Nordkapp 2017 – Από την αρχή στα δύσκολα!

Μαγική πρώτη μέρα για τον Γιώργο Πυρπασόπουλο!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/6/2017

Η παρέα των σαράντα ετερόκλητων αναβατών, διένυσαν χθες την δεύτερη μέρα του Nordkapp 2017 και την πρώτη οδηγική, κάνοντας μία είσοδο κατευθείαν στα βαθιά! Στολίστηκαν με χιονόπτωση, ομίχλη, βροχή και κρύο, μερικές φορές αυτά τα δύο σε διαστήματα τόσο κοντινά μεταξύ τους, όσο η άλλη έξοδος του τούνελ! Είναι αλήθεια πως τα τούνελ προσφέρουν μία ανάπαυλα από την μανία του καιρού, ιδιαίτερα όταν έχουν έξι χιλιόμετρα μήκος, όπως το μεγαλύτερο από αυτά που πέρασαν και εντυπωσίασε τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, που μπορούσε να το συγκρίνει μονάχα με το δικό μας, ολοκαίνουριο, στις σήραγγες των Τεμπών!

Μιλώντας αργά χθες το βράδυ με τον Γιώργο, η πρώτη ερώτηση ήταν σχετικά με την υγεία του, καθώς είχε φύγει από την Ελλάδα χωρίς να έχει ξεπεράσει μία ίωση που τον ταλαιπωρούσε και οδηγώντας μέσα από τους πάγους και σε θερμοκρασίες των 2 και 3 βαθμών, τα πράγματα σίγουρα δεν ήταν ιδανικά. Σύμφωνα όμως με τον Γιώργο, ήταν τόσο αποσβολωμένος με το τοπίο, το τόσο διαφορετικό από κάθε τι άλλο που έχει δει - και τις απίστευτες λεπτομέρειες, που είχε ξεχάσει τα πάντα! Οδηγώντας σε δρόμους με άψογη πρόσφυση, παρόλο που ήταν βρεγμένοι, με χιόνια που ακόμα δεν είχαν λιώσει, ο Γιώργος δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα περισσότερο πέρα από την μαγεία του σκανδιναβικού τοπίου, ξεχνώντας κάθε ενοχλητική λεπτομέρεια, μένοντας αφοσιωμένος στην παρατήρηση του τοπίου.

Τα πάντα γεννούσαν σχόλια, κάθε στροφή και μία νέα μικρή ιστορία, με την αναπόφευκτη σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα να είναι έντονη αυτή την πρώτη μέρα! Σε χωράφια κάθετα, όπως και εδώ σε εμάς, που σκαρφαλώνουν πλαγιές και μικρές κορυφές, το γκαζόν ήταν κομμένο και τα πάντα τακτοποιημένα. Σε μία άκρη της γης που η πρασινάδα μεγαλώνει με γοργούς ρυθμούς και το έδαφος στεγνώνει μονάχα για λίγο. Πεντακάθαροι δρόμοι σε άψογη κατάσταση που μπορεί να μαρτυρούν την ευημερία και τον πλούτο της χώρας, που είναι από τις πλέον παραγωγικές σε φυσικούς πόρους, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει και τον βαθμό οργάνωσης.

Χθες ο Γιώργος με τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες του έκανε 500 χιλιόμετρα, και βρήκε χρόνο στις στάσεις για φωτογράφιση και στα σημεία μεταφοράς με φέρι μποτ, ανάμεσα στα φιόρδ, να γνωρίσει αρκετούς από τους υπόλοιπους. Εκτός από τον Τούρκο συνταξιδιώτη, έχει αρχίσει ήδη να κάνει τις πρώτες φιλίες, ενώ είχε και αρκετό χρόνο με τον Paulo Goncalves, τον βετεράνο Πορτογάλο αγνωνιζόμενο του Dakar και σχεδόν όλων των μεγάλων Rally. Ο Paulo έκανε ένα μικρό διάλλειμα από το πρόγραμμα προετοιμασίες του και τις υπόλοιπες ασχολίες στην ομάδα της Honda και οδήγησε με τις υπόλοιπες Africa Twin δοκιμάζοντας και το DCT σε συνθήκες ταξιδιού, που δεν είχε ξανά την ευκαιρία. Ο Γ. Πυρπασόπουλος μας μετέφερε τον παρακάτω διάλογο που ήταν η αρχή της γνωριμίας τους:

  • Paulo:                   Ξέρεις εμείς, Έλληνες και Πορτογάλοι, έχουμε πολλά κοινά στοιχεία
  • Γιώργος Πυρπ:  Εννοείς, εκτός από την Τρόικα;
  • Paulo:                   (γελώντας δυνατά) Βασικά αυτό θα έλεγα
  • Γιώργος Πυρπ:  Και μετά είναι και οι φωτιές στα δάση (αναφερόμενος στην πρόσφατη τραγωδία στην Πορτογαλία)

 

Από τον χρόνο που πέρασαν μαζί ο Πυρπασόπουλος εντυπωσιάστηκε από την φιλική συμπεριφορά του Paulo Goncalves και έβγαλε το συμπέρασμα πως πρόκειται για άνθρωπο με μεγάλη υπομονή. Αφού όπως μου είπε στο τηλέφωνο: «Δεν ξέρω πώς αντέχει και πάει μαζί μας, όταν σε μερικά κομμάτια του δρόμου κινούμαστε απλά με 80km/h!» - «Φαντάσου λοιπόν ότι το παρατσούκλι του είναι Speedy, οπότε ναι. Είναι άνθρωπος με υπομονή, τον ψυχογράφησες τέλεια!»

Την πρώτη μέρα κάλυψαν 500Km επαρχιακού δρόμου, χωρισμένοι σε τρία γκρουπ, καθώς η νομοθεσία στην χώρα, όπως και σε όλες τις σκανδιναβικές και τις περισσότερες χώρες της Δ. Ευρώπης, απαγορεύει την κίνηση στο δρόμο για γκρουπ που ξεπερνούν τις 15 μοτοσυκλέτες. Ακολουθώντας τον πλοηγό, ο Πυρπασόπουλος είχε όλο τον χρόνο να αφοσιωθεί στην παρατήρηση κι έτσι χθες το βράδυ εξέφρασε την ανησυχία –αστειευόμενος- πως σήμερα που θα είναι πιο αυτόνομοι, οδηγώντας μόνοι τους εκτός γκρουπ, θα έχει πρόβλημα αυτοσυγκέντρωσης με την πλοήγηση. Παράλληλα είναι κι ένας από τους ελάχιστους στο γκρουπ χωρίς θερμαινόμενα γκριπ, κι αυτό –στις συγκεκριμένες συνθήκες πάντα- προσθέτει ένα μικρό λιθαράκι όταν μιλάμε για ολοήμερη οδήγηση σε συνθήκες ελληνικού χειμώνα!

Οι προγνώσεις δεν δείχνουν να καλυτερεύουν για σήμερα, την στιγμή που θα οδηγήσουν παραλιακά, σε έναν δρόμο που βρέχεται κυριολεκτικά από τον παγωμένο ωκεανό, αν και περιμένουμε από τώρα το σχόλιο του Πυρπασόπουλο στο τέλος της ημέρας: «ήταν τόσο όμορφα που ξεχάστηκα!»

Χθες η μέρα τους άφησε σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Ισχύει ένας μικρός κανόνας εδώ, που λέει ότι μπορείς να βγάλεις ένα μικρό συμπέρασμα για έναν λαό, αν βλέπεις τα μπάνια του σε ένα ξενοδοχείο μεσαίας κατηγορίας. Και το πρώτο πράγμα που δεσπόζει στο μπάνιο, είναι σταθερό, ευμέγεθες ανοιχτήρι για μπύρες!

 

 

 

Μια απ' τις πιο σημαντικές "μοτοσυκλέτες" της Moto Guzzi

Η κρυφή ιστορία πίσω απ' το τρίτροχο
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/2/2019

Moto Guzzi V7, η πιο αναγνωρίσιμη της εταιρείας που κατέχει το ρεκόρ του Ευρωπαίου κατασκευαστή με την μεγαλύτερη ΑΔΙΑΚΟΠΗ λειτουργία, μία μοτοσυκλέτα είδωλο για όλους τους ιταλόφιλους και όχι μονάχα τους guzzisti! Σήμερα θα πάμε στην απαρχή της ιστορίας της και θα βρούμε την βάση για έναν από τους λόγους της επιτυχίας της. Και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε με μία ελάχιστα γνωστή τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που παίζει με τα όρια που υπάρχουν με την αυτοκίνηση του σήμερα, μιας και κάποτε όλες αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο γκρίζες…

Με μια πρώτη ματιά το τρίτροχο της Moto Guzzi εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του θυμίζοντας περισσότερο αυτοκίνητο -λόγω του τιμονιού- και λιγότερο φουρκόνι όπως θα προτρέξουν πολλοί να το παρομοιάσουν, όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι τελείως ξεχωριστό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Moto Guzzi υπέγραψε μια συμφωνία με τον ιταλικό στρατό ώστε να τους κατασκευάσει ένα όχημα ικανό για να περάσει ακόμη κι απ’ τα πιο δύσβατα ορεινά μονοπάτια, μεταφέροντας συνάμα μεγάλες ποσότητες προμηθειών και χωρίς να έχει μεγάλο κόστος συντήρησης. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι της Moto Guzzi απ’ τον στρατηγό Ferruccio Garbari που ήθελε να “αποσύρει” τα μουλάρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος τα στρατεύματα για την μεταφορά εφοδίων καθώς κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου αποδείχτηκαν υπό μια έννοια ζημιογόνα, αφού όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έπρεπε να τραφούν για να αποδώσουν - και με τη τροφή να είναι περιορισμένη τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Έτσι τον Μάρτιο του 1960 μετά από έναν χρόνο εντατικών δοκιμών και τροποποιήσεων, η Moto Guzzi παρουσίασε το Autoveicolo Da Montagna (ορεινό όχημα).

Υπεύθυνος για τη δημιουργία του ήταν ο ευρηματικός μηχανικός της ιταλικής εταιρείας, Giulio Carcano. Το αρχικό του πλάνο ήταν να χρησιμοποιήσει τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κυβικών που είχαν κι άλλες μοτοσυκλέτες της εταιρείας -τόσο στρατιωτικές όσο και παραγωγής, όμως αφού αποδείχτηκε αρκετά αδύναμος τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Giulio είχε σχεδιάσει έναν αερόψυκτο δικύλινδρο V 90ο με σκοπό να τοποθετηθεί στην sport έκδοση του Fiat 500, όμως το σχέδιο ματαιώθηκε καθώς η Moto Guzzi δεν είχε τη δυνατότητα να τον παράγει στις ποσότητες που ζητούσε η Fiat. Ναι, ήταν μία ωραία εποχή που ευνοούσε τις συνεργασίες. Το γεγονός πως ήταν υπεύθυνος στη δημιουργία του Autoveicolo Da Montagna του έδωσε τη δυνατότητα να εξελίξει περαιτέρω τον κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό στα 754 κυβικά, προσφέροντας έτσι στο βαρυ σχετικά πρωτότυπο τις απαραίτητες επιδόσεις για να περνά και απ' τα πιο δύσκολα μονοπάτια. Ακόμη, ο κινητήρας είναι εφοδιασμένος με κιβώτιο έξι σχέσεων και μια όπισθεν παρέχοντας την κατάλληλη κλιμάκωση της δύναμης ώστε να ανεβαίνει μέχρι και πλαγιές με κλίση έως 31 μοίρες. Για να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε οποιοδήποτε τερέν, εφοδίασε τους πίσω τροχούς με ένα είδος ερπύστριας που μάλιστα είναι ρυθμιζόμενη ώστε να παρέχονται τα μέγιστα δυνατά επίπεδα πρόσφυσης, ενώ η μετάδοση της κίνησης γίνεται μέσω του διαφορικού.

Ακόμη ο μπροστινός τροχός παίρνει κίνηση απ’ τον κινητήρα μέσω δύο αξόνων με αποτέλεσμα να εκμηδενίζονται σχεδόν οι πιθανότητες να κολλήσει σε κάποιο μέρος στο βουνό. Όμως, το μεγαλύτερο ατού του –η αναρρίχηση στις απότομες πλαγιές- ήταν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, καθώς είχαν σκοτωθεί αρκετοί στρατιώτες την ώρα που ανέβαιναν στις πλαγιές αφού πολλές φορές αναποδογύριζε, πλακώνοντάς τους. Με την σκληρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή, συγκριτικά με την πιο εύκολα συναισθηματικά φορτισμένη δική μας, να ρίχνει βάρος και στο ίδιο το στράτευμα, καθώς δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο...

Σαν σύνολο εκπλήρωνε επιτυχώς τον στόχο του, αφού το πεδίο δράσης του δεν γνώριζε περιορισμούς -χάρη στην κίνηση στους τρεις τροχούς και τις ερπύστριες- ενώ παράλληλα το κόστος συντήρησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χρήμα αλλά αντίθετα σε χρόνο. Πράγμα που σε στρατιωτικούς όρους το καθιστούσε ασύμφορο. Έτσι οι απώλειες που είχαν προκύψει απ’ τη χρήση του και σε συνδυασμό με τη δύσκολη συντήρηση που είχε λόγω των αξόνων κίνησης οδήγησε στην διακοπή της παραγωγής της, το 1963. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδόνυμό του σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, ήταν: "Συνονθύλευμα γραναζιών".

Το εικονιζόμενο, άψογα ανακατασκευασμένο μοντέλο, προέρχεται απ’ το μουσείο The motorworld του V. Sheyanov που βρίσκεται κοντά στην Σαμάρα, βορειοανατολικά της χώρας μας κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν.

Ο Peter Moskovsskikh αναφέρει την ιστορία της μοτοσυκλέτας μέχρι να μπει στο μουσείο ως έκθεμα λέγοντας: “Την αποκτήσαμε από έναν συλλέκτη στο Rimini. Δεν ήταν σε κακή κατάσταση όμως η ολική ανακατασκευή της ήταν απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρούμε όλα τα ανταλλακτικά και όχι η διαδικασία της αναπαλαίωσης που διήρκησε έξι μήνες.” Για την ακρίβεια η αναπαλαίωση ήταν τόσο πιστή που απέκτησε ξανά μέχρι και την Beretta 38/49 που χρησιμοποιούσαν τα ιταλικά στρατεύματα στο ‘B Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και το έμβλημα του Torino Alpini του στρατιωτικού σώματος που την χρησιμοποιούσε.

Η ανακατασκευή της όμως δεν έγινε στο ρωσικό μουσείο όπως πολλοί θα πιστεύαμε αλλά πίσω στην Ιταλία, στο Cingoli, απ’ τον Costantino Frontalini ιδιοκτήτη ενός άλλου μουσείου που είναι αφιερωμένο στα sidecars.

Το τρίτροχο της Moto Guzzi έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της κίνησης που είχε και στους τρείς τροχούς καθώς και των ερπυστριών της όμως το πραγματικό μυστικό είναι ότι κρύβει μέσα της κάτι που είναι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας για την εταιρεία, τον κινητήρα της. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος διάταξης V της Moto Guzzi που χρησιμοποιήθηκε έστω και σε μοντέλο για στρατιωτική χρήση αλλά επειδή μετέπειτα θα εξόπλιζε μοντέλο - είδωλο της εταιρείας, το V7.

Ο λόγος της δημιουργίας της V7, αποσκοπούσε στο να κερδίσει η Moto Guzzi έναν διαγωνισμό που είχε ξεκινήσει η ιταλική κυβέρνηση για τον εξοπλισμό της αστυνομίας με μοτοσυκλέτες. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που η μοτοσυκλέτα του θα είχε το χαμηλότερο κόστος συντήρησης απ' τις υπόλοιπες στα πρώτα 100.000 και όπως καταλαβαίνετε η Moto Guzzi σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αντίπαλο, χάρη τη δημιουργία του Giulio Carcano. Για να τον τιμήσει έδωσε τ' όνομά του στον κινητήρα, παρουσιάζοντας έτσι τον Carcano V7Έτσι το 1964 η πρώτη V7 βγήκε στην παραγωγή διαμορφώνοντας την εικόνα της Moto Guzzi που μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη με τους εγκάρσια τοποθετημένους κινητήρες.

Αν θέλετε, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την δοκιμή της V7 II Special 2015, συνεχίζοντας την ιστορία του Carcano...

Ετικέτες