Royal Enfield: Κατοχύρωσε δύο ονόματα

Έρχονται νέα μοντέλα
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

2/1/2020

Την περασμένη χρονιά, οι περισσότερες εταιρείες δούλευαν πυρετωδώς για να ανανεώσουν τις μοτοσυκλέτες τους για το 2020, καθώς οι προδιαγραφές Euro5 είναι πλέον σε ισχύ, ενώ τα περισσότερα νέα μοντέλα παρουσιάστηκαν στην EICMA πλην ελάχιστων εξαιρέσεων. Το περίπτερο της Royal Enfield στο Σαλόνι του Μιλάνου δεν διέθετε κάποιο ολοκαίνουργιο μοντέλο, αλλά είχε αρκετές μοτοσυκλέτες και μερικές custom βασισμένες στα Interceptor και Continental GT 650, που χρησιμοποιούν το δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα της. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως το εργοστάσιο έχει σταματήσει να εξελίσσει τα νέα μοντέλα του, όπως το Classic 350 που είχαμε δει το περασμένο καλοκαίρι κατά τη διάρκεια δοκιμών σε δημόσιους δρόμους.

Για το 2020 η Royal Enfield συνεχίζει την προσπάθεια επέκτασης της γκάμας της κατοχυρώνοντας δύο ονόματα για νέες μοτοσυκλέτες , το Hunter και το Sherpa. Σχετικά με το Hunter, θα χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά ως ονομασία σε μοτοσυκλέτα της εταιρείας. Το Sherpa από την άλλη δεν είναι νέο, το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, καθώς το 1960 η Royal Enfield είχε παρουσιάσει μια μονοκύλινδρη δίχρονη μοτοσυκλέτα 173cc, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Crusader και η παραγωγή της σταμάτησε τη δεκαετία του ’80.

Η πρώτη μοτοσυκλέτα με όνομα Sherpa της Royal Enfield, που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του '60.

Η εταιρεία ετοιμάζεται να ανανεώσει τη γκάμα της εν όψει των προδιαγραφών BS-6 που είναι σε ισχύ στην Ινδία και γι' αυτό υπάρχει τόσο μεγάλη “κινητικότητα” στο R&D τμήμα της. Πέρα από τα νέα ονόματα που θα έχουν τα καινούργια μοντέλα δεν γνωρίζουμε περισσότερες πληροφορίες, ούτε για τον κυβισμό τους, αλλά ούτε και για τις τεχνολογίες που θα διαθέτουν. Αυτά θα γνωστοποιηθούν στο μέλλον, όπως και το αν θα πληρούν τις προδιαγραφές Euro5.

BOAK: Νέα αποζημίωση στην κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ

Καθυστερήσεις στις απαλλοτριώσεις οδηγούν σε νέα οικονομική επιβάρυνση του Δημοσίου
ΒΟΑΚ
Από τον

Φίλιππο Σταυριδόπουλο

10/10/2025

Μετά την πρόσφατη αποζημίωση των 21 εκατ. ευρώ για το τμήμα Νεάπολη–Άγιος Νικόλαος, ο ανάδοχος (ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ) του έργου Χερσόνησος–Νεάπολη ζητά πλέον 124 εκατ. ευρώ, επικαλούμενος καθυστερήσεις λόγω έλλειψης ωριμότητας των απαλλοτριώσεων

Η υπόθεση αφορά το τμήμα του Βόρειου Οδικού Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ) από Χερσόνησο έως Νεάπολη, που υλοποιείται από την κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. Το έργο, μήκους 22,44 χιλιομέτρων, λαμβάνει παράταση 16,3 μηνών καθώς οι καθυστερήσεις στην παράδοση των απαλλοτριωμένων χώρων εμπόδισαν την πρόοδο των εργασιών.

Η αρχική ημερομηνία ολοκλήρωσης, του κυβερνητικά πολυδιαφημισμένου έργου, είχε οριστεί για τις 21 Απριλίου 2027, ωστόσο, όπως σημειώνεται στην απόφαση του Υπουργείου Υποδομών, “δεν διαπιστώθηκαν εργασίες που θα μπορούσε να εκτελέσει ο ανάδοχος για να περιορίσει τις καθυστερήσεις”, αναλαμβάνοντας εμμέσως την ευθύνη. Έτσι, το υπουργείο αποδέχτηκε το δικαίωμα του αναδόχου να ζητήσει αποζημίωση, το ακριβές ύψος της οποίας παραμένει άγνωστο, καθώς “θα οριστικοποιηθεί μετά την υποβολή όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών και την εξέτασή τους από την Αναθέτουσα Αρχή”.

Η εξέλιξη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει το υψηλό κόστος που προκαλούν οι ελλείψεις ωριμότητας στα μεγάλα έργα υποδομής. Οι καθυστερήσεις στις απαλλοτριώσεις, που δεν αποτελούν ευθύνη του αναδόχου, μεταφράζονται σε σημαντικές αποζημιώσεις προς τις εταιρείες, τις οποίες τελικά επωμίζεται το Δημόσιο.

Το έργο Χερσόνησος–Νεάπολη περιλαμβάνει:

  • 22,44 χλμ. αυτοκινητόδρομου με πλάτος οδοστρώματος 21,5 μ.
  • 9,65 χλμ. παράπλευρου και κάθετου δικτύου
  • 12 γέφυρες μονού κλάδου (1,7 χλμ.)
  • 5 σήραγγες συνολικού μήκους 6,75 χλμ.
  • 5 ανισόπεδους κόμβους

Το τμήμα αυτό αποτελεί το δεύτερο εργοτάξιο του ΒΟΑΚ που έχει ξεκινήσει κατασκευές, μετά το Νεάπολη–Άγιος Νικόλαος, όπου οι εργασίες προχωρούν. Το έργο των 14,5 χιλιομέτρων, με κόστος 186 εκατ. ευρώ, υλοποιείται επίσης από την ΤΕΡΝΑ και την ΑΚΤΩΡ και έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Η νέα διεκδίκηση των 124 εκατ. ευρώ επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της επαρκούς προετοιμασίας των μεγάλων έργων πριν από τη δημοπράτησή τους, ένα θέμα που, όπως φαίνεται, κοστίζει ακριβά στην πολιτεία και κατ’ επέκταση στους πολίτες.