αλλά δεν την ξεπερνά.

Κι εκεί που λες ότι αξίζει τα 35.000 ευρώ μόνο γι΄αυτόν τον ήχο, έρχεται η πρώτη στροφή και μένεις… χαζός! Ώπα, φίλε τι΄ναι τούτο; Δίχρονο;

Η θέση οδήγησης μιμείται τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες του 1960 και συνολικά είναι για τα πανηγύρια. Ακόμα και εγώ που είμαι 1,70 (με χοντρή σόλα στα παπούτσια…) είχα σφηνώσει μέσα στη σέλα με την κόκκινη alcantara και ήταν αδύνατον να κάνω την παραμικρή κίνηση με το σώμα. Τα κλιπ-ον είναι τόσο κλειστά, που είναι αδύνατον να στρίψεις το τιμόνι έστω και μία μοίρα δεξιά-αριστερά χωρίς να ακουμπήσεις το ρεζερβουάρ! Κι όμως, η Filorosso έμπαινε στις στροφές των Μεγάρων όπως θα έκανε ένα δίχρονο 250. Αλλάζει κατεύθυνση με το βλέμμα. Ούτε καν χρειάζεται να γύρεις το κεφάλι προς το εσωτερικό της στροφής! Κάπως έτσι τελειώνεις με την κάθε στροφή της πίστας και βγαίνεις στην ευθεία για να ξανακούσεις αυτά τα οπιούχα ηχητικά εφέ του ψεκασμού και των τριών μαύρων μεγαφώνων που έχει για εξάτμιση.

Όποιος έχει 35.000 ευρώ για να αγοράσει μια μοτοσυκλέτα με μοναδικό σκοπό την ψυχοσωματική του ηδονή, η Filorosso είναι ακριβώς αυτό που ψάχνει. 

 

ΥΓ

Κι όσοι αναρωτηθούν γιατί η Filorosso έχει φτερά στο φαίρινγκ της σαν εκείνα των καινούριων MotoGP, ας ρίξουν μια ματιά στην φωτογραφία που ακολουθεί…

Thanks for the Money Can not Buy Experience that you gave me