Ζυγίζουμε στην Ελλάδα το νέο BMW R1300GS και το συγκρίνουμε με τις προηγούμενες γενιές
Το πραγματικό του βάρος χωρίς βενζίνη
Από τον
Μπάμπη Μέντη
23/10/2023
Η BMW έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια ώστε η νέα R 1300 GS να είναι όσο πιο ελαφριά γίνεται σε αίσθηση – τόσο όταν την βλέπεις μπροστά σου, όσο και όταν την οδηγείς. Μείωσε δραματικά την επιφάνεια και τον όγκο των πλαστικών, σχεδίασε έναν πολύ πιο μικρό σε συνολικές διαστάσεις κινητήρα και αντικατέστησε το ατσάλινο υποπλαίσιο με ένα ολοκαίνουριο χυτό από ελαφρύ κράμα αλουμινίου.
Αυτή ήταν η συνταγή της τεράστιας επιτυχίας του πρώτου αερόψυκτου R 1200 GS το 2004, που είχε γίνει 20 κιλά ελαφρύτερο από τα R1100/1150GS και έφερε στην BMW ένα εντελώς διαφορετικό είδος αναβατών, που μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί ποτέ να αγοράσει μια BMW.
Στο πέρασμα του χρόνου βέβαια, τα μεγάλα GS άρχισαν σιγά-σιγά να ξαναπαχαίνουν, με την υγρόψυκτη γενιά R1200GS L/C να σκαρφαλώνει ξανά πάνω από τα 240 πραγματικά κιλά και στην έκδοση Adventure με το μεγάλο ρεζερβουάρ να σπάει κατά πολύ το φράγμα των 260 κιλών.
Ώρα για δίαιτα λοιπόν, με στόχο να γίνει ένα δυνατό restart στην οικογένεια των μεγάλων boxer, που για πρώτη φορά μοιάζει να δέχεται σοβαρή απειλή το image της από την Ducati Multistrada των 160 ονομαστικών ίππων.
Τα απόλυτα γκάζια ποτέ δεν ήταν το δυνατό όπλο του GS σε αυτή την κατηγορία (πάντα είχε ένα έλλειμα 10-15 ίππων από τα αντίστοιχα KTM και Ducati) και πολύ σωστά η BMW δεν επένδυσε σε αυτόν τον τομέα στο νέο μοντέλο, έστω κι αν θα βγάλει μια ισχυρότερη έκδοση “M” στο μέλλον.
Εκεί που κέρδιζε το παιχνίδι το μεγάλο GS ήταν πάντα στη συνολική ομοιογένεια του χαρακτήρα του ζώντας μαζί του στον πραγματικό κόσμο. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει φυσικά και η ευκολία οδήγησης, όχι μόνο λόγω των δεκάδων αξεσουάρ ένεσης που είναι φορτωμένα τα περισσότερα από αυτά, κυρίως λόγω της ικανότητάς του να κρύβει από τον αναβάτη τις “κακουχίες” των δημόσιων δρόμων.
Η εργονομία της θέσης οδήγησης, η γεωμετρία του πλαισίου, η λειτουργία των αναρτήσεων και η σωστή κατανομή του βάρους παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό, όμως και το ίδιο το βάρος της μοτοσυκλέτας παίζει τον δικό του ρόλο.
Άλλωστε το απέδειξε περίτρανα η πρώτη γενιά του αερόψυκτου R 1200 GS το 2004, αλλάζοντας την ιστορία των GS και κάνοντας την mega On-Off της BMW την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία επί δεκαετίες.
Λίγο πριν την καβαλήσουμε για πρώτη φορά, η ολοκαίνουρια R 1300 GS βρέθηκε στην Ελλάδα και πήρε δικαιωματικά την καλύτερη θέση στην βιτρίνα των καταστημάτων της BMW.
Να’ μαστε λοιπόν στο κατάστημα της BMW-Sfakianakis στον Κηφισό, αγκαλιά με τις ηλεκτρονικές μας ζυγαριές, για να δούμε αν η νέα R 1300 GS έκανε σοβαρή άσκηση και αυστηρή διατροφή.
το πραγματικό βάρος σε μοτοσυκλέτα με όλα τα υγρά χωρίς βενζίνη
Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα ήταν η πιο πλούσια εξοπλισμένη έκδοση που μπορείς να αγοράσεις αυτή τη στιγμή (Option 719), οπότε και το βάρος της θα πρέπει να συγκριθεί με τις αντίστοιχες εκδόσεις εξοπλισμού του παρελθόντος και όχι με το ελάχιστο πραγματικό βάρος που ανακοινώνει η BMW στην έγκριση τύπου και τα press-kit.
Το μικρότερο πραγματικό βάρος που δηλώνει η BMW για το νέο R1300GS γεμάτο βενζίνη είναι στα 237 κιλά. Το ρεζερβουάρ χωράει 19 λίτρα βενζίνης, όπου με το ειδικό βάρος στα 0,786kg μας κάνει 14,9 κιλά καυσίμου.
Οπότε η άδεια από βενζίνη μοτοσυκλέτα που ζυγίσαμε εμείς θα έπρεπε να είναι 237 κιλά – 14,9κιλά = 222,1 κιλά. Θέλετε να προσθέσουμε και 10 κιλά για τον έξτρα εξοπλισμό; Ωραία, πάμε στα 232 κιλά…
Πριν όμως πάρουν τα μυαλά μας αέρα, θα πρέπει να δούμε πόσο ζύγιζαν τα R1250GS L/C με αντίστοιχου επιπέδου εξοπλισμό. Διότι τα περισσότερα που έχουμε οδηγήσει με αντίστοιχου επιπέδου εξοπλισμό (TRIPLE BLACK κ.τ.λ.) είχαν πραγματικό βάρος χωρίς βενζίνη μεταξύ 245 και 247 κιλών.
Ε, ακριβώς τόσα (247 κιλά) ήταν η R 1300 GS Option 719 που ζυγίσαμε στην BMW-Sfakianakis, με την κατανομή του βάρους να είναι 48,9% εμπρός και 51,1% πίσω. Προφανώς με βενζίνη στο ρεζερβουάρ θα πλησιάζει στο ιδανικό 50% εμπρός-πίσω.
Το βάρος λοιπόν φαίνεται πως έχει διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα με των υγρόψυκτων boxer των R 1200/1250 GS και μένει να δούμε αν οι προσπάθειες της BMW για μειωμένο όγκο πλαστικών και κινητήρα θα κάνει την διαφορά στην οδήγηση.
τα φώτα LED υπόσχονται πως κάνουν την δουλειά τους με μικρότερο βάρος και ταυτόχρονα δημιουργώντας χώρο για το ραντάρ στο ρύγχος
Σε κάθε περίπτωση, ο πίνακας από το αρχείο μετρήσεων βάρους του ΜΟΤΟ, δείχνει την πορεία των GS
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
23/10/2025
Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!
Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.
SuperSic 58 – TheLegacy Ονοματεπώνυμο: MarcoSimoncelli Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες: MatteoniRacing, MetisGilera, SanCarloHondaGresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)
Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας
Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.
Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.
Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.
Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!
Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)
Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.
Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.
Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.
Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα
Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.
Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.
Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.
Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:
“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”