Οδηγούμε KYMCO CV3 2023: Μοναδικό στο είδος του

Ένα εντελώς διαφορετικό “τρίροδο”
1
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/6/2023

Στην παρουσίαση του ολοκαίνουριου AK 550 Premium στο Πόρτο της Πορτογαλίας, η Kymco μας έδωσε άλλη μια ευκαιρία να οδηγήσουμε ξανά το CV3, το πρώτο της “τρίροδο” που ταυτόχρονα είναι και το μοναδικό δικύλινδρο scooter αυτής της κατηγορίας, κάτι που του δίνει μοναδική προσωπικότητα και δυνατότητες. Το CV3 το έχουμε ήδη δοκιμάσει επί ελληνικού εδάφους και ακολουθεί η πλήρης δοκιμή του, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του ΜΟΤΟ:  

3

 

Με το πλεονέκτημα του δικύλινδρου

 

Η είσοδος της Kymco στην ιδιόμορφη κατηγορία των τρίροδων scooter, αλλάζει τις ισορροπίες και ο δικύλινδρος κινητήρας του CV3 δημιουργήσει νέα δεδομένα

 

Μέχρι σήμερα η Piaggio έχει καταφέρει με τα MP3 να καθιερώσει τα τρίροδα scooter ως ξεχωριστή κατηγορία και να δημιουργήσει ένα σταθερό αγοραστικό κοινό, διατηρώντας την παραγωγή και την εξέλιξη των μοντέλων της για πάνω από μια δεκαετία. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε η Quadro, κατασκευάζοντας αποκλειστικά τρίροδα και τετράροδα scooter και στον χορό μπήκε και η Peugeot, με την οποία μάλιστα η Piaggio είχε μακρά δικαστική διαμάχη για τα δικαιώματα της πατέντας του εμπρός συστήματος. Όμως εκείνη που ανέδειξε ακόμα περισσότερο αυτή την κατηγορία στο ευρύ κοινό ήταν η Yamaha, η οποία όχι μόνο δήλωσε πως θα αντικαταστήσει με τρίροδα όλη την γκάμα των scooter της  με τροχούς άνω των 15”, αλλά παρουσίασε και το Niken, μια υψηλών επιδόσεων τρίροδη μοτοσυκλέτα. Το Niken άλλαξε ολοκληρωτικά το image που είχαν τα τρίροδα έως τότε, φέρνοντας για πρώτη φορά στην κουβέντα την απόλαυση της οδήγησης και όχι μόνο την ασφάλεια.

4

Αν λοιπόν μια από τις μεγαλύτερες ιαπωνικές εταιρείες ποντάρει στα τρίροδα, απόλυτα λογικό είναι να θέλει η Kymco να πάρει μια καλή θέση σε αυτό το βαγόνι, πριν αρχίσουν να μαζεύονται και όλοι οι άλλοι. Το μόνο πρόβλημα που υπάρχει εδώ είναι πως το αγοραστικό κοινό δεν έχει την πληροφόρηση που απαιτείται για να καταλάβει πως όλα αυτά τα τρίκυκλα δεν μοιάζουν σε τίποτα μεταξύ τους! Αντιθέτως, χάρη στο internet και τους τόνους φτηνιάρικης παραπληροφόρησης, υπάρχει η γενική πεποίθηση πως το σύστημα της Piaggio, της Quadro, της Yamaha και της Kymco δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο. Καμία σχέση!    

5

Το πιο σπορ απ’ όλα

Η φιλοσοφία και ο σχεδιασμός του CV3 είναι πολύ πιο κοντά στο Niken της Yamaha παρά στα Piaggio MP3 ή τα Quadro. Αυτό σημαίνει πως έχει τονισμένο τον σπορ χαρακτήρα και λιγότερο την τυπική πρακτικότητα ενός mega-scooter. Το σύστημα της εμπρός ανάρτησης δεν έχει ψαλίδια όπως της Piaggio, αλλά είναι με διπλά πιρούνια όπως της Yamaha και δεν υπάρχει υδραυλικό σύστημα κλειδώματος για να κρατάει όρθιο το CV3, αλλά στη θέση του έχει ένα μηχανικό σύστημα, όπως αυτό που χρησιμοποιεί η Quadro. Η Yamaha δεν έχει κανένα σύστημα κλειδώματος και υπάρχει λόγος που οι Ιάπωνες δεν έβαλαν σε αυτού του τύπου ανάρτηση όπως θα δούμε παρακάτω. Πρώτα όμως πρέπει να πούμε ποιες είναι οι διαφορές στην οδήγηση. Τόσο το σύστημα με τα ψαλίδια της Piaggio, όσο και της Quardro έχουν ένα συγκεκριμένο όριο κλίσης στις στροφές. Οπότε αν εκμεταλλευτείς την άφθονη πρόσφυση που προσφέρουν οι τρεις τροχοί, τα scooter τους δεν μπορούν να πλαγιάσουν περισσότερο με αποτέλεσμα να πρέπει να κόψεις ρυθμό.

7

Αν δεν το κάνεις, τότε η πιθανότητα να βρεθείς στο αντίθετο ρεύμα είναι πολύ μεγάλη. Ευτυχώς οι ιδιοκτήτες αυτού του είδους των scooter δεν εκμεταλλεύονται ποτέ το πλεονέκτημα της πρόσφυσης για να πάνε γρήγορα και σπανίως πλαγιάζουν περισσότερο από τα συμβατικά scooter… Αντιθέτως το σύστημα της Yamaha και της Kymco προσφέρει πολύ μεγαλύτερα περιθώρια κλίσης στις 40⁰ και μπορείς να εκμεταλλευτείς στο έπακρο την πρόσφυση των τριών τροχών. Επίσης αυτό το σύστημα με τα διπλά πιρούνια, έχει πολύ πιο φυσική και ελαφριά αίσθηση μόλις ξεκινήσεις και η οδήγηση του CV3 δεν διαφέρει σε κάτι από την οδήγηση ενός συμβατικού mega-scooter με δύο τροχούς. Το μυστικό είναι να πείσεις τον εαυτό σου πως στους γλιστερούς δρόμους το CV3 κρατάει όπως ένα superbike με slick σε πίστα. Αν το οδηγείς συντηρητικά σαν τα συμβατικά scooter δεν υπάρχει λόγος να το αγοράσεις. Πάρε το AK 550 που είναι ελαφρύτερο, γρηγορότερο, οικονομικότερο και πολύ πιο πρακτικό.

8

Το CV3 δείχνει τα πλεονεκτήματά του μόνο όταν αρχίσεις να εκμεταλλεύεσαι την άφθονη πρόσφυση των δύο εμπρός τροχών του, αλλά και την ανώτερη σταθερότητα που έχει όταν περνάς πάνω από διαμήκεις ανωμαλίες (π.χ. γραμμές τραμ). Επίσης η άνεση που προσφέρει είναι κορυφαία και καταπίνει τις ανωμαλίες των δρόμων σαν Rolls Royce. Η κάθετη και φαρδιά ποδιά που έχουν σχεδόν όλα τα τρίροδα scooter για να χωρέσει το εμπρός σύστημα αρθρώσεων, προσφέρει εξαιρετική προστασία από τα νερά και το κρύο και το ίδιο ισχύει για το CV3. Σαφώς καλύτερο σε προστασία από οποιοδήποτε άλλο συμβατικό mega-scooter. Προσθέστε τα θερμαινόμενα γκριπ σε τρεις θέσεις και το cruise control και έχετε ένα από τα καλύτερα scooter για να κάνεις μεγάλες αποστάσεις κάθε μέρα σε συνθήκες βροχής και κρύου. Εκεί όμως που η Kymco κάνει την διαφορά είναι στον κινητήρα. Όλοι οι ανταγωνιστές του έχουν μονοκύλινδρους κινητήρες, οι οποίοι δεν συγκρίνονται σε ποιότητα λειτουργίας και σε δύναμη με τον δικύλινδρο του AK 550 που έχει το CV3. Ειδικά στα τρίροδα που ζυγίζουν πολλά κιλά παραπάνω και έχουν μεγαλύτερη μετωπική επιφάνεια από τα συμβατικά mega-scooter, ο κινητήρας έχει πολύ πιο δύσκολο έργο.

9

Η Kymco υπόσχεται 51 ίππους στις 7.500 στροφές και μια θεωρητική αναλογία κιλών/ίππο στα 5,53κιλά/ίππο, που είναι κοντά στις μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτες. Στην πράξη βέβαια τα 265 κιλά έχουν τις επιπτώσεις τους. Οι επιδόσεις από στάση, εν κινήσει και η τελική ταχύτητα είναι πολύ υποδεέστερες από του AK 550, όμως σε σύγκριση με το MP3 530 είναι σαφώς πιο γρήγορο και με πολύ καλύτερη ποιότητα λειτουργίας. Επιπρόσθετα, η τελική μετάδοση γίνεται με ιμάντα, κάτι που έχει τεράστια σημασία για αυτά τα υπέρβαρα scooter σε ό,τι αφορά την αντοχή στο χρόνο και το κόστος συντήρησης, διότι οι φθορά και η υπερθέρμανση του συστήματος μετάδοσης περιορίζονται στο ελάχιστο στην περίπτωση του CV3. Το μεγάλο βάρος επηρεάζει βέβαια και την μέση κατανάλωση, η οποία σπανίως θα πέσει κάτω από τα 6,5-7 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα. Ευτυχώς το ρεζερβουάρ είναι μεγάλο στα 15 λίτρα, οπότε η πραγματική αυτονομία πλησιάζει τα 180-200 χιλιόμετρα. Το μόνο σημείο που το CV3 υστερεί αδικαιολόγητα είναι στη δύναμη και αίσθηση των φρένων. Αντί για τις ακτινικές δαγκάνες της Brembo του AK 550, εδώ έχουμε δύο συμβατικές δαγκάνες δύο εμβόλων με γλίστρα. Ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, η δύναμη πέδησης είναι πάντα μικρότερη από τα μεγάλα περιθώρια πρόσφυσης που έχουν οι δύο εμπρός τροχοί και το επιπλέον βάρος κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.

11

Μόνο όταν πατάς το πεντάλ του φρένου που είναι στο πάτωμα της ποδιάς μπορείς να φρενάρεις πραγματικά δυνατά. Στα αρνητικά του CV3 είναι η απουσία όπισθεν και το σύστημα που κλειδώνει την εμπρός ανάρτηση. Την όπισθεν την χρειάζεσαι γιατί η στατική τριβή των τριών τροχών κάνει τα 265 κιλά να φαίνονται ακόμα περισσότερα όταν σπρώχνεις το CV3 με τα χέρια. Όσο για το σύστημα κλειδώματος, μπορεί να σε βάλει σε μπελάδες καθώς κλειδώνει μόνο την πάνω άρθρωση αλλά όχι τα δύο πιρούνια. Η ισχυρή στατική τριβή των δύο πιρουνιών σου δίνουν αρχικά την ψευδαίσθηση πως το CV3 στέκεται σταθερά όρθιο, όμως στην πραγματικότητα αρκεί μια μικρή κίνηση δεξιά-αριστερά για να αρχίσει να γέρνει. Το αποτέλεσμα είναι να πρέπει ξαφνικά να βάλεις δύναμη στο τιμόνι για να το κρατήσεις όρθιο, ειδικά όταν πατά το κουμπί για να ξεκλειδώσει. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα έχουν και τα Quadro. Γι΄αυτό η Yamaha απέφυγε εντελώς να βάλει σύστημα κλειδώματος της εμπρός ανάρτησης και πολύ καλά έκανε. Δυστυχώς η Kymco ακολούθησε το παράδειγμα της Quadro και μάλιστα δεν έβαλε καθόλου πλάγιο σταντ, οπότε είσαι αναγκασμένος κάθε φορά που παρκάρεις να σηκώνεις 265 κιλά στο κεντρικό σταντ και να χρησιμοποιείς το ασταθές σύστημα κλειδώματος της εμπρός ανάρτησης.  

12

Ειδικών αποστολών

Όπως όλα τα τρίροδα scooter, το CV3 δεν είναι για όλους. Τα πλεονεκτήματά του φαίνονται όταν το χρησιμοποιείς για να κάνεις μεγάλες αποστάσεις σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Αν για παράδειγμα ζεις στα προάστια μιας πόλης και πηγαίνεις στο κέντρο καθημερινά για δουλειά ή το αντίστροφο, θα εκτιμήσεις αφάνταστα την άνεση, την προστασία και την ποιότητα λειτουργίας του CV3 που είναι ανώτερη των συμβατικών mega-scooter. Επιπλέον, το εξαιρετικό Noodoe της Kymco συνεχίζει να είναι το καλύτερο σύστημα του είδους του, προσφέροντας πλοήγηση και πολλές δυνατότητες σύνδεσης και χειρισμού των λειτουργιών ενός smartphone. Αν τα χρήματά σου δεν φτάνουν ή δεν θέλεις να δώσεις τα χρήματα που ζητάει η Yamaha για ένα Niken, τότε το CV3 είναι αυτή τη στιγμή η μόνη εναλλακτική πρόταση που υπάρχει στην αγορά. Τα υπόλοιπα τρίροδα δεν έχουν της σπορ προσωπικότητα αυτών των δύο, ούτε την ποιότητα λειτουργίας και τις επιδόσεις των πολυκύλινδρων κινητήρων τους.

13

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

Moto Trend

Τιμή:

13.890

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

2.140

Ύψος (mm):

1.485

Μεταξόνιο (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

795

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

-

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο με αλουμινένιο υποπλαίσιο

Πλάτος (mm):

800

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/1 (με 90% καύσιμο)

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δικύλινδρος εν σειρά, υγρόψυκτος, 2ΕΕΚ, 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

 x

Χωρητικότητα (cc):

550

Σχέση συμπίεσης:

:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

51/7.500

Ροπή (kg.m/rpm):

5,3/5.750

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

92,7

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός Ride by Wire

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Αυτόματος φυγοκεντρικός

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια/-

Τελική μετάδοση / σχέση:

Ιμάντας/-

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

4,5 x 15

Ελαστικό:

160/60-15

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 260mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Οθόνη έγχρωμη TFT, ABS, φώτα LED, cruise control, θερμαινόμενα γκριπ, trip master, χειρόφρενο

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Αρθρώσεων με διπλό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/-

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

Δύο 3 x 13

Ελαστικό:

Δύο 110/70-13

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 250mm, δαγκάνες δύο εμβόλων και ABS

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

15/-

       

 

 

 

 

 

 

Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!