Moto-Mucci Street Tracker: customized KTM EXC 300!

Ναι μπορείς να μυρίζεις διχρονόλαδο νόμιμα!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

14/2/2019

Ποιος είπε πως δεν υπάρχουν πια καινούριες δίχρονες μοτοσυκλέτες; Η KTM συνεχίζει να εξελίσσει τους δίχρονους κινητήρες και το EXC 300 βγάζει κανονικότατα πινακίδα κυκλοφορίας σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Θα πείτε πως είναι άλλο πράγμα τα καθαρόαιμα enduro και άλλο πράγμα μια κανονική μοτοσυκλέτα δρόμου. Εδώ έρχεται η Moto-Mucci (όχι δεν είναι ορθογραφικό λάθος… ) μια μικρή βιοτεχνία custom μοτοσυκλετών στο Portland του Orlando των ΗΠΑ, για να δώσει τη λύση.

Πήρε μια KTM EXC 300 (που έχει μίζα και αν θέλεις μπορείς να της βάλεις βεντιλατέρ από την έκδοση Six Days) και σχεδίασε (και στη συνέχεια κατασκεύασε από αλουμίνιο) ένα νέο υποπλαίσιο, ρεζερβουάρ και καπάκια ψυγείου. Η αισθητική είναι σαφώς εμπνευσμένη από τα Husqvarna Svartpilen, αλλά εμάς δεν μας χαλάει καθόλου. Η εξάτμιση που βγαίνει κάτω από την ουρά είναι βέβαιο πως θα στέλνει τον δίχρονο ήχο ακριβώς στο πρόσωπο όσων σε ακολουθούν. Θυμίζουμε πως το EXC 300 ζυγίζει μόλις 103 κιλά και σύμφωνα με την KTM η κατανάλωσή του είναι μόλις 2,87 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα!!!!!

Βέβαια για να πούμε όλη την αλήθεια, το EXC 300 περνάει τις προδιαγραφές Euro 4 και καταναλώνει μόλις 2,87 στα 100 όσο το έχεις “ταπωμένο”. Για να αποδώσει ο κινητήρας του σαν πραγματικού αγωνιστικού δίχρονου 300 θα πρέπει να το “ξεταπώσεις”. Επίσης η μετατροπή του σε μοτοσυκλέτα δρόμου από την Moto-Mucci σίγουρα δεν θα είναι φτηνή υπόθεση. Όμως υπάρχουν φτηνότεροι τρόποι για να μετατρέψεις ένα EXC 300 σε μοτοσυκλέτα δρόμου για καθημερινή χρήση, έστω κι αν δεν έχει την ίδια εντυπωσιακή εμφάνιση με την μοτοσυκλέτα που έφτιαξε η Moto-Mucci. Εσείς κρατήστε απλώς την ιδέα, πως οι φανατικοί διχρονάκδες μπορούν ακόμα και σήμερα να αγοράσουν μια καινούρια δίχρονη μοτοσυκλέτα που να κυκλοφορεί νόμιμα στο δρόμο.

BOAK: Νέα αποζημίωση στην κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ

Καθυστερήσεις στις απαλλοτριώσεις οδηγούν σε νέα οικονομική επιβάρυνση του Δημοσίου
ΒΟΑΚ
Από τον

Φίλιππο Σταυριδόπουλο

10/10/2025

Μετά την πρόσφατη αποζημίωση των 21 εκατ. ευρώ για το τμήμα Νεάπολη–Άγιος Νικόλαος, ο ανάδοχος (ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ) του έργου Χερσόνησος–Νεάπολη ζητά πλέον 124 εκατ. ευρώ, επικαλούμενος καθυστερήσεις λόγω έλλειψης ωριμότητας των απαλλοτριώσεων

Η υπόθεση αφορά το τμήμα του Βόρειου Οδικού Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ) από Χερσόνησο έως Νεάπολη, που υλοποιείται από την κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. Το έργο, μήκους 22,44 χιλιομέτρων, λαμβάνει παράταση 16,3 μηνών καθώς οι καθυστερήσεις στην παράδοση των απαλλοτριωμένων χώρων εμπόδισαν την πρόοδο των εργασιών.

Η αρχική ημερομηνία ολοκλήρωσης, του κυβερνητικά πολυδιαφημισμένου έργου, είχε οριστεί για τις 21 Απριλίου 2027, ωστόσο, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Υπουργείου Υποδομών, “δεν διαπιστώθηκαν εργασίες που θα μπορούσε να εκτελέσει ο ανάδοχος για να περιορίσει τις καθυστερήσεις”, αναλαμβάνοντας εμμέσως την ευθύνη. Έτσι, το υπουργείο αποδέχτηκε το δικαίωμα του αναδόχου να ζητήσει αποζημίωση, το ακριβές ύψος της οποίας παραμένει άγνωστο, καθώς “θα οριστικοποιηθεί μετά την υποβολή όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών και την εξέτασή τους από την Αναθέτουσα Αρχή”.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει το υψηλό κόστος που προκαλούν οι ελλείψεις ωριμότητας στα μεγάλα έργα υποδομής. Οι καθυστερήσεις στις απαλλοτριώσεις, που δεν αποτελούν ευθύνη του αναδόχου, μεταφράζονται σε σημαντικές αποζημιώσεις προς τις εταιρείες, τις οποίες τελικά επωμίζεται το Δημόσιο.

Το έργο Χερσόνησος–Νεάπολη περιλαμβάνει:

  • 22,44 χλμ. αυτοκινητόδρομου με πλάτος οδοστρώματος 21,5 μ.
  • 9,65 χλμ. παράπλευρου και κάθετου δικτύου
  • 12 γέφυρες μονού κλάδου (1,7 χλμ.)
  • 5 σήραγγες συνολικού μήκους 6,75 χλμ.
  • 5 ανισόπεδους κόμβους

Το τμήμα αυτό αποτελεί το δεύτερο εργοτάξιο του ΒΟΑΚ που έχει ξεκινήσει κατασκευές, μετά το Νεάπολη–Άγιος Νικόλαος, όπου οι εργασίες προχωρούν. Το έργο των 14,5 χιλιομέτρων, με κόστος 186 εκατ. ευρώ, υλοποιείται επίσης από την ΤΕΡΝΑ και την ΑΚΤΩΡ και έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Η νέα διεκδίκηση των 124 εκατ. ευρώ επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της επαρκούς προετοιμασίας των μεγάλων έργων πριν από τη δημοπράτησή τους, ένα θέμα που, όπως φαίνεται, κοστίζει ακριβά στην πολιτεία και κατ’ επέκταση στους πολίτες.