ΔΟΚΙΜΗ: Ducati Scrambler Icon (2015-2018)

Το Scrambler της έριδος
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

20/9/2018

 

Το 2015 η Ducati μπήκε στο χορό των neoretro, δημιουργώντας μια ολόκληρη σειρά μοντέλων υπό την ονομασία Scrambler. Μάλιστα για να τονίσει ακόμα περισσότερο πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει αυτή την κατηγορία, παρουσίασε τα Scrambler ως ξεχωριστή μάρκα σε σχέση με την Ducati. Εμείς οδηγήσαμε πρώτα την έκδοση Scrambler κι αυτές είναι οι εντυπώσεις που μας είχε αφήσει τότε:  

Ελάχιστες είναι οι φορές που μια μοτοσυκλέτα διχάζει τόσο πολύ το κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση του Ducati Scrambler έχουμε το εξής πεδίο διαφωνίας: πρόκειται για ένα  fashion icon ή για μια πραγματική μοτοσυκλετιστική αξία; Μην προσπαθήσετε να δώσετε την απάντηση με τη λογική του άσπρου-μαύρου. Εδώ το γκρι έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία κι από τις πενήντα αποχρώσεις του μαζί

Από τη μια μεριά, μέσα σε μια εβδομάδα ήταν δύσκολο να συντελεστεί στιλιστική μεταμόρφωση. Τα γένια δεν θα προλάβαιναν να μεγαλώσουν τόσο πολύ και η παρουσία φράντζας στη δική μου περίπτωση είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η γκαρνταρόμπα μου θα έχριζε ριζικής ανανέωσης και τα χίπστερ-στέκια μου είναι δυστυχώς άγνωστα.

Από την άλλη, γιατί θα έπρεπε κάποιος να ακολουθήσει της επιταγές του τμήματος μάρκετινγκ της Ducati για να οδηγήσει το Scrambler; Επειδή μια παρέα πέντε ατόμων συνέδεσε τη χίπστερ τάση με την αναβίωση του ιστορικού ονόματος στα διαφημιστικά φυλλάδια και στα βίντεο που συνοδεύουν την προώθηση του μοντέλου, θα πρέπει να ανήκει σ' αυτή την "κουλτούρα" για να το ευχαριστηθεί; Μήπως το Scrambler τείνει να γίνει δημοφιλές για τους λάθος λόγους κι όχι γι' αυτό που πραγματικά είναι; Και εν τέλει, τι είναι αυτό που ουσιαστικά μετράει σε μια τέτοια μοτοσυκλέτα; Το στιλ ή αυτό που προσφέρει; Αρνούμενος να φτιάξω ρεβέρ στα τζιν μου, να γεμίσω την ντουλάπα μου με καρό πουκάμισα και να μείνω αξύριστος, αποφάσισα να εξερευνήσω την δεύτερη πτυχή του προβληματισμού αναζητώντας την αλήθεια μέσα στις αερόψυκτες πιστονιές του δικύλινδρου "L", αντί στην δημιουργία ενός κατάλληλου image.

Φτιαγμένο να αρέσει

Το Scrambler είναι ένα ιστορικό όνομα για την Ducati, αντιπροσωπεύοντας μια ολόκληρη οικογένεια μοτοσυκλετών της δεκαετίας του '60 και το '70, φτιαγμένες κατόπιν ειδικής απαίτησης του τότε Αμερικανού dealer της φίρμας, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επέλαση των αντίστοιχων βρετανικών χωματερών μοτοσυκλετών στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Σήμερα, η σχέση του σύγχρονου Scrambler με αυτήν την παράδοση είναι μόνο… το όνομα. Τώρα, έχουμε να κάνουμε με μια entry level μοτοσυκλέτα που με το άλλοθι της κληρονομιάς φιλοδοξεί να μεταφέρει μια "μυρωδιά" από Ducati στους αμύητους. Τυλιγμένο σε ένα νέο-ρετρο-χίπστερ περιτύλιγμα, προσφέρει τις βασικές αξίες που πρεσβεύει η ιταλική εταιρεία, ποντάροντας από τη μια μεριά στην απλότητα της κατασκευής και από την άλλη στην οικογενειακή ταυτότητα που φιλοδοξεί να δημιουργήσει η σειρά των Scrambler με όλη την προίκα που τη συνοδεύει.

Ο σχεδιασμός της μοτοσυκλέτας δανείζεται μεν στοιχεία από το παρελθόν, που πιο πολύ έχουν να κάνουν με την λιτότητα του εξοπλισμού, αλλά από την άλλη διαθέτει και τη σύγχρονη θεώρηση για το τι σημαίνει απλό και λιτό. Το Icon, που είναι η πιο βασική από τις τέσσερις εκδόσεις, διαθέτει και τις λιγότερες επεμβάσεις από το εργοστάσιο προσφέροντας μια αρκετά ικανοποιητική βάση για customizing. Οι χυτές αλουμινένιες ζάντες δεν είναι ίσως από τα στοιχεία που κρατούν δεσμούς με την παράδοση, ούτε και το ψαλίδι-μπανάνα που θυμίζει περισσότερο τα αντίστοιχα των Kawasaki ER-6. Το όμορφο και απλό σε σχεδιασμό ρεζερβουάρ είναι αυτό που ουσιαστικά διαμορφώνει και όλη τη μορφή του Scrambler, καθώς με την αντικατάσταση των δύο μεταλλικών καπακιών που έχει εκατέρωθεν (η Ducati προσφέρει πολλές επιλογές στο συγκεκριμένο θέμα) δίνει και διαφορετικό στιλ. Το πλαίσιο δεν είναι το κλασικό χωροδικτύωμα που γνωρίζουμε, αλλά μια πιο βασική έκφανση της συγκεκριμένης μεθόδου που χρησιμοποιεί τον αερόψυκτο V-2 ως ενεργό μέλος του. Το υπόλοιπο σύνολο ολοκληρώνεται από ένα μικροσκοπικό φτερό εμπρός, το τιμόνι, τη σέλα, την επίσης μικροσκοπική ουρά και τις αναρτήσεις. Διαθέτει δηλαδή τα απολύτως απαραίτητα δομικά στοιχεία που χρειάζεται για να χαρακτηρισθεί ως μοτοσυκλέτα. Δεν υπάρχει τίποτε περιττό επάνω του, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις –όπως αυτή του ψηφιακού οργάνου- μάλλον οι σχεδιαστές του Scrambler το έχουν παρακάνει. Μάλιστα, το συγκεκριμένο όργανο αποτελεί και μια από τις λίγες παραφωνίες, καθώς η επιλογή για μόνο ψηφιακές ενδείξεις (που οι μισές δεν είναι και ευανάγνωστες) καταγράφεται ως φάουλ, ενώ από την άλλη, o στρογγυλός προβολέας με τα led φώτα θέσης περιμετρικά δίνει έναν πόντο στην σχεδιαστική ομάδα του Scrambler.

Οι μικρές συνολικές διαστάσεις της μοτοσυκλέτας, συνηγορούν κι αυτές –όσο και αν ακούγεται παράξενο- στο να γυρίσουν τα βλέμματα πάνω της. Ήταν από τις λίγες φορές με μοτοσυκλέτα δοκιμής, που σχεδόν σε κάθε φανάρι σταματούσε κάποιος δίπλα μου να με ρωτήσει γι' αυτήν. Το Scrambler εντυπωσιάζει χωρίς να είναι εντυπωσιακό! Εμφανισιακά ξεχωρίζει γι' αυτήν ακριβώς τη απέριττη εμφάνιση που διαθέτει και ο ήχος που απελευθερώνει το κοντό τελικό που βγαίνει κάτω από τον κινητήρα στη δεξιά μεριά –άλλη μια σχεδιαστική γέφυρα… γκρεμισμένη με το παρελθόν- βοηθά στο να γυρίσουν και όσα κεφάλια αντιστέκονταν στην εικόνα του.

Μπρος στα κάλλη…

Το ποια θα είναι η αρχική εντύπωση που αποκομίζει κάποιος με το που θα βρεθεί πάνω στη σέλα του Scrambler, εξαρτάται και από το εμπειρικό υπόβαθρο που διαθέτει. Για παράδειγμα, οι μη έχοντες σημείο αναφοράς, οι αναβάτες δηλαδή της κατηγορίας "entry level-αρχάριος", θα σταθούν στην ευκολία με την οποία πατούν τα δύο πόδια σταθερά στο έδαφος και το μικρό βάρος που αντιλαμβάνεσαι αμέσως μόλις κλείσει το πλαϊνό σταντ. Οι πιο έμπειροι από την άλλη, θα ξεκινήσουν την κριτική με το πολύ ψηλό τιμόνι που ανεβάζει τους αγκώνες… στ' αυτιά. Η αλήθεια είναι ότι το χαμηλό ύψος σέλας και το φαρδύ και πολύ ψηλό τιμόνι, αρχικά ξενίζουν. Η επιλογή του χαμηλότερου τιμονιού της έκδοσης "Full Throttle" είναι σαφώς πιο ορθολογιστική και είναι απορίας άξιο γιατί δεν προτιμήθηκε σε όλες τις εκδόσεις του Scrambler.

Το μεγαλύτερο ύψος δεν συνεπάγεται και καλύτερο μοχλό, ούτε νομίζω ότι θα διευκολύνει περισσότερο όλους αυτούς που ονειρεύονται να το οδηγούν όρθιοι ντριφτάροντας στους χωματόδρομους. Ακόμη κι αν ήμασταν διατεθειμένοι να παραβλέψουμε σχεδιαστικά ατοπήματα για χάρη του στιλ, η αλήθεια είναι ότι και στιλιστικά το χαμηλότερο τιμόνι θα ήταν προτιμότερο. Σε ό,τι αφορά την υπόλοιπη διαμόρφωση της θέσης οδήγησης, τα μαρσπιέ τοποθετούν τα πόδια ψηλά και σχετικά πίσω, η σέλα σε βάζει "μέσα" στην μοτοσυκλέτα και το στενό ρεζερβουάρ επιτρέπει στα γόνατα να "εγκλωβίσουν" το Scrambler. Το αποτέλεσμα είναι ότι το δικύλινδρο της Ducati εκτελεί άμεσα τις εντολές του αναβάτη του και η παραμικρή μετατόπιση του βάρους του σημαίνει ταυτόχρονη αλλαγή της κατεύθυνσης. Το φαρδύ τιμόνι προσφέρει πολύ καλό έλεγχο, και μέσα στην κίνηση το Scrambler ελίσσεται με απίστευτη ευκολία και χάρη, ενώ και το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού βοηθά τα μάλα στο ασφυκτικό περιβάλλον της πόλης.

Ο μπροστινός τροχός των 18'' σε συνδυασμό με το ελαστικό της Pirelli MT60RS (έστω και αν κατασκευάζεται στην Κίνα), εμπνέει σιγουριά και αφήνει αρκετά περιθώρια ασφαλείας σε γλιστερούς δρόμους και σαμαράκια που ξεφυτρώνουν στην μέση του πουθενά, με τα γλιστρήματα να αποτελούν άγνωστη έννοια για το Icon. Το θέμα όμως δημιουργείται όταν κληθεί να επέμβει και η μπροστινή ανάρτηση. Η λειτουργία του πιρουνιού των 41mm είναι λάθος, καθώς οι αποσβέσεις δεν λειτουργούν σωστά, με αποτέλεσμα να είναι μεν αρκετά σκληρό σε αίσθηση, αλλά από την άλλη να βυθίζεται χωρίς προοδευτικότητα –και χωρίς, πάντως, να τερματίζει- επηρεάζοντας την ισορροπία της μοτοσυκλέτας και αφαιρώντας πόντους από την άνεση. Είναι από τις πιο εμφανείς προσπάθειες να διατηρηθεί το κόστος χαμηλά, γεγονός που έχει αντίκτυπο και στην συμπεριφορά του. Όσο δεν υπάρχει κάτι που θα απαιτήσει το φιλτράρισμα του πιρουνιού, όλα βαίνουν καλώς και υποδειγματικά. Μόλις όμως παρουσιαστεί η ανάγκη για την συνδρομή του μπροστινού, τα πράγματα γίνονται δύσκολα…

Αντίστοιχα και το αμορτισέρ πίσω, το οποίο δεν συνδυάζεται με μοχλικό αλλά εδράζεται απευθείας στο ψαλίδι, δεν καταφέρνει να σώσει την κατάσταση αν και οι αποσβέσεις του είναι λίγο πιο σφιχτές σε σχέση με του μπροστινού. Η προοδευτικότητα είναι κι εδώ λέξη άγνωστη και η άνεση πάει περίπατο. Δυστυχώς σε αυτό δεν βοηθά και η μαλακή σέλα με το λίγο αφρώδες, καθώς μετά από μισή ώρα οδήγησης αισθάνεσαι ότι τα μαλακά σου μόρια έχουν πάρει το σχήμα του υποπλαισίου.

Ζωηρή… ηρεμία

Το "καλό χαρτί" όμως του Scrambler, είναι ο αερόψυκτος V-2 90° που έχει θητεύσει σε αρκετά μοντέλα της Ducati, με πιο πρόσφατα τα Monster 796 και Hypermotard 796 και πλέον αποτελεί τον "τελευταίο των Μοϊκανών" σε ό,τι αφορά τους αερόψυκτους κινητήρες για το ιταλικό εργοστάσιο. Βέβαια, ο συγκεκριμένος κινητήρας έχει δεχθεί σημαντικές αλλαγές προκειμένου να ταιριάξει με τον χαρακτήρα του Scrambler, όπως το διαφορετικό προφίλ εκκεντροφόρων και ένα σώμα ψεκασμού διαμέτρου 50mm, αντί για τα δύο των 45mm που είχαν τα Monster και Hypermotard. Ο λόγος είναι προφανής: η πιο ήπια απόδοση και η πιο φιλική προσωπικότητα, ιδιαίτερα για τους λιγότερο έμπειρους αναβάτες. Αυτό μεταφράζεται σε 12 άλογα που απέδρασαν από τον "στάβλο" και ένα χιλιογραμμόμετρο ροπής που χάθηκε στην πορεία, αλλά σε αντιστάθμισμα έχουμε πιο γραμμική απόδοση και προοδευτική παροχή της δύναμης. Χαμηλά το σκορτσάρισμα απουσιάζει, αλλά από την άλλη δεν πρόκειται για έναν κινητήρα με αγχολυτικές πιστονιές για ράθυμα cruising στην παραλιακή. Οι ήρεμες βόλτες θέλουν έναν πιο σβέλτο ρυθμό και ο κινητήρας θέλει στροφές για να ξεδιπλώσει τις αρετές του. Στις μεσαίες και ψηλές στροφές η ροπή είναι ικανή να καταργήσει τις συχνές αλλαγές των ταχυτήτων, οι οποίες γίνονται θετικότατα χάρη στην πολύ καλή λειτουργία του κιβωτίου, αφού από τις 2.200 στροφές και πάνω υπάρχει περισσότερο από το 70% της ροπής διαθέσιμο, και το Scrambler αποκτά μια ροή που βοηθά και τις αναρτήσεις να λειτουργούν πιο ανθρώπινα. Το θετικό με το Scrambler είναι ότι αυτή την ροή, δεν χρειάζεται πολύ και ανοιχτό χώρο για να την εκμεταλλευτεί. Είτε είναι σε κάποιο στενό στροφιλίκι είτε η κίνηση μέσα στην πόλη το επιτρέπει, το δικύλινδρο της Ducati έχει τον συνδυασμό του σωστού ζυγίσματος και των γεμάτων μεσαίων στροφών –με την βοήθεια και των εξαιρετικών ελαστικών- για να προσφέρει απολαυστική οδήγηση… τουλάχιστον μέχρι να διαμαρτυρηθούν τα μαλακά μόρια.

Όταν όμως δεν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες, τότε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος άλλες παράμετροι που βγαίνουν στην επιφάνεια και μπορεί να προβληματίσουν τον αναβάτη. Κατ' αρχήν, η απότομη λειτουργία του συμπλέκτη στις εκκινήσεις, δεν είναι αυτό ακριβώς που θα έψαχνε ένας λιγότερο έμπειρος αναβάτης, ενώ η θέση του λεβιέ του φρένου που αναγκάζει το δεξί πόδι σε μια περίεργη στάση-διάστρεμμα για να τον πατήσει σε συνδυασμό με την αρκετή θερμότητα που βγάζει ο κινητήρας, κάνουν επιτακτική την προστασία του αστραγάλου με μποτάκι, ακόμη και το καλοκαίρι. Το σημαντικότερο όμως είναι η σχετικά υψηλή κατανάλωση, καθώς η μέση τιμή της φτάνει τα 6,9 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, ενώ αν σας "γαργαλάει" ο δεξιός καρπός, τα 7,3lt/100km τα έχετε στο τσεπάκι. Αυτό είναι ένα θέμα που στις επερχόμενες τυχόν αλλαγές για να καλυφθούν οι προδιαγραφές Euro4 (τώρα καλύπτει τις Euro3, αλλά στο μέλλον ίσως θα πρέπει να περάσει στην υγρόψυξη), οι μηχανολόγοι της Ducati θα πρέπει να το κοιτάξουν με προσοχή.

Στιλ και άγιος ο Θεός

Παρά το lifestyle περιτύλιγμα και όλα τα ωραία που περιγράφουν τα διαφημιστικά φυλλάδια και βίντεο, το Scrambler είναι μια μοτοσυκλέτα καθαρά για αστική χρήση. Η προστασία από τον αέρα είναι ανύπαρκτη –αν και μέχρι τα 130 χιλιόμετρα την ώρα ο αέρας δεν αποτελεί πρόβλημα- για τουριστικές ανέσεις για μακρινές βόλτες και ταξίδια ούτε λόγος, ενώ η στιλιστική του άποψη δεν προσφέρει ούτε καν γαντζάκια για ιμάντες και χταπόδια για να μπορέσει να δεθεί ένας σάκος.

 

Το Scrambler είναι ταγμένο στην urban φιλοσοφία και εκεί είναι που παίζει εντός έδρας, άντε και στο κοντινό περιαστικό περιβάλλον προς αναζήτηση μιας απολαυστικής διαδρομής.

 

Μην σας μπερδέψει, επίσης, το όνομα του Scrambler, γιατί στο χώμα δεν πρόκειται να σας δώσει κανένα πλεονέκτημα απέναντι σε μια οποιαδήποτε street μοτοσυκλέτα. Τα περιθώρια που αφήνουν τα ελαστικά της Pirelli, καταργούνται από την αδυναμία των αναρτήσεων να ανταπεξέλθουν σε οτιδήποτε πιο απαιτητικό από την καλοστρωμένη άσφαλτο. Θα περάσει από παντού, αλλά μέχρι εκεί.

Από την άλλη, όταν δεν του ζητηθούν πράγματα παραπάνω από αυτά που μπορεί να προσφέρει, θα ανταμείψει τις ρεαλιστικές προσδοκίες του ιδιοκτήτη του με μια ομοιογενή συμπεριφορά. Οι λειτουργίες γίνονται απροβλημάτιστα, ο μαλακός συμπλέκτης δεν πρόκειται να δημιουργήσει πρόβλημα ποτέ, ομοίως τα χειριστήρια και οι διακόπτες δεν θα αποτελέσουν εστία κριτικής –πέρα από την ποιότητά του που θυμίζουν τους αντίστοιχους ξεπερασμένων των γιαπωνέζικων μοτοσυκλετών της δεκαετίας του '80- ενώ και τα φρένα του Scrambler αποδίδουν όπως πρέπει σε όλες τις συνθήκες. Προοδευτικό δάγκωμα και δυνατό φρενάρισμα, τα οποία μάλιστα πέτυχαν εξαιρετικές επιδόσεις στις αντίστοιχες μετρήσεις, παρά την σχετικά "άγαρμπη" λειτουργία του ABS στα οριακά φρεναρίσματα.

Το Scrambler της Ducati, λοιπόν, διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να αφήσει το στίγμα του, όχι για τους λάθος λόγους του lifestyle και της εικόνας, αλλά για αυτά που μπορεί να προσφέρει ως μοτοσυκλέτα.

 

Το μείζον θέμα αφορά την τιμή του, η οποία είναι τουλάχιστον 1.500 ευρώ υψηλότερη από αυτό που θα έπρεπε. Κοντά στα 9.050 ευρώ που κοστίζει η συγκεκριμένη έκδοση του Icon (το κόκκινο για κάποιο λόγο κοστίζει 150 ευρώ φθηνότερα) υπάρχουν πολλές μεγαλύτερες και με πιο ευρύ φάσμα δυνατοτήτων μοτοσυκλέτες, ενώ στην ίδια κατηγορία επιδόσεων, κυβισμού και χρήσης υπάρχουν προτάσεις κατά πολύ φθηνότερες. Στην περίπτωση του Scrambler (μάλιστα, οι υπόλοιπες εκδόσεις κοστίζουν 10.650 ευρώ) φαίνεται πως το ακριβότερό του "εξάρτημα", είναι το image…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ        Ducati Scrambler Icon (Yellow)

Αντιπρόσωπος:

Kosmocar Α.Ε.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2100

Ύψος (mm):

1150

Μεταξόνιο (mm):

1445

Ύψος σέλας (mm):

790

Ίχνος (mm):

112

Γωνία κάστερ (˚):

24

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

650

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

560

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

930

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

440

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

188

(χωρίς καύσιμο: 178,25)

Πίσω

51,4

Εμπρός

48,6

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

1%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο, σωληνωτό, χωροδικτύωμα

Πλάτος (mm):

845

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

186

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, αερόψυκτος, δικύλινδρος L, desmo με 2Β/Κ και 2ΕΕΚ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

88 x 66

Χωρητικότητα (cc):

803

Σχέση συμπίεσης:

11:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

75 / 8250

Ροπή (kg.m/rpm):

6,9 / 5750

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

93,4

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός με σώμα 50mm

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Ξηρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Με γρανάζια / 1,850

Τελική μετάδοση / σχέση:

Με αλυσίδα / 3,066

 

Σχέσεις

1η

2,461

2α

1,666

3η

1,333

4η

1,130

5η

1,000

6η

0,923

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

2,0

16

0-100

4,6

72

0-150

10,2

272

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

13,2

162,4

0-1.000

25,6

177,2

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

5,4

175

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

4,4/74

5,4/90

 

80-120

4,2/117

5,2/145

6,4/179

120-160

 

8,2/326

8,8/349

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,4

53

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

2,48

Πραγματικά

2,90

3,05

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Αμορτισέρ Kayaba χωρίς μοχλικό

Διαδρομή (mm):

150

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

5,5 x 17''

Ελαστικό:

180/55 R17 Pirelli MT60RS

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 245mm με δαγκάνα ενός εμβόλου και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακό όργανο με ενδείξεις για ταχύτητα, στροφές, ώρα, ολικό χιλιομετρητή, δύο μερικούς χιλιομετρητές, θερμοκρασία περιβάλλοντος, ABS και ενδεικτικές λυχνίες για κόφτη, νεκρά, φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, ρεζέρβα

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

150 / 41

Ρυθμίσεις:

-

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,00 x 18''

Ελαστικό:

110/80 R18 Pirelli MT60RS

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 330mm με ακτινική δαγκάνα τεσσάρων εμβόλων και ABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

61,6 / 8.400

Ροπή (kg.m/rpm):

5,5 / 7.400

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

Κόφτης:

9.200

Μέγιστη ισχύς:

8.400

 

 

1η

78

2α

116

3η

144

4η

170

5η

193

6η

209

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

6,9

Ελάχιστη

6,3

Μέγιστη

7,5

Αυτονομία (km):

188,4

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

13 / -

         

 

Yamaha R6 (2002-2006): Αρχείο περιοδικού ΜΟΤΟ

Χορογραφία ενός σικέιν
27/6/2019

καινούργια και άκρως απαιτητική και τεχνική πίστα της Almeria , αποτελούσε την ιδανική επιλογή των εργοστασίων για να παρουσιάσουν τα νέα supersport μοντέλα τους. Οι συγκυρίες ήρθαν έτσι που η παρουσίαση της δεύτερης γενιάς του Yamaha R6, έγινε μόλις δύο εβδομάδες μετά την παρουσίαση του Ducati 749/S. Ως εκ τούτου βιώσαμε ένα deja vu, αφού δεν μείναμε μόνο στο ίδιο ξενοδοχείο της περιοχής αλλά και στο ίδιο δωμάτιο! Έτσι, οι συγκρίσεις μεταξύ των supersport της Ducati και της Yamaha ήταν πιο εύκολο να γίνουν, ενώ μέσα από αυτά τα άρθρα μπορείτε να δείτε τις διαφορές των supersport του τότε με το τώρα, καθώς στο τεύχος του Ιουλίου του ΜΟΤΟ που κυκλοφορεί τώρα στα περίπτερα, φιλοξενούμε την παρουσίαση του Kawasaki ZX-6R 2019!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Χορογραφία ενός σικέιν

Τα δάχτυλα δυσκολεύονται να εκτελέσουν την απαιτούμενη αλληλουχία κινήσεων πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. Ούτε καν δυο ώρες δεν έχουν περάσει από την οδήγηση του νέου R6, και οι ορμόνες που γέμισαν για ένα εξάωρο το αίμα δεν λένε να καταλαγιάσουν. Φταίει ο "χορός", αυτό το αλισβερίσι με τη δύναμη και την ισορροπία των μαζών, που οι άνθρωποι της Yamaha προσομοίωσαν με ένα τανγκό, το οποίο και πλημμύρισε τις αισθήσεις και το πνεύμα…

Εδώ και τέσσερα χρόνια, από τον 1998 που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το R6, έχει γίνει ταυτόσημο της υστερίας, των επιδόσεων, του μοτοσυκλετιστικού "υποτροπιασμού", και ό,τι άλλου έχει να κάνει μ’ αυτό που πλησιάζει την απόλυτη μοτοσυκλετιστική νιρβάνα. Μέσα σ’ αυτή την τετραετία, βελτιωτικές και αναβαθμιστικές κινήσεις έχουν σημαδέψει τη σύντομη πορεία του, έχοντας πάντα τον ίδιο στόχο, να το ενισχύσουν ακόμα περισσότερο ώστε να κάνει αυτό που κλήθηκε από την αρχή να κάνει: να φέρει την αγωνιστική αίσθηση των GP στο δρόμο.

Τα νερά στην κατηγορία όπου παίζει το R6, όμως, ποτέ δεν έμειναν στάσιμα. Αντιθέτως, περισσότερο έμοιαζαν με χείμαρο, παρά με λίμνη. Φέτος ο χείμαρος αυτός παρέσυρε τα πάντα, και τα δεδομένα άλλαξαν εντελώς, με το σύνολο των ανταγωνιστών –πλην της Suzuki– να "κατεβάζουν" στο τραπέζι των supersport τους νέους τους άσους. Η Yamaha απαντά σ’ αυτή την πρόκληση με έναν χορό, τον "χορό με τη δύναμη", κι αυτό που μετράει δεν είναι το πόσο δυνατά πατούν τα πόδια, αλλά η χάρη κι ο απόλυτος έλεγχος, τα οποία και συνθέτουν την όλη μαγεία των κινήσεων.

Άλλο πράγμα

Όσοι προσπαθήσουν να βρουν ομοιότητες ανάμεσα στο παλιό και στο νέο R6, πέρα από την πολύ βασική αρχιτεκτονική δομή, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να σπαταλήσουν τον χρόνο τους. Η ανανέωση ξεκινά από τα έγκατα και φτάνει μέχρι την επιφάνεια, δίνοντας ουσιαστικά στην επικαιρότητα μια νέα μοτοσυκλέτα. Ούτως ή άλλως, όταν ο στόχος είναι "μια μοτοσυκλέτα που ακολουθεί αυτή τον ρυθμό του αναβάτη, κι όχι το αντίστροφο" (διά στόματος Yoshikazu Koike, project leader του R6), τότε δεν έχεις και πολλά στοιχεία που μπορείς να θεωρήσεις δεδομένα.

Ο ιδιόμορφος αυτός χορός για τον οποίο κάνει λόγο η Yamaha, ουσιαστικά εκτελείται μέσα σε… 20 μέτρα το πολύ, και εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Τόση απόσταση καταλαμβάνει ένα σικέιν που απαιτεί μια πολύπλοκη ακολουθία κινήσεων, οι οποίες συμβαίνει να εκφράζουν απόλυτα το πνεύμα της εταιρείας. Με λίγα λόγια, η καινούργια μοτοσυκλέτα θα πρέπει να διαθέτει ταυτόχρονα "κοφτερή" συμπεριφορά αλλά και σταθερότητα, στοιχεία χρήσιμα στην είσοδο του σικέιν. Χρειάζεται απόλυτο έλεγχο ακόμη και σε οριακές κλίσεις και αμεσότητα στη συμπεριφορά για τις γρήγορες εναλλαγές των κλίσεων μέσα στην "καρδιά" της διαδικασίας, ενώ η έξοδος απαιτεί άμεση απόκριση στο γκάζι, απόλυτο έλεγχο της δύναμης και γραμμικά παρεχόμενη δύναμη στη χαμηλή μπάντα των στροφών. Αν νομίζετε ότι πρόκειται για στοιχεία αντιφατικά μεταξύ τους και ουτοπικά, ευτυχώς στη Yamaha δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο.

Ξεκινώντας από τις θεμελιώδεις αρχές του μοτοσυκλετισμού, η πρώτη κίνηση έγινε στο όνομα της… Αγίας Ιπποδύναμης. Η αχόρταγη ρουφήχτρα του αέρα, γνωστή και ως Ram Air, απέκτησε νέους αυλούς εισαγωγής για ακόμη πιο ομαλή ροή του αέρα, αλλά και φιλτροκούτι μεγαλύτερο σε χωρητικότητα κατά 0,3 λίτρα, αφού, όπως γνωρίζουμε και από το μάθημα της γυμναστικής στα σχολεία, οι καλύτερες επιδόσεις απαιτούν και πιο ανοιχτά πνευμόνια. Όλος αυτός ο αέρας αναμειγνύεται με το καύσιμο που ψεκάζουν τα νέα μπεκ της Nippon, μέσω των μεγαλύτερης διαμέτρου σωμάτων (38mm), και καταλήγει μέσα στον θάλαμο καύσης πολύ πιο εύκολα από πριν, χάρη στους επανασχεδιασμένους εκκεντροφόρους οι οποίοι πιέζουν τις βαλβίδες να βυθιστούν ακόμη περισσότερο (8,2mm από 7,8mm). Αυτό σημαίνει καλύτερη πλήρωση θαλάμου, καλύτερη καύση και εμπρός… για επιταχύνσεις που κάνουν τα μάτια να δακρύζουν.

Για να γίνει όμως αυτό χρησιμοποιήσιμο και για να υπάρχει ακόμη καλύτερο απτό αποτέλεσμα, το νυστέρι της βελτίωσης πέρασε κι από τη γειτονιά του κιβωτίου, όπου από τη μια επέβαλε τον επανασχεδιασμό των αξόνων του και από την άλλη επέτρεψε στη Yamaha να απαλλαγεί από τη ρετσινιά των σκληρών κιβωτίων, αποτασσόμενη αυτά ωσάν τον Σατανά!

Κορμί χαμηλό σε λιπαρά!

Το να στοχεύεις σε ταυτόχρονα στις ακαριαίες αντιδράσεις και στη σταθερότητα μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Τουλάχιστον, αυτό αποδεικνύουν οι σχεδιαστές της Yamaha. Το ζητούμενο είναι να συγκεντρωθεί η μάζα κοντά στον άξονα περιστροφής της μοτοσυκλέτας με παράλληλη μείωση του βάρους στα δύο άκρα, όπως και έγινε. Το εντελώς νέο πλαίσιο φέρει την ονομασία Deltabox III και είναι κατασκευασμένο με τη νέα μέθοδο χύτευσης της Yamaha (CF Die Casting Method) με δύο κολλήσεις έναντι δεκάξι (!) του προηγούμενης γενιάς Deltabox. Η ακαμψία του έχει βελτιωθεί κατά 50%, φτάνοντας στο ίδιο επίπεδο με το πλαίσιο του R7, ενώ ταυτόχρονα επιτεύχθηκε και μείωση του βάρους του. Τον δρόμο της αλλαγής ακολούθησε και το ψαλίδι, που πλέον είναι μακρύτερο κατά 10mm, για μεγαλύτερη σταθερότητα κατά τη διαδικασία της επιτάχυνσης, εδράζεται όμως κοντύτερα στο γρανάζι κίνησης, για να διατηρηθεί το μεταξόνιο κοντό.

Στον βωμό του αδυνατίσματος, οι ζάντες αντικαταστάθηκαν με ελαφρύτερες –και πολύ πιο όμορφες, κατά την υποκειμενική μας άποψη–, ενώ ελαφρύτερη είναι και η εξάτμιση με αλουμινένιο τελικό, το οποίο όμως κρύβει στο εσωτερικό του μπόλικο τιτάνιο, κάνοντας τη ζυγαριά να δείξει ένα ολόκληρο κιλό λιγότερο. Από τις εκπτώσεις των γραμμαρίων δεν γλύτωσαν ούτε το υποπλαίσιο ούτε και η πίσω δαγκάνα, η οποία απώλεσε ένα από τα ανισομεγέθη έμβολά της αλλά όχι και τη δύναμή της.

Στο απέναντι άκρο του μπροστινού, έχουμε νέο 43άρι πιρούνι της Kayaba με μικρότερη κατά 10mm διαδρομή (120mm, από 130mm του προηγούμενου), ενώ με τον συνδυασμό του μικρότερου offset (35mm, από 40mm) και της αύξησης του ίχνους (86mm από 81mm) επιτεύχθηκε η πολυπόθητη σταθερότητα στις στροφές.

Αρκεί ένα φρενάρισμα για να καταλάβεις ότι είσαι πάνω σε μια Yamaha της σειράς "R". Θα τα θέλαμε λίγο πιο προοδευτικά

 

Όλα όμως τα παραπάνω –ουσιαστικά μεν, "στεγνά" και απόλυτα δε– νούμερα δεν κατορθώνουν να μεταφέρουν αυτό που η Yamaha σχεδίασε ξανά σε λευκό χαρτί, δηλαδή την τοποθέτηση του ίδιου του αναβάτη, ο οποίος θεωρείται αναπόσπαστο και ενεργό μέλος της σχεδίασης ολόκληρης της μοτοσυκλέτας. Μια επικοινωνία interactive σαν αυτή που παραδοσιακά διέθετε η σειρά "R", απαιτεί τον σωστό καταμερισμό, αλλά και τον υπολογισμό στο συνολικό ζύγισμα της μοτοσυκλέτας, της μάζας του αναβάτη. Τόσο η αεροδυναμική αντίσταση όσο και η τοποθέτησή του κοντά στον άξονα περιστροφής ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία, για να διατηρηθούν αμετάβλητα όλα τα χαρακτηριστικά που μεταφράζονται σε νούμερα και μεγέθη. Άλλωστε, όπως λέει και το γνωμικό, "it takes two to tango".

Rock 'n' Roll

Το να παρομοιάζεται η κίνηση του R6 με έναν χορό ταγκό είναι Ο.Κ. Το να σε καλούν όμως να χορέψεις μαζί του στην πίστα της Almeria, μάλλον φέρνει περισσότερο στο rock ‘n roll. Η οδήγηση σ' αυτή την τεχνική και απαιτητική πίστα με τα χασίματα και οι ανηφοροκατηφόρες της θυμίζει μάλλον τη ρυθμική κίνηση και τα πετάγματα στον αέρα του αμερικάνικου χορού, παρά το αριστοτεχνικό πλέξιμο των ποδιών του αργεντίνικου. Άλλωστε, και ο ρυθμός στον οποίο κινούνται οι 16 βαλβίδες και σφυρίζει η "τρομπέτα" του Ram Air, είναι rock μέχρι το κόκκαλο – κι όποιος φέρει αντίρρηση, δεν έχει ιδέα περί ποιας μοτοσυκλέτας πρόκειται.

Πριν καν βγούμε από τα pits, στο κιβώτιο έχει μπει τρίτη, και πριν κοιτάξουμε πίσω στην ευθεία να δούμε αν έρχεται κανείς, έχουμε ήδη στρίψει στην πρώτη στροφή. Πρώτη εντύπωση είναι ότι και οι δύο αυτές ενέργειες έγιναν με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία δυνάμεων. Χαρακτηριστικά, οι πρώτοι γύροι ήταν πολύ κοντά σε χρόνο με τους προχωρημένους γύρους πριν από δύο εβδομάδες, εδώ στην ίδια πίστα, πάνω στη σέλα της 749.

Leds, όπως R1, αλλά με συμβατικότερη εμφάνιση

 

Ο κινητήρας ανεβάζει διαολεμένα, και… το φαράγγι στην απόδοση της ροπής μεταξύ 3.000 και 5.000 σ.α.λ. έχει μπαζωθεί με μπόλικα χιλιογραμμόμετρα. Στην έξοδο δεν χρειάζεται να λιώσει η βελόνα του στροφομέτρου κοντά στις 14.000 για να μη βγεις κρεμασμένος. Μία ταχύτητα πάνω ηρεμεί το πνεύμα και τη γραμμή που ακολουθείς. Πλέον υπάρχει το περιθώριο να παίξεις ακόμη περισσότερο με το γκάζι μέσα στην καρδιά της στροφής και να μην κάνεις το R6 να τρέμει ολόκληρο από συγκίνηση. Ευστροφία και γραμμικότητα σε όλο τους το μεγαλείο. Εκμεταλλεύεσαι περισσότερο τη φόρα που η ίδια η μοτοσυκλέτα σε βοηθά να αποκτήσεις. Ο ψεκασμός λειτουργεί υποδειγματικά και προσθέτει ακόμη μία παράμετρο στη συμμαχία κινητήρα–αναβάτη. Οι "κλοτσιές" που έτρωγες στις 5.000 και στις 7.000 σ.α.λ. έχουν μεταμορφωθεί σε ένα συνεχόμενο σπρώξιμο από το ρελαντί σχεδόν μέχρι και πριν την υστερία των 16.000. Οι ελάχιστοι κραδασμοί που γίνονται αντιληπτοί στις χαμηλές, εξαφανίζονται αρκετά νωρίς ώστε να τους ξεχάσεις άμεσα. Στη μεγάλη ευθεία της πίστας σκύβεις πίσω από την κοντή ζελατίνα που μετά βίας αποκρούει τον αέρα, και τα αυτιά σου γεμίζουν με το βουητό του βίαια καταβροχθισμένου αέρα. Στο σημείο που πριν από μερικές ημέρες έβλεπα το κοντέρ να σταματά λίγο μετά τα 225 χ.α.ώ., τώρα τα νούμερα ήταν κατά μία εικοσάδα μεγαλύτερα. Η σχετικά μακριά κλιμάκωση των τελευταίων σχέσεων και η ικανότητα της διατήρησης της δύναμης ψηλά είναι η αιτία πίσω από το αποτέλεσμα.

Χρωματικοί συνδυασμοί για να μην προβληματίζεται κανείς. Προσωπικά προτιμώ το μπλε
 

Πολύ σκληρό για να… λυγίσει

Ένα παλιό πισταδόρικο ρητό λέει ότι όπου υπάρχει μια ευθεία, υπάρχουν και δυο στροφές που τις ενώνει (μεγάλη σοφία!). Για τον αναβάτη του R6 ισχύει ότι πριν και μετά από μια ευθεία υπάρχει η απόλαυση. Είναι πραγματικά αποκάλυψη να συνειδητοποιείς ότι κλίσεις και συμπεριφορές που παρακολουθείς στα αγωνιστικά δρώμενα είναι δυνατόν να επιτευχθούν και από μια μοτοσυκλέτα παραγωγής. Είναι ίσως λίγο εγωιστικό από τη μεριά της μοτοσυκλέτας αυτό που συμβαίνει κατά τη διάρκεια των κλίσεων, αλλά είναι και γεγονός ότι ο απόλυτος έλεγχος είναι από πριν καθορισμένος από αυτή.

Για το πλαίσιο είναι αστείο και μόνο να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα να παρουσιάσει σημάδια στρέβλωσης. Είναι τέτοια η σιγουριά που εμπνέει, ώστε και τη διπλάσια ιπποδύναμη να έπρεπε να τιθασεύσει, θα τα κατάφερνε το ίδιο καλά. Το μακρύτερο ψαλίδι δεν αφήνει τα άλογα που κατεβαίνουν στον πίσω τροχό να καλπάσουν γρηγορότερα από τον ρυθμό που εσύ έχεις επιλέξει. Η μετατόπιση της μάζας, από σωματική προσπάθεια μετατρέπεται σε νοητική άσκηση. Είναι πραγματικά απίστευτη όχι μόνο η ευκολία αλλά και η ασφάλεια την οποία νιώθεις όταν το R6 προσπαθεί να ζαλίσει τα βιράζ. Πιθανότατα στην άσφαλτο θα ξύνονται πολύ περισσότερα πράγματα από τις γλίστρες και τις μπότες, αλλά ακόμη και τότε, εσύ δεν θα ανησυχείς. Είναι αξιοσημείωτο ότι, προσωπικά, πρώτη φορά είδα το 60άρι προφίλ των ελαστικών να αποδίδει τόσο καλά σε μοτοσυκλέτα. Οι μοναδικές μου ενστάσεις αφορούν το μπροστινό της Kayaba, το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη διάμετρo και ταυτόχρονα αυξημένη ακαμψία, και το γεγονός ότι τα μπροστινά δισκόφρενα διατηρούν το χαρακτηριστικό απότομο δάγκωμα, χωρίς προοδευτικότητα, που χαρακτηρίζει ολόκληρη την οικογένεια "R" της Yamaha.

Νέα δεδομένα στα 600cc

Ακόμη όμως κι αυτά τα παραπατήματα στη διάρκεια του χορού, ένας ικανός παρτενέρ σαν την R6 έχει την ικανότητα να τα κρύβει, να τα ξεπερνά και να τα αντισταθμίζει, όντας συνολικά μια από τις πιο ολοκληρωμένες προτάσεις της κατηγορίας. Είναι από τις λίγες μοτοσυκλέτες που δεν ταυτίζει το καλύτερο απλώς με το δυνατότερο αλλά με τον συνδυασμό της πρακτικής εφαρμογής αυτής της δύναμης, έχοντας ως κύριο πλεονέκτημα την ικανότητα να συμβιβάζει αυτά που όλοι οι υπόλοιποι θεωρούν ασυμβίβαστα. Είναι σίγουρο πως η R6 του 2003 έφερε αναστάτωση στην κατηγορία των 600cc. Βγάζει προκλητικά τη γλώσσα στις αντιπάλους της, θέτοντας νέα δεδομένα. Ήδη ανυπομονούμε να της κάνουμε πλήρες τεστ και, βέβαια, συγκριτικό με τις υπόλοιπες SS600.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                     Yamaha YZF R6
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.025
Ύψος (mm):
1.090
Μεταξόνιο (mm):
1.380
Απόσταση από το έδαφος (mm):
135
Ύψος σέλας (mm):
820
Ίχνος (mm):
86
Γωνία κάστερ (˚):
24
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Περιμετρικό αλουμινένιο, χυτό, τύπου Deltabox III
Πλάτος (mm):
690
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
162/-
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα:
17/3,5
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τετρακύλινδρος εν σειρά υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
65,5 x 44,5
Χωρητικότητα (cc):
600
Σχέση συμπίεσης:
12,4:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
123/13.000
Ροπή (kg.m/rpm):
6,99/12.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
205
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός CDI
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 1,955
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,000
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,846
2α
1,947
3η
1,556
4η
1,333
5η
1,190
6η
1,083
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
1,31
-
Πραγματικά
-
-
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
120
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
180/55-17
Ελαστικό:
5,5 x 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 220mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Στροφόμετρο, ψηφιακό όργανο πολλαπλών λειτουργιών (ταχύμετρο, ολικό και δυο μερικούς χιλιομετρητές, ένδειξη θερμοκρασίας, ψηφιακό ρολόι), ενδεικτικές λυχνίες για φλας/νεκρά/μεγάλη σκάλα φώτων/βενζίνη
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι cartridge
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 17
Ελαστικό:
120/60-17
ΦΡΕΝΟ
Δύο πλευστοί δίσκοι 298mm με τετραπίστονες δαγκάνες