Piaggio Beverly 300S 2017

Το μυστικό της επιτυχίας
Από τον

Πάνο Καραβοκύρη

28/12/2018

Το Beverly 300S της Piaggio αποτελεί πλέον μια πολυαγαπημένη επιλογή των αναβατών της χώρας μας –και όχι μόνο- και είναι μέλος της οικογένειας Beverly που την τελευταία 20ετια έχουν κατακλίσει τους δρόμους της πρωτεύουσας. Στο τεστ που αναδημοσιεύουμε απ’ το τεύχος 566 του ΜΟΤΟ, αναλύουμε τους λόγους βρίσκεται στην καρδία του ελληνικού κοινού λόγω των προτερημάτων του.

Όποιος αναρωτιέται γιατί το Beverly έγινε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην Ευρώπη και αγαπήθηκε τόσο πολύ στην Ελλάδα, αρκεί να ζήσει μαζί του για μερικές μέρες και θα του λυθούν όλες οι απορίες.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όταν προσπαθείς να φτιάξεις οποιοδήποτε προϊόν απευθύνεται στην μεσαία κατηγορία είναι να μπερδέψεις την έννοια της λέξης “μεσαία” και την έννοια της λέξης “μέτρια”. Ακόμα και αν δεν έχεις καμία πρόθεση να κοροϊδέψεις τους πελάτες σου, είναι πολύ εύκολο να την πατήσεις, αφού εξ ορισμού θα πρέπει να δουλέψεις με περιορισμούς στο κόστος των υλικών, με περιορισμούς στην τεχνολογία και με περιορισμούς στον εξοπλισμό. Εδώ είναι το σημείο που η εμπειρία, η τεχνογνωσία και η παράδοση κάθε εταιρείας βοηθάει ώστε το τελικό αποτέλεσμα να ξεπερνά της προσδοκίες των πελατών της. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Piaggio είναι μια εταιρεία που έχει ταυτίσει το όνομά της με τα scooter και τα χρόνια συσσωρευμένης εμπειρίας της σε αυτή την κατηγορία δικύκλων δεν συγκρίνεται με κανενός άλλου κατασκευαστή. Σίγουρα ο ανταγωνισμός είναι σκληρός τα τελευταία χρόνια, καθώς τόσο τα ιαπωνικά εργοστάσια, όσο και εκείνα της κεντρικής Ασίας, έχουν επενδύσει πολλά χρήματα και επιδεικνύουν μεγάλη σοβαρότητα. Έτσι, το γεγονός ότι το Beverly συνεχίζει να αποτελεί το πρότυπο στην κατηγορία των μεσαίου κυβισμού scooter και αποτελεί τον πρώτο στόχο κάθε επίδοξου ανταγωνιστή, δείχνει ακόμα περισσότερο πόση δουλειά σε κάθε λεπτομέρεια έχουν κάνει οι Ιταλοί.

Διαχρονική, ποιοτική εμφάνιση

Το βασικότερο πλεονέκτημα του Beverly είναι σίγουρα η διαχρονική, σχεδόν κλασική εμφάνισή του. Έχει έντονη σχεδιαστική ταυτότητα και δεν το μπερδεύεις με τίποτα άλλο στο δρόμο, ταυτόχρονα όμως δεν καταφεύγει σε σχεδιαστικές ακρότητες για να εντυπωσιάσει. Αυτό το κάνει αποδεκτό σε ανθρώπους με διαφορετικά γούστα, είτε τους αρέσουν τα μοντέρνα ή νεανικά σχήματα, είτε προτιμούν τα κλασικά. Αυτό έχει και πρακτικό αντίκτυπο στον τομέα της μεταπώλησης, αφού δεν κακογερνάει μετά από δύο ή τρία χρόνια και φυσικά, αφού εμφανισιακά είναι αποδεκτό από τους περισσότερους, έχεις και περισσότερους υποψήφιους αγοραστές. Με την σειρά του αυτό σημαίνει αυξημένη ζήτηση στην αγορά του μεταχειρισμένου και άρα υψηλότερες τιμές μεταπώλησης, αφού ο νόμος της αγοράς καθορίζει πάντα τις τιμές βάσει προσφοράς και ζήτησης. Όμως την περίοπτη θέση του στην αγορά δεν την κέρδισε μόνο λόγω εμφάνισης. Υπάρχουν πιο ουσιαστικά στοιχεία που το Beverly έχει κερδίσει αυτή την περίοπτη θέση ανάμεσα στα δεκάδες μοντέλα που υπάρχουν στην κατηγορία του. Η ποιότητα των υλικών, η βαφή και το φινίρισμά τους είναι από εκείνα τα πράγματα που ο αναβάτης νοιώθει καθημερινά δια της αφής και της όρασης. Η σαγρέ-σατινέ υφή όσων πλαστικών δεν έχουν βαφή, θυμίζει σε ποιότητα το ταμπλό γερμανικών αυτοκινήτων της premium κατηγορίας και το ίδιο ισχύει για το κάλυμμα της σέλας. Τα βαμμένα πλαστικά γυαλίζουν και σε κανένα σημείο τους η μπογιά ή το βερνίκι δεν έχουν ατέλειες ή λιγότερο πάχος. Ακόμα και στην έκδοση S που οι σκούρες χρωματικές επιλογές για τους τροχούς κόβουν πόντους από την λάμψη του Beverly, η premium εικόνα παραμένει. Οι αρμοί στις ενώσεις των πλαστικών είναι ομοιογενείς σε όλα τα σημεία και τίποτα δεν τρίζει, ούτε τρέμει. Οι αρθρώσεις των μηχανισμών που ανοίγουν την σέλα και το ντουλαπάκι είναι απόλυτα στιβαροί και οι κλειδαριές τους (ηλεκτρική για την σέλα) έχουν ποιοτική αίσθηση και ήχο στο άνοιγμα και κλείσιμο. Ακόμα και το λάστιχο πάνω στο πάτωμα της ποδιάς που πατάνε τα πόδια σου είναι κορυφαίας ποιότητας αντιολισθητικό και έχει μεγάλο πάχος, εξουδετερώνοντας οποιονδήποτε κραδασμό θα μπορούσε να περάσει από τον κινητήρα στις πατούσες σου. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και η αίσθηση ποιότητας όταν χειρίζεσαι τους διακόπτες, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε μια αρνητική παρατήρηση σε ότι αφορά την απόσταση που έχουν από τα γκριπ και μερικές φορές χρειάζεται να χαλαρώσεις το χέρι σου στο γκριπ για να μπορέσει ο αντίχειρας να φτάσει το κουμπί Mode που αλλάζει τις ψηφιακές ενδείξεις στα όργανα (οδόμετρο/μερικός χιλιομετρητής/θερμοκρασία περιβάλλοντος/ώρα) ή την κόρνα από την άλλη μεριά του τιμονιού.

Όταν το χρησιμοποιείς είναι καλύτερο

Όσο ευχάριστο για το μάτι και την αφή είναι το Beverly 300, τόσο καλύτερο γίνεται όταν αρχίζεις να το χρησιμοποιείς καθημερινά. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος για να πάρεις ένα scooter. Η έκδοση των 300 κυβικών που έχουμε εδώ (υπάρχει και Beverly 350) απευθύνεται σε όσους κινούνται κυρίως μέσα σε πολυσύχναστο αστικό περιβάλλον και χρησιμοποιούν περιστασιακά ή για μικρά χρονικά διαστήματα δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Με αυτόν τον κινητήρα (είναι πλέον Euro 4) η ιδανική ταχύτητα κίνησης στους ανοιχτούς αυτοκινητόδρομους είναι μεταξύ 110-120km/h στο κοντέρ. Η δύναμη του κινητήρα και η σχέση “γραναζώματος” της αυτόματης μετάδοσης μπορούν να στείλουν την βελόνα του κοντέρ πάνω από τα 130km/h χωρίς πρόβλημα στις ευθείες, όμως αν οδηγείς καθημερινά για μεγάλα χρονικά διαστήματα με πάνω από 120km/h στο κοντέρ η ζωή του ιμάντα θα είναι περιορισμένη και η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με την οδήγηση μεταξύ 110-120km/h. Σε αυτό το σημείο μπορείς να θέσεις το ερώτημα, γιατί να μην αγοράσεις το φτηνότερο και πιο οικονομικό σε κατανάλωση Medley 150, το οποίο κινείται άνετα με 100-110km/h στους ανοιχτούς δρόμους. Η απάντηση βρίσκεται στις επιταχύνσεις και στην άνεση με την οποία το Beverly 300 πιάνει τα 120km/h και τα διατηρεί ακόμα και με δύο άτομα σε ανηφορικές ευθείες. Τα διπλάσια κυβικά του Beverly 300 δεν κρύβονται στις επιταχύνσεις από στάση, αλλά ούτε και στις επιταχύνσεις εν κινήσει. Το αίσθημα ασφάλειας όταν κινείσαι σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας δεν συγκρίνεται με τα μικρότερου κυβισμού scooter και αυτά τα 10-20km/h μεγαλύτερης τελικής ταχύτητας κάνουν τεράστια διαφορά όταν οδηγείς ανάμεσα σε αυτοκίνητα που κινούνται με 80-130km/h. Το αίσθημα ασφάλειας είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του Beverly 300, που το κάνουν να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε ανταγωνιστή του σε αυτή την κατηγορία. Η σταθερότητα σε όλες τις ταχύτητες είναι ασύγκριτη και παρά τις σκληρές αναρτήσεις της έκδοσης S, οι τροχοί παραμένουν πεισματικά πάνω στην άσφαλτο και οι αποσβέσεις τους χαρακτηρίζονται από ποιότητα λειτουργίας. Μαζί με τα ελαστικά της Michelin, το ABS της Bosch και το traction control, το Beverly 300 είναι ένα σκαλί πάνω σε επίπεδο ασφάλειας από τον ανταγωνισμό. Ειδικά το traction control, όχι μόνο δεν είναι μαρκετινίστικη υπερβολή, αλλά κατά την γνώμη μου θα έπρεπε να αποτελεί (δια νόμου) στάνταρ εξοπλισμό σε όλα τα scooter, όπως και το ABS. Ο λόγος δεν είναι η υπερβολική δύναμη των scooter, αλλά η απουσία ελέγχου της λειτουργίας του συμπλέκτη από τον αναβάτη. Ειδικά στα πρωτοβρόχια που τα λασπόνερα κάνουν την επιφάνια των δρόμων επικίνδυνα γλιστερή. Το αυτόματο πατινάρισμα των scooter σε συνδυασμό με της μικρής διαμέτρου πίσω τροχούς, την πισώβαρη κατανομή μαζών και τα φτηνιάρικα κατά κανόνα ελαστικά τους, είναι η συνταγή μιας επιτυχημένης τούμπας – ακόμα και ξεκινώντας από το φανάρι.

Σε αντίθεση με το traction control που έχουν τα δύο mega-scooter της BMW, που δεν απενεργοποιείται και είναι υπερβολικά ευαίσθητο και παρεμβατικό, το σύστημα της Piaggio είναι πολύ πιο κοντά στις ελληνικές συνθήκες. Τι εννοούμε; Οι δρόμοι μας έχουν πολλές λακκούβες και ειδικά μέσα στις πόλεις είναι γεμάτοι μπαλώματα από τα εκατοντάδες μικρο-έργα της ΕΥΔΑΠ και των συνδέσεων φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι τα υπερευαίσθητα traction control να κόβουν συνεχώς την παροχή δύναμης, προκαλώντας… λόξυγκα στον κινητήρα. Στο Beverly 300 η επέμβαση του traction control όταν περνάς πάνω από τέτοιες ανωμαλίες είναι λιγότερο έντονη, η δύναμη του κινητήρα επανέρχεται άμεσα και τελικά είναι ελάχιστες οι φορές που θα σου δημιουργήσει δυσφορία. Ίδιας φιλοσοφίας είναι και η ρύθμιση του ABS. Η λειτουργία του συγκρίνεται μόνο με τα συστήματα που έχουν οι καλές μοτοσυκλέτες, αφού δεν βιάζεται να επέμβει και δεν “κοιμάται” μέχρι να επαναφέρει την δύναμη στο σύστημα πέδησης. Έχει ξεχωριστό κανάλι για κάθε τροχό, οπότε η επέμβασή του είναι ανεξάρτητη εμπρός-πίσω. Η δύναμη πέδησης είναι άριστη από το πίσω φρένο, όμως το εμπρός θέλει πολύ δύναμη στην μανέτα για να δείξει την αποτελεσματικότητά του. Σε αίσθηση είναι σαφώς βελτιωμένα σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά των φρένων της Piaggio, όμως ακόμα λείπει από το εμπρός η αμεσότητα για να μπορείς να το χειριστείς αποτελεσματικά με ένα δάκτυλο στη μανέτα. Ίσως να το έχουν κάνει επίτηδες επειδή οι σκουτεράδες τρέμουν στην ιδέα να φρενάρουν δυνατά με το εμπρός, όμως με ένα τόσο καλό ABS και τα καλής ποιότητας ελαστικά που φοράει το Beverly 300, δεν δικαιολογείται η επιλογή αυτή.

Το ζουμί της ιστορίας

Η ποιοτική εμφάνιση και η αίσθηση ασφάλειας είναι τα δύο βασικά σημεία που διαπρέπει το Beverly 300, όμως ένα scooter αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να είναι πρακτικό και με χαμηλό κόστος χρήσης. Το πραγματικό βάρος με γεμάτο ρεζερβουάρ είναι στα 174 κιλά και βρίσκεται στον μέσο όρο της κατηγορίας. Ως γνωστόν το βάρος έχει επίπτωση στην κατανάλωση, αφού όσο μεγαλύτερο είναι τόσο περισσότερο πρέπει να ανοίγεις το γκάζι. Το Beverly 300 είχε στα χέρια μας μια μέση κατανάλωση κοντά στα 3,8 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα και συμπεριλαμβάνει οδήγηση με ένα ή δύο άτομα στη σέλα, εντός και εκτός κέντρου πόλης. Με νευρική οδήγηση και επίμονα χουφτώματα στο γκάζι μπορεί να ξεπεράσεις τα 4 λίτρα/100km και με ένα άτομα στην σέλα και πιο ήρεμη οδήγηση μπορείς να κατέβεις εύκολα κάτω από τα 3,5 λίτρα/100km. Σε συνδυασμό με την μεγάλη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ των 12,5 λίτρων, η αυτονομία ξεπερνά τα 200 χιλιόμετρα και αυτό είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα που λίγα scooter διαθέτουν. Γενικά στον τομέα της πρακτικότητας, η Piaggio έχει δουλέψει πάρα πολύ στις λεπτομέρειες, κάνοντας πολύ ευχάριστη την συμβίωση με το Beverly 300. Έχει δύο πρακτικά στην χρήση σταντ, το ντουλαπάκι στην ποδιά έχει βαθιές τσέπες για να βάλεις με ασφάλεια μικροαντικείμενα χωρίς να σου πέσουν στην άσφαλτο μόλις το ανοίξεις και ο χώρος κάτω από την σέλα φωτίζεται, οπότε αν ο γύφτουλας ιδιοκτήτης που νοικιάζεις το γκαράζ έχει κόψει το ρεύμα για να μην πληρώνει πάγια, εσύ μπορείς να δεις τα πράγματα που έχεις βάλει μέσα (βγαλμένο από προσωπική εμπειρία…). Χωράει άνετα ένα μεγάλο full-face κράνος και περισσεύει αρκετός χώρος ακόμα, αλλά δύσκολα θα βάλεις μέσα δύο κράνη, εκτός κι αν είναι μικρά jet. Πάντως πρέπει να προσθέσουμε ότι είναι επενδυμένος με μοκέτα, προστατεύοντας από τις γρατσουνιές τα προσωπικά σας αντικείμενα. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι που δείχνουν την εμπειρία της Piaggio στο σχεδιασμό scooter και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής σου με το Beverly 300.

Στα 4.320 ευρώ που ζητάει η Piaggio αυτή τη στιγμή για ένα Beverly 300, δεν υπάρχει κάτι άλλο στον ανταγωνισμό που να είναι φτηνότερο και να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού. Βασικά δεν υπάρχει και τίποτα ακριβότερο που να έχει το ίδιο επίπεδο εξοπλισμού, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τομέα της ασφάλειας.

Διαχρονική σχεδίαση και κορυφαία ποιότητα υλικών και φινιρίσματος για τα όργανα που διαθέτουν όλες τις βασικές ενδείξεις σε αναλογική μορφή και τις δευτερεύουσες σε ψηφιακή. Από κάτω τους είναι το κουμπί απενεργοποίησης του traction control (ASR)

Το κουμπί Mode δεν αλλάζει χάρτες στην ρύθμιση του κινητήρα, απλώς επιλέγεις ενδείξεις στα ψηφιακά όργανα

Πολύ βελτιωμένο σε ποιότητα λειτουργίας το φυγοκεντρικό σύστημα των καινούριων Piaggio. Στο Beverly 300 η τελική ταχύτητα περιορίζεται λίγο πάνω από τα 135km/h στο κοντέρ

Η σέλα έχει ηλεκτρομαγνητική κλειδαριά και ανοίγει με το πάτημα ενός κουμπιού. Σε περίπτωση βλάβης υπάρχει και μηχανικός μοχλός μέσα στο ντουλαπάκι της ποδιάς

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Piaggio Beverly 300S

Αντιπρόσωπος:
Piaggio Hellas
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.190
Ύψος (mm):
-
Μεταξόνιο (mm):
1.535
Απόσταση από το έδαφος (mm):
-
Ύψος σέλας (mm):
790
Ίχνος (mm):
-
Γωνία κάστερ (˚):
-
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
780
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
 
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
 12,5/-
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, μονοκύλινδρος με 1ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75 x 63
Χωρητικότητα (cc):
278
Σχέση συμπίεσης:
-
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
21 / 7.250
Ροπή (kg.m/rpm):
2,5 / 5.750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
70
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Φυγοκεντρικός
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
Τελική μετάδοση / σχέση:
Ιμάντα / -
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
7,8
8,3
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
81
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου 4 θέσεων
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
14 Χ 3,5
Ελαστικό:
140/70-14
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος240 240mm με δαγκάνα δύο εμβόλων με δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ρολόι, στάθμη καυσίμου, ολικό χιλιομετρητή, μερικό χιλιομετρητή, θερμοκρασία ψυκτικού και ενδεικτικές λυχνίες για φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, στάθμη λαδιού, κεντρικό και πλάγιο σταντ, προεγκατάσταση για PiaggioMultimediaCenter, ABS / Traction Control
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
90/34
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16 X 3
Ελαστικό:
110/70-16
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και δικάναλο ABS

 

Παρουσίαση ελαστικών: Mitas TOURING FORCE-SC

Πρώτες εντυπώσεις από την δοκιμή τους
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

4/8/2018

Γράφουμε χιλιόμετρα με τα νέα Touring Force-SC της Mitas, που κατασκευάζονται στην Σλοβενία, σε μία δοκιμή που θα κρατήσει μέχρι το σύνολο της ζωής τους, ώστε να έχουμε μία σαφή εικόνα για την διάρκειά της αλλά και την συμπεριφορά τους μέχρι το τέλος. Οι πρώτες εντυπώσεις όμως είναι πολύ ενθαρρυντικές για το νέο ελαστικό της Mitas, έναν Ευρωπαϊκό κολοσσό των ελαστικών που έχει την Ν1 θέση σε πιο εξειδικευμένα ελαστικά, όπως αυτά των βαρειών μηχανημάτων και των αγροτικών. Βασικά η ιστορία της Mitas είναι γεμάτη από ευρωπαϊκές πρωτιές που στο άκουσμά τους αναθεωρεί κανείς το μέγεθος της, καθώς υπάρχει η αντίληψη στους Έλληνες μοτοσυκλετιστές που δεν είναι γεωργοί, ή δεν χειρίζονται βαριά μηχανήματα, πως πρόκειται για μία νέα εταιρία.

Η Mitas φτιάχνει ελαστικά οχημάτων από το 1930, ωστόσο το αντικείμενό τους νωρίτερα αλλά και κυρίαρχα παράλληλα με την ενασχόλησή τους με τα ελαστικά οχημάτων, ήταν τα πολυμερή και το ελαστικό ως υλικό πλέον. Με αυτά προμήθευαν κι άλλους κατασκευαστές, την βιομηχανία σε διάφορους τομείς  ενώ το όνομα που έχουν σήμερα το υιοθέτησαν αργότερα, το 1947. Ωστόσο πάντοτε η βαρύτητα παρέμενε στην βιομηχανία, επενδύοντας στην χημεία του ελαστικού ως υλικού, και το 2004 απέκτησαν κομμάτι μίας άλλης εταιρίας που έχει απίστευτα τεράστιο όγκο εργασιών κι εμείς την ξέρουμε για την άκρη της φτέρνας της και μόνο. Ο όμιλος που διαχειρίζεται την Mitas, εξαγόρασε τότε το τμήμα ελαστικών των αγροτικών μηχανημάτων της Continental A.G. ενός κολοσσού από τα ηλεκτρονικά έως - κάπου στο τέλος- τα ελαστικά μοτοσυκλετών. Με αυτό το βήμα, γρήγορα εξελίχθηκαν στον σημαντικότερο κατασκευαστή ελαστικών για τους αγρότες της Ευρώπης. Πριν από τρία χρόνια, ο όμιλος που κατείχε την Mitas ενώθηκε με τον Σουηδικό κολοσσό της χημείας, τον Trelleborg, που είχε αντίστοιχη πορεία στην δική του ιστορία. Έφτιαχνε ελαστικά για αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες από τότε που ξεκίνησαν να υπάρχουν μοτοσυκλέτες, την πρώτη δεκαετία του 1900, πριν αφοσιωθεί στα πολυμερή προϊόντα και στην προμήθεια των βιομηχανιών! Με πολύ γερές πλάτες στην χημεία, σχεδόν ολοκληρωτική ευρωπαϊκή προσέγγιση, από την στιγμή που η Ευρώπη αντιστοιχεί σε πάνω από το 80% των πωλήσεων, η Mitas δεν είναι μία νέα εταιρία, αλλά νέος είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει την μοτοσυκλέτα επενδύοντας δυναμικά. Τα τελευταία χρόνια η Mitas που είχε εξαιρετικές κριτικές στο Motocross, εμπλουτίζει συνεχώς την γκάμα της στα ελαστικά μοτοσυκλέτας.

Το TOURING FORCE-SC είναι ένα δείγμα της επένδυσης αυτής από την Mitas, καθώς ενσωματώνει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, έχοντας εξελιχθεί με την χρήση εξομοιωτών και προγραμμάτων τρισδιάστατης εικονικής πραγματικότητας.

Αυτό δίνει στους κατασκευαστές την δυνατότητα να τρέξουν χιλιάδες δοκιμές, που κανονικά θα απαιτούσαν χρόνια με την κλασσική μέθοδο της επαλήθευσης σε πραγματικές συνθήκες, πριν καταλήξουν σε ορισμένα πρωτότυπα που δοκιμάζονται στο δρόμο.

Αυτή την τεχνολογία χρησιμοποιεί και η Mitas, και στις βροχές που έπληξαν την χώρα τις προηγούμενες μέρες, η πολύπλοκη αυτή διαδικασία απέδειξε τον σκοπό της, καθώς η πρόσφυση ήταν σε υψηλά επίπεδα!

Το Touring Force –SC δεν έχει την πιο γρήγορη κορώνα που έχουμε δει στην κατηγορία, πράγμα που αποτελεί και πλεονέκτημα από μία οπτική, καθώς είναι ελάχιστοι εκείνοι που ψάχνουν ένα ελαστικό για σκούτερ, ιδανικό για απότομες αλλαγές κατεύθυνσης. Απεναντίας όμως, το Touring Force –SC έχει πολύ καλή συμπεριφορά μετά το αρχικό πλάγιασμα και όσο το πιέζεις στρίβοντας με ταχύτητα. Επιτρέπει έτσι στον αναβάτη να ξύσει την ποδιά σε σκούτερ που δεν έχουν αμιγώς σπορ χαρακτήρα. Στην μεγάλη κλίση, εκεί που λίγα ελαστικά της κατηγορίας αποδίδουν, τα Mitas επιβραβεύουν τον αναβάτη με προβλέψιμη συμπεριφορά, χωρίς κινητικότητα πέλματος που –για την συγκεκριμένη κατηγορία- οδηγεί σε μείωση πρόσφυσης και δοκιμάζει την ακαμψία του πλαισίου.

Ταυτόχρονα οι λακκούβες, τα σαμαράκια αλλά και οι περιπτώσεις αυξημένου φορτίου, δεν επιβαρύνουν τον σκελετό του ελαστικού, ένα σημείο που γενικότερα η Mitas ξεχωρίζει γιατί αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες προκλήσεις: Ένα από τα ελαστικά στην γκάμα της, ζυγίζει 450 κιλά και ο σκελετός του αποτελείται από ενιαίο, περιπλεγμένο νήμα, που το μήκος του φτάνει τα 50km! Μέσα από την τεράστια εξειδίκευσή της στις ειδικές κατασκευές, η Mitas έχει αποκτήσει μία αξιοζήλευτη τεχνογνωσία στην δημιουργία σκελετών, κι αυτή την στιγμή θέλει να την εμπλουτίσει με την ταχύτητα, έναν τομέα που δεν έχει αντίστοιχα μεγάλη εμπειρία. Στην συγκεκριμένη κατηγορία των σκούτερ όμως, οι σπορ δυνατότητες συναντούν την κορυφή του ανταγωνισμού.

Μέχρι στιγμής είδαμε πως ο καύσωνας μπορεί να επηρεάσει την απόδοση του Touring Force –SC όμως είναι εξαιρετικό το γεγονός πως η όποια απώλεια πρόσφυσης έρχεται με τρόπο που μας θυμίζει τα πλεονεκτήματα κορυφαίων ελαστικών της κατηγορίας, πολύ σταδιακά δηλαδή και με μεγάλα περιθώρια αντίδρασης. Άλλωστε στην ελληνική άσφαλτο είναι εξαιρετικό το γεγονός να βρίσκεις ένα ελαστικό που δουλεύει το ίδιο καλά εντός κι εκτός συνόρων. Συνήθως τα πράγματα αντιστρέφονται μόλις περνάς τα σύνορα κι αυτό έχει κυρίαρχη αιτία στην σύνθεση της ελληνικής ασφάλτου, κι έχουμε εξηγήσει πολλές φορές το γιατί στο περιοδικό.

Η Mitas βέβαια, και ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια κάτω από την ομπρέλα του νέου ομίλου, έχει πρόσβαση σε μία τεράστια τεχνογνωσία ελαστομερών στοιχείων, και είναι κληρονόμος μίας πλούσιας εμπειρίας στην δημιουργία συστατικών γόμας. Το νέο της ελαστικό έχει γόμα με χρήση S-SBR, όπως για παράδειγμα έχει εξελίξει και η Goodyear. Πρόκειται για συμπολυμερές στυρενίου-βουταδιενίου, δηλαδή δύο μονομομερών που έχουν πολυμεριστεί μαζί και αποτελεί μία αρκετά εμπορική και γενικευμένη λύση στην βιομηχανία ελαστικών.. με την διαφορά πως η ιδανική εφαρμογή για να υπάρχει ταυτόχρονα μεγάλη διάρκεια ζωής και εξαιρετική πρόσφυση, είναι κάτι που λίγοι κατασκευαστές έχουν καταφέρει να συνδυάσουν. Στην Mitas αυτό ήταν ένα από τα πρώτα προβλήματα που χρειάστηκε να λύσουν για να γίνουν νούμερο ένα στην Ευρώπη στα εξειδικευμένα ελαστικά, καθώς η διάρκεια ζωής για τον επαγγελματία είναι ο καθοριστικός παράγοντας επιλογής.

Για να δώσουμε το μέτρο σύγκρισης, στα πολυμερή υλικά και τα παράγωγα ελαστικών, ο όμιλος που ελέγχει την Mitas είναι τρίτος στον κόσμο, σε μία τεράστια αγορά που τα ελαστικά μοτοσυκλετών ούτε που φαίνονται ως ποσοστό αν προσπαθήσεις να τα αποτυπώσεις σε κάποιο διάγραμμα. Η εμπειρία τους λοιπόν στην χημεία των ελαστικών είναι σε υψηλότατο σημείο και το Touring Force –SC επωφελείται από αυτή ακριβώς την προίκα!

Εκεί που η Mitas έχει μικρότερη εμπειρία, συγκριτικά με άλλους κατασκευαστές, είναι στην δημιουργία ελαστικών μοτοσυκλετών με απαιτήσεις, εκεί δηλαδή που επενδύει πολύ δυναμικά τα τελευταία χρόνια. Στην περίπτωση του Touring Force –SC βέβαια, εφάρμοσε όλες τις δοκιμασμένες από την ίδια λύσεις και η πρώτη εντύπωση είναι ιδιαίτερα θετική, όσο ακόμα μετράμε σε εκατοντάδες και σκοπεύουμε να φορτώσουμε σε χιλιάδες, τα χιλιόμετρα της γνωριμίας μας, για να επανέλθουμε σε τεύχος του περιοδικού αναλυτικότερα και ειδικότερα…

περιοδικό ΜΟΤΟ
στις φωτογραφίες: Παναγιώτης Καραβοκύρης . φωτογράφος: Θανάσης Κουτσογιάννης

 

Ετικέτες