Zero Motorcycles – Για πρώτη φορά ηλεκτρική μοτοσυκλέτα κατακτά το Maudes Trophy
Διανύοντας 1.760 χιλιόμετρα σε 60 ώρες και πολικές θερμοκρασίες, πάνω σε δύο DSXR/X
Από τον
Αλέξανδρο Λαμπράκη
7/12/2023
Η Zero κατάφερε να γίνει η πρώτη εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών μοτοσυκλετών που κατέκτησε το Maudes Trophy, ένα βραβείο με εκατό χρόνια ιστορίας, με δύο DSR/X και μία ομάδα 7 ατόμων.
Το Maudes Trophy ξεκίνησε από τον George Petty το 1923, όταν ο ιδιοκτήτης του συνεργείου Maudes Motor Mart στο Λονδίνο είχε την ιδέα να δημιουργήσει ένα “έπαθλο αντοχής” για μοτοσυκλέτες. Ως υπεύθυνη για τη διεξαγωγή του αγώνα σύμφωνα με τους κανόνες και την απονομή του βραβείου ορίστηκε η ACU (Auto-Cycle Union), ο διοικητικός φορέας μηχανοκίνητου αθλητισμού για μοτοσυκλέτες της Μεγάλης Βρετανίας. Το έπαθλο αυτό δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό (π.χ. τον ταχύτερο χρόνο), αλλά η ιδέα πίσω από την δημιουργία του ήταν η γενικότερη πίεση πέρα από τα όρια, είτε αυτό σημαίνει την μέση ωριαία, είτε τη μεγαλύτερη διανυθείσα απόσταση σε ένα συγκεκριμένο χρόνο, είτε γενικότερα οτιδήποτε άλλο σχετικό με την κατάρριψη κάποιου ρεκόρ ή τη θέσπιση ενός νέου. Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε το συγκεκριμένο έπαθλο είναι κυρίως για… την τιμή των όπλων, αναδεικνύοντας ωστόσο και τις δυνατότητες των αναβατών και των μοτοσυκλετών τους.
Πρώτος κατασκευαστής που πήρε το βραβείο ήταν η Norton, το μακρινό 1923, ενώ για πρώτη φορά άλλαξε χέρια το 1926 πηγαίνοντας στην επίσης βρετανική BSA. Τελευταία φορά που υπάρχει κάποια καταγραφή γύρω από το Maudes Trophy είναι το 1994. Τότε 10 Νεοζηλανδοί αναβάτες κατάφεραν μέση ωριαία πάνω από 160 χ.α.ω. στην κατηγορία Supersport 600 TT με 10 τυχαία επιλεγμένες από Βρετανούς αντιπροσώπους Yamaha FZR600, στην στοκ μορφή τους.
Τώρα, 29 χρόνια αργότερα, έρχεται η Zero να γίνει ο 11ος συνολικά κατασκευαστής που θα πάρει το Maudes Trophy και ο μόνος που δεν χρησιμοποίησε ορυκτά καύσιμα για να το καταφέρει. Η εφταμελής ομάδα, με τους αναβάτες της να αλλάζουν βάρδιες κατά την διάρκεια της προσπάθειας, ήταν οι Craig Carey-Clinch (Εκτελεστικός διευθυντής του NMC/National Motorcyclists Council), Martin Fitz-Gibbons (δημοσιογράφος μοτοσυκλέτας και συνεργάτης του Visordown) και προσωπικό από διάφορες αντιπροσωπείες της Zero στη Μεγάλη Βρετανία: Andy Dalton, Matthew Drew, Macauley Perkins και Ben Grayson. Μαζί τους θα είχαν δύο ηλεκτρικά DSR/X, που θα τους βοηθούσαν να διανύσουν τα απαιτούμενα χιλιόμετρα.
Σκοπός του τολμηρού εγχειρήματος ήταν να δοκιμαστεί η αντοχή και η αποτελεσματικότητα στην κάλυψη μεγάλων αποστάσεων των ηλεκτρικών μοτοσυκλετών, καθώς επίσης και το κατά πόσο αναπτυγμένο είναι το δίκτυο φόρτιση στο Η.Β. Η εκκίνηση δόθηκε από το Lands End ένα πρωινό Τετάρτης, με την πρώτη μέρα να κυλάει ομαλά μέχρι που έφτασαν στο ανατολικότερο σημείο της Μεγάλης Βρετανίας, το Lowestoft, που ήταν και ο τελικός τους προορισμός.
Η επόμενη μέρα όμως, δεν ήταν το ίδιο. Με κατεύθυνση βόρεια προς το Εδιμβούργο, την πρωτεύουσα της Σκωτίας, οι θερμοκρασίες άρχισαν να πέφτουν σημαντικά, ενώ στον δρόμο τους αντιμετώπισαν και σφοδρή χιονόπτωση. Αυτό τους ανάγκασε να ρίξουν τον ρυθμό τους, όμως όπως αποδείχτηκε η μπαταρία της Zero άντεξε τις ακραίες καιρικές συνθήκες και τις πρώτες πρωινές ώρες, το επταμελές πλήρωμα κατόρθωσε να φτάσει στην παγωμένη πρωτεύουσα.
Η πρόκληση για τους 7 αναβάτες και τις δύο μοτοσυκλέτες ολοκληρώθηκε την Παρασκευή, αφού πέρασαν την περιοχή Cumbria και εισήλθαν στη Βόρεια Ουαλία για το τελευταίο checkpoint στο Holyhead. Στην συνέχεια κάλυψαν άλλα 160 χιλιόμετρα μέχρι το Liverpool, όπου παρέλαβαν το Maudes Trophy από την ACU, λίγο πριν τα βραβεία της FIM, στην ίδια πόλη.
Μετά την ολοκλήρωση του δύσκολου και θαρραλέου εγχειρήματος ο Υπεύθυνος της Zero Motorcyles για το Η.Β. δήλωσε ότι ήταν ένας αγώνας αντοχής για τους αναβάτες περισσότερο, παρά για τις μοτοσυκλέτας, λόγω των θερμοκρασιών που επικρατούσαν. Μάλιστα, για να δείξει το πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα, είπε ότι ακόμα κι αν τα είχαν παρατήσει κανείς δεν θα τους κρατούσε κακία.
Όπως αποδείχτηκε το δίκτυο φόρτισης έχει αναπτυχθεί αρκετά στη Μεγάλη Βρετανία, και αυτό που λείπει είναι οι κατάλληλες εγκαταστάσεις, ειδικά για τους μοτοσυκλετιστές. Ο Craig Carey-Clinch, διευθυντής του NCU, δήλωσε ότι είναι κάτι που οι αρχές πρέπει να λάβουν υπόψη τους, προκειμένου να ενθαρρύνουν την ηλεκτρική μετάβαση, ειδικά όπου αφορά την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων, ενώ τόνισε ότι το Εθνικό Συμβούλιο Μοτοσυκλετιστών θα ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα αυτό.
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
23/10/2025
Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!
Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.
SuperSic 58 – TheLegacy Ονοματεπώνυμο: MarcoSimoncelli Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες: MatteoniRacing, MetisGilera, SanCarloHondaGresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)
Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας
Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.
Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.
Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.
Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!
Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)
Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.
Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.
Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.
Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα
Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.
Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.
Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.
Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:
“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”