The Walking Dead - Πώς ανέδειξε τις μοτοσυκλέτες: Η custom του Daryl Dixon

Το customizing για την επιβίωση
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

11/2/2019

Spoiler alert: Το άρθρο που ακολουθεί περιέχει πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεση της σειράς, γι' αυτό όσοι θέλουν να την ξεκινήσουν καλό θα ήταν να μην συνεχίσουν την ανάγνωση. Ενόψει της έναρξης της υπόλοιπης σεζόν ακολουθεί μια μικρή ανάλυση των μοτοσυκλετών του πιο badass “καλού” χαρακτήρα του σόου, Daryl Dixon.

Το "The Walking dead" (TWD) είναι μια σειρά που βρίσκεται ήδη στον ένατο κύκλο της πορείας της, έχοντας σημειώσει μεγάλη επιτυχία απ’ το πρώτο κιόλας επεισόδιο, που προβλήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 2010 (ναι, έχουν περάσει ήδη εννέα χρόνια). Η υπόθεση εξελίσσεται σ’ έναν κόσμο που οι νεκροί έχουν την τάση να μην παραμένουν στη θέση τους καθώς επιστρέφουν στη ζωή ως ζόμπι (εκτός αν τους τινάξεις τα μυαλά στον αέρα), με ελάχιστους εναπομείναντες ζωντανούς να παλεύουν για επιβίωση, ενώ τα αίτια της “ανάστασης” των νεκρών στη σειρά παραμένουν άγνωστα μέχρι τώρα

Σε όλα αυτά μέσα, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες είναι ένας μοτοσυκλετιστής ο Daryl Dixon, που υποδύεται ο Norman Reedus, και εντυπωσίασε τόσο πολύ τους υπεύθυνους με το παρουσιαστικό του στην οντισιόν ώστε αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα γι’ αυτόν. Πώς ξεχώρισε; Ήταν "βαμμένος" μοτοσυκλετιστής!

Πολλοί, λοιπόν θα μπορούσαν να αναρωτηθούν τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τις μοτοσυκλέτες και το customizing και γιατί ασχλούμαστε εμείς, αλλά έπρεπε να θέσουμε το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ξεχώρισε μία μοτοσυκλέτα σε σημείο που να γίνει από μόνη της, χαρακτήρας της σειράς. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, και στην κατασκευή του customizing, η έμπνευση είναι βασικό κομμάτι, κάτι που στις μέρες μας το έχουμε λίγο ξεχάσει. Ο Daryl λοιπόν τρέφει και στην σειρά αδυναμία για τις μοτοσυκλέτες ενώ αυτή που ως τώρα "έπαιζε" μαζί του μεταφέροντάς τον από την μία ερειπωμένη πόλη στην άλλη, δεν είναι τυχαία. Απ’ την πρώτη κιόλας σεζόν χρησιμοποιεί τη μοτοσυκλέτα του αδερφού του, ένα εκτενώς τροποποιημένο Triumph TR6C της δεκαετίας του ’60. Οι αλλαγές που έχουν γίνει αφορούν κυρίως το πλαίσιο, μεταβάλλοντας δραστικά τα περισσότερα χαρακτηριστικά του, καθώς και την αντικατάσταση των αναρτήσεων, του τιμονιού και του ρεζερβουάρ, μετατρέποντάς το σε chopper. Οι αλλαγές έχουν τις ρίζες τους στη χρονιά παραγωγής του μοντέλου -τη δεκαετία του ’60- τότε που στη μόδα ήταν περισσότερο τα choppers για βόλτες μικρού βεληνεκούς. Η TR6C του κράτησε συντροφιά μέχρι το όγδοο επεισόδιο της τέταρτης σεζόν, όπου αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει όταν έφυγε εσπευσμένα με τους φίλους απ’ την φυλακή, που τη χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο εκείνο το διάστημα. Τότε οι παραγωγοί της σειράς εξέταζαν ποιο θα ήταν το επόμενο όχημα που θα ταίριαζε στον Daryl και πώς θα το παρουσίαζαν στη σειρά. Με όλα αυτά, έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να γίνει μία μεγάλη επένδυση σε χρόνο για τις μοτοσυκλέτες από την βιομηχανία του θεάματος, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. Όλα τα παραπάνω έθεσαν το πλαίσιο για να ακολουθήσουν τα επόμενα, διότι όπως είπαμε τίποτα δεν έρχεται τυχαία...

Ο Norman, που έπλασε τον Daryl τον χαρακτήρα που υποδύεται, με το ίδιο πάθος για τις μοτοσυκλέτες, έχοντας κι ο ίδιος αρκετή εμπειρία ενώ ταυτόχρονα είχε εργαστεί για την Harley Davidson στην California πριν ξεκινήσει την καριέρα του ως ηθοποιός, αποφάσισε να προτείνει στους παραγωγούς της σειράς την Classified Moto για την δημιουργία μιας custom μοτοσυκλέτας που θα ταίριαζε στον ρόλο του. Η πρόταση δεν ήταν καθόλου τυχαία απ’ τη πλευρά του, καθώς εκείνο το διάστημα μόλις είχε παραλάβει την προσωπική του μοτοσυκλέτα απ’ αυτούς, μια εκτενώς τροποποιημένη Yamaha Virago 920 (το γνωστό μας XV που στην Αμερική πωλούνταν ως Virago) και είχε ενθουσιαστεί με το αποτέλεσμα.

Η XV920 της Classified Moto είναι μια απ' τις πολλές μοτοσυκλέτες του Norman Reedus

Η συμφωνία δεν άργησε να κλείσει κι έτσι οι custom builders ξεκίνησαν να κατασκευάζουν όχι μια αλλά δύο πανομοιότυπες μοτοσυκλέτες για τις ανάγκες της σειράς. Με τον Scott Michael Gimple, που ήταν διευθύνων παραγωγός της σειράς το 2014, να δίνει την κατευθυντήρια γραμμή για την εμφάνιση των μοτοσυκλετών και θέτοντας ως απαραίτητες προϋποθέσεις να είναι πρωτίστως ασφαλείς αλλά και αξιόπιστες για τους αναβάτες, επιλέχθηκε ως βάση γι’ αυτές το CB750 Nighthawk της Honda αφού η Classified Moto είχε ξαναδουλέψει μ’ αυτό στο παρελθόν.

Για να συνάδει η εμφάνιση των μοτοσυκλετών με τον κόσμο του TWD, αφενός μεν έπρεπε να δείχνουν πως έχουν κατασκευαστεί από εξαρτήματα διάφορων μοτοσυκλετών, τονίζοντας την ανάγκη που υπάρχει για την περισυλλογή οτιδήποτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο για την επιβίωση των ανθρώπων και αφετέρου να έχει έντονα σημάδια εγκατάλειψης απ’ το ξέσπασμα της αποκάλυψης. Γι’ αυτό τα μέρη του κινητήρα βάφτηκαν με διαφορετικό χρώμα για να δείχνουν πως προέρχονται από διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Για τη βαφή τους χρησιμοποιήθηκε μια ειδική τεχνοτροπία ώστε οι δύο κινητήρες να μην έχουν διαφορές μεταξύ τους και να μην φαίνεται πως είναι πρόσφατα βαμμένοι. Πάνω στις κεφαλές τους έχουν κολληθεί κάγκελα για να προσδίδουν στις μοτοσυκλέτες μια πιο ανθεκτική στις κακουχίες εικόνα.

Το σύστημα εξαγωγής είναι το εργοστασιακό όμως έχει επενδυθεί με θερμομονωτική ταινία, ενώ τα τελικά έχουν κοπεί και διαθέτουν χειροποίητους σιγαστήρες. Όσο για την ύπαρξη της μανιβέλας –που είναι διακοσμητική-, η μοναδική εξήγηση που μπορούμε να προσάψουμε σε όσους αρκετά προσεκτικούς το παρατήρησαν, είναι ότι τοποθετήθηκε με τη λογική πως σ’ έναν κόσμο που όλα έχουν σταματήσει να λειτουργούν, τα αποθέματα από λειτουργικές μπαταρίες θα σπανίζουν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα η μανιβέλα να είναι μονόδρομος. Απ’ την άλλη είναι ιδιαίτερα αστείο στα μάτια των μοτοσυκλετιστών που γνωρίζουν πως μια τέτοια μετατροπή είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς τη χρήση τουλάχιστον χυτηρίου για τη δημιουργία ενός νέου καπακιού που θα έχει υποδοχή για τη μανιβέλα… Τα καρμπυρατέρ έχουν δεχτεί με τη σειρά τους την δέουσα αισθητική ανανέωση, έχοντας πλέον δύο χοάνες κατασκευασμένες σε CNC εργαλειομηχανή με το υποτυπώδες συρματόπλεγμα για να φιλτράρει μόνο τα βασικά (δάχτυλα κι άλλα κομμένα μέλη απ’ τα ζόμπι).

Το ψαλίδι και ο πίσω τροχός έχουν παραμείνει ανέπαφα όμως τα δύο αμορτισέρ έχουν αντικατασταθεί με τα 970 piggybacks της Progressive Suspension, ενώ το υποπλαίσιο δεν γλύτωσε απ’ το πριόνι, καθώς το πίσω μέρος κόπηκε και κολλήθηκε ένας σωλήνας ώστε να ενωθούν οι δύο πλευρές. Πιο πίσω εγκαταστάθηκε μια βάση ώστε ο Daryl να μεταφέρει εύκολα τη βαλλίστρα του και το πίσω φανάρι μεταφέρθηκε στο κάτω μέρος του αριστερού αμορτισέρ που στηρίζεται μ’ ένα λαμάκι. Η θέση της μπαταρίας άλλαξε, ενώ πλέον χρησιμοποιείται μια μικρότερης διαστάσεων λιθίου. Στο κενό που δημιουργήθηκε κάτω απ’ τη νέα σέλα τοποθετήθηκαν γαντζάκια ώστε ο χαρακτήρας να εκμεταλλεύεται πλήρως τον διαθέσιμο χώρο, μεταφέροντας εύκολα τη δερμάτινη τσάντα του.

Τα ρεζερβουάρ είναι απ’ το XS650 της Yamaha και το μπροστινό φτερό είναι χειροποίητο, όμως το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν επιτευχθεί η εμφάνιση της οξείδωσης στα ίδια σημεία μεταξύ των δύο μοτοσυκλετών που είναι φύση αδύνατο. Γι’ αυτό αποφάσισαν να εφαρμόσουν μια διαφορετική τεχνοτροπία αντί να τα βάψουν. Δημιούργησαν ένα μείγμα από υπεροξείδιο του υδρογόνου, ξύδι, κόκκους σκουριάς και ατσαλόσυρμα που κατά την εφαρμογή του πάνω στις επιφάνειες του μετάλλου το στέγνωναν με πιστολάκι, επιτυγχάνοντας εν μέρει μια τεχνητή διαδικασία οξείδωσης ενώ παράλληλα μπορούσαν να ορίσουν με ακρίβεια τα σημεία που το έκαναν.

Ως εκ τούτου κατάφεραν να έχουν την ίδια εμφάνιση και στις δύο μοτοσυκλέτες, ενώ σφράγισαν το τελικό αποτέλεσμα περνώντας το με διάφανο βερνίκι. Το πιρούνι, οι δίσκοι, οι δαγκάνες και η ζάντα προέρχονται απ’ τη Yamaha R6, ενισχύοντας περισσότερο το ύφος που ήθελαν οι παραγωγοί της σειράς, με την μοτοσυκλέτα να αποτελεί ένα σύνολο από διαφορετικά εξαρτήματα. Το τιμόνι έχει δώσει τη θέση του σ’ ένα φαρδύτερο και σε συνδυασμό με το διάτρητο μεταλλικό number plate και τα χωμάτινα ελαστικά, ολοκληρώνουν την εικόνα της custom κατασκευής, θυμίζοντας περισσότερο scrambler.

Οι παραγωγοί της σειράς έπραξαν σωστά -κινούμενοι με το ρεύμα των καιρών που έχει τις custom και scrambler μοτοσυκλέτες στο επίκεντρο- παρουσιάζοντας τη νέα μοτοσυκλέτα του Daryl με τον καλύτερο τρόπο. Και δεν ήταν άλλος απ’ το να τον βάλουν να την κατασκευάσει μόνος του μέσα σ’ ένα μικρό γκαράζ γεμάτο με διάφορα εξαρτήματα. Στο 13ο επεισόδιο της πέμπτης σεζόν, είχαμε την πρώτη επίσημη εμφάνισης της scrambler. Μάλιστα η μοτοσυκλέτα είχε τόσο μεγάλη απήχηση στο κοινό που αρκετοί δανείστηκαν στοιχεία της σχεδίασής της, ενώ οι πιο θαρραλέοι όπως ο Hubb Langedijk με τον πατέρα του, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα όσο το δυνατόν πιστό αντίγραφο.

Η απήχηση που είχε ο χαρακτήρας του Daryl στη σειρά αλλά και σε συνδυασμό με τον ίδιο τον ηθοποιό, οδήγησαν την AMC, μετά την πέμπτη σεζόν το 2015, να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή σειρά για τον Norman Reedus που προβλήθηκε για πρώτη φορά έναν χρόνο αργότερα, με τ' όνομα Ride with Norman Reedus. Αυτή τη φορά η υπόθεση δεν έχει να κάνει με ζόμπι και επιβίωση αλλά ξεκάθαρα με τις μοτοσυκλέτες, καθώς ο Norman ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ εξερευνώντας την κουλτούρα τους γύρω απ’ αυτές. Καθόλου τυχαίο γεγονός αν αναλογιστεί κανείς πως τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερος κόσμος έχει στραφεί σ’ έναν εναλλακτικό τρόπο διακοπών που περιλαμβάνει την ενοικίαση μοτοσυκλετών, με σκοπό την εξερεύνηση των προορισμών τους.

Ετικέτες

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!

Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

23/10/2025

Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!

Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.

Super Sic 58 – The Legacy
Ονοματεπώνυμο: Marco Simoncelli
Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250
cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες:
Matteoni Racing, Metis Gilera, San Carlo Honda Gresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)

Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας

Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.

Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.

Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.

Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!

ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!

Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)

Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.

Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.

Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.

Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.

Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα

Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.

Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.

Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.

Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:

“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”