MotorBikeExpo 2018 Full Gallery: Custom πανδαισία!

Η μεγαλύτερη Έκθεση Custom του κόσμου στην οθόνη σας
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

5/2/2018

Ο μαγικός κόσμος της MBE 2018 απλώνεται μπροστά σας σε 500 φωτογραφίες που αποτυπώνουν όλα όσα έγιναν στην πιο πλούσια συγκέντρωση custom μοτοσυκλετών που υπάρχει στον κόσμο. Στο τεύχος Φεβρουαρίου που κυκλοφορεί, διαβάζετε το αποκλειστικό ρεπορτάζ σε συνεργασία με το caferacercult.gr και φωτογραφίες από τους C-Racer, όπου ξεχωρίζουμε μερικά ασυνήθιστα custom από την μεγάλη Έκθεση με την Ελληνική παρουσία.

Συμπληρώνουμε τώρα τις φωτογραφίες του τεύχους με μία πλούσια συλλογή, τόσο από το caferacercult.gr και τους C-Racer, όσο και από την ανταπόκριση με όλες τις δραστηριότητες εντός και εκτός εκθεσιακού χώρου, καθώς και με τις μοτοσυκλέτες που διακρίθηκαν στους διάφορους διαγωνισμού!

Φέτος η μεγάλη αυτή Έκθεση γιόρταζε μία δεκαετία παρουσίας, προσθέτοντας μία ημέρα παραπάνω στην διάρκειά της, την οποία γέμισε με μία εκδήλωση για την συμπλήρωση των δέκα χρόνων. Μονάχα που η απήχηση ήταν τέτοια, που αποφασίστηκε άμεσα να καθιερωθεί η πρόσθετη αυτή η μέρα και για το 2019!

Απίστευτη η απήχηση του DCR-017 της DNA High Perfomance Filters, που το εκπαιδευμένο κοινό της Έκθεσης αναγνώριζε από μακριά την ιδιαιτερότητά της και το γεγονός πως είχε επάνω της κάποια χαρακτηριστικά που κανείς άλλος στον κόσμο δεν έχει κατασκευάσει...

Θυμηθείτε: Το DCR-017 στην μεγαλύτερη έκθεση custom!

Συνολικά περισσότεροι από 160.000 επισκέπτες ταξίδεψαν στην Verona της Ιταλίας για να δουν σχεδόν 700 εκθέτες από όλο τον κόσμο. Εκτός από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, υπήρχαν εκθέτες από το Hong Kong, την Ιαπωνία, χώρες της Ασίας και της Αφρικής, χωρίς να υπολογίζεται μία μικρή στρατιά καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο που ζωγράφιζαν κράνη, τατουάζ, πίνακες ή… σκάλιζαν ακόμα και μουστάκια.. Όλα τα παραπάνω ντύθηκαν με περίπου 60 παράπλευρες εκδηλώσεις που κυμαίνονταν από test rides, μέχρι αγώνες και stunt show ενώ παράλληλα φιλοξενήθηκε και ο πρώτος γύρος του Ιταλικού Πρωταθλήματος Indoor Trial.

οι Έλληνες C-Racer και το caferacercult.gr είχαν για άλλη μία χρονιά μία εξαιρετική παρουσία στην Έκθεση με έντονο εμπορικό ενδιαφέρον!
 

Η μοναδικότητα της Έκθεσης στην Verona, είναι πως φέρνει κοντά τον απλό κόσμο με τους καλύτερους κατασκευαστές custom κι έπειτα με τις μεγάλες εταιρίες που σχεδόν στο σύνολό τους βρίσκονται στην έκθεση με τα δικά τους περίπτερα. Έτσι κάποιος που τώρα ασχολείται με τις custom κατασκευές, βρίσκει την ευκαιρία στην MBE να μιλήσει με τους καλύτερους στον κόσμο που είναι εκεί αυτοπροσώπως πάντα, και που τις δουλείες του βλέπει μονάχα σε φωτογραφίες περιοδικών, στο Instagram κτλ.. Παράλληλα γίνεται ευκαιρία να έρθει πιο κοντά το «παλιό με το νέο», όπως για παράδειγμα η ιταλική ομάδα woolf που συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα τεχνολογία Horizon 2020 και επιδοτήθηκε από την Ιταλική κυβέρνηση για να παραβρίσκεται στην CES2018..

Την τεράστια αυτή συνύπαρξη πλαισίωσε για ακόμα μία φορά η MOTUL, βασικός χορηγός της Έκθεσης, που παράλληλα έδινε την ευκαιρία δοκιμής των προϊόντων της στα πλαίσια της μεγάλης της χορηγίας! Ακόμα και τα σόου με τα αυτοκίνητα είχαν αέρα μοτοσυκλέτας, αφού σε ένα από τα τιμόνια του Drift Taxi που είχε φέρει ο Graziano Rossi, πατέρας του Valentino, βρισκόταν η Alessandra Rossi η σύντροφος του Dovizioso (απλή συνωνυμία το επίθετό τους) και η οποία δήλωσε πως ο Dovizioso δεν την αφήνει ποτέ να οδηγεί γιατί την.. «φοβάται»! Από το Drift μέχρι το 2ο Urban Enduro με ξακουστές συμμετοχές, η μεγάλη έκθεση είχε τόσα πράγματα να δεις εντός και εκτός εκθεσιακού χώρου, και τόσα ξακουστά ονόματα, που πράγματι οι ημέρες δεν έφταναν.

Η Alessandra Rossi, σύντροφος του Dovizioso, ήταν μία από τις οδηγούς του show με τα αυτοκίνητα που διοργανώνει ο πατέρας του Valentino Rossi...
Παράδειγμα προς μίμηση: Βασισμένο σε BMW R100R από την Αυστριακή «Vagabund Moto» το "V07" στο περίπτερο του Αυστραλέζικου site: Pipeburn...

 

Πέρα από τις μοτοσυκλέτες που ξεχωρίσαμε στο τεύχος που κυκλοφορεί, δείτε την μεγαλύτερη Gallery φωτογραφιών από την φετινή Έκθεση:

 

Ετικέτες

Μια απ' τις πιο σημαντικές "μοτοσυκλέτες" της Moto Guzzi

Η κρυφή ιστορία πίσω απ' το τρίτροχο
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

6/2/2019

Moto Guzzi V7, η πιο αναγνωρίσιμη της εταιρείας που κατέχει το ρεκόρ του Ευρωπαίου κατασκευαστή με την μεγαλύτερη ΑΔΙΑΚΟΠΗ λειτουργία, μία μοτοσυκλέτα είδωλο για όλους τους ιταλόφιλους και όχι μονάχα τους guzzisti! Σήμερα θα πάμε στην απαρχή της ιστορίας της και θα βρούμε την βάση για έναν από τους λόγους της επιτυχίας της. Και για να το κάνουμε αυτό θα ξεκινήσουμε με μία ελάχιστα γνωστή τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που παίζει με τα όρια που υπάρχουν με την αυτοκίνηση του σήμερα, μιας και κάποτε όλες αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο γκρίζες…

Με μια πρώτη ματιά το τρίτροχο της Moto Guzzi εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του θυμίζοντας περισσότερο αυτοκίνητο -λόγω του τιμονιού- και λιγότερο φουρκόνι όπως θα προτρέξουν πολλοί να το παρομοιάσουν, όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι τελείως ξεχωριστό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 η Moto Guzzi υπέγραψε μια συμφωνία με τον ιταλικό στρατό ώστε να τους κατασκευάσει ένα όχημα ικανό για να περάσει ακόμη κι απ’ τα πιο δύσβατα ορεινά μονοπάτια, μεταφέροντας συνάμα μεγάλες ποσότητες προμηθειών και χωρίς να έχει μεγάλο κόστος συντήρησης. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι της Moto Guzzi απ’ τον στρατηγό Ferruccio Garbari που ήθελε να “αποσύρει” τα μουλάρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος τα στρατεύματα για την μεταφορά εφοδίων καθώς κατά τη διάρκεια του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου αποδείχτηκαν υπό μια έννοια ζημιογόνα, αφού όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έπρεπε να τραφούν για να αποδώσουν - και με τη τροφή να είναι περιορισμένη τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Έτσι τον Μάρτιο του 1960 μετά από έναν χρόνο εντατικών δοκιμών και τροποποιήσεων, η Moto Guzzi παρουσίασε το Autoveicolo Da Montagna (ορεινό όχημα).

Υπεύθυνος για τη δημιουργία του ήταν ο ευρηματικός μηχανικός της ιταλικής εταιρείας, Giulio Carcano. Το αρχικό του πλάνο ήταν να χρησιμοποιήσει τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 500 κυβικών που είχαν κι άλλες μοτοσυκλέτες της εταιρείας -τόσο στρατιωτικές όσο και παραγωγής, όμως αφού αποδείχτηκε αρκετά αδύναμος τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Giulio είχε σχεδιάσει έναν αερόψυκτο δικύλινδρο V 90ο με σκοπό να τοποθετηθεί στην sport έκδοση του Fiat 500, όμως το σχέδιο ματαιώθηκε καθώς η Moto Guzzi δεν είχε τη δυνατότητα να τον παράγει στις ποσότητες που ζητούσε η Fiat. Ναι, ήταν μία ωραία εποχή που ευνοούσε τις συνεργασίες. Το γεγονός πως ήταν υπεύθυνος στη δημιουργία του Autoveicolo Da Montagna του έδωσε τη δυνατότητα να εξελίξει περαιτέρω τον κινητήρα αυξάνοντας τον κυβισμό στα 754 κυβικά, προσφέροντας έτσι στο βαρυ σχετικά πρωτότυπο τις απαραίτητες επιδόσεις για να περνά και απ' τα πιο δύσκολα μονοπάτια. Ακόμη, ο κινητήρας είναι εφοδιασμένος με κιβώτιο έξι σχέσεων και μια όπισθεν παρέχοντας την κατάλληλη κλιμάκωση της δύναμης ώστε να ανεβαίνει μέχρι και πλαγιές με κλίση έως 31 μοίρες. Για να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε οποιοδήποτε τερέν, εφοδίασε τους πίσω τροχούς με ένα είδος ερπύστριας που μάλιστα είναι ρυθμιζόμενη ώστε να παρέχονται τα μέγιστα δυνατά επίπεδα πρόσφυσης, ενώ η μετάδοση της κίνησης γίνεται μέσω του διαφορικού.

Ακόμη ο μπροστινός τροχός παίρνει κίνηση απ’ τον κινητήρα μέσω δύο αξόνων με αποτέλεσμα να εκμηδενίζονται σχεδόν οι πιθανότητες να κολλήσει σε κάποιο μέρος στο βουνό. Όμως, το μεγαλύτερο ατού του –η αναρρίχηση στις απότομες πλαγιές- ήταν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, καθώς είχαν σκοτωθεί αρκετοί στρατιώτες την ώρα που ανέβαιναν στις πλαγιές αφού πολλές φορές αναποδογύριζε, πλακώνοντάς τους. Με την σκληρότητα που υπήρχε εκείνη την εποχή, συγκριτικά με την πιο εύκολα συναισθηματικά φορτισμένη δική μας, να ρίχνει βάρος και στο ίδιο το στράτευμα, καθώς δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο...

Σαν σύνολο εκπλήρωνε επιτυχώς τον στόχο του, αφού το πεδίο δράσης του δεν γνώριζε περιορισμούς -χάρη στην κίνηση στους τρεις τροχούς και τις ερπύστριες- ενώ παράλληλα το κόστος συντήρησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο σε χρήμα αλλά αντίθετα σε χρόνο. Πράγμα που σε στρατιωτικούς όρους το καθιστούσε ασύμφορο. Έτσι οι απώλειες που είχαν προκύψει απ’ τη χρήση του και σε συνδυασμό με τη δύσκολη συντήρηση που είχε λόγω των αξόνων κίνησης οδήγησε στην διακοπή της παραγωγής της, το 1963. Δεν είναι τυχαίο που το ψευδόνυμό του σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, ήταν: "Συνονθύλευμα γραναζιών".

Το εικονιζόμενο, άψογα ανακατασκευασμένο μοντέλο, προέρχεται απ’ το μουσείο The motorworld του V. Sheyanov που βρίσκεται κοντά στην Σαμάρα, βορειοανατολικά της χώρας μας κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και του Καζακστάν.

Ο Peter Moskovsskikh αναφέρει την ιστορία της μοτοσυκλέτας μέχρι να μπει στο μουσείο ως έκθεμα λέγοντας: “Την αποκτήσαμε από έναν συλλέκτη στο Rimini. Δεν ήταν σε κακή κατάσταση όμως η ολική ανακατασκευή της ήταν απαραίτητη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να βρούμε όλα τα ανταλλακτικά και όχι η διαδικασία της αναπαλαίωσης που διήρκησε έξι μήνες.” Για την ακρίβεια η αναπαλαίωση ήταν τόσο πιστή που απέκτησε ξανά μέχρι και την Beretta 38/49 που χρησιμοποιούσαν τα ιταλικά στρατεύματα στο ‘B Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και το έμβλημα του Torino Alpini του στρατιωτικού σώματος που την χρησιμοποιούσε.

Η ανακατασκευή της όμως δεν έγινε στο ρωσικό μουσείο όπως πολλοί θα πιστεύαμε αλλά πίσω στην Ιταλία, στο Cingoli, απ’ τον Costantino Frontalini ιδιοκτήτη ενός άλλου μουσείου που είναι αφιερωμένο στα sidecars.

Το τρίτροχο της Moto Guzzi έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της κίνησης που είχε και στους τρείς τροχούς καθώς και των ερπυστριών της όμως το πραγματικό μυστικό είναι ότι κρύβει μέσα της κάτι που είναι ανεκτίμητης ιστορικής αξίας για την εταιρεία, τον κινητήρα της. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος διάταξης V της Moto Guzzi που χρησιμοποιήθηκε έστω και σε μοντέλο για στρατιωτική χρήση αλλά επειδή μετέπειτα θα εξόπλιζε μοντέλο - είδωλο της εταιρείας, το V7.

Ο λόγος της δημιουργίας της V7, αποσκοπούσε στο να κερδίσει η Moto Guzzi έναν διαγωνισμό που είχε ξεκινήσει η ιταλική κυβέρνηση για τον εξοπλισμό της αστυνομίας με μοτοσυκλέτες. Νικητής του διαγωνισμού θα ήταν αυτός που η μοτοσυκλέτα του θα είχε το χαμηλότερο κόστος συντήρησης απ' τις υπόλοιπες στα πρώτα 100.000 και όπως καταλαβαίνετε η Moto Guzzi σε αυτόν τον τομέα δεν είχε αντίπαλο, χάρη τη δημιουργία του Giulio Carcano. Για να τον τιμήσει έδωσε τ' όνομά του στον κινητήρα, παρουσιάζοντας έτσι τον Carcano V7Έτσι το 1964 η πρώτη V7 βγήκε στην παραγωγή διαμορφώνοντας την εικόνα της Moto Guzzi που μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη με τους εγκάρσια τοποθετημένους κινητήρες.

Αν θέλετε, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την δοκιμή της V7 II Special 2015, συνεχίζοντας την ιστορία του Carcano...

Ετικέτες