Husqvarna 500 GP

Η σουηδική έκπληξη
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

17/8/2017

Σε μια εποχή που οι βρετανικές τετράχρονες αγωνιστικές GP έπνεαν τα λοίσθια, όταν το πρώτο κύμα ιαπωνικών δίχρονων ετοιμαζόταν να κατακλύσει τις πίστες των GP, μια μοτοσυκλέτα την οποία έφτιαξε, οδήγησε και συντήρησε ένας άνθρωπος μόνος του, κατάφερε, με την υποστήριξη μιας εταιρείας άσχετης με τους αγώνες ταχύτητας, να αφήσει το στίγμα της στην Ιστορία. Ήταν ένα δικύλινδρο δίχρονο Husqvarna 500, και ο “πατέρας” της επιτυχίας του λεγόταν Granath, Bo Granath

Αν γινόταν ένας διαγωνισμός με την ερώτηση “Ποιος κατασκευαστής ήταν ο πρώτος που αγωνίστηκε με δίχρονη μοτοσυκλέτα για μια ολόκληρη περίοδο στα GP 500;”, ελάχιστοι θα αναγνώριζαν τη Husqvarna. Η μικρή της περιπέτεια στους αγώνες ταχύτητας τη δεκαετία του ’70 δείχνει σήμερα τόσο απίθανη όσο και τότε, διότι στο δεύτερο μισό ενός αιώνα κατασκευής μοτοσυκλετών –που εορτάστηκε το 2003 με τον τίτλο του Eddy Seel στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Supermoto, αν και με λιγότερες τυμπανοκρουσίες από τη συνομήλικη Harley-Davidson– οι Σουηδοί είχαν αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο χώμα, κερδίζοντας 16 παγκόσμια πρωταθλήματα ΜΧ και άλλα 26 στο Enduro.

Όμως, εκτός των μυθικών 350/500 δικύλινδρων V 50 μοιρών αγωνιστικών GP με τα οποία έτρεξαν τη δεκαετία του ’30 οι Βρετανοί Stanley Woods και Ernie Nott, η Husqvarna δεν είχε καμία άλλη ασφάλτινη παράδοση. Αυτά, μέχρι την ανέλπιστη επιτυχία του Bo Granath, ο οποίος τερμάτισε στην εκπληκτική πέμπτη θέση της γενικής κατάταξης των GP 500 το 1972, με ένα δίχρονο δικύλινδρο που εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Husqvarna, επιτρέποντάς της να διεκδικήσει την τέταρτη θέση στην κατάταξη των Κατασκευαστών – ψηλότερα από τη Suzuki!

Ένα motocross στα Grand Prix

Συνεχίζοντας να αγωνίζεται στα 63 του χρόνια με ένα Husaberg Supermono κι ένα GSX-R 600, ο γεννημένος στη Στοκχόλμη Bo απολαμβάνει μια συνεχή αγωνιστική δραστηριότητα τεσσάρων δεκαετιών που ξεκίνησε το 1961. Την ίδια εποχή που έτρεχε στο σουηδικό πρωτάθλημα, αλλά και σε σποραδικούς αγώνες GP με τα αγαπημένα του βρετανικά μονοκύλινδρα, ο Βο ξεκινούσε μια επιχείρηση που σήμερα ανθεί, εισάγοντας στις σκανδιναβικές χώρες αγωνιστικά εξαρτήματα και τα λάδια Motul. Το 1963 έτρεξε  για πρώτη για πρώτη φορά στο Isle of Man TT, ενώ μέχρι το 1967 ήταν ένας πλήρους απασχόλησης αναβάτης αγώνων, αναγνωρισμένος ως ένας από τους καλύτερους ιδιώτες στα GP – αλλά πλέον έψαχνε για τη μοτοσυκλέτα που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει τις ορδές των μονοκύλινδρων στις κατηγορίες των 350 και 500cc.

Η Husqvarna είχε χτίσει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στους χωμάτινους αγώνες τη δεκαετία του ’60, με τους Rolf Tibblin, Bill Nilsson και Torsten Hallman να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ΜΧ από το 1959. Ωστόσο, ο αρχιμηχανικός της ομάδας, Ruben Helmin, ήταν οπαδός της ταχύτητας κι αυτό εξηγεί πώς ένα μονοκύλινδρο δίχρονο 250cc εξελίχθηκε ολοκληρωτικά από εξαρτήματα ΜΧ του εργοστασίου, ακόμη και το πλαίσιο, και αγωνίστηκε επιτυχώς το 1966 με τον Kent Anderson, μετέπειτα παγκόσμιο πρωταθλητή GP125. Ήταν ο Bo Granath που το πρωτοέτρεξε στα 350, τη χρονιά που πήρε τίτλο σε τρεις κατηγορίες στο σουηδικό πρωτάθλημα: στα 500 με το δικό του Matchless G50, στα 125 με ένα πρώην εργοστασιακό ΜΖ και στα 350 με το μονοκύλινδρο Husqvarna!

“Σκεφτόμουν ότι ένα δικύλινδρο 500, με δύο κυλίνδρους 250cc των ΜΧ της Husqvarna, θα ήταν ό,τι πρέπει για να κερδίσεις τα αγγλικά μονοκύλινδρα”, λέει ο Βο. “Ζήτησα από το εργοστάσιο να μου φτιάξει έναν τέτοιο κινητήρα, είχαν ήδη ένα πρωτότυπο που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ενός Norton Manx, αλλά μου απάντησαν ότι επρόκειτο για ένα πειραματικό μοτέρ και δεν ήταν καλή ιδέα. Πάντως, έφτιαξαν μερικά σχέδια, και μέχρι το 1968 το μοτέρ είχε φτιαχτεί με μικρό κόστος. Οι δύο κύλινδροι προέρχονταν από αγωνιστικά ΜΧ 250 και τα μόνα εξαρτήματα που έπρεπε να σχεδιαστούν από λευκό χαρτί ήταν τα κάρτερ, το μεσαίο κομμάτι του στροφάλου και ο πρωτεύων άξονας του κιβωτίου”.

Ο ίδιος ο Granath ανέλαβε να τροποποιήσει ένα πλαίσιο από ΜΧ 250 και, όταν το έκανε, συμπλήρωσε τη μοτοσυκλέτα με πιρούνι Ceriani, τροχούς και φρένα Fontana. Έτρεξε με αυτό στους δύο τελευταίους αγώνες του σουηδικού πρωταθλήματος, χάνοντας τη νίκη στο Linkoping για ένα μέτρο και τον τίτλο του για ένα βαθμό – έχοντας τρέξει ολόκληρο τον αγώνα χωρίς συμπλέκτη και με βίαιους κραδασμούς από το δικύλινδρο μοτέρ…

Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ

Καπνός στην Ισπανία

Αυτή η μοτοσυκλέτα άφηνε πολλές υποσχέσεις, καθώς ζύγιζε μόλις 120 κιλά, πολύ λιγότερο από τον τετράχρονο ανταγωνισμό. Έτσι ο Βο έφτιαξε μια δεύτερη 350cc και, με τον εαυτό του ως μηχανικό και αναβάτη ταυτόχρονα, ξεκίνησε την αγωνιστική περίοδο του 1969.

“Ειδικά το 500 ήταν πολύ γρήγορο, στους περισσότερους αγώνες βρισκόμουν μπροστά πριν εγκαταλείψω για οποιονδήποτε λόγο”, θυμάται. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη δίχρονη αγωνιστική μοτοσυκλέτα των GP 500, πριν την έλευση της δίχρονης επανάστασης που θα ακολουθούσε, αλλά η Ιστορία δεν άφησε το όνομα του Βο να γραφτεί στα βιβλία της. Στον εναρκτήριο αγώνα της χρονιάς, ο Βο κρατούσε την τρίτη θέση όταν από τους κραδασμούς διαλύθηκε η ανάφλεξη. Τελικά τρίτος τερμάτισε ο Ginger Molloy που τον ακολουθούσε με ένα μονοκύλινδρο Bultaco, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο σε βάθρο GP με δίχρονη μοτοσυκλέτα.

“Είχαν ραγίσει τα κάρτερ στα δοκιμαστικά, οπότε τηλεφώνησα στη Σουηδία να μου στείλουν ένα νέο κινητήρα και καπνό. Η γραμμή όμως ήταν χάλια και έτσι άκουσαν μόνο τον καπνό, και αυτό ήταν το μόνο που έλαβα. Όταν γύρισα στη Σουηδία, όλοι έλεγαν για το τηλεφώνημα του Βο που ζητούσε να του στείλουμε καπνό στην Ισπανία!”

Εκείνη τη χρονιά η μοτοσυκλέτα της Husqvarna εγκατέλειψε σε 17 από τους 23 αγώνες, αλλά ο Βο κατάφερε να πάρει τη νίκη στον τελευταίο αγώνα. “Όλη η χρονιά ήταν μια κόλαση, σε κάθε αγώνα έπρεπε να ανοίξω τον κινητήρα μόνος μου και να φτιάξω το κιβώτιο, κάθε φορά άλλαζα δίσκους συμπλέκτη. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά είχα και πολλά άλλα. Τελικά αποφάσισα να παρατήσω το 350 και να επικεντρωθώ στο 500”.

Στο μεταξύ, η Kawasaki παρουσίαζε το H1R, ξεκινώντας το κύμα των δίχρονων GP που ο Βο είχε προβλέψει…

Τρέμε Agostini!

Την επόμενη χρονιά η Husqvarna παρουσίασε μια νέα γκάμα αγωνιστικών ΜΧ, με νέους κινητήρες. Ο Ruben Helmin δεν έχασε την ευκαιρία και έφτιαξε έναν νέο δικύλινδρο, σχεδιασμένο εξαρχής για τον Βο. Μάλιστα, οι Σουηδοί έστειλαν έναν κινητήρα στην Αγγλία και τη Seeley για να τους φτιάξουν εκεί ένα πλαίσιο, το οποίο ήταν έτοιμο λίγο πριν τον αγώνα στο Assen το 1971. “Ήταν απίστευτο! Έστριβε απίθανα, έξυνα συνεχώς τις εξατμίσεις, αλλά η μοτοσυκλέτα μου ήταν βιδωμένη στην άσφαλτο. Μόνο ο κινητήρας ήθελε λίγη δουλειά, δεν έβγαζε όση δύναμη θα ήθελα, αλλά ήξερα ότι αυτή ήταν η μοτοσυκλέτα που ονειρευόμουν για τρία χρόνια!”

Ο αερόψυκτος δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας δεν είχε προβλήματα αξιοπιστίας, ειδικά μετά από κάμποση δουλειά που έκανε μόνος του ο Granath. Οι αποδείξεις άρχισαν να έρχονται: όγδοη θέση στο σουηδικό GP του ’71, έκτη στο Ulster, δέκατη στη Monza.

Η επόμενη χρονιά ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Η περίοδος του 1972 έφερε το πρώτο βάθρο για τον Granath, αυτό που ονειρευόταν για πολλά χρόνια. Μετά από έναν σκληρό αγώνα 45 γύρων στο αυστριακό GP του Saltzburgring τερμάτισε τρίτος, μπροστά από τις ορδές τρικύλινδρων δίχρονων Kawasaki και ο Βο βρισκόταν δεύτερος στη βαθμολογία πίσω από τον Agostini και την MV Agusta του. Στο σουηδικό GP του 1972 ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, επιτυχία που ακούστηκε πολύ στη χώρα του και έκανε τους ανθρώπους της Husqvarna ιδιαίτερα περήφανους, ειδικά διότι τότε υπήρχε μια άλλη σουηδική εταιρεία, η Crescent, την οποία κέρδισε κατά κράτος! Ο Βο κυνηγούσε μέχρι τέλους την τρίτη θέση του πρωταθλήματος, αλλά μια σπασμένη κλείδα στον αγώνα των 350 στο Montjuich τού στέρησε την ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Τελικά κατετάγη πέμπτος εκείνη τη χρονιά, αλλά το κατόρθωμά του ήταν τεράστιο, καθώς όλη τη χρονιά αγωνιζόταν ταυτόχρονα και με ένα Yamaha στα 350 (“αυτό ήθελε μόνο τη συνηθισμένη συντήρηση και αναλώσιμα, δεν χαλούσε όπως το Husqvarna που ήθελε ολόκληρο λύσιμο σε κάθε αγώνα…”), ήταν ο ίδιος μηχανικός του εαυτού του και στις δύο κατηγορίες και έκανε και τη στρατιωτική του θητεία! Απίστευτο;

Τα επόμενα χρόνια, η Husqvarna πειραματίστηκε με βαλβίδες reed, αλλά τα πολλά μηχανικά προβλήματα δεν επέτρεψαν στον Βο να έχει επιτυχίες. Ο ίδιος μάλιστα τροποποίησε το μοτέρ του κάνοντάς το υγρόψυκτο και προσπάθησε να πείσει τη Husqvarna πώς αυτός ήταν ο δρόμος του μέλλοντος, αλλά δεν τον άκουσαν. Τελικά οι Σουηδοί, μετά από 7 χρόνια, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την αξία της υγρόψυξης και στους αγώνες ΜΧ… Στο μεταξύ, ο Granath συνέχισε να αγωνίζεται στα σκανδιναβικά πρωταθλήματα, κατατροπώνοντας μοτοσυκλέτες όπως οι Kawasaki KR500, Suzuki RG500 και Yamaha TZ750 με δικές του εκδόσεις του δικύλινδρου δίχρονου κινητήρα σε διάφορους κυβισμούς και παίρνοντας όλους τους τίτλους στις κατηγορίες 250, 350 και 750cc το 1976, πριν σταματήσει να ασχολείται με τους αγώνες επαγγελματικά.

Δίχρονη καταιγίδα

Το αγωνιστικό Husky 500 του Βο έμεινε στο γκαράζ του όπως ακριβώς ήταν όταν τερμάτισε τον τελευταίο αγώνα το 1976. Ο ίδιος το ξανάβγαλε έξω το 1997 για μια επετειακή εκδήλωση στο Sachsenring και, πρόσφατα, για το TT Centennial Classic στο Assen – όπου είχα την ευκαιρία, μετά από πρόσκληση του Βο, να οδηγήσω αυτήν την μοναδική μοτοσυκλέτα.

Συγκριτικά με τα δίχρονα Suzuki και Kawasaki, το Husky δείχνει χαμηλότερο, ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, χάρη στο πλαίσιο της Seeley θυμίζει αρκετά τη θέση οδήγησης των Matchless G50. Ο κινητήρας, με διαστάσεις 69,5 x 64,5 που μας κάνουν 489cc, φορούσε στρόφαλο 180 μοιρών για να απόσβεση των κραδασμών. Όπως είχε τρέξει το 1976, οι αερόψυκτες κεφαλές πατούσαν πάνω στους δικούς του υγρόψυκτους κυλίνδρους, ενώ η τροφοδοσία είχε ανατεθεί σε ένα ζευγάρι Mikuni 34mm από Yamaha TZ350. Σε αυτή τη μορφή ο Βο λέει ότι αποδίδει 65 ίππους στις 8.500 στροφές, εξαιρετική απόδοση για μια μοτοσυκλέτα 117 κιλών (με υγρά, χωρίς βενζίνη), συγκρίσιμη με τους 82 ίππους των τρικύλινδρων Kawasaki που ζύγιζαν 135 κιλά.

Αυτό αποδείχθηκε στην πίστα, όπου το Husky τραβούσε καθαρά και δυνατά από τις 4.000 στις σφιχτές στροφές Karlsloga και δεν υπήρχε κανένας λόγος να χρησιμοποιήσω την πολύ κοντή πρώτη. Αλλά από τις 6.500 και πάνω στο στροφόμετρο της Krober η δύναμη έρχεται καταιγιστικά, μέχρι τις 9.500 που αρχίζει η πτώση – αν και μπορείς να το παρακάνεις λιγάκι μέχρι λίγο πάνω από τις 10.000, γλυτώνοντας μια-δυο αλλαγές. Το αγωνιστικό κιβώτιο επιτρέπει ακριβέστατες “καρφωτές” αλλαγές και οι πέντε τελευταίες σχέσεις είναι σωστά κλιμακωμένες ώστε να σου επιτρέπουν να είσαι συνεχώς μέσα στην καλή περιοχή του κινητήρα, ανεβάζοντας σχέση από τις 9.000 και πάνω. Σπάνια θα χρειαστεί να πατινάρεις με τον συμπλέκτη στην έξοδο της στροφής, δείγμα της ελαστικότητας του μοτέρ με καταβολές από ΜΧ, αποδίδει τη δύναμή του γλυκά και προοδευτικά σαν τα μεταγενέστερα Yamaha με βαλβίδες reed, και καθόλου απότομα, όπως περίμενα.

Η επιτάχυνση είναι πολύ δυνατή για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70, με τη σημαντική συνδρομή του μικρού βάρους του Husqvarna. Η ελαφριά αίσθηση φαίνεται πολύ και στον τρόπο που αλλάζει κατεύθυνση, στον τρόπο που ο μπροστινός τροχός σηκώνεται στο αέρα κάθε φορά που βγαίνω από το σικέιν με τρίτη – αυτό με έκανε να εκτιμήσω και το Ohlins σταμπιλιζατέρ εποχής που έχει τοποθετήσει ο Βο. Κι όμως, το δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο, ούτε με τέρμα γκάζι στη γρήγορη δεξιά που οδηγεί στην τεράστια ευθεία της πίστας. Αν και έχει κάμποσους κραδασμούς στις χαμηλές στροφές, όπως όλα τα δικύλινδρα με στρόφαλο 180 μοιρών, όσο οι στροφές ανεβαίνουν τόσο ηρεμεί η κινητήρας, ενώ χάρη στις ελαστικές βάσεις του μοτέρ δεν συνάντησα ενοχλητικούς κραδασμούς ούτε καν δουλεύοντάς το στα κόκκινα.

Το CBR, o λόξυγγας και μια σπασμένη μπιέλα

Ωστόσο, στο πρώτο κομμάτι της δοκιμής αντιμετώπισα δύο προβλήματα, με τα φρένα και το πιρούνι. Ο δίσκος 280mm μπροστά είχε πολύ ξύλινη αίσθηση, ζητούσε πολλή δύναμη στη μανέτα και πάλι δεν έδινε το δάγκωμα που θα περίμενα, οπότε έπρεπε να ζορίσω αρκετά τον πίσω δίσκο της Brembo για να επιβραδύνω το Husqvarna από ταχύτητες της τάξης των 180-190 χιλιομέτρων. Δεν πιστεύω ότι έφταιγαν οι δαγκάνες, έχω οδηγήσει κι άλλες μοτοσυκλέτες με δαγκάνες AP Lockheed, πιθανότατα το φταίξιμο πρέπει να αποδοθεί στα γερασμένα τακάκια και τους παλιούς ατσάλινους δίσκους που ο Βο νομίζει ότι προέρχονται από κάποιο Yamaha.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το πιρούνι, που, πολύ απλά, είχε ανεπαρκέστατες αποσβέσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το να κρατώ ανοιχτό το γκάζι μέσα στη στροφή σήμαινε πολλά κουνήματα, με το Husky να δείχνει μια σαφή πρόθεση να με στείλει στην αμμοπαγίδα. Το μόνο που με έσωσε, αρκετές φορές, ήταν η σπουδαία πρόσφυση των σύγχρονων ελαστικών της Avon.

Σταματώντας για λίγη θεραπεία από τον κύριο Granath –για τη μοτοσυκλέτα φυσικά– αποκαλύφθηκε ότι το ένα καλάμι του πιρουνιού δεν είχε σταγόνα λάδι μέσα του. Γεμίζοντάς το, η κατάσταση βελτιώθηκε και μπορούσα πλέον να κρατώ μεγαλύτερες ταχύτητες μέσα στη στροφή, εκμεταλλευόμενος την άριστη συμπεριφορά του πλαισίου της Seeley. Πίσω η μοτοσυκλέτα φοράει δύο πιο σύγχρονα αμορτισέρ Ohlins, αλλά ο Βο αγωνιζόταν τότε με Girling. Στους γύρους που έκανα, σπάνια με απασχόλησε κάποιο μικρό κούνημα πίσω, μάλιστα δεν με απέτρεψε από το τα κυνηγηθώ με ένα CBR600 που γυρνούσε την ίδια ώρα στην πίστα. Μπορεί να μ’ έπαιρνε κάθε φορά στα φρένα, αλλά θα έβρισκα την ευκαιρία να του ρίξω στην ευθεία, περνώντας τον σα να είχε μείνει κολλημένος με τέταρτη σχέση!

Εντάξει, ο τύπος με το Honda γέλασε τελευταίος – κι εγώ ήμουν τυχερός που δεν απογειώθηκα όταν το Husqvarna κόλλησε με σπασμένη πέμπτη στην ευθεία. Κατάφερα να μην πέσω και να επιστρέψω στα pits, όπου ανακαλύψαμε ότι το πρόβλημα ήταν μια σπασμένη μπιέλα. Ο Βο πιστεύει ότι ήταν το αποτέλεσμα ενός “λόξυγγα” που είχε παρατηρήσει παλιότερα και εκδηλώθηκε πλήρως τώρα. Παρ’ όλα αυτά, αν και το παιχνίδι μου με το Husky τέλειωσε λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελα, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να αξιολογήσω μια μοτοσυκλέτα που θεωρώ ως έναν από τους μεγαλύτερους αφανείς ήρωες στην ιστορία των αγώνων GP.

Tο δίχρονο Husky δεν είναι νευρικό ούτε ασταθές σε καμία περίπτωση, ούτε όταν συναντά ανωμαλία στην άσφαλτο

Δεν τα παρατώ ποτέ

Με τα δεδομένα των μετέπειτα ιαπωνικών μοτοσυκλετών, αυτό το Husqvarna είναι τρόπον τινά ένα φτιαγμένο στο σπίτι σπεσιαλάκι, με αυτούς τους κυλίνδρους που ο Βο έκανε μόνος του υγρόψυκτους και την περίεργη εμφάνιση του “υβριδικού” κινητήρα που τονίζεται από τις αερόψυκτες κεφαλές. Το Husky του Bo Granath ήταν ένας άξιος διεκδικητής του βάθρου των GP 500, κι αυτή είναι η μέγιστη διάκριση για μια μοτοσυκλέτα που αγωνίζεται σε αυτήν την κορυφαία κατηγορία. Το μόνο που έλειψε ποτέ από αυτό το αποδοτικό αγωνιστικό πακέτο ήταν η πλήρης χρηματοδότηση. Αν ο Βο δεν επεδίωκε να ασχολείται αποκλειστικά ο ίδιος με το μηχανάκι του, αν η Husqvarna προσπαθούσε να στήσει σε συνεργασία με τη Seeley μια κανονική αγωνιστική μοτοσυκλέτα ως διάδοχο των τετράχρονων μονοκύλινδρων, τότε η Ευρώπη θα είχε βρει μια άξια αντίπαλο στα ΤΖ350 και Η1R στην κατηγορία των 500cc – τουλάχιστον μέχρι το 1966 που ήρθε το RG500 και άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το Husky ήταν ευκολότερο σε σχέση με το ΤΖ350, αν και θα έπρεπε να οδηγείς μονίμως στο όριο για να ανταγωνιστείς τα τρικύλινδρα Kawasaki. Αλλά ζώντας μαζί του μέρα με τη μέρα, όπως έκανε ο Granath, μάθαινες πώς να πηγαίνεις πολύ γρήγορα και μπορούσες να καταφέρεις πολλά – το απέδειξε ο Βο στη θρυλική σεζόν του 1972.

Ο ίδιος ο Agostini έχει αναγνωρίσει τον Granath και το Husqvarna του ως την ταχύτερη ιδιωτική συμμετοχή της δεκαετίας του ’70. Και, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό το Husky δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σπέσιαλ μοτοσυκλέτα φτιαγμένη στο σπίτι, σχεδιασμένη και συντηρημένη από τον ίδιο ένα άνθρωπο που την οδηγούσε με απίθανο τρόπο – και με ελάχιστη βοήθεια από ένα εργοστάσιο που ειδικευόταν σε χωματερές μοτοσυκλέτες. Αυτά που κατάφερε, παρά τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπισε, με απολύτως ελάχιστους πόρους και μετά από πολλές απογοητεύσεις, λένε πολλά για το ποιόν του ανθρώπου Bo Granath. Το ρητό της ομάδας του θα πρέπει να ήταν “Δεν τα παρατώ ποτέ”, απλούστατα γιατί ποτέ δεν τα παράτησε – και κοιτάξτε τί κατάφερε με την επιμονή του. Από μόνος του…

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κατασκευαστής / Μοντέλο:
Husqvarna / 500 GP
Κινητήρας:
Δίχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος σε σειρά
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
69,5 x 64,5
Χωρητικότητα (cc):
489
Τροφοδοσία:
Δύο καρμπιρατέρ Mikuni 34mm
Ανάφλεξη:
Motoplat
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Τύπος συμπλέκτη:
Υγρός πολύδισκος (8 δίσκοι)
Πρωτεύουσα μετάδοση:
Γρανάζια
Τελική μετάδοση:
Aλυσίδα, κιβώτιο 6 σχέσεων
Πλαίσιο:
Ατσάλινο σωληνωτό
Βάρος (kg):
117 με λάδια, χωρίς βενζίνη
Ανάρτηση εμπρός:
Τηλεσκοπικό πιρούνι Ceriani
Ανάρτηση πίσω:
Δύο αμορτισέρ Girling (ή αργότερα Ohlins)
Φρένο εμπρός:
Δίσκος 280mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Φρένο πίσω:
Δίσκος 220mm με δαγκάνα AP Lockheed δύο εμβόλων
Ελαστικό εμπρός / Διάσταση:
Avon AM20 Roadrunner / 90/90-18
Ελαστικό πίσω / Διάσταση:
Avon AM23 Roadrunner / 130/65-18
Ισχύς (hp/rpm):
65 / 8.500

 

 

Μπλε και κίτρινο, στα χρώματα της σημαίας της Σουηδίας φυσικά, για να ξεχωρίζει

 

Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το φέρινγκ είναι στενό πάνω και φαρδαίνει κάτω μόνο όσο χρειάζεται για τα πλαϊνά καπάκια του κινητήρα

 

Η ομορφότερη γωνία της μοτοσυκλέτας, από πίσω, με μια βαρβάτη δόση αγριάδας. Το πίσω λάστιχο είναι διάστασης 130/65, λίγο φαρδύτερο από τα 120/70 που φορούν σήμερα κατά κόρον οι σπορ μοτοσυκλέτες

 

Το πλαίσιο είναι ειδικά σχεδιασμένο για αυτόν τον κινητήρα από τη Seeley στην Αγγλία – πολύ καλύτερα από το αρχικό, πρώην ΜΧ πλαίσιο της Husqvarna. Αργότερα ο κινητήρας τοποθετήθηκε σε ελαστικές βάσεις, λύνοντας το θέμα των αμέτρητων κραδασμών που προκαλούσαν το ένα πρόβλημα πίσω από το άλλο

 

Ο κινητήρας προέκυψε συνδέοντας δύο κυλίνδρους από ΜΧ 250. Τα πλαϊνά κάρτερ είναι τα αυθεντικά της Husqvarna, αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτιάχτηκε εκ των υστέρων για να συνδέσει τους δύο κυλίνδρους. Αυτός ο κινητήρας είναι πολύ δουλεμένος και φαίνεται, ακριβώς όπως τερμάτισε τον τελευταίο του αγώνα το 1976

 

Οι κεφαλές έχουν ακόμη τις ψύκτρες τους, αλλά οι κύλινδροι τις ξεφορτώθηκαν όταν ο Granath έφτιαξε το δικό του σύστημα υδρόψυξης. Διακρίνεται καθαρά το κύκλωμα ψύξης που χρησιμοποίησε ο Σουηδός. Η Husqvarna δεν πείστηκε από τον Granath και πέρασαν 7 χρόνια ώσπου να εισαγάγει την υδρόψυξη στις μοτοσυκλέτες της

 

Όταν δουλεύεις ανεξάρτητα από εταιρικές πολιτικές, τότε είσαι πιο ελεύθερος. Ο Granath επέλεξε ελεύθερα τα περιφερειακά της μοτοσυκλέτας του και προτίμησε αυτό το πιρούνι της ιταλικής Ceriani, ένα από τα καλύτερα της εποχής του

 

Σήμερα το δίχρονο 500 φοράει δυο αμορτισέρ της Ohlins, ωστόσο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του με δυο Girling

 

“Spola Kröken” σημαίνει “Σταμάτα να Πίνεις”. Για κάποιο διάστημα η σουηδική κυβέρνηση ήταν χορηγός του Granath, και, μέσω της μοτοσυκλέτας που κέρδιζε τα πάντα στους εγχώριους αγώνες, επέλεξε να διαφημίσει την καμπάνια της εναντίον του αλκοολισμού

 

Σήμερα είναι 63 ετών, αλλά ο Σουηδός συνεχίζει να αγωνίζεται ερασιτεχνικά με ένα Supermono Husaberg κι ένα GSX-R 600. Φυσικά, δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε, από τη μοτοσυκλέτα που τον έφερε πίσω από τον μεγάλο Giacomo Agostini και το βάθρο των Grand Prix

 

MRCG: Δύο μέρες γεμάτες μοτοσυκλέτα!

Ζωντανεύουν τα παραμύθια;
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

22/8/2017

Οι μοτοσυκλετιστικές ιστορίες που ακούς σε καφετέριες και πλέον σε ιντερνετικές συζητήσεις, έχουν πάντα μία δόση υπερβολής, ή φαντάζουν πως έχουν καθώς ορισμένες φορές αδυνατείς να πιστέψεις πως όλα όσα ακούς έχουν συμβεί στην πράξη. Μπορεί να γίνει χειρότερο. Μπορεί μέσα σε δύο μέρες να μαζέψεις κι εσύ ο ίδιος μία σειρά από υπερβολικές ιστορίες και να σκέφτεσαι πώς θα τα εξιστορήσεις, χωρίς να αρχίσεις να κινείς υποψίες ότι ξεκίνησες την πρακτική να… φουσκώνεις μπαλόνια! Μοναδική συνθήκη για να βρεθείς σε μία τέτοια θέση, είναι να γίνεις μέρος μίας ιδιότυπης παρέας.

Αυτός είναι ο κόσμος του MRCG – Motorcycle Restoring and Customizing Greece ένα μικρό Γαλατικό χωριό που αντί για Ρωμαίους παλεύουν με μοτοσυκλέτες, μερικές φορές με σκούτερ (εκτός από εκείνα που τους περνάνε στους χωματόδρομους) και για μαγικό ζωμό έχουν το… Harpic! Υπάρχει λοιπόν μία εύκολη λύση αν το ακροατήριο είναι ευαισθητοποιημένο με τα μοτοσυκλετιστικά θέματα, βάζεις την λέξη MRCG μπροστά κι αμέσως ο άλλος είναι έτοιμος να πάρει ως δεδομένο κάθε τι που θα ακούσει και διαφορετικά θα φάνταζε υπερβολικό!

Για όσους δεν ξέρουν –ακόμα- τι είναι το MRCG, ας πούμε πως πρόκειται για μία από τις ελάχιστες ομάδες που όλα τα ήδη μοτοσυκλέτας συνυπάρχουν, και αποβάλλει σιγά-σιγά όποιους έχουν μονομερείς απόψεις. Από καινούρια KTM, καμία σχέση με restoring και customizing, μέχρι μοτοσυκλέτες που έχουν όνομα και επώνυμο αντί για μάρκα, καθώς είναι δημιούργημα του αναβάτη τους, στο MRCG συναντάς τα πάντα και δεν έχει σημασία τι καβαλάς, αλλά ο τρόπος που σκέφτεσαι! Ως ένα από τα πρώτα μέλη του MRCG - όταν ξεκίνησε βάφοντας ρεζερβουάρ πριν αποκτήσει την δύναμη να συγκεντρώνει πάνω από χίλιες μοτοσυκλέτες σε ένα απόγευμα ή να ανακαινίζει Ιδρύματα με το φιλανθρωπικό του έργο - δεν χάνω καμία του εκδήλωση και φέτος έπρεπε να είμαι και στα «Γαϊδουράγκαθα: Ζαβοί Τρακάρ».

Μάλιστα - αυτός είναι ο γενικός τίτλος μίας μοτοσυκλετιστικής εκδήλωσης που οι χαρακτήρες, δηλαδή οι συμμετέχοντες, είναι εκείνοι που παρουσιάζουν θέμα κι όχι η ίδια η διαδρομή, ή το που έγινε στάση για φαγητό και το καλά οργανωμένο (όχι;), σφιχτό πρόγραμμα. Οι τύποι του MRCG μέσα σε δέκα λεπτά οδήγησης έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ισάριθμες ιστορίες καθώς τις παράγουν με ρυθμό πυροβόλου, και το να ταξιδεύεις μαζί τους είναι μία απόλαυση. Τι κι αν σημειώθηκαν 38 πτώσεις, από σύνολο 105 μοτοσυκλετών, αν δηλαδή το ένα τρίτο των συμμετεχόντων είχε κάποιας μορφής έμπρακτης επικοινωνίας με το έδαφος; Μερικοί μάλιστα είχαν τόσο συχνή επαφή που πλέον θεωρούνται μεγαλογαιοκτήμονες του Νομού Ηρακλείου, ωστόσο καμία φορά δεν μπορούσες να πεις ότι συνέτρεχαν λόγοι ανησυχίας! Ελάχιστες φορές έχω παρευρεθεί σε πορεία ενός ετερόκλητου γκρουπ μοτοσυκλετιστών χωρίς να έχουμε παρεξηγήσεις, εντάσεις, προσπάθεια να αποδείξεις πως είσαι καλύτερους από τους υπόλοιπους. Όλα αυτά δεν υπάρχουν σε μία καλή παρέα μοτοσυκλετιστών, και μπορεί να είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά τελικά αποδεικνύεται πως είναι δυνατόν να συνυπάρξουν 105 μοτοσυκλέτες που να λειτουργούν μεταξύ τους με κανόνες παρέας!

Η πλήρως ανοργάνωτα οργανωμένη εκδήλωση, ξεκίνησε με ραντεβού στο Ηράκλειο από όπου η εκκίνηση σημαδεύτηκε με τα παραξενευμένα βλέμματα των περαστικών. Κι αν ο κόσμος της πόλης αναρωτιόταν τι συμβαίνει, η πραγματικότητα των κατοίκων στα χωριά ήταν που θα αποκτούσε ένα νέο νόημα, καθώς το ετερόκλητο κομβόι θα διέσχιζε τον κεντρικό τους δρόμο.

Πριν γίνει αυτό όμως, είμασταν έτοιμοι για μία ακόμη αναπαράσταση διάσημων εμαρσιτζίδικων ιστοριών. Για να είμαι μέσα στο πνεύμα της ομάδας, θέλησα να έχω ένα αντιπροσωπευτικό μηχανάκι, παρόλο που ήταν βέβαιο πως θα υπήρχε ανεκτικότητα ακόμα και στην περίπτωση που έφτανα με σκούτερ (τυχαίο παράδειγμα). Τι πιο αντιπροσωπευτικό λοιπόν, από το XT550 του Λάζαρου Αλεξάκη, του συνεργάτη του MOTO και ιδρυτή της ομάδας! Είναι αυτό ακριβώς το XT για το οποίο έχετε διαβάσει στο περιοδικό πως προσπάθησαν τόσοι πολλοί να το οικειοποιηθούν, που πλέον αμφισβητείτε η κυριότητα του… Ρίχνω την μία μανιβελιά πίσω από την άλλη, όταν έτερος φίλος έρχεται με νόημα και κατεβάζει το kill switch, με τον κινητήρα να παίρνει αμέσως μπροστά, εν μέσω πειραγμάτων! Εξαιρετικά παιδιά όλοι τους: Θα μπορούσαν να με αφήσουν να ρίχνω μανιβελιές μέχρι να έρθει η νύκτα, αλλά προτίμησαν να μην με κάνουν να παιδεύομαι, όπως στην διάσημη ιστορία που ανακυκλώνεται στο MRCG με τον ιδρώτα να στάζει πάνω στην μανιβέλα, μετά από άπειρες επαναλήψεις. Ωστόσο η υπόθεση με την μανιβέλα του XT, μόλις ξεκινούσε… Σ’ ένα χωριό πιο κάτω θα έριχνα καμιά 30αριά μανιβελιές πριν παραδώσω την σκυτάλη σε άλλον, κι ευτυχώς δεν τα κατάφερε με την πρώτη γιατί η καζούρα θα ήταν μεγαλύτερη…

Διασχίσαμε αμέσως μετά την πεδιάδα της Μεσσαράς προς Καπετανιανά στις παρυφές των Αστερούσιων, και ήδη μετρήσαμε τις πρώτες πτώσεις στις φουρκέτες που σκαρφαλώνουν απότομα την Οροσειρά που χωρίζει την πεδιάδα από το Λιβυκό πέλαγος. Όμως πριν από αυτό θα βάζαμε βενζίνη τρομοκρατώντας τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου που έπινε αμέριμνος τον καφέ του και αμέσως επιστράτευσε και τον άτυχο φίλο του να τον βοηθήσει! Εισπράττω τα πειράγματα μόλις στην τρίτη μανιβελιά που σημαίνει ότι ο κλοιός σφίγγει, ιδιαίτερα από τους ιδιοκτήτες XT 550, που δηλώνουν ευθαρσώς ότι «εγώ το βάζω με το χέρι – ένα χάδι θέλει μην το κλωτσάς – σφύρα του μην του μιλάς» και άλλα τέτοια όμορφα και ωραία…

Λίγο πριν τα Καπετανιανά, θα στρίψουμε δεξιά στον χωματόδρομο που κατεβαίνει στο φαράγγι της Τρυπητής, με την αρχή του δρόμου να κατηφορίζει ανάμεσα σε βράχια και γκρεμούς προσφέροντας μία μαγευτική θέα. Εδώ είναι που ο νεότερος της παρέας θα εισπράξει το μάθημα, πως δεν οδηγούμε χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό, όταν διανθίζει μία ήπια πτώση με ματωμένα χέρια και πόδια… με τα πολλά θα φτάσουμε στην ταβέρνα στην μέση του πουθενά, περιγραφή κυριολεκτική για εκεί που βρίσκεται, στα μισά του χωματόδρομου μέσα στο φαράγγι. Κουτρουβαλώντας ταχύτερα από αυτό που θα περίμενε κανείς, το πρόβλημα είναι πως φτάσαμε δύο ώρες πριν από την αυτό που του είχαμε πει. Και φυσικά τα πενήντα (!) κιλά κρέατος δεν ήταν ακόμα έτοιμα. Χορταίνοντας με ορεκτικά και παραδοσιακά πιάτα, έχει αρχίσει να εξαπλώνεται μία διάχυτη ανησυχία για να φύγουμε λες και η παραλία θα εξαφανιστεί ή θα κατεβάσει μπαριέρες. Γινόμαστε τρεις ομάδες, εκείνοι που έφυγαν πριν έρθουν τα ταψιά, εκείνοι που ετοιμάστηκαν να φύγουν και όσοι θα έμεναν να γευτούν το εξαιρετικό κρέας! Κάποιος θεός της Yamaha κάνει σωστά την δουλειά του κι εξαιτίας μίας καμένης ασφάλειας σε ένα XT, η αναχώρηση της δεύτερης ομάδας αναβάλλεται τόσο όσο χρειάζεται για να ολοκληρωθεί το τσιμπούσι. Μαλακό κρέας που δεν βαραίνει στο στομάχι, μας αφήνει να οδηγήσουμε κατηφορίζοντας προς την θάλασσα και να παίξουμε στον χωματόδρομο. Κάπου εκεί με δυο-τρεις μικρές αναπηδήσεις που θέλουν να μου τις χρεώσουν για άλματα, χάνω ένα-δυο ανταλλακτικά από το XT και ευτυχώς και την μανιβέλα. Τεράστια ανακούφιση, πλέον δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την εκκίνηση του σε κατηφόρα, κανείς δεν θα μετρά πόσες μανιβελιές έπεσαν! Επίσης οτιδήποτε ήταν να φύγει από το XT, με το ιδιότυπο καθεστώς ιδιοκτησίας, έχει ήδη φύγει και μπορώ να οδηγήσω ανενόχλητα. Δεν έχει σημασία που το XT550 ανήκει στο «Στόμα του Λύκου», τον Αλεξάκη, εκείνος που θα πληγωθεί αν πάθει κάτι είναι άλλος!

Φτάνουμε στον Λέντα αλλά μέχρι εκεί η παρέα που κυκλοφορεί σε δόσεις σκονίζοντας τα βουνά, έχει μαζέψει μερικές πολύ καλές ιστορίες. Υπάρχουν άνθρωποι που χάθηκαν, ασφάλειες που κάηκαν, εξαρτήματα που ξεβιδώθηκαν και μερικές ακόμη μικρο-πτώσεις. Στους Καλούς Λιμένες θα γίνει ο απολογισμός. Δύο θα επιστρατεύσουν την οδική βοήθεια και θα επιστρέψουν, κι ένας θα καταλήξει στο Κέντρο Υγείας για ράμματα στο πόδι. Η παρέα είχε φροντίσει να αναλάβει κάποιος τον ρόλο της «σκούπας» με αυτοκίνητο, όπως ακριβώς είχε και πλοηγούς, όλοι τους εθελοντές, όλοι τους αποφασισμένοι πως θα περνούσαν λιγότερο ευχάριστα για να ευχαριστηθούν οι υπόλοιποι. Για αυτό τους αξίζουν συγχαρητήρια. Πραγματοποίησαν έξοδα και θυσίασαν μέρες για να βοηθήσουν την παρέα, κι έτσι αποκτά νόημα το εσωτερικό αστείο που είναι ο «ΝΟΜΙΚΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ»! Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σε μία παρέα που πηγαίνει βόλτα, και όταν κάποιος τον ζητήσει, όπως έγινε την δεύτερη μέρα, είναι όλοι έτοιμοι να δείξουν τον εαυτό τους…

Όπως ακριβώς είχε γίνει στην πρώτη ταβέρνα, που ο ευγενής ιδιοκτήτης είχε επιστρατεύσει όλο το σόι από 12 ετών και πάνω, έτσι και το βράδυ την εξυπηρέτηση θα αναλάβει ένα άλλο ολοκληρωμένο σόι… Υπήρξαν χέρια που πήγαν να αρπάξουν ξένα σουβλάκια και τιμωρήθηκαν με δαγκωματιές, ένας κύριος έτρωγε μόνος του σ’ ένα τραπέζι γρυλίζοντας μόλις κάποιος πλησίαζε, κι ανάμεσα σε βουτιές στην παραλία και ανθρώπινα γαυγίσματα ήρθε η νύχτα να δώσει το σύνθημα. Ο ουρανός γεμίζει αστέρια, αφού ο πολιτισμός βρίσκεται μακριά για να τον μολύνει με φως, και ούτε οι προβολείς από το απέναντι νησάκι που αποτελεί βενζινάδικο ανάγκης για την ποντοπόρο ναυτιλία, μπορούν να τα βάλουν με την ξαστεριά. Η μεγάλη παρέα απλώνεται στην παραλία και δημιουργεί πηγαδάκια και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι το λεγόμενο «πηγαδάκι-hopping» πηγαίνοντας από τον έναν στον άλλο. Όλοι τους ευπρόσδεκτοι, όλοι τους με πειράγματα για την εκπληκτική οδήγηση -των άλλων- εκείνη την πρώτη μέρα! Τα μάτια δεν γίνεται παρά να κλείσουν συνοδευόμενα με χαμόγελα!

Η μέρα ξεκινά νωρίς με αναχώρηση για μία ήπια χωμάτινη διαδρομή που σκαρφαλώνει με την θάλασσα πίσω μας. Το ήπια δεν σημαίνει ότι οι “JOE BAR” τύποι, δεν θα έχουν ευκαιρία να δημιουργήσουν ιστορίες, πέφτοντας ή κοντεύοντας να πέσουν πράγμα εξίσου αστείο, για τους ίδιους πρώτα. Όπως αστείο είναι που σε κάθε φωτογραφία με κάποιον να πηγαίνει γρήγορα, υπάρχει πάντα μία πάπια πίσω του που πηγαίνει στον ίδιο ρυθμό! Ενίοτε και κάποια Vespa. Μέχρι και τις Vespa δεν υπάρχει θέμα για το MRCG, αν τους περνούσε και κάποιο σκούτερ θα είχαμε αυτοπυρπόληση, την στιγμή που υπάρχουν μαρτυρίες για το Runner που φορτωμένο πήγαινε παντού και έκανε προσπεράσεις…

Μερικές καμένες ασφάλειες ακόμα και μπόλικο γέλιο μετά, θα φτάσουμε στην λίμνη, ψηλά στον Ζαρό κι αυτή την φορά εντός ωραρίου. Από εκεί μας περιμένει το Αστεροσκοπείο για χώνεψη, μετά από λίγα χιλιόμετρα χωματόδρομου κι εδώ αρχίζουν οι παρανοήσεις. Η μεγάλη παρέα του MRCG έχει από όλα, supermotard που σουζάρουν σε κάθε ευκαιρία, σύγχρονα enduro, enduro βγαλμένα από μουσείο που το λέει όμως η καρδιά τους, άλλα που δεν θα έπρεπε να βγουν από το μουσείο, street / naked, παλιά και νέα, ότι χωρά το μυαλό σου! Η άποψη λοιπόν για την βατότητα του χωματόδρομου δεν γίνεται να είναι μία, και όσο λιγότερο άβατο τον βλέπεις, τόσο μεγαλώνει και σε απόσταση!

Μετά από μερικές εντυπωσιακές τούμπες, όλες τους ακίνδυνες, άλλες που έγιναν για λόγους συμπαράστασης – να πέφτει ο διπλανός σου και να σε βλέπει όρθιο είναι σκληρό – φτάνουμε στο Αστεροσκοπείο και ανταμειβόμαστε με την θέα και τον δροσερό αέρα. Θα κατηφορίσουμε για Ανώγεια που έχει γίνει παραγγελία για ταψιά με γαλακτομπούρεκο και σαν κανονική παρέα ο πρώτος απαιτεί να γίνει συνδυασμός από ότι έχει το μαγαζί με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι… Μέχρι να φτάσουμε όμως σε αυτό το βραβείο, είχαμε μία επεισοδιακή κατάβαση που είχε σταγόνες βροχής αφήνοντας λασπερά στίγματα όπου σε πετύχαιναν, από τα πολλαπλά στρώματα σκόνης που είχε επάνω του ο καθένας μας, και μερικά αιμοβόρικα ζωντανά, από εκείνα που κανονικά θα έπρεπε να καταναλώνεις σε παϊδάκια ή να τρέφεσαι με το γάλα τους. Μόλις άκουγαν μηχανάκι, έβαζαν το κεφάλι κάτω και έκαναν επίθεση, αλλά στο MRCG είχαν όλοι τους πλέον συνηθίσει τα ζιγκ-ζαγκ και δεν βρήκαν ούτε ένα στόχο, όσο κι αν προσπαθούσαν!

Κύλισαν έτσι δύο μέρες με μπόλικη οδήγηση και άφθονο γέλιο, χωρίς κανένα σοβαρό ευτράπελο, αφού οι πτώσεις τέτοιου είδους είναι μέσα στο πρόγραμμα. Αυτό που δεν είναι στο πρόγραμμα καμίας εκδήλωσης του MRCG, είναι η προκλητική οδήγηση για λόγους εντυπωσιασμού, συμπεριφορές που βλέπεις σε Πανελλήνια Συγκέντρωση, ή αντίστοιχες μοτοβόλτες, που υπάρχουν δυστυχήματα ακόμα και με την παρουσία της αστυνομίας. Κάθε σούζα και κάθε προσπέραση, σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα των δύο ημερών έγινε με ασφάλεια. Η μόνη πρόκληση, ήταν πως μπορεί να συνοδευόταν από την φράση «φάε την σκόνη μου»!

Δύσκολο να βρεις μία ομάδα που να συνυπάρχουν κάθε είδους δίτροχο, και κάθε είδους αναβάτης. Στο MRCG δεν είναι το μοντέλο μοτοσυκλέτας που ενώνει τον κόσμο, αλλά μία κοινή ιδεολογία, και για αυτό τον λόγο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα με «πυρήνες διοίκησης», και να πραγματοποιήσει οργανωμένα, ανοργάνωτες βόλτες με τέτοια επιτυχία! Για τους ίδιους, αν τους ρωτήσεις, η επιτυχία του «Ζαβοί Τρακάρ» ήταν καθολική από την στιγμή που η ονομασία επαληθεύτηκε στο έπακρο!

φωτό: MRCG

Ετικέτες