Norton - Παίρνουν αποζημίωση οι εξαπατημένοι επενδυτές της εταιρείας

Έως το τέλος Αυγούστου θα έχουν πρόσβαση στα λεφτά τους
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

23/8/2024

Τα λεφτά τους πίσω θα πάρουν επιτέλους αυτοί που εξαπατήθηκαν από τον πρώην ιδιοκτήτη της Norton, Stuart Garner, περισσότερα από δέκα χρόνια μετά την επένδυσή τους.

Το γνωστό σκάνδαλο με τη Norton και τον απατεώνα επιχειρηματία Stuart Garner φτάνει επιτέλους σε ένα ανακουφιστικό τέλος για όλους εκείνους τους μικρο-επενδυτές που πίστεψαν στην πρόθεση του πρώην ιδιοκτήτη της βρετανικής εταιρείας να την αναβιώσει με επιτυχία και τελικά είδαν τα χρήματά τους να κάνουν φτερά μαζί με την πτώχευση της το 2020.

Ο Stuart Garner, που καταδικάστηκε για τις πράξεις του το 2022 σε 8μηνη φυλάκιση με αναστολή -και τρία χρόνια- υπεξαίρεσε τα χρήματα που είχαν καταβάλλει οι επενδυτές στη Norton (ως αποταμιεύσεις για το συνταξιοδοτικό τους πλάνο) και τα χρησιμοποίησε μόνο επενδύοντας σε μετοχές Norton με στόχο να αυξήσει την αξία τους. Βάσει των συμφωνηθέντων ο Garner δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να ξεπεράσει το 5% των αποθεματικών για αυτόν τον σκοπό. 

Norton απάτη αποζημίωση Stuart Garner

Οι εν λόγω επενδυτές στη Norton είχαν πειστεί από έναν απατεώνα - πωλητή του Garner να μεταφέρουν τα χρήματά τους από "συμβατικά" fund συνταξιοδότησης σε τρία νέα συνταξιοδοτικά πλάνα που δημιούργησε η Norton το 2012 και το 2013, τα οποία είχαν ως αποκλειστικό διαχειριστή τον Garner.

Σας είχαμε γράψει λίγο μετά τα μέσα Μαρτίου για τα 11,55 εκατ. ευρώ που συμφώνησε να δώσει τότε ως αποζημίωση στους 227 επενδυτές το βρετανικό Ταμείο Αποζημίωσης Απάτης (Fraud Compensation Fund). 

Το ποσό θα είναι διαθέσιμο έως και το τέλος Αυγούστου στους εξαπατηθέντες, μια σημαντική λεπτομέρεια που δεν είχε οριστεί κατά την απόφαση του Μαρτίου, ενώ δυστυχώς κάποιοι από αυτούς έχουν φύγει ήδη από τη ζωή χωρίς να μάθουν ποτέ για αυτή την αποζημίωση.

BOAK: Νέα αποζημίωση στην κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ

Καθυστερήσεις στις απαλλοτριώσεις οδηγούν σε νέα οικονομική επιβάρυνση του Δημοσίου
ΒΟΑΚ
Από τον

Φίλιππο Σταυριδόπουλο

10/10/2025

Μετά την πρόσφατη αποζημίωση των 21 εκατ. ευρώ για το τμήμα Νεάπολη–Άγιος Νικόλαος, ο ανάδοχος (ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ) του έργου Χερσόνησος–Νεάπολη ζητά πλέον 124 εκατ. ευρώ, επικαλούμενος καθυστερήσεις λόγω έλλειψης ωριμότητας των απαλλοτριώσεων

Η υπόθεση αφορά το τμήμα του Βόρειου Οδικού Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ) από Χερσόνησο έως Νεάπολη, που υλοποιείται από την κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. Το έργο, μήκους 22,44 χιλιομέτρων, λαμβάνει παράταση 16,3 μηνών καθώς οι καθυστερήσεις στην παράδοση των απαλλοτριωμένων χώρων εμπόδισαν την πρόοδο των εργασιών.

Η αρχική ημερομηνία ολοκλήρωσης, του κυβερνητικά πολυδιαφημισμένου έργου, είχε οριστεί για τις 21 Απριλίου 2027, ωστόσο, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Υπουργείου Υποδομών, “δεν διαπιστώθηκαν εργασίες που θα μπορούσε να εκτελέσει ο ανάδοχος για να περιορίσει τις καθυστερήσεις”, αναλαμβάνοντας εμμέσως την ευθύνη. Έτσι, το υπουργείο αποδέχτηκε το δικαίωμα του αναδόχου να ζητήσει αποζημίωση, το ακριβές ύψος της οποίας παραμένει άγνωστο, καθώς “θα οριστικοποιηθεί μετά την υποβολή όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών και την εξέτασή τους από την Αναθέτουσα Αρχή”.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει το υψηλό κόστος που προκαλούν οι ελλείψεις ωριμότητας στα μεγάλα έργα υποδομής. Οι καθυστερήσεις στις απαλλοτριώσεις, που δεν αποτελούν ευθύνη του αναδόχου, μεταφράζονται σε σημαντικές αποζημιώσεις προς τις εταιρείες, τις οποίες τελικά επωμίζεται το Δημόσιο.

Το έργο Χερσόνησος–Νεάπολη περιλαμβάνει:

  • 22,44 χλμ. αυτοκινητόδρομου με πλάτος οδοστρώματος 21,5 μ.
  • 9,65 χλμ. παράπλευρου και κάθετου δικτύου
  • 12 γέφυρες μονού κλάδου (1,7 χλμ.)
  • 5 σήραγγες συνολικού μήκους 6,75 χλμ.
  • 5 ανισόπεδους κόμβους

Το τμήμα αυτό αποτελεί το δεύτερο εργοτάξιο του ΒΟΑΚ που έχει ξεκινήσει κατασκευές, μετά το Νεάπολη–Άγιος Νικόλαος, όπου οι εργασίες προχωρούν. Το έργο των 14,5 χιλιομέτρων, με κόστος 186 εκατ. ευρώ, υλοποιείται επίσης από την ΤΕΡΝΑ και την ΑΚΤΩΡ και έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Η νέα διεκδίκηση των 124 εκατ. ευρώ επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της επαρκούς προετοιμασίας των μεγάλων έργων πριν από τη δημοπράτησή τους, ένα θέμα που, όπως φαίνεται, κοστίζει ακριβά στην πολιτεία και κατ’ επέκταση στους πολίτες.