MRCG: Δύο μέρες γεμάτες μοτοσυκλέτα!

Ζωντανεύουν τα παραμύθια;
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

22/8/2017

Οι μοτοσυκλετιστικές ιστορίες που ακούς σε καφετέριες και πλέον σε ιντερνετικές συζητήσεις, έχουν πάντα μία δόση υπερβολής, ή φαντάζουν πως έχουν καθώς ορισμένες φορές αδυνατείς να πιστέψεις πως όλα όσα ακούς έχουν συμβεί στην πράξη. Μπορεί να γίνει χειρότερο. Μπορεί μέσα σε δύο μέρες να μαζέψεις κι εσύ ο ίδιος μία σειρά από υπερβολικές ιστορίες και να σκέφτεσαι πώς θα τα εξιστορήσεις, χωρίς να αρχίσεις να κινείς υποψίες ότι ξεκίνησες την πρακτική να… φουσκώνεις μπαλόνια! Μοναδική συνθήκη για να βρεθείς σε μία τέτοια θέση, είναι να γίνεις μέρος μίας ιδιότυπης παρέας.

Αυτός είναι ο κόσμος του MRCG – Motorcycle Restoring and Customizing Greece ένα μικρό Γαλατικό χωριό που αντί για Ρωμαίους παλεύουν με μοτοσυκλέτες, μερικές φορές με σκούτερ (εκτός από εκείνα που τους περνάνε στους χωματόδρομους) και για μαγικό ζωμό έχουν το… Harpic! Υπάρχει λοιπόν μία εύκολη λύση αν το ακροατήριο είναι ευαισθητοποιημένο με τα μοτοσυκλετιστικά θέματα, βάζεις την λέξη MRCG μπροστά κι αμέσως ο άλλος είναι έτοιμος να πάρει ως δεδομένο κάθε τι που θα ακούσει και διαφορετικά θα φάνταζε υπερβολικό!

Για όσους δεν ξέρουν –ακόμα- τι είναι το MRCG, ας πούμε πως πρόκειται για μία από τις ελάχιστες ομάδες που όλα τα ήδη μοτοσυκλέτας συνυπάρχουν, και αποβάλλει σιγά-σιγά όποιους έχουν μονομερείς απόψεις. Από καινούρια KTM, καμία σχέση με restoring και customizing, μέχρι μοτοσυκλέτες που έχουν όνομα και επώνυμο αντί για μάρκα, καθώς είναι δημιούργημα του αναβάτη τους, στο MRCG συναντάς τα πάντα και δεν έχει σημασία τι καβαλάς, αλλά ο τρόπος που σκέφτεσαι! Ως ένα από τα πρώτα μέλη του MRCG - όταν ξεκίνησε βάφοντας ρεζερβουάρ πριν αποκτήσει την δύναμη να συγκεντρώνει πάνω από χίλιες μοτοσυκλέτες σε ένα απόγευμα ή να ανακαινίζει Ιδρύματα με το φιλανθρωπικό του έργο - δεν χάνω καμία του εκδήλωση και φέτος έπρεπε να είμαι και στα «Γαϊδουράγκαθα: Ζαβοί Τρακάρ».

Μάλιστα - αυτός είναι ο γενικός τίτλος μίας μοτοσυκλετιστικής εκδήλωσης που οι χαρακτήρες, δηλαδή οι συμμετέχοντες, είναι εκείνοι που παρουσιάζουν θέμα κι όχι η ίδια η διαδρομή, ή το που έγινε στάση για φαγητό και το καλά οργανωμένο (όχι;), σφιχτό πρόγραμμα. Οι τύποι του MRCG μέσα σε δέκα λεπτά οδήγησης έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ισάριθμες ιστορίες καθώς τις παράγουν με ρυθμό πυροβόλου, και το να ταξιδεύεις μαζί τους είναι μία απόλαυση. Τι κι αν σημειώθηκαν 38 πτώσεις, από σύνολο 105 μοτοσυκλετών, αν δηλαδή το ένα τρίτο των συμμετεχόντων είχε κάποιας μορφής έμπρακτης επικοινωνίας με το έδαφος; Μερικοί μάλιστα είχαν τόσο συχνή επαφή που πλέον θεωρούνται μεγαλογαιοκτήμονες του Νομού Ηρακλείου, ωστόσο καμία φορά δεν μπορούσες να πεις ότι συνέτρεχαν λόγοι ανησυχίας! Ελάχιστες φορές έχω παρευρεθεί σε πορεία ενός ετερόκλητου γκρουπ μοτοσυκλετιστών χωρίς να έχουμε παρεξηγήσεις, εντάσεις, προσπάθεια να αποδείξεις πως είσαι καλύτερους από τους υπόλοιπους. Όλα αυτά δεν υπάρχουν σε μία καλή παρέα μοτοσυκλετιστών, και μπορεί να είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά τελικά αποδεικνύεται πως είναι δυνατόν να συνυπάρξουν 105 μοτοσυκλέτες που να λειτουργούν μεταξύ τους με κανόνες παρέας!

Η πλήρως ανοργάνωτα οργανωμένη εκδήλωση, ξεκίνησε με ραντεβού στο Ηράκλειο από όπου η εκκίνηση σημαδεύτηκε με τα παραξενευμένα βλέμματα των περαστικών. Κι αν ο κόσμος της πόλης αναρωτιόταν τι συμβαίνει, η πραγματικότητα των κατοίκων στα χωριά ήταν που θα αποκτούσε ένα νέο νόημα, καθώς το ετερόκλητο κομβόι θα διέσχιζε τον κεντρικό τους δρόμο.

Πριν γίνει αυτό όμως, είμασταν έτοιμοι για μία ακόμη αναπαράσταση διάσημων εμαρσιτζίδικων ιστοριών. Για να είμαι μέσα στο πνεύμα της ομάδας, θέλησα να έχω ένα αντιπροσωπευτικό μηχανάκι, παρόλο που ήταν βέβαιο πως θα υπήρχε ανεκτικότητα ακόμα και στην περίπτωση που έφτανα με σκούτερ (τυχαίο παράδειγμα). Τι πιο αντιπροσωπευτικό λοιπόν, από το XT550 του Λάζαρου Αλεξάκη, του συνεργάτη του MOTO και ιδρυτή της ομάδας! Είναι αυτό ακριβώς το XT για το οποίο έχετε διαβάσει στο περιοδικό πως προσπάθησαν τόσοι πολλοί να το οικειοποιηθούν, που πλέον αμφισβητείτε η κυριότητα του… Ρίχνω την μία μανιβελιά πίσω από την άλλη, όταν έτερος φίλος έρχεται με νόημα και κατεβάζει το kill switch, με τον κινητήρα να παίρνει αμέσως μπροστά, εν μέσω πειραγμάτων! Εξαιρετικά παιδιά όλοι τους: Θα μπορούσαν να με αφήσουν να ρίχνω μανιβελιές μέχρι να έρθει η νύκτα, αλλά προτίμησαν να μην με κάνουν να παιδεύομαι, όπως στην διάσημη ιστορία που ανακυκλώνεται στο MRCG με τον ιδρώτα να στάζει πάνω στην μανιβέλα, μετά από άπειρες επαναλήψεις. Ωστόσο η υπόθεση με την μανιβέλα του XT, μόλις ξεκινούσε… Σ’ ένα χωριό πιο κάτω θα έριχνα καμιά 30αριά μανιβελιές πριν παραδώσω την σκυτάλη σε άλλον, κι ευτυχώς δεν τα κατάφερε με την πρώτη γιατί η καζούρα θα ήταν μεγαλύτερη…

Διασχίσαμε αμέσως μετά την πεδιάδα της Μεσσαράς προς Καπετανιανά στις παρυφές των Αστερούσιων, και ήδη μετρήσαμε τις πρώτες πτώσεις στις φουρκέτες που σκαρφαλώνουν απότομα την Οροσειρά που χωρίζει την πεδιάδα από το Λιβυκό πέλαγος. Όμως πριν από αυτό θα βάζαμε βενζίνη τρομοκρατώντας τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου που έπινε αμέριμνος τον καφέ του και αμέσως επιστράτευσε και τον άτυχο φίλο του να τον βοηθήσει! Εισπράττω τα πειράγματα μόλις στην τρίτη μανιβελιά που σημαίνει ότι ο κλοιός σφίγγει, ιδιαίτερα από τους ιδιοκτήτες XT 550, που δηλώνουν ευθαρσώς ότι «εγώ το βάζω με το χέρι – ένα χάδι θέλει μην το κλωτσάς – σφύρα του μην του μιλάς» και άλλα τέτοια όμορφα και ωραία…

Λίγο πριν τα Καπετανιανά, θα στρίψουμε δεξιά στον χωματόδρομο που κατεβαίνει στο φαράγγι της Τρυπητής, με την αρχή του δρόμου να κατηφορίζει ανάμεσα σε βράχια και γκρεμούς προσφέροντας μία μαγευτική θέα. Εδώ είναι που ο νεότερος της παρέας θα εισπράξει το μάθημα, πως δεν οδηγούμε χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό, όταν διανθίζει μία ήπια πτώση με ματωμένα χέρια και πόδια… με τα πολλά θα φτάσουμε στην ταβέρνα στην μέση του πουθενά, περιγραφή κυριολεκτική για εκεί που βρίσκεται, στα μισά του χωματόδρομου μέσα στο φαράγγι. Κουτρουβαλώντας ταχύτερα από αυτό που θα περίμενε κανείς, το πρόβλημα είναι πως φτάσαμε δύο ώρες πριν από την αυτό που του είχαμε πει. Και φυσικά τα πενήντα (!) κιλά κρέατος δεν ήταν ακόμα έτοιμα. Χορταίνοντας με ορεκτικά και παραδοσιακά πιάτα, έχει αρχίσει να εξαπλώνεται μία διάχυτη ανησυχία για να φύγουμε λες και η παραλία θα εξαφανιστεί ή θα κατεβάσει μπαριέρες. Γινόμαστε τρεις ομάδες, εκείνοι που έφυγαν πριν έρθουν τα ταψιά, εκείνοι που ετοιμάστηκαν να φύγουν και όσοι θα έμεναν να γευτούν το εξαιρετικό κρέας! Κάποιος θεός της Yamaha κάνει σωστά την δουλειά του κι εξαιτίας μίας καμένης ασφάλειας σε ένα XT, η αναχώρηση της δεύτερης ομάδας αναβάλλεται τόσο όσο χρειάζεται για να ολοκληρωθεί το τσιμπούσι. Μαλακό κρέας που δεν βαραίνει στο στομάχι, μας αφήνει να οδηγήσουμε κατηφορίζοντας προς την θάλασσα και να παίξουμε στον χωματόδρομο. Κάπου εκεί με δυο-τρεις μικρές αναπηδήσεις που θέλουν να μου τις χρεώσουν για άλματα, χάνω ένα-δυο ανταλλακτικά από το XT και ευτυχώς και την μανιβέλα. Τεράστια ανακούφιση, πλέον δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την εκκίνηση του σε κατηφόρα, κανείς δεν θα μετρά πόσες μανιβελιές έπεσαν! Επίσης οτιδήποτε ήταν να φύγει από το XT, με το ιδιότυπο καθεστώς ιδιοκτησίας, έχει ήδη φύγει και μπορώ να οδηγήσω ανενόχλητα. Δεν έχει σημασία που το XT550 ανήκει στο «Στόμα του Λύκου», τον Αλεξάκη, εκείνος που θα πληγωθεί αν πάθει κάτι είναι άλλος!

Φτάνουμε στον Λέντα αλλά μέχρι εκεί η παρέα που κυκλοφορεί σε δόσεις σκονίζοντας τα βουνά, έχει μαζέψει μερικές πολύ καλές ιστορίες. Υπάρχουν άνθρωποι που χάθηκαν, ασφάλειες που κάηκαν, εξαρτήματα που ξεβιδώθηκαν και μερικές ακόμη μικρο-πτώσεις. Στους Καλούς Λιμένες θα γίνει ο απολογισμός. Δύο θα επιστρατεύσουν την οδική βοήθεια και θα επιστρέψουν, κι ένας θα καταλήξει στο Κέντρο Υγείας για ράμματα στο πόδι. Η παρέα είχε φροντίσει να αναλάβει κάποιος τον ρόλο της «σκούπας» με αυτοκίνητο, όπως ακριβώς είχε και πλοηγούς, όλοι τους εθελοντές, όλοι τους αποφασισμένοι πως θα περνούσαν λιγότερο ευχάριστα για να ευχαριστηθούν οι υπόλοιποι. Για αυτό τους αξίζουν συγχαρητήρια. Πραγματοποίησαν έξοδα και θυσίασαν μέρες για να βοηθήσουν την παρέα, κι έτσι αποκτά νόημα το εσωτερικό αστείο που είναι ο «ΝΟΜΙΚΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ»! Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σε μία παρέα που πηγαίνει βόλτα, και όταν κάποιος τον ζητήσει, όπως έγινε την δεύτερη μέρα, είναι όλοι έτοιμοι να δείξουν τον εαυτό τους…

Όπως ακριβώς είχε γίνει στην πρώτη ταβέρνα, που ο ευγενής ιδιοκτήτης είχε επιστρατεύσει όλο το σόι από 12 ετών και πάνω, έτσι και το βράδυ την εξυπηρέτηση θα αναλάβει ένα άλλο ολοκληρωμένο σόι… Υπήρξαν χέρια που πήγαν να αρπάξουν ξένα σουβλάκια και τιμωρήθηκαν με δαγκωματιές, ένας κύριος έτρωγε μόνος του σ’ ένα τραπέζι γρυλίζοντας μόλις κάποιος πλησίαζε, κι ανάμεσα σε βουτιές στην παραλία και ανθρώπινα γαυγίσματα ήρθε η νύχτα να δώσει το σύνθημα. Ο ουρανός γεμίζει αστέρια, αφού ο πολιτισμός βρίσκεται μακριά για να τον μολύνει με φως, και ούτε οι προβολείς από το απέναντι νησάκι που αποτελεί βενζινάδικο ανάγκης για την ποντοπόρο ναυτιλία, μπορούν να τα βάλουν με την ξαστεριά. Η μεγάλη παρέα απλώνεται στην παραλία και δημιουργεί πηγαδάκια και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι το λεγόμενο «πηγαδάκι-hopping» πηγαίνοντας από τον έναν στον άλλο. Όλοι τους ευπρόσδεκτοι, όλοι τους με πειράγματα για την εκπληκτική οδήγηση -των άλλων- εκείνη την πρώτη μέρα! Τα μάτια δεν γίνεται παρά να κλείσουν συνοδευόμενα με χαμόγελα!

Η μέρα ξεκινά νωρίς με αναχώρηση για μία ήπια χωμάτινη διαδρομή που σκαρφαλώνει με την θάλασσα πίσω μας. Το ήπια δεν σημαίνει ότι οι “JOE BAR” τύποι, δεν θα έχουν ευκαιρία να δημιουργήσουν ιστορίες, πέφτοντας ή κοντεύοντας να πέσουν πράγμα εξίσου αστείο, για τους ίδιους πρώτα. Όπως αστείο είναι που σε κάθε φωτογραφία με κάποιον να πηγαίνει γρήγορα, υπάρχει πάντα μία πάπια πίσω του που πηγαίνει στον ίδιο ρυθμό! Ενίοτε και κάποια Vespa. Μέχρι και τις Vespa δεν υπάρχει θέμα για το MRCG, αν τους περνούσε και κάποιο σκούτερ θα είχαμε αυτοπυρπόληση, την στιγμή που υπάρχουν μαρτυρίες για το Runner που φορτωμένο πήγαινε παντού και έκανε προσπεράσεις…

Μερικές καμένες ασφάλειες ακόμα και μπόλικο γέλιο μετά, θα φτάσουμε στην λίμνη, ψηλά στον Ζαρό κι αυτή την φορά εντός ωραρίου. Από εκεί μας περιμένει το Αστεροσκοπείο για χώνεψη, μετά από λίγα χιλιόμετρα χωματόδρομου κι εδώ αρχίζουν οι παρανοήσεις. Η μεγάλη παρέα του MRCG έχει από όλα, supermotard που σουζάρουν σε κάθε ευκαιρία, σύγχρονα enduro, enduro βγαλμένα από μουσείο που το λέει όμως η καρδιά τους, άλλα που δεν θα έπρεπε να βγουν από το μουσείο, street / naked, παλιά και νέα, ότι χωρά το μυαλό σου! Η άποψη λοιπόν για την βατότητα του χωματόδρομου δεν γίνεται να είναι μία, και όσο λιγότερο άβατο τον βλέπεις, τόσο μεγαλώνει και σε απόσταση!

Μετά από μερικές εντυπωσιακές τούμπες, όλες τους ακίνδυνες, άλλες που έγιναν για λόγους συμπαράστασης – να πέφτει ο διπλανός σου και να σε βλέπει όρθιο είναι σκληρό – φτάνουμε στο Αστεροσκοπείο και ανταμειβόμαστε με την θέα και τον δροσερό αέρα. Θα κατηφορίσουμε για Ανώγεια που έχει γίνει παραγγελία για ταψιά με γαλακτομπούρεκο και σαν κανονική παρέα ο πρώτος απαιτεί να γίνει συνδυασμός από ότι έχει το μαγαζί με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι… Μέχρι να φτάσουμε όμως σε αυτό το βραβείο, είχαμε μία επεισοδιακή κατάβαση που είχε σταγόνες βροχής αφήνοντας λασπερά στίγματα όπου σε πετύχαιναν, από τα πολλαπλά στρώματα σκόνης που είχε επάνω του ο καθένας μας, και μερικά αιμοβόρικα ζωντανά, από εκείνα που κανονικά θα έπρεπε να καταναλώνεις σε παϊδάκια ή να τρέφεσαι με το γάλα τους. Μόλις άκουγαν μηχανάκι, έβαζαν το κεφάλι κάτω και έκαναν επίθεση, αλλά στο MRCG είχαν όλοι τους πλέον συνηθίσει τα ζιγκ-ζαγκ και δεν βρήκαν ούτε ένα στόχο, όσο κι αν προσπαθούσαν!

Κύλισαν έτσι δύο μέρες με μπόλικη οδήγηση και άφθονο γέλιο, χωρίς κανένα σοβαρό ευτράπελο, αφού οι πτώσεις τέτοιου είδους είναι μέσα στο πρόγραμμα. Αυτό που δεν είναι στο πρόγραμμα καμίας εκδήλωσης του MRCG, είναι η προκλητική οδήγηση για λόγους εντυπωσιασμού, συμπεριφορές που βλέπεις σε Πανελλήνια Συγκέντρωση, ή αντίστοιχες μοτοβόλτες, που υπάρχουν δυστυχήματα ακόμα και με την παρουσία της αστυνομίας. Κάθε σούζα και κάθε προσπέραση, σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα των δύο ημερών έγινε με ασφάλεια. Η μόνη πρόκληση, ήταν πως μπορεί να συνοδευόταν από την φράση «φάε την σκόνη μου»!

Δύσκολο να βρεις μία ομάδα που να συνυπάρχουν κάθε είδους δίτροχο, και κάθε είδους αναβάτης. Στο MRCG δεν είναι το μοντέλο μοτοσυκλέτας που ενώνει τον κόσμο, αλλά μία κοινή ιδεολογία, και για αυτό τον λόγο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα με «πυρήνες διοίκησης», και να πραγματοποιήσει οργανωμένα, ανοργάνωτες βόλτες με τέτοια επιτυχία! Για τους ίδιους, αν τους ρωτήσεις, η επιτυχία του «Ζαβοί Τρακάρ» ήταν καθολική από την στιγμή που η ονομασία επαληθεύτηκε στο έπακρο!

φωτό: MRCG

Ετικέτες

Στα Σκόπια με τους "Λύκους της Νύκτας": Ο μοτοσυκλετισμός των γειτόνων...

Ο μοτοσυκλετισμός της FYROM, οι ομοιότητες και οι διαφορές μας
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

13/6/2018

Έχει περάσει μία πενταετία από το οδοιπορικό στα Σκόπια παρέα με τους «Λύκους της Νύχτας» που προεδρεύουν της ομοσπονδίας μοτοσυκλέτας της γειτονικής χώρας, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν εκείνο το ρεπορτάζ επίκαιρο. Διότι είναι χαρακτηριστικό να ακούς τον Λένιν, ντυμένο με δερμάτινα και παρουσιαστικό που παραπέμπει σε ακροδεξιά οργάνωση των Σκοπίων, να λέει πως δεν υπάρχει καμία ιστορική σύνδεση της χώρας του με την Μακεδονία, αλλά η κλοπή της ιστορίας ήταν πράξη αυτοσυντήρησης και για αυτό θα την συνεχίσουν. Λίγα χρόνια μετά, στο σήμερα, η μοτοσυκλετιστική οργάνωση της γειτονικής χώρας, «Λύκοι της Νύκτας», παίζει το τελευταίο χαρτί προπαγάνδας: Αντιδρούν –φαινομενικά- απέναντι στην συμφωνία για να δείξουν πως πρόκειται για κάτι που δεν τους συμφέρει, σε μία σειρά προκαθορισμένων αντιδράσεων που γίνονται βάση προγράμματος. Οι γείτονες είναι και ενωμένοι και οργανωμένοι, σε αντίθεση με εμάς.. Αναδημοσιεύουμε ένα αρκετά παλιό ρεπορτάζ του περιοδικού, που δείχνει από την πλευρά του μοτοσυκλετισμού, πως η πολιτική είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας και φανερώνει πολλές πτυχές της εξέλιξης στην πορεία αυτού του ζητήματος, έως αυτό το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα:

Διασυνοριακό οδοιπορικό: Από τις Σέρρες στα Σκόπια, παρέα με τους «Λύκους της Νύκτας»

Κάθε ταξίδι γίνεται για να γνωρίσεις νέους τόπους και κατ’ επέκταση τους ντόπιους, όμως αυτό ξεκίνησε ανάποδα, γνωρίζοντας πρώτα τους ανθρώπους και μετά περάσαμε όλοι μαζί τα σύνορα. Ένα τριήμερο εντός, εκτός και επί τα αυτά, των συνόρων με την FYROM. Συναντηθήκαμε στις Σέρρες με τους «Λύκους της Νύκτας» και περάσαμε τα σύνορα, επιστρέφοντας μαζί τους…

Χρειάζεται πάντα μια αφορμή για να κάνεις κάτι που θέλεις. Είναι περίεργο που δεν φτάνει μόνο η επιθυμία και απαιτείται και η αφορμή, όμως αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση, και άλλωστε έτσι λειτουργούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τελικά για να επισκεφτώ τη FYROM χρειαζόμουν απλώς μια αφορμή, η επιθυμία πάντα υπήρχε. Είναι όμως που στο θέμα του ονόματος έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία, είναι που πάντα πίστευα ότι οι μεταξύ μας διαφορές είναι αγεφύρωτες και ποτέ δεν το επιχειρούσα. Δεν είναι σωστό τα γεωπολιτικά παιχνίδια τρίτων, και τα πολιτικά λάθη τα δικά μας, να μαυρίζουν στο μυαλό κάποιου μια ολόκληρη χώρα στο χάρτη, όμως για μένα έτσι είχε γίνει. Στην περίπτωσή μου όμως συνέβη πολύ απότομα, μέσα σε μία χαρακτηριστική στιγμή που μου έχει αποτυπωθεί και την θυμάμαι ξεκάθαρα: Βρισκόμουν ακόμα στην σχολή στις ΗΠΑ, κι ένας από τους καθηγητές που αγαπούσε την Ελλάδα, ξεκίνησε μια συζήτηση σχετικά με την Θεσσαλονίκη που του περιέγραφα πριν από λίγο με τόσο πάθος και αγάπη. Ήταν τόσο ζοφερή η περιγραφή που διέκοψε το μάθημα και ήθελε να μάθει περισσότερα και πρώτα απ’ όλα το που βρίσκεται. Του λέω λοιπόν ότι είναι στο βορρά στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα τεράστιο ερωτηματικό λέγοντας μου μια φράση που την κουβαλώ και την θυμάμαι από τότε: "ναι αλλά αυτό δεν είναι στην Ελλάδα"!

Το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων ήταν για εμένα μέχρι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάτι τόσο ξεκάθαρα λάθος που ήμουν σίγουρος ότι το έβλεπαν έτσι και οι υπόλοιποι. Ανακάλυψα όμως, κάπως απότομα, ότι δεν μπορούσα ποτέ ξανά να χρησιμοποιήσω τη λέξη Μακεδονία στις ΗΠΑ χωρίς να δώσω εξηγήσεις, κι αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση, ιδιαίτερα σε μία χώρα που φημίζεται για τις ελλιπείς γεωγραφικές γνώσεις του γενικού πληθυσμού. Την ίδια εποχή ένας φίλος που του έκλεψαν την μοτοσυκλέτα όσο έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι και έπρεπε να του το ανακοινώσουμε από το τηλέφωνο, μας εξηγούσε πόσο ανήμπορος ένιωθε εκεί μακριά, πόσο μάταιο ήταν να τρελαίνεται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Ένιωθα το ίδιο κάθε φορά που μου ζητούσε κάποιος στις ΗΠΑ, να του εξηγήσω που είναι η Θεσσαλονίκη.

Φαντάζεστε να είστε από την Κρήτη, για παράδειγμα, να πάτε σε μια άλλη χώρα και να μη μπορείτε να εξηγήσετε στους ντόπιους πού βρίσκονται τα Χανιά χωρίς να σας περάσει για Άραβα; Ναι, μια τόσο ανόητη και βλακώδης εξήγηση. Τους έφερνα λοιπόν ένα αντίστοιχο παράδειγμα με τον Καναδά και το Ιλινόης. Αν ξαφνικά ο Καναδάς έσπαγε στη μέση και το ένα μισό αποφάσιζε να αλλάξει όνομα και να λέγεται Ιλινόης, εκδίδοντας μάλιστα χάρτες που έδειχναν όλο το Σικάγο μαζί με την υπόλοιπη πολιτεία ως ένα καινούριο διαφορετικό κράτος, πώς θα αντιδρούσαν; Οι περισσότεροι συμφωνούσαν λέγοντας πως θα έσκαγαν στα γέλια και θα γυρνούσαν το κεφάλι, και τότε τους απαντούσα ότι αυτό ακριβώς έκαναν και οι δικοί μας καταραμένοι υπουργοί εξωτερικών, και τώρα ο υπόλοιπος κόσμος πιστεύει ότι ένα μέρος αυτής της γελοιότητας είναι πραγματικότητα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να γνωρίζεις τους γείτονές σου, όμως ήταν αυτού του είδους οι εμπειρίες που με έκαναν να μην θέλω να περάσω ποτέ εκείνα τα σύνορα, τα κοντινότερα στην πόλη μου, πριν φύγω στις ΗΠΑ και βρεθώ να εξηγώ τα αυτονόητα…

 

Τα μαύρα γιλέκα

Η αφορμή δόθηκε με μια πρόσκληση, μια πρόσκληση με την ευγενικότερη των προθέσεων. Οργανώθηκε ένα ταξίδι, ή μάλλον μια βόλτα για τους βορειοελλαδίτες, μέρος τους έργου Cross – border wheels, το οποίο είναι ενταγμένο στο IPA Πρόγραμμα Διασυνοριακής Συνεργασίας "Ελλάδα - πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας 2007-2013". Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτούσε τρόπους να αναπτυχθεί η φιλία μεταξύ των ανθρώπων εκατέρωθεν των συνόρων. Το ραντεβού είχε δοθεί στο αυτοκινητοδρόμιο των Σερρών όπου ανηφόριζα τις τελευταίες ηλιόλουστες μέρες, στις αρχές Νοεμβρίου, με ανάμεικτα συναισθήματα, έχοντας στο μυαλό μου όλα τα παραπάνω. Οι άνθρωποι μεταξύ μας δεν έχουμε λόγους να μην αναπτύξουμε την φιλία, είναι όμως πολλοί αυτοί που κερδίζουν από την διατήρηση της έντασης, κερδίζουν σε χρήμα δηλαδή, οπότε ίσως να ήταν προτιμότερο η Ευρωπαϊκή Ένωση να ξοδεύει τους πόρους της προσπαθώντας να βάλει μυαλό σε όσους ελέγχουν την εξουσία.

Έφτασα στις Σέρρες πριν από τους υπόλοιπους απολαμβάνοντας μια άδεια εθνική οδό στην οποία κυριαρχούσαν τα μυγάκια, ούτε νταλίκες, ούτε άλλες μοτοσυκλέτες, καθώς η κρίση ψαλιδίζει τα χιλιόμετρα. Την πίστα είχε κλείσει το Ferrari Club και πίνοντας τον απογευματινό καφέ, είχα και την πρώτη ευχάριστη έκπληξη. Ο πλοηγός, που καθοδηγεί την μεγάλη παρέα στην πίστα των Σερρών με αυτοκίνητο, ενημερώνει ότι θα φτάσουν σε 45 λεπτά, και η πρώτη μοτοσυκλέτα μπαίνει στο χώρο πίσω από τα νέα paddock σε 43, αφού ξεκινούσαμε με τέτοια ακρίβεια το οδοιπορικό δεν μπορούσε παρά να εξελιχθεί πολύ ευχάριστα.

Η πρώτη εντύπωση είναι θετική, οι γείτονες καταφθάνουν με πλήρη εξοπλισμό και ανάμεσά τους αρκετοί Έλληνες από το Κιλκίς, την Καβάλα αλλά και από τη Θεσσαλονίκη, ένας από αυτούς με το κράνος στο χέρι. Πάλι το κακό παράδειγμα εμείς το δίνουμε. Ακολουθεί μια γρήγορη ξεκούραση και προαιρετική βόλτα μέσα στην πίστα, μια που ο ήλιος μόλις είχε δύσει και το Ferrari Club την αποδέσμευσε. Η πλειοψηφία των Σκοπιανών έχουν cruiser, υπάρχουν αρκετοί με Goldwing, όπως και Έλληνες ο ένας από τους οποίους μάλιστα την έχει μετατρέψει σε trike! Μπαίνουν όλοι στην πίστα για τρεις γύρους και μια που έπεσε το σκοτάδι οι άνθρωποι της οργάνωσης δεν βλέπουν τους δύο Έλληνες που μπήκαν χωρίς κράνος: Εκείνος που έδωσε το κακό παράδειγμα, αντί να συνετιστεί, έπεισε έναν φίλο του να μην το βάλει ούτε εκείνος, ώστε να φαίνεται λίγο καλύτερος ο ίδιος..

«Δεν έχουμε καμία σχέση με τους Μακεδόνες, ούτε υπάρχει Μακεδονική γλώσσα. Μία μέρα πήγαν σχολείο τα παιδιά και μάθαιναν λέξεις που στο σπίτι τις έλεγαν διαφορετικά. Οι γονείς και οι παππούδες άκουγαν τα παιδιά στο δρόμο και έβγαζαν νόημα με την δεύτερη φορά. Τα πράγματα άλλαξαν από την μία ημέρα στην άλλη». 

Μένω εκτός και πιάνω κουβέντα με τον ιδιοκτήτη μιας λευκής Goldwing που έχει καινούρια πινακίδα με τα χαρακτηριστικά "ΜΚ", εξηγώντας του ότι είναι στο όριο των διεθνών κανονισμών και ότι μάλιστα εκκρεμεί και δικαστική απόφαση στο ανώτατο δικαστήριο των Σκοπίων καθώς ο κόσμος εκεί δεν θέλει πινακίδες στα λατινικά. Μου απαντά κυνικά ότι σε αυτόν δώσανε αυτή, και ότι όλα αυτά είναι πολιτικά θέματα με τα οποία δεν θέλει να εμπλέκεται. Είναι και αυτό μια άποψη.

Αφού έχουμε κεραστεί στη νέα -τότε- καφετέρια του αυτοκινητοδρομίου, γινόμαστε ένα μεγάλο γκρουπ και πηγαίνουμε προς το ξενοδοχείο Elpida Resort. Λίγα μέτρα πιο κάτω, περνώντας κάτω από τη μικρή γέφυρα των γραμμών του τρανού, ένας Σκοπιανός με Intruder μαρσάρει δίπλα μου για να κερδίσει σε μπάσο ήχο. Του λέω για να τον πειράξω ότι δεν ακούω τίποτα και πρέπει να το ξανά κάνει. Λίγο αργότερα, στο μπαρ του ξενοδοχείου θα συστηθούμε καλύτερα με τον Kosta και τον Kostantin, μέλη και οι δύο των "Night Wolves".

Έχει προηγηθεί ένα πλούσιο δείπνο και χαιρετισμός από το δήμαρχο, αλλά και ενημέρωση για την επόμενη μέρα, όμως θέλω να μάθω περισσότερα για τους γείτονες μοτοσυκλετιστές. Ο Kosta έχει δουλέψει για χρόνια στα καράβια, αποσύρθηκε και άνοιξε μπαρ στο κέντρο των Σκοπίων με την ευφάνταστη ονομασία "Van Goch", αλλά χωρίς να βάλει πίνακες του καλλιτέχνη, έχει όμως αφίσες, και το μαγαζί είναι σημείο συγκέντρωσης για τους μοτοσυκλετιστές. Φορούν και οι δύο δερμάτινα γιλέκα από τα οποία όμως έχουν αφαιρέσει τα διακριτικά από την πλάτη, καθώς στα σύνορα τους συμβούλεψαν να τα βγάλουν για να μην έχουν πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. "Δεν μας ενοχλούν" τους είπαν, "για την ασφάλειά σας το κάνουμε". Δηλαδή οι υπάλληλοι στα σύνορα χρησιμοποίησαν την Χρυσή Αυγή ως δικαιολογία, εκεί έχουμε φτάσει.

Οι δύο νέοι φίλοι μου εξηγούν πως από μικρά παιδιά ερχόντουσαν στην Ελλάδα για διακοπές, και μάλιστα ο Kostantin νοικιάζει μόνιμα χώρο για τροχόσπιτο κάπου στον Πλαταμώνα όπου το επισκέπτεται με τα παιδιά του κάθε καλοκαίρι. Στην μόνη χώρα που μπορούν να κυκλοφορήσουν δίχως να αισθάνονται φόβο για την σωματική τους ακεραιότητα, είναι στην Ελλάδα και την προτιμούν με διαφορά για τις διακοπές τους, έναντι των υπόλοιπων γειτόνων. Ιδιαίτερα όταν ταξιδεύουν με μοτοσυκλέτα. Βόρεια είναι το Κόσοβο που ακόμα και ως μεγάλο γκρουπ είναι δύσκολο να διασχίσουν χωρίς μία βέβαιη επίθεση στις μοτοσυκλέτες. Μονάχα αν διασχίσουν την Αλβανία με ταχύ ρυθμό και φύγουν στο Μαυροβούνιο ή την Κροατία έχουν αντίστοιχη δόση ασφάλειας, πράγμα που αντιλαμβάνεται κανείς πως καθιστά την Ελλάδα μία ξεχωριστή για εκείνους περίπτωση. Μαθαίνω επίσης από πρώτο χέρι για την υπέρογκη φορολογία των καινούριων μοτοσυκλετών στη γειτονική χώρα, και το πόσο ακριβές είναι οι μοτοσυκλέτες της παρέας για τα δικά τους δεδομένα.

Ο Kostantin αναφέρεται στην προηγούμενη δουλειά του στα Ηνωμένα Έθνη και την προσπάθεια που γίνεται να προωθήσουν την ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μιλά άπταιστα αγγλικά και σε ένα από τα ταξίδια του έχει δουλέψει ως μεταφραστής για ένα Πολωνό, αφού η νέα γλώσσα που τους έφτιαξαν έχει κοινά στοιχεία και με τα Πολωνικά. Ναι το αναφέρει ξεκάθαρα, χωρίς υπαινιγμούς: «Μας έφτιαξαν γλώσσα σε μία μέρα Θάνο».. Είναι όλοι τους πλήρως συνειδητοποιημένοι για την πορεία που έχουν ακολουθήσει τα πράγματα τα τελευταία χρόνια: «Δεν έχουμε καμία σχέση με τους Μακεδόνες, ούτε υπάρχει Μακεδονική γλώσσα. Μία μέρα πήγαν σχολείο τα παιδιά και μάθαιναν λέξεις που στο σπίτι τις έλεγαν διαφορετικά. Οι γονείς και οι παππούδες άκουγαν τα παιδιά στο δρόμο και έβγαζαν νόημα με την δεύτερη φορά. Τα πράγματα άλλαξαν από την μία ημέρα στην άλλη». Ωστόσο αυτή η κουβέντα διακόπτεται καθώς δεν θέλουν να συνεχίσουν την κουβέντα μας στα μπαρ των Σερρών. Δεν νιώθουν άνετα να γυρνούν με τα δερμάτινα μέσα στην πόλη, παρόλο που κανείς δεν τους είπε τίποτα. Αντιθέτως η αμηχανία είναι δική τους, σαν να κάνουν κάτι λάθος, όπως λένε: "όμως στην Στρούμιτσα φίλε μου θα δεις, εκεί θα κάνουμε κανονικό πάρτι, θα νιώθουμε πιο άνετα". Κρατώ τις υποσχέσεις και η παρέα διαλύεται για να απολαύσει ο καθένας το δικό του ευρύχωρο δωμάτιο στο πολυτελές ξενοδοχείο των Σερρών.

Πράσινο παντού

Την επόμενη μέρα το πρωί ξεκινάμε μια πολύ λογική ώρα, καμιά βιασύνη από κανένα. Έχει έρθει και μια παρέα μοτοσυκλετιστών από τις Σέρρες που δίνει το καλό παράδειγμα, πλήρως εξοπλισμένοι και με άψογη συμπεριφορά στο δρόμο. Είμαστε πλέον 43 μοτοσυκλέτες στο σύνολο με ελληνικές και ξένες πινακίδες ανακατεμένες, βάζοντας στόχο την Κερκίνη όπου θα κάνουμε στάση για φαγητό. Το τοπίο είναι πανέμορφο, το πράσινο κυριαρχεί παντού και συναντάς κάθε λογής ζώα, από βουβάλια μέχρι εξωτικά πουλιά. Περνάμε από Μουριές και ανηφορίζουμε για τα σύνορα όπου ξεμπερδεύουμε αρκετά γρήγορα για τον όγκο της παρέας. Σε εμένα που είχα τη Long Term μοτοσυκλέτα του περιοδικού δεν κοίταξαν ούτε την άδεια του ιδιοκτήτη για να την βγάλω από τη χώρα, ούτε πράσινα κάρτα, τίποτα. Κοίταξαν διαβατήριο, είδαν την πινακίδα και πέρασα, έτσι απλά. Ακολουθεί μια σύντομη διαδρομή από την άλλη πλευρά της λίμνης Δοϊράνης, βάζουμε και βενζίνη με 1,38 Ευρώ, μιλώντας στον υπάλληλο στα Ελληνικά αφού η πελατεία του είναι ως επί το πλείστον ελληνική.

Ο δρόμος είναι όπως αυτός που αφήσαμε πίσω μας, γεμάτος με σαμαράκια και λακκούβες, όμως κατηφορίζοντας το βουνό για να φτάσουμε στο κάμπο της Στρουμίτσα η χάραξη αλλάζει και η πρόσφυση αναβαθμίζεται, το ίδιο και τα σπίτια, είναι πολύ πιο περιποιημένα. Επί Γιουγκοσλαβίας η πόλη αυτή είχε έντονο ελληνικό στοιχείο από το οποίο ελάχιστα ψήγματα παραμένουν…

Έπρεπε ως ορθόδοξοι να συσπειρωθούμε και να πούμε πως είμαστε κάτι το διαφορετικό γιατί αλλιώς θα σβήναμε από τον χάρτη.

Το ξενοδοχείο που θα καταλήξουμε βρίσκεται λίγο πιο έξω από την πόλη και έχει φρουρό στο πάρκινγκ, δίνοντας μία μεγάλη ανακούφιση. Αφήνουμε τα πράγματα και πηγαίνουμε κατευθείαν για το κέντρο της πόλης, όπου όλους τους Έλληνες περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Μόλις πριν από δύο χρόνια έχουν κατασκευάσει στην Στρουμίτσα μια τεράστια ανοικτή πλατεία σε Σοβιετικά πρότυπα χώρου, τοποθετώντας ένα άγαλμα ενός Βούλγαρου ήρωα που οικειοποιήθηκαν κατά την πάγια τακτική που ακολουθούν. «Δανείζονται» δηλαδή τα ιστορικά στοιχεία των γειτόνων τους, κατασκευάζοντας τον δικό τους μύθο. Για να γίνει η πλατεία υπογειοποίησαν τον κεντρικό τους δρόμο και έφτιαξαν και υπόγειο πάρκινγκ. Με λίγα λόγια ξεπέρασαν μία μεγάλη πλειοψηφία από τους δικούς μας δήμους και απέδειξαν ότι δεν χρειάζεσαι πολλά λεφτά για να κάνεις ένα τέτοιο έργο, φτάνει βέβαια να μην τα τρως σε μεζονέτες, ερωμένες ή εκδιδόμενες και άλλα τέτοια παραδείγματα που με ανοικτό το στόμα σχολιάζουν οι Έλληνες έχοντας σχηματίσει μικρές ξεχωριστές παρέες, με κοινό όμως θέμα συζήτησης: Συγκρίνοντας τα χάλια μας. Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο για το δείπνο και βρίσκουμε το πάρκινγκ γεμάτο καθώς πραγματοποιείται ένας γάμος στο εστιατόριο όπου όλοι χορεύουν σέρβικα τραγούδια που έχουν μεταφραστεί από τα ελληνικά κρατώντας την μουσική, είναι ένα κανονικό μπουζουκσίδικο με μόνη διαφορά την γλώσσα που ακούγεται!

Στο διπλανό εστιατόριο θα γίνει κατάληψη από την παρέα μας, Έλληνες και Σκοπιανοί μοτοσυκλετιστές στήνουν ένα διαφορετικό γλέντι. Πρωτοστατεί η μπάντα των Agusevi, μια ξακουστή μπάντα που η φήμη της έχει φτάσει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ενώ είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους Σερραίους της παρέας που τις δίνουν συνέχεια παραγγελιές. Είναι πασίγνωστοι και στις δύο πλευρές των συνόρων και ξεσηκώνουν εξίσου τον κόσμο με τα «χάλκινα». Γίνεται χαμός, βγαίνουν κιθάρες, και τα τραπέζια ενώνονται σε μια μεγάλη παρέα. Μέσα σε αυτό το χαμό προσπαθώ να μιλήσω με τον Λένιν, τον αρχηγό των "Night Wolves", και –πιο σημαντικό- πρόεδρο της εκεί ομοσπονδίας μοτοσυκλέτας. Είναι περήφανος για το club του και μου εξηγεί τους δεσμούς που υπάρχουν με τη Ρωσία, εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεκίνησαν οι "Λύκοι της Νύχτας", με την δική του ομάδα/οργάνωση/ομοσπονδία να αποτελεί παρακλάδι. Εξιστορεί πως έχει υπάρξει μοτοσυκλετιστής συνοδείας του Πούτιν, και πηγαίνει τέσσερις φορές το χρόνο για να ενισχύσει τους δεσμούς με την κεντρική οργάνωση των "Night Wolves". Αφού επισημαίνουμε τις διαφορές που υπάρχουν στην μοτοσυκλετιστική παιδεία μεταξύ μας, -ευτυχώς όπως του λέω χαρακτηριστικά- και τον τελείως διαφορετικό τρόπο που λειτουργούν οι λέσχες, -επίσης ευτυχώς- αναπόφευκτα η συζήτηση πηγαίνει και στην πολιτική.

Ο Λένιν, όπως και οι υπόλοιποι, θέλει να μάθει αν είναι πρόσκαιρη η άνοδος της Χρυσής Αυγής (δεν θα ήταν τελικά) και έχει μια ενδιαφέρουσα άποψη για την Ιστορία. Η Ιστορία πρέπει να είναι κοινή για όλη την ανθρωπότητα, στον ίδιο πλανήτη ζούμε, λέει χαρακτηριστικά. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος είναι Έλληνας γιατί να μην είναι και Σκοπιανός; Αυτό πυροδοτεί μία συζήτηση που καταλήγει σε μία εκπληκτική παραδοχή από τον ίδιο: «Κοίτα για εμάς είναι πολύ σημαντικό να είμαστε κάτι άλλο από Βούλγαροι γιατί δεχτήκαμε τεράστιους διωγμούς. Έπρεπε ως ορθόδοξοι να συσπειρωθούμε και να πούμε πως είμαστε κάτι το διαφορετικό γιατί αλλιώς θα σβήναμε από τον χάρτη. Ήταν θέμα επιβίωσης, κανείς δεν πιστεύει ότι είμαστε απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου. Οι νέες γενιές, ναι μπορεί πλέον να το πιστεύουν, αλλά το θέμα ξεκίνησε για να διαφοροποιηθούμε από την Βουλγαρία, μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Είχαν προσπαθήσει για χρόνια, να προσαρτήσουν την περιοχή». Μάλιστα, αλλά αν ήταν πράγματι έτσι θα μπορούσατε να έχετε οικειοποιηθεί τον "Τζένκις Χαν" ή τον "Μέγα Καθιστό Ταύρο" τον Ινδιάνο μάγο στο Τέξας, και όχι τον Μέγα Αλέξανδρο! Σύμφωνοι, είναι η απάντηση, αλλά οτιδήποτε άλλο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει… Ο Λένιν έχει την στερεοτυπική εμφάνιση ενός ανθρώπου που δεν θα έκανες ποτέ μία τέτοια συζήτηση, κι όμως από εκείνον ακούγεται κάθε αλήθεια με τους υπόλοιπους να ζητούν «άδεια» από τον «αρχηγό» όταν θέλουν να συμπληρώσουν κάτι. Ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσά μας, μου λέει χαρακτηριστικά ο Kostantin, είναι ένα σημείο της χώρας που πρακτικά δεν είμαι ελεύθερος να πάω, μπορεί να πυροβολήσουν οι Αλβανοί και σίγουρα όχι με μοτοσυκλέτα μου λέει, θα μου την πάρουν με εμένα επάνω… Με την αποχώρηση των Agusevi οι συζητήσεις ξανά σταματούν και η παρέα συγκεντρώνεται για μια νέα εξόρμηση στην πόλη.

από την Ελληνική πλευρά, οι Έλληνες είχαν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους μοτοσυκλέτες. Άλλο ένα στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τους γείτονες...

Οι νέοι είναι ίδιοι παντού

Όλες οι προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει το προηγούμενο βράδυ με τις περιγραφές τους οι Σκοπιανοί, βγαίνουν πέρα για πέρα αληθινές. Η τεράστια πλατεία έχει γεμίσει από νεαρό κόσμο με μια τεράστια αναλογία υπέρ των γυναικών που γυρνούν όλες με κοντές φούστες. Κάνει απίστευτο κρύο και ολόκληρη η πόλη καλύπτεται από ένα πυκνό σύννεφο κάπνας καθώς τα σπίτια ζεσταίνονται καίγοντας πέλετ και ξύλα αποκλειστικά. Τα μάτια μου τσούζουν από τον καπνό και από τα εκατοντάδες ζευγάρια πόδια που βλέπω εκτεθειμένα. Πηγαίνουμε από το ένα μπαρ στο άλλο και καταλήγουμε στο μεγαλύτερο της περιοχής, τέσσερις όροφοι γεμάτοι νεαρό κόσμο στην πλειοψηφία γυναίκες, και μάλιστα ο αέρας μέσα είναι πιο καθαρός απ’ ότι έξω! Γιατί μέσα δεν καπνίζει κανείς, εκτός από τον χώρο που έχει φτιαχτεί ειδικά για αυτό το σκοπό. Τα ποτά είναι καθαρά και κοστίζουν περίπου δύο Ευρώ, ενώ παρόλο που οι Έλληνες ξεχωρίζουμε, εισπράττουμε μονάχα νεύματα.

Οι "Λύκοι της Νύκτας" μας πήγαν στο Ελληνικό μοναστήρι για να δείξουν τα κοινά στοιχεία των δύο λαών...

Το επόμενο πρωί, το ίδιο χαλαρά όπως και την προηγούμενη μέρα, ξεκινάμε για το ορθόδοξο μοναστήρι Veljusa, περνώντας μέσα από χωριά με τακτοποιημένα χωράφια και καινούρια όμορφα σπίτια δίπλα στα άθλια παλιότερα. Πρόκειται για την ελληνική μονή της «Παναγίας Ελεούσας» και ο λόγος που μας πηγαίνουν εκεί οι Σκοπιανοί, αντί για την καταπράσινη ύπαιθρο, είναι για να τονίσουν πως υπάρχουν κοινά στοιχεία. Τα κάρα με τα άλογα βρίσκονται παντού, όπως και οι χωματόδρομοι, όμως είναι πασιφανές ότι η πρόοδος εκεί κυλά αρκετά γρήγορα. Μια σύντομη γνωριμία με τον κόσμο που κατοικεί γύρω από το μοναστήρι και η παρέα μας διαλύεται δίνοντας ευχές για ασφαλή επιστροφή.

Έχω επιλέξει να συνεχίσω παραμένοντας στην μικρή γειτονική χώρα, συνεχίζοντας για Γευγελή, πριν πάρω την Ε.Ο. για Αθήνα, και σε ένα σταυροδρόμι δίχως σήμανση με προλαβαίνει μια από τις Goldwing των Σκοπιανών, όπου με σπαστά Ελληνικά με προσκαλεί να συνεχίσουμε μαζί. Σε λιγότερο από μία ώρα έχουμε κιόλας παραγγείλει καφέ στο αγαπημένο του καφενείο, δεν φταίει που πηγαίναμε γρήγορα σε όλη τη διαδρομή με την Goldwing να πλαγιάζει όπως το CBR, αλλά οι αποστάσεις είναι μικρές στα Σκόπια. Ο φραπές στην γείτονα χώρα είναι σα γάλα κακάο, σαν να μην έχει νερό, και για αυτό ο νέος φίλος μου επιμένει να το γυρίσουμε σε μπύρα. Αλλά με την επιστροφή για μένα μόλις να έχει ξεκινήσει, κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, και με πολλές προσπάθειες τον πείθω. Οι πινακίδες για Αθήνα άλλωστε ξεκινούν μέσα από το Γευγελή...