ARCH Motorcycles: Οι εξωτικές του Keanu Reeves

Από το Hollywood με αγάπη
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

10/11/2017

Η Καλιφόρνια, όπως και η Νέα Υόρκη δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις υπόλοιπες πολιτείες των ΗΠΑ. Για να καταλάβουμε την διαφορά θα πρέπει να τις βάλουμε στο μυαλό μας ως δύο διαφορετικές χώρες μέσα στην Αμερική. Η Νέα Υόρκη είναι η πύλη των ΗΠΑ προς την Ευρώπη και οι κάτοικοί της έχουν καθημερινή τριβή με ανθρώπους που κουβαλάνε διαφορετικές κουλτούρες και ιδεολογίες. Είναι η πιο κοσμοπολίτικη και εξωστρεφής πολιτεία των ΗΠΑ. Στην άλλη άκρη των ΗΠΑ είναι η Καλιφόρνια, όπου ο Ειρηνικός ωκεανός και τα ρεύματα ζεστού αέρα που φέρνει από την Ασία, δημιουργούν τέλειες καιρικές συνθήκες καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου. Εδώ έρχονται όσοι Αμερικάνοι έχουν αποκτήσει χρήματα για να τα χαρούν. Ο συνδυασμός υψηλού βιοτικού επίπεδου και καλού καιρού είναι πάντα η βάση για να ανθήσουν οι τέχνες και οι επιστήμες. Καθόλου τυχαίο λοιπόν, που στην Καλιφόρνια υπάρχει το Hollywood και η Silicon Valley.

Δηλαδή έχουμε μαζεμένους σε μία μόνο περιοχή τους κορυφαίους επιστήμονες, τους πιο διάσημους καλλιτέχνες και δισεκατομμύρια δολάρια στις τσέπες τους να κάνουν ό,τι τους αρέσει στις ηλιόλουστες παραλίες! Προφανώς αυτή είναι η ωραιοποιημένη, λίγο στερεοτυπική εικόνα, αλλά το σημαντικό εδώ είναι το μήνυμα που θέλουμε να πέρασουμε και όχι η ανάλυση του κοινωνικού ιστού της πολιτείας.

Η Arch Motorcycles είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα για το τι ακριβώς συμβαίνει στην Καλιφόρνια αυτή τη στιγμή. Ο γνωστός ηθοποιός Keanu Reeves (MATRIX, Speed κ.τ.λ.) μαζί με δύο φίλους του μηχανολόγους και σχεδιαστές αποφάσισε πριν μερικά χρόνια να φτιάξει μια δική του εταιρεία κατασκευής custom μοτοσυκλετών. Τέτοιου είδους εταιρείες υπάρχουν άπειρες στις ΗΠΑ, όμως η διαφορά της Arch ήταν ότι οι ιδρυτές της ήθελαν μια κανονική εταιρεία, που οι μοτοσυκλέτες της να πληρούν τις κρατικές και πολιτειακές προδιαγραφές. Αυτό είναι απίστευτα δύσκολο, καθώς κάθε μία από τις 52 πολιτείες των ΗΠΑ έχει δικούς της ξεχωριστούς νόμους. Πέρσι κατάφεραν οι μοτοσυκλέτες τους να περνούν με άνεση τις προδιαγραφές όλων των πολιτειών.

φωτοφραφίες από την παρουσίαση της εταιρίας στην EICMA / ΜΟΤΟ - Θανάσης Κουτσογιάννης

Φέτος αποφάσισαν να κάνουν απόβαση στην Ευρώπη, ακολουθώντας το ίδιο ακριβώς σκεπτικό. Έτσι τα τρία νέα μοντέλα που παρουσίασαν στην έκθεση του Μιλάνου καλύπτουν τις προδιαγραφές Euro 4. Είναι η πρώτη φορά που ένα αερόψυκτος V2 με ωστήρια και 2023 κυβικά περνάει τόσο αυστηρές προδιαγραφές θορύβου και ρύπων.

Ποιες είναι όμως οι ιδιαιτερότητες των μοτοσυκλετών της Arch;

Αν σκεφτείς ότι ο κάθε κύλινδρος έχει 1010,5 κυβικά εκατοστά, σε πιάνει μια ανατριχίλα αλλά έχουμε δει και στο παρελθόν τέτοιου κυβισμού αμερικάνικους V2 από την S&S.

Η μεγάλη διαφορά των Arch βρίσκεται στον τρόπο κατασκευής του πλαισίου και του υπόλοιπου “σώματος” της μοτοσυκλέτας, καθώς επίσης και στην χρήση hi-end περιφερειακών εξαρτημάτων και υλικών. Όμως το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι τα αλουμινένια τμήματα του πλαισίου/υποπλαισίου που σκαλίζονται στο CNC.

Σας θυμίζει κάτι αυτό; Τα μεγάλα μυαλά συναντιούνται, συμβαίνει σε κάθε τομέα, και φέτος μία ακόμη μοτοσυκλέτα ήταν στην EICMA κατασκευασμένη σε CNC.. η Ελληνική EXOTICA της DNA, η DCR-017! Αν το χάσατε, εδώ η πλήρης παρουσίασή της, με τις πρώτες αποκλειστικές λεπτομέρειες από την οδήγησή της.

Το νέο μοντέλο KRGT-1 είναι το πιο “προσιτό” στη γκάμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι φτηνό… Έχει ζάντες Carbon, αναρτήσεις της Ohlins και ακτινικές εξαπίστονες δαγκάνες.

Ο ιδιοκτήτης μπορεί να επιλέξει οποιοδήποτε χρώμα ή γραφικά θέλει. Επίσης διατίθεται με δύο διαφορετικές θέσεις οδήγησης, είτε “σπορ” με τα μαρσπιέ πίσω, είτε “power cruiser” με τα μαρσπιέ εμπρός.

Το κορυφαίο μοντέλο της “κανονικής” γραμμής παραγωγής για φέτος, ονομάζεται 1S.

Εδώ έχουμε εντελώς διαφορετικό υποπλαίσιο και ρεζερβουάρ, όπου η χρήση διακοσμητικών carbon είναι πολύ μεγαλύτερη. Η τάπα του ρεζερβουάρ είναι κριμένη πίσω από έναν περίτεχνο μηχανισμό και το μεγαλύτερο τμήμα του ρεζερβουάρ είναι καλυμμένο με φύλλα carbon. Για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα της βάζει μονόμπρατσο ψαλίδι με carbon ζάντες της BST.    

Όμως το αστέρι της Arch για το 2018 είναι το περιορισμένης παραγωγής Method 143.

Μόνο 23 αντίτυπα αυτής της μοτοσυκλέτας θα πατήσουν τους τροχούς τους στο δρόμο.

Η κύρια διαφορά της από τις υπόλοιπες αδερφές της είναι το carbon εμπρός τμήμα του πλαισίου. Φυσικά το υποπλαίσιο και το “κουστούμι” είναι αλουμίνιο σκαλισμένο σε CNC που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της εταιρείας. Στα hi-light είναι το CNC μονόμπρατσο ψαλίδι που κατασκευάζει η Suter για λογαριασμό της Arch (έπιασαν τόπο οι βόλτες του Keanu Reeves στα paddock των MotoGP…) με κάλυμμα carbon, τα αεροδυναμικά καλύμματα carbon στα καλάμια του Ohlins και η αντικατάσταση των οργάνων από ένα Smartphone.

Η τελευταία αυτή ιδέα είναι φανταστική και μακάρι να την αντιγράψουν οι υπόλοιποι κατασκευαστές, αφού θα μπορείς να έχεις στη μοτοσυκλέτα σου (μέσω App) οποιαδήποτε ένδειξη και γραφικά θέλεις. Άσε που θα βγάζουν ψωμάκι και οι προγραμματιστές πουλώντας εφαρμογές…

Όμως δεν τελειώσαμε με το Method 143 ακόμα. Ο V2 κινητήρας του έχει 311 κυβικά παραπάνω (1150 κυβικά ο κάθε κύλινδρος!) και οι carbon ζάντες της BST είναι ειδικά σχεδιασμένες για αυτή τη μοτοσυκλέτα. Όσοι έχετε χοντρά πορτοφόλια και το όνομά σας είναι μέσα σε όλες τις λίστες που αφορούν τα σκάνδαλα με offshore εταιρείες, μπορείτε να δώσετε την παραγγελία σας στο ακόλουθο τηλέφωνο ή μέσω e-mail:   Call (310) 675-2724 or email [email protected]

 

Ετικέτες

Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!