Αυτό είναι το νέο VFR800X Crossrunner του 2015!

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

10/9/2014

Περιμέναμε νέο Crossrunner, δεν περιμέναμε όμως να το δούμε σήμερα το πρωί, αντί για τέλος του μήνα, και δεν περιμέναμε επίσης να αντιγράφει, κι αυτό, τη Γερμανική σχολή εμφάνισης των μεγάλων μοτοσυκλετών παντός δρόμου! Είχαμε γράψει παλιότερα για την εμφάνισή του ότι μοιάζει με πιγκουίνο, καλά να πάθουμε. Τώρα απλά μοιάζει με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της κατηγορίας. Βέβαια τα παραπάνω τα αντιλαμβάνεσαι περισσότερο όταν το κοιτάς από το πλάι, καθώς από μπροστά τα φανάρια του αντιγράφουν το ανανεωμένο VFR 800, στο οποίο άλλωστε βασίζεται εξ ολοκλήρου. Πράγμα φανταστικό σε ότι έχει να κάνει με τον κινητήρα και την απόκριση, γιατί έχουμε οδηγήσει στην Ισπανία το νέο VFR 800 (δεν εισάγεται στην Ελλάδα) και διαπιστώσαμε την μεγάλη βελτίωση στη συμπεριφορά του VTEC. Αν για λόγους πειραματισμού κλείσεις τελείως τα αυτιά σου, για να μην ακούσεις την ολοκληρωτική αλλαγή του ήχου, και επικεντρωθείς τελείως στο δρόμο, τότε θα περάσει κάποιος χρόνος μετά τις 6.500 στροφές, για να αντιληφθείς ότι πλέον λειτουργούν 4 και όχι 2 βαλβίδες ανά κύλινδρο. Τόσο ομαλή είναι η ενεργοποίηση του VTEC, που την πρώτη φορά που θα το οδηγήσεις, μπορεί και να μην το καταλάβεις κατευθείαν! Οι αλλαγές στον V4 κινητήρα των 782 κυβικών έχουν εστιάσει στη λειτουργία των βαλβίδων, την εισαγωγή του αέρα και όλα αυτά με γνώμονα πάντα την ομαλότερη λειτουργία του VTEC. Και πραγματικά έχουν κάνει τη μεγάλη διαφορά. Ούτε μέσα στη στροφή δεν γίνεται πλέον να σε επηρεάσει η λειτουργία του συστήματος. Τουλάχιστον αυτά ίσχυαν στο νέο VFR, και με βάση τα λεγόμενα της Honda, ότι δεν έχουν γίνει αλλαγές σε αυτό τον τομέα και για το Crossrunner, τα θετικά πρέπει να παραμένουν.

Αμάν αυτά τα μαρσπιέ!

Παραμένουν όμως ορισμένα αρνητικά. Το βασικότερο που μπορούμε να διακρίνουμε χωρίς ακόμα να έχουμε καθίσει στη σέλα του, είναι η θέση των μαρσπιέ αναβάτη. Είναι αρκετά πίσω όπως στο πρώτο Crossrunner. Ωστόσο η σέλα μοιάζει πολύ πιο άνετη, με μεγαλύτερη απόσταση από τα μαρσπιέ, και η θέση οδήγησης δεν πρέπει να είναι τόσο σκυφτή όπως στο παλιό. Κι αν στο πρώτο Crossrunner, που ελάχιστα διέφερε από ένα VFR, ήταν δύσκολο να γίνουν αλλαγές στα μαρσπιέ, τώρα που έχει γίνει νέος σχεδιασμός, θα μπορούσαν να είχαν βελτιώσει τα πράγματα και σε αυτό το σημείο. Παραμένει βέβαια το ίδιο πλαίσιο, αν και τώρα θα έχει σίγουρα αλλαγές στο λαιμό. Η τακτική της Honda είναι να αλλάζει πάντα το λαιμό και τη γεωμετρία του, όταν αλλάζουν οι αναρτήσεις. Οι αναρτήσεις έχουν επιτέλους μεγαλύτερη διαδρομή, κατά 25mm μπροστά και 28mm πίσω. Παραμένει επίσης το σήμα κατατεθέν, το μονόμπρατσο ψαλίδι, όπως και οι 17 ιντσών τροχοί. Θα το προτιμούσαμε με 19 ιντσών μπροστά, αλλά ο χαρακτήρας αυτής της μοτοσυκλέτας είναι πιο ασφάλτινος και ταξιδιάρικος. Οπότε οι αλλαγές στη σέλα, που δείχνει να είναι πλέον πιο ευρύχωρη, και ο όγκος της μοτοσυκλέτας που έχει αυξηθεί, ευνοούν αυτόν τον προσανατολισμό. Αν προσφέρει και καλύτερη προστασία από τον αέρα, σε σύγκριση με τη μοτοσυκλέτα του 2011, τότε θα έχει πετύχει την ολοκληρωτική αλλαγή. Γιατί εμφανισιακά αυτό δηλώνει, ότι δεν έχει σχέση με το προηγούμενο, και ότι δεν είναι απλά ένα VFR με το τιμόνι ψηλότερα.

Στο βασικό εξοπλισμό θα έχει επίσης ABS που μπροστά ενεργεί σε δύο δίσκους 310mm με ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων. Αν λειτουργεί όπως ακριβώς και στο νέο VFR, τότε θα είναι απροβλημάτιστο ακόμα και σε συνθήκες χαμηλής πρόσφυσης και απότομου φρεναρίσματος, χωρίς να αμολά μπροστά ή να παρουσιάζει ανάδραση στη μανέτα. Η Honda χρησιμοποιεί την ονομασία HSTC (Honda Selectable Torque Control) για να περιγράψει τη λειτουργία του Traction Control που έχει τρεις καταστάσεις λειτουργίας, μαζί με την off. Τα αρχικά παραπέμπουν στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί, και μένει να αποδειχτεί στο δρόμο πόσο ομαλή είναι η παρέμβασή του.

Το Crossrunner θα έχει επίσης τα νέα αυτόματα φλας που η Honda έβαλε στο VFR, πράγμα πιο σύνθετο απ’ ότι ακούγεται. Μπορεί να το έχουμε συνηθίσει στα αυτοκίνητα, αλλά εκεί τα πράγματα είναι εύκολα γιατί υπάρχει τιμόνι. Στη μοτοσυκλέτα που στρίβει με γυροσκοπικό φαινόμενο χωρίς να στρίβει και το τιμόνι, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Για παράδειγμα όταν γίνεται έξοδος από έναν αυτοκινητόδρομο, το φλας χρειάζεται, αλλά το τιμόνι δεν στρίβει. Άρα η μοτοσυκλέτα πρέπει να αντιλαμβάνεται την κλίση, το γυροσκοπικό και την αυξομείωση της ταχύτητας, μόνο και μόνο για να γνωρίζει πότε πρέπει να σβήσει τα φλας!

Τα φώτα είναι LED και επίσης έχει θερμαινόμενα γκριπ στον βασικό εξοπλισμό. Το Crossrunner γίνεται πλέον ένα ξεχωριστό μοντέλο, αποκτώντας τη δική του ταυτότητα, και παύει να είναι μια αντιγραφή των μεταλλαγμένων για Gymkhana VFR που χρησιμοποιούσαν στην Ιαπωνία. Τέλος του μήνα θα το δούμε και από κοντά…

 

Η λειτουργία των αυτόματων φλας

Για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα της Honda (VFR800F 2014), τοποθετούνται φλας που σβήνουν αυτόματα. Δεν θα άξιζε να εστιάσουμε καθόλου αν απλά μετρούσαν αντίθετα κάποιο διάστημα χρόνου για να σβήσουν, ωστόσο η Honda κατέληξε σε συνολικά τρεις διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού για την ακύρωσή τους. Παρόλο αυτά πάλι θα υπάρξει στιγμή που θα το κάνεις μόνος σου, μην μπορώντας να περιμένεις, ωστόσο η προσέγγισή τους είναι σωστή και κατά ένα μεγάλο ποσοστό δουλεύει γρηγορότερα από τον αριστερό σου αντίχειρα. Χρησιμοποιεί την μονάδα του ABS και τους αισθητήρες ταχύτητας των τροχών για να προσδιορίσει την ακριβή τους ταχύτητα, καθώς και την σχετική. Όταν ανάψει το φλας βλέπει αν υπάρχει διαφορά στην ταχύτητα του εμπρός με του πίσω τροχού. Επειδή όταν στρίβει μια μοτοσυκλέτα ο εμπρός τροχός διαγράφει μεγαλύτερο τόξο στροφής από τον πίσω, υπάρχει διαφορά ταχύτητας, και έτσι τα φλας του VFR καταλαβαίνουν ότι η μοτοσυκλέτα στρίβει και δεν προσπερνά απλώς. Οπότε από τη στιγμή που ανάβουν τα φλας και υπάρχει διαφορά ταχύτητας, η μονάδα περιμένει η σχετική ταχύτητα των τροχών να μηδενιστεί και αμέσως σβήνει τα φλας. Για τις προσπεράσεις όμως που οι τροχοί έχουν την ίδια ταχύτητα, τα φλας σβήνουν μετά από εκατόν είκοσι μέτρα απόστασης, αν η ταχύτητα είναι κάτω από πενήντα χιλιόμετρα, ή επτά δευτερόλεπτα, αν η ταχύτητα είναι μεγαλύτερη. Εδώ είναι που πολλές φορές θα θέλεις να τα κλείσεις μόνος σου, γιατί επτά δευτερόλεπτα είναι αρκετός χρόνος

     

-----------------------

 

 

Η πορεία των τετράχρονων V4 της Honda

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δούμε το πώς χτίστηκε ένας ζωντανός, ακόμα και τώρα, μύθος για τους V4 της Honda και πιο συγκεκριμένα για το VFR. Ένας μύθος που μεσουρανούσε ήδη την εποχή που παρουσιάστηκε το πρώτο VF, επηρεάζοντας έτσι σημαντικά την αποδοχή του μοντέλου, πριν ακόμη αυτό οδηγηθεί, ενώ συντροφεύει ακόμα και σήμερα όλα τα VFR! Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968, όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε ότι αποχωρεί. Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη, αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρεία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια. Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...

Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο. Ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!

Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο, "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μισή σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.

Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Όμως, πέρα από την επιτυχία των δίχρονων NS500 και αργότερα των NSR500, η Honda βρέθηκε στα τέλη του ’80 μ’ έναν μοναδικό κινητήρα στα χέρια της, με οβάλ πιστόνια και εκπληκτικά χαρακτηριστικά, που αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψει ανεκμετάλλευτο. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές". Η περιορισμένη παραγωγή και ο μύθος που ακολουθούσε την μοτοσυκλέτα, αναβάθμισε σε άθλο απλά και μόνο να μπει κανείς στην ουρά των παραγγελιών. Όμως, όταν πρόκειται για τέτοιες εμπειρίες, το ΜΟΤΟ δεν αφήνει περιθώρια. Η ΠΡΩΤΗ μοτοσυκλέτα που πέρασε στην Ευρώπη, η NR με αριθμό πλαισίου 0044, αγοράστηκε από το περιοδικό για να την οδηγήσει και να την δυναμομετρήσει. Η αγορά ήταν για την NR ο μοναδικός τρόπος να βρεθούμε στη σέλα της! Η δυναμομέτρηση εκείνη ήταν η πρώτη ανεξάρτητη, και η φήμη του περιοδικού μας εκτοξεύεται τότε σε όλη την Ευρώπη. Ο αντίκτυπος όλων αυτών, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!

Triumph TF 250-E και TF 450-E - Το νέο Enduro κεφάλαιο της βρετανικής εταιρείας [VIDEO]

Με βάση τα MX μοντέλα του Hinckley αλλά με πολλές σημαντικές διαφορές για τη νέα αποστολή τους
Triumph Enduro range 2025
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

27/3/2025

Μετά από την κατάκτηση της 2ης θέσης στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SuperEnduro 2025 με τον Jonny Walker και την ακόμα εξελισσόμενη TF 250, η  Triumph κάνει ποδαρικό και στις Enduro μοτοσυκλέτες παραγωγής, με τις TF 250-E και TF 450-E.

Οι δυο μαύρες-κίτρινες-λευκές TF-E εξελίχθηκαν με τη βοήθεια του 5 φορές Παγκόσμιου Πρωταθλητή Enduro, Ivan Cervantes και του 4 φορές Παγκόσμιου Πρωταθλητή Enduro Paul Edmondson, ενώ διαφέρουν από τον ανταγωνισμό κυρίως λόγω του αλουμινένιου πλαισίου, απέναντι στο σύνηθες ατσάλινο της κατηγορίας. Η Triumph υποστηρίζει πως το συγκεκριμένο πλαίσιο προσφέρει τόσο ακαμψία, όσο και τις πολυπόθητες υπολογισμένες ελαστικότητες που δεν θέλεις στο MX, χρειάζεσαι όμως στο Enduro.

Το design των μοτοσυκλετών δεν ξεφεύγει από τα πρότυπα της κατηγορίας, χωρίς να προσφέρει κάτι νέο, είναι όμως σύγχρονο και εύπεπτο, ενώ ο προβολέας είναι ιδιαίτερα ευμεγέθης.

Triumph TF 450-E

Στον εξοπλισμό όμως οι δυο TF-E χτυπούν κορυφή, με τους Βρετανούς να τις εφοδιάζουν με ότι καλύτερο υπάρχει -ή δεν υπήρχε μέχρι τώρα- στην αγορά, με τους κατασκευαστές των συγκεκριμένων εξαρτημάτων να προέρχονται από όλο τον κόσμο.

Πριν όμως περάσουμε στον εξοπλισμό να δούμε ένα ακόμη σημείο που η Triumph ξεχωρίζει έναντι των υπολοίπων, και αυτό είναι η ανακοίνωση της ιπποδύναμης του TF 250-E, κάτι που δεν συνηθίζεται, με τους κατασκευαστές Enduro να μην ανακοινώνουν τις ιπποδυνάμεις των μοτοσυκλετών τους.

Triumph TF 250-E

Οι Βρετανοί κάνουν έτσι τη διαφορά, ανακοινώνοντας 41,72 hp και 2,83 kgm ροπής για το TF 250-E, ενώ ανακοινώνουν και τις μέγιστες στροφές του κινητήρα που είναι 12.800. Παράλληλα, η Triumph κάνει λόγο για το ισχυρότερο τετράχρονο 250 της κατηγορίας, ένας ισχυρισμός που θα μπορούσε να ισχύει, αφού οι κατασκευαστές συνήθως δυναμομετρούν μοντέλα του ανταγωνισμού κατά την εξέλιξη της δικής τους πρότασης, όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί εύκολα, λόγω ακριβώς του ότι επίσημα τα υπόλοιπα εργοστάσια δεν αναφέρονται στη δύναμη των μοτοσυκλετών τους. Όσον αφορά στην TF 450-E η Triumph κάνει λόγο για 57,8 hp και 5 κιλά ροπής, με το κόκκινο στις 9.500 rpm.

Triumph TF 450-E

Σε σχέση με τα MX μοντέλα, οι κινητήρες των Enduro έχουν βαρύτερα βολάν για μεγαλύτερη αδράνεια, βελτιωμένη ροπή και μικρότερη πιθανότητα να σβήσουν σε τεχνικά κομμάτια.

Μια ακόμη διαφορά απέναντι στις Motocross μοτοσυκλέτες βρίσκεται στο κιβώτιο που διαθέτει 6 αντί 5 ταχύτητες, ενώ ο αγωνιστικός συμπλέκτης είναι της ιαπωνικής Exedy που παράγει OEM συμπλέκτες για δεκάδες εταιρείες ανά τον κόσμο, και επιτρέπει αλλαγές χωρίς τη χρήση της μανέτας, για ακόμα καλύτερους χρόνους στον αγώνα. Σημειώστε φυσικά πως μπορεί να αναφερόμαστε σε αγώνες, όμως οι δυο μοτοσυκλέτες θα μπορούν να κυκλοφορήσουν και στον δρόμο, έχοντας τον απαραίτητο εξοπλισμό και πληρώντας όλες τις προδιαγραφές.

Στον ψεκασμό τη δουλειά αναλαμβάνει η Dellorto με σώμα 44 mm, και πρόβλεψη για εκκινήσεις σε κρύες συνθήκες, ενώ το ρελαντί ρυθμίζεται από τον αναβάτη. Οι βαλβίδες τιτανίου ανήκουν στην απίθανη οικογενειακή εταιρεία Del West που ιδρύθηκε το 1973 κοντά στο Los Angeles, και κατασκευάζει τόσο εξαρτήματα ακριβείας για ελβετικά ρολόγια όσο και εξαρτήματα κινητήρων για τα μονοθέσια της F1!

Triumph TF 250-E

Το σφυρήλατο αλουμινένιο πιστόνι της αυστριακής Konig που παρά τις 7 δεκαετίες αναγνωρισμένης εμπειρίας και καινοτομίας στον τομέα πέρασε οικονομικές περιπέτειες και υπέστη αναδιάρθρωση το 2024 (σας θυμίζει κάποια άλλη αυστριακή εταιρεία αυτό;), συνεχίζοντας ευτυχώς τη μακρόχρονη πορεία της στα πιστόνια.

Για τις επιπλέον ανάγκες που φέρνει η έξτρα απόδοση στην TF 450-E, ο πείρος του πιστονιού και τα κοκοράκια των βαλβίδων έχουν υποστεί κατεργασία DLC (Diamond like Carbon) για ακόμα μεγαλύτερη αντοχή και μειωμένες τριβές.

Φίλτρο Αέρα

Το ψυγείο είναι υψηλών απαιτήσεων, διαθέτοντας και ανεμιστήρα, ενώ το φίλτρο είναι της Twin-air, με τη συντήρησή του να μην απαιτεί εργαλεία.

Όσον αφορά στα ηλεκτρονικά των δυο μοτοσυκλετών, η Triumph συνεργάστηκε με την ιταλική Athena που ξεκίνησε από τις τσιμούχες, για να περάσει στους κυλίνδρους και κατόπιν να επεκταθεί το 2007 στην ηλεκτρονική διαχείριση κινητήρων με την αγορά της GET. Η εταιρεία έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή στις ECU με τη συνεργασία της με διάφορους κατασκευαστές MX - Enduro. Οι Βρετανοί δηλώνουν πως η συγκεκριμένη διαχείριση κινητήρα της Athena είναι μοναδική για τα μοντέλα της Triumph και περιλαμβάνει χάρτες οδήγησης και στρατηγικές για το Traction Control που σχεδιάστηκαν συνεργατικά και με το Hinckley.

Triumph TF 250-E

Δύο είναι οι χάρτες, που αλλάζουν εύκολα με το πάτημα ενός κουμπιού και εν κινήσει, ένας πιο γλυκός και ένας πιο επιθετικός, για να βολέψουν για όλες τις συνθήκες. Επιπλέον μέσω του προαιρετικού Wi-Fi εξαρτήματος και του Triumph MX Tune Pro app οι αναβάτες μπορούν να προσθέσουν επιπλέον χάρτες στις μοτοσυκλέτες τους.

Triumph TF 450-E

Τα καπάκια των κάρτερ είναι από μαγνήσιο, ενώ οι εξατμίσεις είναι από ανοξείδωτο ατσάλι, με το TF 250-E να διαθέτει και ενσωματωμένο θάλαμο αντήχησης Helmholtz στον σωλήνα εξαγωγής για καλύτερη απαγωγή καυσαερίων και για το κάτι παραπάνω στις επιδόσεις. Αντίστοιχα το TF 450-E διαθέτει θάλαμο αντήχησης που όμως βρίσκεται στο τελικό της εξάτμισης.

Triumph TF 450-E

Οι μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο ανεστραμμένο και πλήρως ρυθμιζόμενο πιρούνι των 48 mm και το επίσης ρυθμιζόμενο μονό πίσω αμορτισέρ, αμφότερα της ΚΥΒ, με τις διαδρομές να έχουν μειωθεί κατά 10 mm σε σχέση με τα MX μοντέλα.

Στα ομοίως κοινά φρένα έχουμε δίσκους-μαργαρίτες της Galfer εμπρός-πίσω με διαστάσεις 260 και 220 mm αντίστοιχα, με δαγκάνες της Brembo.

TF 450-E

Τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης είναι τα Michelin Enduro 2, οι αλουμινένιες ζάντες είναι οι D.I.D. 7000, σε ανωδιωμένο μαύρο χρώμα, ενώ τα ελαφριά κέντρα των τροχών από αλουμίνιο είναι σχεδιασμένα από την Triumph.

Φωτιζόμενοι διακόπτες

Στον εντυπωσιακό στάνταρ εξοπλισμό περιλαμβάνονται επίσης και εργονομικοί φωτιζόμενοι διακόπτες, με ανεξάρτητα κουμπιά για Launch Control, Quickshifter, Traction Control και Riding Mode -όλα τα παραπάνω συστήματα στον στάνταρ εξοπλισμό! Σημειώστε πως το shifter δουλεύει από τη 2α και πάνω, και μόνο στα ανεβάσματα.

TF 250-E

Στα όργανα βρίσκουμε μια ψηφιακή οθόνη με τις απαραίτητες ενδείξεις όπως θερμοκρασία κινητήρα, χιλιομετρητές και ένδειξη σχέσης κιβωτίου. Το ρυθμιζόμενο τιμόνι είναι το Pro Taper ACF Carbon Core, ενώ τα γκριπ είναι της ODI.

Η σέλα έχει ύψος 955 mm και αντιολισθητικό κάλυμμα, ενώ το ρεζερβουάρ έχει χωρητικότητα 8,3 λίτρων. Το βάρος των δυο μοτοσυκλετών ανακοινώνεται στα 114,2 kg για το 250 και στα 116,7 kg για το 450.

Η Triumph έχει σχεδιάσει παράλληλα σε συνεργασία με την Alpinestars και τεχνικό ρουχισμό αναβατών για χρήση Enduro, ενώ διαθέτει και γκάμα aftermarket αξεσουάρ για αγωνιστική χρήση, όπως τελικό της Akrapovic, κιτ γραφικών, διαφορετικές σέλες, holeshot devices, προστασίες, κ.α.

Triumph TF 250-E

Οι μοτοσυκλέτες αναμένεται να φτάσουν στους dealer παγκοσμίως την άνοιξη του 2025, από τον Απρίλιο και μετά, ενώ οι τιμές τους στη Βρετανία ανακοινώθηκαν και ξεκινούν από 9.795 λίρες για το 250 και από 10.395 για το 450, τιμές που στη συγκεκριμένη χώρα είναι αντίστοιχες ή και ελαφρώς φθηνότερες από του ανταγωνισμού. Στην Ελλάδα οι 2 Enduro μοτοσυκλέτες αναμένονται στα μέσα Μαίου, ενώ οι τιμές τους αναμένονται ιδιαίτερα ανταγωνιστικές.

Ετικέτες