Το Grand Prix της Catalunya, είναι ένας αγώνας που παραδοσιακά δημιουργεί μεγάλη προσμονή. Σε αυτή την πίστα του Montmelo έχουν σημειωθεί μερικά από τα πιο σημαντικά ορόσημα και είναι συνήθως εκεί που βλέπουμε τις μεγάλες -κυρίως θετικές- αλλαγές στην απόδοση των αναβατών και των μοτοσυκλετών. Είναι εκεί που ξεκαθαρίζει για το υπόλοιπο της χρονιάς αν ένας αναβάτης μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματά του για το υπόλοιπο της χρονιάς, αν οι ομάδες και οι μηχανικοί κατάφεραν να βρουν κάτι που θα μπορούσε να δώσει μια ώθηση στις μοτοσυκλέτες τους ώστε το συνολικό αποτέλεσμα της χρονιάς να είναι θετικό.
Από αυτή την άποψη, τα αποτελέσματα των κατατακτήριων δοκιμώνήταν αρκετά ενθαρρυντικά για την Yamaha, καθώς κατάφερε να έχει τέσσερις μοτοσυκλέτες της στις πέντε πρώτες θέσεις, έστω κι αν μια τιμωρία του Vinales το έριξε στην δεύτερη σειρά της εκκίνησης και πιο συγκεκριμένα, από την έκτη θέση. Μεγάλες προσδοκίες επίσης είχε δημιουργήσει και ο Rins με την Suzuki, κάνοντας ένα εκπληκτικό διήμερο δοκιμών, ενώ και οι νεοφώτιστοι Quartararo (κάτοχος της pole position) και Morbidelli, έδειξαν ότι έχουν βρει για τα καλά τα πατήματά τους στην μεγάλη κατηγορία. Από την άλλη, ο Marquez έδωσε -ως συνηθίζει- το στίγμα του ξεκινώντας από την δεύτερη θέση στο grid, ενώ τα δύο Ducati πετυχαίνοντας δύο από τις υψηλότερες τελικές που σημειώθηκαν στην Βαρκελώνη, έθεταν σοβαρή υποψηφιότητα να φύγουν με τερματισμούς στο βάθρο και με την καρό σημαία.
Η εκκίνηση πάντως ήταν υπόθεση του Dovizioso που τέθηκε επικεφαλής, ενώ τρομερή εκκίνηση έκανε και ο Lorenzo που ήρθε από πίσω και βρέθηκε τέταρτος στον πρώτο γύρο. Ομοίως και ο Vinales αντιστάθμισε γρήγορα το μειονέκτημά του και βρέθηκε δεύτερος, όχι για πολύ όμως καθώς με την συμπλήρωση του πρώτου γύρου ο Marquez του πήρε τη θέση. Η καταστροφή όμως ήρθε στον δεύτερο γύρο όταν ο επιθετικός Lorenzo πήγε να περάσει από εσωτερική και λέχασε το μπροστινό του, παίρνοντας μαζί του τους Dovizioso, Vinales και Rossi...Το σκηνικό που διαμορφώθηκε ήταν πλέον ιδανικό για τον Marquez που έμεινε μόνος του μπροστά, με τον Petrucci να ακολουθεί από απόσταση και ακόμη πιο πίσω τους Quartararo Rins να παλεύουν μεταξύ τους. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Lorenzo κατέστρεψε έναν αγώνα που είχε όλα τα φόντα να γίνει συναρπαστικός, βγάζοντας εκτός όλους όσους θα μπορούσαν εν δυνάμει να παλέψουν για τη νίκη. Είναι χαρακτηριστικές και οι χειρονομίες του Vianles που έδειχνε στις κάμερες ότι έλειπε το μυαλό από τον συμπετριώτη του.
Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην μάχη για την τρίτη θέση, με αλλεπάλληλες προσπεράσεις μεταξύ των Quartararo και Rins. Παρόλα αυτά, οι δυο τους δεν άργησαν να πιάσουν τον Petrucci, με την μάχη να μεταφέρεται τελικά για την δεύτερη θέση! Ο Petrucci εκμεταλλευόταν στις ευθείες το γκάζι της Desmosedici, αλλά αμέσως μετά η ψαλίδα με τους διώκτες του έκλεινε. όμως η μοτοσυκλέτα της Ducati δεν είναι η μόνη με υψηλή τελική, καθώς η Suzuki του Rins πάλευε στα ίσα την Desmosedici. Μπροστά ο Marquez έκανε έναν από τους πιο άνετους αγώνες της καριέρας του, αδιαφορώντας πλήρως για τις μάχες που εξελίσσονταν πίσω του σε μεγάλη απόσταση.
Για αρκετό διάστημα, το σκηνικό ήταν το ίδιο, με σκληρές μάχες μεταξύ Rins και Petrucci, όταν 11 γύρους πριν τον τερματισμό, ο Rins έκανε ένα επιθετικό προσπέρασμα ακουμπώντας με τον Ιταλό, ανεβαίνοντας στην δεύτερη θέση, ενώ παράλληλα είχε πετύχει και την υψηλότερη τελική του αγώνα με 343km/h. Μάχη είχαν όμως και οι Quartararo με τον Miller για την τέταρτη θέση, με την ένταση να ανεβαίνει όσο πλησιάζαμε προς το τέλος. Λίγο αργότερα, η πτώση του Morbidelli ευνόησε τους Miller και Crutchlow που άρχισαν να ανεβάζουν ρυθμό. με εφτά γύρους να απομένουν, ο Petrucci, που εν τω μεταξύ είχε ξαναπάρει την δεύτερη θέση, έκλεισε ωραία την γραμμή του με τον Rins να γλιτώνει την πτώση για πολύ λίγο, μένοντας όμως πίσω στην έβδομη θέση.
Έναν γύρο αργότερα ο Crutchlow είχε πτώση, ενώ ένας εκπληκτικός Quartararo είχε ανέβει στην δεύτερη θέση μπροστά από τον Petrucci. Μέσα στην πίστα είχαν μείνει μόνο 13 αναβάτες, με τις πτώσεις να αποτελούν τον μεγάλο αρνητικό πρωταγωνιστή. Στους τελευταίους γύρους, δεν είχαμε κάποιο μεγάλο δράμα, με τον Marquez να τερματίζει πρώτος την... βόλτα του (πετυχαίνοντας άλλη μια διπλή οικογενειακή νίκη, αφού και ο αδερφός του κέρδισε στην Moto2), τον Quartararo να μένει άνετα δεύτερος (το πρώτο του βάθρο στα MotoGP), τον Petrucci να βλέπει ακόμη ένα βάθρο στην τρίτη θέση και τον Rins να περνάει τον Miller τερματίζοντας τέταρτος. Ο Αυστραλός τερμάτισε μπροστά από το έτερο Suzuki του Mir και η ΚΤΜ του Pol Espargaro βρέθηκε στην έβδομη θέση. Η κατάσταση στον βαθμολογικό πίνακα πλέον έχει διαμορφωθεί ως εξής: Πρώτος ο Marquez με διαφορά 37 βαθμών από τον δεύτερο Dovizioso και τον RIns να παραμένει τρίτος.
Marco Simoncelli 1987-2011: Σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια - Αιώνια ζωντανός “Super Sic”!
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
23/10/2025
Στις 23 Οκτωβρίου 2011 ο κόσμος του MotoGP πάγωσε. Ο Marco Simoncelli το όνομα που όλοι μας πιστεύαμε πως θα είναι ο επόμενος απόλυτος διεκδικητής των MotoGP, ο νεαρός αναβάτης που ο Rossi έβλεπε ως συνεχιστή του, έχοντας προλάβει να γίνει ήδη ένας από του πιο αναγνωρίσιμους αναβάτες της σύγχρονης εποχής, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του Grand Prix της Μαλαισίας, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που παραμένει αισθητό ακόμη και σήμερα. Ο “Super Sic”, όπως τον γνώριζε όλος ο κόσμος, δεν υπήρξε απλώς ένας εξαιρετικός αναβάτης ήταν μια προσωπικότητα που οι αγώνες μοτοσυκλέτας χρειαζόντουσαν και μάλιστα χρειάζονται ακόμη. Είχε τεράστιο πάθος και ανεπιτήδευτη αγάπη για τους αγώνες, με μία πρέζα χιούμορ που έλκυε ακόμη και τους οπαδούς άλλων αναβατών!
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, η μνήμη του συνεχίζει να ζει δυνατά χωρίς να έχει προλάβει να γεμίσει με ρεκόρ ή να φορτώσει τα στατιστικά, τέτοια ήταν η αγάπη του κόσμου και η καθολική του αποδοχή από όλους, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο όχι μόνο στα MotoGP αλλά και γενικά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό!
Ο Simoncelli ήταν φτιαγμένος από υλικό που δεν μετριέται σε τίτλους και στατιστικά. Το ανέμελο μαλί κάτω από το κράνος, το σπινθηροβόλο βλέμμα και εκείνο το απίστευτο πάθος για μάχη, που έκανε κάθε γύρο του MotoGP να θυμίζει κάτι από άλλες εποχές. Ήταν αγνός αγωνιστής, με μια ιταλική τρέλα που δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να κρύψει.
SuperSic 58 – TheLegacy Ονοματεπώνυμο: MarcoSimoncelli Ημερομηνία γέννησης: 20 Ιανουαρίου 1987, Cattolica, Ιταλία
Θάνατος: 23 Οκτωβρίου 2011, Sepang, Μαλαισία
Αριθμός αγώνων GP: 151 (125cc, 250cc, MotoGP)
Νίκες: 14 (12 στο 250cc, 2 στο 125cc)
Παγκόσμιοι τίτλοι: 1 (250cc, 2008 – Gilera)
Ομάδες: MatteoniRacing, MetisGilera, SanCarloHondaGresini}
Νούμερο: 58 (αποσυρμένο επίσημα από το MotoGP το 2016)
Κληρονομιά:
• Το Misano World Circuit Marco Simoncelli φέρει το όνομά του από το 2012.
• Το Fondazione Marco Simoncelli στηρίζει νέους και οικογένειες σε ανάγκη, συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της οικογένειας.
• Κάθε χρόνο, οι φίλοι του διοργανώνουν στο Misano το “Sic Day”, ένα φεστιβάλ χαράς και μοτοσυκλέτας, όπως το ήθελε εκείνος.
• Το #58 παραμένει σύμβολο πάθους και αυθεντικότητας, ένα νούμερο που θα θυμίζει για πάντα τι σημαίνει να ζεις ως αγωνιζόμενος στην κορυφή της μοτοσυκλέτας
Η καριέρα του εκτοξεύθηκε το 2008, όταν κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα 250cc με τη Gilera, χαρίζοντας στην παραπαίουσα τότε Ιταλική μάρκα το τελευταίο της σπουδαίο τρόπαιο. Από τότε, το όνομα “Simoncelli” έγινε συνώνυμο με τον επιθετικό και θεαματικό τρόπο οδήγησης. Ήταν ένα ιδιαίτερο επιθετικό στιλ, από εκείνα που ακόμη και οι αντίπαλοί του δεν χρησιμοποιούσαν αργότερα εναντίον του, ήταν όμως μοιραία και εκείνο που έδωσε το άδοξο τέλος. Όταν ανέβηκε στο MotoGP με τη Honda της ομάδας Gresini, όλοι ήξεραν πως μπροστά τους είχαν έναν από εκείνους τους αναβάτες που ή θα έγραφαν ιστορία ή θα την πλήρωναν ακριβά.
Γνώρισα προσωπικά τον Simoncelli με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο. Είχε μόλις κερδίσει τον πρώτο του παγκόσμιο τίτλο και βρισκόμασταν στην πίστα δοκιμών της Goodyear-Dunlop, μία μαγευτική τοποθεσία με μία εκπληκτική πίστα όπου φυσικά δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε μπορεί να μπει κανείς άλλος πέρα από τους αναβάτες δοκιμών και τους δημοσιογράφους, στις λίγες φορές που έχει φιλοξενήσει παρουσιάσεις ελαστικών.
Ήμουν για ακόμη μία φορά ο μόνος Έλληνας προσκεκλημένος και είχα μπει να οδηγήσω μαζί με τους Άγγλους δημοσιογράφους που τότε ήταν μία πολυπληθή ομάδα χωρίς Youtubers και Influencers, όλοι τους εξαιρετικά έμπειροι και επίσης όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με αγωνιστικές περγαμηνές που έφταναν για δύο από αυτούς μέχρι και το BSB! Μπήκαμε με superbike στο session εκείνο και ο Simoncelli με ένα Dorsoduro 750. Αυτό που περισσότερο το έχετε δει να κυκλοφορεί με την ομάδα ΔΙΑΣ, σπάνια δικάβαλο παρότι η ομάδα αυτή έτσι έχει στηθεί και αν θυμάστε από την δοκιμή στο MOTO, δεν ήταν και μία μοτοσυκλέτα που μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει.
Ο Simoncelli ξεκίνησε τελευταίος, πίσω μας και σε λίγους γύρους μας είχε μαζέψει. Εγώ βρισκόμουν τότε σχετικά μπροστά στο γκρουπ, τρίτος κατά σειρά όταν με πέτυχε στο πιο αργό κομμάτι της πίστας, αργό για εμάς. Ανηφορικό εσάκι με θετική κλίση στην μεσαία του στροφή. Ήξερα ότι ήταν πίσω μου και είχα υπολογίσει να κρατηθώ στην έξοδο για να μην τον κόψω και να ανοίξω το γκάζι του GSXR1000R μόλις με περάσει. Μόνος μου στόχος να μείνω πίσω του για λίγο καθώς αμέσως μετά είχαμε άλλες δύο στροφές που μας οδηγούσαν στην ευθεία, οπότε θα προλάβαινα να οδηγήσω τουλάχιστον μισό γύρο πίσω του. Ότι και να έκανε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει στην ευθεία με το Dorsoduro 750 από το GSXR1000R!
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ!
Την ώρα που έστριβα την δεύτερη στροφή από το εσάκι, εκείνη την αριστερή με την θετική κλίση, είδα ένα Dorsoduro να πετάγεται πλαγιασμένο μέσα από κερμπ πέρνοντας μαζί του χώματα, πετραδάκια και χόρτα και να προσγειώνεται μπροστά μου με το γόνατο. Πίστεψα ότι απλά έπεφτε μπροστά μου, άφησα το γκάζι και προσευχήθηκα στην Dunlop να κρατήσει το εμπρός ελαστικό που εκείνη την στιγμή του ζητούσες να κάνει κάτι δύσκολο. Μόνο που ο Simoncelli δεν είχε πέσει, ντριφτάρισε στην προσγείωση μέχρι το εξωτερικό κερμπ, εκτός δηλαδή αγωνιστικής γραμμής και πάνω του ακριβώς άνοιξε το γκάζι και με τρόπο που δεν πίστευα πως μπορούσε να γίνει το Dorsoduro 750 σηκώθηκε με το γκάζι, πλάγιασε στην επόμενη δεξιά ξύνοντας τα πάντα και εξαφανίστηκε στα 150 μέτρα της ευθείας πριν τα φρένα της επόμενης αριστερής. Όταν βγήκα στην ευθεία ήταν ήδη περίπου στην μέση και δεν τον έφτασα ποτέ στα φρένα της σπαστής δεξιάς, μίας πολύ ύπουλης στροφής που όταν μάθαινες την πίστα μπορούσες να την πουλήσεις πηγαίνοντας διαγώνια προς την κατηφορική ευθεία πριν από μία απότομη δεξιά όπου είχαν σημειωθεί και αρκετές πτώσεις.
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνη την ημέρα, ήμουν τότε ένας νέος συντάκτης, συνομιλώντας με τον επόμενο Valentino Rossi (όπως τον λέγαμε με τον πατέρα του)
Δεν οδηγήσαμε ποτέ μαζί για μισή πίστα, ενώ αμέσως μετά ήμασταν μόνοι μας για τους λίγους γύρους που έμεναν για το υπόλοιπο session. ΌΛΟΙ οι Άγγλοι συνάδελφοι είχαν βγει έξω νωρίτερα ζητώντας από την Dunlop να βγάλει τον Simoncelli γιατί δεν ήθελαν να σκοτωθούν δοκιμάζοντας λάστιχα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα δει ως απερισκεψία, ήμουν ακόμη εντυπωσιασμένος από το πώς κατάφερε να προσγειωθεί πλαγιασμένος και κυρίως με την λογική ακολουθία της σκέψης του. Πώς δηλαδή πήρε την απόφαση να βγει εκτός πίστας, μέσα από τα κέρμπ! Στο πλαίσιο της συνέντευξης που είχαμε μετά, ξεκίνησα από εκεί: «Πώς το σκέφτηκες αυτό και κυρίως γιατί; Ποιος ο λόγος;» - «Δεν το σκέφτηκα, μου είπε ο Simoncelli, δεν ήταν δηλαδή μία μελετημένη από πριν απόφαση, είχατε πολύ πιο γρήγορες μοτοσυκλέτες οπότε έπρεπε να μην φρενάρω πουθενά για να σας περάσω, ότι ήρθαν οι στροφές και είδα ότι θα έπρεπε να κόψω πολύ για να μείνω πίσω από το GSXR και μετά στην ευθεία να μην μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκα την προσπέραση στην επόμενη στροφή και μου ήρθε πολύ μακριά. Οπότε εκεί που έστριβα την πρώτη δεξιά, το σήκωσα και έκανα την αριστερή εκτός πίστας.
Στην συνέχεια εκείνης της συνέντευξης τον ρώτησα αν οδηγεί στον δρόμο και μου είπε πως όχι γιατί είναι επικίνδυνο και γελάσαμε έπειτα μαζί.
Μπορούσες να το δεις όπως οι Άγγλοι, ως επιθετικό και απερίσκεπτο ή να τον θαυμάσεις ως κάτι εξωπραγματικό και μοναδικό. Διότι αυτό ήταν. Απίστευτα πράος και μαζεμένος όλες τις στιγμές, εκτός από εκείνες που οδηγούσε. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και μου για λίγο, πολύ λίγο, οδηγήσαμε και μαζί.
Το 2011, με τον αριθμό 58 πάνω στο λευκό fairing, ο Marco έδειχνε πως το μεγάλο του ξέσπασμα ήταν θέμα χρόνου. Πάλευε με τους καλύτερους τότε, με Lorenzo, Stoner, Pedrosa, Rossi κι αν κάποιες φορές οι κινήσεις του ήταν υπερβολικά τολμηρές, είχαν εκείνο το στοιχείο του “πραγματικού αγώνα” που σήμερα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Οδήγησε πάντα σαν να μην υπήρχε αύριο, και ίσως τελικά γι’ αυτό να έγινε αθάνατος.
στιγμιότυπο από την ίδια εκείνη ημέρα
Η μοίρα στάθηκε άδικη στη Sepang. Μια πτώση στην πρώτη κιόλας στροφή, ένα ατυχές σημείο επαφής και το όνειρο σταμάτησε απότομα. Ο θάνατός του σε ζωντανή μετάδοση καθώς όλοι οι θεατές κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί βλέποντας το κράνος του να φεύγει, έμεινε για πάντα χαραγμένος στην ιστορία και κανείς, δεν θέλει να το αναπαράγει. Είχε έντονα στοιχεία αρχαιοελληνικής τραγωδίας μάλιστα από την στιγμή που πάνω του έπεσαν οι καλύτεροί του φίλοι εκτός πίστας και ταυτόχρονα ανταγωνιστές την ώρα του αγώνα. Ένας από τους καλύτερους θα σβήσει άδοξα. Όμως εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε κάτι άλλο, ένας θρύλος που κανένας χρόνος δεν μπορεί να σβήσει. Από τότε, το νούμερο 58 έγινε σύμβολο: όχι μόνο του Simoncelli, αλλά κάθε αναβάτη που τρέχει με την καρδιά του.
Η Honda Gresini διατήρησε τη μνήμη του, το Misano World Circuit φέρει πλέον το όνομά του, και κάθε φορά που βλέπεις εκείνη τη λευκοκόκκινη σημαία με τον αριθμό 58, νιώθεις ότι ο “Super Sic” δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει σε κάθε νέο αναβάτη που ανεβαίνει με πάθος πάνω στη μοτοσυκλέτα, σε κάθε θεατή που ανατριχιάζει όταν ακούει τον κινητήρα να ανεβάζει στροφές.
Ο Simoncelli ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν χρειάζονται χρόνο για να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Αρκούσαν λίγες σεζόν για να αλλάξει την ψυχή των GP, για να θυμίσει σε όλους μας πως οι αγώνες δεν είναι μόνο νίκες, είναι άνθρωποι, πάθος, είναι συναίσθημα.
Και αν σήμερα κοιτάξεις τον ουρανό πάνω από το Misano, κάπου ανάμεσα στις στροφές της ιστορίας θα δεις τον Marco να γελά, με εκείνο το ανέμελο βλέμμα που λέει:
“Corri forte, ma divertiti – τρέξε δυνατά, αλλά απόλαυσέ το.”