Διαφορές του seamless κιβωτίου ταχυτήτων της Ducati με το DCT της Honda

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

27/11/2020

Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που η Porsche χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε αγώνα κιβώτιο ταχυτήτων διπλού συμπλέκτη και 18 χρόνια από τότε που η Audi (εταιρεία του ομίλου VW-Porsche) έβγαλε στην παραγωγή το πρώτο αυτοκίνητο με τέτοιου είδους κιβώτιο ταχυτήτων (TT 3.2 DSG). Περίπου δέκα χρόνια μετά η Honda έφερε την τεχνολογία αυτή στον κόσμο της μοτοσυκλέτας ξεκινώντας από το VFR 1200 DCT και από τότε διευρύνει συνεχώς τη χρήση του σε περισσότερα μοντέλα. Παρά το γεγονός πως η ιδέα για τα κιβώτια ταχυτήτων διπλού συμπλέκτη γεννήθηκε στους αγώνες, στην περίπτωση των μοτοσυκλετών η Honda έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα της άνεσης και τις αξιοπιστίας και λιγότερο στον τομέα των επιδόσεων, ανεξάρτητα από το ότι σε κάθε νέα έκδοση βελτιώνει την ταχύτητα αλλαγής και την ακρίβεια λειτουργίας του. Τώρα η Ducati κατέθεσε πατέντες για να βάλει σε μοτοσυκλέτες παραγωγής το seamless κιβώτιο που χρησιμοποιούν όλες οι εταιρείες στα MotoGP. Όπως ήταν λογικό, στην κουβέντα μπήκε το όνομα της Honda και άρχισαν οι συγκρίσεις μεταξύ των δύο τεχνολογιών. Ως γνωστόν, η Honda ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε στα MotoGP κιβώτιο ταχυτήτων seamless και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι κατασκευαστές. Αν αναρωτιέστε γιατί η Honda δεν έβαλε κιβώτιο διπλού συμπλέκτη στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες της, ώστε να διαφημίσει παράλληλα και τα αντίστοιχα μοντέλα παραγωγής, η απάντηση είναι πως οι κανονισμοί είχαν φροντίσει να απαγορεύσουν κάθε μορφής αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων και γενικά τα ηλεκτρονικά ελεγχόμενα κιβώτια ταχυτήτων (και τις ηλεκτρονικές αναρτήσεις). Αυτή η απαγόρευση ήταν που γέννησε την τεχνολογία των seamless κιβωτίων ταχυτήτων! Γιατί όμως να μπουν σε τέτοιο κόπο; Και κυρίως πως διάολο δουλεύει το seamless και τι διαφορά έχει από το DCT;

Για να μπεις στην ουσία του θέματος, θα πρέπει πρώτα να καταλάβεις ποιο πρόβλημα προσπάθησαν να λύσουν. Στα συμβατικά σειριακά κιβώτια ταχυτήτων ,που έχει η πλειοψηφία των μοτοσυκλετών, υπάρχει ένα χρονικό κενό σε κάθε αλλαγή ταχύτητας που συνοδεύεται από ένα αντίστοιχο κενό παροχής δύναμης/ροπής από τον κινητήρα προς τον πίσω τροχό. Αυτό συμβαίνει διότι πρώτα πρέπει να αποκοπεί η παροχή ροπής από τον στρόφαλο προς το προηγούμενο γρανάζι και μετά να γίνει η εμπλοκή του γραναζιού της επόμενης σχέση. Είτε στα ανεβάσματα ταχυτήτων, είτε στα κατεβάσματα, αυτό το μικρό χρονικό κενό παροχής δύναμης γίνεται τεράστιο αν το προσθέσεις στο σύνολο κάθε γύρου στην πίστα και μετά το πολλαπλασιάσεις επί 22 ή 24 γύρους που διαρκεί ένας αγώνας. Ταυτόχρονα, οι μηχανικοί των εργοστασιακών ομάδων, παρατήρησαν πως αυτά τα κενά στην παροχή ροπής σε κάθε αλλαγή ταχύτητας που προκαλούν μικρά “τινάγματα” αλλάζοντας ταχύτητες με τέρμα ανοιχτό το γκάζι χάρη στο quick-shifter, έχουν ως αποτέλεσμα να προκαλούν μεγαλύτερη κόπωση στα ελαστικά. Τα “τιναγματάκια” μεταξύ των αλλαγών ταράζουν ως ένα βαθμό και την ευαίσθητη ισορροπία της μοτοσυκλέτας σε κάποιες περιπτώσεις και πολλοί αναβάτες αναγκάζονταν σε κάποια σημεία της πίστα να αλλάξουν πιο νωρίς ταχύτητα για να μην χρειαστεί να το κάνουν μέσα στη στροφή ή κρατούσουν παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε την προηγούμενη σχέση για να αποφύγουν ένα ανέβασμα ταχύτητας.

Όλα αυτά τα προβλήματα μπορούν να λυθούν αν εξαφανίσουμε αυτό το μικρό κενό παροχής ροπής κατά την διαδικασία αλλαγής ταχυτήτων. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει το γρανάζι της επόμενης σχέσης να έχει εμπλακεί σε μηδενικό χρόνο από τη στιγμή που γίνεται η απεμπλοκή του προηγούμενου. Τα κιβώτια διπλού συμπλέκτη (DCT) κάνουν ακριβώς αυτό που λέει το όνομά τους. Έχουν δύο άξονες, όπου ο ένας φιλοξενεί την 1η, 3η και 5η σχέση και ο άλλος έχει τις ζυγές, δηλαδή την 2η, 4η και 6η σχέση. Στο άκρο κάθε άξονα υπάρχει ένα συμπλέκτης ηλεκτρονικά ελεγχόμενος. Όταν λοιπόν έχεις για παράδειγμα 4η, την ίδια στιγμή το γρανάζι της 3ης και της 5ης  είναι συγχρονισμένα με τις στροφές του στροφάλου αλλά χωρίς να μεταφέρουν ροπή προς τον τροχό, διότι ο δικός τους συμπλέκτης έχει αποκόψει την επαφή τους με την τελική μετάδοση. Τη στιγμή που θα αλλάξεις ταχύτητα (είτε στη λειτουργία Manual, είτε στην Auto) ο ένας συμπλέκτης απομονώνει από την τελική μετάδοση τον άξονα που βρίσκεται η 4η (και μαζί της η 2α και η 6η) και ο άλλος συμπλέκτης εμπλέκει εκείνον που βρίσκεται η 1η, 3η και 5η. Αν έχεις κάνει κατέβασμα έχει επιλέξει την 3η και αν έχεις κάνει ανέβασμα έχει επιλέξει την 5η. Το ουσιαστικό κέρδος που προσφέρει δεν είναι τόσο στο χρόνο αλλαγής ταχύτητας, όσο στο γεγονός πως η 3η και η 5η ήταν ήδη συγχρονισμένες στο ρυθμό περιστροφής του κινητήρα και έτσι δεν υπάρχει κενό παροχής ροπής προς τον πίσω τροχό και άρα δεν υπάρχει “τίναγμα”. Όμως αυτή η διαδικασία αλλαγής ταχυτήτων περιλαμβάνει πολλά στάδια, τα οποία απαιτούν πολλά εξαρτήματα και διεκπεραιώνονται ηλεκτρονικά. Το πώς έχεις ρυθμίσει την ηλεκτρονική διαχείριση των δύο συμπλεκτών έχει τεράστια σημασία στον τρόπο που λειτουργούν. Όσο πιο άμεσα γίνεται η εναλλαγή από τον ένα συμπλέκτη στον άλλον, τόσο κερδίζεις σε χρόνο αλλαγής ταχυτήτων αλλά χάνεις σε ομαλότητα.

Τα βασικά μειονεκτήματα των κιβωτίων διπλού συμπλέκτη είναι κυρίως το βάρος λόγω επιπλέων εξαρτημάτων, την αναγκαστική χρήση μικρότερου μεγέθους συμπλεκτών, που εκ των πραγμάτων μπορούν να διαχειριστούν μικρότερα ποσά ροπής, και φυσικά την φθορά των συμπλεκτών, καθώς σε κάθε αλλαγή οι δύο συμπλέκτες πατινάρουν τους δίσκους τους. Τα μειονεκτήματα αυτά δεν είναι σοβαρά αν μιλάμε για οδήγηση στο δρόμο και στα σπορ αυτοκίνητα έχουν γίνει κανόνας τα κιβώτιο διπλού συμπλέκτη, αντικαθιστώντας τα κλασικά αυτόματα με υδραυλικό μετατροπέα ροπής ή τα αυτοματοποιημένα μηχανικά σειριακά. Όμως αν μιλάμε για αγωνιστική χρήση, η λέξη “βάρος” είναι απαγορευμένη για τους μηχανικούς και η φράση “ ηλεκτρονικά ελεγχόμενη” είναι απαγορευμένη για του κανονισμούς…

Έτσι γεννήθηκε  το seamless κιβώτιο ταχυτήτων, όπου κύριο χαρακτηριστικό του είναι πως πρώτα εμπλέκει την επόμενη σχέση και “μετά” απεμπλέκει την προηγούμενη. Με άλλα λόγια, η ροπή μεταφέρεται στην επόμενη σχέση χωρίς να έχει προηγηθεί η διακοπή παροχής της στο γρανάζι της προηγούμενης. Μα αν είναι η 2η και η 3η σχέση ταυτόχρονα συνδεδεμένες με την τελική μετάδοση, τότε θα σπάσουν τα δόντια των γραναζιών τους! Σωστή η παρατήρηση, μόνο που στο seamless κιβώτιο οι άξονες που είναι τοποθετημένα τα γρανάζια είναι κούφιοι και μέσα τους κρύβεται το μυστικό του τρόπου λειτουργία τους. Όπως στα κιβώτια διπλού συμπλέκτη, έτσι και στα seamless υπάρχουν δύο άξονες γραναζιών, όπου ο ένας έχει τις μονές σχέσεις (1η,3η,5η) και ο άλλος τις ζυγές (2η, 4η, 6η).

Το εξωτερικό μέρος αυτών των κούφιων αξόνων έχει τα γρανάζια των σχέσεων και περιστρέφονται μόνιμα, ταυτόχρονα και όλα μαζί καθώς έχουν μόνιμη εμπλοκή με την περιστροφή του στροφάλου. Στο εσωτερικό αυτών των αξόνων υπάρχει ένας μηχανισμός “κλειδώματος-ξεκλειδώματος” για κάθε ένα γρανάζι ξεχωριστά και ένας δεύτερος άξονας που μεταφέρει την ροπή προς την τελική μετάδοση. Αυτοί οι έξι (όσες δηλαδή είναι οι σχέσεις του κιβωτίου) μικροί μηχανισμοί που εμπλέκουν και αποσυμπλέκουν κάθε γρανάζι, λειτουργούν εκμεταλλευόμενοι την διαφορά ταχύτητας περιστροφής του εξωτερικού “κέλυφους” -του άξονα με τα γρανάζια- σε σχέση με τον εσωτερικό άξονα που μεταφέρει την ροπή στην τελική μετάδοση. Έτσι τη στιγμή που επιλέξεις να “κλειδώσεις” το γρανάζι της επόμενης σχέσης, ο εσωτερικός άξονας αρχίζει να περιστρέφεται πιο γρήγορα ή πιο αργά (αναλόγως αν ανεβάζεις η κατεβάζεις ταχύτητα) “ξεκλειδώνοντας” τον μηχανισμό της προηγούμενης σχέσης.

 

Το εσωτερικό των αξόνων του αγωνιστικού seamless της Honda

‘Όλα αυτά γίνονται χρησιμοποιώντας την κίνηση του ποδιού σου και δεν υπάρχει καμία ηλεκτρονική παρέμβαση, ούτε απαιτείται από τον συμπλέκτη να απομονώσει τον στρόφαλο από το κιβώτιο στις αλλαγές ταχυτήτων. Όλα αυτά ακούγονται τέλεια, μέχρι να ακούσεις πως το HRC είχε εξειδικευμένο μηχανικό για το κιβώτιο seamless, όπου στο τέλος ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ, το έκανε γενική επισκευή αλλάζοντας όλα τα εξαρτήματά του με καινούρια. Ο λόγος είναι πως τα εξαρτήματα στα seamless κιβώτια είναι αναγκαστικά μικρά σε μέγεθος για να χωρέσουν μέσα στους δύο άξονες και δέχονται υπερβολικές καταπονήσεις από τους αγωνιστικούς κινητήρες και μάλιστα σε σκληρές συνθήκες αγώνα.

Στην πατέντα που κατέθεσε η Ducati για ένα seamless κιβώτιο ταχυτήτων για χρήση στο δρόμο, επέλεξε να συνδυάσει την αμεσότητα των αγωνιστικών seamless με την αντοχή των κιβωτίων DCT. Στην πραγματικότητα μοιάζει πάρα πολύ με ένα κλασικό σειριακό κιβώτιο, αλλά έχει δύο κούφιους άξονες με έναν εσωτερικό άξονα μέσα τους ο καθένας και δύο μεγάλα ρουλεμάν τα οποία έχουν την δυνατότητα να “κλειδώνουν” και να “ξεκλειδώνουν”.

Στην πραγματικότητα κάνουν την ίδια δουλειά που κάνουν οι δύο συμπλέκτες στα κιβώτια DSG/DCT, αλλά χωρίς να πατινάρουν, διότι το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να δημιουργούν “μπόσικο” την χρονική στιγμή που το γρανάζι της επόμενης σχέσης και το γρανάζι της προηγούμενης σχέσης βρίσκονται σε ταυτόχρονη εμπλοκή. Χάρη σε αυτά τα δύο ρουλεμάν, δεν χρειάζεται ο συμπλέκτης να απομονώσει τον κινητήρα από το κιβώτιο ταχυτήτων για να αλλάξεις ταχύτητα, ούτε χρειάζεται η ηλεκτρονική να διακόψει το ρεύμα και να επέμβει στην τροφοδοσία όπως κάνουν τα συστήματα quick-shifter.

 

Το seamles της Ducati

Σε επίπεδο μοτοσυκλετών παραγωγής, το seamless της Ducati  είναι μικρότερο σε μέγεθος και πιο ελαφρύ από το DCT, εντελώς μηχανικό και επειδή έχει έναν κανονικού μεγέθους συμπλέκτη που χρησιμοποιείς μόνο στις εκκινήσεις, μπορεί να δεχτεί μεγάλες ιπποδυνάμεις, οπότε ταιριάζει γάντι στην κατηγορία μοτοσυκλετών superbike. Επειδή όμως δεν έχει αποδείξει σε επίπεδο παραγωγής την αντοχή του στο χρόνο όπως το DCT της Honda και δεν έχουμε δει ακόμα κάποια εντελώς αυτόματη λειτουργία, προς το παρόν το ογκώδες και βαρύ DCT είναι καλύτερη επιλογή για φυσιολογική οδήγηση στο δρόμο.

Η Can-Am επέστρεψε στις μοτοσυκλέτες - Τις οδηγούμε στα Μέγαρα!

Ίδια ηλεκτρική βάση, διαφορετικός χαρακτήρας για την naked και την on-off
Η Can-Am επέστρεψε στις μοτοσυκλέτες - Τις οδηγούμε στην πίστα καρτ των Μεγάρων
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

8/10/2025

Οι Pulse και Origin είναι πλέον διαθέσιμες στο ελληνικό κοινό και εμείς βρεθήκαμε στην πίστα καρτ των Μεγάρων για μια πρώτη επαφή με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες που βάζουν ξανά την Can-Am στον δίτροχο χάρτη.

Η Can-Am επιστρέφει στην κατασκευή μοτοσυκλετών έπειτα από δεκαετίες και επιλέγει να το κάνει με τις ηλεκτρικές Pulse και Origin απευθυνόμενη σε ένα κοινό που είναι από τώρα πρόθυμο να κάνει την μετάβαση από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στους ηλεκτρικούς, παρά το γεγονός ότι καινούργιες μοτοσυκλέτες με θερμικούς κινητήρες θα είναι διαθέσιμες στην ΕΕ για πολλά, πάρα πολλά χρόνια ακόμη, όπως έχουμε ξεκάθαρα αναλύσει στο MOTO.

Σε μία προσεγμένη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην πίστα καρτ των Μεγάρων, η Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ, η εταιρεία που αντιπροσωπεύει τα προϊόντα της BRP (Sea-Doo, Ski-Doo, Can-Am) στην Ελλάδα εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, κάλεσε τον ελληνικό Ειδικό Τύπο, για μια πρώτη επαφή με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες της καναδικής εταιρείας στο ασφαλές περιβάλλον της πίστας. Πριν όμως μιλήσουμε για αυτή την πρώτη μας επαφή με τις ηλεκτρικές Pulse και Origin ας δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά τους και τι φέρνουν στο δίτροχο "τραπέζι".

Can-Am Origin & Pulse - Παρουσίαση στα Μέγαρα 2025

Κοινή βάση, διαφορετικός χαρακτήρας και στόχος

Οι δυο νέες μοτοσυκλέτες διαθέτουν κοινή βάση και απευθύνονται η μία στον “ανήσυχο” αναβάτη που θέλει και περιπετειούλες στο χώμα και η άλλη σε εκείνον που θέλει να απολαύσει την ήσυχη, δυναμική και ραφιναρισμένη λειτουργία του ηλεκτρικού κινητήρα αποκλειστικά στην άσφαλτο. Με την αυτονομία που προσφέρει η σχετικά μεγάλη συστοιχία μπαταριών των 8,9 kWh οι δύο μοτοσυκλέτες υπόσχονται να τα καταφέρουν περίφημα στο αστικό και περιαστικό περιβάλλον έχοντας ικανή αυτονομία για να καλύψουν τις ημερήσιες ανάγκες μετακίνησης χωρίς να υπάρχει το άγχος ότι θα ξεμείνεις από "ζουμί" γυρνώντας στο σπίτι.

Η Origin είναι ο φόρος τιμής της Can-Am στην Off-Road κληρονομιά της, με διττό χαρακτήρα ώστε να εξυπηρετεί τόσο τις αστικές ανάγκες κίνησης του αναβάτη όσο και τις σύντομες εκτός δρόμου ανησυχίες του στο περιαστικό περιβάλλον. Από την άλλη, η Pulse είναι μια naked μοτοσυκλέτα που έχει και αυτή όρθια θέση οδήγησης, κάτι μεταξύ πολιτικού supermoto και on-off, επίσης με άνετες γωνίες για τα χέρια και τα πόδια.

​ Can-Am Origin & Pulse - Παρουσίαση στα Μέγαρα

Οι δύο μοτοσυκλέτες μοιράζονται τον ηλεκτροκινητήρα E-Power της θυγατρικής Rotax που υπάγεται επίσης στην BRP όπως και η Can-Am, με τη μετάδοση να γίνεται απευθείας χωρίς κιβώτιο στον πίσω τροχό, ενώ η ύπαρξη ηλεκτρικού μοτέρ προσθέτει στις ευκολίες για τον αναβάτη και την όπισθεν. Ο ηλεκτρικός κινητήρας βρίσκεται πίσω από την κάσα της μπαταρίας, είναι υγρόψυκτος όπως η ίδια η μπαταρία, ενώ υγρόψυκτοι είναι επίσης ο εναλλάκτης αλλά και ο ενσωματωμένος φορτιστής, κάτι που εξασφαλίζει σταθερότητα στην απόδοση του συστήματος σε όλες τις συνθήκες και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής για τα κελιά της μπαταρίας.

Και στις δύο περιπτώσεις η απόδοση του ηλεκτρικού κινητήρα φτάνει στο μέγιστο όριο των 47 ίππων (35 KW) που επιβάλλει η κατηγορία Α2 με τη ροπή να βρίσκεται στα 7,34 kgm στις 4.600 σ.α.λ., αν και στην πραγματικότητα βρίσκεται κοντά σε αυτήν την τιμή σχεδόν από τις πρώτες περιστροφές. Με το μοτέρ στους 47 ίππους η Can-Am ανακοινώνει 0-100 χλμ./ώρα σε 3,8 δευτερόλεπτα για την Pulse και 4,3 δευτερόλεπτα για την Origin και τελική που περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 129 χλμ./ώρα. Η τελική μετάδοση γίνεται με αλυσίδα που είναι κλειστή σε μπάνιο λαδιού, με το κέλυφος να ντουμπλάρει και ως μονόμπρατσο ψαλίδι. Το όφελος εδώ είναι μεγάλο για τη μακροζωία της αλυσίδας με την Can-Am να αναφέρει έλεγχο και αντικατάσταση κάθε 25.000 χλμ. χωρίς να χρειάζεται ενδιάμεσα κάποιου είδους συντήρηση.

Οι δύο μοτοσυκλέτες είναι διαθέσιμες με τον ίδιο ηλεκτρικό κινητήρα και για κατηγορία διπλώματος "Α1" με την απόδοσή στα χαρτιά να μειώνεται στους 15 ίππους (11 KW). Λέμε στα χαρτιά γιατί στην πράξη ο κινητήρας δίνει την αίσθηση ότι είναι πολύ πιο δυνατός -πολύ πιο κοντά στην "ανοιχτή" έκδοσή του από ό,τι περιμένεις- και θυμίζει συμβατικό κινητήρα που έχει τουλάχιστον υπερδιπλάσια χωρητικότητα από 125άρη λόγω της ροπής που ανακοινώνεται ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν ίδιο πλαίσιο και διαφορετικό υποπλαίσιο που εδράζεται πάνω στην κοινή κάσα της μπαταρίας η οποία αποτελεί το κυρίως δομικό μέρος του πλαισίου. Φέρουν επίσης ίδιο ενσωματωμένο φορτιστή 6,6 kW, ίδια LED φωτιστικά σώματα, ντουλαπάκι εκεί που κανονικά θα ήταν το ρεζερβουάρ σε μια συμβατική μοτοσυκλέτα (μικρότερο στην Origin) και μεγάλη έγχρωμη TFT οθόνη αφής (!) με διαγώνιο στις 10,25 ίντσες και δυνατότητα συνδεσιμότητας. 

Η αυτονομία που προσφέρει η μπαταρία με μία πλήρη φόρτιση μπορεί να φτάσει στον αστικό κύκλο του πρωτόκολλου μετρήσεων WMTC τα 160 χλμ. στην Pulse και τα 145 στην Origin. Στον συνδυασμένο κύκλο του WMTC η αυτονομία είναι 115 χλμ. για την Origin (84 με σταθερή ταχύτητα 80 χλμ./ώρα) και 130 χλμ. για την Pulse -89 χλμ. με την σταθερή ταχύτητα των 80 χλμ./ώρα. Ενσωματώνεται επίσης και σύστημα ανάκτησης ενέργειας που φορτίζει την μπαταρία κατά την επιβράδυνση, με τον αναβάτη να μπορεί να το ενεργοποιήσει και αυτοβούλως περιστρέφοντας αντίθετα το γκριπ του γκαζιού, ενώ ρυθμίζεται σε δύο επίπεδα έντασης.

Ο χρόνος που θα χρειαστεί για να φορτίσει η μπαταρία από το 20% στο 80% είναι 50 λεπτά, ενώ για να φτάσει από το 0% στο 100% χρειάζεται 90 λεπτά με την ανακοινώσιμη τελική ταχύτητα να βρίσκεται στα 129 χλμ./ώρα. Ο αναβάτης έχει στη διάθεσή του τρία προγράμματα λειτουργίας για τον κινητήρα, τα Eco (αυξάνει την αυτονομία και περιορίζει την απόδοση), Rain και Sport+ για την Impulse με την Origin να προσθέτει ένα ακόμη, το “Off-Road”, για εκτός δρόμου χρήση.

Στον τομέα των αναρτήσεων την ευθύνη μπροστά αναλαμβάνει η ΚΥΒ με ανεστραμμένο πιρούνι διαμέτρου 43mm και διαδρομή στα 255 χλστ. στην Origin και στα 140 χλστ. για την Pulse που φέρει USD πιρούνι 41 χλστ. Επίσης 255 χλστ. είναι η διαδρομή του πίσω τροχού στην ηλεκτρική on-off με το μονό αμορτισέρ να είναι πλήρως ρυθμιζόμενο, ενώ στην Pulse το αμορτισέρ προέρχεται από τη Sachs, ρυθμίζεται μόνο ως προς την προφόρτισή του ελατηρίου και έχει διαδρομή 140 χλστ.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Ο off-road χαρακτήρας της Pulse ενισχύεται από την ύπαρξη ακτινωτών τροχών 21 και 18 ιντσών εμπρός και πίσω αντίστοιχα με διαστάσεις 90-90 μπροστά και 120-80 πίσω για τα διπλής χρήσης Dunlop D605. Αντίστοιχα στην Pulse οι ζάντες είναι χυτές αλουμινίου 17 ιντσών και στα δύο άκρα, ενώ εδώ ελαστικό πρώτης τοποθέτησης είναι το Dunlop Sportmax GPR-300 με διαστάσεις 110/70 μπροστά και 150/60 πίσω.

Για την επιβράδυνση φροντίζει και στις δύο περιπτώσεις ένας δίσκος των 320mm μπροστά που συνεργάζεται με διπίστονη δαγκάνα της J.Juan, ενώ το πίσω δισκόφρενο έχει διάμετρο 240 χλστ. και η δαγκάνα είναι ενός εμβόλου. Τη λειτουργία "επιτηρεί" μονάδα ABS στην A2 αλλά και στην Α1 έκδοση.

Για την Origin το μήκος βρίσκεται στα 2.204 χλστ., το πλάτος στα 861 χλστ., το ύψος στα 1,414 χλστ. και η απόσταση από το έδαφος στα 274 χλστ., ενώ η σέλα απέχει από το έδαφος 865 χλστ. Η κάστερ είναι στις 30 μοίρες και το ίχνος στα 118 χλστ., ενώ το μεταξόνιο βρίσκεται στα 1.503 χλστ. 

Λόγω των διαφορετικών τροχών αλλά και των μικρότερων διαδρομών των αναρτήσεων, η Pulse, που έχει και διαφορετικό υποπλαίσιο και μικρές αλλαγές στον λαιμό, φτάνει σε μήκος τα 2.030 χλστ. με το πλάτος στα 947 χλστ. και το ύψος στα 1.171 χλστ. Εδώ το μεταξόνιο είναι 1.412 χλστ. με την κάστερ στις 27,2 μοίρες και το ίχνος στα 101 χλστ., ενώ το ύψος της σέλας βρίσκεται στα 784 χλστ. Διαφορές έχουμε και στο βάρος με την Origin να ζυγίζει επίσημα 187 κιλά και την Pulse 10 λιγότερα, στα 177 κιλά.

Origin και Pulse είναι διαθέσιμες σε δύο διαφορετικές εξοπλιστικές εκδόσεις που προσθέτουν στο συνθετικό του ονόματός τους το "’73" και χαρακτηρίζονται από τον πλουσιότερο εξοπλισμό και έξτρα λεπτομέρειες όπως η κοντή φιμέ ζελατίνα, τα πλαϊνά εμπρός πλαστικά βαμμένα με το νούμερο “73”, κίτρινα σιρίτια στους τροχούς και ασημένιες πινελιές στα πλαϊνά του εμπρός LED προβολέα.

Ησυχία και ευχάριστη αίσθηση
Η πρώτη επαφή μας με τις δύο ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες της Can-Am μάς έδειξε ότι η καναδική εταιρεία ξόδεψε χρόνο και χρήμα για τη σχεδίαση και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών της και παρόλο που η βάση είναι ίδια κάθε μοτοσυκλέτα έχει τον δικό της χαρακτήρα και εντάσσεται πλήρως στην κατηγορία που θέλει να ανήκει χωρίς "αλλά". Βέβαια και οι δύο προτάσεις της Can-Am, ελέω της αυτονομίας που προσφέρει η υγρόψυκτη μπαταρία τους, δεν μπορούν να έχουν κάποιον άλλο ρόλο εκτός από εκείνον του commuter ακόμη και στις πιο φιλικές προς τα ηλεκτρικά χώρες όπου το δίκτυο φόρτισης δεν είναι τόσο ελλιπές όσο αυτό της Ελλάδας.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Η ποιότητα κατασκευής βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο και οι δύο μοτοσυκλέτες σε καλοσωρίζουν με μια άνετη θέση οδήγησης που χαρακτηρίζεται και στις δύο περιπτώσεις από το ψηλά τοποθετημένο τιμόνι. Χώρος στη σέλα υπάρχει μπόλικος και για τους ψηλούς με την απόσταση των μαρσπιέ από αυτή να είναι λογική, ενώ ακόμη και στην ψηλότερη Origin οι κοντύτεροι δεν θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα αφού η μοτοσυκλέτα είναι στενή, δεν ανοίγει πολύ τα πόδια και αυτά φτάνουν στο έδαφος χωρίς να δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα.

Στην πίστα καρτ βέβαια όπου έγινε η πρώτη επαφή με τις δύο Can-Am βρέθηκα αρχικά στη σέλα της Pulse, στην έκδοση "Α1", η οποία ήταν και η ευχάριστη έκπληξη μεταξύ των δύο εκδόσεων λόγω της απόδοσης του ηλεκτρικού κινητήρα. Γιατί μπορείς και με το δίκιο σου να περιμένεις από την "Α2" μοτοσυκλέτα να έχει μπόλικο και χορταστικό ηλεκτρικό "γκάζι", όχι όμως και από την πιο αδύναμη έκδοση που αν ήταν συμβατική θα είχε κινητήρα πολύ μεγαλύτερης χωρητικότητας από 125 κ.εκ. για να το φτάσει σε επιταχύνσεις και ρεπρίζ.

Σίγουρα εκείνοι που έχουν στα χέρια τους δίπλωμα A1, αλλά και οι οδηγοί αυτοκινήτου που το έχουν αναβαθμίσει, θα αισθανθούν από την πρώτη στιγμή ότι κλέβουν εκκλησία αφού ο ηλεκτρικός κινητήρας της Impulse υπακούει στο παραμικρό άνοιγμα του γκαζιού και μεταφέρει άμεσα μπόλικη ροπή στον πίσω τροχό σχεδόν διαισθητικά. Με τη συστοιχία μπαταριών να έχει τοποθετηθεί στο σωστό σημείο η Impulse παρουσιάζει πολύ καλή συγκέντρωση μαζών και αλλάζει με χάρη κατεύθυνση με τη θέση οδήγησης να προσφέρει πολύ καλό έλεγχο. Πολύ καλή είναι και η αίσθηση που δίνει το πιρούνι, τουλάχιστον σε άσφαλτο που δεν έχει τις ανωμαλίες των ελληνικών δρόμων όπως στην πίστα καρτ των Μεγάρων. Μπορείς να την πιέσεις στα φρένα και αυτά να κατεβάσουν τη δύναμή τους χωρίς παρατράγουδα και έπειτα να πάρεις μεγάλη κλίση με αυτοπεποίθηση, μέχρι το μαρσπιέ να αρχίσει να ξύνει την άσφαλτο.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025

Η "Α2" έκδοση με τους 42 ίππους προσφέρει ακόμη πιο απολαυστική επιτάχυνση χωρίς άλλες διαφορές στη συμπεριφορά της έναντι της μικρότερης Impulse. Εδώ ο εμπρός δίσκος  και ο μονός εμπρός δίσκος, είναι στην πραγματικότητα αρκετός λόγω της τελικής που περιορίζεται στα 129 χλμ./ώρα. Όχι ότι κατάφερα να τελικιάσω μέσα στην πίστα καρτ αλλά κάθε φορά που επιβράδυνα δυνατά η δύναμη ερχόταν γραμμικά και αναλογικά ως προς τη δύναμη που ασκούσα στη μανέτα, χωρίς αρχικό δάγκωμα και το φρένο μου έδειχνε ότι θα μπορούσε να επιβραδύνει με ασφάλεια τη μοτοσυκλέτα και στην μικρή τελική ταχύτητα της. Βέβαια μια 4πίστονη διαγκάνα θα προσέφερε ακόμη περισσότερη δύναμη που δεν θα πήγαινε χαμένη στη naked, αν ο αναβάτης της ήθελε να κινηθεί πιο επιθετικά και όχι απλά σβέλτα. Στην επιβράδυνση, στρέφοντας το γκάζι προς την αντίθετη κατεύθυνση ο ηλεκτροκινητήρας λειτουργεί σαν γεννήτρια για την μπαταρία και μαζί με αυτό προσθέτει λίγη ακόμη επιβραδυντική ισχύ, ενώ η ένταση του συστήματος ανάκτησης ενέργειας μπορεί να ρυθμιστεί και να προσομοιώσει ακόμη καλύτερα το φρένο του συμβατικού κινητήρα.

Πάνω-κάτω τα ίδια ισχύουν και για την Origin, την οποία οδήγησα επίσης στην μικρή πίστα χωρίς να πατήσω καθόλου χώμα. Εδώ βέβαια τα πιο στενά ελαστικά, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη αδράνεια των βαρύτερων ακτινωτών τροχών -ειδικά του εμπρός των 21 ιντσών- δίνουν μια δικαιολογημένα βαρύτερη αίσθηση στην αλλαγή κατεύθυνσης. Παράλληλα, οι αναρτήσεις με τις μεγαλύτερες διαδρομές είναι και πιο μαλακές και έτσι η μεταφορά βάρους στα φρένα είναι πιο έντονη, όσο περιμένεις όμως από μία on-off. Η Origin σου δίνει και αυτή σιγουριά από το μπροστινό της και σου επιτρέπει να την οδηγήσεις σβέλτα επιλέγοντας και διαφορετικό στιλ "αλά supermoto" στις πιο σφιχτές στροφές μέχρι να ξύσει και αυτή τα μαρσπιέ της. Σε γενικές γραμμές και οι δύο μοτοσυκλέτες είναι πολύ ευχάριστες στην οδήγησή τους, κρύβουν πολύ καλά το βάρος τους, το οποίο χωρίς να είναι αμελητέο βρίσκεται σε λογικό επίπεδο και είναι παράλληλα πολύ προσεγμένες στην κατασκευή τους.

Can-Am Origin & Pulse στα Μέγαρα παρουσίαση 2025


Κοιτάζοντας μπροστά
Origin και Pulse είναι δύο μοτοσυκλέτες που δεν απευθύνονται σε όσους κινούνται με σφιχτό μπάτζετ για την αγορά της επόμενης Α2 ή Α1 μοτοσυκλέτας τους. Είναι premium ηλεκτρικές για τους συνειδητοποιημένους αναβάτες που ασπάζονται όλα τα θετικά που φέρνει η ηλεκτρική ενέργεια στους δύο τροχούς αναφορικά με τους εκπεμπόμενους ρύπους και είναι πρόθυμοι να κάνουν συμβιβασμούς με την περιορισμένη αυτονομία που προσφέρουν. Κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις πάντα, στην προκειμένη περίπτωση το κέρδος προκύπτει από την γεμάτη απόδοση του ηλεκτρικού μοτέρ σε όλο το φάσμα λειτουργίας αλλά και το ελάχιστο δυνατό κόστος κίνησης που μπορεί να ντροπιάσει ακόμη και παπί αναφορικά με την κατανάλωση ή τα ευρώ/100 χλμ. αν προτιμάτε. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα χρήματα που κοστίζουν οι Origin και Pulse πηγαίνει στο προηγμένο σύστημα κίνησης, το οποίο είναι πλήρως υγρόψυκτο, κάτι μοναδικό για τον κόσμο των δύο τροχών. Είναι παράλληλα πολύ ευχάριστο κατά τη λειτουργία του, ήσυχο και απίστευτα πολιτισμένο με την τεράστια ροπή και τον ακαριαίο αλλά πλήρως αναλογικό τρόπο απόδοσης στην περιστροφή του δεξιού γκριπ να μην αφήνει περιθώριο σύγκρισης με συμβατικό μοτέρ ειδικά στην A1 έκδοση. Μεγάλο μέρος του κόστους αφορά φυσικά και την ίδια την μπαταρία με τις σπάνιες γαίες που έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή της και ανεβάζουν σημαντικά την τιμή έναντι μιας συμβατικής μοτοσυκλέτας. Όλα αυτά βέβαια θα τα δούμε σε βάθος κατά την αναλυτική δοκιμή τους, όπως φυσικά και το πώς συμπεριφέρονται σε πραγματικές συνθήκες οδήγησης.

Η Can-Am προσπάθησε να σκοράρει δυνατά σε τομείς όπως η ποιότητα κατασκευής και η συμπεριφορά και δείχνει να το έχει πετύχει, ενσωματώνοντας και προηγμένες για ηλεκτρικά τεχνολογίες στα μοντέλα της με τον αναβάτη να κερδίζει επίσης σε συνδεσιμότητα μέσω της hi-tech οθόνης αφής. Το σύστημα προσφέρει και τη δυνατότητα Over-the-Air αναβαθμίσεων, για τα ηλεκτρονικά, τον κινητήρα και την μπαταρία της, περιορίζοντας έτσι τις επισκέψεις στο συνεργείο και το όποιο έξτρα κόστος συνεπάγεται αυτό. Αν θέλετε να ξεχωρίζετε στις μετακινήσεις σας, η Origin και η Impulse είναι δύο μοτοσυκλέτες που το κάνουν και αυτό και αποτελούν δυνατό αντίπαλο για αντίστοιχης απόδοσης ηλεκτρικά δίκυκλα δίνοντας παράλληλα και κύρος στον αναβάτη τους. Βεβαία όλα αυτά θα τα δούμε πιο διεξοδικά κατά την πλήρη δοκιμή των δύο μοτοσυκλετών σε πραγματικές συνθήκες κίνησης

Οι μοτοσυκλέτες της Can-Am καλύπτονται από 2ετή εγγύηση εκτός από την μπαταρία όπου η εγγύηση φτάνει τα πέντε χρόνια ή τα 50.000 χιλιόμετρα. Οι τιμές τους χωρίς να υπολογίζεται σε αυτής η επιδότηση από το κρατικό πρόγραμμα "Κινούμαι Ηλεκτρικά 3" (επιδότηση 20% της τιμής προ ΦΠΑ και με μέγιστο ποσό επιδότησης 700 ευρώ για ηλεκτρικά δίκυκλα κατηγορίας L1e έως L4e.) ξεκινούν από τα 14.000 ευρώ που βρίσκεται στο πλαίσιο του ηλεκτρικού ανταγωνισμού:

Μοντέλο

Έκδοση

Ισχύς

Χρώμα

Κιτ συνεπιβάτη

Τιμή

Pulse

Standard

11 kW

Bright White

 

14.000 €

Pulse

Standard

35 kW

Bright White

 

14.000 €

Pulse

Standard

11 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.000 €

Pulse

Standard

35 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.000 €

Pulse

73

35 kW

Sterling Silver

ΝΑΙ

17.000 €

Origin

Standard

11 kW

Bright White

 

14.800 €

Origin

Standard

35 kW

Bright White

 

14.800 €

Origin

Standard

11 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.800 €

Origin

Standard

35 kW

Carbon Black

ΝΑΙ

15.800 €

Origin

73

35 kW

Sterling Silver

ΝΑΙ

17.500 €