Θυμίζει το βενζινοκίνητο Vivacity, αλλά είναι αμιγώς ηλεκτροκίνητο το E- Vivacity που παρουσίασε η γαλλική Peugeot στην Intermot. Οι μπαταρίες του έχουν χωρέσει κάτω από το πάτωμα και έτσι έχουν καταφέρει να κρατήσουν μεγάλο μέρος από τα χαρακτηριστικά πρακτικότητας των κλασσικών scooter.
Συγκεκριμένα έχει μείνει χώρος 35 λίτρων -αρκετός για full face κράνος- κάτω από τη σέλα, ενώ ένας επιπλέον αποθηκευτικός χώρος υπάρχει κάτω από τον προβολέα. Υπάρχουν τέσσερις επιλεγόμενες καταστάσεις λειτουργίας και συγκεκριμένα: τη Normal, μια για κίνηση με πολύ μικρές ταχύτητες, μια Eco για αυξημένη αυτονομία και όπισθεν. Η αυτονομία που υπόσχεται η εταιρεία φθάνει τα 60 χιλιόμετρα και η μέγιστη ταχύτητα τα 45 χιλιόμετρα την ώρα. Το βάρος του είναι 110 κιλά, οι τροχοί έχουν διάμετρο 13 ιντσών, η σέλα απέχει 786 χιλιοστά από το έδαφος και φρενάρει με δισκόφρενο στον εμπρός τροχό και ένα ταμπούρο για τον πίσω. Η φόρτισή του γίνεται από το δημόσιο δίκτυο. Φορτίζει πλήρως σε πέντε ώρες, ενώ φθάνει στο επίπεδο του 80% σε τρεις ώρες. Οι εξελιγμένες μπαταρίες του συνοδεύονται από εγγύηση τεσσάρων ετών ή σαράντα χιλιάδων χιλιομέτρων. Η διάθεσή του θα αρχίσει την ερχόμενη άνοιξη.
Νέο entry-level μοντέλο με δικύλινδρο σε σειρά, βασισμένο στην Aprilia RS457
Από τον
Φίλιππο Σταυριδόπουλο
1/8/2025
Η Moto Guzzi ετοιμάζει το μεγαλύτερο τεχνολογικό άλμα εκτός παράδοσης εδώ και δεκαετίες. Αντί για τον κλασικό εγκάρσια τοποθετημένο V2, η νέα της μικρή μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιεί δικύλινδρο σε σειρά 457 κ.εκ., προερχόμενο από την Aprilia, με στόχο την παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα την Ασιατική
Το καλοκαίρι του 2023 η Aprilia παρουσίασε την RS457, εξοπλισμένη με νέο δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα. Το μοτέρ αυτό γρήγορα έγινε η βάση για ολόκληρη οικογένεια μοντέλων, την RS457, την Tuono 457 και σύντομα την Tuareg 457. Όλα παράγονται στο εργοστάσιο της Piaggio στην Ινδία, διασφαλίζοντας χαμηλότερο κόστος και άμεση πρόσβαση σε αναδυόμενες αγορές.
Η Moto Guzzi, μέλος του ίδιου ομίλου (Piaggio) από το 2004, αποφάσισε να υιοθετήσει τον κινητήρα, φέρνοντας για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν έναν αιώνα έναν δικύλινδρο σε σειρά σε μοντέλο παραγωγής της. Αν και η Guzzi είχε φτιάξει εν σειρά κινητήρες τη δεκαετία του ’30, αυτοί περιορίζονταν σε αγωνιστικές εφαρμογές. Από το 1967 και μετά, η εταιρική ταυτότητα της, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον εγκάρσιο αερόψυκτο V2. Η εισαγωγή της υδρόψυξης με το V100 Mandello ήταν ήδη μεγάλο βήμα αλλά η εγκατάλειψη του V2 αποτελεί πραγματική επανάσταση.
Η νέα naked της Guzzi θα μοιράζεται τον κινητήρα και ορισμένα περιφερειακά με την Tuono 457, αλλά θα έχει ολοκληρωτικά δική της αρχιτεκτονική στηριζόμενη σε σωληνωτό ατσάλινο πλαίσιο αντί για αλουμινίου, με στόχο να προσδώσει διαφορετική γεωμετρία αναβάτη για μια πιο άνετη θέση οδήγησης αλλά και μια μια πιο παραδοσιακή σχεδίαση ρεζερβουάρ και φωτιστικών σωμάτων.
Η κατηγορία 350-500 κ.εκ. αναπτύσσεται ραγδαία, ιδιαίτερα στην Ασία. Για μικρές εταιρείες όπως η Guzzi (15.000 μονάδες ετησίως), η διείσδυση σε αυτές τις αγορές είναι ζήτημα επιβίωσης. Η παραγωγή στην Ινδία, όπως ήδη γίνεται με την Aprilia, ανοίγει τον δρόμο για οικονομικά προσιτά μοντέλα που θα μπορούν να πωλούνται τόσο σε Ασία όσο και σε Ευρώπη.
Παράλληλα, η Moto Guzzi ακολουθεί το παράδειγμα άλλων κατασκευαστών: KTM- Bajaj, Triumph-Bajaj και εργοστάσια στην Ταϊλάνδη, BMW-TVS. Όλοι προσαρμόζουν την παραγωγή τους σε μικρότερες και πιο οικονομικές μοτοσυκλέτες για να κερδίσουν μερίδιο αγοράς σε χώρες με εκρηκτική ζήτηση.
Αν και είχε ακουστεί ότι η Guzzi θα επαναφέρει το όνομα “Eldorado”, αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς ιστορικά αφορούσε μεγάλες cruiser. Μια πιο ταιριαστή επιλογή θα ήταν ίσως το “Airone”, το πρώτο μεταπολεμικό Guzzi μαζικής παραγωγής που έφερε την ελευθερία ταξιδιού σε χιλιάδες αναβάτες, ακριβώς όπως στοχεύει να κάνει και η νέα, μικρή Moto Guzzi.