MRCG - ΠΟΘΟΙ ΣΤΑ ΓΑΙΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ! - UPDATE

24/8/2016

Ο άνθρωπος που υπογράφει την τελευταία σελίδα του περιοδικού μας για περισσότερο από μία δεκαετία, δέχεται συχνά την ίδια ερώτηση: «μα που βρίσκεις αυτές τις ιστορίες, που εξιστορείς;». Παρόλο που έχει τονίσει άπειρες φορές προς πάσα κατεύθυνση ότι... όλα από την ζωή είναι βγαλμένα - και το έχουμε διαπιστώσει και εμπράκτως, είναι ορισμένες φορές που ακόμα κι εμείς έχουμε απορήσει με την ευρύτητα της συλλογής, που διατηρεί στο κεφάλι του. Δημιουργός του MRCG, μίας από τις πιο μεγάλες και δραστήριες μοτοσυκλετιστικές ομάδες, απέστειλε ανοιχτό κάλεσμα πριν λίγες μέρες, για μία συνάντηση στην νότια Κρήτη σε «βατούς χωματόδρομους» -όπως αργότερα χαρακτηρίστηκαν- και η συλλογή με αστείες, μοτοσυκλετιστικές ιστορίες, εμπλουτίστηκε με τάχιστο ρυθμό. Το πλήρες ιστορικό της συνάντησης του MRCG ξεδιπλώνεται παρακάτω…  

-------

του Λάζαρου Αλεξάκη

H ιδέα ξεκίνησε από τον Jim Fragos. Γιατί δεν κάνουμε μια χωματερή έτσι κουλαριστή για μικρά μηχανάκια κάτω στην Κρήτη το καλοκαιράκι; Με το που το διάβασα άστραψε στο μυαλό μου ο τίτλος..

ΠΟΘΟΙ ΣΤΑ ΓΑΙΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ

Έγραψα λοιπόν μια μικρή περιγραφή που έλεγε παιδιά όποιος θέλει κι έχει ένα μικρό εντουράκι, στις 20 του Αυγούστου να κάνουμε μια καλή χωμάτινη να το ευχαριστηθούμε. Και το πόσταρα στο MRCG γνωστό και ως ‘το μέρος που η ανωμαλία παραμονεύει’. Με τη μια ξεσηκώθηκαν και οι ασφάλτινοι. Ωπ, να ρθουμε κι εμείς. Λέω εντάξει να βρούμε μια φόρμουλα να ρθουν και τα παιδιά. Χωμάτινη που να ερχόταν και στρητάδικα δε μπορούσα να βρω, γιατί μετά ήταν χώμα περιπάτου, δεν έλεγε τίποτα. Χμμ… πρόβλημα. Είπα να ρωτήσω να δω τι στρητάδικα εννοούν.

Οι απαντήσεις με γέμισαν χαρά.

Hayabusa.

Fireblade.

Harley.

Κοινώς την κάτσαμε. Τότε είχα την φαεινή ιδέα, να πάμε όλοι μαζί από στριφτερούλα όσο γίνεται άσφαλτο σε ένα ωραίο μέρος, μια παραλία π.χ. που να έχει ρηλάξ και μπανάκι για τους ασφάλτινους και γύρω γύρω ωραίες διαδρομές χώμα για να λυσσάξουν οι χωματεροί. Κι αν ήθελε και κανένας ασφάλτινος έμπαινε.

Ζήτησα λοιπόν τη βοήθεια του Κώστα του Παπαδάκη που ξέρει απέξω ότι χωμάτινη διαδρομή υπάρχει στην Κρήτη. Ο Κώστας έχει ένα κακό. Είναι εξαιρετικό παιδί. Έχει ένα κακό. Το κακό είναι ότι τον ρωτάς αν είναι βατή η διαδρομή για κάπου και δε λέει ναι ή όχι. Σου λέει "περνάει". Το περνάει μπορεί να περιλαμβάνει το να σου χουν δέσει τα πόδια στα παταράκια ενός ΥΖ με κλιματσίδες και να πηδάς απ’ το ένα δέντρο στο άλλο πάνω απ’ τον καταρράκτη με το μηχανάκι μαζί και τον Κώστα να σε περιμένει στην άλλη όχθη και να σου λέει "είδες στο είπα, περνάει" και να το εννοεί. Ο λόγος που ζει ακόμα υποψιάζομαι ότι είναι ότι κανείς δεν έχει περάσει τον καταρράκτη.

Μου συστήνει λοιπόν μια πρώτη διαδρομή. Την ποστάρω στο MRCG, λέω παιδιά σκεφτόμαστε για εκεί. Σε δυο λεπτά μου χει στείλει μήνυμα ένα παιδί που δεν το ξέρω. "Φίλε έχω ένα KTM καθαρόαιμο κι εκεί που λες εγώ δεν κατεβαίνω!" Κοιτάω φωτογραφίες του τύπου ο οποίος κάνει backflip με το ΚΤΜ την ώρα που καθαρίζει καρπούζι.

Βρίσκω τον Κώστα έντρομος. «Κώστα βρες άλλη διαδρομή». «Έεεελα μωρέ σιγά τώρα υπερβολές…». Επιμένω και σε μισή ώρα μου στέλνει μια δεύτερη. Αυτή την βρήκα στο google maps. Άργησα να καταλάβω τι βλέπω γιατί νόμιζα ότι ήταν τσακισμένη η φωτό ή φορτώνει ακόμα. Μετά από 10 λεπτά κατάλαβα ότι δε φορτώνει, αλλά είναι μια εικόνα κι αυτό στη μέση είναι γκρεμός.

‘Κώστα εκεί δεν κατεβαίνει.’

‘Κατεβαίνει.’

‘Δεν εννοώ με κλωτσά απ’ το γκρεμό’

‘Εντάξει έτσι που το θέτεις πιο δύσκολο αλλά πάλι κατεβαίνει’

‘Και πως ανεβαίνει πίσω;’

‘Ε εντάξει’

‘Ναι τι;’

‘Αμα δεν μπορεί να το ανεβάσει κανένας θα του το ανεβάσω εγώ.’

Βρέθηκε η τρίτη διαδρομή. Την οποία την πήγαμε δοκιμαστικά με ένα BMW HP2 και το KLR μου. Όταν την έβλεπες από μακριά φαινόταν φλαταδούρα. Όταν την έβλεπες από κοντά καταλάβαινες ότι δεν έχει νεροφαγώματα, δεν έχει επικίνδυνα σημεία αλλά είχε τέτοια απανωτά, βαθιά σαμαράκια και τόσο κοντά το ένα στο άλλο που στο πρώτο σαμαράκι έλεγες ‘ω τι ευχάριστη έκπληξη’ στο δεύτερο σου φευγε ο κώλος, στο τρίτο η ανάρτηση είχε χάσει κάθε ελπίδα να παρακολουθήσει τα δρώμενα και προσπαθούσε να προσπεράσει το κάρτερ για να περάσει η ώρα, το μπροστινό ήταν σα να βαράς κομπρεσέρ σε γρανιτόπετρα και μέχρι να περάσουν τα πρώτα 100 μέτρα σαμαράκια είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι το καθίκι τα παίρνει από την οδοντίατρο μου γι’ αυτό με πήγε εκεί. Κάποια στιγμή παίρνουμε και μια ανηφορική φουρκέτα και βλέπω μπροστά μια ανηφόρα να ανεβαίνει καρφί πάνω το βουνό με καλή κλίση. Δίνω τέρμα γκάζι στον Αργοπόδη. Εκεί ξεκινήσαμε με δωδεκάμετρο μπλουζ σε 4/4. Ο κώλος ακουμπούσε κάτω κάθε τέσσερα σαμαράκια, μετά το γυρίσαμε σε ροκεντρό, κάθε 16, μετά double time swing στα 32 σαμαράκια και πάτημα και στο τέλος ήταν συναυλία των Tool με το Γιώργο Μάγγα στα κλαρίνα, το τρίο βαλβίδα στα backing vocals και τις ντίζες να προσπαθούν να με στραγγαλίσουν! Ανεβαίνοντας την ανηφόρα πήγα να πιάσω τον Παπαδάκη απ’ το λαιμό αλλά γύρισε και μου είπε «στο είπα δεν είναι τίποτα, πάμε στο φαράγγι» και πήρε μια γκρεμοκατηφόρα κάτω. Αυτά μεσημέρι – 3 η ώρα - Αφρική μεριά. Στο στόμα μου είχαν αρχίσει να φυτρώνουν μικροί κάκτοι.

Κάπου λοιπόν σ’ αυτό το χωματόδρομο, στη μέση του ΠΟΥΘΕΝΑ κυριολεκτικά ήταν η Ταβέρνα του Αγησίλαου. Βρήκαμε μια καλή γυναίκα που μας κέρασε τα χίλια δυο και ξαναβγήκαμε στον χαρχαλόδρομο. Από κει και πέρα ήταν αρκετά πιο νορμάλ αν εξαιρέσεις κάτι βάραθρα που αν πέσεις θα βγεις στην Κίνα. Από κει βγήκαμε στο επόμενο χωριό. Σκέφτηκα τότε οι ασφάλτινοι να κάνουν μόνο την άσφαλτο, κι αν θέλει και κανείς να ρθει σ’ αυτή την ταβέρνα να ρθει από κείνη τη μεριά που ήταν πιο νορμάλ.

Το ανακοίνωσα ως χαρμόσυνο γεγονότο στο MRCG κι άρχισαν να ανεβαίνουν οι συμμετοχές. Το πρωί της 20ης Αυγούστου έξω απ’ το Streat καφέ στο Ηράκλειο ήταν το κάτι άλλο. Fireblade, και μάλιστα δυο, το ένα σε Rothmans βάψιμο. Ρωτάω τον Βασίλη τον Κέκκο με το ένα Fireblade αν θέλει να του δώσω το KLR: «Μπα άσε μωρέ, θα ρθω με το Blade να κάνω παρέα και στο παιδί» (τον Νικολάτο με το άλλο Blade).  Ένα Husky 610. XT500 custom. XT600 custom, αδερφάκι. DR125 του Φράγγου, Yamaha GTS1000 του Μικελάκη, Goldwing, DR800big. CB500, CBR600F, TT600R, πάπια 90άρα, XLR500 ναξιώτικο του Δημήτρη του Συρίγου, δυο Enfield, το ένα απ’ αυτά το ‘Εντικόπτερο’ του Διονύση… τι να πω και τι ν’ αφήσω. Και ξεκινάμε άσφαλτο.

 

Να βλέπεις DR125 δίπλα σε HP2 δίπλα σε Fireblade δίπλα σε παπί και όλα αυτά να πηγαίνουν μαζί. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Το λέω με κάθε μετριοπάθεια ότι σπάνια υπάρχει τέτοια αγάπη που να επιτρέψει σε τόσο ετερόκλητο πλήθος να λειτουργεί μαζί. Με τα πολλά φτάνουμε στα Καλά Λιμάνια και πίνουμε το καφεδάκι μας. Εδώ τώρα είναι το κομβικό σημείο. Λέω παιδιά από δω και πέρα αρχίζει το χώμα. Οι ασφάλτινοι μένετε εδώ και κάνετε τη βουτιά σας όσοι γουστάρετε, τώρα αν θέλει κανείς δοκιμάζει και το χώμα. Ναι ναι, όλα καλά και με το που ανεβαίνουμε στις μηχανές ανεβαίνουν όλοι πάνω. Μα όλοι. Λέω εντάξει την κάτσαμε.

Κι αρχίζει το χώμα. Ας ξεκινήσουμε απ’ την πρώτη παράμετρο που είναι η ζέστη. Και μετά πάμε στη σκόνη που αφήνουν 40-50 μηχανάκια μαζί. Στην αρχή πάμε χαλαρά και όλα καλά. Βέβαια το χαλαρά είναι για μερικούς. Χαλαρά με το Blade μετά τα πρώτα 10 χλμ δεν υπάρχει. Για άλλους είναι πιο εύκολο. Το Guzzi Nevada του Κεφαλάκη δεν καταλαβαίνει τίποτα, με το φαρδύ τιμόνι που έχει βάλει. Αυτά αν εξαιρέσεις την τρίτη παράμετρο που είναι τα πράγματα. Όλοι κουβαλάμε πράγματα, tank bag, σκηνές, sleeping bag, σακ βουαγιάζ, υποστρώματα, κέρατα που δεν είχαμε φυσικά που να τα αφήσουμε. Με προσπερνάει παπί 90άρι με τον Κυριάκο πάνω να πηγαίνει μπούνια και να περνάει ότι βρίσκει μπροστά του με το ένα χέρι και να φωτογραφίζει ταυτόχρονα τα πάντα. Αυτό το παιδί πραγματικά δεν υπάρχει. Αν δεν είχε παπί και είχε κανένα 125 δε θα τον βλέπαμε καν. Ακούω πίσω μου ένα δυνατό ήχο και γυρίζω βλέποντας τα 2 Harley. Μιλάμε για μεγάλα, custom Harley, όχι τίποτα 883… Το ένα έχει και συνεπιβάτη. Στο σελάκι. Μαζί με τα πράγματα. Η απόσταση του Harley απ το έδαφος είναι κάπου 3 χιλιοστά. Όπως προχωράνε, και τα δυο, η εξάτμιση στο ύψος που βρίσκεται σηκώνει μικρά συννεφάκια σκόνης σε κάθε πιστονιά με αποτέλεσμα να το βλέπεις και να νομίζεις ότι βλέπεις τρένο.  Οι αναβάτες του παπιού, των Blade και των Harley, το λέω, ήρωες.

Κάνουμε στάση ανασύνταξης πριν δυσκολέψει ο δρόμος. Το CBR600 έχει ρίξει τόσο πατινάρισμα που φοβάμαι ότι θα φύγει κανένας δίσκος και θα μας αποκεφαλίσει. Στο μεταξύ δεν έχει ΠΟΥΘΕΝΑ στο δρόμο σκιά για να σταματήσουμε κι όσο περιμένουμε έχουμε λιώσει. Ο φίλος μου ο Γιάννης ο Κουκλινός με F800 έρχεται κοντά, μου λέει πάρε αντηλιακό γιατί δεν θα την παλέψουμε. Μου ρίχνει περίπου ένα καρτούτσο αντηλιακό στη δεξιά χούφτα, το απλώνω βιαστικά παντού και φεύγουμε. Τώρα και τα δυο μου χέρια γλιστράνε στα γκριπ απ’ το αντηλιακό (εννοείται γάντια κτλ είναι για φλούφληδες). Όπως οδηγάω με ανοιχτή ζελατίνα μου μπαίνει σκόνη στο δεξί μάτι και φροντίζω να το γεμίσω αντηλιακό τρίβοντας το. Βρίζοντας και οδηγώντας με το ένα μάτι να τσούζει και τα γκριπ να γλιστράνε προσπαθώ να προσπεράσω ότι μου ρίχνει σκόνη. Δηλαδή όλους.

Εκεί βλέπω την πρώτη μαγική εικόνα. Κατεβαίνω μια καλή κατηφόρα που στο τέλος της τσακίζει σε μια φουρκέτα και έχει ανηφορική. Μπροστά μου έχω το ένα Harley και το DR125 και στην ανηφόρα όπως κοιτάω βλέπω τα δυο Blade πίσω απ’ το TTR600 του Βραχινόπουλου που προσπερνάει το CB500 του Δόλλα και το Nevada. Όλα αυτά σ’ ένα σύννεφο τρελής σκόνης. Απλά δεν υπάρχει αυτό το θέαμα. Πουθενά.

Τα σαμαράκια έχουν αρχίσει ήδη και κάνουμε τη δεύτερη στάση. Η ζέστη είναι το κάτι άλλο, ανασύνταξη τελευταία και προχωράμε. Πριν μπούμε στο δεύτερο κομμάτι του χωματόδρομου, το πιο ζόρικο συναντάμε άσφαλτο στα αριστερά μας και κάνουμε νόημα στους ασφάλτινους να πάνε από κει για να γλιτώσουν τουλάχιστον την κροκάλα και το σαμαράκι που έρχεται… και την Ανηφόρα. Λίγοι πάνε, οι πιο πολλοί συνεχίζουν μαζί μας. Τώρα αρχίζουν τα πιο ζόρικα κόλπα. Στο μεταξύ έχουμε κάτι θύματα πολέμου, το Χάρλευ έχει χάσει την πινακίδα προ πολλού και την έχει κρεμάσει στο πλάι, απ’ το Nevada μπατάρουν τα πράγματα, ο Νίκος κατεβαίνει, τα δένει και πάει μπούνια για να μας προλάβει, ο Νίκος ο Τσαμάνδουρας με CBR125 πάει μπάλα. Πλέον έχουμε ζεσταθεί και είμαστε στη φάση εδώ που φτάσαμε θα κολυμπήσουμε…

Παίρνουμε μια κάθετη αριστερά και κάνω νόημα σε φίλο δίπλα μου με στρητάδικο – νομίζω ο Απόστολος – και του δείχνω την κορυφογραμμή ψηλά. Μου κάνει νόημα ‘τι;’ και του δείχνω με νοηματική ‘εμείς, εκεί’ και γελάει, μέχρι που βλέπει να παίρνουν όλοι την κάθετη ίσα πάνω και μετά δε γελάει. Εδώ ο χτύπος είναι το κάτι άλλο. Ο Τζιράκης με το Yamaha το 7αρι πάει πηδώντας μπρος πίσω. Βλέπει το Διονύση να τον περνάει με το Ενφιλντ και όπως δήλωσε μετά νόμιζε ότι τον τσιμπούσε μέλισσα ή κάτι, γι αυτό έκανε έτσι. Βλέπω την αριστερή φουρκέτα πριν την ανηφόρα κι επειδή ξέρω τη συνέχεια τα χώνω στον Αργοπόδη για να βγω πρώτος και να μην έχω κανένα μπροστά μου, να χω καθαρό πεδίο και να βλέπω δρόμο να βλέπω που πατάω. Ο Αργοπόδης αρχίζει να χορεύει κι εκεί πάνω ακούω ένα ΜΠΡΑΟΥ και βλέπω το DR800 του Σαπουντζάκη in 3D Technicolor να φεύγει αέρα πατέρα τον ανήφορο εκτοξεύοντας πέτρες και χώμα παντού και ισοπεδώνοντας τα σαμαράκια, κατεβάζω μία και λαρυγγώνω το γκάζι και βρίσκομαι πλάι πλάι με το XR600 του Καπαράκη το οποίο ακολουθεί κατά πόδας το DR, ενώ λίγο πίσω μου το XLR500 του Συρίγου δίνει ρέστα. Ο Αργοπόδης χτυπιέται τόσο πολύ που σκέφτομαι ότι θα κόψει κάτι σίγουρα και ταυτόχρονα κάνω την τρομακτική σκέψη ‘ωωωωχ οι άλλοι……. οι άλλοι….’ Αν τα on-off κάνουν έτσι, τα στρητάδικα θα την έχουν ακούσει άσχημα. Tenere, KTM, Husky 610 φεύγουν σφαίρα μπροστά με τις μπούκες να βαράνε σε στυλ καραμπίνας και πλέον όλο το βουνό έχει γεμίσει μηχανάκια. Επειδή πάμε με διαφορετικές ταχύτητες βλέπω από τους πρόποδες μέχρι πάνω στην κορυφή μηχανάκια. Κινούμαστε πλέον όλοι σ’ ένα σύννεφο σκόνης και οι εικόνες είναι το κάτι άλλο. Το βουνό έχει γεμίσει σκόνη από κορυφογραμμή μέχρι πάτο και ο ήλιος περνάει τη σκόνη σε κάποια σημεία και φτιάχνει ένα απίστευτο σκηνικό.

Το CBR125 έχει πτώση με αποτέλεσμα να φύγουν πολλά απ’ τα πλαστικά του, αλλά ο Χρήστος ο Κωστάκης που ακολουθεί με βανάκι το φτιάχνει όλο με tie wrap στο φτερό και συνεχίζει. Το χιλιάρι V-Strom του Ανδρόνικου επίσης. Φτάνουμε με τα πολλά στην ταβέρνα – γνωστή πλέον ως ‘εκείνη η ταβέρνα που μας πήγες στη Mordor’ (εντάξει είχε κάτι γύπες από πάνω) και οτιδήποτε υπάρχει στα τραπέζια σε υγρή μορφή εξαφανίζεται εν ριπή οφθαλμού. Ο Διονύσης με το Enfield πάει πάνω κάτω με ένα μελιτζανί χρώμα μουρμουρίζοντας «Ποτέ. Ποτέ.» Γυρίζει και με κοιτάει με άγριο ύφος. «ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟ ΧΩ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ.» - «Ναι εντάξει το κατάλαβα.» - «ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΠΟΤΕ.» - «Ναι ρε το ξέρω.» - «ΟΥΤΕ ΝΑ ΦΑΩ ΔΕ ΜΠΟΡΩ». Εκείνη την ώρα έρχεται ο Σπύρος ο Ελεντίν ο οποίος έχει γίνει μωβ-φούξια και μου λέει συνωμοτικά: «βρήκα ένα λάστιχο»... Πάμε και μπουγελωνόμαστε αέρα. Καθόμαστε, κι εκεί αντιλήφθηκα ότι είμαστε όλοι νηστικοί από τις 9 το πρωί και είναι 3.30. Περιττό να πω τι έγινε με το τσιγαριαστό, με το χοιρινό στο φούρνο και ειδικά με τις μπύρες. Κάποια στιγμή ζαλίστηκα να βλέπω κουτάκια.

Και ξανά χώμα για πίσω, με τη βενζίνα να τελειώνει σε πολλούς. Ο Συρίγος με το XLR500 βρήκε κάπου να του πουλήσουν ένα μπιτονάκι βενζίνα και με το που άρχισε να ρίχνει κατάλαβε ότι ήταν πετρέλαιο, είχε ρίξει όμως ήδη ένα λιτράκι μέσα. Δεν καταλαβαίνει τίποτα, ούτε ο Συρίγος ούτε το XLR. Συνεχίζει ακάθεκτος. Εκεί που πηγαίνω με τον Αργοπόδη στα τελευταία χωμάτινα χιλιόμετρα ακούω δίπλα μου ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡΡΓΚ και βλέπω το Διονύση το Δικέφαλο με το Enfield να πηγαίνει αέρα πατέρα την ανηφόρα τρώγοντας τις πέτρες και να χει ένα ύφος Σαρακηνού κουρσάρου που πάει για το πλιάτσικο. Γενικά όλοι πάνε αέρα πλέον μια κι εκεί ο χωματόδρομος είναι τελείως φλαταδούρα. Φτάνουμε στο βενζινάδικο – μερικοί πήγαιναν με τις αναθυμιάσεις – και στηνόμαστε ουρά. Όσο βάζαμε βενζίνη πήγαιναν όσοι περίμεναν και στεκότανε δίπλα στον αέρα κι ένας τους φύσαγε και σηκωνόταν σύννεφα η σκόνη. Δε φύσαγε τα μηχανάκια. Αυτούς φύσαγε. Να το ξεκαθαρίζουμε.

Γυρνάμε από άλλο δρόμο για Λέντα σε μια φανταστική διαδρομή ασφάλτινη με θέα τη θάλασσα και φτάνουμε στην κάτω μεριά. Εκεί χωρίζουμε. Άλλοι άσφαλτο, άλλοι χώμα, άλλοι κατά λάθος χώμα και μετά άσφαλτο…

Έχουμε χαθεί στο χωματόδρομο λοιπόν όπως σουρουπώνει, εγώ, ο Καπαράκης, ο Ψηλός κι ο Σόρκος. KLR, TT, XR, Husky 610. Έχει πέσει η θερμοκρασία κι έρχεται ένα δροσερό αεράκι απ τη θάλασσα κάτω μακριά. Κατηφορίζουμε την κροκάλα, κουρασμένα με την εκάστοτε ξερογκαζά. Έχουμε κάνει εύκολα +15 χλμ πάνω κάτω πέρα δώθε... Σε κάποια φάση φτάνουμε σ' ένα βουναλάκι από κροκάλες... βγαίνει ένας από ένα θερμοκήπιο, μας φωνάζει δεν πάει από δω... Αναστροφή στην κροκάλα πάνω... ξανά πίσω... τουφ τουφ... ήσυχα και όμορφα... φαναράκια-λυχναράκια και ξανά κάτω το χωματόδρομο... άσφαλτος, λίγο παιχνιδάκι σβέλτο αλλά κουρασμένο, έτσι για το γαμώτο, μέχρι που φτάνουμε όταν έχει σουρουπώσει καλά στην παραλία. Μπυράκι και να κοιτάς το κύμα. Αυτό το μικρό βολτάκι ήταν για μένα πολύ μεγάλο.

Το βράδυ γέλια και χαβαλές. Έχουμε κάτσει για μπύρες και βλέπω τον Πίτσο να έρχεται με δρασκελιές στο τραπέζι κατακόκκινος και να φωνάζει ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ. Ακολουθεί ένας απ’ τους πολλούς μαγικούς διαλόγους:
-Τι έπαθες ρε;
- Έμεινα από φώτα με το ΧΤ550
- Πότε;
- Τώρα
- Και πως ήρθες;
- Στα σκοτεινά.
- Απ’ την ασφ-
- Απ’ το χώμα. Απ’ το χώμα. Σκοτειν- ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΦΙΛΕ ΟΕΟ.


Πέφτουμε ξεροί με μερικούς να δουλεύουν σαν ΤΤ ξεμπούκωτα. Την άλλη μέρα το πρωί χαλαρό ξύπνημα στην υπέροχη παραλία, καφεδάκι, μπάνιο και μετά επιστροφή στο Ηράκλειο στης Κατερίνας που μας έχει ετοιμάσει ένα απίστευτο κρητικό τραπέζι και όπου γίνεται ένα τρελό τσιμπούσι με μουσικές και παγωμένη ρακή μέχρι να φύγουν όσοι φεύγουν με το πλοίο.

Απολογισμός; Ζημιές είχαμε αρκετές και σπασίματα, δεν έχει σημασία να τα λέω ένα ένα. Αλυσίδες κόψανε, μηχανάκια χυμάρανε, πλαστικά φύγανε, λεβιέδες στραβώσανε, βάσεις κόψανε και χίλια δυο. Δεν είχε καμία σημασία. Η παρέα ήταν το κάτι άλλο. Όπως είπε πολύ σοφά κατά τη γνώμη μου ένα παιδί αν είχαμε όλοι εντουράκια δεν θα ήταν και τίποτα. Κι αν δεν είμαστε αυτοί που είμαστε θα μπορούσε να χε πέσει πολύ γκρίνια για το ένα, το άλλο, το παράλλο… Πάντα υπάρχει αυτό. Αλλά αυτή η τρέλα που δε σ’ αφήνει να αγιάσεις είναι που μας ενώνει και το ξέρουμε, και ξέρουμε και ποια είναι τα σημαντικά και ποια όχι. Υπόσχομαι τα επόμενα Γαϊδουράγκαθα να είναι ακόμα καλύτερα, και το μόνο που μετανιώνω σ’ αυτό το κείμενο είναι που δε μπορώ να γράψω ένα προς ένα τα ονόματα όσων ήρθαν γιατί ήταν πραγματικά διαλεχτή παρέα και το αξίζουν ΟΛΟΙ. Πάμε για τα επόμενα παίδες…

 

---------UPDATE--------

 

Παραλειπόμενα #1

Καθόμαστε στην ταβέρνα. Λέει ο Καπαρακης Δημητρης να μου φέρετε σας παρακαλώ ένα σουβλάκι; Ο Διονύσης λεει αν γινεται και μια μπύρα όπως έρχεστε. Ο Zisis Vrachinopoulos κρατούσε ένα μαχαίρι κι ένα πηρούνι και φώναζε:

ΠΕΙΝΩ.

ΕΕΕΕ.

ΠΕΙΝΩ ΛΕΩ.

ΜΩΡΕ ΣΕΙΣ, ΠΕΙΝΩ.

Αυτο το έκανε μέχρι που του παραγγείλαμε να φάει. Και κάτσαμε λίγο πιο μακριά του.

ΥΓ. Το πρωι εκανε το ιδιο μεχρι που του φέρανε τηγανητα αυγά. Κι αυτος κι ο Καπαρακης. Ο Καπαρακης μου ειπε οτι θελει ισα ισα κατι να στυλωθει για πρωι, μια ομελετα με σουτζουκια και πατατες πχ. Μετα πηγανε στην κουζινα και φωναζανε σε μια γρια που φαινοταν τρομοκρατημενη. Τα αυγα του Ζηση ουτε καν προλαβαν ν ακουμπησουν κατω. Ουτε καν. Του Καπαρακη αλλα 10 δευτερολεπτα τα χαν.

 

Παραλειπόμενα #2.

Καθόμαστε και πίνουμε μπύρες, λιώμα μετα το 'βατο χωματόδρομο'. Σηκώνει ο Καπαρακης Δημητρης το ποτήρι του και λεει με τρελαμενο ύφος:

''ΚΙ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΣ, ΒΑΤΟΙ ΝΑ ΕΙΝ' ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ!''

και για κάποιο άγνωστο σε μένα λόγο όλοι χειροκρότησαν.

 

Παραλειπόμενα #3

Το ύφος ''say hello to my little friend'' του Tasos Ananiadis όποτε ανέβαινε στο ΧΤ.

 

Παραλειπόμενα #4

Ανεβαινω μια ανηφορα χάσιμο με τον Αργοπόδη και ακούω δίπλα μου ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡΓΚ και με περνάει ο Dionysis Dikefalos με το Εντικόπτερο το Ενφιλντ να παθαινει τρικουκουνο του μπιελοκαρδίου και να χτυπαει ΝΤΑΚΑ ΝΤΑΚΑ ΝΤΑΚΑ με το Διονυση να χει ενα υφος σα να παιρνουμε την Κορυτσά.

 

Παραλειπόμενο #5

Γυριζουμε απο εθνικη. Παω ααααργάαα με τον Αργοπόδη γιατι περιμενω και το θρυλικο παπι και το 125 και αλλες δημοκρατικες δυναμεις, στο μεταξυ εχω κανει καμποσα χλμ κι εχω πιαστει, οποτε κοβω κι αααααλλο και κρεμιεμαι για λιγο απ τη μια μερια να ξεπιαστω, ξερετε... μετα απ την αλλη, εχω κοψει... κι αλλο.... και με περναει ο Ελεντιν με τη μυτη κατω απ τη μπογια, τα χερια στα κλιπον σφιγμενα με κατι γαντια κουζινας vileda vintage που χει παρει και να νομιζω οτι θα εκραγει το Ελεντιν. Τον περασα με 150 να μην αγχωνεται και σκασει και καμια βαλβιδα και συνεχισαμε. Οι μικρες χαρες της ζωής.

 

Παραλειπόμενο #6

Το χαμόγελο του Tasos Ananiadis έντιμου ιδιοκτήτη Hayabusa πάνω στο νοικιάρικο ΧΤ ήταν το κάτι άλλο (λες κι ο δρομος δεν ηταν βατος για Busa, τελος παντων). Προσπαθώ από την ώρα που έφυγε να θυμηθώ που το χω ξαναδεί αυτό το χαμόγελο και μόνο σήμερα μου κανε το κλικ.

Ήταν σε ένα σουπερμάρκετ που η μάνα μιλούσε στο κινητό κι ένα τρίχρονο είχε κρεμαστεί απ' το καρότσι του σουπερμάρκετ που τον είχε βάλει μέσα, είχε αρπάξει μια σακούλα cheetos και την είχε ξεκωλιάσει σου λέω τώρα, την ειχε φορέσει ντουμπλε-φας, είχε παει η γαριδόσκονη μέχρι πατούσα. Ε, αυτό.

 

Παραλειπόμενα #7

Καποια στιγμη μου σφυραει ενας ''ο ελεντιν καθαριζει το μηχανακι απ τα χωματα''. Παω και βλεπω κι εχει ριξει νερο απ το μπουκαλι στο τεποζιτο και το χει τριψει να φυγει η σκονη και οπως κοιταω βλεπω και το μπροστινο γρανάζι που ειναι εκτεθειμενο κι εχει μαζεψει μεσα απο κακτο μεχρι σκατζοχοιρους και σκεφτομαι οτι αν υπαρχει κανενας Σύλλογος για την Προστασία των Γραναζίων θα τον είχαν λυντσάρει στην κεντρική πλατεία στο Λέντα. Το ντεπόζιτο παντως γαματο. Ασε που πηγαινε αερα με τα κλιπόνια...

 

Παραλειπόμενο #8

Εχουμε χαθει, εχουμε ψιλοσκορπισει μετα την γαματη στριφτερη κατηφορικη ασφαλτο για Λεντα στο γυρισμο, κι ειμαστε ενα γκρουπακι 8-10 μηχανακια που παμε με γενικη κατευθυνση πλεον τα Καλά Λιμάνια από παραλία. Και συναντάμε χώμα. Ναι πάλι. Κι όχι μόνο συναντάμε χώμα αλλά έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι ειναι το χωμα που περασαμε το πρωι. Ειδικα μια κροκάλα ετσι λιγο πλακουτσωτή με μύτη προς τα πάνω λες και με κοιτάει οπως με κοιταζε το πρωι που την πατησα. Ο Argiris Grammenos δικάβαλλος με το Harley βλέπει τη σκονη και γυριζει το ματι του αναποδα τελειως. ''ΠΑΛΙ;;; ΠΑΛΙ ΧΩΜΑ; ΠΑΛΙ;''

Την ωρα που λεω ''ενταξει μπορει παρακατω να βγαινει ασφαλτο και να μην ειναι ολο ετσι'' ειναι αριστερα μου ο Βραχινοπουλος που γκαζωνει το ΤΤ και φωναζει ''ΧΩΜΑ, ΧΩΜΑ. ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΩ ΧΩΜΑ, Ε. ΕΛΑΤΕ ΡΕ. ΕΛΑ ΠΑΜΕ ΧΩΜΑ.''

Ο συνεπιβατης στο Χαρλευ (Αργύρη κάνε tag) είχε εκείνο το ύφος που τα χει περάσει όλα, και δικάβαλλο ανάποδα στο ΤΤ να τον έβαζες να παιζει γιουκαλίλι το ace of spades την ωρα που περναει την κροκαλα δε θα χε προβλημα. Μαγικες στιγμές.

 

Παραλειπομενο #9

Όταν είναι ο Ψηλός πάνω στο ΤΤ και μιλάει ενώ μαρσαρει δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος βγάζει ποιον ήχο.

 

Παραλειπόμενο #10

Έχουμε σταματήσει στην Ταβέρνα στη Mordor, και ο Γιάννης ο Κουκλινός μου δίνει αντηλιακο με βαθμο προστασιας 800, ειμαι φρικαρισμενος απ τη ζεστη και την κροκαλα, γεμιζω το χερι μου αντηλιακο βαζω σε πηχεις, χερια κτλ κι οσο περισσεψε στο κεφαλι και δεν το απλωνω καν γιατι ψαχνω μπυρες, κι ερχεται μετα απο κανα κοσάλεπτο ο Δικεφαλος και μου λεει ''μα ρε μλκ σε καπελωσανε τζατζικι;''

 

Παραλειπόμενο #11

Εγω: "Παιδια τσεκαρετε τα μηχανακια αν εχει φυγει κατι απο πανω''

Ελεντιν: ''Ενα νεφρο αριστερο πρεπει να μου πεσε εκει στη φουρκετα''

 

Παραλειπόμενο #12

Απο μνμ στο fb

- Eλα ρε, περασα σημερα απο κατω απ το γραφειο σου

- Ελα

- Ενα μαυρο KLR δεν έχεις;

- Ναι

- Τι ειναι αυτο το καφε απο κατω; Δικο σου;

 

Παραλειπόμενο #13 - Συζήτηση με το Σπυρο

- Ρε μλκ γιατι φορας γαντια κουζινας, για λαντζέρης στην ταβέρνα;

- Δεν ειναι γαντια κουζινας.

- Ειναι. Vileda.

- Δεν ειναι vileda, ειναι vintage.

- Τα ίδια έχει η μανα μου για τα πιατα. Vileda.

- Είναι vintage. 30 ευρώ τα πηρα κι ήταν και προσφορά.

- Το Καρφουρ τα χει 4. Σε γδύσανε μλκ κανονικά.

- Δε σου μιλάω.

 

Παραλειπόμενο #14.

Στης Κατερίνας υπήρχαν 2 τραπέζια. Ένα που καθόμαστε όλοι, κι ένα του Ζήση. Ο Ζήσης σηκωνόταν απ' το δικό του, έκανε raid στο δικο μας κρατώντας ένα τεράστιο πιατίδι το οποίο το πατίκωνε με ότι έβρισκε και μετα καθόταν και φώναζε ΕΒΙΒΑ ΜΩΡΕ μεχρι να του τελειωσουν οι προμήθειες και να ξανακάνει raid. Μετά από λίγο όποτε σηκωνόταν άφηναν όλοι κάτω τα πιρούνια, από αντανακλαστικό. Εγώ ήμουν τυχερός, μου πήρε μόνο τα μακαρόνια, του Συρίγου του πήρε το κρέας. Ευτυχώς η Κατερίνα είχε μαγειρέψει για 140 άτομα και περίσσεψε.

 

 

Παραλειπόμενο #15

1 φωνή - Κρίμα ρε γμτ να μην έρθει κι ο Angelos Pateritsas

1 άλλη φωνή - Ε ναι ρε αλλά χτύπησε το χέρι του νομίζω

1 άλλη φωνή - Ναι είναι κουλός

20 φωνές μαζί - Ναι ενώ πριν....ΜΠΡΟΥΧΑΧΑΧΑΧΑ

 

Παραλειπόμενο #16.

Η διαδρομή ήταν μετρημένη σε χιλιόμετρα Παπαδάκη (Χ.Π).Τα χιλιόμετρα Παπαδάκη είναι:

1 χλμ Παπαδάκη = 7,6 χλμ

Επίσης το χιλιόμετρο Παπαδάκη περιλαμβάνει κροκάλα.

Οταν ξεκινούσαμε ακολουθεί ο διάλογος.

- Κωστα ποσα χλμ ειναι μεχρι να πιασουμε το δευτερο χωμα;

- Νομιζω 5-7

- Εγω θυμαμαι 20

- Οχι ρε, δεν ειναι τοσα

- Εχει ταμπελα που λεει 20

- Ναι γυρω στα 5-7 ειναι

Στάση για ανασύνταξη.

- Κώστα ξερεις ποσα χλμ εχουμε κανει;

- 5

- 22

- Ελα ρε, ειναι τοσα;

- Ποσα ειναι μεχρι την ταβέρνα;

- Μια 15αρια ακομα

- Χιλιόμετρα ρώτησα όχι τούμπες. 15αριά είναι οι τούμπες.

 

Παραλειπόμενο #17

Εκει που ειμαστε να πιουμε καφε εχει μονο μια γιαγια η οποια εχει παθει κοκομπλοκο με τις ορδες. Στο μεταξυ εχει buffer 2 καφέδες κι ένα στη θαλάμη. Κι εκεί που την έχουμε ρυθμίσει με τις παραγγελιες κι εχουμε πιασει ρυθμο παει ο Τζιρακης στην κουζινα και της πεταει ενα ''ενα φρεντο εσπρεσσο μετριο με μαυρη και εβαπορε'' και εκανε reset η γρια. Βγαινει εξω, οι υπολοιπες παραγγελιες δεν υπηρξαν ποτε, φερνει μονο τον καφε του Τζιρακη, τον σερβιρει στο Συριγο και φευγει. Παρ' τ' @@ μου οι υπολοιποι.

 

Παραλειπόμενο #18

Στο φαράγγι στη μέση του πουθενά, εκεί που έχουμε σταματήσει εμφανίζονται δυο κοπελίτσες μ' ένα Clio. Τα μηχανάκια είναι αφημένα αριστερά δεξιά, κρανίου τόπος στο μεταξύ, δεν υπάρχει ψυχή ζώσα. Ο Ζήσης κολλάει τη μούρη του στο τζάμι και τους λέει ''να μας βγάλετε φωτογραφία κορίτσια;''

Δεν το ήξερα ότι γεμίζει έτσι η δευτέρα στο Clio

-----

 

Ετικέτες

Δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα - Η σελίδα του MOTO που έγινε "viral"

27/9/2016

Γράφω για μοτοσυκλέτες. Ή τουλάχιστον αυτή είναι μια πρόφαση για να γράψω για κάποια πράγματα σημαντικά. Και πάντα μ’ αρέσει το απλό γράψιμο, αν έχεις να πεις κάτι δε χρειάζεται να λες πολλά. Αν δεν έχεις, μπορείς να γεμίσεις σελίδες. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι να βλέπεις ότι αυτό που λες φτάνει κάπου. Για το κείμενο με τίτλο ‘wabi sabi’ το inbox μου γέμισε μηνύματα από ανθρώπους άσχετους με μοτοσυκλέτα.

Σήμερα πήρα μια φωτογραφία, της κομμένης σελίδας μου από το περιοδικό να έχει αναρτηθεί σε ένα γραφείο καθηγητών. Πως έφτασε εκεί το βλέπετε στα μηνύματα παρακάτω. Γι’ αυτό αποφάσισα κατ’ εξαίρεση να δημοσιευτεί διαδικτυακά για όποιον θέλει να το διαβάσει. Ακολουθεί λοιπόν και όλο το κείμενο του ‘Wabi Sabi’ ή όπως δημοσιεύτηκε ‘Δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα’.

 

---------

«Καλησπέρα!

Βρήκα την αφορμή να σας στείλω αυτό το μήνυμα, αφού διάβασα το " 2 ποτιστήρια, μια κιθάρα και ένα μάθημα". Δεν είμαι μηχανόβια (!!!) αλλά ο σύζυγος μου νομίζω πως με αγαπάει λίγο(...μόνο λίγο) περισσότερο από τη F800GS του, πράγμα που σημαίνει ότι ειναι φανατικός του MOTO.

Για να μη μακρηγορώ, ήθελα απλώς να σας πω ότι το άρθρο σας όχι απλά με συγκίνησε αλλά με έκανε να αναλογιστώ κάποια πράγματα που θεωρώ δεδομένα. Θα το εκτυπώσω και θα το έχω στο γραφείο μου, για να μην ξεχνώ πως το απλό, παλιό, φθαρτό υπάρχει στη ζωή μας, για να θυμίζει το νόημα που χάνουμε μες στην πολύβουη ζωή μας.

Συγχαρητήρια και για τον τρόπο που γράφετε αλλά κυρίως για τα νοήματα που αποτυπώνετε!!

Καλή συνέχεια και καλές εμπνεύσεις.

Φιλικά,

Κωνσταντίνα Γεώργα»

 

-----------

«Διαβάζω το ΜΟΤΟ του Αυγούστου και πάντα αρχίζω από την τελευταία σελίδα (Στο στόμα του Λύκου). Με τον Λύκο είχαμε (και έχουμε) τις διαφορές μας, αλλά αυτό ποτέ δεν με εμπόδισε να κρίνω με όσο πιο καθαρό μάτι μπορώ.

Διαβάζω λοιπόν το Αυγουστιάτικο "Δυο ποτιστήρια, μια κιθάρα κι ένα μάθημα" και αν ήμουν Λύκος θα αποφάσιζα να μην ξαναγράψω.

Γιατί δεν νομίζω ότι ο Λάζαρος θα μπορέσει να γράψει καλύτερο, πιο ατμοσφαιρικό, πιο αληθινό κείμενο!

Θα την κρατήσω την σελίδα του περιοδικού (ως φανατικός.. "νεκρόφιλος").

Λάζαρε.... μπράβο κι ευχαριστώ !!!»

Μάνος Κιλημάντζος

-----------------

 

Ρε σύντροφε… τι ήταν αυτό το τελευταίο κείμενο στο ΜΟΤΟ… Με έστειλες, με χάζεψες, με βούρκωσες… Πολλά μπράβο! (και από την Τζένη τη γυναίκα μου).

Χάρης Μωραιτίνης.

 

Wabi Sabi

δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα

του Λάζαρου Αλεξάκη

 

Ναι το ξέρω σα τίτλος δε λέει και πολλά. Του λείπει το σασπένς και η ένταση. Το ζουμί όμως είναι στο μάθημα, οπότε μείνετε για λίγο μέχρι να φτάσουμε εκεί.

Να ξεκινήσουμε από τα ποτιστήρια. Τα είδα πριν από όχι πολύ καιρό σε ένα κήπο που πέρασα. Κι επειδή το να γράφεις είναι το τι παρατηρείς έκατσα λίγο παραπάνω και τα κοίταζα.

Το ένα ήταν παλιό, πολύ παλιό. Σιδερένιο, σκουριασμένο, μ’ εκείνη την όμορφη χαλκοπράσινη σκουριά που ξεκίναγε απ’ τη βάση του και ανέβαινε μέχρι πάνω αλλάζοντας όλους τους τόνους του καφέ και μερικούς του πορτοκαλί μέχρι τη βάση για το στέλεχος που κατέληγε σε κείνο το μεγάλο κωνικό παλιομοδίτικο στόμιο. Το χερούλι του είχε στραβώσει λίγο και κισσός το είχε πιάσει και το είχε τυλίξει. Ήταν ακουμπισμένο σε ένα περβάζι παραθύρου κοντά σε μια βρύση. Ήταν όμορφο. Ήταν πολύ όμορφο.

Κάτω από το περβάζι, στη βάση του μικρού τοίχου ήταν ακουμπισμένο ένα κίτρινο πλαστικό ποτιστήρι. Βρώμικο. Δεν ήξερα αν είναι παλιό ή καινούριο - οι γνώσεις μου στα ποτιστήρια είναι πολύ περιορισμένες. Ήταν σπασμένο. Είχε ένα μεγάλο βαθύ σκίσιμο στο πλάι του που έχασκε. Προφανώς δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πια, αλλά δεν έφταιγε αυτό. Το βρώμικο κίτρινο χρώμα του το έκανε άσχημο. Το έκανε σκουπίδια. Φύλλα δεν είχαν πιάσει πάνω του, ήταν σαν η φύση να είχε τραβηχτεί γύρω του να μην το ακουμπήσει.

Κάποιος είχε χρόνια το σιδερένιο, μετά είχε πάρει το πλαστικό σαν πιο ελαφρύ και εύχρηστο. Κι όταν αυτό αχρηστεύτηκε ξανάπιασε το παλιό το σιδερένιο. Το πρώτο θα μπορούσε να είναι θέμα ενός πίνακα, ή μιας ωραίας φωτογραφίας, ειδικά με την πρωινή πάχνη πάνω του. Το άλλο δεν έπιανε καν πάχνη λόγω της στιλπνής του επιφάνειας. Αν το σιδερένιο σταματούσε να ποτιστηριάζει (το ωραίο με το να γράφεις είναι να φτιάχνεις ρήματα), κάποιος ίσως το γέμιζε με χώμα και το γέμιζε φυτά. Γιατί ήταν όμορφο. Το άλλο ήθελε απλά πέταμα. 

Δίπλωσα προσεχτικά τις παρατηρήσεις μου για τα ποτιστήρια σε ένα νοητό μπλοκάκι που κρατάω και συνέχισα. Το ξεδίπλωσα πολλούς μήνες αργότερα, κι έφταιγε μια κιθάρα.

Μια κιθάρα custom για να είμαι ακριβής. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έχω πάρει τις τελευταίες φωτογραφίες της από το φίλο Διονύση Δικέφαλο που την φτιάχνει στο χέρι. Είναι μια κιθάρα σε χρώμα φυσικού ξύλου, που θα έχει πάνω ένα φετίχ μου, το great wave off kanagawa του Hokusai σχεδιασμένο στο χέρι από το Διονύση. Συζητάμε λοιπόν το τι και το πώς. Και φυσικά στην αρχή σκέφτομαι η κιθάρα να βγει ‘τέλεια’. Να βαφτεί έτσι και να πέσει τέτοιο βερνίκι που να γίνει ‘τέλεια’, και να γίνει μια κιθάρα που μετά θα πρέπει να την προσέχω να μην πάθει τίποτα και να μη φθαρεί και να δείχνει (αιώνια;) όλη την τέχνη που έχει πάνω της. Ο Διονύσης θέλει να μη βαφτεί και να μείνει φυσικό το ξύλο πάνω της. Και μου στέλνει ένα link με δυο λέξεις. Wabi-Sabi.

 

Διαβάζω και ανακαλύπτω τον τρόπο να συνοψίσω πολλά απ’ αυτά που σκέφτομαι σ’ αυτές τις δυο λέξεις. Το wabi-sabi είναι στην ουσία του ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης που γεννήθηκε στην Ιαπωνία αρκετά χρόνια πριν. Και αναφέρεται και στα δυο ποτιστήρια μου. Βγάζω νοητά το διπλωμένο χαρτάκι απ’ τον κήπο, το αφήνω δίπλα, φτιάχνω κι ένα καφέ και διαβάζω.

Το wabi-sabi αναφέρεται στην ομορφιά ενός αντικειμένου που είναι ατελές, που είναι φθαρτό. Που είναι ταπεινό. Που κάποια μέρα θα χαθεί όπως χάνονται όλα. Δεν αφορά την αγάπη για κάτι άφθαρτο, νεανικό και αψεγάδιαστο αλλά το σεβασμό για κάτι που περνάει, που είναι εύθραυστο, που έχει πάνω του τη μελαγχολία του τέλους του.

Το wabi-sabi αφορά την πεποίθηση ότι κάτι είναι πάντα ομορφότερο όταν φέρνει πάνω του τα σημάδια του χρόνου και της προσωπικής ενασχόλησης. Συγκεκριμένα η λέξη sabi αφορά το πώς τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς ενισχύουν ένα αντικείμενο, ένα αντικείμενο που αποτυπώνει πάνω του σε χαρακιές, σε σπασίματα, σε γδαρσίματα, σε φθορές όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ‘ζωή’ του. Και φυσικά αυτό μας φέρνει στην ιδέα ότι μέσα από αυτό αποδεχόμαστε και εμείς το πόσο φθαρτοί και περαστικοί είμαστε και απορρίπτει την ψευδαίσθηση του ‘αθάνατου’. Σε κάνει όχι μόνο να καταλάβεις αλλά και να αποδεχτείς ‘τον κύκλο’.

Αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που το πλαστικό σαν υλικό με απωθούσε πάντα έντονα. Πολύ περισσότερο στις μοτοσυκλέτες που είναι και φετίχ μετακίνησης για μένα. Το πλαστικό και η μαζική παραγωγή είναι η μαρκετίστικη και οικονομικά ‘συμφέρουσα’ επιλογή στο να μη δεχτείς αυτόν τον κύκλο. Χάλασε; Το πετάς και παίρνεις άλλο. Ξαφνικά τα ‘αντικείμενα’ δεν έχουν ζωή και κύκλο, δεν έχουν πορεία στο χρόνο γιατί αυτή δεν αποτυπώνεται πάνω τους, έχουν απλά ένα ‘ον’ και ‘οφφ’. Είτε δουλεύει και το κρατάς είτε δε δουλεύει και το πετάς και παίρνεις ένα άλλο. Κι έτσι μαθαίνεις λίγο και σε μια αναλώσιμη νοοτροπία που βολεύει τους καιρούς που ζούμε. Αναλώσιμοι εργαζόμενοι, εργοδότες, σχέσεις. Μπορεί να σε πάει σε επικίνδυνα μονοπάτια το αναλώσιμο, πέρα από την αισθητική.

Όμως αυτή είναι η τάση των καιρών. Η απόφαση έχει προ πολλού παρθεί. Και τα αντικείμενα που ‘χαράζονται’ απ’ το χρόνο όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο σπάνια και γι’ αυτό πιο πολύτιμα. Το να βρεις μια φωτογραφία σε ένα συρτάρι, κιτρινισμένη, ξεφτισμένη, στη γωνία σχισμένη, γραμμένο πίσω με στυλό ‘εκδρομή Μάιος 1975’ δεν είναι το ίδιο με το να βρεις ένα jpeg σε φάκελο. Το να βρεις το βιβλίο που διάβαζες μικρός, με τις σημειώσεις σου, με τα χαζά σχέδια στο οπισθόφυλλο, με αρχικά που μόνο εσύ ξέρεις τι σημαίνουν δεν είναι το ίδιο με το pdf στο tablet. Μερικά πράγματα ρουφάνε τη ζωή κι αφήνονται στη φθορά της. Άλλα είναι απλά προϊόντα.

Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν γεράσει μέσα σ’ ένα παλιό αμάξι, πάνω στη σέλα μιας Φλορέτας. Μέσα και πάνω σε σίδερα που φτιάχτηκαν – αν τα πρόσεχες – να κρατήσουν για μια ζωή. Κι αυτά κράτησαν.

Χαμογελάω συνήθως όταν ακούω κάποιον με τον οποίο μιλάω για μοτοσυκλέτες, ποτιστήρια ή παλιές φωτογραφίες να μου μιλάει – λογικά βέβαια – για τη χρήση τους. Μα αφού έτσι είναι πιο ελαφρύ, πιο εύκολο, πιο γρήγορο, τα βιβλία σε pdf δεν πιάνουν χώρο, τα jpg έχουν ανάλυση πολλά megapixels, τα πλαστικά εργαλεία, τα πλαστικά πιάτα, τα πλαστικά κουτάλια, ευκολία – και μετά; Μετά το πετάς.

Τα άλογα μας τα συνηθίσαμε σιδερένια. Όχι πλαστικά. Τα συνηθίσαμε να καταλαβαίνουμε πως δουλεύουν. Όχι μ’ ένα μάτσο ηλεκτρικά. Τα συνηθίσαμε να αποτυπώνουν πάνω τους τη ζωή μας, όχι να τα πετάμε και να παίρνουμε άλλα. Τα συνηθίσαμε να τα φτιάχνουμε με μέταλλα κι όχι με 3d-printer. Συνηθίσαμε να βλέπουμε τη ζωή μας που πέρασε πάνω στις γρατζουνιές τους και τα σημάδια τους και να προσπαθούμε να τα γιατρέψουμε. Η σκουριά ποτέ δεν κοιμάται έλεγε κι ο άλλος ο παλιοροκάς. Rust never sleeps. Όσο εσύ τρίβεις και φτιάχνεις και μαζεύεις, αυτή κάνει τη δουλειά της, 24 ώρες τη μέρα, 365 μέρες το χρόνο, η σκουριά δεν κοιμάται. Κι όταν τη χάσουμε τη μάχη με το χρόνο, γιατί πάντα τη χάνουμε, θα το κρατήσουμε σε μια γωνιά γιατί έχει να πει μια ιστορία. Ατελή, πονεμένη, γεμάτη σπασίματα και αποτυχίες δικές του και δικές μας – μα μια ιστορία. Μια δική μας ιστορία.

Κι όταν μεγαλώσω κι έχω σε μια γωνία το μηχανάκι μου, την κιθάρα του Διονύση, και μερικά άλλα ‘παλιοπράγματα’, θέλω να βλέπω ιστορίες γύρω μου, όχι σκουπίδια. Θέλω να χουν κάτι να μου πούνε και κάτι να τους πω. Καλές ιστορίες και καλούς δρόμους αδέρφια.